2022-01-28 17:38:27
Μαθητής των Αποστόλων, πατήρ των επισκόπων, θαρραλέος στρατιώτης του Χριστού που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των καλλινίκων Μαρτύρων, ο άγιος Ιγνάτιος κατέκτησε τριπλούν στέφανο και ακτινοβολεί απαστράπτων στο στερέωμα των Αγίων του Θεού.
Ακριβώς όπως φανερώνει και το όνομά του («ignis» στα λατινικά σημαίνει «φωτιά»), φλεγόταν από τον πόθο του Χριστού σε τέτοιο βαθμό που έλαβε δικαίως την προσωνυμία «Θεοφόρος», την οποία δεν δίσταζε εξάλλου να τη χρησιμοποιεί και ο ίδιος, ασφαλώς δίχως να καυχιέται, αφού όλοι οι χριστιανοί μετά το άγιο Βάπτισμα γίνονται πραγματικά Χριστοφόροι και ενδύονται το Πνεύμα το Άγιο («αγιοφόροι» και «πνευματοφόροι», καθώς λένε οι άγιοι Πατέρες).
Σε νεαρή ηλικία ο Ιγνάτιος γνώρισε τους αγίους Αποστόλους και μυήθηκε μαζί με τον άγιο Πολύκαρπο [23 Φεβρ.] στα βαθύτατα μυστήρια της Πίστης από τον άγιο Απόστολο Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή. Διαδέχθηκε κατόπιν τον άγιο Εύοδο [7 Σεπτ.] ως δεύτερος επίσκοπος της Αντιοχείας, της πρωτεύουσας της Συρίας και της πλέον σημαντικής πόλεως σε όλη την Ανατολή, η επισκοπική έδρα της οποίας ιδρύθηκε από τον άγιο Απόστολο Πέτρο
. Κατά τον διωγμό του Δομετιανού (81-96), ο άγιος Ιγνάτιος ενεθάρρυνε πολλούς ομολογητές να καταφρονούν τα βασανιστήρια και τις δοκιμασίες που διαρκούν μόνο μια στιγμή, για να κερδίσουν την αιώνια ζωή. Τους επισκεπτόταν αυτοπροσώπως στις φυλακές, τους παρηγορούσε και τους ενθάρρυνε λέγοντας πόσο βιαζόταν και ο ίδιος να ενωθεί οριστικά με τον Χριστό, μιμούμενος το Πάθος Του. Δεν τον συνέλαβαν όμως τότε· και, όταν έπαυσαν οι διώξεις, ο θαρραλέος επίσκοπος στενοχωρήθηκε που δεν εκλήθη από τον Θεό για να γίνει «αληθινός μαθητής» και να τελειωθεί μέσω του μαρτυρίου.
Στα χρόνια της ειρήνης που ακολούθησαν, ο άγιος Ιγνάτιος έθεσε τα θεμέλια της οργάνωσης της Εκκλησίας και κατέδειξε πώς η Χάρη που δόθηκε στους Αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, παραμένει και παρατείνεται στο επισκοπικό λειτούργημα, παρ’ ότι οι Απόστολοι είχαν εν Κυρίω εκδημήσει. Από τη Μεγάλη Αντιόχεια, η πατρική φωνή του ακουγόταν σε όλες τις Εκκλησίες -που ήταν τότε μικρές τοπικές κοινότητες- τις οποίες παρότρυνε να παραμείνουν ενωμένες με το χριστεπώνυμο πλήρωμά τους στην αγάπη γύρω από τον επίσκοπο, θεόσδοτη εικόνα επί γης του μόνου αληθούς Επισκόπου και Αρχιερέως, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ενωμένοι στην ακλόνητη Πίστη προς τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Σωτήρα Χριστό και με την ομόνοια και συμφωνία που προέρχονται από την κοινή και ακαταίσχυντη ελπίδα, οι πιστοί θα πρέπει να συναθροίζονται γύρω από τον επίσκοπο, τους ιερείς και τους διακόνους, όσο πιο συχνά μπορούν -ιδίως την Κυριακή, που είναι η Ημέρα του Κυρίου- για να τελέσουν μαζί τη θεία Ευχαριστία, «τεμαχίζοντας έναν Άρτο, που είναι φάρμακο αθανασίας και το μόνο αντίδοτο προκειμένου να μην πεθάνει κανείς, αλλά να ζουν όλοι εν Ιησού Χριστώ για πάντα» («Επιστολή προς Εφεσίους», 20, 2). Όπου επίσκοπος, έλεγε ο άγιος Ιγνάτιος, εκεί ο Χριστός, εκεί η Μία και Καθολική Εκκλησία, εκεί η ακατάλυτη διαβεβαίωση της αιωνίου ζωής, ο άφραστος αρραβώνας της κοινωνίας μετά του Θεού. Για τον λόγο αυτό, μία μόνο νόμιμη και κανονική ευχαριστιακή σύναξη υπάρχει: εκείνη της Εκκλησίας, μέσα σε μια ενότητα Πίστεως γύρω από τον επίσκοπο ή τον αποσταλμένο αντιπρόσωπό του (βλ. «Επιστολή προς Σμυρναίοις», 8, 2). Και εκτός των ιερών αυτών συνάξεων, οι χριστιανοί οφείλουν να δείχνουν στον βίο, στην πολιτεία τους, μεταξύ τους και προς τον έξω κόσμο, στα αισθήματα και στις σκέψεις τους, την ίδια αρμονική συμφωνία όπως ακριβώς οι χορδές μιας καλοκουρδισμένης λύρας, ώστε να ψάλλουν, γιατί «μέσα στη δική τους ομόνοια και τη συμφωνία της αγάπης είναι που κυριολεκτικά υμνείται και δοξολογείται ο Ιησούς Χριστός» (Επ. Εφ. 4). Νουθετεί τους Εφεσίους να παραμένουν πιστοί και ενωμένοι με τον επίσκοπο «όπως ακριβώς η Εκκλησία προς τον Ιησού Χριστό και όπως ακριβώς ο Ιησούς Χριστός προς τον Πατέρα Του, ώστε τα πάντα να βρίσκονται σε πνευματική συμφωνία μέσα στην εκκλησιαστική ενότητα» (Επ. Εφ. 5, 1). Πέρα από το μίσος και τις συγκρούσεις, τους καλεί να αποφεύγουν επίσης κάθε είδους διαίρεση: «Να αποφεύγετε τις μεταξύ σας διαιρέσεις, εκλαμβάνοντάς τες σαν απαρχή όλων των κακών» (Επ. Σμυρν. 7). Όταν με αυτό τον τρόπο οι πιστοί είναι στερεωμένοι στην ομόνοια και στην αμοιβαία αγάπη, τότε η Αλήθεια είναι σίγουρο ότι θα μείνει μέσα τους και η Εκκλησία, σαν μια άλλη επουράνια ακρόπολη, θα παραμείνει καθαρή και απρόσιτη στη μόλυνση της αίρεσης. Ακολουθώντας πιστά το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου, ο άγιος Ιγνάτιος διατύπωσε τις αΐδιες (=παντοτινές, αιώνιες) και αμετάβλητες αρχές για τη φύση της Εκκλησίας· τον θεσμό του επισκόπου, τον ρόλο της ευχαριστιακής συνάξεως, τις σχέσεις μεταξύ της τοπικής Εκκλησίας και της καθολικής Εκκλησίας, όλες εκείνες τις πνευματικές αρχές που επιτρέπουν να πούμε για τη Μία και Αγία Εκκλησία ότι, «όλη η μεγαλόπρεπη δόξα της Νύμφης, η οποία είναι και κόρη του Βασιλέως Νυμφίου, προέρχεται κυρίως από τον εσωτερικό στολισμό της αρετής και των χαρίτων της· κατά τη θεία τελειότητα, είναι επίσης και εξωτερικά ντυμένη με αυτή τη δόξα και με αυτό το κάλλος, καθώς είναι στολισμένη πνευματικά με κροσσωτά χρυσοκέντητα ενδύματα» (πρβλ. Ψαλμ. 44, 14).
Όταν αναρρήθηκε στον θρόνο ο Τραϊανός (98), άφησε στην αρχή ήσυχους τους χριστιανούς, καθώς ήταν απασχολημένος με πολέμους κατά των βαρβάρων. Μετά τη νίκη του επί των Σκυθών και των Δακών, αποφάσισε να υποτάξει όλους τους υπηκόους του στη λατρεία των ειδώλων και του αυτοκράτορα, επί ποινή θανάτου. Περί το 113, επιστράτευσε κατά των Αρμενίων και των Παρθών και στη διαδρομή σταμάτησε για λίγο στη λαμπρή Αντιόχεια, εξαπολύοντας με την ευκαιρία αυτή τοπικό διωγμό κατά των χριστιανών. Ο άγιος Ιγνάτιος αισθάνθηκε ότι είχε φθάσει η στιγμή που προσδοκούσε· παρουσιάσθηκε αυτοβούλως ενώπιον του αυτοκράτορα και ευθαρσώς απάντησε στις ερωτήσεις του. Ομολόγησε τον Θεό, τον Δημιουργό και Φιλάνθρωπο, και τον Μονογενή Υιό Αυτού Ιησού Χριστό, και δεν δίστασε να χλευάσει τη δεισιδαιμονία του πανίσχυρου ηγεμόνα, ο οποίος επικαλούνταν μάταια όντα και ψευδή για να προστατεύσουν και να ευνοήσουν τις στρατιές του. Οργισμένος ο Τραϊανός τον ρώτησε: «Είσαι, λοιπόν, μαθητής Εκείνου που σταυρώθηκε επί Ποντίου Πιλάτου;». «Είμαι μαθητής Εκείνου που κάρφωσε τις αμαρτίες μου στον Σταυρό και ποδοπάτησε τον διάβολο και τις μηχανεύσεις του!», απάντησε άφοβα ο άγιος. «Και γιατί, λοιπόν, ονομάζεσαι “Θεοφόρος”;». «Επειδή φέρω εντός μου τον ζώντα Χριστό!», ομολόγησε ανενδοίαστα ο σεβάσμιος Ιγνάτιος. Διέταξε τότε ο αυτοκράτορας φωνάζοντας σκωπτικά και βάναυσα τα εξής: «Αυτός που φέρει μέσα του τον Εσταυρωμένο, να μεταφερθεί στη Ρώμη σιδηροδέσμιος και να δοθεί βορά στα θηρία για την τέρψη του λαού!».
Όλος χαρά και αγαλλίαση ο άγιος, ασπαζόταν τις βαριές αλυσίδες, αποκαλώντας τες «πολύτιμους πνευματικούς μαργαρίτες» (Επ. Εφ. 11, 1), δεσμά ποθεινά που εξασφαλίζουν την εν Χριστώ ζωή κατά το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου αλλά και πολλών άλλων ένδοξων Μαρτύρων. Αποχαιρέτησε την Εκκλησία του, παρότρυνε το ποίμνιό του να μεταβάλλει τους θρήνους του σε αίνους χαράς και ξεκίνησε πεζός μαζί με άλλους φυλακισμένους, υπό τη συνοδεία δέκα στρατιωτών, σκληρόκαρδων, σκαιών και ανελέητων, αληθινών «λεοπαρδάλεων» (γιατί επρόκειτο μάλλον για τους στρατιώτες της λεγεώνας που αποκαλούνταν «Λεοπαρδάλεις»), οι οποίοι τον κακομεταχειρίζονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της πεζοπορίας του, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να μεγαλώνει η χαρά και η προθυμία του αγίου για το μαρτύριο.
Έφυγαν από την Αντιόχεια και μετά από πολλές ταλαιπωρίες, πότε πεζοπορώντας πότε διά θαλάσσης, έφθασαν στη Σμύρνη, όπου τον άγιο Ιγνάτιο υποδέχθηκε με πολλή συγκίνηση ο συμμαθητής του Πολύκαρπος [23 Φεβρ.], επίσκοπος της πόλεως. Εκεί συνάντησε απεσταλμένους των γειτονικών πόλεων: τους επισκόπους Εφέσου Ονήσιμο [1 Δεκ.], Μαγνησίας Δημά, και Τράλλεων Πολύβιο. Τους μετέδωσε τις τελευταίες νουθεσίες του, τους παρότρυνε να αντιμετωπίζουν τη χλεύη και τις αδικίες των εθνικών μιμούμενοι την πραότητα και την ταπείνωση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού απέναντι στους διώκτες Του· τους εμφύσησε επίσης την αγαλλίασή του και τον πόθο του να βρει το συντομότερο την τελείωση μέσω του μαρτυρίου, σε βαθμό που δεν τον αποχαιρέτησαν ως μελλοθάνατο αλλά ως γενναίο και ατρόμητο αθλητή του Χριστού ήδη θριαμβεύοντα, ως οδοιπόρο ουρανοδρόμο! Από τη Σμύρνη, ο άγιος Ιγνάτιος έγραψε θαυμάσιες επιστολές προς τους χριστιανούς της Μικράς Ασίας, για να τους ενδυναμώσει στην Πίστη και να τους διαφυλάξει από τις αιρέσεις, συστήνοντάς τους να παραμένουν πάντα γύρω από τον επίσκοπο και τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας σε μία ευχαριστιακή σύναξη, μεταδίδοντάς τους τον διάπυρο ενθουσιασμό του. Πληροφορούμενος ότι οι χριστιανοί της Ρώμης ήθελαν να επιχειρήσουν να τον σώσουν τη στιγμή της θανατώσεως, τους απηύθυνε επιστολή για να σταματήσει τον άσκοπο ζήλο τους και να τους ικετεύσει να μην παρέμβουν. «Τώρα είναι που αρχίζω να είμαι μαθητής του Χριστού! Ο δικός μου Έρωτας έχει σταυρωθεί και μέσα μου δεν υπάρχει πλέον καμιά φιλόυλη φωτιά, παρά μόνο ένα ζωντανό νερό που μου μιλάει συνεχώς και μου λέει: “Εμπρός, έλα προς τον Πατέρα!”» (Επ. Ρωμαίους 5, 7). Ο διάπυρος πόθος του για τον Χριστό τού ενέπνευσε αυτά τα φλογερά λόγια: «Καταλάβετέ με, αδελφοί! Και μη μ’ εμποδίζετε να ζήσω αιώνια κατά Χριστόν με το να θέλετε να μην πεθάνω με το μαρτύριο! Επιτρέψτε με να γίνω μιμητής του Θεού μου! Αφήστε με να γίνω βορά στα θηρία, μέσω των οποίων θα καταφέρω να βρεθώ σιμά στον Θεό! Ένα σιτάρι είμαι κι εγώ του Θεού, που θ’ αλεσθώ με τα δόντια των θηρίων ώστε να αξιωθώ να γίνω καθαρός άρτος του Χριστού!» (Επ. Ρωμ. 6 και 4). Μοναδική επιθυμία του αγίου ιεράρχη ήταν να γίνει, κατ’ εικόνα Χριστού, ένας αληθής ευχαριστιακός άρτος με τον οποίο θα αξιωθεί να τελέσει την αληθή και τέλεια Λειτουργία.
Η συνοδεία των φυλακισμένων σταμάτησε κατόπιν στην Τρωάδα, όπου ο Ιγνάτιος πληροφορήθηκε με χαρά ότι είχε παύσει ο διωγμός στην Αντιόχεια. Έγραψε τότε στις Εκκλησίες να στείλουν αντιπροσώπους για να χαρούν μαζί με τα πνευματικά του τέκνα και εμπιστεύθηκε στον Πολύκαρπο τη φροντίδα της Εκκλησίας του.
Φθάνοντας στη Ρώμη, μετά από μακρά και κοπιαστική περιοδεία, έγινε δεκτός από τους πιστούς της πρωτεύουσας, τα δάκρυα, η θλίψη και ο φόβος των οποίων συγκεράστηκαν με τη χαρά της υποδοχής αυτού του εξ Ανατολής φαεινού άστρου που είχε διασχίσει όλο τον κόσμο για να έλθει να βασιλεύσει μαρτυρικά στη Δύση. Όταν έφθασε η στιγμή της θανάτωσης, ο άγιος Ιγνάτιος προχώρησε στην αρένα σαν να πήγαινε στο ιερό Βήμα για να τελέσει την τελευταία του Λειτουργία, ενώπιον των πιστών που βρίσκονταν στις κερκίδες μαζί με εθνικούς. Πλήρης πλέον επίσκοπος και μαθητής του Αρχιερέως της Σωτηρίας μας Χριστού, θύτης και θύμα, προσφέρθηκε ανέμελα στα άγρια λιοντάρια, που έπεσαν πάνω του και τον κατασπάραξαν εν ριπή οφθαλμού, αφήνοντας κατά τη θέλησή του μόνο τα μεγάλα οστά. Τα πολύτιμα αυτά λείψανα τα συγκέντρωσαν με ευλάβεια οι πιστοί και τα πήγαν με πομπή και επισημότητα πίσω στην Αντιόχεια. Απ’ όπου περνούσε αυτή η πανίερη πομπή, οι χριστιανοί τα προσκυνούσαν ωσάν ο ποιμένας τους να επέστρεφε ζωντανός και θριαμβευτής στη μάνδρα των λογικών προβάτων του. Αυτή η ανακομιδή των λειψάνων του αγίου Ιγνατίου τιμάται στις 29 Ιανουαρίου.
Μια παράδοση αναφέρει ότι τα λιοντάρια δεν μπόρεσαν να κατασπαράξουν την καρδιά του αγίου Ιγνατίου και ότι μετά την τελείωσή του φάνηκε επάνω της γραμμένη με χρυσά και αποστίλβοντα γράμματα η λέξη «Θεοφόρος», κατ’ άλλους δε το όνομα του Σωτήρος Χριστού· «Ιησού Χριστέ». Σύμφωνα με τη γνώμη άλλων, η προσωνυμία «Θεοφόρος» ερμηνεύεται με την παθητική έννοια, δηλ. «φερόμενος παρά Θεού». Τέλος, ίσως ο άγιος Ιγνάτιος να ήταν εκείνο το μικρό και τρυφερό παιδίο που πήρε στην αγκαλιά Του ο Χριστός, λέγοντας προς τους Μαθητές Του: «Και όποιος δεχθεί στ’ Όνομά Μου έστω και ένα παιδί σαν κι αυτό, δέχεται Εμένα» (βλ. Ματθ. 18, 5).
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Πηγή: wra9
paraklisi
Ακριβώς όπως φανερώνει και το όνομά του («ignis» στα λατινικά σημαίνει «φωτιά»), φλεγόταν από τον πόθο του Χριστού σε τέτοιο βαθμό που έλαβε δικαίως την προσωνυμία «Θεοφόρος», την οποία δεν δίσταζε εξάλλου να τη χρησιμοποιεί και ο ίδιος, ασφαλώς δίχως να καυχιέται, αφού όλοι οι χριστιανοί μετά το άγιο Βάπτισμα γίνονται πραγματικά Χριστοφόροι και ενδύονται το Πνεύμα το Άγιο («αγιοφόροι» και «πνευματοφόροι», καθώς λένε οι άγιοι Πατέρες).
Σε νεαρή ηλικία ο Ιγνάτιος γνώρισε τους αγίους Αποστόλους και μυήθηκε μαζί με τον άγιο Πολύκαρπο [23 Φεβρ.] στα βαθύτατα μυστήρια της Πίστης από τον άγιο Απόστολο Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή. Διαδέχθηκε κατόπιν τον άγιο Εύοδο [7 Σεπτ.] ως δεύτερος επίσκοπος της Αντιοχείας, της πρωτεύουσας της Συρίας και της πλέον σημαντικής πόλεως σε όλη την Ανατολή, η επισκοπική έδρα της οποίας ιδρύθηκε από τον άγιο Απόστολο Πέτρο
Στα χρόνια της ειρήνης που ακολούθησαν, ο άγιος Ιγνάτιος έθεσε τα θεμέλια της οργάνωσης της Εκκλησίας και κατέδειξε πώς η Χάρη που δόθηκε στους Αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, παραμένει και παρατείνεται στο επισκοπικό λειτούργημα, παρ’ ότι οι Απόστολοι είχαν εν Κυρίω εκδημήσει. Από τη Μεγάλη Αντιόχεια, η πατρική φωνή του ακουγόταν σε όλες τις Εκκλησίες -που ήταν τότε μικρές τοπικές κοινότητες- τις οποίες παρότρυνε να παραμείνουν ενωμένες με το χριστεπώνυμο πλήρωμά τους στην αγάπη γύρω από τον επίσκοπο, θεόσδοτη εικόνα επί γης του μόνου αληθούς Επισκόπου και Αρχιερέως, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ενωμένοι στην ακλόνητη Πίστη προς τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Σωτήρα Χριστό και με την ομόνοια και συμφωνία που προέρχονται από την κοινή και ακαταίσχυντη ελπίδα, οι πιστοί θα πρέπει να συναθροίζονται γύρω από τον επίσκοπο, τους ιερείς και τους διακόνους, όσο πιο συχνά μπορούν -ιδίως την Κυριακή, που είναι η Ημέρα του Κυρίου- για να τελέσουν μαζί τη θεία Ευχαριστία, «τεμαχίζοντας έναν Άρτο, που είναι φάρμακο αθανασίας και το μόνο αντίδοτο προκειμένου να μην πεθάνει κανείς, αλλά να ζουν όλοι εν Ιησού Χριστώ για πάντα» («Επιστολή προς Εφεσίους», 20, 2). Όπου επίσκοπος, έλεγε ο άγιος Ιγνάτιος, εκεί ο Χριστός, εκεί η Μία και Καθολική Εκκλησία, εκεί η ακατάλυτη διαβεβαίωση της αιωνίου ζωής, ο άφραστος αρραβώνας της κοινωνίας μετά του Θεού. Για τον λόγο αυτό, μία μόνο νόμιμη και κανονική ευχαριστιακή σύναξη υπάρχει: εκείνη της Εκκλησίας, μέσα σε μια ενότητα Πίστεως γύρω από τον επίσκοπο ή τον αποσταλμένο αντιπρόσωπό του (βλ. «Επιστολή προς Σμυρναίοις», 8, 2). Και εκτός των ιερών αυτών συνάξεων, οι χριστιανοί οφείλουν να δείχνουν στον βίο, στην πολιτεία τους, μεταξύ τους και προς τον έξω κόσμο, στα αισθήματα και στις σκέψεις τους, την ίδια αρμονική συμφωνία όπως ακριβώς οι χορδές μιας καλοκουρδισμένης λύρας, ώστε να ψάλλουν, γιατί «μέσα στη δική τους ομόνοια και τη συμφωνία της αγάπης είναι που κυριολεκτικά υμνείται και δοξολογείται ο Ιησούς Χριστός» (Επ. Εφ. 4). Νουθετεί τους Εφεσίους να παραμένουν πιστοί και ενωμένοι με τον επίσκοπο «όπως ακριβώς η Εκκλησία προς τον Ιησού Χριστό και όπως ακριβώς ο Ιησούς Χριστός προς τον Πατέρα Του, ώστε τα πάντα να βρίσκονται σε πνευματική συμφωνία μέσα στην εκκλησιαστική ενότητα» (Επ. Εφ. 5, 1). Πέρα από το μίσος και τις συγκρούσεις, τους καλεί να αποφεύγουν επίσης κάθε είδους διαίρεση: «Να αποφεύγετε τις μεταξύ σας διαιρέσεις, εκλαμβάνοντάς τες σαν απαρχή όλων των κακών» (Επ. Σμυρν. 7). Όταν με αυτό τον τρόπο οι πιστοί είναι στερεωμένοι στην ομόνοια και στην αμοιβαία αγάπη, τότε η Αλήθεια είναι σίγουρο ότι θα μείνει μέσα τους και η Εκκλησία, σαν μια άλλη επουράνια ακρόπολη, θα παραμείνει καθαρή και απρόσιτη στη μόλυνση της αίρεσης. Ακολουθώντας πιστά το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου, ο άγιος Ιγνάτιος διατύπωσε τις αΐδιες (=παντοτινές, αιώνιες) και αμετάβλητες αρχές για τη φύση της Εκκλησίας· τον θεσμό του επισκόπου, τον ρόλο της ευχαριστιακής συνάξεως, τις σχέσεις μεταξύ της τοπικής Εκκλησίας και της καθολικής Εκκλησίας, όλες εκείνες τις πνευματικές αρχές που επιτρέπουν να πούμε για τη Μία και Αγία Εκκλησία ότι, «όλη η μεγαλόπρεπη δόξα της Νύμφης, η οποία είναι και κόρη του Βασιλέως Νυμφίου, προέρχεται κυρίως από τον εσωτερικό στολισμό της αρετής και των χαρίτων της· κατά τη θεία τελειότητα, είναι επίσης και εξωτερικά ντυμένη με αυτή τη δόξα και με αυτό το κάλλος, καθώς είναι στολισμένη πνευματικά με κροσσωτά χρυσοκέντητα ενδύματα» (πρβλ. Ψαλμ. 44, 14).
Όταν αναρρήθηκε στον θρόνο ο Τραϊανός (98), άφησε στην αρχή ήσυχους τους χριστιανούς, καθώς ήταν απασχολημένος με πολέμους κατά των βαρβάρων. Μετά τη νίκη του επί των Σκυθών και των Δακών, αποφάσισε να υποτάξει όλους τους υπηκόους του στη λατρεία των ειδώλων και του αυτοκράτορα, επί ποινή θανάτου. Περί το 113, επιστράτευσε κατά των Αρμενίων και των Παρθών και στη διαδρομή σταμάτησε για λίγο στη λαμπρή Αντιόχεια, εξαπολύοντας με την ευκαιρία αυτή τοπικό διωγμό κατά των χριστιανών. Ο άγιος Ιγνάτιος αισθάνθηκε ότι είχε φθάσει η στιγμή που προσδοκούσε· παρουσιάσθηκε αυτοβούλως ενώπιον του αυτοκράτορα και ευθαρσώς απάντησε στις ερωτήσεις του. Ομολόγησε τον Θεό, τον Δημιουργό και Φιλάνθρωπο, και τον Μονογενή Υιό Αυτού Ιησού Χριστό, και δεν δίστασε να χλευάσει τη δεισιδαιμονία του πανίσχυρου ηγεμόνα, ο οποίος επικαλούνταν μάταια όντα και ψευδή για να προστατεύσουν και να ευνοήσουν τις στρατιές του. Οργισμένος ο Τραϊανός τον ρώτησε: «Είσαι, λοιπόν, μαθητής Εκείνου που σταυρώθηκε επί Ποντίου Πιλάτου;». «Είμαι μαθητής Εκείνου που κάρφωσε τις αμαρτίες μου στον Σταυρό και ποδοπάτησε τον διάβολο και τις μηχανεύσεις του!», απάντησε άφοβα ο άγιος. «Και γιατί, λοιπόν, ονομάζεσαι “Θεοφόρος”;». «Επειδή φέρω εντός μου τον ζώντα Χριστό!», ομολόγησε ανενδοίαστα ο σεβάσμιος Ιγνάτιος. Διέταξε τότε ο αυτοκράτορας φωνάζοντας σκωπτικά και βάναυσα τα εξής: «Αυτός που φέρει μέσα του τον Εσταυρωμένο, να μεταφερθεί στη Ρώμη σιδηροδέσμιος και να δοθεί βορά στα θηρία για την τέρψη του λαού!».
Όλος χαρά και αγαλλίαση ο άγιος, ασπαζόταν τις βαριές αλυσίδες, αποκαλώντας τες «πολύτιμους πνευματικούς μαργαρίτες» (Επ. Εφ. 11, 1), δεσμά ποθεινά που εξασφαλίζουν την εν Χριστώ ζωή κατά το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου αλλά και πολλών άλλων ένδοξων Μαρτύρων. Αποχαιρέτησε την Εκκλησία του, παρότρυνε το ποίμνιό του να μεταβάλλει τους θρήνους του σε αίνους χαράς και ξεκίνησε πεζός μαζί με άλλους φυλακισμένους, υπό τη συνοδεία δέκα στρατιωτών, σκληρόκαρδων, σκαιών και ανελέητων, αληθινών «λεοπαρδάλεων» (γιατί επρόκειτο μάλλον για τους στρατιώτες της λεγεώνας που αποκαλούνταν «Λεοπαρδάλεις»), οι οποίοι τον κακομεταχειρίζονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της πεζοπορίας του, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να μεγαλώνει η χαρά και η προθυμία του αγίου για το μαρτύριο.
Έφυγαν από την Αντιόχεια και μετά από πολλές ταλαιπωρίες, πότε πεζοπορώντας πότε διά θαλάσσης, έφθασαν στη Σμύρνη, όπου τον άγιο Ιγνάτιο υποδέχθηκε με πολλή συγκίνηση ο συμμαθητής του Πολύκαρπος [23 Φεβρ.], επίσκοπος της πόλεως. Εκεί συνάντησε απεσταλμένους των γειτονικών πόλεων: τους επισκόπους Εφέσου Ονήσιμο [1 Δεκ.], Μαγνησίας Δημά, και Τράλλεων Πολύβιο. Τους μετέδωσε τις τελευταίες νουθεσίες του, τους παρότρυνε να αντιμετωπίζουν τη χλεύη και τις αδικίες των εθνικών μιμούμενοι την πραότητα και την ταπείνωση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού απέναντι στους διώκτες Του· τους εμφύσησε επίσης την αγαλλίασή του και τον πόθο του να βρει το συντομότερο την τελείωση μέσω του μαρτυρίου, σε βαθμό που δεν τον αποχαιρέτησαν ως μελλοθάνατο αλλά ως γενναίο και ατρόμητο αθλητή του Χριστού ήδη θριαμβεύοντα, ως οδοιπόρο ουρανοδρόμο! Από τη Σμύρνη, ο άγιος Ιγνάτιος έγραψε θαυμάσιες επιστολές προς τους χριστιανούς της Μικράς Ασίας, για να τους ενδυναμώσει στην Πίστη και να τους διαφυλάξει από τις αιρέσεις, συστήνοντάς τους να παραμένουν πάντα γύρω από τον επίσκοπο και τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας σε μία ευχαριστιακή σύναξη, μεταδίδοντάς τους τον διάπυρο ενθουσιασμό του. Πληροφορούμενος ότι οι χριστιανοί της Ρώμης ήθελαν να επιχειρήσουν να τον σώσουν τη στιγμή της θανατώσεως, τους απηύθυνε επιστολή για να σταματήσει τον άσκοπο ζήλο τους και να τους ικετεύσει να μην παρέμβουν. «Τώρα είναι που αρχίζω να είμαι μαθητής του Χριστού! Ο δικός μου Έρωτας έχει σταυρωθεί και μέσα μου δεν υπάρχει πλέον καμιά φιλόυλη φωτιά, παρά μόνο ένα ζωντανό νερό που μου μιλάει συνεχώς και μου λέει: “Εμπρός, έλα προς τον Πατέρα!”» (Επ. Ρωμαίους 5, 7). Ο διάπυρος πόθος του για τον Χριστό τού ενέπνευσε αυτά τα φλογερά λόγια: «Καταλάβετέ με, αδελφοί! Και μη μ’ εμποδίζετε να ζήσω αιώνια κατά Χριστόν με το να θέλετε να μην πεθάνω με το μαρτύριο! Επιτρέψτε με να γίνω μιμητής του Θεού μου! Αφήστε με να γίνω βορά στα θηρία, μέσω των οποίων θα καταφέρω να βρεθώ σιμά στον Θεό! Ένα σιτάρι είμαι κι εγώ του Θεού, που θ’ αλεσθώ με τα δόντια των θηρίων ώστε να αξιωθώ να γίνω καθαρός άρτος του Χριστού!» (Επ. Ρωμ. 6 και 4). Μοναδική επιθυμία του αγίου ιεράρχη ήταν να γίνει, κατ’ εικόνα Χριστού, ένας αληθής ευχαριστιακός άρτος με τον οποίο θα αξιωθεί να τελέσει την αληθή και τέλεια Λειτουργία.
Η συνοδεία των φυλακισμένων σταμάτησε κατόπιν στην Τρωάδα, όπου ο Ιγνάτιος πληροφορήθηκε με χαρά ότι είχε παύσει ο διωγμός στην Αντιόχεια. Έγραψε τότε στις Εκκλησίες να στείλουν αντιπροσώπους για να χαρούν μαζί με τα πνευματικά του τέκνα και εμπιστεύθηκε στον Πολύκαρπο τη φροντίδα της Εκκλησίας του.
Φθάνοντας στη Ρώμη, μετά από μακρά και κοπιαστική περιοδεία, έγινε δεκτός από τους πιστούς της πρωτεύουσας, τα δάκρυα, η θλίψη και ο φόβος των οποίων συγκεράστηκαν με τη χαρά της υποδοχής αυτού του εξ Ανατολής φαεινού άστρου που είχε διασχίσει όλο τον κόσμο για να έλθει να βασιλεύσει μαρτυρικά στη Δύση. Όταν έφθασε η στιγμή της θανάτωσης, ο άγιος Ιγνάτιος προχώρησε στην αρένα σαν να πήγαινε στο ιερό Βήμα για να τελέσει την τελευταία του Λειτουργία, ενώπιον των πιστών που βρίσκονταν στις κερκίδες μαζί με εθνικούς. Πλήρης πλέον επίσκοπος και μαθητής του Αρχιερέως της Σωτηρίας μας Χριστού, θύτης και θύμα, προσφέρθηκε ανέμελα στα άγρια λιοντάρια, που έπεσαν πάνω του και τον κατασπάραξαν εν ριπή οφθαλμού, αφήνοντας κατά τη θέλησή του μόνο τα μεγάλα οστά. Τα πολύτιμα αυτά λείψανα τα συγκέντρωσαν με ευλάβεια οι πιστοί και τα πήγαν με πομπή και επισημότητα πίσω στην Αντιόχεια. Απ’ όπου περνούσε αυτή η πανίερη πομπή, οι χριστιανοί τα προσκυνούσαν ωσάν ο ποιμένας τους να επέστρεφε ζωντανός και θριαμβευτής στη μάνδρα των λογικών προβάτων του. Αυτή η ανακομιδή των λειψάνων του αγίου Ιγνατίου τιμάται στις 29 Ιανουαρίου.
Μια παράδοση αναφέρει ότι τα λιοντάρια δεν μπόρεσαν να κατασπαράξουν την καρδιά του αγίου Ιγνατίου και ότι μετά την τελείωσή του φάνηκε επάνω της γραμμένη με χρυσά και αποστίλβοντα γράμματα η λέξη «Θεοφόρος», κατ’ άλλους δε το όνομα του Σωτήρος Χριστού· «Ιησού Χριστέ». Σύμφωνα με τη γνώμη άλλων, η προσωνυμία «Θεοφόρος» ερμηνεύεται με την παθητική έννοια, δηλ. «φερόμενος παρά Θεού». Τέλος, ίσως ο άγιος Ιγνάτιος να ήταν εκείνο το μικρό και τρυφερό παιδίο που πήρε στην αγκαλιά Του ο Χριστός, λέγοντας προς τους Μαθητές Του: «Και όποιος δεχθεί στ’ Όνομά Μου έστω και ένα παιδί σαν κι αυτό, δέχεται Εμένα» (βλ. Ματθ. 18, 5).
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Πηγή: wra9
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πού εντοπίστηκαν τα 22.362 κρούσματα σήμερα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ