2023-07-10 14:53:47
Πάνος Χολής : Το μαρτύριο του καθήκοντος. ΜΑΖΕΜΑ του ΚΑΠΝΟΥ. "Η τυραννία ξεκινούσε Ιούνιο μήνα."
Αναφέρθηκα σε προηγούμενο κείμενο μου για το φύτεμα του καπνού στα χωριά μας, τον Απρίλιο μήνα.
Τον Μάιο σε χαλαρό ωράριο γίνονταν το σκάλισμα του για να αναπτυχθεί γρήγορα και να αφαιρεθούν και τα χόρτα που θα φύτρωναν στις ρίζες του κάθε φυτού. Η εργασία αυτή ήταν ποιο χαλαρή και γίνονταν κάθε απόγευμα από τα μέλη της οικογένειας. Το τσαπάκι και μια μπουκάλα νερό ήταν όλα τα σύνεργα τις εργασίας.. Φτάσαμε στον Ιούνιο.
Ο καπνός στο χωράφι είχε μεγαλώσει πολύ που έφτανε το 1,50 - 1,70 μ ύψος και τα φύλλα του είχαν αποκτήσει το κατάλληλο μέγεθος που θα επέτρεπαν τη συλλογή του.
Το μάζεμα των φύλλων έπρεπε να γίνεται νύχτα ώστε να υπάρχει η κατάλληλη χαμηλή θερμοκρασία και η ανάλογη δροσιά που θα κάνει τα φύλλα να σπάζουν εύκολα από τον κορμό του φυτού. Ο ήλιος και η ζέστη δημιουργούσαν αποτρεπτικές συνθήκες για την εργασία αυτή . Λόγο έλλειψης μηχανικών μέσων όλες οι εργασίες γίνονταν με τα χέρια.
Το ξυπνητήρι έμπαινε ώρα 3.00 μετά τα μεσάνυχτα,δίπλα στο μαξιλάρι των γονιών μας.
Με το χτύπημα του όλα έπρεπε να γίνουν πολύ γρήγορα.
Πρώτοι ξυπνούσαν οι γονείς ,ένας Ελληνικός καφές γρήγορα στο μπρίκι που θα έμπαινε στο θερμός για να τον πάρουμε μαζί μας.
Η μάνα στην αυλή, μέσα στο σκοτάδι, θα σαμάρωνε το Γάιδαρο, (αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ,ήρθαν τα αγροτικά) θα μάζευε τα τσόλια (απαίσια ρούχα με δυσοσμία και κόλλα καπνού, παλιά για την εργασία) τα παλιό παπούτσια για προστασία των ποδιών ,τα χεράμια ή τις κόφες που θα βάλουμε τον καπνό και θα τα φόρτωνε στο γαϊδουράκι.
Απαραίτητο το λιχνάρι ή ο φανός Θυέλλης για να βλέπουμε στο δρόμο και στο χωράφι,αν δεν είχε γεμάτο φεγγάρι . Αν έκανε κρύο ή είχε υγρασία ένα παλιό παλτό ή μπουφάν θα μας συνόδευε μέχρι τις πρωινές ώρες.
Πατέρας και μάνα έτοιμοι και τώρα τα παιδιά.
Κοιμόμασταν στο άλλο δωμάτιο ,τις περισσότερες φορές ήμασταν ξύπνια αλλά κάναμε ότι δεν τους ακούγαμε μέχρι που άνοιγε η πόρτα και με χαμηλή φωνή να προσπαθεί να μας ξυπνήσει. "Έλα ξυπνήστε παιδάκια ,είμαστε έτοιμοι". Εμείς προσπαθώντας να κερδίσουμε χρόνο ύπνου ή να μην επιμείνουν να μας πάρουν μαζί τους λέγαμε διάφορες δικαιολογίες, αλλά μάταιες.
Η μάνα επέμενε να ξυπνήσουμε και να μη χάνουμε χρόνο. "Ξυπνήστε παιδιά ελάτε αργήσαμε. Να, πέρασε η Θεία Βαγγέλενα, ο μπάρμπα Νίκος, ξυπνήστε θα φωνάξει ο πατέρας σας."
Με ματάκια μισάνοιχτα σηκωνόμασταν, ντυνόμασταν και είτε καβάλα στο γαϊδουράκι,είτε με τα πόδια η οικογένεια με το λιχνάρι οδηγό, μετέβαινε στο χωράφι.
Με το λυχνάρι οδηγό και το γάιδαρο συνηθισμένο στο δρομολόγιο, μέσα στη μαυρίλα του σκότους, με την τσίμπλα στο μάτι, φτάναμε στο χωράφι.
Μπαίναμε στη σειρά που θα μαζεύαμε και με το λυχνάρι στο αυλάκι ξεκινούσαμε.
Στην απόλυτη ησυχία της νύχτας η ομάδα δούλευε αμίλητη σαν καλοκουρδισμένη μηχανή.
Ο ήχος,κρακ- κρακ - κρακ , του σπασίματος των φύλλων με σταθερή αλλά γρήγορη ταχύτητα έσπαγε αυτή την ησυχία.
Τα τριζόνια, ο Γκιώνης και η κουκουβάγια συμπλήρωναν τη χορωδία της νύχτας.
Ένα - ένα φύλλο και όχι όλα τα φύλλα του κορμού του φυτού ήταν η ιδιαιτερότητα αυτής της εργασίας.
Ξεκινούσαμε να μαζεύουμε πρώτα το πατόφυλλο ( τα τρία πρώτα περιμετρικό φύλλα του φυτού από τη ρίζα του και πάνω, στο όριο των 20 εκατοστών περίπου) από όλη την στρεματική καλλιέργεια.
Όταν αυτό τελείωνε, μετά από κάμποσες ημέρες, η εργασία θα συνεχίζονταν με το μεσοφυλλο , εν συνεχεία με το τριτοφυλλο και τέλος με το ποιο δύσκολο φύλλο το κορφόφυλλο ή "γουτσ"που ήταν πολύ μικρό και κολλούσε στα χέρια εύκολα, μειώνοντας την ταχύτητα της συλλογής και γι'αυτό το λόγο στο "γουτσ" απαιτούνταν περισσότερες νύχτο ώρες στο χωράφι.
Η συλλογή με αυτή τη σειρά γίνονταν ανάλογα με την ωρίμανση του φύλλου για να επιτυγχάνεται η ομοιογένεια της συλλογής που αυτά τα δύο θα έφερναν την καλύτερη ποιότητα καπνού (Φαινομενικά, πάντα)
Αυλάκι - αυλάκι, φυτό - φυτό, φύλλο - φύλλο γεμίζαμε την αγκαλιά μας με τα φύλλα ποστιασμένα με ακρίβεια ώστε να πακετάρονται με σειρά μέσα στις κόφες ή στα χεράμια.
Τα χέρια μας γέμιζαν κόλλα,αυτή τη μαύρη πικρή ουσία που είχε το φύλλο που κόλλαγε παντού από τα χέρια μας ,τα ρούχα μας ,τα μαλλιά μας αν δεν φορούσαμε καπέλο ή μαντήλι οι γυναίκες.
Η οσμή της πίκρας του καπνού και μερικές φορές η δυσάρεστη μυρωδιά του δηλητηριώδους εντομοκτόνου για την μελίγκρα, ΤΑΜΑΡΟΝ,.που μόλις χθες είχαμε ψεκάσει, σου έφερνε ζάλη και τάσεις εμετού.
Τα μικρότερα παιδιά, όχι πάντα, εκτελούσαμε την εργασία της μεταφοράς των μαζεμένων φύλλων από τις αγκαλιές των μεγαλύτερων, στα χεράμια ή τις κόφες.
Καμιά φορά νυστάζαμε πολύ και πέφταμε μέσα στο αυλάκι να κοιμηθούμε ,αγνοώντας κινδύνους ύπαρξης φιδιών, σκορπιού και λοιπούς κινδύνους της νύχτας.
Ήταν η στιγμή που η σκέψη μας, μέσα στο σκοτάδι και την αθλιότητα της εργασίας, πήγαινε άθελά μας, σε συνομήλικους που δεν είχαν την ίδια τύχη με μας και τώρα κοιμόντουσαν στα καθαρά σεντόνια τους!!
Σιγά - σιγά τη σιωπή έσπαγε το τραγούδι των γονιών, για να μη τους πάρει ο ύπνος μέσα στις καπνόριζες ή η ευγενική "προσταγή" προς εμάς να φέρουμε λίγο νερό για να ξεδιψάσουμε ή να βάλουμε λίγο καφέ από το θερμός για να ξαγρυπνησουμε.
Οι ώρες περνούσαν και τα χεράμια και οι κόφες άρχισαν να γεμίζουν καπνόφυλλα.
Το λιχνάρι έφεγγε υπομονετικά φωτίζοντας το μπροστά, αφήνοντας το σκοτάδι πίσω μας.
Τις ημέρες που το φεγγάρι κυριαρχούσε στη νύχτα απλώνοντας φως παντού, το λιχνάρι θα "έπαιρνε "για λίγες μέρες "ρεπό".
Η νύχτα έφευγε με τη θέα της Πούλιας και του Αυγερινού. Η μικρή και η μεγάλη άρκτος θα χάνονταν από τον ορίζοντα και το ξημέρωμα ήταν προ των πυλών. Τα βαριά πανωφόρια έβγαιναν από πάνω μας, να ξαλαφρώσουμε και ο Κούκος άρχιζε το μονότονο τραγούδι του και λίγα λεπτά αργότερα ο Τζίτζικας άρχιζε τα γλέντια του .
Η μέρα ερχόταν για τα καλά και η ψυχολογία μας ανέβαινε μιας και σε λίγο με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου η εργασία θα έπαιρνε τέλος για σήμερα.
Το μαρτύριο έκανε για λίγες ώρες παύση. Για σήμερα όμως, γιατί αύριο πάλι τα ίδια και όλα από την αρχή.
Ώρα 8.30πμ μαζεύαμε το προϊόν της νύχτας δέναμε τα χεράμια και τις κόφες ,τα φορτώναμε στο γάιδαρο και πορεία προς το σπίτι.... για συνέχεια στο δεύτερο μαρτύριο, αυτό του αρμαθιασματος ή μπελονιασματος.
Πριν φύγουμε, από τις άκρες των αυλακιών, μαζεύαμε τα ρεβύθια που είχαμε σπείρει κατά το φύτεμα του καπνού και τα τρώγαμε κατά τη διαδρομή. Η καλύτερη μας στιγμή.
Αυτό το μαρτύριο και αυτή η τυραννία δυστυχώς, άφησαν πολλές πληγές στις παιδικές ψυχές που δεν έβλεπαν την ώρα να μεγαλώσουν και να φύγουν μακριά να μη βλέπουν και να μην ακούν για Καπνό.
Αυτή η τυραννία όμως για πολλές οικογένειες ήταν μονόδρομος για την επιβίωση τους, που τους εξασφάλιζαν με αξιοπρέπεια το φτωχό μεροκάματο. Και τα παιδιά έπρεπε να βοηθάνε τους γονείς σε αυτό το εισόδημα. Ήταν καθήκον οικογενειακό. !!
--Συνεχίζεται, προσεχώς, με το αρμαθιασμα.
Παναγιώτης Ηλ. Χολής
ximeronews
Αναφέρθηκα σε προηγούμενο κείμενο μου για το φύτεμα του καπνού στα χωριά μας, τον Απρίλιο μήνα.
Τον Μάιο σε χαλαρό ωράριο γίνονταν το σκάλισμα του για να αναπτυχθεί γρήγορα και να αφαιρεθούν και τα χόρτα που θα φύτρωναν στις ρίζες του κάθε φυτού. Η εργασία αυτή ήταν ποιο χαλαρή και γίνονταν κάθε απόγευμα από τα μέλη της οικογένειας. Το τσαπάκι και μια μπουκάλα νερό ήταν όλα τα σύνεργα τις εργασίας.. Φτάσαμε στον Ιούνιο.
Ο καπνός στο χωράφι είχε μεγαλώσει πολύ που έφτανε το 1,50 - 1,70 μ ύψος και τα φύλλα του είχαν αποκτήσει το κατάλληλο μέγεθος που θα επέτρεπαν τη συλλογή του.
Το μάζεμα των φύλλων έπρεπε να γίνεται νύχτα ώστε να υπάρχει η κατάλληλη χαμηλή θερμοκρασία και η ανάλογη δροσιά που θα κάνει τα φύλλα να σπάζουν εύκολα από τον κορμό του φυτού. Ο ήλιος και η ζέστη δημιουργούσαν αποτρεπτικές συνθήκες για την εργασία αυτή . Λόγο έλλειψης μηχανικών μέσων όλες οι εργασίες γίνονταν με τα χέρια.
Το ξυπνητήρι έμπαινε ώρα 3.00 μετά τα μεσάνυχτα,δίπλα στο μαξιλάρι των γονιών μας.
Με το χτύπημα του όλα έπρεπε να γίνουν πολύ γρήγορα.
Πρώτοι ξυπνούσαν οι γονείς ,ένας Ελληνικός καφές γρήγορα στο μπρίκι που θα έμπαινε στο θερμός για να τον πάρουμε μαζί μας.
Η μάνα στην αυλή, μέσα στο σκοτάδι, θα σαμάρωνε το Γάιδαρο, (αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ,ήρθαν τα αγροτικά) θα μάζευε τα τσόλια (απαίσια ρούχα με δυσοσμία και κόλλα καπνού, παλιά για την εργασία) τα παλιό παπούτσια για προστασία των ποδιών ,τα χεράμια ή τις κόφες που θα βάλουμε τον καπνό και θα τα φόρτωνε στο γαϊδουράκι.
Απαραίτητο το λιχνάρι ή ο φανός Θυέλλης για να βλέπουμε στο δρόμο και στο χωράφι,αν δεν είχε γεμάτο φεγγάρι . Αν έκανε κρύο ή είχε υγρασία ένα παλιό παλτό ή μπουφάν θα μας συνόδευε μέχρι τις πρωινές ώρες.
Πατέρας και μάνα έτοιμοι και τώρα τα παιδιά.
Κοιμόμασταν στο άλλο δωμάτιο ,τις περισσότερες φορές ήμασταν ξύπνια αλλά κάναμε ότι δεν τους ακούγαμε μέχρι που άνοιγε η πόρτα και με χαμηλή φωνή να προσπαθεί να μας ξυπνήσει. "Έλα ξυπνήστε παιδάκια ,είμαστε έτοιμοι". Εμείς προσπαθώντας να κερδίσουμε χρόνο ύπνου ή να μην επιμείνουν να μας πάρουν μαζί τους λέγαμε διάφορες δικαιολογίες, αλλά μάταιες.
Η μάνα επέμενε να ξυπνήσουμε και να μη χάνουμε χρόνο. "Ξυπνήστε παιδιά ελάτε αργήσαμε. Να, πέρασε η Θεία Βαγγέλενα, ο μπάρμπα Νίκος, ξυπνήστε θα φωνάξει ο πατέρας σας."
Με ματάκια μισάνοιχτα σηκωνόμασταν, ντυνόμασταν και είτε καβάλα στο γαϊδουράκι,είτε με τα πόδια η οικογένεια με το λιχνάρι οδηγό, μετέβαινε στο χωράφι.
Με το λυχνάρι οδηγό και το γάιδαρο συνηθισμένο στο δρομολόγιο, μέσα στη μαυρίλα του σκότους, με την τσίμπλα στο μάτι, φτάναμε στο χωράφι.
Μπαίναμε στη σειρά που θα μαζεύαμε και με το λυχνάρι στο αυλάκι ξεκινούσαμε.
Στην απόλυτη ησυχία της νύχτας η ομάδα δούλευε αμίλητη σαν καλοκουρδισμένη μηχανή.
Ο ήχος,κρακ- κρακ - κρακ , του σπασίματος των φύλλων με σταθερή αλλά γρήγορη ταχύτητα έσπαγε αυτή την ησυχία.
Τα τριζόνια, ο Γκιώνης και η κουκουβάγια συμπλήρωναν τη χορωδία της νύχτας.
Ένα - ένα φύλλο και όχι όλα τα φύλλα του κορμού του φυτού ήταν η ιδιαιτερότητα αυτής της εργασίας.
Ξεκινούσαμε να μαζεύουμε πρώτα το πατόφυλλο ( τα τρία πρώτα περιμετρικό φύλλα του φυτού από τη ρίζα του και πάνω, στο όριο των 20 εκατοστών περίπου) από όλη την στρεματική καλλιέργεια.
Όταν αυτό τελείωνε, μετά από κάμποσες ημέρες, η εργασία θα συνεχίζονταν με το μεσοφυλλο , εν συνεχεία με το τριτοφυλλο και τέλος με το ποιο δύσκολο φύλλο το κορφόφυλλο ή "γουτσ"που ήταν πολύ μικρό και κολλούσε στα χέρια εύκολα, μειώνοντας την ταχύτητα της συλλογής και γι'αυτό το λόγο στο "γουτσ" απαιτούνταν περισσότερες νύχτο ώρες στο χωράφι.
Η συλλογή με αυτή τη σειρά γίνονταν ανάλογα με την ωρίμανση του φύλλου για να επιτυγχάνεται η ομοιογένεια της συλλογής που αυτά τα δύο θα έφερναν την καλύτερη ποιότητα καπνού (Φαινομενικά, πάντα)
Αυλάκι - αυλάκι, φυτό - φυτό, φύλλο - φύλλο γεμίζαμε την αγκαλιά μας με τα φύλλα ποστιασμένα με ακρίβεια ώστε να πακετάρονται με σειρά μέσα στις κόφες ή στα χεράμια.
Τα χέρια μας γέμιζαν κόλλα,αυτή τη μαύρη πικρή ουσία που είχε το φύλλο που κόλλαγε παντού από τα χέρια μας ,τα ρούχα μας ,τα μαλλιά μας αν δεν φορούσαμε καπέλο ή μαντήλι οι γυναίκες.
Η οσμή της πίκρας του καπνού και μερικές φορές η δυσάρεστη μυρωδιά του δηλητηριώδους εντομοκτόνου για την μελίγκρα, ΤΑΜΑΡΟΝ,.που μόλις χθες είχαμε ψεκάσει, σου έφερνε ζάλη και τάσεις εμετού.
Τα μικρότερα παιδιά, όχι πάντα, εκτελούσαμε την εργασία της μεταφοράς των μαζεμένων φύλλων από τις αγκαλιές των μεγαλύτερων, στα χεράμια ή τις κόφες.
Καμιά φορά νυστάζαμε πολύ και πέφταμε μέσα στο αυλάκι να κοιμηθούμε ,αγνοώντας κινδύνους ύπαρξης φιδιών, σκορπιού και λοιπούς κινδύνους της νύχτας.
Ήταν η στιγμή που η σκέψη μας, μέσα στο σκοτάδι και την αθλιότητα της εργασίας, πήγαινε άθελά μας, σε συνομήλικους που δεν είχαν την ίδια τύχη με μας και τώρα κοιμόντουσαν στα καθαρά σεντόνια τους!!
Σιγά - σιγά τη σιωπή έσπαγε το τραγούδι των γονιών, για να μη τους πάρει ο ύπνος μέσα στις καπνόριζες ή η ευγενική "προσταγή" προς εμάς να φέρουμε λίγο νερό για να ξεδιψάσουμε ή να βάλουμε λίγο καφέ από το θερμός για να ξαγρυπνησουμε.
Οι ώρες περνούσαν και τα χεράμια και οι κόφες άρχισαν να γεμίζουν καπνόφυλλα.
Το λιχνάρι έφεγγε υπομονετικά φωτίζοντας το μπροστά, αφήνοντας το σκοτάδι πίσω μας.
Τις ημέρες που το φεγγάρι κυριαρχούσε στη νύχτα απλώνοντας φως παντού, το λιχνάρι θα "έπαιρνε "για λίγες μέρες "ρεπό".
Η νύχτα έφευγε με τη θέα της Πούλιας και του Αυγερινού. Η μικρή και η μεγάλη άρκτος θα χάνονταν από τον ορίζοντα και το ξημέρωμα ήταν προ των πυλών. Τα βαριά πανωφόρια έβγαιναν από πάνω μας, να ξαλαφρώσουμε και ο Κούκος άρχιζε το μονότονο τραγούδι του και λίγα λεπτά αργότερα ο Τζίτζικας άρχιζε τα γλέντια του .
Η μέρα ερχόταν για τα καλά και η ψυχολογία μας ανέβαινε μιας και σε λίγο με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου η εργασία θα έπαιρνε τέλος για σήμερα.
Το μαρτύριο έκανε για λίγες ώρες παύση. Για σήμερα όμως, γιατί αύριο πάλι τα ίδια και όλα από την αρχή.
Ώρα 8.30πμ μαζεύαμε το προϊόν της νύχτας δέναμε τα χεράμια και τις κόφες ,τα φορτώναμε στο γάιδαρο και πορεία προς το σπίτι.... για συνέχεια στο δεύτερο μαρτύριο, αυτό του αρμαθιασματος ή μπελονιασματος.
Πριν φύγουμε, από τις άκρες των αυλακιών, μαζεύαμε τα ρεβύθια που είχαμε σπείρει κατά το φύτεμα του καπνού και τα τρώγαμε κατά τη διαδρομή. Η καλύτερη μας στιγμή.
Αυτό το μαρτύριο και αυτή η τυραννία δυστυχώς, άφησαν πολλές πληγές στις παιδικές ψυχές που δεν έβλεπαν την ώρα να μεγαλώσουν και να φύγουν μακριά να μη βλέπουν και να μην ακούν για Καπνό.
Αυτή η τυραννία όμως για πολλές οικογένειες ήταν μονόδρομος για την επιβίωση τους, που τους εξασφάλιζαν με αξιοπρέπεια το φτωχό μεροκάματο. Και τα παιδιά έπρεπε να βοηθάνε τους γονείς σε αυτό το εισόδημα. Ήταν καθήκον οικογενειακό. !!
--Συνεχίζεται, προσεχώς, με το αρμαθιασμα.
Παναγιώτης Ηλ. Χολής
ximeronews
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ