2022-03-10 08:48:58
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Στίς 24 Φεβρουαρίου, μνήμη τῆς εὑρέσεως τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ψάλλουμε στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου: «Ἤνοιξε προπύλαια τῆς ἐγκρατείας ἡ πάνσεμνος κεφαλή σου Πανεύφημε καὶ τρυφὴν προέθηκεν, ἡδυτάτην πᾶσι, θείων χαρισμάτων».
Τά ἴδια, ἀπό ἐδῶ καί πέρα, μποροῦμε νά ψάλλουμε στίς 27 Φεβρουαρίου, στήν μνήμη τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Κατουνακιώτου. Ἡ μνήμη του ἀνοίγει τά προπύλαια τῆς ἐγκρατείας καί προβάλλει ὡς «τρυφή ἡδυτάτη» τόν ἀσκητικό βίο του· ὅλος ὁ βίος του εἶναι μιά Μ. Τεσσαρακοστή, εἶναι ὁ ἀγώνας στόν παρόντα αἰώνα τῶν πεπτωκότων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μέ τήν χάρη τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος ἀσκοῦνται στήν ἀκριβῆ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀντιστρέφοντας τόν προσανατολισμό τῶν ἐπιθυμιῶν τους· τίς στρέφουν ἀπό τήν κτίση στόν Κτίσαντα, ἀπό τόν κόσμο στόν Θεό.
Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης εἶναι ἕνας σύγχρονος ἅγιος (ἐκοιμήθη τό 1998), πού ἔρχεται, ὅμως, μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς του ἀπό βαθύ παρελθόν. Ἔρχεται, ὡς μορφή βίου, ὡς ἀκρίβεια σωματικῆς καί ψυχικῆς ἄσκησης, ὡς τήξη τοῦ σώματος καί ὡς κάθαρση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, ἀπό τίς ἄνυδρες ἐρήμους τῆς Αἰγύπτου ἤ τῆς Παλαιστίνης, ὅπως τίς περιγράφει μέ τά ἀπερίτεχνα λόγια του τό Γεροντικό.
Μέ τούς φίλους μου, τόν εἴχαμε γνωρίσει ἀπό τά φοιτητικά μας χρόνια, ὅταν ἦταν ἀκόμη μόνος, ἀφοῦ εἶχαν φύγει γιά τόν οὐρανό οἱ Γεροντάδες του, καί ὁ ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής πιό νωρίς, πού ἦταν ὁ καθοδηγός του στήν μυστική ζωή τῆς προσευχῆς, καί ὁ π. Νικηφόρος, κοντά στόν ὁποῖο ἀθλήθηκε στήν ὑπακοή καί τήν αἱματηρή ἄρνηση τοῦ ἰδίου θελήματος.
Ὁ βίος του ἔχει καταγραφῆ καί ἀπό τήν συνοδεία του, ἡ ὁποία τόν ἐξέδωσε σέ βιβλίο μέ τίτλο «Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης», ἀλλά ἀποσπασματικά καί ἀπό ἄλλους. Σ’ αὐτό τό σημείωμα, μέ ἀφορμή τήν μνήμη του, θά καταγράψω κάποια ἀποσπασματικά στοιχεῖα, ἀπό συναντήσεις μας μαζί του, ἀντλώντας τα ἀπό τήν μνήμη μου, ὅπως τά ἔχει συγκρατήσει.
Μέ ἕναν ἤ δύο φίλους κάποια νηστίσιμη μέρα (Τετάρτη ἤ Παρασκευή), ἐπισκέπτες-προσκυνητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀπό τήν ἀνατολική πλευρά του κατεβήκαμε μέσῳ Καρυῶν στήν Δάφνη γιά νά πάρουμε τό καραβάκι γιά τά Κατουνάκια. Θά ἐπισκεπτόμασταν τόν παπα-Ἐφραίμ, στόν ὁποῖο ἦταν ἤδη δόκιμος μοναχός ὁ φίλος μας Π.. Μέ κοσμική σύνεση φροντίσαμε νά φᾶμε κάπως νωρίς τό μεσημεριανό μας σέ κάποιο ἀπό τά ἐστιατόρια τῆς Δάφνης, στό ὁποῖο λόγῳ τῆς νηστείας προσφερόταν μόνον ρεβιθάδα. Ἀφοῦ μεταλάβαμε ὑλικῆς τροφῆς, φθάσαμε μέ τό καραβάκι στόν ἀρσανά τῶν Κατουνακίων καί ἀνηφορίσαμε γιά τό καλύβι τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ. Ἡ ὑποδοχή μᾶς ἐξέπληξε. Ὁ παπα-Ἐφραίμ, ὡς φίλους τοῦ δόκιμου ὑποτακτικοῦ του, μᾶς δέχθηκε ἐκφράζοντας ἐνθουσιασμό. «Ὤ, τιμές γιά τόν Π.», εἶπε καί μᾶς πρότεινε νά παρακαθίσουμε σέ τράπεζα. Ἦταν μεσημέρι, δέν εἶχαν ὅμως μαγειρέψει τίποτε. Ὁπότε δίνει ἐντολή στόν δόκιμο νά μαγειρέψη φάβα. Κι ἐκεῖνος σιωπηλά ἄρχισε ἀμέσως τό μαγείρεμα.
Ὅσο ἀπουσίαζε ἀπό κοντά μας ὁ φίλος μας, ὁ παπα-Ἐφραίμ τόν ἐπαινοῦσε. «Εἶναι ἄγγελος», μᾶς ἔλεγε. Μπροστά του ὅμως δέν ἔβγαζε οὔτε λέξη ἐπαινετική.
Μᾶς διηγήθηκε τό πῶς ὁ φίλος μας στάθμευσε τελικά κοντά του. Ὁ παπα-Ἐφραίμ δέν θέλησε νά τόν κρατήση μαζί του, πρίν δοκιμάσει καί ἄλλους τρόπους ζωῆς καί ἄλλους τόπους στό Περιβόλι τῆς Παναγίας. Τόν ἔστειλε νά γυρίση τό Ὄρος, νά δῆ καί νά γνωρίση συνοδεῖες καί νά πάρη μιά γεύση ἀπό τήν ζωή τους. Σέ μιά ἀπό τίς φημισμένες τότε Μονές κάθισε λίγες μέρες καί δέν ἄντεξε ἄλλο. Ἤθελε νά φύγη. «Μή φεύγεις», τοῦ εἶπε ὁ παπα-Ἐφραίμ, «μπορεῖ νά εἶναι πειρασμός». Δέν ἄντεξε, ὅμως, ἔφυγε καί ἦλθε κοντά του.
Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ δέν θεωροῦσε τόν ἑαυτό του χαρισματικό Γέροντα. Συγκρίνοντας μάλιστα τόν ἑαυτό του μέ τόν π. Ἐφραίμ τῆς Φιλοθέου (τόν κατόπιν Ἀριζονίτη) μᾶς ἔλεγε: «Γιατί πηγαίνουν τόσοι καλόγεροι σ' αὐτόν κι ἐδῶ κανένας;» καί ἀπαντοῦσε: «Γιατί ἐκεῖνος ἔχει χάρισμα».
Καθίσαμε κατόπιν καί φάγαμε τήν φάβα πρός τιμήν τοῦ φίλου μας δοκίμου μοναχοῦ. Ὁ παπα-Ἐφραίμ τσίμπησε λίγο σταφύλι συντροφεύοντάς μας μέ τήν παρουσία του καί εὐλογώντας μας μέ τόν στεγνό, ἀπερίτεχνο ἐμπειρικό λόγο του. Λίγες κουβέντες μέσα ἀπό τήν ζωή ἑνός αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τόν ἔπλασε ὁ Θεός.
Δέν ὑπῆρχε τότε ἡ δυνατότητα νά φιλοξενηθοῦμε στό καλύβι τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ καί πήγαμε γιά διανυκτέρευση στό φιλόξενο σπίτι τῶν Δανιηλαίων. Ἐκεῖ μᾶς περίμενε στρωμένη τράπεζα μέ καλά μαγειρεμένη φακή. Τήν νηστίσιμη μέρα πού φοβηθήκαμε μή μείνουμε νηστικοί, πηγαίνοντας στήν ἔρημο τῶν Κατουνακίων, φάγαμε ρεβιθάδα, κατόπιν φάβα καί τέλος, πρίν νά δύση ὁ ἥλιος, φακή.
Πρίν λίγες μέρες πρόσεξα στόν βίο τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Κατουνακιώτη ὅτι συνέβη καί σ' αὐτόν κάτι παρεμφερές μέ τήν δική μας νηστίσιμη πλησμονή, ἀλλά αὐτός τήν ἀντιμετώπισε μέ διαφορετικό, ἀδιανόητο σέ μᾶς, τρόπο.
Γράφεται στόν βίο του, ὅτι κάποτε ὁ ὅσιος Ἐφραίμ, ὡς δόκιμος μοναχός, Εὐάγγελος ἦταν τό κοσμικό ὄνομά του, «πῆγαν μαζί μέ τόν π. Νικηφόρο γιά δουλειές στήν Ἁγία Ἄννα. Νομίζοντας ὅτι στήν ἐπιστροφή δέν θά φᾶνε, ἔφαγε μερικά σῦκα περισσότερα. Ὅμως γυρνώντας στά Κατουνάκια πρόλαβαν τήν τράπεζα κι ἔφαγαν κανονικά. Ἡ ἀγωνιστική συνείδηση τοῦ Εὐάγγελου δέν ἀναπαύθηκε, μέχρι πού βάζοντας τό δάχτυλο στόν λαιμό ἐξέμεσε ὅ,τι ἔφαγε. Κατόπιν τά ἐξομολογήθηκε ὅλα στόν γέρο-Ἐφραίμ», τόν Γέροντα τοῦ μετέπειτα Γέροντά του Νικηφόρου.
Ἦταν αὐστηρός ἀσκητής γνωρίζοντας τά ἀνθρώπινα μέτρα. Ἤξερε τήν ἀξία τῆς ἡσυχίας, ἀλλά καί τίς δυσκολίες της. Ἤξερε τά ὅρια τῶν δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου, καθώς καί τίς συνέπειες τοῦ μεγάλου ἁμαρτήματος τῆς κατάκρισης. Κάποτε μᾶς διηγήθηκε:
Ἕνας Γέροντας παρακάτω ἀπό τήν καλύβη του, προκειμένου νά σπάζη τήν ἀπόλυτη ἡσυχία τῶν Κατουνακίων, ἔδεσε κάτι τενεκεδάκια σέ ἕνα ξύλο καί ὅταν εἶχε ἀνάγκη ἀπό θόρυβο, τά χτυποῦσε. Αὐτήν τήν ἀνάγκη τοῦ θορύβου, μέσα στήν διαρκῆ ἀπόλυτη ἡσυχία, μᾶς τήν ἐπιβεβαίωνε καί ὁ ἴδιος. Κάποτε, λοιπόν, κάποιος γνώριμός τους, τήν ὥρα πού αὐτός ὁ Γέροντας χτυποῦσε τά τενεκεδάκια του, περνοῦσε ἀπό τό παραπάνω μονοπάτι καί ἀκούγοντας τόν παράξενο γιά τά Κατουνάκια θόρυβο φώναξε: «Ἔ, ὁ γέρο (τάδε) τρελάθηκε;».
Κι ὁ διακριτικός παπα-Ἐφραίμ μᾶς εἶπε: «Ἄν γνώριζε αὐτός τί πτώση ἦταν αὐτή πού ἔπαθε, τί ἁμαρτία ἦταν αὐτός ὁ λόγος πού εἶπε, τότε θά ἔκλαιγε σέ ὅλη του τήν ζωή».
Στόν βίο του καταγράφεται μιά διήγησή του μέ δικό του, σχετικό μέ τήν κατάκριση, πάθημα. Διηγεῖται: «... ἦρθε κάποιος ἐδῶ πέρα καί μέ τήν ὁμιλία προβήκαμε σέ κατάκριση. Ἔπειτα πάω νά λειτουργήσω καί δέν μπορῶ νά πῶ τίς εὐχές. Βρέ, τί ἔκανα; Λέω. Μπρός! Ἦρθε ὁ τάδε ὁ γείτονας καί κατακρίναμε κάτι δεσποτάδες... Ἀπάνω στή Λειτουργία, λειτουργώντας, λέω: “Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με, Θεέ μου. Ἔσφαλα, Θεέ μου. Γιά ποιόν εἶναι τό “ἔσφαλα”, Θεέ μου; Ὑπάρχει καί γιά μένα συγχωρητική εὐχή, λέω. “ Ἔ, καλά, Θεέ μου, εὐλόγησον”. Καί στό τέλος εἰρήνευσα καί λέω: “ Ἄμα θέλεις ἄλλη φορά, κατάκρινε!”».
Εἶχα τήν μεγάλη εὐλογία νά πάρω τήν εὐχή του πρίν χειροτονηθῶ Διάκονος. Ὅταν τοῦ τό εἶπα, θυμᾶμαι, παίρνοντας τήν εὐχή του, ἔπιασε μέ τά δυό του χέρια τό κεφάλι μου καί χτυπώντας το ἐλαφρά, στόν ρυθμό τῶν λόγων του, μέ τίς ἄκρες τῶν δαχτύλων τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του, εἶπε: «Τό πετραχήλι μπορεῖ νά σέ ἀνεβάση στόν οὐρανό, ἀλλά μπορεῖ νά σέ κατεβάση καί στόν ἅδη, στήν κόλαση. Εὔχομαι νά γίνης ἐκλεκτό σκεῦος τοῦ Παρακλήτου».
Σέ τρεῖς προτάσεις ἡ δόξα τῆς ἱερωσύνης, ὁ κίνδυνός της καί ἡ εὐχή τοῦ ὁσίου Γέροντα. Ἰσορροπημένος λόγος, ρεαλιστικός, μέ ἐπίγνωση τῶν κινδύνων, ἀλλά καί προωθητικός πρός τά ἄνω, στήν ἀπόκτηση τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος.
Κάποιον ἱερομόναχο πού εἶχε πόλεμο μέ δαιμονικούς λογισμούς, ὁ ὅσιος Ἐφραίμ τόν συμβούλεψε: «Νά παρακαλᾶς τήν Παναγία, παιδί μου, διότι ὅλοι οἱ Ἅγιοι παρακάλεσαν τήν Παναγία. Δέν δίνεται ἕνα χάρισμα ἀπό τόν Θεό εἰς τόν ἄνθρωπο, εἰ μή διά μέσου τῆς Παναγίας. Ἡ Παναγία μοιράζει τά χαρίσματα στόν κόσμο, ἡ Παναγία τά μοιράζει».
Ἔβαλε τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀφομοιωμένη ἀσκητικά, στήν συμβουλή του πρός τόν πειραζόμενο Ἱερομόναχο. Ἡ Παναγία εἶναι «ταμεῖον τοῦ πλούτου τῆς θεότητος» καί τήν διανέμει «κατά τήν ἀναλογίαν καί τό μέτρον τῆς ἑκάστου καθαρότητος». Εἶχε τήν Παναγία καταφυγή καί μέσα στήν σκληρή ἄσκηση γνώρισε ὅτι «ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μάνα» μέ ἐπιείκεια καί συγκατάβαση.
Αὐτή ἡ μικρή ἀναφορά κατατίθεται ὡς αἴτημα νά πρεσβεύη ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Πηγή: parembasis
paraklisi
Στίς 24 Φεβρουαρίου, μνήμη τῆς εὑρέσεως τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ψάλλουμε στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου: «Ἤνοιξε προπύλαια τῆς ἐγκρατείας ἡ πάνσεμνος κεφαλή σου Πανεύφημε καὶ τρυφὴν προέθηκεν, ἡδυτάτην πᾶσι, θείων χαρισμάτων».
Τά ἴδια, ἀπό ἐδῶ καί πέρα, μποροῦμε νά ψάλλουμε στίς 27 Φεβρουαρίου, στήν μνήμη τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Κατουνακιώτου. Ἡ μνήμη του ἀνοίγει τά προπύλαια τῆς ἐγκρατείας καί προβάλλει ὡς «τρυφή ἡδυτάτη» τόν ἀσκητικό βίο του· ὅλος ὁ βίος του εἶναι μιά Μ. Τεσσαρακοστή, εἶναι ὁ ἀγώνας στόν παρόντα αἰώνα τῶν πεπτωκότων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μέ τήν χάρη τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος ἀσκοῦνται στήν ἀκριβῆ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀντιστρέφοντας τόν προσανατολισμό τῶν ἐπιθυμιῶν τους· τίς στρέφουν ἀπό τήν κτίση στόν Κτίσαντα, ἀπό τόν κόσμο στόν Θεό.
Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης εἶναι ἕνας σύγχρονος ἅγιος (ἐκοιμήθη τό 1998), πού ἔρχεται, ὅμως, μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς του ἀπό βαθύ παρελθόν. Ἔρχεται, ὡς μορφή βίου, ὡς ἀκρίβεια σωματικῆς καί ψυχικῆς ἄσκησης, ὡς τήξη τοῦ σώματος καί ὡς κάθαρση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, ἀπό τίς ἄνυδρες ἐρήμους τῆς Αἰγύπτου ἤ τῆς Παλαιστίνης, ὅπως τίς περιγράφει μέ τά ἀπερίτεχνα λόγια του τό Γεροντικό.
Μέ τούς φίλους μου, τόν εἴχαμε γνωρίσει ἀπό τά φοιτητικά μας χρόνια, ὅταν ἦταν ἀκόμη μόνος, ἀφοῦ εἶχαν φύγει γιά τόν οὐρανό οἱ Γεροντάδες του, καί ὁ ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής πιό νωρίς, πού ἦταν ὁ καθοδηγός του στήν μυστική ζωή τῆς προσευχῆς, καί ὁ π. Νικηφόρος, κοντά στόν ὁποῖο ἀθλήθηκε στήν ὑπακοή καί τήν αἱματηρή ἄρνηση τοῦ ἰδίου θελήματος.
Ὁ βίος του ἔχει καταγραφῆ καί ἀπό τήν συνοδεία του, ἡ ὁποία τόν ἐξέδωσε σέ βιβλίο μέ τίτλο «Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης», ἀλλά ἀποσπασματικά καί ἀπό ἄλλους. Σ’ αὐτό τό σημείωμα, μέ ἀφορμή τήν μνήμη του, θά καταγράψω κάποια ἀποσπασματικά στοιχεῖα, ἀπό συναντήσεις μας μαζί του, ἀντλώντας τα ἀπό τήν μνήμη μου, ὅπως τά ἔχει συγκρατήσει.
Μέ ἕναν ἤ δύο φίλους κάποια νηστίσιμη μέρα (Τετάρτη ἤ Παρασκευή), ἐπισκέπτες-προσκυνητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀπό τήν ἀνατολική πλευρά του κατεβήκαμε μέσῳ Καρυῶν στήν Δάφνη γιά νά πάρουμε τό καραβάκι γιά τά Κατουνάκια. Θά ἐπισκεπτόμασταν τόν παπα-Ἐφραίμ, στόν ὁποῖο ἦταν ἤδη δόκιμος μοναχός ὁ φίλος μας Π.. Μέ κοσμική σύνεση φροντίσαμε νά φᾶμε κάπως νωρίς τό μεσημεριανό μας σέ κάποιο ἀπό τά ἐστιατόρια τῆς Δάφνης, στό ὁποῖο λόγῳ τῆς νηστείας προσφερόταν μόνον ρεβιθάδα. Ἀφοῦ μεταλάβαμε ὑλικῆς τροφῆς, φθάσαμε μέ τό καραβάκι στόν ἀρσανά τῶν Κατουνακίων καί ἀνηφορίσαμε γιά τό καλύβι τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ. Ἡ ὑποδοχή μᾶς ἐξέπληξε. Ὁ παπα-Ἐφραίμ, ὡς φίλους τοῦ δόκιμου ὑποτακτικοῦ του, μᾶς δέχθηκε ἐκφράζοντας ἐνθουσιασμό. «Ὤ, τιμές γιά τόν Π.», εἶπε καί μᾶς πρότεινε νά παρακαθίσουμε σέ τράπεζα. Ἦταν μεσημέρι, δέν εἶχαν ὅμως μαγειρέψει τίποτε. Ὁπότε δίνει ἐντολή στόν δόκιμο νά μαγειρέψη φάβα. Κι ἐκεῖνος σιωπηλά ἄρχισε ἀμέσως τό μαγείρεμα.
Ὅσο ἀπουσίαζε ἀπό κοντά μας ὁ φίλος μας, ὁ παπα-Ἐφραίμ τόν ἐπαινοῦσε. «Εἶναι ἄγγελος», μᾶς ἔλεγε. Μπροστά του ὅμως δέν ἔβγαζε οὔτε λέξη ἐπαινετική.
Μᾶς διηγήθηκε τό πῶς ὁ φίλος μας στάθμευσε τελικά κοντά του. Ὁ παπα-Ἐφραίμ δέν θέλησε νά τόν κρατήση μαζί του, πρίν δοκιμάσει καί ἄλλους τρόπους ζωῆς καί ἄλλους τόπους στό Περιβόλι τῆς Παναγίας. Τόν ἔστειλε νά γυρίση τό Ὄρος, νά δῆ καί νά γνωρίση συνοδεῖες καί νά πάρη μιά γεύση ἀπό τήν ζωή τους. Σέ μιά ἀπό τίς φημισμένες τότε Μονές κάθισε λίγες μέρες καί δέν ἄντεξε ἄλλο. Ἤθελε νά φύγη. «Μή φεύγεις», τοῦ εἶπε ὁ παπα-Ἐφραίμ, «μπορεῖ νά εἶναι πειρασμός». Δέν ἄντεξε, ὅμως, ἔφυγε καί ἦλθε κοντά του.
Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ δέν θεωροῦσε τόν ἑαυτό του χαρισματικό Γέροντα. Συγκρίνοντας μάλιστα τόν ἑαυτό του μέ τόν π. Ἐφραίμ τῆς Φιλοθέου (τόν κατόπιν Ἀριζονίτη) μᾶς ἔλεγε: «Γιατί πηγαίνουν τόσοι καλόγεροι σ' αὐτόν κι ἐδῶ κανένας;» καί ἀπαντοῦσε: «Γιατί ἐκεῖνος ἔχει χάρισμα».
Καθίσαμε κατόπιν καί φάγαμε τήν φάβα πρός τιμήν τοῦ φίλου μας δοκίμου μοναχοῦ. Ὁ παπα-Ἐφραίμ τσίμπησε λίγο σταφύλι συντροφεύοντάς μας μέ τήν παρουσία του καί εὐλογώντας μας μέ τόν στεγνό, ἀπερίτεχνο ἐμπειρικό λόγο του. Λίγες κουβέντες μέσα ἀπό τήν ζωή ἑνός αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τόν ἔπλασε ὁ Θεός.
Δέν ὑπῆρχε τότε ἡ δυνατότητα νά φιλοξενηθοῦμε στό καλύβι τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ καί πήγαμε γιά διανυκτέρευση στό φιλόξενο σπίτι τῶν Δανιηλαίων. Ἐκεῖ μᾶς περίμενε στρωμένη τράπεζα μέ καλά μαγειρεμένη φακή. Τήν νηστίσιμη μέρα πού φοβηθήκαμε μή μείνουμε νηστικοί, πηγαίνοντας στήν ἔρημο τῶν Κατουνακίων, φάγαμε ρεβιθάδα, κατόπιν φάβα καί τέλος, πρίν νά δύση ὁ ἥλιος, φακή.
Πρίν λίγες μέρες πρόσεξα στόν βίο τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Κατουνακιώτη ὅτι συνέβη καί σ' αὐτόν κάτι παρεμφερές μέ τήν δική μας νηστίσιμη πλησμονή, ἀλλά αὐτός τήν ἀντιμετώπισε μέ διαφορετικό, ἀδιανόητο σέ μᾶς, τρόπο.
Γράφεται στόν βίο του, ὅτι κάποτε ὁ ὅσιος Ἐφραίμ, ὡς δόκιμος μοναχός, Εὐάγγελος ἦταν τό κοσμικό ὄνομά του, «πῆγαν μαζί μέ τόν π. Νικηφόρο γιά δουλειές στήν Ἁγία Ἄννα. Νομίζοντας ὅτι στήν ἐπιστροφή δέν θά φᾶνε, ἔφαγε μερικά σῦκα περισσότερα. Ὅμως γυρνώντας στά Κατουνάκια πρόλαβαν τήν τράπεζα κι ἔφαγαν κανονικά. Ἡ ἀγωνιστική συνείδηση τοῦ Εὐάγγελου δέν ἀναπαύθηκε, μέχρι πού βάζοντας τό δάχτυλο στόν λαιμό ἐξέμεσε ὅ,τι ἔφαγε. Κατόπιν τά ἐξομολογήθηκε ὅλα στόν γέρο-Ἐφραίμ», τόν Γέροντα τοῦ μετέπειτα Γέροντά του Νικηφόρου.
Ἦταν αὐστηρός ἀσκητής γνωρίζοντας τά ἀνθρώπινα μέτρα. Ἤξερε τήν ἀξία τῆς ἡσυχίας, ἀλλά καί τίς δυσκολίες της. Ἤξερε τά ὅρια τῶν δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου, καθώς καί τίς συνέπειες τοῦ μεγάλου ἁμαρτήματος τῆς κατάκρισης. Κάποτε μᾶς διηγήθηκε:
Ἕνας Γέροντας παρακάτω ἀπό τήν καλύβη του, προκειμένου νά σπάζη τήν ἀπόλυτη ἡσυχία τῶν Κατουνακίων, ἔδεσε κάτι τενεκεδάκια σέ ἕνα ξύλο καί ὅταν εἶχε ἀνάγκη ἀπό θόρυβο, τά χτυποῦσε. Αὐτήν τήν ἀνάγκη τοῦ θορύβου, μέσα στήν διαρκῆ ἀπόλυτη ἡσυχία, μᾶς τήν ἐπιβεβαίωνε καί ὁ ἴδιος. Κάποτε, λοιπόν, κάποιος γνώριμός τους, τήν ὥρα πού αὐτός ὁ Γέροντας χτυποῦσε τά τενεκεδάκια του, περνοῦσε ἀπό τό παραπάνω μονοπάτι καί ἀκούγοντας τόν παράξενο γιά τά Κατουνάκια θόρυβο φώναξε: «Ἔ, ὁ γέρο (τάδε) τρελάθηκε;».
Κι ὁ διακριτικός παπα-Ἐφραίμ μᾶς εἶπε: «Ἄν γνώριζε αὐτός τί πτώση ἦταν αὐτή πού ἔπαθε, τί ἁμαρτία ἦταν αὐτός ὁ λόγος πού εἶπε, τότε θά ἔκλαιγε σέ ὅλη του τήν ζωή».
Στόν βίο του καταγράφεται μιά διήγησή του μέ δικό του, σχετικό μέ τήν κατάκριση, πάθημα. Διηγεῖται: «... ἦρθε κάποιος ἐδῶ πέρα καί μέ τήν ὁμιλία προβήκαμε σέ κατάκριση. Ἔπειτα πάω νά λειτουργήσω καί δέν μπορῶ νά πῶ τίς εὐχές. Βρέ, τί ἔκανα; Λέω. Μπρός! Ἦρθε ὁ τάδε ὁ γείτονας καί κατακρίναμε κάτι δεσποτάδες... Ἀπάνω στή Λειτουργία, λειτουργώντας, λέω: “Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με, Θεέ μου. Ἔσφαλα, Θεέ μου. Γιά ποιόν εἶναι τό “ἔσφαλα”, Θεέ μου; Ὑπάρχει καί γιά μένα συγχωρητική εὐχή, λέω. “ Ἔ, καλά, Θεέ μου, εὐλόγησον”. Καί στό τέλος εἰρήνευσα καί λέω: “ Ἄμα θέλεις ἄλλη φορά, κατάκρινε!”».
Εἶχα τήν μεγάλη εὐλογία νά πάρω τήν εὐχή του πρίν χειροτονηθῶ Διάκονος. Ὅταν τοῦ τό εἶπα, θυμᾶμαι, παίρνοντας τήν εὐχή του, ἔπιασε μέ τά δυό του χέρια τό κεφάλι μου καί χτυπώντας το ἐλαφρά, στόν ρυθμό τῶν λόγων του, μέ τίς ἄκρες τῶν δαχτύλων τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του, εἶπε: «Τό πετραχήλι μπορεῖ νά σέ ἀνεβάση στόν οὐρανό, ἀλλά μπορεῖ νά σέ κατεβάση καί στόν ἅδη, στήν κόλαση. Εὔχομαι νά γίνης ἐκλεκτό σκεῦος τοῦ Παρακλήτου».
Σέ τρεῖς προτάσεις ἡ δόξα τῆς ἱερωσύνης, ὁ κίνδυνός της καί ἡ εὐχή τοῦ ὁσίου Γέροντα. Ἰσορροπημένος λόγος, ρεαλιστικός, μέ ἐπίγνωση τῶν κινδύνων, ἀλλά καί προωθητικός πρός τά ἄνω, στήν ἀπόκτηση τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος.
Κάποιον ἱερομόναχο πού εἶχε πόλεμο μέ δαιμονικούς λογισμούς, ὁ ὅσιος Ἐφραίμ τόν συμβούλεψε: «Νά παρακαλᾶς τήν Παναγία, παιδί μου, διότι ὅλοι οἱ Ἅγιοι παρακάλεσαν τήν Παναγία. Δέν δίνεται ἕνα χάρισμα ἀπό τόν Θεό εἰς τόν ἄνθρωπο, εἰ μή διά μέσου τῆς Παναγίας. Ἡ Παναγία μοιράζει τά χαρίσματα στόν κόσμο, ἡ Παναγία τά μοιράζει».
Ἔβαλε τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀφομοιωμένη ἀσκητικά, στήν συμβουλή του πρός τόν πειραζόμενο Ἱερομόναχο. Ἡ Παναγία εἶναι «ταμεῖον τοῦ πλούτου τῆς θεότητος» καί τήν διανέμει «κατά τήν ἀναλογίαν καί τό μέτρον τῆς ἑκάστου καθαρότητος». Εἶχε τήν Παναγία καταφυγή καί μέσα στήν σκληρή ἄσκηση γνώρισε ὅτι «ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μάνα» μέ ἐπιείκεια καί συγκατάβαση.
Αὐτή ἡ μικρή ἀναφορά κατατίθεται ὡς αἴτημα νά πρεσβεύη ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Πηγή: parembasis
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ανακοίνωση για τους Διαγωνισμούς «Αριστοτέλης» 2022
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ