Μάρκος Λεονταρίδης
Μπορεί ο φετινός χειμώνας που διανύουμε να μας γεμίζει αισιοδοξία τα πράγματα όμως από το δεύτερο δεκαήμερο του Γενάρη θα αλλάξουν καθώς σύμφωνα με τους μετεωρολόγους, η θερμοκρασία θα σημειώσει πρόσκαιρη αλλά σημαντικότατη πτώση, σε ολόκληρη τη χώρα.....
Αποτέλεσμα να πλησιάζει η ώρα που θα δούμε να φουσκώνουν οι λογαριασμοί θέρμανσης, οι θερμικές κιλοβατώρες θα αρχίσουν να αυξάνονται για να ζεστάνουν τα σπίτια και όλοι υπολογίζουν πως θα καταφέρουν να συγκρατήσουν το κόστος και τι συμφέρει το πορτοφόλι του νοικοκυριού.
Το ερώτημα τι συμφέρει ρεύμα, φυσικό αέριο ή πετρέλαιο είναι δύσκολο να απαντηθεί καθώς οι καταστάσεις είναι ευμετάβλητες με κίνδυνο να τιναχτούν οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί.
Οι ενεργειακές τιμές ανεβοκατεβαίνουν σαν ασανσέρ όπως στο φυσικό αέριο το οποίο τη μία εβδομάδα υποχωρεί κάτω από τα 100 ευρώ και την επόμενη εκτινάσσεται στα 150 ευρώ. Τη μία η κάθε θερμική κιλοβατώρα φυσικού αερίου επιδοτείται με 9 λεπτά του ευρώ και την άλλη με 1,5 λεπτό. Τα ίδια και με το πετρέλαιο θέρμανσης, σήμερα μπορεί να είναι 25 λεπτά φθηνότερο κανείς δεν γνωρίζει τι θα γίνει τις επόμενες ημέρες. Η απόφαση δύσκολη και το ρίσκο μεγάλο γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει δεδομένα.
Τα σίγουρα δεδομένα
Τα απλά ηλεκτρικά καλοριφέρ είναι και θα παραμείνουν οι ακριβότερες πηγές θέρμανσης, ασύμφορα από κάθε άποψη, προσφέρουν μόνο για λύσεις ανάγκης.
Η αλλαγή καυστήρα ώστε να χρησιμοποιηθεί πετρέλαιο αντί για φυσικό αέριο έχει πολύ μεγάλο κόστος και ακόμα μεγαλύτερο ρίσκο καθώς κανείς δεν γνωρίζει τις αυριανές τιμές της ενέργειας.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, είναι σίγουρο ότι είναι μια επένδυση που θα αποσβεστεί αλλά θα χρειαστεί χρόνος και απαιτούνται διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι.
Φθηνότερη λύση θέρμανσης έχει ξαναειπωθεί αποτελεί η αντλία θερμότητας, που χρησιμοποιεί ρεύμα αλλά είναι εξαιρετικά αποδοτική επιλογή από πλευράς κατανάλωσης ενέργειας.
Αυτή τη στιγμή πάντως και κυρίως λόγω των επιδοτήσεων, το πετρέλαιο θέρμανσης είναι πιο οικονομικό από το φυσικό αέριο, ενώ η θέρμανση με το τζάκι έχει γίνει απαγορευτική καθώς η τιμή του ξύλου έχει ανέβει αισθητά.
Ας δούμε αναλυτικά, ανά πηγή ενέργειας, πως είναι σήμερα διαμορφωμένη η κατάσταση:
Το πετρέλαιο θέρμανσης
Η μέση πανελλαδική τιμή του πετρελαίου θέρμανσης είχε διαμορφωθεί σήμερα στο 1,17 ευρώ ανά λίτρο καθώς υποστηρίζεται από δύο επιδοτήσεις: την κρατική επιδότηση, που φτάνει στα 25 λεπτά το λίτρο και όπως φαίνεται θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος της χειμερινής σεζόν. Η δεύτερη επιδότηση δίνεται από τα διυλιστήρια και ανέρχεται για ολόκληρο τον Δεκέμβριο στα 3,375 λεπτά ανά λίτρο. Αν γίνει λοιπόν αναγωγή σε θερμικές κιλοβατώρες, το κόστος διαμορφώνεται περίπου στα 10-11 λεπτά τελική τιμή.
Πλεονεκτήματα:
Επιλογή χρονικής συγκυρίας για προμήθεια ανάλογα με το ύψος της τιμής.
Δικαιούχοι του επιδόματος αν πληρούν τα εισοδηματικά και άλλα κριτήρια και μάλιστα όσοι στραφούν για πρώτη φορά στο πετρέλαιο θα δικαιούνται και διπλάσιο επίδομα. Στις περιοχές με τις δυσμενέστερες καιρικές συνθήκες, το επίδομα μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα 1.000 ευρώ.
H καύση πετρελαίου θέρμανσης θεωρείται πολύ αποδοτική μέθοδος άμεσης απόδοσης, αλλά και από τις πλέον ρυπογόνες.
Το φυσικό αέριο
Το φυσικό αέριο ήταν πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία μια αξιόπιστη λύση θέρμανσης που ενσωμάτωνε όλα τα πλεονεκτήματα του πετρελαίου (μεγάλη απόδοση) με την πολύ χαμηλότερη τιμή.
Γι’ αυτό και στράφηκαν σε αυτό περισσότερα από 700.000 νοικοκυριά, αριθμός μεγάλος αν αναλογιστεί κανείς και το γεγονός ότι οι αγωγοί δεν καλύπτουν ούτε καν το σύνολο των μεγάλων αστικών κέντρων.
Τον χειμώνα του 2021, εν μέσω πανδημίας και καραντίνας η τιμή της κιλοβατώρας του φυσικού αερίου έφτανε στα 5 λεπτά, όταν η αναλογία του πετρελαίου θέρμανσης ήταν στα 8 λεπτά. Φέτος το αέριο βρίσκεται στην περιοχή των 12-13 λεπτών, καθώς, παρά την αποκλιμάκωση της τιμής, μειώθηκε αισθητά και η επιδότηση (στο 1,5 λεπτό ανά κιλοβατώρα).
Μεγάλο μειονέκτημα λοιπόν η αστάθεια των τιμών που ανεβοκατεβαίνουν πιο γρήγορα από ασανσέρ και εξαρτάται από την επιδοματική πολιτική.
Το ηλεκτρικό ρεύμα
Και ξαφνικά ανακαλύψαμε όλοι οι καταναλωτές ότι το ηλεκτρικό ρεύμα είναι χρηματιστηριακό προϊόν και ότι η τιμή του αλλάζει καθημερινά ανάλογα με τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, την τιμή του φυσικού αερίου αλλά και τις ικανότητες παραγωγής ρεύματος από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο να είμαστε ικανοποιημένοι πληρώνοντας 16-20 λεπτά, και αυτό χάρη στις γενναίες επιδοτήσεις που προσφέρει το κράτος αξιοποιώντας και πόρους που εισπράττει από τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας.
Μάθαμε τη «ρήτρα αναπροσαρμογή», η οποία κάθε μήνα επιφύλασσε και μια δυσάρεστη έκπληξη που έληξε με τον μηνιαίος μηχανισμός επιδοτήσεων ο οποίος εξασφαλίζει ότι οι τιμές λιανικής δεν θα ξεπερνούν τα 16 λεπτά ανά κιλοβατώρα. Άρα, όσο παραμένει σε ισχύ αυτός ο μηχανισμός και θα παραμείνει τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο του 2023–, ο καταναλωτής θα γνωρίζει πάνω κάτω πόσα θα πληρώνει για το ηλεκτρικό ρεύμα.
Η τελική τιμή της κιλοβατώρας –προφανώς πολύ ακριβότερη εκ πρώτης όψεως σε σχέση με την αντίστοιχη του φυσικού αερίου ή του πετρελαίου– δεν είναι η μοναδική παράμετρος με την οποία θα πρέπει να γίνει η σύγκριση του ηλεκτρικού ρεύματος ως πηγής θέρμανσης. Καθοριστικό ρόλο παίζει η συσκευή που θα παράγει τη θέρμανση.
Το ηλεκτρικό καλοριφέρ, το αερόθερμο κ.λπ. χρειάζονται μία κιλοβατώρα ηλεκτρικής ενέργειας για να παραγάγουν μία θερμική κιλοβατώρα. Άρα, μία ώρα χρήσης μπορεί να κοστίζει 25-27 λεπτά. Αν πάλι χρησιμοποιηθεί ένα κλιματιστικό inverter, η ώρα χρήσης μπορεί να κοστίζει το ένα δεύτερο ή το ένα τρίτο, δηλαδή 8 έως 12-13 λεπτά. Και αν η θέρμανση παραχθεί από μια σύγχρονη (πλην όμως ακριβή) αντλία θερμότητας, η τιμή μπορεί να πέσει στο ένα τέταρτο, δηλαδή ακόμη και στα 6-7 λεπτά. Καμία άλλη πηγή θέρμανσης δεν ρίχνει το κόστος σε τόσο χαμηλά επίπεδα.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ηλεκτρικού ρεύματος:
Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος είναι σταθερή στα σημερινά επίπεδα των 25-27 λεπτών ανά κιλοβατώρα, εξαιτίας του μόνιμου μηχανισμού στήριξης.
Τους τελευταίους μήνες, ο ανταγωνισμός μεταξύ των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας λειτουργεί και αυτό φαίνεται στα τιμολόγια του Δεκεμβρίου με τις μεγάλες διαφοροποιήσεις αλλά και τη δυνατότητα να αλλάζουν πάροχο χωρίς επιβαρύνσεις, αναζητώντας την οικονομικότερη τιμή.
Το ηλεκτρικό ρεύμα είναι επικίνδυνο οικονομικά αν χρησιμοποιηθεί λάθος συσκευή και πολύ μεγάλο όφελος αν χρησιμοποιηθεί η σωστή.
Τα ξύλα
Τα ξύλα στα οποία πολλοί στράφηκαν τα προηγούμενα χρόνια ως μια πιο οικονομική λύση φέτος με τις τεράστιες ανατιμήσεις έχουν μετατραπεί σε ιδιαίτερα κοστοβόρα πηγή ενέργειας. Ένα κυβικό έχει φτάσει να πωλείται προς 170-180 ευρώ, ενώ ένας τόνος ξύλα (ανάλογα βέβαια και με το είδος) μπορεί να πωλείται ακόμη και πάνω από 300 ευρώ.Οι ανατιμήσεις σε σχέση με πέρυσι ξεπερνούν το 20-30% και αποτελεί από τις ακριβότερες πηγές θέρμανσης.
Καθοριστικό ρόλο και εδώ παίζει η συσκευή που χρησιμοποιείται για την καύση. Για το ανοιχτού τύπου τζάκι,υπάρχει το πρόβλημα της χαμηλής απόδοση και αύξηση του οικονομικού κόστους. Το ενεργειακό τζάκι, από την άλλη, έχει πολύ μεγαλύτερη απόδοση, που ξεπερνά το 50-60%. Το κόστος εγκατάστασης όμως είναι πολύ υψηλότερο αλλά η τιμή της κιλοβατώρας πέφτει αισθητά ακόμη και στα 12-13 λεπτά, δηλαδή στα επίπεδα του πετρελαίου θέρμανσης και του φυσικού αερίου.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Το τζάκι συνήθως καλύπτει τις ανάγκες θέρμανσης ενός μεμονωμένου χώρου. Για να αποτελέσει λύση για ολόκληρο το σπίτι, πρέπει να γίνει μεγάλη εγκατάσταση που σημαίνει κόστος. Τα τζάκια συνδέονται μέχρι και με τα καλοριφέρ, παίζοντας τον ρόλο του καυστήρα και θερμαίνοντας το νερό που κυκλοφορεί μέσω των ανάλογων σωληνώσεων.
Η αγορά ξύλων μπορεί να λάβει επίδομα θέρμανσης, αλλά μόνο σε περιοχές με συγκεκριμένο πληθυσμιακό κριτήριο και με εισοδηματικά κριτήρια.
Στα χωριά οι κάτοικοι έχουν πλεονέκτημα καθώς εξασφαλίζουν τα ξύλα της χρονιάς από το δασαρχείο χωρίς πολλά έξοδα. Αποτέλεσμα το τελικό κόστος πέφτει πολύ χαμηλότερα από τα 25 λεπτά ανά θερμική κιλοβατώρα.
aftodioikisi.
ximeronews