2022-12-24 13:59:20
Αδάμης Ευθύμιος Φιλόλογος – Αρχαιολόγος Δ/ντής 5ου Γ/σίου
1.1 Σημαντικοί σταθμοί μετεξέλιξης της αγρινιώτικης μεσοπολεμικής κοινωνίας Η περίοδος από το 1922 μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου αποτέλεσε για την Ελλάδα περίοδο ανάπτυξης και κοινωνικο-οικονομικής ανασυγκρότησης, η οποία υλοποιήθηκε μέσα σ’ ένα περιβάλλον έντονων δυσκολιών. Κέντρο των εξελίξεων είναι η Αθήνα η ο οποία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των χιλιάδων προσφύγων βρίσκεται στη δίνη πολιτικών ανακατατάξεων, αφού το κίνημα του Πλαστήρα συλλαμβάνει τους «πρωταιτίους», δηλαδή τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες και τους προσάγει σε δίκη.
Η έκρυθμη πολιτική κατάσταση στην Αθήνα στα τέλη του 1922, με την κυβέρνηση Γονατά και την εκτέλεση των έξι, έχει αντανάκλαση στο Αγρίνιο αφού η πόλη, μαζί με την περιοχή της Τριχωνίδας, διαθέτει ισχυρές αντιβενιζελικές εστίες
. Ένας από τους βασικούς κατηγορουμένους της δίκης των πρωταιτίων της μικρασιατικής καταστροφής ήταν ο Νικόλαος Στράτος, πολιτικός από την Αιτωλοακαρνανία, ο οποίος εκτελέστηκε στις 15 Νοεμβρίου. Ο Ν. Στράτος κατά την κρίσιμη περίοδο 1920 -1922 διαδέχτηκε τον Δημήτριο Γούναρη στην πρωθυπουργία, για έξι μέρες τον Μάιο (3/5 – 9/5) του 1922, ενώ υπήρξε υπουργός εσωτερικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη από τον Μάιο έως τις 28 Αυγούστου 1922. Σύμφωνα με μαρτυρίες (Τέλωνας Ν, 2017) οι Αιτωλοακαρνάνες αντέδρασαν στην σύλληψή του και σε μυστική σύσκεψη θέλησαν να μεταβούν στην Αθήνα να τον απελευθερώσουν, όμως ο Στράτος, όταν το πληροφορήθηκε, διαφώνησε μαζί τους υποστηρίζοντας ότι δεν κινδυνεύει γιατί είναι αθώος. Η εκτέλεση (όλων) προκάλεσε έκπληξη στον πολιτικό κόσμο και κυρίως στους ψηφοφόρους του στην Αιτωλοακαρνανία. Η πόλη αργότερα θα δώσει το όνομά του σε μια από τις κύριες πλατείες της( πλατεία Στράτου).
Στις εκλογές που ακολούθησαν αυτή την ταραγμένη περίοδο, στις 16 Δεκεμβρίου του 1923, η «Ενωμένη Αντιπολίτευση», δηλαδή η αντιβενιζελική παράταξη επέλεξε την αποχή και συνεπώς κάποιες περιοχές που ψήφιζαν τους εκπροσώπους της, όπως η ευρύτερη περιοχή της Τριχωνίδας, εξαρτώνται αποκλειστικά από όσους συμμετείχαν και εξελέγησαν με τα υπόλοιπα κόμματα (όπως π.χ. ο Γ. Τσακανίκας ή ο Γ. Καφαντάρης) που ήταν φιλοβενιζελικοί. Μάλιστα το 1924, ο Γ. Καφαντάρης γίνεται υπουργός Δικαιοσύνης και στη συνέχεια, το Φεβρουάριο (για ένα μήνα), πρωθυπουργός, (ιδρύει το δικό του κόμμα, «Κόμμα Προοδευτικών Φιλελευθέρων») ενώ εκλέγεται και πάλι το 1926. Αξίζει να επισημανθεί ότι στις εκλογές του 1926, οι οποίες έγιναν με απλή αναλογική (πλην κάποιων κεντρικών περιοχών) οι Φιλελεύθεροι εκλέγουν στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας (πλην του Βάλτου) τέσσερις βουλευτές:
Γεώργιος Καφαντάρης (Ένωσις Φιλελευθέρων)
Ιωάννης Κανναβός (Ένωσις Φιλελευθέρων)
Ιωάννης Τσιγκόλης (Ένωσις Φιλελευθέρων)
Γεώργιος Τσακανίκας (Ένωσις Φιλελευθέρων)
Το Λαϊκό Κόμμα εκλέγει τρεις βουλευτές :
Γεώργιος Αλεξανδρόπουλος (Λαϊκό κόμμα)
Σπυρίδων Κ. Τρικούπης (Λαϊκό κόμμα)
Ιωάννης Ν. Παπαϊωάννου (Λαϊκό κόμμα)
Ενώ το κόμμα των «Ελευθεροφρόνων» του Ιωάννη Μεταξά εκλέγει τέσσερις:
Γεώργιος Αθανασιάδης Νόβας (Κόμμα Ελευθεροφρόνων)
Γεώργιος Καλαντζόπουλος (Κόμμα Ελευθεροφρόνων)
Δημήτριος Κατσάνος (Κόμμα Ελευθεροφρόνων)
Ιωάννης Νικολίτσας (Κόμμα Ελευθεροφρόνων)
Η αριθμητική αναλογία των Βουλευτών δείχνει τον προσανατολισμό των πολιτών, οι οποίοι στρέφονται σε κόμματα φιλοβασιλικά και κυρίως σ’ εκείνα, όπως του Ι. Μεταξά, που εκφράζουν την ριζική διαφοροποίηση. Είναι όμως πολύ πιθανό την συμπεριφορά των κατοίκων να επηρέασαν τα γεγονότα της εκτέλεσης των « έξι» και ότι η μητέρα του Μεταξά κατάγεται από το Αγρίνιο(από την οικογένεια Τρυγόνη). Ένα άλλο στοιχείο είναι η ισχυρή παρουσία οργανωμένων ομάδων της αριστεράς, ειδικά στην πόλη, που αναλαμβάνουν δράση στα εργατικά σωματεία και διοργανώνουν απεργιακές κινητοποιήσεις και συγκρούσεις. Η νέα, πολυκομματική, κυβέρνηση Ζαΐμη έχει βασικό στέλεχος ένα Αιτωλοακαρνάνα, τον υπουργό Οικονομικών (Αιτωλοακαρνανία και Ευρυτανία αποτελούν το ίδιο νομό), που δεν είναι άλλος από τον Γεώργιο Καφαντάρη.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο των εκλογών αφορά τους πρόσφυγες, αφού στο Αγρίνιο και γενικότερα στην Αιτωλοακαρνανία οι υποψήφιοι των κομμάτων που αναφέρονται στους πρόσφυγες είτε με το «Ενιαίο Μέτωπο Εργατών, Αγροτών και Προσφύγων» δηλαδή ΚΚΕ (πανελλαδικό ποσοστό 4,38% 10 έδρες), είτε με το κόμμα του Αριστομένη Μητσοτάκη «Κόμμα Ανεξαρτήτων και Προσφύγων (1,82% και 2 έδρες), είτε με το κόμμα του Θεμιστοκλή Σοφούλη το «Φιλελεύθερον Προσφυγικόν Κόμμα» (1,44% και 4 έδρες), είχαν ελάχιστη απήχηση στον προσφυγικό κόσμο, παρότι έχουν υποψηφίους και το 1934 στον Άγιο Κωνσταντίνο, λόγω των καπνεργατών οι κομουνιστές θα κερδίσουν τους 4 από τους 6 συμβούλους του κοινοτικού συμβουλίου (πολλοί πρόσφυγες είναι καπνεργάτες).
Είναι φανερό ότι οι πρόσφυγες μένουν πιστοί στο κόμμα των Φιλελευθέρων γιατί εμπιστεύονται τον Βενιζέλο και την πολιτική του. Τελικά με τις εκλογές του 1928 αποκαθίσταται η σταθερότητα και στην κυβέρνηση Βενιζέλου η Αιτωλοακαρνανία διαθέτει ξανά ένα υπουργό, αυτός είναι ο Ι. Κανναβός καταγόμενος από την ιστορική οικογένεια προκρίτων της Ναυπακτίας, ο οποίος αναλαμβάνει το Υπουργείο Γεωργίας.
Το Αγρίνιο, παρότι διαθέτει αξιόλογους πολιτικούς, δεν καρπώνεται τίποτε ιδιαίτερο από την παρουσία τους γιατί βρίσκεται στην περιφέρεια των εξελίξεων. Καλείται ν’ αντιμετωπίσει το «προσφυγικό» και να διαχειριστεί τις νέες προκλήσεις κυρίως με καθοδηγητές τα πρόσωπα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Το πνεύμα της δημιουργικής ανασυγκρότησης εκπροσωπείται από αυτούς και επηρεάζει τη ζωή της πόλης η οποία δεν θ’ αργήσει να ενσωματώσει τους πρόσφυγες διαθέτοντας το πλεονέκτημα της καπνοκαλλιέργειας και του καπνεμπορίου.
Η πόλη διαχειρίζεται την άφιξη και την εγκατάσταση των προσφύγων με δήμαρχο (Κοινοτάρχη) το Νικόλαο Χαλκιώτη, ο οποίος σύντομα (μέσα στο 1922) αντικαθίσταται από τον Δημήτριο Τσακανίκα (1922 έως 1925), ένα ήπιο βενιζελικό που συντονίζει τις προσπάθειες όλων των φορέων για να τακτοποιηθούν οι πρόσφυγες, με προσφορές δωρητών και ιδιωτικών φορέων όπως το Σταΐκειο Κληροδότημα. Ταυτόχρονα εργάζεται να εκσυγχρονίσει την εικόνα της πόλης, αξιοποιώντας σ’ αυτή την κατεύθυνση ντόπιους οικονομικούς παράγοντες, όπως τους αδελφούς Παπαστράτου, ώστε να εκπονηθεί ένα νέο, σύγχρονο, πολεοδομικό σχέδιο που θα δώσει προοπτική στην πόλη.
Από το 1925 μέχρι το 1934 την πιο κρίσιμη περίοδο για την ανάπτυξη της πόλης, την έγκριση και την εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδίου αλλά και την αποκατάσταση - ενσωμάτωση των προσφύγων αναλαμβάνει ένας νέος δήμαρχος, για δύο τετραετίες, που ονομάζεται Ανδρέας Παναγόπουλος. Προερχόταν από τον δυναμικό κύκλο των Αγρινιωτών καπνεμπόρων έχοντας ο ίδιος εξαγωγική εταιρεία καπνών με την ονομασία «Αδελφοί Παναγοπούλου». Ήταν μορφωμένος και ανήκε στην ανερχόμενη αστική τάξη που αυτή την περίοδο τολμούσε οικονομικά -κοινωνικά και πολιτικά. Μάλιστα μετά τη δεύτερη δημαρχιακή του θητεία θα διατελέσει και βουλευτής της περιοχής ενώ μετά τον πόλεμο θα εκλεγεί ξανά δήμαρχος.
Το ανανεωτικό πνεύμα της πόλης το 1926, εκφράζεται και από την πρωτοβουλία επιφανών πολιτών της πόλης για την ίδρυση ενός νέου αθλητικού Συλλόγου, ο οποίος δεν θα έχει αθλητική αλλά και εκπαιδευτική δράση. Είναι ο «Παναιτωλικός» που ιδρύεται ως αθλητικός Σύλλογος με Φιλεκπαιδευτικό έργο. Η συγκεκριμένη κατεύθυνση του Συλλόγου δίνει την ευκαιρία σε πολλούς Αγρινιώτες εργαζόμενους αλλά και πρόσφυγες να φοιτήσουν στις νυκτερινές σχολές του Παναιτωλικού, να γίνουν μέλη του και να συμμετάσχουν στις δράσεις του, μάλιστα το 1930 δημιουργείται πλέον το γήπεδο του Παναιτωλικού και η ποδοσφαιρική του ομάδα και πολλοί νεαροί θα συμμετάσχουν ως παίκτες της ομάδας σε αγώνες ποδοσφαίρου.
Ο Ανδρέας Παναγόπουλος αναλαμβάνει τη δημαρχία έχοντας ν’ αντιμετωπίσει κεντρικά ζητήματα. Η πόλη δεν διαθέτει μεγάλα έσοδα ούτε λαμβάνει επαρκή χρηματοδότηση από το κράτος για να μπορεί αυτόνομα ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες της και να κάνει σημαντικά έργα, τη στιγμή που με την έλευση των προσφύγων αύξησε τους κατοίκους της κατά 20%. Ζητήματα, όπως η υδροδότηση, η σωστή ρυμοτομία, ο ηλεκτροφωτισμός, η ασφαλτόστρωση των κεντρικών δρόμων, η διευθέτηση της αγοράς έπρεπε άμεσα να διευθετηθούν (μάλιστα η έκθεση της Νομαρχίας για τη Δημοτική Αγορά περιγράφει μια χαοτική και οπισθοδρομική εικόνα η οποία επικρατούσε και σ’ άλλες πόλεις). Για την αντιμετώπιση τους ο δήμαρχος αξιοποιεί τους πόρους της πόλης αλλά και τους οικονομικούς παράγοντες του Αγρινίου που μπορούν και θέλουν να προσφέρουν.
Ο ηλεκτροφωτισμός της πόλης έγινε πραγματικότητα με την παρέμβαση των αδελφών Παπαστράτου οι οποίοι το 1928 δημιούργησαν το «Ηλεκτρικόν Εργοστάσιον Φωτισμού», το οποίο εκμεταλλεύτηκαν αρχικά οι ίδιοι και στη συνέχεια το παραχώρησαν στην πόλη. Όσον αφορά το σχέδιο πόλεως, που χρηματοδότησαν οι αδελφοί Παπαστράτου (400.000 δραχμές), ο Παναγόπουλος δεν εγκρίνει την τολμηρή τροποποίηση (πρόταση Βασιλείου), αλλά την τροποποίηση Ραφτόπουλου που αφήνει το παλιό(Βαυαρικό) με μικρές βελτιώσεις. Αντίθετα αποτρέπει δυναμικά την παραχώρηση του κτήματος Παπαστράτου (Πάρκο) για να γίνει Συνοικισμός των προσφύγων, προωθώντας την λύση της κοινωφελούς αξιοποίησης του, όπως και συνέβη. Το 1930 κατασκευάστηκε τελικά το υδραγωγείο της πόλης και τα εγκαίνιά του έγιναν τον Απρίλιο του 1931.
Η υδροδότηση της πόλης ανακουφίζει τους κατοίκους οι οποίοι μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν τα πηγάδια (η πόλη είχε άφθονα υπόγεια νερά και πολλά πηγάδια από την εποχή της τουρκοκρατίας), ενώ το αστικό περιβάλλον αναβαθμίζεται ακόμη περισσότερο με την ασφαλτόστρωση των κεντρικών δρόμων και τα μέρη διασκέδασης (κηποθέατρα, ταβέρνες, καφέ Αμάν και Σαντάν) και ψυχαγωγίας, τέλος η δημόσια εικόνα της πόλης αλλάζει με τη διευθέτηση των εμπορικών καταστημάτων και την δημιουργία Δημοτικής Αγοράς, ένα μεγάλο έργο, υψηλού κόστους 5.200.000 δραχμών. Το 1931 ξεκίνησε η κατασκευή της με αρχιτέκτονα τον καθηγητή κ. Κουρεμένο Βασίλειο ο οποίος δημιούργησε ένα κτήριο, 1400 τετραγωνικών μέτρων, με έξυπνη εσωτερική κατανομή των χώρων για τα καταστήματα και τις δράσεις που θα τη ζήλευαν ακόμη και οι ευρωπαϊκές πόλεις: 25 υπόγεια καταστήματα, Ψυγεία και 36 ισόγεια καταστήματα.
Ένδειξη του κλίματος αυτής της προόδου είναι ότι κατά την διοικητική διαίρεση των περιφερειών το 1929 διαπιστώνουμε ότι υπάρχει έντονη κινητικότητα στην πόλη για να πιεστεί η κυβέρνηση και να δημιουργηθεί «Περιφέρεια Δυτικής Στερεάς» με έδρα το Αγρίνιο, μάλιστα γίνεται συνεδρίαση στο Δημοτικό Συμβούλιο (10.11.1929) με την παρουσία φορέων της πόλης και ο Δήμαρχος (Παναγόπουλος) μνημονεύει ότι κατατέθηκε αίτημα για συλλαλητήριο (Παπατρέχας Γ. 1991) το οποίο απέρριψε η αστυνομία.
Είναι σημαντικό ν’ αναφερθεί ότι οι συγκοινωνιακές δυνατότητες της πόλης βελτιώνονται αισθητά όταν το 1931 το Αγρίνιο αποκτά αεροδρόμιο και αεροπορική σύνδεση με την Αθήνα και τα Ιωάννινα(κρατική αεροπορική εταιρεία Ίκαρος). Το αεροδρόμιο δηλώνει την δυναμική της πόλης στο νέο οικονομικό περιβάλλον του Μεσοπολέμου αφού πλέον ανήκει στις πόλεις με αεροπορική σύνδεση και τόσο οι ντόπιοι όσο και οι ξένοι οικονομικοί παράγοντες μπορούν εύκολα να επισκέπτονται την πόλη (η κατάσταση του τότε οδικού δικτύου καθιστούσε τις ατομικές μετακινήσεις δύσκολες για πολιτικούς και πνευματικούς παράγοντες που ήθελαν να έχουν πρόσβαση στην Αθήνα).
Επίσης στην ίδια κατεύθυνση της βελτίωσης της εικόνας της πόλης αποτελεί η δωρεά των Αδελφών Παπαστράτου (στο μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης) στην πόλη των «Παπαστρατείων Εκπαιδευτηρίων» με στόχο την κάλυψη των αναγκών της πόλης σε σχολεία και τη βελτίωση της σχολικής στέγης. Πρόκειται για μεγάλα πετρόχτιστα και ευρύχωρα σχολικά κτήρια, με μεγάλο προαύλιο, ακριβώς δίπλα στο κτήμα Παπαστράτου, που δεν δόθηκε για εγκατάσταση στους πρόσφυγες. Τα εκπαιδευτήρια εγκαινιάζονται το 1932 από τον Υπουργό Παιδείας Γ. Παπανδρέου, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του παρακείμενου κτήματος από το 1934 έως το1937 διαμορφώνεται ως πάρκο, χώρος που θα δώσει στο Αγρίνιο άλλο χρώμα (αργότερα θ’ ακολουθήσει η Βιβλιοθήκη 1961 και το Μουσείο 1969).
Το Αγρίνιο δεν αποτελεί πλέον μια επαρχιακή πόλη, αλλά την πιο δραστήρια, οικονομικά, πολιτεία στη δυτική Στερεά, έτσι το 1932 ιδρύεται στο Αγρίνιο με Προεδρικό Διάταγμα (ΦΕΚ 430/32 Τευχ. Α') το Περιφερειακό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αγρινίου κάτι που απηχεί την εμπορική και οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Τον Μάιο του 1934 ιδρύεται το Πρωτοδικείο Αγρινίου μετά από τριβές, συλλαλητήρια, αλλά και αντιδράσεις από το Μεσολόγγι, η δικαστική «διχοτόμηση» συντελέστηκε με μεγάλες πιέσεις και θα εγκαινιαστεί το 1935. Το 1930 ιδρύεται και ο αγροτικός συνεταιρισμός «Ένωση Αγρίνιου».
Αυτά ήταν τα πιο σημαντικά βήματα προόδου και ανάπτυξης που εξέλιξαν το περιβάλλον της πόλης και το κατέστησαν ελκυστικό στους κατοίκους της. Οι πολίτες είδαν να βελτιώνεται, αισθητά, η καθημερινότητα τους, παρότι την ταράζουν έντονες εργατικές κινητοποιήσεις. Οι εργατικές διεκδικήσεις με πρωταγωνιστές τους καπνεργάτες αποτελούν δηλαδή την άλλη όψη της καθημερινότητας, ένα αγώνα με πολιτικά χαρακτηριστικά, που η ηγεσία των καπνεργατών προωθεί δυναμικά, όμως είναι αμφίβολο αν τον συμμερίζονταν πραγματικά τα λαϊκότερα στρώματα της πόλης, δηλαδή οι απλοί πολίτες πέραν των ελεγχόμενων από την αριστερά σωματείων.
Μια ένδειξη για την κατεύθυνση των λαϊκών ενδιαφερόντων αποτελεί η πρωτοβουλία του δήμου για την ανάδειξη του παρελθόντος και της ιστορίας της. Το 1927 με χρηματοδότηση του δήμου (Παναγόπουλος) αλλά και με χρήματα των Αδελφών Παπαστράτου ξεκινούν ανασκαφές από τον αρχαιολόγο Ιω. Μηλιάδη (Ο Μηλιάδης κάνει ανασκαφές στην περιοχή από το 1920) για τον εντοπισμό του αρχαίου Αγρινίου όπου έφεραν σε φως ευρήματα στο Ζαπάντι, μια κοντινή θέση. Η χρηματοδότηση των ανασκαφών αποκαλύπτει ότι υπάρχει διάχυτο στην πόλη ένα κλίμα αναζήτησης στοιχείων για την ιστορία της, ενώ η ανακάλυψη αρχαιολογικών ευρημάτων θα την καθιστούσε πανελληνίως γνωστή πέρα από τα καπνά και τον καπνεργατικό κόσμο.
Η αναφορά στην καθημερινότητα της πόλης παρουσιάζει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον γιατί σ’ αυτή συνυπάρχουν και οι δύο όψεις της, από τη μια(των αποστασιοποιημένων) της ήσυχης και ανέμελης ζωής και από την άλλη των εργατών που διεκδικούν. Αυτές θα τις εξετάσουμε ξεχωριστά.
1.2 Η εικόνα της λαϊκής (αστικής) καθημερινότητας
Το Αγρίνιο, ήδη από τις αρχές του 20ου αι, ακολουθεί ως μονόδρομο τη δική του πορεία. Οι πολίτες ζουν τους ρυθμούς του μεσοπολέμου σε γειτονιές και συνοικίες που συνεχώς αλλάζουν, γιατί η ίδια η πόλη αλλάζει και μεγαλώνει. Χτίζουν μόνιμες κατοικίες σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής και η οικιστική εικόνα της πόλης ανανεώνεται (ακόμη και σήμερα σώζονται τα “αρχοντικά”). Η πόλη αποκτά μια καινούργια αισθητική με γούστο. Όμορφα, πετρόχτιστα, διώροφα και ευρύχωρα κτήρια, με εξώστες, λουλούδια και αυλές γεμίζουν τις κεντρικές αλλά και τις περιφερειακές οδούς στις νέες συνοικίες. Τα αρχοντικά ανήκουν στους ευκατάστατους αστούς, γιατρούς, δικηγόρους, καπνεμπόρους, εισοδηματίες. Όμως ακόμη και στις λαϊκές συνοικίες τα σπίτια χτίζονται με παρόμοια αισθητική, παρότι είναι πιο λιτά και μικρά, είναι καλαίσθητα και φροντισμένα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει μετά το 1930 και στον Συνοικισμό του Αγίου Κωνσταντίνου που η ζωή των προσφύγων βρίσκει σταδιακά την κανονικότητα. Τα κτηριακά κατάλοιπα αυτής της εποχής αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες για την οικονομική κατάσταση της πόλης και την αισθητική των κατοίκων.
Η μετάβαση στη φάση της αστικοποίησης επιδρά άμεσα στους κατοίκους (ντόπιους και πρόσφυγες) που συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία. Αυτή, δυναμικά αυξανόμενη, τους παρέχει ευκαιρίες στην απασχόληση και οι «μικροαστοί», με την εργασία τους, καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια «νέα» ζωή. Ο παραγόμενος πλούτος έχει αντανάκλαση στις καταναλωτικές συνήθειες και στις επιλογές τους ώστε να έχουν μια «ποιοτική» καθημερινότητα. Η πόλη αποκτά σταδιακά την κοινωνική της διαστρωμάτωση είτε με βάση τα εισοδήματα, είτε την μόρφωση, είτε το είδος της εργασίας, αλλά ο φόβος για τη διασφάλιση αυτών των εισοδημάτων και η επιθυμία για τη βελτίωση των συνθηκών, στους χώρους που αποκτιούνται κάποια εισοδήματα, επηρεάζει την καθημερινότητα των ανθρώπων. Έτσι ερμηνεύεται γιατί στην πόλη η καθημερινότητα παρουσιάζει δύο αντιθετικές εικόνες, η μία αφορά τις δυναμικές εργατικές διεκδικήσεις και τις συγκρούσεις στους δρόμους, ενώ η άλλη περιέχει στοιχεία μιας ήρεμης και απολαυστικής καθημερινότητας που θα την παρουσιάσουμε.
Το βιοτικό επίπεδο στην πόλη ορίζεται από το εισόδημα συνεπώς εξαρτάται άμεσα από το εισόδημα της εργασίας του καθενός. Εάν εξαιρέσουμε τους υπαλλήλους(κρατικούς υπαλλήλους, δασκάλους, αστυνομικούς) και τους ευκατάστατους αστούς (τους καπνεμπόρους, τους κτηματίες, γιατρούς, δικηγόρους), οι περισσότεροι κάτοικοι ζουν από εισοδήματα (εργασίες) που αποκτιούνται μέσα στην πόλη. Πρόκειται για τεχνίτες, κατασκευαστές, μεταφορείς, οικοδόμους, επαγγελματίες (ξυλουργούς, επιπλοποιούς, υποδηματοποιούς, ράφτες), ιδιοκτήτες καταστημάτων, μικροέμπορους (κρεοπώλες, ιχθυοπώλες, παντοπώλες), αγρότες με καλλιέργειες στις παρυφές της, όμως οι περισσότεροι (το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού της πόλης) είναι καπνεργάτες. Από τους είκοσι χιλιάδες κατοίκους το 1925, οι 2.500 απασχολούνται με την καπνεργασία, στην οποία έχουν ενταχτεί και οι νεοαφιχθέντες πρόσφυγες. Αυτοί είναι η κρίσιμη και δυναμική εργατική μάζα που πολιτικοποιείται και καθοδηγείται πολιτικά από την αριστερά. Τα επίσημα στοιχεία της απογραφής του 1920 η πόλη έχει 11.267 και 11. 892 μαζί με το Ζαπάντι και τη Βελάουστα, ενώ το 1922-1924 μαζί με την αύξηση, από τους νεοαφιχθέντες από τα ορεινά και την Ήπειρο και τους 2.500 πρόσφυγες, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν γυναικόπαιδα, αυξάνεται το εργατικό δυναμικό αφού στην καπνεργασία απασχολούνται και γυναίκες, κυρίως πρόσφυγες.
Η κοινωνική και οικονομική διαφοροποίηση δεν έχει βαθιές ρίζες γιατί προέκυψε σε σύντομο διάστημα λόγω της ανάπτυξης της πόλης, γι’ αυτό και δεν διχάζει βαθιά τους πολίτες και την κοινωνία στο Αγρίνιο. Αντίθετα η αβεβαιότητα και η ανάγκη διασφάλισης των εισοδημάτων, ειδικά στον τομέα των καπνεργατών, εκφράζεται δυναμικά στην καθημερινότητα της πόλης. Έτσι, παράλληλα με τα συλλαλητήρια και τις συγκρούσεις των δρόμων μεταξύ καπνεργατών και αστυνομίας συναντάμε την ειρηνική ζωή και τις απολαύσεις, που αποτελεί ένα ορατό αποτέλεσμα ευπορισμού. Η συνήθης καθημερινότητα εκφράζεται με χοροεσπερίδες, θεατρικές παραστάσεις, διαλέξεις, μουσικο – χορευτικά προγράμματα διασκέδασης στις ταβέρνες και στα καφωδεία, γεύματα συλλογικοτήτων σε εξοχικά κέντρα, επισκέψεις ηθοποιών και θιάσων από την Αθήνα, προβολή κινηματογραφικών ταινιών. Εάν εστιάσουμε σ’ αυτή την εικόνα της καθημερινότητας και την αναλύσουμε θα διαπιστώσουμε ότι οι «αστικές» συνήθειες μιας ήσυχης ζωής δεν αποτελούσαν το προνόμιο κάποιων, ελαχίστων, ευκατάστατων πολιτών.
Μελετώντας τους χώρους αλλά και το περιεχόμενο των δράσεων, που εξελίσσονται στην πόλη, διαπιστώνουμε ότι αυτή διαθέτει μια ποικιλία επιλογών οι οποίες καλύπτουν τις απαιτήσεις όλων των κοινωνικών στρωμάτων του Μεσοπολέμου. Η πόλη διαθέτει την δική της «τοπική φωνή», δηλαδή εφημερίδες επηρεασμένες από το γενικότερο κλίμα της πολιτικής (βενιζελικών – αντιβενιζελικών), οι οποίες όμως, εκτός από την ειδησεογραφία, αποτυπώνουν την αυθεντική εικόνα της πόλης, όσον αφορά τα πρόσωπα και τα τοπικά ζητήματα. Ο τύπος του μεσοπολέμου μαζί τα πρακτικά του Δήμου και τα οικιστικά κατάλοιπα αποτελούν πολύτιμες πηγές για την εικόνα της πόλης.
Οι εφημερίδες που εκδίδονται και βρίσκονται για μικρό ή μεγάλο διάστημα σε κυκλοφορία αυτή την περίοδο είναι: το «Αγρίνιο» του Παναγιώτη Ζωγράφου που εκδίδεται από το1894 μέχρι το 1937, επίσης από το 1919 βρίσκεται σε κυκλοφορία και συνεχίζει μέχρι το 1933 η «Μεταβολή», φιλοβενιζελική εφημερίδα του Κλεομένη Τσάτσου, ενώ το 1926 εκδίδεται το «Θάρρος» από τον Μιλτιάδη Τζάνη, και το 1927 το «Φως» (του Γ.Κουτσονίκα – Δ. Καραγιάννη) που επανεκδίδεται το 1927 από τον Μιλτιάδη Τζάνη και θα συνεχίσει μέχρι το 1934, μάλιστα το 1929 εκδίδεται η φιλοβενιζελική «Τριχωνίς» του Βασιλείου Κρίντα (Εκδίδεται από το 1929 έως το 1934) με αρχισυντάκτη τον Π. Βλασόπουλο η οποία διαθέτει πλούσια ειδησεογραφία, μαχητική αρθρογραφία και αξιόλογη λογοτεχνική ύλη (από την οποία έχει διασωθεί το αρχείο από την κα Φρόσω Βλασοπούλου –Κιτσάκη, Παπατρέχας, 1991), αυτή κλείνει λόγω του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 1935 (ο Κρίντας ήταν βενιζελικός). Όταν λοιπόν το 1935 σταματά η «Τριχωνίς», ο Βλασόπουλος εκδίδει τη «Νέα Εποχή» όπου τηρεί μετριοπαθή στάση, ενώ συντηρεί όλα τα ποιοτικά στοιχεία από την προηγούμενη εφημερίδα. Μετά τη δικτατορία του Μεταξά και την επιβολή λογοκρισίας, το 1937 εκδίδεται η «Φωνή της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας» από τον Γ. Παπαντωνίου και αργότερα τον Ιούνιο του 1940 η εφημερίδα «Δυτική Ελλάς» από τον Γ. Παπαντωνίου και Γ. Γιάγκα.
Η ύλη των εφημερίδων δεν εξαντλείται σε τοπικά ζητήματα και σε ειδήσεις από την ελληνική και ξένη ειδησεογραφία, αλλά εκτείνεται σε μια ευρύτερη θεματολογία. Αξιοσημείωτο είναι ότι στον τύπο βρίσκουμε ποιήματα, διηγήματα και συνεργασίες με επωνύμους της εποχής. Έτσι στο «Φως» δημοσιεύονται σημαντικές τοπικές ειδήσεις όπως το σχέδιο του αεροδρομίου το 1930 (επί υπουργού αεροπορίας κ. Ζάννα), ενώ στην πρωτοχρονιάτικη έκδοση του 1932 αναφέρονται οι συνεργασίες με τον Γ. Καφαντάρη, τον Μ. Μαλακάση, τον Σ. Σκίπη, τον Γ. Αθάνα, τον Ρήγα Γκόλφη, τον Κ. Δημάδη, αλλά και τον αρχαιολόγο Ι. Μηλιάδη! Στην ίδια εφημερίδα υπήρχε στήλη με τίτλο «Η Μοντέρνα Γυναίκα» που αναφερόταν στο γυναικείο στυλ ομορφιάς, το ντύσιμο και την συμπεριφορά των γυναικών αλλά και προτάσεις για την διασκέδαση, ενώ στη στήλη «Διανοούμενες Γυναίκες» παρουσιάζονται γυναίκες συγγραφείς, μάλιστα γίνεται λόγος για τη μόδα, διαφημίζονται μοδίστρες για γυναίκες, κομμωτήρια και φιλοξενούνται(στο τύπο) λογοτεχνικές προσπάθειες γυναικών αλλά και άρθρα για την ψήφο των γυναικών.
Παρακολουθώντας την ειδησιογραφία των εφημερίδων, τα άρθρα και τις ανακοινώσεις διαπιστώνουμε μια δραστήρια πνευματική ζωή με πλούσιες πολιτιστικές δράσεις που θα τις ζήλευαν ακόμη και οι σύγχρονες πόλεις.
Οι κάτοικοι δίνουν μεγάλη σημασία στην μορφωτική, πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα της πόλης, η οποία τροφοδοτείται από την ύπαρξη πολλών συλλογικοτήτων αλλά και την προσπάθεια απλών δημιουργών όπως συγγραφέων, ποιητών και καλλιτεχνών (μουσικών, ηθοποιών, ζωγράφων), παρότι αποτελούν μια μικρή ομάδα προτιμούν να προσφέρουν.
Η εκπαίδευση στην πόλη μετά την χειρονομία των Αδελφών Παπαστράτου να προσφέρουν τα νέα σύγχρονα Εκπαιδευτήρια (1932), δίπλα από το Πάρκο όπου κι αυτό ανοίγει το 1934, κάνει το Αγρίνιο να διαθέτει συνολικά πέντε Δημοτικά Σχολεία και δύο Γυμνάσια, μάλιστα θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο «Παναιτωλικός», έχει τις Νυκτερινές Σχολές οι οποίες περιελάμβαναν Δημοτικό σχολείο(εξατάξιο). Ο Σύλλογος χορηγούσε δωρεάν τα βιβλία, ενώ με δίδακτρα εκατό δραχμών, από το 1932, παρέχονται τα μαθήματα Γαλλικών για αγόρια και κορίτσια σε διαβαθμισμένα τμήματα ανάλογα με το επίπεδο γνώσης της γλώσσας (αρχάριων, προχωρημένων και πολύ προχωρημένοι).
Επίσης, στην πόλη λειτουργούν φροντιστήρια «Μαθηματικών» και «Λογιστικής» (1930 «Φως»), ενώ διαφημίζονταν ιδιωτικά σχολεία από την Πάτρα (Γυμνάσιο Κανελλοπούλου) και την Αθήνα, κάτι που φανερώνει ότι αναζητούσαν μια πελατεία που υπήρχε στο Αγρίνιο (ευκατάστατοι), πληροφορούμαστε δε ότι γινόντουσαν ιδιωτικά μαθήματα ξένων γλωσσών. Σ’ αυτό το περιβάλλον αναπτύσσει τη δράση του ο Μουσικός Σύλλογος «Ορφέας» που ιδρύθηκε τέλος του 19ου αι και ανήκε στον παλαιό Γυμναστικό Σύλλογο «Ηρακλής», ο οποίος δίνει αξιοζήλευτες μουσικές παραστάσεις ενώ με τη Φιλαρμονική του καλύπτει τις εθνικές εορτές. Το 1932 ιδρύεται στην πόλη παράρτημα του Ωδείου Αθηνών (όπου διδάσκεται οργανική, φωνητική και θεωρητική μουσική) και η συνδρομή των συμμετεχόντων ήταν 100 δραχμές τον μήνα.
Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η πληθώρα των Συλλόγων στους οποίους εμπλέκονται ως μέλη εκατοντάδες πολίτες. Το είδος των Συλλόγων και το κοινό που απευθύνονται έχει σημασία.
Υπάρχουν Σύλλογοι που απευθύνονται σε μικρές επαγγελματικές ομάδες, όπως ήταν ο «Δικηγορικός Σύλλογος» ή ο Ιατρικός Σύλλογος («Ιατρικός Σύλλογος Τριχωνίδος») που κάλυπταν μικρές επαγγελματικές ομάδες, δηλαδή ελίτ, μορφωμένων και καλλιεργημένων της πόλης.
Ιδιαίτερη δυναμική έχουν οι Σύλλογοι που εκφράζουν το φίλαθλο πνεύμα της πόλης όπως ο «Ορειβατικός Σύνδεσμος» που ακολουθεί το πνεύμα της εποχής («Οδοιπορικός Σύνδεσμος», Αθήνα) και διοργανώνει περισσότερο αναβάσεις και αναρριχήσεις μικρών φυσιολατρικών ομάδων (όπως π.χ. καταγράφει το «Φως» την ανάβαση στο Βλοχό το 1933 από ομάδα που μεταφέρθηκε με αυτοκίνητο στους πρόποδες και συνέχισε στην κορυφή όπου έγινε αναρρίχηση), ο «Ηρακλής» παλαιός αθλητικός Σύλλογος από το 1896 και ο αθλητικός Σύλλογος «Αστήρ». Ανάμεσα σ’ αυτούς ιδιαίτερη αποδοχή και απήχηση έχει ο «Παναιτωλικός Γυμναστικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος» ιδιαίτερα στις πιο λαϊκές μάζες αν λάβουμε υπόψη πράξεις όπως αυτές που καταγράφει στις 10/06/1928 η εφημερίδα «Φως»:
“Ένας φτωχός και βιοπαλαιστής εργολάβος δημοσίων έργων, αλλά ψυχή κλείουσα ευγενέστερα ιδεώδη, εδωρίσατο την παρελθούσα εβδομάδα εις τον Γυμναστικόν Σύλλογον 80.000 δραχμές. Ο κύριος Ανδρέας Ζωγράφος, ο νέος Αβέρωφ του Αγρινίου, θα επισύρει εσαεί την ευγνωμοσύνη της πόλεως Αγρινίου…»
Οι ιδρυτές του φροντίζουν ώστε οι δραστηριότητες να έχουν απήχηση, τόσο οι νυκτερινές σχολές και η παιδονομία ή τα ξενόγλωσσα τμήματα, ενώ μετά το 1930 μπαίνει σε πιο δυναμική φάση, όταν δημιουργεί την ποδοσφαιρική ομάδα αλλά και το γήπεδο του. Μέχρι τότε διέθετε κυρίως τμήματα πετοσφαίρισης, καλαθοσφαίρισης, σκοποβολής και τμήματα των αθλημάτων του κλασσικού αθλητισμού(ακοντισμός, σφαιροβολία, αλμάτων μήκους, αγώνες δρόμου). Είναι η εποχή που ο αθλητισμός μαγνητίζει γιατί αποτελεί σημαντικό ιδεώδες και μια ευκαιρία διάκρισης για την πόλη πανελλαδικά όσο και για τους νεαρούς αθλητές που συμμετέχουν στα τμήματά του (ή έστω στο ποδόσφαιρο).
Στην πόλη υπάρχουν όμως και εκείνοι οι Σύλλογοι που εκφράζουν τομείς μιας καθημερινής παραγωγικής δραστηριότητας, όπως ο « Εμπορικός Σύλλογος», οι Σύλλογοι των «Οπωροπωλών», των «Κρεοπωλών», των «Κουρέων», των «Υποδηματοποιών», αλλά και ο «Καπνεμπορικός Σύλλογος», οι οποίοι καλύπτουν το σύνολο του εμπορικού κόσμου με εκατοντάδες υπαλλήλους. Επίσης σημαντική παρουσία έχει ο «Σύλλογος Δημοσίων Υπαλλήλων» που πάντα εξέφραζε ένα μεγάλο κοινό, αν λάβουμε υπόψη τους αριθμούς τους, ο οποίος διοργανώνει διαλέξεις και χορούς, ενώ αναφέρεται η ύπαρξη και συλλόγου δασκάλων με την ονομασία «Διδασκαλικός Σύλλογος».
Εξίσου σημαντικό είναι ν’ αναφέρουμε την ύπαρξη θρησκευτικών και φιλανθρωπικών συλλογικοτήτων που δρούσαν αυτή την εποχή μέσα στην πόλη, όπως η «Χριστιανική Ένωση» (που επιβιώνει μέχρι σήμερα) με ομιλίες, ενημερώσεις και φιλανθρωπικές δράσεις, ο Σύλλογος των «Απόρων Πολυτέκνων», αλλά και η «Φιλόπτωχος Χριστιανική Αδελφότητα Κυριών» με πρωταγωνιστές και μέλη γυναίκες. Τη δράση του συνεχίζει ένας σύλλογος που ήδη τον έχουμε συναντήσει από το τέλος του 19ου αι, πρόκειται για τον σύλλογο γυναικών «Εργάνη Αθηνά», ο οποίος δίνει μια φεμινιστική χροιά στην παραδοσιακή αγρινιώτικη κοινωνία, διοργανώνοντας διαλέξεις σε δημόσιους χώρους, όπως ήταν το κηποθέατρο «Θέσπις», όπου καλεί την Βεατρίκη Παπαχρήστου(Αριστούχο του Ωδείου Αθηνών), να μιλήσει για τον ποιητή Μαβίλη και η απήχηση της εκδήλωσης στην πόλη είναι μεγάλη.
Τέλος υπάρχουν Σύλλογοι που καλύπτουν ευπαθείς ομάδες όπως ήταν ο «Σύλλογος Αναπήρων» σε μια εποχή όπου η χώρα βγήκε από διαδοχικούς πολέμους με οικονομικά προβλήματα και σίγουρα αρκετούς αναπήρους, ενώ διαφορετικής κατηγορίας είναι ο «Σύλλογος Ευρυτάνων» που συσπειρώνει όσους κατάγονται από την Ευρυτανία. Σίγουρα ανάλογοι σύλλογοι θα υπήρχαν κι άλλοι αφού υπήρχε πλήθος ανθρώπων που συνέρρεαν στην πόλη για εργασία και, όπως ήταν φυσικό, ήθελαν να έχουν ένα κοινό σημείο αναφοράς, να συναντιούνται.
Οι πολίτες διασκεδάζουν σε μέρη που ανταποκρίνονται στις επιλογές τους, εκεί υλοποιούν τις δραστηριότητες τους και οι Σύλλογοι. Πρόκειται για συγκεκριμένα μέρη, όπου φιλοξενούν εκδηλώσεις και τους συναντάμε συχνά, ακόμη και κατά την προβολή κινηματογραφικών ταινιών όπως π.χ. από τον τοπικό περιφερόμενο κινηματογράφο «Πάνθεον» του Γιώργου Αμπέση, ο οποίος προβάλλει στο κοινό της πόλεως τις μεγάλες ταινίες της εποχής. Τέτοιοι χώροι είναι ο «Θέσπις», ένα κινηματοθέατρο, με βουβό κινηματογράφο μέχρι το 1930, που βρισκόταν κοντά στην νυν κεντρική πλατεία και ανήκε στον Μάνθο Καζαντζή. Ο χώρος ήταν αρκετά επιμελημένος, είχε θεωρεία και χρησιμοποιήθηκε για θεατρικές παραστάσεις αθηναϊκών θιάσων, διαλέξεις, μουσικές εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις συλλόγων, ενώ διατηρούσε και θερινό χώρο. Η «μάντρα» του «Κρίππα» ήταν ένας χώρος κοντά στην σημερινή πλατεία Φλέμιγκ (Σταΐκου και Μπουκογιάννη) με σκηνικά του Ανδρέα Γεωργιάδη (ντόπιου ζωγράφου). Εκεί γινόντουσαν θεατρικές και μουσικές εκδηλώσεις, παραστάσεις Καραγκιόζη, αγαπημένου θεάματος του Μεσοπολέμου, αλλά και διάφορες άλλες συναντήσεις, αφού στις 6 Μαΐου 1936, εκεί καλεί για συγκέντρωση τους απεργούς καπνεργάτες το σωματείο των καπνεργατών(έχει κηρύξει 48ωρη απεργία). Ανάλογος χώρος ήταν και η μνημονευόμενη «ταράτσα του Τσιτσιμελή», ενώ κάτι ενδιάμεσο αποτελούσε η «Αίγλη» που άλλοτε εμφανίζεται ως θερινό σινεμά (το «Πάνθεον» κάνει προβολές) και άλλοτε ως εξοχικό κέντρο με νεαρές όμορφες κοπέλες που δεν ξέρουμε την εργασία τους, αφού εκεί γίνονται και εκδηλώσεις συλλόγων για φιλανθρωπικό σκοπό (Σύλλογος απόρων Πολυτέκνων) ή συναυλίες της βυζαντινής χορωδίας. Τέλος στο τύπο αναφέρονται και άλλα στέκια όπως το «Παλλάδιον»(στέκι των ευκατάστατων), η «Χαραυγή» και η «Πεταλούδα» με ζωντανή μουσική αλλά και με μουσική γραμμοφώνου.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει όμως να δούμε τα μέρη της καθημερινής εξόδου. Αυτά που φιλοξενούσαν την μεγάλη μάζα των κατοίκων είτε για μια απλή έξοδο και συνάντηση με την παρέα, είτε ως καθημερινό στέκι που κάποιος εκτός από καφέ, μπορούσε να πάρει ποτό ή φαγητό αλλά και να διασκεδάσει. Υπήρχε λοιπόν μια ποικιλία με κυρίαρχα τα καφενεία όπως π.χ. «το καφενείο Παρθένη», «το καφενείο Στεροδήμα», «το καφενείο Αυδή και πρώην Μακρή», και όπως ήταν φυσικό τα παραδοσιακά καφενεία συνυπάρχουν παρέα με τα δυτικότροπα «καφωδεία», που αυτά σερβίρουν καφέ, ποτό αλλά και διαθέτουν ζωντανή μουσική. Το είδος της μουσικής προσδιορίζει και το ύφος τους γιατί δεν είναι όλα ίδια, άλλα είναι «καφέ Αμάν» και άλλα «καφέ Σαντάν». Τα «καφέ Αμάν» ήταν μουσικά καφενεία με λαϊκή και δημοτική μουσική όπου παίζονταν και αμανέδες, ενώ στα «καφέ Σαντάν» η μουσική ήταν ευρωπαϊκή με τραγουδίστριες (σαντέζες) που πολλές φορές ήταν ξένες.
Μια εντυπωσιακή μαρτυρία για αυτά τα δύο είδη στο Αγρίνιο είναι του μουσικού Αριστείδη Μόσχου (Συνεντεύξεις Παπαδάκης Γ., 1983), ο οποίος μεγαλώνει στην τελευταία δεκαετία του μεσοπολέμου στο Αγρίνιο:
"Το Αγρίνιο κατά το μεσοπόλεμο ήταν μια ακμάζουσα πολιτεία. Ήτανε οι αντιπροσωπείες ξένων εταιρειών καπνών…ο πατέρας μου … Είχε δυο κέντρα. Ένα καφέ-αμάν κι ένα καφέ-σαντάν. Στο πρώτο παίζανε Πολίτες, Σμυρνιοί, Αρμένηδες. Στο άλλο υπήρχε ευρωπαϊκή ορχήστρα της εποχής εκείνης. Ο πατέρας μου ήταν ένα κλαρίνο διακεκριμένο αλλά και πολυσύνθετο. Δεν περιοριζόταν να παίζει μόνο τσάμικα και τέτοια. `Επαιζε ρουμάνικα, ουγγαρέζικα, μαρς αμερικέν, βαλς, κύματα του Δουνάβεως... όλα τα είδη. `Ερχονταν στο μαγαζί να τον ακούσουν όλα τα μεγάλα ονόματα του Αγρινίου. Ζήτημα να έπαιζε ένα τέταρτο τη βραδιά. Ανέβαινε πάνω λιγάκι για να μη χάσει τους πελάτες. Και πέφταν χιλιάρικα… Ο αδερφός μου ο μεγάλος, που έπαιζε και βιολί, είχε πάει τρεις-τέσσερις φορές στην Ευρώπη και έφερνε γυναίκες από το Φολί-Μπερζέ, το Μουλέν Ρουζ, το Καζινό ντε Παρί. Είχαμε πολλούς Γάλλους τότε εκεί κι έφερνε τις "σαντέζες" που λέγαμε, τις γαλλίδες τραγουδίστριες. Από την άλλη, στο καφέ-αμάν έρχονταν συγκροτήματα από την Αθήνα. Ο Σαλονικιός, ο Ογδόντας, η Ρίτα Αμπατζή, Μαρίκα Πολίτισσα, Εσκενάζη, Ρούκουνας, Μήτσος Αραπάκης, Καλλέργης…»
Παρέα μ’ αυτά τα στέκια ανθούσαν και οι ταβέρνες οι οποίες προσφέρονταν για φαγητό αλλά και διασκέδαση. Τέτοια ήταν η περιβόητη «ταβέρνα του Σπανού» κοντά στην κεντρική πλατεία (σήμερα στην οδό Διαλέτη) που αποτελούσε ιδιαίτερο χώρο, με πρωταγωνιστές την παρέα της «γκρίνιας». Υπήρξε εμβληματικό στέκι μουσικών, διανοούμενων, απλών ανθρώπων αλλά και καπνεμπόρων, επίσης η «ταβέρνα Μποέμ» όπου και εδώ συναντάται ξανά η προαναφερόμενη παρέα της «γκρίνιας», ενώ καταγράφονται και άλλες εξίσου γνωστές όπως «το μεράκι του Νίκα», «η ταβέρνα του Ντιντή» που έχει ζωντανή μουσική, κυρίως κιθάρα, αλλά ουζοπωλεία όπως το «Τις πταίει», «Γιαννάκη» και «Ντορέ».
Μια άλλη έκφραση της μεσοπολεμικής αστικής ζωής αφορά την παρουσία των πορνείων μέσα στον αστικό ιστό των πόλεων του μεσοπολέμου, αυτά ήταν τα λεγόμενα «σπίτια» που δεν έλειψαν από το Αγρίνιο, ευρισκόμενα μέσα στην πόλη, κοντά στο κέντρο της εμπορικής δραστηριότητας.
Συμπέρασμα
Το Αγρίνιο του Μεσοπολέμου είναι μια δραστήρια και γνωστή πολιτεία, η οποία μέσα από το καπνεμπόριο, την βελτίωση της εσωτερικής της οργάνωσης (των συγκοινωνιών και των υποδομών της), τις εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητες, την αύξηση του πληθυσμού, γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη και σταδιακά οδηγήθηκε στον αστικό μετασχηματισμό της. Αυτό προκύπτει από την μελέτη της μεσοπολεμικής κοινωνίας του Αγρινίου, όπως αυτή εκφράζεται στην πολιτική και κοινωνική ζωή, στις ασχολίες των κατοίκων, στις συνήθειες τους, τις συλλογικές δραστηριότητες, τα πνευματικά και μορφωτικά τους ενδιαφέροντα.
Βιβλιογραφία
Αγγέλη, Μ.(2007).Ο κόσμος της εργασίας: γυναίκες και άνδρες στην παραγωγή και επεξεργασία του καπνού: Αγρίνιο 19ος -20ος αι. Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας.
Αλεξίου Θ. (1994). «Οι κοινωνικές αιτίες της καπνεργατικής διαμαρτυρίας στο Μεσοπόλεμο», Τα Ιστορικά, τόμος 11ος,τεύχος 21, Αθήνα.
Γκιζελή, Βίκα Δ. (1984). Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα 1920-1930.Αθήνα:Επικαιρότητα.
Μαυρογορδάτος, Γ.(1988).Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη: Οι Επαγγελματικές Οργανώσεις στην Ελλάδα, Αθήνα: εκδ. Οδυσσέας.
Μαυρογορδάτος,Γ.(1992). Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Μανικάρου, Μ. – Σπυρέλη, Χ. (2009). Αγρίνιο: Δήμαρχοι και Δημαρχίες 1833-2007Πάτρα:εκδόσεις Το Δόντι.
Μπάδα, Κ. (2003) (Επιμέλεια). Η μνήμη του επαρχιακού αστικού τόπου και τοπίου:Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του '60, Πρακτικά Ημερίδας (23 Σεπτεμβρίου 2001), Αθήνα: Μεταίχμιο-Δήμος Αγρινίου.
Πατρώνης, Β. (2015). Η περίοδος της Ανόρθωσης και του Μεσοπολέμου, 1909-1940:Ο αγροτικός τομέας [Κεφάλαιο]. Στο Πατρώνης, Β. 2015. Ελληνική οικονομική ιστορία [Προπτυχιακό εγχειρίδιο]. Αθήνα : Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊ ximeronews
1.1 Σημαντικοί σταθμοί μετεξέλιξης της αγρινιώτικης μεσοπολεμικής κοινωνίας Η περίοδος από το 1922 μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου αποτέλεσε για την Ελλάδα περίοδο ανάπτυξης και κοινωνικο-οικονομικής ανασυγκρότησης, η οποία υλοποιήθηκε μέσα σ’ ένα περιβάλλον έντονων δυσκολιών. Κέντρο των εξελίξεων είναι η Αθήνα η ο οποία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των χιλιάδων προσφύγων βρίσκεται στη δίνη πολιτικών ανακατατάξεων, αφού το κίνημα του Πλαστήρα συλλαμβάνει τους «πρωταιτίους», δηλαδή τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες και τους προσάγει σε δίκη.
Η έκρυθμη πολιτική κατάσταση στην Αθήνα στα τέλη του 1922, με την κυβέρνηση Γονατά και την εκτέλεση των έξι, έχει αντανάκλαση στο Αγρίνιο αφού η πόλη, μαζί με την περιοχή της Τριχωνίδας, διαθέτει ισχυρές αντιβενιζελικές εστίες
Στις εκλογές που ακολούθησαν αυτή την ταραγμένη περίοδο, στις 16 Δεκεμβρίου του 1923, η «Ενωμένη Αντιπολίτευση», δηλαδή η αντιβενιζελική παράταξη επέλεξε την αποχή και συνεπώς κάποιες περιοχές που ψήφιζαν τους εκπροσώπους της, όπως η ευρύτερη περιοχή της Τριχωνίδας, εξαρτώνται αποκλειστικά από όσους συμμετείχαν και εξελέγησαν με τα υπόλοιπα κόμματα (όπως π.χ. ο Γ. Τσακανίκας ή ο Γ. Καφαντάρης) που ήταν φιλοβενιζελικοί. Μάλιστα το 1924, ο Γ. Καφαντάρης γίνεται υπουργός Δικαιοσύνης και στη συνέχεια, το Φεβρουάριο (για ένα μήνα), πρωθυπουργός, (ιδρύει το δικό του κόμμα, «Κόμμα Προοδευτικών Φιλελευθέρων») ενώ εκλέγεται και πάλι το 1926. Αξίζει να επισημανθεί ότι στις εκλογές του 1926, οι οποίες έγιναν με απλή αναλογική (πλην κάποιων κεντρικών περιοχών) οι Φιλελεύθεροι εκλέγουν στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας (πλην του Βάλτου) τέσσερις βουλευτές:
Γεώργιος Καφαντάρης (Ένωσις Φιλελευθέρων)
Ιωάννης Κανναβός (Ένωσις Φιλελευθέρων)
Ιωάννης Τσιγκόλης (Ένωσις Φιλελευθέρων)
Γεώργιος Τσακανίκας (Ένωσις Φιλελευθέρων)
Το Λαϊκό Κόμμα εκλέγει τρεις βουλευτές :
Γεώργιος Αλεξανδρόπουλος (Λαϊκό κόμμα)
Σπυρίδων Κ. Τρικούπης (Λαϊκό κόμμα)
Ιωάννης Ν. Παπαϊωάννου (Λαϊκό κόμμα)
Ενώ το κόμμα των «Ελευθεροφρόνων» του Ιωάννη Μεταξά εκλέγει τέσσερις:
Γεώργιος Αθανασιάδης Νόβας (Κόμμα Ελευθεροφρόνων)
Γεώργιος Καλαντζόπουλος (Κόμμα Ελευθεροφρόνων)
Δημήτριος Κατσάνος (Κόμμα Ελευθεροφρόνων)
Ιωάννης Νικολίτσας (Κόμμα Ελευθεροφρόνων)
Η αριθμητική αναλογία των Βουλευτών δείχνει τον προσανατολισμό των πολιτών, οι οποίοι στρέφονται σε κόμματα φιλοβασιλικά και κυρίως σ’ εκείνα, όπως του Ι. Μεταξά, που εκφράζουν την ριζική διαφοροποίηση. Είναι όμως πολύ πιθανό την συμπεριφορά των κατοίκων να επηρέασαν τα γεγονότα της εκτέλεσης των « έξι» και ότι η μητέρα του Μεταξά κατάγεται από το Αγρίνιο(από την οικογένεια Τρυγόνη). Ένα άλλο στοιχείο είναι η ισχυρή παρουσία οργανωμένων ομάδων της αριστεράς, ειδικά στην πόλη, που αναλαμβάνουν δράση στα εργατικά σωματεία και διοργανώνουν απεργιακές κινητοποιήσεις και συγκρούσεις. Η νέα, πολυκομματική, κυβέρνηση Ζαΐμη έχει βασικό στέλεχος ένα Αιτωλοακαρνάνα, τον υπουργό Οικονομικών (Αιτωλοακαρνανία και Ευρυτανία αποτελούν το ίδιο νομό), που δεν είναι άλλος από τον Γεώργιο Καφαντάρη.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο των εκλογών αφορά τους πρόσφυγες, αφού στο Αγρίνιο και γενικότερα στην Αιτωλοακαρνανία οι υποψήφιοι των κομμάτων που αναφέρονται στους πρόσφυγες είτε με το «Ενιαίο Μέτωπο Εργατών, Αγροτών και Προσφύγων» δηλαδή ΚΚΕ (πανελλαδικό ποσοστό 4,38% 10 έδρες), είτε με το κόμμα του Αριστομένη Μητσοτάκη «Κόμμα Ανεξαρτήτων και Προσφύγων (1,82% και 2 έδρες), είτε με το κόμμα του Θεμιστοκλή Σοφούλη το «Φιλελεύθερον Προσφυγικόν Κόμμα» (1,44% και 4 έδρες), είχαν ελάχιστη απήχηση στον προσφυγικό κόσμο, παρότι έχουν υποψηφίους και το 1934 στον Άγιο Κωνσταντίνο, λόγω των καπνεργατών οι κομουνιστές θα κερδίσουν τους 4 από τους 6 συμβούλους του κοινοτικού συμβουλίου (πολλοί πρόσφυγες είναι καπνεργάτες).
Είναι φανερό ότι οι πρόσφυγες μένουν πιστοί στο κόμμα των Φιλελευθέρων γιατί εμπιστεύονται τον Βενιζέλο και την πολιτική του. Τελικά με τις εκλογές του 1928 αποκαθίσταται η σταθερότητα και στην κυβέρνηση Βενιζέλου η Αιτωλοακαρνανία διαθέτει ξανά ένα υπουργό, αυτός είναι ο Ι. Κανναβός καταγόμενος από την ιστορική οικογένεια προκρίτων της Ναυπακτίας, ο οποίος αναλαμβάνει το Υπουργείο Γεωργίας.
Το Αγρίνιο, παρότι διαθέτει αξιόλογους πολιτικούς, δεν καρπώνεται τίποτε ιδιαίτερο από την παρουσία τους γιατί βρίσκεται στην περιφέρεια των εξελίξεων. Καλείται ν’ αντιμετωπίσει το «προσφυγικό» και να διαχειριστεί τις νέες προκλήσεις κυρίως με καθοδηγητές τα πρόσωπα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Το πνεύμα της δημιουργικής ανασυγκρότησης εκπροσωπείται από αυτούς και επηρεάζει τη ζωή της πόλης η οποία δεν θ’ αργήσει να ενσωματώσει τους πρόσφυγες διαθέτοντας το πλεονέκτημα της καπνοκαλλιέργειας και του καπνεμπορίου.
Η πόλη διαχειρίζεται την άφιξη και την εγκατάσταση των προσφύγων με δήμαρχο (Κοινοτάρχη) το Νικόλαο Χαλκιώτη, ο οποίος σύντομα (μέσα στο 1922) αντικαθίσταται από τον Δημήτριο Τσακανίκα (1922 έως 1925), ένα ήπιο βενιζελικό που συντονίζει τις προσπάθειες όλων των φορέων για να τακτοποιηθούν οι πρόσφυγες, με προσφορές δωρητών και ιδιωτικών φορέων όπως το Σταΐκειο Κληροδότημα. Ταυτόχρονα εργάζεται να εκσυγχρονίσει την εικόνα της πόλης, αξιοποιώντας σ’ αυτή την κατεύθυνση ντόπιους οικονομικούς παράγοντες, όπως τους αδελφούς Παπαστράτου, ώστε να εκπονηθεί ένα νέο, σύγχρονο, πολεοδομικό σχέδιο που θα δώσει προοπτική στην πόλη.
Από το 1925 μέχρι το 1934 την πιο κρίσιμη περίοδο για την ανάπτυξη της πόλης, την έγκριση και την εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδίου αλλά και την αποκατάσταση - ενσωμάτωση των προσφύγων αναλαμβάνει ένας νέος δήμαρχος, για δύο τετραετίες, που ονομάζεται Ανδρέας Παναγόπουλος. Προερχόταν από τον δυναμικό κύκλο των Αγρινιωτών καπνεμπόρων έχοντας ο ίδιος εξαγωγική εταιρεία καπνών με την ονομασία «Αδελφοί Παναγοπούλου». Ήταν μορφωμένος και ανήκε στην ανερχόμενη αστική τάξη που αυτή την περίοδο τολμούσε οικονομικά -κοινωνικά και πολιτικά. Μάλιστα μετά τη δεύτερη δημαρχιακή του θητεία θα διατελέσει και βουλευτής της περιοχής ενώ μετά τον πόλεμο θα εκλεγεί ξανά δήμαρχος.
Το ανανεωτικό πνεύμα της πόλης το 1926, εκφράζεται και από την πρωτοβουλία επιφανών πολιτών της πόλης για την ίδρυση ενός νέου αθλητικού Συλλόγου, ο οποίος δεν θα έχει αθλητική αλλά και εκπαιδευτική δράση. Είναι ο «Παναιτωλικός» που ιδρύεται ως αθλητικός Σύλλογος με Φιλεκπαιδευτικό έργο. Η συγκεκριμένη κατεύθυνση του Συλλόγου δίνει την ευκαιρία σε πολλούς Αγρινιώτες εργαζόμενους αλλά και πρόσφυγες να φοιτήσουν στις νυκτερινές σχολές του Παναιτωλικού, να γίνουν μέλη του και να συμμετάσχουν στις δράσεις του, μάλιστα το 1930 δημιουργείται πλέον το γήπεδο του Παναιτωλικού και η ποδοσφαιρική του ομάδα και πολλοί νεαροί θα συμμετάσχουν ως παίκτες της ομάδας σε αγώνες ποδοσφαίρου.
Ο Ανδρέας Παναγόπουλος αναλαμβάνει τη δημαρχία έχοντας ν’ αντιμετωπίσει κεντρικά ζητήματα. Η πόλη δεν διαθέτει μεγάλα έσοδα ούτε λαμβάνει επαρκή χρηματοδότηση από το κράτος για να μπορεί αυτόνομα ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες της και να κάνει σημαντικά έργα, τη στιγμή που με την έλευση των προσφύγων αύξησε τους κατοίκους της κατά 20%. Ζητήματα, όπως η υδροδότηση, η σωστή ρυμοτομία, ο ηλεκτροφωτισμός, η ασφαλτόστρωση των κεντρικών δρόμων, η διευθέτηση της αγοράς έπρεπε άμεσα να διευθετηθούν (μάλιστα η έκθεση της Νομαρχίας για τη Δημοτική Αγορά περιγράφει μια χαοτική και οπισθοδρομική εικόνα η οποία επικρατούσε και σ’ άλλες πόλεις). Για την αντιμετώπιση τους ο δήμαρχος αξιοποιεί τους πόρους της πόλης αλλά και τους οικονομικούς παράγοντες του Αγρινίου που μπορούν και θέλουν να προσφέρουν.
Ο ηλεκτροφωτισμός της πόλης έγινε πραγματικότητα με την παρέμβαση των αδελφών Παπαστράτου οι οποίοι το 1928 δημιούργησαν το «Ηλεκτρικόν Εργοστάσιον Φωτισμού», το οποίο εκμεταλλεύτηκαν αρχικά οι ίδιοι και στη συνέχεια το παραχώρησαν στην πόλη. Όσον αφορά το σχέδιο πόλεως, που χρηματοδότησαν οι αδελφοί Παπαστράτου (400.000 δραχμές), ο Παναγόπουλος δεν εγκρίνει την τολμηρή τροποποίηση (πρόταση Βασιλείου), αλλά την τροποποίηση Ραφτόπουλου που αφήνει το παλιό(Βαυαρικό) με μικρές βελτιώσεις. Αντίθετα αποτρέπει δυναμικά την παραχώρηση του κτήματος Παπαστράτου (Πάρκο) για να γίνει Συνοικισμός των προσφύγων, προωθώντας την λύση της κοινωφελούς αξιοποίησης του, όπως και συνέβη. Το 1930 κατασκευάστηκε τελικά το υδραγωγείο της πόλης και τα εγκαίνιά του έγιναν τον Απρίλιο του 1931.
Η υδροδότηση της πόλης ανακουφίζει τους κατοίκους οι οποίοι μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν τα πηγάδια (η πόλη είχε άφθονα υπόγεια νερά και πολλά πηγάδια από την εποχή της τουρκοκρατίας), ενώ το αστικό περιβάλλον αναβαθμίζεται ακόμη περισσότερο με την ασφαλτόστρωση των κεντρικών δρόμων και τα μέρη διασκέδασης (κηποθέατρα, ταβέρνες, καφέ Αμάν και Σαντάν) και ψυχαγωγίας, τέλος η δημόσια εικόνα της πόλης αλλάζει με τη διευθέτηση των εμπορικών καταστημάτων και την δημιουργία Δημοτικής Αγοράς, ένα μεγάλο έργο, υψηλού κόστους 5.200.000 δραχμών. Το 1931 ξεκίνησε η κατασκευή της με αρχιτέκτονα τον καθηγητή κ. Κουρεμένο Βασίλειο ο οποίος δημιούργησε ένα κτήριο, 1400 τετραγωνικών μέτρων, με έξυπνη εσωτερική κατανομή των χώρων για τα καταστήματα και τις δράσεις που θα τη ζήλευαν ακόμη και οι ευρωπαϊκές πόλεις: 25 υπόγεια καταστήματα, Ψυγεία και 36 ισόγεια καταστήματα.
Ένδειξη του κλίματος αυτής της προόδου είναι ότι κατά την διοικητική διαίρεση των περιφερειών το 1929 διαπιστώνουμε ότι υπάρχει έντονη κινητικότητα στην πόλη για να πιεστεί η κυβέρνηση και να δημιουργηθεί «Περιφέρεια Δυτικής Στερεάς» με έδρα το Αγρίνιο, μάλιστα γίνεται συνεδρίαση στο Δημοτικό Συμβούλιο (10.11.1929) με την παρουσία φορέων της πόλης και ο Δήμαρχος (Παναγόπουλος) μνημονεύει ότι κατατέθηκε αίτημα για συλλαλητήριο (Παπατρέχας Γ. 1991) το οποίο απέρριψε η αστυνομία.
Είναι σημαντικό ν’ αναφερθεί ότι οι συγκοινωνιακές δυνατότητες της πόλης βελτιώνονται αισθητά όταν το 1931 το Αγρίνιο αποκτά αεροδρόμιο και αεροπορική σύνδεση με την Αθήνα και τα Ιωάννινα(κρατική αεροπορική εταιρεία Ίκαρος). Το αεροδρόμιο δηλώνει την δυναμική της πόλης στο νέο οικονομικό περιβάλλον του Μεσοπολέμου αφού πλέον ανήκει στις πόλεις με αεροπορική σύνδεση και τόσο οι ντόπιοι όσο και οι ξένοι οικονομικοί παράγοντες μπορούν εύκολα να επισκέπτονται την πόλη (η κατάσταση του τότε οδικού δικτύου καθιστούσε τις ατομικές μετακινήσεις δύσκολες για πολιτικούς και πνευματικούς παράγοντες που ήθελαν να έχουν πρόσβαση στην Αθήνα).
Επίσης στην ίδια κατεύθυνση της βελτίωσης της εικόνας της πόλης αποτελεί η δωρεά των Αδελφών Παπαστράτου (στο μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης) στην πόλη των «Παπαστρατείων Εκπαιδευτηρίων» με στόχο την κάλυψη των αναγκών της πόλης σε σχολεία και τη βελτίωση της σχολικής στέγης. Πρόκειται για μεγάλα πετρόχτιστα και ευρύχωρα σχολικά κτήρια, με μεγάλο προαύλιο, ακριβώς δίπλα στο κτήμα Παπαστράτου, που δεν δόθηκε για εγκατάσταση στους πρόσφυγες. Τα εκπαιδευτήρια εγκαινιάζονται το 1932 από τον Υπουργό Παιδείας Γ. Παπανδρέου, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του παρακείμενου κτήματος από το 1934 έως το1937 διαμορφώνεται ως πάρκο, χώρος που θα δώσει στο Αγρίνιο άλλο χρώμα (αργότερα θ’ ακολουθήσει η Βιβλιοθήκη 1961 και το Μουσείο 1969).
Το Αγρίνιο δεν αποτελεί πλέον μια επαρχιακή πόλη, αλλά την πιο δραστήρια, οικονομικά, πολιτεία στη δυτική Στερεά, έτσι το 1932 ιδρύεται στο Αγρίνιο με Προεδρικό Διάταγμα (ΦΕΚ 430/32 Τευχ. Α') το Περιφερειακό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αγρινίου κάτι που απηχεί την εμπορική και οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Τον Μάιο του 1934 ιδρύεται το Πρωτοδικείο Αγρινίου μετά από τριβές, συλλαλητήρια, αλλά και αντιδράσεις από το Μεσολόγγι, η δικαστική «διχοτόμηση» συντελέστηκε με μεγάλες πιέσεις και θα εγκαινιαστεί το 1935. Το 1930 ιδρύεται και ο αγροτικός συνεταιρισμός «Ένωση Αγρίνιου».
Αυτά ήταν τα πιο σημαντικά βήματα προόδου και ανάπτυξης που εξέλιξαν το περιβάλλον της πόλης και το κατέστησαν ελκυστικό στους κατοίκους της. Οι πολίτες είδαν να βελτιώνεται, αισθητά, η καθημερινότητα τους, παρότι την ταράζουν έντονες εργατικές κινητοποιήσεις. Οι εργατικές διεκδικήσεις με πρωταγωνιστές τους καπνεργάτες αποτελούν δηλαδή την άλλη όψη της καθημερινότητας, ένα αγώνα με πολιτικά χαρακτηριστικά, που η ηγεσία των καπνεργατών προωθεί δυναμικά, όμως είναι αμφίβολο αν τον συμμερίζονταν πραγματικά τα λαϊκότερα στρώματα της πόλης, δηλαδή οι απλοί πολίτες πέραν των ελεγχόμενων από την αριστερά σωματείων.
Μια ένδειξη για την κατεύθυνση των λαϊκών ενδιαφερόντων αποτελεί η πρωτοβουλία του δήμου για την ανάδειξη του παρελθόντος και της ιστορίας της. Το 1927 με χρηματοδότηση του δήμου (Παναγόπουλος) αλλά και με χρήματα των Αδελφών Παπαστράτου ξεκινούν ανασκαφές από τον αρχαιολόγο Ιω. Μηλιάδη (Ο Μηλιάδης κάνει ανασκαφές στην περιοχή από το 1920) για τον εντοπισμό του αρχαίου Αγρινίου όπου έφεραν σε φως ευρήματα στο Ζαπάντι, μια κοντινή θέση. Η χρηματοδότηση των ανασκαφών αποκαλύπτει ότι υπάρχει διάχυτο στην πόλη ένα κλίμα αναζήτησης στοιχείων για την ιστορία της, ενώ η ανακάλυψη αρχαιολογικών ευρημάτων θα την καθιστούσε πανελληνίως γνωστή πέρα από τα καπνά και τον καπνεργατικό κόσμο.
Η αναφορά στην καθημερινότητα της πόλης παρουσιάζει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον γιατί σ’ αυτή συνυπάρχουν και οι δύο όψεις της, από τη μια(των αποστασιοποιημένων) της ήσυχης και ανέμελης ζωής και από την άλλη των εργατών που διεκδικούν. Αυτές θα τις εξετάσουμε ξεχωριστά.
1.2 Η εικόνα της λαϊκής (αστικής) καθημερινότητας
Το Αγρίνιο, ήδη από τις αρχές του 20ου αι, ακολουθεί ως μονόδρομο τη δική του πορεία. Οι πολίτες ζουν τους ρυθμούς του μεσοπολέμου σε γειτονιές και συνοικίες που συνεχώς αλλάζουν, γιατί η ίδια η πόλη αλλάζει και μεγαλώνει. Χτίζουν μόνιμες κατοικίες σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής και η οικιστική εικόνα της πόλης ανανεώνεται (ακόμη και σήμερα σώζονται τα “αρχοντικά”). Η πόλη αποκτά μια καινούργια αισθητική με γούστο. Όμορφα, πετρόχτιστα, διώροφα και ευρύχωρα κτήρια, με εξώστες, λουλούδια και αυλές γεμίζουν τις κεντρικές αλλά και τις περιφερειακές οδούς στις νέες συνοικίες. Τα αρχοντικά ανήκουν στους ευκατάστατους αστούς, γιατρούς, δικηγόρους, καπνεμπόρους, εισοδηματίες. Όμως ακόμη και στις λαϊκές συνοικίες τα σπίτια χτίζονται με παρόμοια αισθητική, παρότι είναι πιο λιτά και μικρά, είναι καλαίσθητα και φροντισμένα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει μετά το 1930 και στον Συνοικισμό του Αγίου Κωνσταντίνου που η ζωή των προσφύγων βρίσκει σταδιακά την κανονικότητα. Τα κτηριακά κατάλοιπα αυτής της εποχής αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες για την οικονομική κατάσταση της πόλης και την αισθητική των κατοίκων.
Η μετάβαση στη φάση της αστικοποίησης επιδρά άμεσα στους κατοίκους (ντόπιους και πρόσφυγες) που συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία. Αυτή, δυναμικά αυξανόμενη, τους παρέχει ευκαιρίες στην απασχόληση και οι «μικροαστοί», με την εργασία τους, καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια «νέα» ζωή. Ο παραγόμενος πλούτος έχει αντανάκλαση στις καταναλωτικές συνήθειες και στις επιλογές τους ώστε να έχουν μια «ποιοτική» καθημερινότητα. Η πόλη αποκτά σταδιακά την κοινωνική της διαστρωμάτωση είτε με βάση τα εισοδήματα, είτε την μόρφωση, είτε το είδος της εργασίας, αλλά ο φόβος για τη διασφάλιση αυτών των εισοδημάτων και η επιθυμία για τη βελτίωση των συνθηκών, στους χώρους που αποκτιούνται κάποια εισοδήματα, επηρεάζει την καθημερινότητα των ανθρώπων. Έτσι ερμηνεύεται γιατί στην πόλη η καθημερινότητα παρουσιάζει δύο αντιθετικές εικόνες, η μία αφορά τις δυναμικές εργατικές διεκδικήσεις και τις συγκρούσεις στους δρόμους, ενώ η άλλη περιέχει στοιχεία μιας ήρεμης και απολαυστικής καθημερινότητας που θα την παρουσιάσουμε.
Το βιοτικό επίπεδο στην πόλη ορίζεται από το εισόδημα συνεπώς εξαρτάται άμεσα από το εισόδημα της εργασίας του καθενός. Εάν εξαιρέσουμε τους υπαλλήλους(κρατικούς υπαλλήλους, δασκάλους, αστυνομικούς) και τους ευκατάστατους αστούς (τους καπνεμπόρους, τους κτηματίες, γιατρούς, δικηγόρους), οι περισσότεροι κάτοικοι ζουν από εισοδήματα (εργασίες) που αποκτιούνται μέσα στην πόλη. Πρόκειται για τεχνίτες, κατασκευαστές, μεταφορείς, οικοδόμους, επαγγελματίες (ξυλουργούς, επιπλοποιούς, υποδηματοποιούς, ράφτες), ιδιοκτήτες καταστημάτων, μικροέμπορους (κρεοπώλες, ιχθυοπώλες, παντοπώλες), αγρότες με καλλιέργειες στις παρυφές της, όμως οι περισσότεροι (το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού της πόλης) είναι καπνεργάτες. Από τους είκοσι χιλιάδες κατοίκους το 1925, οι 2.500 απασχολούνται με την καπνεργασία, στην οποία έχουν ενταχτεί και οι νεοαφιχθέντες πρόσφυγες. Αυτοί είναι η κρίσιμη και δυναμική εργατική μάζα που πολιτικοποιείται και καθοδηγείται πολιτικά από την αριστερά. Τα επίσημα στοιχεία της απογραφής του 1920 η πόλη έχει 11.267 και 11. 892 μαζί με το Ζαπάντι και τη Βελάουστα, ενώ το 1922-1924 μαζί με την αύξηση, από τους νεοαφιχθέντες από τα ορεινά και την Ήπειρο και τους 2.500 πρόσφυγες, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν γυναικόπαιδα, αυξάνεται το εργατικό δυναμικό αφού στην καπνεργασία απασχολούνται και γυναίκες, κυρίως πρόσφυγες.
Η κοινωνική και οικονομική διαφοροποίηση δεν έχει βαθιές ρίζες γιατί προέκυψε σε σύντομο διάστημα λόγω της ανάπτυξης της πόλης, γι’ αυτό και δεν διχάζει βαθιά τους πολίτες και την κοινωνία στο Αγρίνιο. Αντίθετα η αβεβαιότητα και η ανάγκη διασφάλισης των εισοδημάτων, ειδικά στον τομέα των καπνεργατών, εκφράζεται δυναμικά στην καθημερινότητα της πόλης. Έτσι, παράλληλα με τα συλλαλητήρια και τις συγκρούσεις των δρόμων μεταξύ καπνεργατών και αστυνομίας συναντάμε την ειρηνική ζωή και τις απολαύσεις, που αποτελεί ένα ορατό αποτέλεσμα ευπορισμού. Η συνήθης καθημερινότητα εκφράζεται με χοροεσπερίδες, θεατρικές παραστάσεις, διαλέξεις, μουσικο – χορευτικά προγράμματα διασκέδασης στις ταβέρνες και στα καφωδεία, γεύματα συλλογικοτήτων σε εξοχικά κέντρα, επισκέψεις ηθοποιών και θιάσων από την Αθήνα, προβολή κινηματογραφικών ταινιών. Εάν εστιάσουμε σ’ αυτή την εικόνα της καθημερινότητας και την αναλύσουμε θα διαπιστώσουμε ότι οι «αστικές» συνήθειες μιας ήσυχης ζωής δεν αποτελούσαν το προνόμιο κάποιων, ελαχίστων, ευκατάστατων πολιτών.
Μελετώντας τους χώρους αλλά και το περιεχόμενο των δράσεων, που εξελίσσονται στην πόλη, διαπιστώνουμε ότι αυτή διαθέτει μια ποικιλία επιλογών οι οποίες καλύπτουν τις απαιτήσεις όλων των κοινωνικών στρωμάτων του Μεσοπολέμου. Η πόλη διαθέτει την δική της «τοπική φωνή», δηλαδή εφημερίδες επηρεασμένες από το γενικότερο κλίμα της πολιτικής (βενιζελικών – αντιβενιζελικών), οι οποίες όμως, εκτός από την ειδησεογραφία, αποτυπώνουν την αυθεντική εικόνα της πόλης, όσον αφορά τα πρόσωπα και τα τοπικά ζητήματα. Ο τύπος του μεσοπολέμου μαζί τα πρακτικά του Δήμου και τα οικιστικά κατάλοιπα αποτελούν πολύτιμες πηγές για την εικόνα της πόλης.
Οι εφημερίδες που εκδίδονται και βρίσκονται για μικρό ή μεγάλο διάστημα σε κυκλοφορία αυτή την περίοδο είναι: το «Αγρίνιο» του Παναγιώτη Ζωγράφου που εκδίδεται από το1894 μέχρι το 1937, επίσης από το 1919 βρίσκεται σε κυκλοφορία και συνεχίζει μέχρι το 1933 η «Μεταβολή», φιλοβενιζελική εφημερίδα του Κλεομένη Τσάτσου, ενώ το 1926 εκδίδεται το «Θάρρος» από τον Μιλτιάδη Τζάνη, και το 1927 το «Φως» (του Γ.Κουτσονίκα – Δ. Καραγιάννη) που επανεκδίδεται το 1927 από τον Μιλτιάδη Τζάνη και θα συνεχίσει μέχρι το 1934, μάλιστα το 1929 εκδίδεται η φιλοβενιζελική «Τριχωνίς» του Βασιλείου Κρίντα (Εκδίδεται από το 1929 έως το 1934) με αρχισυντάκτη τον Π. Βλασόπουλο η οποία διαθέτει πλούσια ειδησεογραφία, μαχητική αρθρογραφία και αξιόλογη λογοτεχνική ύλη (από την οποία έχει διασωθεί το αρχείο από την κα Φρόσω Βλασοπούλου –Κιτσάκη, Παπατρέχας, 1991), αυτή κλείνει λόγω του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 1935 (ο Κρίντας ήταν βενιζελικός). Όταν λοιπόν το 1935 σταματά η «Τριχωνίς», ο Βλασόπουλος εκδίδει τη «Νέα Εποχή» όπου τηρεί μετριοπαθή στάση, ενώ συντηρεί όλα τα ποιοτικά στοιχεία από την προηγούμενη εφημερίδα. Μετά τη δικτατορία του Μεταξά και την επιβολή λογοκρισίας, το 1937 εκδίδεται η «Φωνή της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας» από τον Γ. Παπαντωνίου και αργότερα τον Ιούνιο του 1940 η εφημερίδα «Δυτική Ελλάς» από τον Γ. Παπαντωνίου και Γ. Γιάγκα.
Η ύλη των εφημερίδων δεν εξαντλείται σε τοπικά ζητήματα και σε ειδήσεις από την ελληνική και ξένη ειδησεογραφία, αλλά εκτείνεται σε μια ευρύτερη θεματολογία. Αξιοσημείωτο είναι ότι στον τύπο βρίσκουμε ποιήματα, διηγήματα και συνεργασίες με επωνύμους της εποχής. Έτσι στο «Φως» δημοσιεύονται σημαντικές τοπικές ειδήσεις όπως το σχέδιο του αεροδρομίου το 1930 (επί υπουργού αεροπορίας κ. Ζάννα), ενώ στην πρωτοχρονιάτικη έκδοση του 1932 αναφέρονται οι συνεργασίες με τον Γ. Καφαντάρη, τον Μ. Μαλακάση, τον Σ. Σκίπη, τον Γ. Αθάνα, τον Ρήγα Γκόλφη, τον Κ. Δημάδη, αλλά και τον αρχαιολόγο Ι. Μηλιάδη! Στην ίδια εφημερίδα υπήρχε στήλη με τίτλο «Η Μοντέρνα Γυναίκα» που αναφερόταν στο γυναικείο στυλ ομορφιάς, το ντύσιμο και την συμπεριφορά των γυναικών αλλά και προτάσεις για την διασκέδαση, ενώ στη στήλη «Διανοούμενες Γυναίκες» παρουσιάζονται γυναίκες συγγραφείς, μάλιστα γίνεται λόγος για τη μόδα, διαφημίζονται μοδίστρες για γυναίκες, κομμωτήρια και φιλοξενούνται(στο τύπο) λογοτεχνικές προσπάθειες γυναικών αλλά και άρθρα για την ψήφο των γυναικών.
Παρακολουθώντας την ειδησιογραφία των εφημερίδων, τα άρθρα και τις ανακοινώσεις διαπιστώνουμε μια δραστήρια πνευματική ζωή με πλούσιες πολιτιστικές δράσεις που θα τις ζήλευαν ακόμη και οι σύγχρονες πόλεις.
Οι κάτοικοι δίνουν μεγάλη σημασία στην μορφωτική, πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα της πόλης, η οποία τροφοδοτείται από την ύπαρξη πολλών συλλογικοτήτων αλλά και την προσπάθεια απλών δημιουργών όπως συγγραφέων, ποιητών και καλλιτεχνών (μουσικών, ηθοποιών, ζωγράφων), παρότι αποτελούν μια μικρή ομάδα προτιμούν να προσφέρουν.
Η εκπαίδευση στην πόλη μετά την χειρονομία των Αδελφών Παπαστράτου να προσφέρουν τα νέα σύγχρονα Εκπαιδευτήρια (1932), δίπλα από το Πάρκο όπου κι αυτό ανοίγει το 1934, κάνει το Αγρίνιο να διαθέτει συνολικά πέντε Δημοτικά Σχολεία και δύο Γυμνάσια, μάλιστα θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο «Παναιτωλικός», έχει τις Νυκτερινές Σχολές οι οποίες περιελάμβαναν Δημοτικό σχολείο(εξατάξιο). Ο Σύλλογος χορηγούσε δωρεάν τα βιβλία, ενώ με δίδακτρα εκατό δραχμών, από το 1932, παρέχονται τα μαθήματα Γαλλικών για αγόρια και κορίτσια σε διαβαθμισμένα τμήματα ανάλογα με το επίπεδο γνώσης της γλώσσας (αρχάριων, προχωρημένων και πολύ προχωρημένοι).
Επίσης, στην πόλη λειτουργούν φροντιστήρια «Μαθηματικών» και «Λογιστικής» (1930 «Φως»), ενώ διαφημίζονταν ιδιωτικά σχολεία από την Πάτρα (Γυμνάσιο Κανελλοπούλου) και την Αθήνα, κάτι που φανερώνει ότι αναζητούσαν μια πελατεία που υπήρχε στο Αγρίνιο (ευκατάστατοι), πληροφορούμαστε δε ότι γινόντουσαν ιδιωτικά μαθήματα ξένων γλωσσών. Σ’ αυτό το περιβάλλον αναπτύσσει τη δράση του ο Μουσικός Σύλλογος «Ορφέας» που ιδρύθηκε τέλος του 19ου αι και ανήκε στον παλαιό Γυμναστικό Σύλλογο «Ηρακλής», ο οποίος δίνει αξιοζήλευτες μουσικές παραστάσεις ενώ με τη Φιλαρμονική του καλύπτει τις εθνικές εορτές. Το 1932 ιδρύεται στην πόλη παράρτημα του Ωδείου Αθηνών (όπου διδάσκεται οργανική, φωνητική και θεωρητική μουσική) και η συνδρομή των συμμετεχόντων ήταν 100 δραχμές τον μήνα.
Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η πληθώρα των Συλλόγων στους οποίους εμπλέκονται ως μέλη εκατοντάδες πολίτες. Το είδος των Συλλόγων και το κοινό που απευθύνονται έχει σημασία.
Υπάρχουν Σύλλογοι που απευθύνονται σε μικρές επαγγελματικές ομάδες, όπως ήταν ο «Δικηγορικός Σύλλογος» ή ο Ιατρικός Σύλλογος («Ιατρικός Σύλλογος Τριχωνίδος») που κάλυπταν μικρές επαγγελματικές ομάδες, δηλαδή ελίτ, μορφωμένων και καλλιεργημένων της πόλης.
Ιδιαίτερη δυναμική έχουν οι Σύλλογοι που εκφράζουν το φίλαθλο πνεύμα της πόλης όπως ο «Ορειβατικός Σύνδεσμος» που ακολουθεί το πνεύμα της εποχής («Οδοιπορικός Σύνδεσμος», Αθήνα) και διοργανώνει περισσότερο αναβάσεις και αναρριχήσεις μικρών φυσιολατρικών ομάδων (όπως π.χ. καταγράφει το «Φως» την ανάβαση στο Βλοχό το 1933 από ομάδα που μεταφέρθηκε με αυτοκίνητο στους πρόποδες και συνέχισε στην κορυφή όπου έγινε αναρρίχηση), ο «Ηρακλής» παλαιός αθλητικός Σύλλογος από το 1896 και ο αθλητικός Σύλλογος «Αστήρ». Ανάμεσα σ’ αυτούς ιδιαίτερη αποδοχή και απήχηση έχει ο «Παναιτωλικός Γυμναστικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος» ιδιαίτερα στις πιο λαϊκές μάζες αν λάβουμε υπόψη πράξεις όπως αυτές που καταγράφει στις 10/06/1928 η εφημερίδα «Φως»:
“Ένας φτωχός και βιοπαλαιστής εργολάβος δημοσίων έργων, αλλά ψυχή κλείουσα ευγενέστερα ιδεώδη, εδωρίσατο την παρελθούσα εβδομάδα εις τον Γυμναστικόν Σύλλογον 80.000 δραχμές. Ο κύριος Ανδρέας Ζωγράφος, ο νέος Αβέρωφ του Αγρινίου, θα επισύρει εσαεί την ευγνωμοσύνη της πόλεως Αγρινίου…»
Οι ιδρυτές του φροντίζουν ώστε οι δραστηριότητες να έχουν απήχηση, τόσο οι νυκτερινές σχολές και η παιδονομία ή τα ξενόγλωσσα τμήματα, ενώ μετά το 1930 μπαίνει σε πιο δυναμική φάση, όταν δημιουργεί την ποδοσφαιρική ομάδα αλλά και το γήπεδο του. Μέχρι τότε διέθετε κυρίως τμήματα πετοσφαίρισης, καλαθοσφαίρισης, σκοποβολής και τμήματα των αθλημάτων του κλασσικού αθλητισμού(ακοντισμός, σφαιροβολία, αλμάτων μήκους, αγώνες δρόμου). Είναι η εποχή που ο αθλητισμός μαγνητίζει γιατί αποτελεί σημαντικό ιδεώδες και μια ευκαιρία διάκρισης για την πόλη πανελλαδικά όσο και για τους νεαρούς αθλητές που συμμετέχουν στα τμήματά του (ή έστω στο ποδόσφαιρο).
Στην πόλη υπάρχουν όμως και εκείνοι οι Σύλλογοι που εκφράζουν τομείς μιας καθημερινής παραγωγικής δραστηριότητας, όπως ο « Εμπορικός Σύλλογος», οι Σύλλογοι των «Οπωροπωλών», των «Κρεοπωλών», των «Κουρέων», των «Υποδηματοποιών», αλλά και ο «Καπνεμπορικός Σύλλογος», οι οποίοι καλύπτουν το σύνολο του εμπορικού κόσμου με εκατοντάδες υπαλλήλους. Επίσης σημαντική παρουσία έχει ο «Σύλλογος Δημοσίων Υπαλλήλων» που πάντα εξέφραζε ένα μεγάλο κοινό, αν λάβουμε υπόψη τους αριθμούς τους, ο οποίος διοργανώνει διαλέξεις και χορούς, ενώ αναφέρεται η ύπαρξη και συλλόγου δασκάλων με την ονομασία «Διδασκαλικός Σύλλογος».
Εξίσου σημαντικό είναι ν’ αναφέρουμε την ύπαρξη θρησκευτικών και φιλανθρωπικών συλλογικοτήτων που δρούσαν αυτή την εποχή μέσα στην πόλη, όπως η «Χριστιανική Ένωση» (που επιβιώνει μέχρι σήμερα) με ομιλίες, ενημερώσεις και φιλανθρωπικές δράσεις, ο Σύλλογος των «Απόρων Πολυτέκνων», αλλά και η «Φιλόπτωχος Χριστιανική Αδελφότητα Κυριών» με πρωταγωνιστές και μέλη γυναίκες. Τη δράση του συνεχίζει ένας σύλλογος που ήδη τον έχουμε συναντήσει από το τέλος του 19ου αι, πρόκειται για τον σύλλογο γυναικών «Εργάνη Αθηνά», ο οποίος δίνει μια φεμινιστική χροιά στην παραδοσιακή αγρινιώτικη κοινωνία, διοργανώνοντας διαλέξεις σε δημόσιους χώρους, όπως ήταν το κηποθέατρο «Θέσπις», όπου καλεί την Βεατρίκη Παπαχρήστου(Αριστούχο του Ωδείου Αθηνών), να μιλήσει για τον ποιητή Μαβίλη και η απήχηση της εκδήλωσης στην πόλη είναι μεγάλη.
Τέλος υπάρχουν Σύλλογοι που καλύπτουν ευπαθείς ομάδες όπως ήταν ο «Σύλλογος Αναπήρων» σε μια εποχή όπου η χώρα βγήκε από διαδοχικούς πολέμους με οικονομικά προβλήματα και σίγουρα αρκετούς αναπήρους, ενώ διαφορετικής κατηγορίας είναι ο «Σύλλογος Ευρυτάνων» που συσπειρώνει όσους κατάγονται από την Ευρυτανία. Σίγουρα ανάλογοι σύλλογοι θα υπήρχαν κι άλλοι αφού υπήρχε πλήθος ανθρώπων που συνέρρεαν στην πόλη για εργασία και, όπως ήταν φυσικό, ήθελαν να έχουν ένα κοινό σημείο αναφοράς, να συναντιούνται.
Οι πολίτες διασκεδάζουν σε μέρη που ανταποκρίνονται στις επιλογές τους, εκεί υλοποιούν τις δραστηριότητες τους και οι Σύλλογοι. Πρόκειται για συγκεκριμένα μέρη, όπου φιλοξενούν εκδηλώσεις και τους συναντάμε συχνά, ακόμη και κατά την προβολή κινηματογραφικών ταινιών όπως π.χ. από τον τοπικό περιφερόμενο κινηματογράφο «Πάνθεον» του Γιώργου Αμπέση, ο οποίος προβάλλει στο κοινό της πόλεως τις μεγάλες ταινίες της εποχής. Τέτοιοι χώροι είναι ο «Θέσπις», ένα κινηματοθέατρο, με βουβό κινηματογράφο μέχρι το 1930, που βρισκόταν κοντά στην νυν κεντρική πλατεία και ανήκε στον Μάνθο Καζαντζή. Ο χώρος ήταν αρκετά επιμελημένος, είχε θεωρεία και χρησιμοποιήθηκε για θεατρικές παραστάσεις αθηναϊκών θιάσων, διαλέξεις, μουσικές εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις συλλόγων, ενώ διατηρούσε και θερινό χώρο. Η «μάντρα» του «Κρίππα» ήταν ένας χώρος κοντά στην σημερινή πλατεία Φλέμιγκ (Σταΐκου και Μπουκογιάννη) με σκηνικά του Ανδρέα Γεωργιάδη (ντόπιου ζωγράφου). Εκεί γινόντουσαν θεατρικές και μουσικές εκδηλώσεις, παραστάσεις Καραγκιόζη, αγαπημένου θεάματος του Μεσοπολέμου, αλλά και διάφορες άλλες συναντήσεις, αφού στις 6 Μαΐου 1936, εκεί καλεί για συγκέντρωση τους απεργούς καπνεργάτες το σωματείο των καπνεργατών(έχει κηρύξει 48ωρη απεργία). Ανάλογος χώρος ήταν και η μνημονευόμενη «ταράτσα του Τσιτσιμελή», ενώ κάτι ενδιάμεσο αποτελούσε η «Αίγλη» που άλλοτε εμφανίζεται ως θερινό σινεμά (το «Πάνθεον» κάνει προβολές) και άλλοτε ως εξοχικό κέντρο με νεαρές όμορφες κοπέλες που δεν ξέρουμε την εργασία τους, αφού εκεί γίνονται και εκδηλώσεις συλλόγων για φιλανθρωπικό σκοπό (Σύλλογος απόρων Πολυτέκνων) ή συναυλίες της βυζαντινής χορωδίας. Τέλος στο τύπο αναφέρονται και άλλα στέκια όπως το «Παλλάδιον»(στέκι των ευκατάστατων), η «Χαραυγή» και η «Πεταλούδα» με ζωντανή μουσική αλλά και με μουσική γραμμοφώνου.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει όμως να δούμε τα μέρη της καθημερινής εξόδου. Αυτά που φιλοξενούσαν την μεγάλη μάζα των κατοίκων είτε για μια απλή έξοδο και συνάντηση με την παρέα, είτε ως καθημερινό στέκι που κάποιος εκτός από καφέ, μπορούσε να πάρει ποτό ή φαγητό αλλά και να διασκεδάσει. Υπήρχε λοιπόν μια ποικιλία με κυρίαρχα τα καφενεία όπως π.χ. «το καφενείο Παρθένη», «το καφενείο Στεροδήμα», «το καφενείο Αυδή και πρώην Μακρή», και όπως ήταν φυσικό τα παραδοσιακά καφενεία συνυπάρχουν παρέα με τα δυτικότροπα «καφωδεία», που αυτά σερβίρουν καφέ, ποτό αλλά και διαθέτουν ζωντανή μουσική. Το είδος της μουσικής προσδιορίζει και το ύφος τους γιατί δεν είναι όλα ίδια, άλλα είναι «καφέ Αμάν» και άλλα «καφέ Σαντάν». Τα «καφέ Αμάν» ήταν μουσικά καφενεία με λαϊκή και δημοτική μουσική όπου παίζονταν και αμανέδες, ενώ στα «καφέ Σαντάν» η μουσική ήταν ευρωπαϊκή με τραγουδίστριες (σαντέζες) που πολλές φορές ήταν ξένες.
Μια εντυπωσιακή μαρτυρία για αυτά τα δύο είδη στο Αγρίνιο είναι του μουσικού Αριστείδη Μόσχου (Συνεντεύξεις Παπαδάκης Γ., 1983), ο οποίος μεγαλώνει στην τελευταία δεκαετία του μεσοπολέμου στο Αγρίνιο:
"Το Αγρίνιο κατά το μεσοπόλεμο ήταν μια ακμάζουσα πολιτεία. Ήτανε οι αντιπροσωπείες ξένων εταιρειών καπνών…ο πατέρας μου … Είχε δυο κέντρα. Ένα καφέ-αμάν κι ένα καφέ-σαντάν. Στο πρώτο παίζανε Πολίτες, Σμυρνιοί, Αρμένηδες. Στο άλλο υπήρχε ευρωπαϊκή ορχήστρα της εποχής εκείνης. Ο πατέρας μου ήταν ένα κλαρίνο διακεκριμένο αλλά και πολυσύνθετο. Δεν περιοριζόταν να παίζει μόνο τσάμικα και τέτοια. `Επαιζε ρουμάνικα, ουγγαρέζικα, μαρς αμερικέν, βαλς, κύματα του Δουνάβεως... όλα τα είδη. `Ερχονταν στο μαγαζί να τον ακούσουν όλα τα μεγάλα ονόματα του Αγρινίου. Ζήτημα να έπαιζε ένα τέταρτο τη βραδιά. Ανέβαινε πάνω λιγάκι για να μη χάσει τους πελάτες. Και πέφταν χιλιάρικα… Ο αδερφός μου ο μεγάλος, που έπαιζε και βιολί, είχε πάει τρεις-τέσσερις φορές στην Ευρώπη και έφερνε γυναίκες από το Φολί-Μπερζέ, το Μουλέν Ρουζ, το Καζινό ντε Παρί. Είχαμε πολλούς Γάλλους τότε εκεί κι έφερνε τις "σαντέζες" που λέγαμε, τις γαλλίδες τραγουδίστριες. Από την άλλη, στο καφέ-αμάν έρχονταν συγκροτήματα από την Αθήνα. Ο Σαλονικιός, ο Ογδόντας, η Ρίτα Αμπατζή, Μαρίκα Πολίτισσα, Εσκενάζη, Ρούκουνας, Μήτσος Αραπάκης, Καλλέργης…»
Παρέα μ’ αυτά τα στέκια ανθούσαν και οι ταβέρνες οι οποίες προσφέρονταν για φαγητό αλλά και διασκέδαση. Τέτοια ήταν η περιβόητη «ταβέρνα του Σπανού» κοντά στην κεντρική πλατεία (σήμερα στην οδό Διαλέτη) που αποτελούσε ιδιαίτερο χώρο, με πρωταγωνιστές την παρέα της «γκρίνιας». Υπήρξε εμβληματικό στέκι μουσικών, διανοούμενων, απλών ανθρώπων αλλά και καπνεμπόρων, επίσης η «ταβέρνα Μποέμ» όπου και εδώ συναντάται ξανά η προαναφερόμενη παρέα της «γκρίνιας», ενώ καταγράφονται και άλλες εξίσου γνωστές όπως «το μεράκι του Νίκα», «η ταβέρνα του Ντιντή» που έχει ζωντανή μουσική, κυρίως κιθάρα, αλλά ουζοπωλεία όπως το «Τις πταίει», «Γιαννάκη» και «Ντορέ».
Μια άλλη έκφραση της μεσοπολεμικής αστικής ζωής αφορά την παρουσία των πορνείων μέσα στον αστικό ιστό των πόλεων του μεσοπολέμου, αυτά ήταν τα λεγόμενα «σπίτια» που δεν έλειψαν από το Αγρίνιο, ευρισκόμενα μέσα στην πόλη, κοντά στο κέντρο της εμπορικής δραστηριότητας.
Συμπέρασμα
Το Αγρίνιο του Μεσοπολέμου είναι μια δραστήρια και γνωστή πολιτεία, η οποία μέσα από το καπνεμπόριο, την βελτίωση της εσωτερικής της οργάνωσης (των συγκοινωνιών και των υποδομών της), τις εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητες, την αύξηση του πληθυσμού, γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη και σταδιακά οδηγήθηκε στον αστικό μετασχηματισμό της. Αυτό προκύπτει από την μελέτη της μεσοπολεμικής κοινωνίας του Αγρινίου, όπως αυτή εκφράζεται στην πολιτική και κοινωνική ζωή, στις ασχολίες των κατοίκων, στις συνήθειες τους, τις συλλογικές δραστηριότητες, τα πνευματικά και μορφωτικά τους ενδιαφέροντα.
Βιβλιογραφία
Αγγέλη, Μ.(2007).Ο κόσμος της εργασίας: γυναίκες και άνδρες στην παραγωγή και επεξεργασία του καπνού: Αγρίνιο 19ος -20ος αι. Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας.
Αλεξίου Θ. (1994). «Οι κοινωνικές αιτίες της καπνεργατικής διαμαρτυρίας στο Μεσοπόλεμο», Τα Ιστορικά, τόμος 11ος,τεύχος 21, Αθήνα.
Γκιζελή, Βίκα Δ. (1984). Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα 1920-1930.Αθήνα:Επικαιρότητα.
Μαυρογορδάτος, Γ.(1988).Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη: Οι Επαγγελματικές Οργανώσεις στην Ελλάδα, Αθήνα: εκδ. Οδυσσέας.
Μαυρογορδάτος,Γ.(1992). Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Μανικάρου, Μ. – Σπυρέλη, Χ. (2009). Αγρίνιο: Δήμαρχοι και Δημαρχίες 1833-2007Πάτρα:εκδόσεις Το Δόντι.
Μπάδα, Κ. (2003) (Επιμέλεια). Η μνήμη του επαρχιακού αστικού τόπου και τοπίου:Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του '60, Πρακτικά Ημερίδας (23 Σεπτεμβρίου 2001), Αθήνα: Μεταίχμιο-Δήμος Αγρινίου.
Πατρώνης, Β. (2015). Η περίοδος της Ανόρθωσης και του Μεσοπολέμου, 1909-1940:Ο αγροτικός τομέας [Κεφάλαιο]. Στο Πατρώνης, Β. 2015. Ελληνική οικονομική ιστορία [Προπτυχιακό εγχειρίδιο]. Αθήνα : Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊ ximeronews
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
"Ανοιχτός" ο Ολυμπιακός στη παραχώρηση του Ελ Αραμπί
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΞΕ…ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ Μας το ζητήσατε και το ξαναπαίζουμε!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ