Ἡ ἑλληνική παιδεία τῶν ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν
"ὁ δέ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτός ἀνθρώπῳ"
Σωκράτους Ἀπολογία 38Α
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤ. ΠΟΝΗΡΟΣ Δρ Θ., Μ.Φ.
Συντονιστής Ἐκπαιδευτικοῦ Ἔργου Θεολόγων Ἀττικῆς
Δέ γνωρίζουμε, ἄν ὑπῆρξε ἤ ἄν θά ὑπάρξει κάποιος ὁ ὁποῖος θά κατηγορήσει τούς ἁγίους Τρεῖς Ἱεράρχες ὡς ... καταστροφεῖς τῆς ἑλληνικῆς παιδείας! Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐάν ποτέ ἐμφανιζόταν, δέν θά ἐδικαιοῦτο κατά κανένα τρόπο νά ὀνομάζεται ἐγγράμματος, ἀφοῦ ἀγνοεῖ βασικές ἀλήθειες τίς ὁποῖες ἡ ἐπιστήμη ἔχει ἐδῶ καί ἀρκετά χρόνια διαλευκάνει καί ἔχουν ἤδη γραφεῖ καί δημοσιευθεῖ τόμοι ὁλόκληροι γιά τό ζήτημα αὐτό. Καί φυσικά δέν θά ὀνομαζόταν κἄν Ἕλληνας ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐάν δέν ἀναθεωροῦσε ὅσα ἡ ἀγραμματοσύνη του θά τοῦ εἶχε ὑπαγορεύσει. Διότι δέν δικαιοῦται Ἕλληνας νά ἐπιμένει νά ἀγνοεῖ τήν ἱστορία του.
Ὅσον ἀφορᾶ, κατ΄ ἀρχήν, τή γλώσσα τῶν τριῶν ἁγίων μεγάλων πατέρων καί διδασκάλων ἁπλῶς καί μόνον ξεφυλλίζοντας τά ἔργα τους εἶναι ἀδύνατο νά μή θαυμάσει, νά μή μείνει κατάπληκτος, εἴτε ὁ ἁπλός ἀναγνώστης, εἴτε καί ὁ κατηρτισμένος μελετητής, τό πόσο γνώριζαν τήν ἑλληνική γλώσσα, πόσο τήν καλλιεργοῦσαν, πόσο τήν πλούτιζαν.
Θά βρισκόταν σήμερα κάποιος ὁ ὁποῖος θά τούς κατηγοροῦσε ὡς καταστροφεῖς της καί θά γνώριζε τήν ἑλληνική γλώσσα ὅπως ἐκεῖνοι ἤ ἀκόμη περισσότερο ἀπό ἐκείνους; Ἐάν ὑπάρχει, καί ἐπιμένει νά τούς κατηγορεῖ, τότε θά τόν προκαλούσαμε νά προσέλθει σέ δημόσια συνάντηση, παρουσίᾳ τηλεοπτικῶν συνεργείων, νά τοῦ δώσουμε τυχαία ἀποσπάσματα ἀπό τά ἔργα τῶν ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν καί νά μᾶς ἀναλύσει, βάσει τῶν ἐπί τῆς ἱστορίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας γνώσεών του, γιατί πιστεύει ὅτι οἱ ἅγιοι ἔφθειραν τήν ἑλληνική γλώσσα. Κι ἄν δέν τό κατορθώσει, τότε νά ζητήσει δημόσια συγγνώμη.
Ἄν ἐπίσης ὑπάρξει ποτέ κάποιος ὁ ὁποῖος θά ὑποστηρίξει, ἀκόμη καί δημόσια, ὅτι οἱ ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες κατέστρεψαν τήν ἑλληνική παιδεία, θά τοῦ θέσουμε ὑπ΄ ὄψη τό ἑξῆς περιστατικό τό ὁποῖο συνέβη μεταξύ τοῦ ἁγίου καί μεγάλου Βασιλείου, ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας καί τοῦ Λιβανίου, περίφημου ρήτορος καί διδασκάλου τοῦ Δ΄ αἰῶνος, διδασκάλου τοῦ ἰδίου τοῦ μεγάλου Βασιλείου[1]ἀλλά καί τοῦ Ἰωάννου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ τρίτου ἐκ τῶν τριῶν μεγάλων πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀναφέρει λοιπόν ὁ μέγας Βασίλειος σέ ἐπιστολή του πρός τόν ρήτορα Λιβάνιο:
«ἱδοῦ σοι καί ἕτερος ἥκει Καππαδόκης υἱός ἐμός καί αὐτός· πάντας γάρ ἡμῖν εἰσποιεῖ τό σχῆμα τοῦτο ἐν ᾧ ἐσμεν. Ὥστε κατά γε τοῦτο ἀδελφός ἄν εἴη τοῦ προλαβόντος καί τῆς αὐτῆς σπουδῆς ἄξιος ἐμοί τε καί τῷ πατρί καί σοί τῷ διδασκάλῳ, εἴπερ τι πλέον ὅλως δυνατόν ἔχειν τούς παρ΄ ἡμῶν ἐρχομένους. Τοῦτο δέ λέγω οὐχ ὡς οὐκ ἄν τῆς σῆς λογιότητος πλέον τι τοῖς παλαιοῖς τῶν ἑτέρων χαριζομένης, ἀλλ΄ ὡς ἀφθόνου πᾶσι τῆς ὠφελείας σου προκειμένης.»[2]
Ὅλα τά ἀνωτέρω φανερώνουν ὄχι μόνον τήν προθυμία τήν ὁποία εἶχαν οἱ χριστιανοί νέοι γιά νά σπουδάσουν στή σχολή τοῦ Λιβανίου, ἀκόμη καί ἄν ἦταν ἄποροι, ἀλλά καί τή μεγάλη ἐκτίμηση τήν ὁποίαν εἶχε ὁ Βασίλειος γιά τό πρόσωπο τοῦ μεγάλου διδασκάλου ὅσο καί γιά τό περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας του καί γι΄ αὐτό ἀπέστελλε χριστιανούς νά σπουδάσουν πλησίον του.
Ἡ ἀπαντητική ἐπιστολή τοῦ Λιβανίου πρός τόν ἅγιο Βασίλειο ἀποδεικνύει ὅτι πολλοί χριστιανοί νέοι, καί ὄχι ἁπλῶς μερικές ἐξαιρέσεις, ἐπιθυμοῦσαν οἰκειοθελῶς καί χωρίς νά ὑφίστανται τόν παραμικρό καταναγκασμό, νά σπουδάσουν τήν ἑλληνική φιλοσοφία, μολονότι οἱ οἰκονομικές τους δυνατότητες δέν τούς τό ἐπέτρεπαν. Ἀποδεικνύει ἐπίσης καί ὅτι ὁ Βασίλειος ἐπαινώντας τόν Λιβάνιο τούς ἔδινε τό ἔναυσμα νά θέλουν νά σπουδάσουν στή σχολή του.
Γράφει λοιπόν ὁ Λιβάνιος πρός τόν Βασίλειο:
«Οἶδα ὅτι πολλάκις τοῦτο γράψεις, τό «ἰδοῦ σοι καί ἕτερος ἥκει Καππαδόκης». Πολλούς γάρ οἶμαι, πέμψεις ἀεί μέν καί πανταχοῦ τοῖς κατ΄ ἐμοῦ χρώμενος ἐγκωμίοις, τούτῳ τε αὐτῷ καί πατέρας κινῶν καί παίδας. […] Καλῶς δέ κἀκεῖνο εἰκάζεις ὡς οὐ χρήμασι μετρεῖται τά παρ΄ ἡμῶν, ἀλλ΄ ἀρκεῖ τῷ μή δυναμένῳ δοῦναι τό βουληθῆναι λαβεῖν. […] Μηδείς οὖν πένης ὀκνείτω δεύρω βαδίζειν, εἰ ἕν ἐκεῖνο κέκτηται μόνον, τό ἐπίστασθαι πονεῖν.»[3]
Ὁ Λιβάνιος λοιπόν, ἐπειδή καταλαβαίνει πώς πολλές φορές θά τοῦ γράψει ὁ Βασίλειος νά δεχθεῖ κάποιον ἄπορο νέο, τοῦ ἀπαντᾶ προκαταβολικῶς, ὅτι θά δεχθεῖ ὅλους τούς ἀπόρους νέους, τούς ὁποίους πρόκειται νά τοῦ στείλει.
Ἡ ἐπικοινωνία καί ἡ ἀλληλοεκτίμηση μεταξύ Βασιλείου καί Λιβανίου δέν θά ἦταν δυνατό νά χαρακτηρισθεῖ ἐξαίρεση, διότι τά ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων τά χρησιμοποιοῦσαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχοντας υἱοθετήσει ἕνα γενικό κανόνα τόν ὁποῖο ἔλαβαν ἀπό τόν ἰσοκρατικό «πρός Δημόνικον» λόγο. Ὁ κανόνας αὐτός εἶναι ἡ τακτική τῶν μελισσῶν. Ὅπως οἱ μέλισσες περιφέρονται ἀπό ἄνθος σέ ἄνθος καί συλλέγουν ἀπ' τό καθένα ὅ,τι καλύτερο καί χρησιμότερο εἶναι σέ θέση αὐτό νά προσφέρει, ἔτσι πρέπει νά ἐνεργεῖ καί ὁ χριστιανός ἐρευνώντας καί μελετώντας τούς Ἕλληνες συγγραφεῖς: νά λαμβάνει ὅ,τι καλύτερο καί χρησιμότερο εἶναι αὐτοί σέ θέση νά προσφέρουν καί βεβαίως στή συνέχεια νά τό ἀξιοποιεῖ.
Τήν ἀρχή αὐτή υἱοθέτησε πρῶτος ὁ ἅγιος Βασίλειος Καισαρείας ὁ μέγας[4], στό ἀριστουργηματικό ἔργο του «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὡφελοῖντο λόγων». Ὁ τίτλος σημαίνει: «πῶς οἱ νέοι μποροῦν νά ὠφελοῦνται ἀπό τά ἑλληνικά συγγράμματα» Τό ἔργο αὐτό εἶναι στ΄ ἀλήθεια ἀριστούργημα. Ὁ μέγας πατέρας τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ κατορθώνει σέ δέκα σύντομα κεφάλαια, ἀφ΄ ἑνός μέν νά μᾶς περιγράψει τήν ὀρθή ἔμπρακτη χρήση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἔργων, ἀφ΄ ἑτέρου δέ νά μᾶς παρουσιάσει ὡς ζωντανό παράδειγμα ὀρθῆς χρήσεως τῶν ἔργων αὐτῶν τό ἴδιο τό εὐσύνοπτο αὐτό ἔργο του. Σέ καθένα κεφάλαιο τοῦ ἔργου χρησιμοποιεῖ αὐτούσιους στίχους ἀλλά καί πλῆθος ἰδέες παρμένες ἀπό τούς πρό Χριστοῦ Ἕλληνες συγγραφεῖς, δεμένες μέ τέτοιο ἀριστοτεχνικό τρόπο μέ τά δικά του ἐπιχειρήματα, ἀλλά καί μεταξύ τους, ὥστε μέχρι πρόσφατα ὁρισμένες ἀπό αὐτές δέν εἶχαν ἀνιχνευθεῖ ἀπό τούς εἰδικούς!
Ὅσον ἀφορᾶ δέ τήν ἐπιείκεια πρός ὅσους ἀκολουθοῦσαν ἀκόμη τήν εἰδωλολατρία, κι αὐτήν ἀκόμη τή δίδαξαν οἱ μέγιστοι διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες! Ἄς δοῦμε τί μᾶς διδάσκει μέχρι σήμερα γιά τό θέμα αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος Κωνσταντινουπόλεως ὁ Θεολόγος:
"Νικήσωμεν ἐπιεικείᾳ τούς τυραννήσαντας, καί μάλιστα μέν φιλανθρωπία ἔστω τό συγχωροῦν καί ἡ τῆς ἐντολῆς δύναμις, τήν ἴσην ἀντιδιδοῦσα φιλανθρωπίαν ἡμῖν, ἐν οἷς αὐτοί χρῄζομεν· ᾦ γάρ μέτρῳ μετροῦμεν, ἀντιμετρεῖσθαι γινώσκομεν· εἰ δέ καί λίαν τις πικρῶς ἔχει, ἀφῶμεν Θεῷ τούς λελυπηκότας καί τῷ ἐκεῖθεν δικαστηρίῳ· μηδέν τῆς μελλούσης ὀργῆς διά τῆς ἡμετέρας χειρός ἐλαττώσωμεν. Μή δήμευσιν ἐννοήσωμεν, μή βήμασι παραστήσωμεν, μή πατρίδος ὑπερορίσωμεν, μή μάστιξιν αἰκισώμεθα μηδέ τι τῶν ὅσα πεπόνθαμεν, ἵν΄ εἴπω συντόμως δράσωμεν."[5]
Καλεῖ λοιπόν τούς χριστιανούς ὁ ἅγιος μέγας πατήρ καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας νά μή πράξουν ὅσα ἔχουν καταδικάσει, δηλαδή νά μή ἀνταποδώσουν ὅσα τούς ἔχουν κάμει, νά νικήσουν μέ τήν ἐπιείκεια ὅσους τούς ἔχουν τυραννήσει καί νά ἀφήσουν στή διάθεση τοῦ Θεοῦ καί στό δικαστήριο ἐκείνου ὅλους ὅσους τούς λύπησαν. Τέτοιο μεγαλεῖο ψυχῆς ποιός ἄραγε εἰδωλολάτρης φανέρωσε κατά τήν περίοδο τῶν μεγάλων διωγμῶν εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἡ κρατική ἐξουσία μεταχειριζόταν τούς χριστιανούς ὡς βορά τῶν ἀγρίων θηρίων;
Κανένα μεγαλεῖο ψυχῆς δέν φανερώθηκε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, ἀφοῦ δέν εἶχε ὑπάρξει κἄν γιά τούς φιλοσόφους καί ποιητές τῆς κλασικῆς ἐποχῆς τῆς ἀρχαιότητας. Διότι οἱ φανατικοί τῆς εἰδωλολατρίας κατεδίωξαν καί ἐπιχείρησαν νά ἐξοντώσουν τούς σημαντικότερους ἐκπροσώπους τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Ἐξόντωσαν τόν Αἴσωπο ὡς δῆθεν ἱερόσυλο, ἐξόντωσαν καί τόν Σωκράτη ὡς εἰσάγοντα «καινά δαιμόνια». Εἰσήγαγαν δέ σέ δίκες καί ἐπιχείρησαν νά ἐξοντώσουν ὡς ἀθέους ἤ ὡς ἀσεβεῖς τόν Ἀναξαγόρα τόν Κλαζομένιο, τόν Διογένη τόν Ἀπολλωνιάτη, τόν Πρωταγόρα τόν Ἀβδηρίτη, τόν Αἰσχύλο τόν Ἀθηναῖο, τόν γλύπτη Φειδία τόν Αθηναῖο, τόν ποιητή Διαγόρα τόν Μήλιο, τόν Ἀριστοτέλη τόν Σταγειρίτη, τόν μαθητή του Θεόφραστο τόν Λέσβιο, τόν Ἀρίσταρχο τόν Σάμιο, δηλαδή τά μεγαλύτερα πνεύματα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι μέ δυσκολία γλίτωσαν.
Τά ἔργα τους ὅμως τά τίμησαν κατά τόν καλύτερο τρόπο οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅσο καί οἱ ἁπλοί μοναχοί. Καί πρέπει νά γίνει συνείδηση ὅλων: σήμερα ὑπάρχουν τά ἀρχαῖα ἑλληνικά ἔργα καί τά μελετοῦμε ἐπειδή οἱ μοναχοί τοῦ Βυζαντίου ἀντέγραφαν τά ἀρχαῖα χειρόγραφα σέ νέα ὥστε νά μή καταστραφοῦν.
Κι ὅσο γιά τόν τρίτο τῶν μεγίστων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, καλό θά εἶναι νά καταστεῖ καθολική συνείδηση, ὅτι δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνας ἀπό τούς πολλούς μαθητές τοῦ ρήτορος καί διδασκάλου Λιβανίου, ἀλλά ὁ πλέον ἄριστος αὐτῶν. Ἦταν ἐκεῖνος τόν ὁποῖο ὁ διδάσκαλος προόριζε γιά διάδοχό του, ἀλλά τόν κέρδισε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Δέν ἀπέρριψε ὅμως τήν ἑλληνική του παιδεία. Τή βρίσκουμε διαρκῶς μέσα στό ἔργο του. Θά παραθέσουμε ἐδῶ ἕνα μικρό παράδειγμα, ἀδιόρατο γιά ὅσους ἡ ἑλληνική παιδεία τούς εἶναι ξένη.
Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:
"Ἀσφάλεια γάρ πόλεων οὐκ ἐν λίθοις καί ξύλοις καί περιβόλοις, ἀλλ΄ ἐν τῇ συνέσει τῶν τήν πόλιν οἰκούντων, οἵ ἡνίκα μέν ἄν ὦσι, καί πολεμίων ὄντων, ἀσφαλέστερον ἁπάντων αὐτήν τειχίζουσιν, ἡνίκα δέ ἄν ἀπῶσι, καί μηδενός ἐνοχλοῦντος, τῆς πολιορκουμένης ἀθλιωτέραν αὐτήν ἀποφαίνουσιν. Ὥστε κἀκείνους καί τούς ἀκούοντας ἅπαντας οὐ μικρόν φιλοσοφίας δόγμα διά τούτων ὁ προφήτης ἐπαίδευσε, πείθων μηδέποτε μεγέθει πόλεως θαρρεῖν, μηδέ τάφροις καί μηχανήμασιν, ἀλλ΄ άνδρῶν ἐπιεικῶν ἀρετῇ[6]"
Οἱ πολιτεῖες εἶναι ἀσφαλεῖς, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὄχι μέ τά ὑλικά μέσα, λίθους, ξύλα καί τείχη, ἀλλά μέ τή σύνεση τῶν κατοίκων. Ὅταν ὑπάρχουν τέτοιοι, τήν προφυλάσσουν ἀκόμη καλύτερα, ὅταν ἀπουσιάζουν καταντᾶ ἡ πόλη ἀθλιότερη καί ἀπό πολιορκούμενη. Καί ἐρωτοῦμε: Πῶς ἀποκτᾶται ἡ ἀρετή τῆς συνέσεως χωρίς ἐπαρκή παιδεία;
Σέ ἄλλο ἔργο του προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο καί λέγει:
"Τά γάρ τῶν ἁγίων σώματα τούτων τείχους παντός ἀδάμαντος καί ἀρραγοῦς ἀσφελέστερον ἡμῖν τειχίζει τήν πόλιν· [...] Καί τά μέν ἄλλα τά παρά τῶν ἀνθρώπων γινόμενα μηχανήματα, οἷον τείχη καί τάφροι, καί ὅπλα καί στρατιωτῶν πλήθη, καί ὅσα πρός ἀσφάλειαν τῶν οἰκούντων ἐπινενόηται, δυνατόν τοῖς ἐχθροῖς ἀποκρούεσθαι ἑτέραις πλείοσι καί μείζοσι μηχανῶν ὑπερβολαῖς ταῖς παρ΄ αὐτῶν, ὅταν δ΄ ἁγίων σώμασι πόλις τειχίζηται, κἄν μυρία ἐκεῖνοι δαπανῶσι χρήματα, τοιοῦτόν τι ἀντιστῆσαι μηχάνημα ταῖς ἐχούσαις αὐτούς πόλεσιν οὐ δυνήσονται[7].
Ἐδῶ θεωρεῖ τεῖχος τῆς πόλεως τούς ἁγίους. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης δέν ἀντιφάσκει πρός ἑαυτόν, διότι ἡ σωφροσύνη εἶναι ἕνα πρῶτο βῆμα πρός τήν ἁγιότητα.
Ὅμως καί στήν προσωπική του ζωή ἐφάρμοζε ὁ ἅγιος τό δίδαγμα αὐτό, ὅπως καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐφαρμόζουν στή ζωή τους ὅσα διδάσκουν. Ἀπό τόν τόπο τῆς ἐξορίας του γράφει:
"τοῦ μέν ἐδάφους καί τῶν τοίχων τῆς πόλεως ἐκβεβλήμεθα, τῆς δέ κυρίως πόλεως οὐ μετωκίσθημεν. Εἰ γάρ ὑμεῖς ἡ πόλις, μεθ΄ ὑμῶν δέ ἡμεῖς ἀεί καί ἐν ὑμῖν, εὔδηλον ὅτι καί ἐνταῦθα διάγοντες, τήν πόλιν οἰκοῦμεν ἐκείνην· καί γάρ ἐνδιαιτώμεθα ὑμῶν ταῖς ψυχαῖς, εὖ οἶδ΄ ὅτι, καί ὅπουπερ ἄν ἀπίωμεν, καί πάντας ὑμᾶς τούς σφοδρούς ἡμῶν ἐραστάς ἐπί διανοίας περιφέροντες ἄπιμεν."[8]
Κι ἄν, λοιπόν, τόν ἐξόρισαν ἀπό τό ἔδαφος καί τούς τοίχους τῆς πόλεως, οἱ πόλις εἶναι οἱ ἀγαπημένοι του φίλοι. Καί μολονότι βρίσκεται στήν ἐξορία, κατοικεῖ στήν πόλη ἐκείνη, διότι ὄπου κι ἄν πάει ἔχει στήν ψυχή του ἐκείνους.
Ὅπως εἴδαμε, τήν ἰδέα ὅτι ἡ πόλις εἶναι οἱ ἄνθρωποι, συνεπῶς ὄχι τά ἄψυχα κατασκευάσματα, τή θεωρεῖ τόσο σημαντική ὁ ἅγιος μέγας πατήρ τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὥστε ἐπανειλημμένως νά τή χρησιμοποιεῖ . Ἡ ἰδέα αὐτή μᾶς παραδίδεται ἀπό τόν Θουκυδίδη ὡς λόγος τοῦ στρατηγοῦ Νικία[9]: "Ἄνδρες γάρ πόλις καί οὐ τείχη, οὐδέ νῆες ἀνδρῶν κεναί."[10]
Ἡ γνώση λοιπόν, τόσο τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων καί ποιητῶν μας ὅσο καί τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἄγνοια, τήν πλάνη, τήν αὐτογελοιοποίηση καί τόν ἀφελληνισμό. Ἄς μή τήν ἀπορρίπτουμε. Ἀλλιῶς θά καταντήσουμε οἱ Ἕλληνες ναυάγια τῆς παγκόσμιας ἱστορίας.
[1] Εἶναι πασίγνωστο τό γεγονός, ὅτι ἅγιος Μέγας Βασίλειος σπούδασε κατόπιν καί στήν περίφημη ἐκείνη τήν ἐποχή σχολή τῶν Ἀθηνῶν μαζί μέ τόν ἐπιστήθιο φίλο του Γρηγόριο τόν Θεολόγο. Συμφοιτητής τους ὑπῆρξε γιά ἕνα διάστημα καί ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Ἰουλιανός, ὁ ὁποῖος ἐπεχείρησε νά νεκραναστήσει τήν εἰδωλολατρία, ἀλλά αὐτό δέν ἦταν δυνατό, ἀφοῦ αὐτή δέν εἶχε νά προσφέρει τίποτε στόν ἄνθρωπο.
[2] Ἐπιστολή 337, P.G. 32, στήλ. 1081Β.
[3] P.G. 32, στήλ. 1081D, 1084A-B.
[4] 330-379.
[5] Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Κατά Ἰουλιανοῦ βασιλέως στηλιτευτικός δεύτερος, Λς΄- ΛΖ,΄ Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, τόμ. 58, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1982, σ. 351-2.
[6] Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ἑρμηνεία εἰς τόν προφήτην Ἠσαΐαν, κεφ. Γ΄, Ἅπαντα τά ἔργα, τόμ. 8, Πατερικαί ἐκδόσεις "Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς", Θεσσαλονίκη 1983, σ. 304.
[7] Ἐγκώμιον εἰς μάρτυρας Αἰγυπτίους, Ἅπαντα τά ἔργα, τόμ. 4, Πατερικαί ἐκδόσεις "Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς", Θεσσαλονίκη 1983, σ. 264, 266.
[8] Ἐπιστολή ΡΜΓ΄, Πολυβίῳ, Ἅπαντα τά ἔργα, τόμ. 38, Πατερικαί ἐκδόσεις "Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς", Θεσσαλονίκη 1990, σ. 280.
[9] 469-413 π.Χ.
[10] Ἱστορία Η΄ 77. "διότι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἡ πολιτεία κι ὄχι τά τείχη, οὔτε πλοῖα κενά ἀπό ἀνθρώπους".
thriskeftika