«…κι ένα βόλι σ’ έστειλ’ ήρωα στο Ηλύσιο περιβόλι»*«…κι ένα βόλι σ’ έστειλ’ ήρωα στο Ηλύσιο περιβόλι»** Από το επίγραμμα ‘’Μαβίλης’’του Κωστή Παλαμά
Στις 28 Νοεμβρίου του 1912 σε ηλικία 52 ετών κλείνουν για πάντα τα γαλανά μάτια του ποιητή Λορέντζου Μαβίλη στη μάχη του Δρίσκου απέναντι από τα Γιάννενα. Ο λοχαγός ποιητής έχοντας δεχθεί δυο βολίδες στο πρόσωπο και φορώντας μουσκεμένο από το αίμα του το χαρακτηριστικό κόκκινο χιτώνιο των Γαριβαλδινών** εθελοντών ξεψυχά ανάμεσα σε φίλους και συμπολεμιστές.
**Γαριβαλδινοί: Εθελοντικό στρατιωτικό σώμα Ιταλών πολεμιστών που έσπευσε στο πλευρό των Ελλήνων κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο του 1912.Η μάχη μαίνεται ενώ έχει υποστεί σημαντικές ζημίες το τουρκικό στρατόπεδο. Θρυλείται ότι λίγο πριν φύγει από τη ζωή πρόλαβε να πει «δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα είχα την μεγάλη τιμή να πεθάνω για την Ελλάδα».
Ο Μαβίλης έχασε τη ζωή του στην ακμή της πνευματικής του ρώμης και μόλις είχε γνωρίσει τη γυναίκα που άξιζε τη συγκίνησή του, την ποιήτρια Μυρτιώτισσα. Αν και δεν είναι ερασιθάνατος ποιητής πολλές φορές αντιμετώπισε τον κίνδυνο χάριν των ιδεών του. Αυτός ο μεγαλοαστός που αγαπούσε και την άπραγη ζωή όπως την αποκαλούσε εννοώντας την ενασχόληση με την ποίηση και τη λογοτεχνία, αγάπησε με πάθος τη φλεγόμενη δράση ενός περήφανου αυτοκαιόμενου, αλλά και τον έρωτα, τη φύση, τη γυναίκα, την πατρίδα, τους φίλους. Στην ποίησή του δεν υπάρχει αισθητά το θρησκευτικό βίωμα, όμως αυτός πάντα κοίταζε προς τον ουρανό, εκεί που υπήρχαν τα στεφανωμένα ιδεώδη της ψυχής του.
Πριν τη συμμετοχή του στους Βαλκανικούς που απέβη μοιραία, είχε πολεμήσει στα βουνά της Κρήτης συμμετέχοντας στην Κρητική Επανάσταση, αλλά και στον Ελληνοτουρκικό του 1897. Εθελοντής και στους τρείς πολέμους όπου και χρηματοδότησε εθελοντικά σώματα. Η εκτίμηση του Ελευθέριου Βενιζέλου προς τον Μαβίλη ήταν πολύ μεγάλη εξάλλου διετέλεσε και βουλευτής του. Όταν σκοτώθηκε, ο Βενιζέλος έστειλε συλλυπητήρια επιστολή στην αδελφή του Εσθήρ όπου την πληροφορούσε ότι τον είχε γνωρίσει στους κρητικούς πολέμους και συμπλήρωνε πως «τώρα μετά τον θάνατό του αυτό που απομένει είναι να στραφούμε στην άδολη εθνική ψυχή μας». Στο σημείο αυτό παραθέτω το σονέτο του Excelsior! που είναι γραμμένο για την Κρήτη, για τους αγώνες της για λευτεριά κι εκφράζει το προσωπικά του βιώματα και το ηρωικό ιδεώδες του που φευ! αγκαλιάζει το φάσμα του θανάτου.
«Κρύο κρούσταλλο νερό τα ηλιοφρυμένα/χείλια θα ογράνει ευγενικιά ανθρωπότη/ θα τους φιλέψει πλούσιο φαγοπότι/ κορμιά απ’ την πλήθια χάρη αλαφρημένα,/ αγάλματα θεϊκά ζωντανεμένα,/ θ’αγναντέψουν στη Νίμπρο εκεί την πρώτη/ της λευτεριάς αστραφτερή λαμπρότη,/ τα στήθια θα χαρούν τα πονεμένα./ Και το περνούν οι βλάμηδες λεβέντες/ τ’ ατέλειωτο φαράγγι όλο χαλίκι/ μονοσκοίνι, με γέλια και κουβέντες./ Μα έχουν ποδάρια και καρδιές τσελίκι/ μα τους θεριεύει ο πόθος του θανάτου/ με τ’ αγιασμένα δαφνοστέφανα του».
Ο ποιητής μας θεωρείται ολιγογράφος αφού έγραψε 56 σονέτα, 44 ποιήματα και 15 επιγράμματα. Ως σονετογράφος είναι δεξιοτέχνης στην απαιτητική σύνθεση του δεκατετράστιχου. Η αστική καταγωγή του -η μητέρα του Κερκυραία συγγενής του Καποδίστρια και ο πατέρας του ανώτερος δικαστικός λειτουργός απόγονος Ισπανού ευγενή- δεν εμπόδισε τον Μαβίλη να υποστηρίξει ένθερμα την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας. Το 1911 ήδη βουλευτής Κερκύρας εκφώνησε στη Βουλή λόγο για το γλωσσικό ζήτημα. Παροιμιώδης θα μείνει η φράση του: «χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι» υπερασπιζόμενος την ευγένεια της δημοτικής. Ακολουθεί το σχετικό σονέτο του Στη Δημοτική «Είσ’ όμορφη, σεμνή χωριατοπούλα/ και στον ανθό της νιότης λουλουδίζεις/ δροσερή και γελούμενη ροδίζεις/ όπως στον ουρανό ροδίζ’ η αυγούλα./ Καθώς μες το τριαντάφυλλο η δροσούλα/ όμοια λάμπει το δάκρυ σου αν δακρύζεις/ σα νύφη στο χορό γλυκογυρίζεις/ και καμαρώνεις σαν βασιλοπούλα/ Ολοι αντάμ’ ας φιλούν οι άλλοι μία/ γριά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα/ που κλαίει τα μαραμένα της τα νειάτα/ Εγώ σεν’ αγαπώ, σεν’ αγκαλιάζω/ Αν τη φωνή σου ακούσω, αναγαλλιάζω/ Λιώνομαι στα φιλιά σου τα δροσάτα».
Η ποίηση του δεν είναι άγνωστη στο ευρύ κοινό. Από τα χρόνια του δημοτικού σχολείου τον γνωρίσαμε μέσα από τα σονέτα του όπως την Ελιά και τη Λήθη. Άγνωστες για πολλούς είναι πτυχές του βίου του και βέβαια ο ηρωικός θάνατός του. Θεωρείται ο τελευταίος Επτανήσιος λυρικός ποιητής και όπως είπε ο Παλαμάς «οι στίχοι του ξεπηδούν άχραντοι από έναν πίδακα καθαρού ύδατος».
Ο Λορέντζος Μαβίλης είναι η περίπτωση ενός σπάνιου ανθρώπου που αγωνιζόταν για να ανέλθει ολοένα και σε υψηλότερες βαθμίδες ήθους. Είχε την τύχη μιας προνομιακής διαπαιδαγώγησης αφού ήδη παιδιόθεν μιλούσε τέσσερις γλώσσες. Γεννημένος στην Ιθάκη και μεγαλωμένος στην Κέρκυρα δέχθηκε την επίδραση του Πολυλά και την αντανάκλαση του Σολωμικού ποιητικού λόγου. Οι σπουδές του στη Γερμανία κράτησαν δώδεκα χρόνια κι έζησε μια πληθωρική φοιτητική ζωή bon viveur. Ωραίος σαν αρχάγγελος, υψηλός, ξανθός με γαλανά μάτια καταγοήτευσε τις νεαρές Γερμανίδες. Όμως άφοβα έλαβε μέρος σε μονομαχίες και επιστρέφοντας στην Ελλάδα έφερε τα σημάδια των τραυμάτων του. Επίσης ήταν δεινός σκακιστής. Ο νεαρός Λορέντζος είχε τη γοητεία αλλά και την κατάρα της αβρής μελαγχολίας της ιδιοφυούς ιδιοσυγκρασίας του. Ισχυρός πόθος για τη ζωή, αλλά όχι τη ζωή των μετρίων, γι’ αυτό και δοκίμαζε τα όρια του. Οι ηρωικές φύσεις κρατούν καλά το μυστικό τους, οπότε όσες υπεραναλύσεις κι αν κάνουμε, αυτές πάντα θα παίρνουν τα ρίσκα τους για μιαν ιδεώδη ζωή, ακόμη κι αν το τίμημα είναι ένας αδιαπραγμάτευτος θάνατος.
Ο Λορέντζος Μαβίλης δεν πρόλαβε να δημιουργήσει οικογένεια. Όσον αφορά την περιουσία του ήδη είχε διαθέσει το μεγαλύτερο μέρος της στα εθελοντικά σώματα. Πράξεις Ποιητών, Πράξεις Σπάνιων Ανθρώπων, Πράξεις Ηρώων…
Η ζωή όμως αλλά και το τεράστιο ανδρείον του ήθος του εχάρισαν ένα ατίμητο δώρο: τον είδαν τα σωστά μάτια και τον θρήνησαν με τα κατάλληλα λόγια κι εννοώ βέβαια την ποίηση της Μυρτιώτισσας, της γυναίκας που του αφιερώθηκε ολοκληρωτικά και μετά τη θανή του.
Οι Πράξεις Ποιητών παρουσίασαν τον περασμένο μήνα ποιήματά της που ήταν γραμμένα για εκείνον, όπως το περίφημο
“Σ’ αγαπώ” που μελοποιήθηκε από τον Χατζιδάκη και τραγουδήθηκε από την Φλέρυ Νταντωνάκη.
Ο ποιητής μας διαισθητικά είχε στείλει ήδη μήνυμα στη Μυρτιώτισσα –εκτός από τις επιστολές του από την Ήπειρο- μέσα από το σονέτο του ΛΗΘΗ, προαγγελτικούς στίχους για την επερχόμενη οδύνη που θα ζούσε, για τη λησμονιά που δεν θα ήταν βολετή για εκείνη:
«Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε/ την πίκρα της ζωής. Οντας βυθίσει/ ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,/ μην τους κλαίς, ο καημός σου όσος και να’ναι./ Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε/ στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση/ μα ο βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει/ α στάξει γι αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε./ Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,/ διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδήλι,/ πόνους παλιούς που μέσα τους κοιμούνται,/ Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι/ τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν: θέλουν-μα δε βολεί να λησμονήσουν».
Ο Μαβίλης υπήρξε θερμός πατριώτης και ισχυρός ιδεολόγος. Ηταν εύκολο στις μέρες μας να αντλήσουν από το έργο ενός μη εν ζωή ποιητή για να στηρίξουν παράταιρες κι επικίνδυνες ιδεολογίες πολύ μακράν των αγνών προθέσεων του. Δεν γνωρίζω αν υπάρχουν απόγονοι του Μαβίλη που θα μπορούσαν να πάρουν θέση. Απόγονοι όμως είμαστε κι όλοι εμείς που εγκαρδιωθήκαμε τις πράξεις και τους στίχους τέτοιων ανδρών, τέτοιων ηρώων, τέτοιων μεγάλων ποιητών.
Γι αυτό ολοκληρώνω τη σημερινή βιογραφική αναφορά με την παρακάτω παραμυθία δικού μου ποιητικού λόγου:
«Οι ποιητές είναι άπιαστοι∙
Ριπές πυρός στο σκοτάδι,
Οδεύουν σε πλατείες και στην έρημο
για να βρεθούν κάποτε
εκεί που εξαρχής
σημάδευε το βλέμμα τους∙
μακριά από την αποικία της αμνησίας
αδιαπραγμάτευτα πολιτογραφημένοι
στη χώρα του φωτός!’’**
(Ποίηση Α.Χουρδάκη)
**Από το ποίημα ‘’ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ’’ της Συλλογής ‘’Τα Σκουλαρίκια της Περσεφόνης’’ της Ανδρομάχης ΧουρδάκηΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Προτεινόμενη έκδοση: Λορέντζου Μαβίλη ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Κριτική ανάλυση-Σχόλια Κωστή Παλαμά ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ haniotika-nea.gr