του Χάιντς Άλραϊπ
* Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο komep.gr (Τεύχος 3 | Μάης - Ιούνης 2020) για λόγους έκτασης, θα δημοσιευτεί σε τρία μέρη. Μπορείτε να διαβάσετε το Α΄ μέρος εδώ.
6. ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Αυτό που υποδηλώνει το συγκεκριμένο απόσπασμα1 ενάντια στον Κάουτσκι είναι το εξής: Το βασικό καθήκον του προλεταριάτου είναι να τσακίσει τον αστικό κρατικό μηχανισμό. Τα κύρια στοιχεία αυτού του μηχανισμού είναι τα εξής τρία παρασιτικά στοιχεία: Ο τακτικός στρατός, η αστυνομία και η διοικητική δομή. Αυτοί οι παρασιτικοί μηχανισμοί πρέπει να τσακιστούν ολοκληρωτικά· μόνο έτσι θα ανοίξει πλήρως ο δρόμος για την ολοκληρωτική ήττα της αστικής τάξης και της γραφειοκρατίας.
ΤΟ ΤΣΑΚΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
Η αντίληψη της αναγκαιότητας του τσακίσματος για το σκοπό της κοινωνικής επανάστασης –που μοιράζονται ο Μαρξ μαζί με τον Προυντόν, τον πατέρα του αναρχισμού, και τον Μπακούνιν, τον απόστολό του, όπως τον αποκαλεί ο Αλεξάντερ Μπλοκ (Alexander Block)– αντλείται από τον Μαρξ ως συμπέρασμα από τα γεγονότα του 1848, ιδιαίτερα στη Γαλλία, και το βρίσκει κανείς ως τέτοιο στη 18η Μπρυμαίρ· η Παρισινή Κομμούνα επικύρωσε αυτήν τη διαπίστωση μέσα από την πολιτική-ιστορική της πράξη, παρόλο που αυτή ήταν σύντομη.
Για 40 χρόνια, από το 1852 μέχρι το 1891, οι Μαρξ και Ένγκελς δίδασκαν το προλεταριάτο, το οποίο συχνά επιτίθονταν στις μηχανές για να τις καταστρέψει, να τσακίσει τον πολιτικό κρατικό μηχανισμό της αστικής τάξης. Η πείρα της Κομμούνας ήταν αρκετά μεγάλη, ώστε να οδηγήσει στις 24.6.1872 στην περαιτέρω εμβάθυνση αναφορικά με μια θέση του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος2. Στο Μανιφέστο, οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν ερμηνεύσει την προλεταριακή επανάσταση ως κατάκτηση της δημοκρατίας, ως άρση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, ωστόσο η εξέλιξη του εμφύλιου πολέμου στη Γαλλία το 1871 επέφερε σε αυτήν τη θέση μια εμβάθυνση και αποσαφήνιση: «Η Κομμούνα, ιδίως, απέδειξε ότι δεν μπορεί η εργατική τάξη να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να την βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς.» Η κρατική μηχανή, που δημιουργήθηκε από τον Ναπολέοντα το 1799 για την αστική τάξη και η οποία θεωρούνταν [στο Μανιφέστο] έτοιμη [για κάθε είδος ταξικής κυριαρχίας] και το μόνο που έμενε ήταν απλά η ανάληψή της, έπρεπε να τσακιστεί από τον αντίποδά της, δηλαδή το προλεταριάτο.3
Μετά την επανάσταση, μετά το τσάκισμα του παλιού κρατικού μηχανισμού, η εργατοαγροτική πλειοψηφία κυριαρχεί πολιτικά πάνω στην αστική μειοψηφία μέσω ενός άλλου, ενός νέου μηχανισμού, ενώ αυτός ο μηχανισμός οργανώνει οικονομικά την παραγωγή εκ νέου θέτοντας ολόκληρη τη βιομηχανία στην υπηρεσία του εργαζόμενου λαού και συγκεντρώνοντας τα μέσα παραγωγής.
Αυτός ο μηχανισμός είναι με νέο τρόπο δημοκρατικός για τους φτωχούς και με νέο τρόπο δικτατορικός απέναντι στις πλούσιες τάξεις. Αυτός ο τρόπος προσδιορισμού [των χαρακτηριστικών του σοσιαλιστικού κράτους] ανάγεται στον Λένιν, ο οποίος κάνει λόγο εδώ για μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα4· αυτός ο τρόπος σηματοδοτεί πόσο βαθιά είναι η ρήξη με τους κοινοβουλευτικούς Ιησουίτες και τους αστούς πολιτικάντηδες.
Τέτοιος ακριβώς αστικός πολιτικαντισμός είναι όταν ερμηνεύουμε τον όρο «δημοκρατία» κλείνοντας τα μάτια σε όλα όσα συμβαίνουν στην ταξική πάλη, όταν τον χειριζόμαστε αφηρημένα, όταν τον παρουσιάζουμε ως κάτι που δεσμεύει και την κυρίαρχη τάξη και όταν ισχυριζόμαστε ότι η αστική τάξη θα υπέκυπτε –επειδή έχει μια τέτοια «δημοκρατική» πεποίθηση– ανεπιφύλακτα στη δημοκρατία του προλεταριάτου.
Ο αποστάτης Κάουτσκι αντέγραψε αυτήν τη μέθοδο, μίλησε με ενθουσιασμό για την αστική «καθαρή» δημοκρατία, για τον κοινοβουλευτισμό, και προσπάθησε να ασκήσει κριτική στον μπολσεβικισμό. Τον ενόχλησε ότι ο Λένιν μίλησε για «δημοκρατία των καταπιεστών», για «ψεύτικη δημοκρατία», ότι για τον Λένιν τόσο η αστική όσο και η προλεταριακή δημοκρατία είναι καταπιεστικές και ότι τόνισε πως οι εργάτες αντιλαμβάνονται το κοινοβούλιο ως έναν ξένο προς αυτούς θεσμό.
Σήμερα είναι άκρως επίκαιρο αυτό το οποίο εμφύσησε ο Λένιν στο προλεταριάτο το 1918, δηλαδή ότι ο κοινοβουλευτισμός πρέπει να συνδέεται άμεσα –ας πούμε αντανακλαστικά– με την τεμπελιά και τη σήψη, ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι ένας θεσμός των πλουσίων, ένα εργαλείο ταξικού πολέμου της αστικής τάξης για την καταπίεση των εργατών, με το οποίο αναγκάζει το σκλάβο να λειτουργεί αποκλειστικά σα σκλάβος.
Ο Λένιν υποστηρίζει το συνδυασμό της εξωκοινοβουλευτικής και της μαζικής πάλης με την πάλη εντός του κοινοβουλίου. Σήμερα, η αντεπανάσταση προσπαθεί να ρίξει στάχτη στα μάτια των μισθωτών σκλάβων σχετικά με τον όρο «δημοκρατία». Πώς μπορεί άραγε σε μια δημοκρατία να υπάρχει εκμετάλλευση;
Σήμερα, πάνω στις επαγγελματικές κάρτες όλων των [αστών] πολιτικών υπάρχει η λέξη «δημοκρατία». Αυτή η λέξη αποτελεί το εισιτήριο για την είσοδο στους θεσμούς του κατεστημένου, όπου σήμερα δε γίνεται τίποτε άλλο παρά πολιτική πορνεία και μοιραία εκδούλευση σε μηχανισμούς πληροφοριών του κράτους.
Βία, καταστολή, αντεπανάσταση: Απ’ όλα αυτά ήθελε να καθαρίσει ο Κάουτσκι την αστική «δημοκρατία», προκειμένου να της δώσει μια καθαρή όψη. Ο Κάουτσκι συνειδητά αντιπαρέβαλε στη σοβιετική δημοκρατία την πρώιμη αστική-αντιφεουδαρχική δημοκρατία, η οποία θα έπρεπε να στεριώσει στα κεφάλια όλων ως μια δημοκρατία που ισχύει για όλους και που είναι αποδεκτή απ’ όλους. Αυτό που ήθελε να υποβάλει στις συνειδήσεις ήταν ότι σε μια κοινωνία στην οποία κυριαρχούν τα παράσιτα και τα ένστολα συμπληρώματά τους, τα οποία κατά κανόνα αποτελούνται από διεστραμμένα, αντεπαναστατικά καθάρματα, αν κυριαρχεί η μορφή της «καθαρής δημοκρατίας», δεν μπορεί να υπάρχει καμία εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι υπάρχει μια συγγένεια ανάμεσα στον Κάουτσκι από τη μία και τον Αμερικανό Πρόεδρο Ουίλσον (Wilson)5 και τον ουιλσονισμό6 από την άλλη, ο οποίος από την Οκτωβριανή Επανάσταση πάλευε παγκοσμίως με το λενινισμό για την ιδεολογική κυριαρχία, με τον ευρωπαϊκό-ιαπωνικό φασισμό να του παίρνει ωστόσο [εκείνη την περίοδο] την πρωτιά. Με την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και την κήρυξη του πολέμου από τον Χίτλερ στις ΗΠΑ που ακολούθησε λίγο αργότερα, έκανε και πάλι σοβαρά την εμφάνισή του στην παγκόσμια πολιτική αρένα ο ουιλσονισμός· η επανεμφάνισή του βασίστηκε στην απόβαση στη Νορμανδία και στη χρησιμοποίηση της γνώσης των Ναζί και της ομάδας γύρω από τον καθηγητή πυραύλων Βέρνερ φον Μπράουν (Wernher von Braun)7 ως προπύργιο ενός δήθεν ελεύθερου κόσμου ενάντια στο σοβιετισμό. Στις 26.6.1963, ένας διάδοχος του Ουίλσον παρίστανε μπροστά στο μαινόμενο αντικομμουνιστικό όχλο το Βερολινέζο8. «Δημοκρατία» στην καθαρή της έννοια9 δεν υπάρχει ακόμη κι αν απουσιάζουν οι επαναστάσεις και οι πόλεμοι, αλλά παραμένει η [ειρηνική] ιμπεριαλιστική ληστεία.
Αυτό ήταν το ιδεολογικό όπλο του Κάουτσκι, το μαχαίρι πάνω στο οποίο θα έπεφτε, υποτίθεται, ο Λένιν. Ο Λένιν έγραψε πάνω σ’ αυτό: Όσο περισσότερο καταστέλλεται –παρά την αυξανόμενη, απελπισμένη αντίστασή της– η μειοψηφία, όσο περισσότερο αναπτύσσεται η επανάσταση, άρα και η αντίσταση της αντεπανάστασης, τόσο νωρίτερα απονεκρώνεται η δικτατορία του προλεταριάτου και στο τέλος δεν υπάρχει πια κανείς που να χρειάζεται να καταπιεστεί. Κάθε άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων και αυτές οι κοινωνικές σχέσεις είναι ταξικά προσδιορισμένες. Κάθε άνθρωπος είναι, λοιπόν, ένα ταξικό ον σε ένα πλέγμα συνολικών ταξικών σχέσεων και γι’ αυτό ο μόνος όρος που μπορεί να έχει λογική και ουσιώδη εφαρμογή και μπορεί να έχει ανταπόκριση στις απαιτήσεις των κοινωνικών επιστημών είναι ο όρος «ταξική δημοκρατία». Η «καθαρή δημοκρατία» συνεπάγεται έναν παράξενο ανθρωπολογισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος είναι ένα ον που στέκεται αδρανές έξω από τον κόσμο.
Επιβάλλεται, λοιπόν, να ξεχωρίσουμε τα εξής:
– Το τσάκισμα του σύνθετου αστικού κρατικού μηχανισμού.
– Την απονέκρωση του απλού προλεταριακού κρατικού μηχανισμού, ο οποίος αποτελεί ταυτόχρονα και την απονέκρωση της πληρέστερης δημοκρατίας. «Το κράτος απονεκρώνεται.» Αυτό είναι γνωστό ως μια γενική θεμελιώδης θέση του μαρξισμού. Αλλά αυτό δεν επαρκεί, αφού με την απονέκρωση του κράτους συνδέεται και διαπλέκεται εσωτερικά ένα ολόκληρο πλέγμα φαινομένων: Η απονέκρωση της δημοκρατίας και η αναίρεση της θέσης ότι η πολιτική δραστηριότητα του ανθρώπου αποτελεί μια [μη-ιστορική] ανθρωπολογική σταθερά. Κράτος, δημοκρατία, πολιτική –όλα αυτά μαζί και το καθένα μόνο του πεθαίνουν σταδιακά. «Και συγκεκριμένα, δε λαμβάνεται ποτέ υπόψη το γεγονός ότι εκμηδένιση του κράτους σημαίνει και εκμηδένιση της δημοκρατίας, πως απονέκρωση του κράτους σημαίνει και απονέκρωση της δημοκρατίας.»10
Ακόμα πιο συχνά ξεχνιέται η απονέκρωση της πολιτικής δραστηριότητας. Η πολιτική δεν αποτελεί καμία δύναμη της μοίρας. Η δημοκρατία δεν αποτελεί καμία δύναμη της μοίρας. Το κράτος δεν αποτελεί καμία δύναμη της μοίρας. Αυτή η τριάδα δεν έχει καμία αξίωση στην αιωνιότητα.
Με αυτήν την τριάδα, ο οπορτουνισμός –ο βασικός εχθρός του εργατικού κινήματος και σε διεθνές επίπεδο– παραμερίζει την οξύτητα της επανάστασης· με κενολογίες που συνδέονται με αυτήν ξεμπερδεύει με όλες τις βαθιές αντιθέσεις, επιχειρώντας να τις συμφιλιώσει. Ο αναρχισμός, από την άλλη, ο οποίος μοιάζει με τη μικροαστική επαναστατικότητα, δεν ασχολείται καν με αυτήν.
Ο επιστημονικός όρος της πολιτικής συνδέεται με την ύπαρξη των τάξεων και της ταξικής πάλης, στην οποία η αντίθεση εμφανίζεται ως κάτι το γενικευμένο.
Με τη λήξη της ταξικής πάλης, με την κοινοκτημοσύνη, σταματάει και η άσκηση πολιτικής και η επαναστατική βία. Στην υψηλότερη βαθμίδα του κομμουνισμού –η οποία ήδη θα τα βγάζει πέρα χωρίς τυποποιημένα όρια στην παραγωγή και στην κατανομή– θα ανήκουν στο παρελθόν όχι μόνο το χρήμα, το κράτος, ο παπάς, αλλά και η πολιτική, η οποία αποτελεί την ανοιχτή έκφραση της αποξένωσης και της βίας μεταξύ των ανθρώπων και η οποία αποκρύπτει τη βαθύτερη αποξένωση στην οικονομία, στον κόσμο της εργασίας.
Σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι πάνε στη δουλειά τους κάθε πρωί και σε κάθε αλλαγή βάρδιας μόνο με τη μεγαλύτερη απροθυμία, ενώ σακατεύονται σωματικά και ψυχικά στην παραγωγική διαδικασία. Η στρεβλωμένη καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία επιφυλάσσει αρκετό δηλητήριο ενάντια στην υγεία του λαού, ενώ οι λεγόμενες ασθένειες του πολιτισμού αυξάνουν ραγδαία την πυκνότητά τους. Κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας, επιχειρηματίες κι εργάτες εμφανίζονται με προσωπίδες11 και στις μικροεπιχειρήσεις αυτή η στρέβλωση είναι το ίδιο ακραία με αυτή που υπάρχει στις μεγάλες επιχειρήσεις· ο εκφοβισμός και η επακόλουθη κατάθλιψη βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη στα μικρά μαγαζιά. Η αστική τάξη σ’ αυτήν την εξέλιξη παραδίνεται αβοήθητη, δεν μπορεί να παρέμβει ενάντια στο σιδερένιο κανόνα της μεγιστοποίησης του κέρδους.
Μόνο η ίδια η εργατική τάξη μπορεί να απελευθερώσει τον εαυτό της.
Και σ’ αυτό το πλαίσιο, η πολιτική δεν είναι μια δύναμη της μοίρας. Στο μαρξισμό-λενινισμό υπάρχει ένα κόκκινο νήμα που ξεκινάει από την αποτίναξη του πολιτικού περιβλήματος, περνάει μέσα από το συμπέρασμα του Λένιν για την απονέκρωση της πολιτικής που προέκυψε από την ανάλυση της Παρισινής Κομμούνας12 και φτάνει μέχρι την τοποθέτηση του Στάλιν ότι «οι Χίτλερ πάνε κι έρχονται, ο γερμανικός λαός όμως δε θα χαθεί». Αυτήν την τελευταία πρέπει να την τονίσουμε ιδιαίτερα, καθώς οι ρεβιζιονιστές εισήγαγαν σε αυτήν τη δήλωση του Στάλιν από μόνοι τους και τις λέξεις «γερμανικό κράτος», έτσι που κατ’ αυτούς ο Στάλιν φαίνεται ότι είπε: «Ο γερμανικός λαός και το γερμανικό κράτος δε θα χαθούν.»
Ξεσκεπάζουμε καλύτερα αυτήν την απατεωνιά όταν φέρνουμε στο μυαλό μας το πρώτο, δηλαδή την «αποτίναξη του πολιτικού περιβλήματος». Αυτήν τη φράση την πήραμε από έναν ειρμό της σκέψης του νεαρού Μαρξ. Στις 31.7.1844, στην ηλικία των 26 χρόνων, ο Μαρξ άσκησε πολεμική στον Άρνολντ Ρούγκε (Arnold Ruge) με το ακόλουθο αξιοσημείωτο –θεμελιώδες για το μαρξισμό– κείμενο: «Η επανάσταση εν γένει –η ανατροπή της υπάρχουσας εξουσίας και η διάλυση των παλαιών σχέσεων– είναι μια πολιτική πράξη. Χωρίς επανάσταση δεν μπορεί όμως να επιτελεστεί ο σοσιαλισμός. Χρειάζεται αυτήν την πολιτική πράξη στο βαθμό που χρειάζεται την καταστροφή και τη διάλυση. Εκεί όμως όπου ξεκινά η οργανωτική δραστηριότητά του, εκεί όπου αναφαίνεται ο αυτοσκοπός του, η ψυχή του, εκεί ο σοσιαλισμός αποτινάζει το πολιτικό περίβλημά του.»13
Από αυτήν την αποτίναξη [του πολιτικού περιβλήματος] εξαρτάται [η όλη υπόθεση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού] και ακριβώς γι’ αυτό δεν μπορούν να το χωνέψουν οι «σοσιαλιστές» που προσβλέπουν στην πολιτική για να βγάλουν λεφτά, σε αντίθεση με τον ουτοπικό σοσιαλιστή Σεν-Σιμόν (Saint-Simon), ο οποίος ήδη από το 1802 έκανε λόγο στις «Επιστολές από τη Γενεύη» για την απλή μη πολιτική διαχείριση των πραγμάτων και την απλή μη πολιτική διεύθυνση των παραγωγικών διαδικασιών μετά από το ξεπέρασμα του καπιταλισμού. Από στενοκέφαλη χρηματική απληστία, διαφημίζουν άλλα πολιτικά περιβλήματα, κάτω από τα οποία η εκμετάλλευση των προλετάριων πραγματοποιείται ακριβώς όπως και κάτω από τα σημερινά [περιβλήματα]. «Ακόμη και οι ριζοσπάστες και οι επαναστάτες πολιτικοί αναζητούν το λόγο των δεινών όχι στην ουσία του κράτους, αλλά σε μια συγκεκριμένη κρατική μορφή, στη θέση της οποίας θέλουν να θέσουν μια άλλη κρατική μορφή.»14 Το ίδιο το κράτος είναι η πηγή του κακού. Εδώ έχουμε μια πολύ σημαντική κομμουνιστική ιδέα, την οποία ανέπτυξε θεωρητικά ο Μαρξ, μέχρι που αυτή αποδείχτηκε αργότερα στην πράξη από την Παρισινή Κομμούνα: Πώς το προλεταριάτο ξεπερνά το κράτος και αποτινάζει το πολιτικό περίβλημα. Αρχικά τσακίζει την παλιά αστική κρατική μηχανή και δημιουργεί μια Κομμούνα, για την οποία ο Ένγκελς σημείωνε ήδη ότι δεν είναι κράτος [με την πλήρη έννοια του όρου].
Τι είναι αυτό που συνιστά την ουσία αυτού του «κράτους» της Κομμούνας; Μπορεί κανείς να γράψει ολόκληρες βιβλιοθήκες για τον κομμουνισμό και για την καλλιέργεια της δημιουργίας, για την εξαφάνιση των αργόσχολων που δεν παράγουν τίποτα. Ωστόσο, καθοριστικό στοιχείο είναι η μείωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου. Οι εργαζόμενοι δε χρειάζεται να εξαντλούνται και να ξεθεώνονται τόσο πολύ στη δουλειά, κάτι που θα έχει ως συνέπεια να μπορούν να ασχολούνται με την πολιτική, τον πολιτισμό, τη λογοτεχνία. Η Κομμούνα πρέπει να επιφέρει βαθιές τομές στη σάρκα της παλιάς κοινωνίας.
Πώς προστατεύτηκε η Παρισινή Κομμούνα από την επιρροή των μεγάλων παράσιτων της Γαλλίας και των διανοούμενών τους, οι οποίοι συνωστίζονταν φυσικά κυρίως στο Παρίσι; Έθεσε τα πάντα κάτω από την κρίση της εργασίας. Κατέστησε τους εκλεγμένους αντιπροσώπους ανά πάσα ώρα και στιγμή ανακλητούς, τους πλήρωνε απλά ένα μέσο εργατικό μισθό και φρόντιζε ώστε όλες οι εργάτριες και οι εργάτες να μπορούν να παίρνουν μέρος στα αντιπροσωπευτικά σώματα της απλής κρατικής μηχανής τους, αφότου θα έχουν νωρίτερα τσακίσει την πολύπλοκη αστική κρατική μηχανή.
«Στο σοσιαλισμό θα διοικούν όλοι με τη σειρά και θα συνηθίσουν γρήγορα στο να μη διοικεί κανείς.»15 Αυτή λοιπόν είναι η διαδοχή: Τσάκισμα, απονέκρωση. Γίνονται δύο μεταβάσεις: Το ταξικό επαναστατικό πέρασμα από τη δικτατορία της αστικής τάξης στη δικτατορία του προλεταριάτου και το πέρασμα από το μισο-κράτος που υπάρχει στη δικτατορία του προλεταριάτου στο καθόλου κράτος.
Το τσάκισμα, όπως δείχνει και η ίδια η λέξη, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο βίαια, καθώς με το τσάκισμα του αστικού κράτους τσακίζεται επίσης και ο κατασταλτικός μηχανισμός του. Ο Ένγκελς στο Αντι-Ντίρινγκ «τραγουδάει» ένα άσμα ασμάτων υπέρ της επαναστατικής βίας κι εκθειάζει τη μεγάλη ηθική και πνευματική ανάκαμψη μετά από κάθε επανάσταση: «Το ότι η βία, όμως, παίζει κι έναν άλλο ρόλο στην Ιστορία, ένα ρόλο επαναστατικό, το ότι, με τα λόγια του Μαρξ, είναι η μαμή της κάθε παλιάς κοινωνίας, η οποία εγκυμονεί μια καινούργια κοινωνία, το ότι είναι το εργαλείο με το οποίο η κοινωνική κίνηση επιβάλλεται και σπάει τις αποστεωμένες νεκρές πολιτικές μορφές –για όλα αυτά ο κύριος Ντίρινγκ δε λέει ούτε λέξη. Μόνο με αναστεναγμούς και βογκητά παραδέχεται ότι υπάρχει μια δυνατότητα, ότι, ίσως, χρειαστεί βία για την πτώση της εκμεταλλευτικής οικονομίας.
Δυστυχώς! Γιατί η κάθε χρήση βίας υποβαθμίζει ηθικά τον εφαρμοστή της. Και αυτό, μάλιστα, παρόλο το υψηλό ηθικό και πνευματικό φτερούγισμα που ήταν η συνέπεια της κάθε νικηφόρας επανάστασης!»16
Το 1918, ο Κάουτσκι αναδείχτηκε ως διάδοχος του Ντίρινγκ: Τον Οκτώβρη, οι μπολσεβίκοι τα έκαναν θάλασσα, η επανάσταση θα έπρεπε να είχε ειρηνικό-κοινοβουλευτικό χαρακτήρα. Αυτό είναι το κεντρικό νόημα της μπροσούρας του Η δικτατορία του προλεταριάτου, την οποία έγραψε στις 5.8.1918 και δημοσίευσε το Νοέμβρη του 1918 και στην οποία επιτέθηκε στον Λένιν με ανάρμοστο τρόπο, χρησιμοποιώντας μαρξιστικό λεξιλόγιο.
Ο Λένιν αντέδρασε άμεσα με το έργο του Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι, το οποίο κυκλοφόρησε επίσης το 1918. Σε αυτό το αντι-Κάουτσκι έργο, ο Λένιν διαπιστώνει ότι το ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης βρίσκεται πρακτικά στην ημερήσια διάταξη για μια ολόκληρη σειρά κρατών και ορίζει τη δικτατορία του προλεταριάτου ως οπλισμό του λαού, ο οποίος δε συνδέεται με κανένα είδος νόμου και βασίζεται άμεσα στη βία. Καμία επανάσταση δεν τα βγάζει πέρα χωρίς έκτακτα ειδικά όργανα τα οποία σκοπεύουν στην καταστολή, χωρίς συμβιβασμούς, της αντεπανάστασης.
Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί των εκάστοτε κυρίαρχων τάξεων κατέφευγαν, άλλωστε, πάντα σε μυστικά όργανα [επιβολής της ταξικής κυριαρχίας], καθώς από την εποχή της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις τα ταξικά προσδιορισμένα όργανα επιβολής της κυριαρχίας δε συμπίπτουν πια, όπως πριν, με τον αυτόβουλο οπλισμό του πληθυσμού.
Ο Κάουτσκι ανήκει σ’ εκείνους οι οποίοι αναγνωρίζουν το μαρξισμό μόνο στα λόγια, αλλά δε θέλουν να είναι σκληροί και άγριοι απέναντι στους πλούσιους και ισχυρούς και γι’ αυτόν το λόγο διακηρύσσουν ότι οι λαοί δεν έχουν κανένα δικαίωμα να τιμωρούν τους αντεπαναστάτες. Γι’ αυτούς επιτρέπεται η λεκτική πολιτική αντιπολίτευση, όχι όμως και η βίαιη ένοπλη επανάσταση. Η πολιτική κατ’ αυτούς πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργούσε στον παλιό κρατικό μηχανισμό, δηλαδή ως κοινοβουλευτικός-γραφειοκρατικός κρετινισμός. Το περισσότερο για το οποίο κάνει λόγο ο αποστάτης Κάουτσκι είναι η μετατόπιση της εξουσίας στο εσωτερικό του κράτους και η ανάδειξη του κοινοβουλίου σε αφέντη της κυβέρνησης. Λέει ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι άρχουσες τάξεις αποχωρούν οικειοθελώς από την εξουσία, χωρίς ωστόσο να μπορεί να το αποδείξει.
Και αυτό το λέει μετά από την Παρισινή Κομμούνα, η οποία μάλλον επέφερε πολύ λίγα χτυπήματα στις κεφαλές των σοσιαλδημοκρατών. Χειροκρότησε την αστική δημοκρατία στην πάλη της ενάντια στη φεουδαρχία και τόνισε την προοδευτικότητά της, προκειμένου να κάνει την προλεταριακή δημοκρατία που γεννήθηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση να φαίνεται παλιά. Η αντιμπολσεβίκικη κριτική του έχει τις ρίζες της στο Διαφωτισμό του 18ου αιώνα και στην αρχαία δουλοκτητική δημοκρατία. Αυτό είναι πέρα για πέρα αστικό· θα μπορούσε κανείς να συλλογιστεί τη νοσταλγία για την αρχαία δημοκρατία στο θεωρητικό προκαταρκτικό στάδιο της Γαλλικής Επανάστασης, ενώ εδώ θα μπορούσε να αναφερθεί το κοινωνικό συμβόλαιο του Ρουσό ως αντιπροσωπευτικό. Ο Κάουτσκι, στον οποίο ο Λένιν αποδίδει διανοητικό επίπεδο ενός δεκάχρονου κοριτσιού, δεν καταλαβαίνει ότι υπάρχει δημοκρατία και δημοκρατία: Εκείνη που κατευθύνεται ενάντια στη φεουδαρχία κι εκείνη που κατευθύνεται ενάντια στην αστική δημοκρατία. Απέναντι στον καουτσκιανισμό επιβάλλεται να πούμε ξεκάθαρα λόγια: «Το προλεταριάτο, το κατώτερο στρώμα της σημερινής κοινωνίας, δεν μπορεί να σηκωθεί, δεν μπορεί ν’ ανυψωθεί χωρίς να τιναχτεί στον αέρα όλο το εποικοδόμημα των στρωμάτων που αποτελούν την επίσημη κοινωνία.»17
Ένα αστικό κράτος δεν μπορεί ποτέ να απονεκρωθεί· αντίθετα, μεγαλώνει και φουντώνει σαν τη βατομουριά και –όπως και αυτή– δημιουργεί πληγές στους ανθρώπους, τους κόβει, με αποτέλεσμα να χυθεί αίμα. Τα παράσιτα μπορούν να ζουν μόνο από το ξεζούμισμα ενός συγκεκριμένου είδους –εδώ της ανθρώπινης εργατικής δύναμης– και η αστική κρατική μηχανή είναι ο θεσμός ο οποίος προστατεύει και αγιοποιεί αυτό το ξεζούμισμα. Κάθε αστική επανάσταση επεκτείνει και τελειοποιεί τον [κρατικό] μηχανισμό της και δε θα μπορούσε να γίνεται διαφορετικά. «Στον καπιταλισμό έχουμε κράτος με την καθαυτό έννοια του όρου.»18 Το κράτος φτάνει στον καπιταλισμό στο απόγειό του, στην ανώτερη βαθμίδα του, και από εκεί ξεκινάει η πτώση του. Δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς· ο ανώτατος βαθμός ωριμότητας δε θα ήταν ανώτατος βαθμός ωριμότητας αν δε συνέπιπτε με την απαρχή της πτώσης. Στην ύψιστη ολοκλήρωσή της, η δημοκρατία καθίσταται περιττή. «Όσο πληρέστερη είναι η δημοκρατία τόσο πιο κοντά βρίσκεται η στιγμή που γίνεται περιττή.»19
Οι εξαγορασμένοι από την αστική τάξη αξιωματικοί και κρατικοί υπάλληλοι αντιδρούν σε κάθε σκίρτημα της ταξικής πάλης και βρίσκονται [μόνιμα] σ’ ένα λιγότερο ή περισσότερο καλυμμένο εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους μισθωτούς εργαζόμενους και τους καπιταλιστές, στη διάθεση φυσικά των τελευταίων. Αυτός ο εμφύλιος πόλεμος ξεσπάει τόσο νωρίτερα όσο πιο αναπτυγμένη είναι η δημοκρατία. Οι κορυφές του στρατού, της αστυνομίας και της διοικητικής δομής του κράτους αποτελούν πραγματικά προπύργια απανθρωπιάς που στελεχώνονται από ματαιόδοξους εχθρούς του λαού που δεν παράγουν τίποτα. Στον καπιταλισμό δεν μπορεί να είναι αλλιώς και κάθε έρευνα που διατηρεί τους κανόνες της επιστημονικής σοβαρότητας δεν μπορεί να καταλήξει σε κάποιο άλλο συμπέρασμα.
7. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Υπάρχει ακόμη ένα μικρό κείμενο του Φρίντριχ Ένγκελς, γραμμένο το 1872, ένα χρόνο μετά από την ήττα των εργατών του Παρισιού, που φέρει τον τίτλο: «Για την εξουσία». Σε αυτό βρίσκουμε ακόμη ένα σημαντικό στοιχείο για τους προλετάριους επαναστάτες. «Μια επανάσταση είναι ασφαλώς το αυθεντικότερο πράμα που υπάρχει. Είναι μια πράξη με την οποία ένα μέρος του πληθυσμού επιβάλλει τη θέλησή του στο άλλο με όπλα, με λόγχες και με κανόνια, δηλαδή με τα πιο αυταρχικά μέσα που μπορούσε να φανταστεί κανείς.»20 Κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει ότι και πάλι αντιγράφω ένα τσιτάτο του Ένγκελς, όμως ο Λένιν, που θεωρούσε τον Ένγκελς μεγάλο γνώστη των στρατιωτικών πραγμάτων, υιοθέτησε αυτό το απόσπασμα στο βασικό του έργο πολεμικής Κράτος και επανάσταση και σ’ εκείνο ενάντια στον αποστάτη Κάουτσκι, το οποίο μπορεί κανείς να διαβάσει ως σταδιακή εμβάθυνση των βασικών κειμένων του έργου Κράτος και επανάσταση.
8. Η ΚΑΤΟΧΗ ΟΠΛΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΙΕΖΟΜΕΝΗ ΤΑΞΗ
Παραμένοντας στο πλαίσιο της θεωρίας του Λένιν για την επανάσταση, έχουμε επίσης και το ακόλουθο: Στην εισαγωγή του έργου του Μαρξ Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, ο Ένγκελς παρατήρησε το 1891 ότι στη Γαλλία, μετά από κάθε επανάσταση, οι εργάτες ήταν οπλισμένοι· μετά από αυτό, ο αφοπλισμός των εργατών ήταν για την αστική τάξη το ύψιστο καθήκον και γι’ αυτόν το λόγο μετά από κάθε επανάσταση ξεσπούσε ένας νέος αγώνας, ο οποίος τελείωνε με την ήττα των εργατών που είχαν παλέψει για τη νίκη της επανάστασης.
Αυτή είναι η ουσία του πράγματος: Κατέχει η καταπιεζόμενη τάξη όπλα;
Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι στην ουσία ένα κράτος οπλισμένων εργαζόμενων σύμφωνα με τον τύπο της Κομμούνας, το οποίο φυσικά δεν μπορεί να γίνει ανεκτό από ένα αστικό κράτος, αλλά πρέπει αμέσως να κατασταλεί. Είναι μια εξουσία που βασίζεται άμεσα στη βία των μαζών χωρίς κάποιον υπαλληλικό μηχανισμό. «... Έτσι που το ίδιο το ένοπλο προλεταριάτο να είναι η κυβέρνηση.»21
9. Η ΥΠΑΡΞΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΘΝΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
«...να βαδίσει προς το θάνατο.»
Πότε υπάρχει επαναστατική κατάσταση;
Μόνο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης μπορεί να διαμορφωθεί ένας επαναστατικός στρατός στη βάση μιας από τα πριν δημιουργημένης μάζας επαναστατών στελεχών. Κατά κανόνα, για να φτιαχτεί ο επαναστατικός στρατός χρειάζονται μερικοί μήνες. Τα επαναστατικά στελέχη αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των μελλοντικών οργανώσεων μάχης, οι οποίες μπορούν να εξελίσσονται σε ημιστρατιωτικές μαζικές οργανώσεις.22 Συνεπώς, μερικοί μήνες σε μια επαναστατική κατάσταση.
Πότε, λοιπόν, υφίσταται αυτή;
Η πιο σύντομη απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να είναι στη λογική «όταν ... τότε ...». Όταν στη γενική κοινωνική εξέλιξη μιας χώρας προκύψει μια συγκυρία κατά την οποία οι κατώτερες τάξεις δε θέλουν να ζουν όπως παλιά και οι ανώτερες δεν μπορούν πλέον να ζουν όπως παλιά. Αυτό είναι ένα είδος γενικού κανόνα, ο οποίος είναι ανεπαρκής όπως κάθε γενικός κανόνας. Για αρχή όμως, είναι σημαντικό για μένα να κρατήσουμε αυτόν τον υποτυπώδη τύπο του «όταν ... τότε ...».
Ως προς αυτό το θέμα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι δεν οδηγεί κάθε επαναστατική κατάσταση σε επανάσταση. Ας δούμε, π.χ., την εξέγερση στο Αμβούργο το 1923. Τον Οκτώβρη πραγματοποιήθηκε στο Μπάρμπεκ μια σύσκεψη γυναικών με μοναδικό θέμα την πείνα, μια αντικειμενικά ευνοϊκή για την εξέγερση αφετηρία· και όμως, η εξέγερση απομονώθηκε επειδή κυριάρχησε η λογική του Πλεχάνοφ («δε θα έπρεπε να πάρουν τα όπλα»23). Διασκορπισμός που βασιζόταν σε μια επίσημη εντολή· δε συνέβη δηλαδή αυτό που είχε παρατηρήσει ο Ναπολέων, ότι μια μάχη μπορεί να φτάσει σ’ ένα τέτοιο σημείο, που ακόμα και οι πιο γενναίοι θα θέλουν να εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης. Ακόμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (ΚΚΓ) –κυρίως οι μπραντλερικοί– παρέβλεψε το γεγονός ότι στα περίχωρα της πόλης υπήρχαν χωρικοί και αγροτικό προλεταριάτο. Όποιος θέλει να στραφεί ενάντια στο χρηματοκιβώτιο της οικονομίας μιας μεγαλούπολης πρέπει και να σηκώσει ψηλά τη σημαία του Bundschuh24 και να συγκροτήσει αγροτικά στρατεύματα.25
Πρέπει κανείς να εκτιμήσει σωστά τις συνθήκες και την κατάλληλη στιγμή στην οποία μπορεί η πρωτοπορία του προλεταριάτου να καταλάβει με επιτυχία την εξουσία, έτσι ώστε να μπορεί στη συνέχεια να υπολογίζει –τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά από την κατάληψη της εξουσίας– στην υποστήριξή της από ευρύτερα στρώματα της εργατικής τάξης και των μη εργαζόμενων μαζών. Αυτό το κοσμοϊστορικό σημείο μπορούν να το προσδιορίσουν μόνο έξυπνα, έμπειρα κι εξειδικευμένα μέλη της πρωτοπορίας.26
Μετά από την κατάληψη της εξουσίας, η κυριαρχία πρέπει να εδραιωθεί, να περιφρουρηθεί και να διευρυνθεί, και αυτό γίνεται με το να εκπαιδεύονται, να διαπαιδαγωγούνται και να συμπαρασύρονται όλο και πλατύτερες μάζες εργαζόμενων από την πρωτοπορία. «Επομένως για την επανάσταση πρέπει, πρώτο, να πετύχουμε ώστε η πλειοψηφία των εργατών (ή πάντως η πλειοψηφία των συνειδητών, των σκεπτόμενων και των πολιτικά δραστήριων εργατών) να καταλάβει πέρα για πέρα την ανάγκη της επανάστασης και να είναι έτοιμη να βαδίσει στο θάνατο γι’ αυτή· δεύτερο, πρέπει οι άρχουσες τάξεις να περνούν κυβερνητική κρίση που τραβά στην πολιτική ακόμη και τις πιο καθυστερημένες μάζες (το γνώρισμα κάθε πραγματικής επανάστασης είναι ότι γρήγορα δεκαπλασιάζεται ή ακόμη κι εκατονταπλασιάζεται ο αριθμός των ικανών για πολιτικό αγώνα εκπροσώπων της εργαζόμενης και καταπιεζόμενης μάζας που ως τότε ήταν απαθής), εξασθενεί την κυβέρνηση και κάνει δυνατή για τους επαναστάτες τη γρήγορη ανατροπή της.»27
Επαναστατική κατάσταση υπάρχει όταν οι κατώτερες τάξεις δε θέλουν πλέον να ζουν όπως ζούσαν μέχρι τώρα και το συνειδητοποιούν και οι ανώτερες δεν μπορούν να ζουν και να κυβερνούν όπως πριν. Μόνο τότε μπορεί να νικήσει η επανάσταση.
Μια επανάσταση είναι αδύνατη χωρίς μια γενική πανεθνική κρίση, η οποία συμπαρασύρει πέραν του συνηθισμένου βαθμού και τις δύο πλευρές, εκμεταλλευτές κι εκμεταλλευόμενους, και χωρίς αλλαγές που έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα. Οι αντιθέσεις στο στρατόπεδο των κυρίαρχων πρέπει να είναι πολύ πιο οξυμένες απ’ ό,τι συνήθως. Σε κάθε επαναστατική κατάσταση πρέπει να ισχύουν τα εξής: «1) Όλες οι εχθρικές προς εμάς ταξικές δυνάμεις να τα έχουν αρκετά χαμένα, να έχουν αρκετά φαγωθεί αναμεταξύ τους, αρκετά εξασθενήσει από έναν αγώνα ανώτερο από τις δυνάμεις τους· έτσι, ώστε 2) όλα τα ταλαντευόμενα, διστακτικά, ασταθή, ενδιάμεσα στοιχεία, δηλαδή η μικροαστική τάξη, η μικροαστική δημοκρατία σε διάκριση από την αστική τάξη, να έχουν αρκετά ξεσκεπαστεί μπροστά στο λαό, να έχουν αρκετά ρεζιλευτεί με τη χρεοκοπία τους στην πράξη· έτσι, ώστε 3) στο προλεταριάτο να έχει αρχίσει και να αναπτύσσεται εντατικά μια μαζική τάση για υποστήριξη των πιο αποφασιστικών, απεριόριστα τολμηρών, επαναστατικών ενεργειών ενάντια στην αστική τάξη. Τότε η επανάσταση θα είναι πια ώριμη, τότε η νίκη μας ... είναι εξασφαλισμένη.»28
Το 1844 ο νεαρός Μαρξ σημείωνε –σε ένα γράμμα του προς τον Άρνολντ Ρούγκε (Arnold Ruge)– ότι η ανατροπή της κυρίαρχης εξουσίας και η διάλυση των παλιών σχέσεων είναι μια πολιτική πράξη. Ποτέ όμως δεν επιτρέπεται το προλεταριάτο να σταματήσει σε μια απλή πολιτική πράξη. Σε τι χρειάζονται οι ανθρωπιστικές σκέψεις αν δεν προχωράει στο οικονομικό φόντο η «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών»; Αυτό το λαμβάνει υπόψη κάθε επιστημονικά σοβαρή μελέτη της Οκτωβριανής Επανάστασης, έτσι ώστε σε κάθε κατάλληλη ευκαιρία να το ενσωματώνει στην επαναστατική ανάλυση. Με την απαλλοτρίωση πραγματοποιείται το πέρασμα από την πολιτική πράξη στην οικονομική βάση και μόλις αυτή προσδίδει χειροπιαστό περιεχόμενο στην επαναστατική θεωρία.
10. Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΕΙΡΑ ΤΩΝ «ΕΚΘΡΟΝΙΣΜΕΝΩΝ» ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΩΝ ΣΤΙΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Γιατί το προλεταριάτο χρειάζεται μια κρατική εξουσία ενάντια στις απόψεις των σοσιαλσοβινιστών –οι οποίοι βάζουν την αστική πατρίδα πιο ψηλά και από το συμφέρον της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης– των οπορτουνιστών –οι οποίοι αποτελούν το βασικό εχθρό του επαναστατικού εργατικού κινήματος– αλλά και των αναρχικών, των ρεβιζιονιστών και των καουτσκιστών;
Ο Λένιν δίνει την απάντηση στο βασικό του έργο πολεμικής ενάντια στον Κάουτσκι: «Οι εκμεταλλευτές, για πολύ καιρό ύστερα από την επανάσταση διατηρούν αναπόφευκτα μια σειρά τεράστια πραγματικά πλεονεκτήματα: Τους μένουν τα λεφτά (το χρήμα δεν μπορεί να καταργηθεί αμέσως), κάποια κινητή περιουσία, συχνά σημαντική, τους μένουν οι σχέσεις, η αποκτημένη πείρα της οργάνωσης και της διοίκησης, η γνώση όλων των “μυστικών” της διακυβέρνησης (συνήθειες, μέθοδοι, μέσα, δυνατότητες), τους μένει η ανώτερή τους μόρφωση, οι στενοί δεσμοί με το ανώτατο τεχνικό προσωπικό (που ζει και σκέπτεται αστικά), τους μένει μια ασύγκριτα μεγαλύτερη πρακτική πείρα στα στρατιωτικά ζητήματα (πράγμα πολύ σπουδαίο) κτλ. κτλ.»29
Από στρατιωτικής πλευράς, οι ηγέτες της εξέγερσης έχουν κατά κανόνα –για να το πούμε στη γλώσσα του κοινού στρατιώτη– «λιγότερα εφόδια» από τους επαγγελματίες αξιωματικούς και συχνά οι εξεγέρσεις κ.ά. αποτυγχάνουν διότι οι επαναστάτες δεν μπορούν να χειριστούν τα όπλα που έχουν πάρει ως λάφυρα, ιδιαίτερα στις χώρες που δεν έχουν υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Η απόγνωση μπορεί να εξαπλωθεί και η κατάσταση να φτάσει σε ένα τέτοιο οριακό σημείο όπου τίποτα δε θα είναι υπέρ της επανάστασης και όλα θα είναι υπέρ της αντεπανάστασης, με συνέπεια οι μαρξιστές να μετατραπούν [άθελά τους] σε αντεπαναστάτες.
Πρέπει να περάσουν από αυτό που ο Μαρξ στην Μπρυμαίρ χαρακτήρισε ως τρόμο της προλεταριακής επανάστασης μπροστά στον ίδιο της τον εαυτό. Ο μαρξιστής Κάουτσκι λύγισε. Για παράδειγμα, πασάλειψε την επαναστατική επαγρύπνηση με τον ισχυρισμό ότι οι καπιταλιστές μάλλον παραδίδονται στη μοίρα τους αν σε συνθήκες γενικού εκλογικού δικαιώματος περάσουν στη μειοψηφία.30
Ένας μεγάλος κίνδυνος απειλεί τη σοσιαλιστική επανάσταση, η μικρή παραγωγή. Μέσα στη μικρή παραγωγή σιγοκαίει η φλόγα που μπορεί να αναζωπυρώσει την πυρκαγιά της αντεπανάστασης, επειδή μέρα με τη μέρα και ώρα με την ώρα ανοίγει το δρόμο στην καπιταλιστική νοοτροπία. Έτσι, η μικρή παραγωγή και η αγροτιά αποτελούν κίνδυνο και, όπως λέει ο Λένιν στον Αριστερισμό, «...γιατί η αγροτιά ξαναγεννά συνεχώς την αστική τάξη»31.
Σημειώσεις
* Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο γερμανικό περιοδικό Offen-siv, τεύχ. 1/2020. Λόγω έκτασης, αναδημοσιεύεται στην ΚΟΜΕΠ σε τρία μέρη.
1. Σ.τ.Μ.: Πρόκειται για το απόσπασμα που αναφέρεται στην αποδιοργάνωση του στρατού, βλ. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 2/2020, σελ. 149-150.
2. Σ.τ.Μ.: Ο συγγραφέας υπονοεί εδώ τις αναφορές των Μαρξ και Ένγκελς στον Πρόλογο στη γερμανική έκδοση του 1872 του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος (με ημερομηνία 24.6.1872) όπου μεταξύ άλλων αναφέρουν: «Μερικά σημεία θα μπορούσαν εδώ κι εκεί να διορθωθούν. Η πρακτική εφαρμογή αυτών των αρχών, εξηγεί το ίδιο το Μανιφέστο, θα εξαρτηθεί παντού και πάντα από τις υπάρχουσες ιστορικές συνθήκες και γι’ αυτό δεν αποδίδεται καθόλου ιδιαίτερη σημασία στα επαναστατικά μέτρα που προτείνονται στο τέλος του ΙΙ μέρους. Αυτό το μέρος θα το παρουσιάζαμε σήμερα από πολλές απόψεις διαφορετικά. Μπρος στην τεράστια ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας στα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια και στην κομματική οργάνωση της εργατικής τάξης που προοδεύει μαζί της, μπρος στην πρακτική πείρα, πρώτα της επανάστασης του Φλεβάρη, και πολύ περισσότερο ακόμα της Κομμούνας του Παρισιού, όπου για πρώτη φορά το προλεταριάτο κράτησε την πολιτική εξουσία δύο ολόκληρους μήνες, το πρόγραμμα αυτό πάλιωσε σε μερικά σημεία. Η Κομμούνα, ιδίως, απέδειξε ότι δεν μπορεί ‘‘η εργατική τάξη να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να την βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς’’» (Καρλ Μαρξ - Φρίντριχ Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, σελ. 8, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1998).
3. Βλέπουμε πόσο στενά συνδέεται στο μαρξισμό η διεύρυνση των θεωρητικών οριζόντων του με την πράξη των ταξικών αγώνων και των εμφύλιων πολέμων [Σ.τ.Μ.: Εδώ σημειώνουμε απλώς ότι ο εδραιωμένος όρος «εμφύλιος πόλεμος» δεν αποδίδει σωστά το γερμανικό Bürgerkrieg και το αγγλικό civil war, ούτε φυσικά και το πραγματικό ταξικό περιεχόμενο αυτών των πολέμων]: Η Κομμούνα αποτέλεσε την απόδειξη. Οι αγώνες του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη περιλαμβάνουν πάντα σε εμβρυώδη μορφή στοιχεία εμφύλιου πολέμου, δηλαδή του εξολοθρευτικού πολέμου του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, του πολέμου της τάξης που παράγει ενάντια στην τάξη που ιδιοποιείται· του πολέμου που αποτελεί την κλιμάκωση της ταξικής του πάλης. Τα όρια ανάμεσα στον ταξικό αγώνα και τον εμφύλιο πόλεμο είναι κινητά. Η Κομμούνα αποτέλεσε την απόδειξη. Αλλιώς δεν μπορεί να κατανοείται το ζήτημα στον επιστημονικό σοσιαλισμό. Η ορθότητα όλων των διαπιστώσεων πρέπει να δοκιμάζεται στην ιστορική-πολιτική πράξη κάτω από τις εκάστοτε συνθήκες, και μάλιστα όχι λαμβάνοντας υπόψη μόνο κάποια επιμέρους στοιχεία αυτής της πράξης, αλλά όλα τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής στην αλληλεξάρτησή τους. Γι’ αυτό, μόνο γενικοί υπαινιγμοί μπορούν να γίνουν για την περαιτέρω πορεία του εργατικού κινήματος στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Πρέπει να είναι γενικοί, για να μη γλιστράνε στο αναλυτικό πρόγραμμα του ουτοπικού κομμουνισμού, προς το οποίο είναι αδύνατο να κατευθυνθεί η πραγματική ιστορική κίνηση. Ο θεωρητικός επιχειρεί στο κεφάλι του ασταθείς λογικούς συλλογισμούς στερεώνοντάς τους σε μια διανοητική διαδικασία εξέλιξης, ενώ οι μάζες δρουν ιστορικά για να ι ximeronews