Στο θέμα του κατώτατου μισθού, αλλά και στη σύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές, με αφορμή τη λήξη της σχετικής προθεσμίας, αναφέρθηκε ο Υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Χάρης Θεοχάρης, μιλώντας στο ΕΡΤΝews και την εκπομπή Update.
Ως προς τα POS ανέφερε ότι: «Προφανώς τώρα, στο τέλος της προθεσμίας υπάρχει μια πίεση προς τους τελικούς υπόχρεους επαγγελματίες, μαγαζάτορες, ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι πρέπει να διασυνδέσουν τις ταμειακές μηχανές.
Είχαμε τις τελευταίες μέρες μια αυξημένη πρόοδο. Έχουμε πάνω από πεντέμισι χιλιάδες διασυνδέσεις την ημέρα και αυτό είναι πάρα πολύ θετικό.
Λήγει η προθεσμία τη Δευτέρα, όμως δεν είναι η μόνη επιλογή που έχουν οι έμποροι να διασυνδέσουν τα POS με τις ταμειακές. Υπάρχει η επιλογή του να δηλωθεί από τον εγκαταστάτη ένα ραντεβού γι αυτούς μέσα στον Απρίλιο.
Αυτό έχει συμβεί σε πάρα πολλές περιπτώσεις.
Πάνω από 100.000 είναι πια τα ραντεβού, 120.000 περίπου τα ραντεβού τα οποία έχουν δηλωθεί και αυτό είναι και αυτό πολύ σημαντικό.
Η μία περίπτωση είναι να έχουν διασυνδεθεί οπότε έχουν τελειώσει. Η δεύτερη περίπτωση είναι να έχουν κλείσει ραντεβού για τον Απρίλιο και αυτό να δηλωθεί από τον εγκαταστάτη με αυτόν τον τρόπο, προφανώς έχουμε ένα μήνα για να γίνει αυτή η διασύνδεση.
Η τρίτη επιλογή είναι να δηλώσουν οι ίδιοι στο μητρώο τους ότι προτίθενται να αγοράσουν ή έχουν αγοράσει και θα ενεργοποιήσουν μέσα στον Απρίλιο μία από αυτές τις συσκευές που έχουν και τα δύο είναι και ταμειακή και POS.
Σε αυτή την περίπτωση προφανώς έχουν μέχρι τον Απρίλιο να ενεργοποιήσουν αυτή τη συσκευή και να φανούν στο σύστημα. Και προφανώς θα πρέπει να αποσύρουν το POS το όποιο έχουν και το οποίο δεν το διασυνδέουν.
Δεν φτάνει μόνο να βάλουν αντίστοιχα την ταμειακή τους.
Και η τρίτη επιλογή είναι στην περίπτωση που αυτοί δεν είναι υπόχρεοι στην πραγματικότητα της διαχείρισης της ταμειακής, γιατί χρησιμοποιείται από το σύστημα διαχείρισης του πελατολογίου τους κτλ και ουσιαστικά είναι μΕ SOFTWARE ο τρόπος που βγαίνουν οι αποδείξεις και τα τιμολόγια τους, αυτό είναι περισσότερο σε επιχειρήσεις οι οποίες έχουν και τιμολόγια και αποδείξεις. Είναι λίγο πιο πιο σύνθετη η λειτουργία τους.
Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει μια δεύτερη διαδικασία που έχει τις δικές της προθεσμίες. Δηλαδή μέχρι τέλος Μαΐου αυτοί θα πρέπει να έχουν διασυνδεθεί αντίστοιχα μέσα στον Ιούνιο.
Ο τεχνικός έχει ειδική εφαρμογή στην ΑΑΔΕ. Τους έχουμε ειδοποιήσει, τους έχουμε στείλει και διαδοχικά email.
Το ίδιο έχει γίνει και στους τελικούς εμπόρους και επαγγελματίες, αλλά το έχουμε κάνει και στους τεχνικούς τους, οι οποίοι δηλώνουν όλες αυτές τις υποκατηγορίες.
Στην περίπτωση ότι υπάρχει ραντεβού ή προφανώς κάνουν τις διασυνδέσεις και με αυτό τον τρόπο ενεργοποιείται η διασύνδεση και το ξέρει η ΑΑΔΕ.
Άρα υπάρχει μεθοδολογία, την ξέρουν, είναι γνωστή και νομίζω δεν θα έχουμε πρόβλημα, από αυτή την άποψη τουλάχιστον».
Συνέχισε λέγοντας πως: «Τα ραντεβού που έχουν ήδη δηλωθεί, είναι γύρω στις 120.000.
Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται 24 μέρες για να ολοκληρωθούν αυτά τα ραντεβού, σύμφωνα με τις 5.000 κατά μέσο όρο.
Όποιος δεν έχει κάνει τίποτα από όλα αυτά, δηλαδή δεν έχει βρει εγκαταστάτη για να τους δηλώσει ένα ραντεβού, δεν έχει διασυνδεθεί, δεν έχει δηλώσει ο ίδιος ότι θα βάλει μέσα στον Απρίλιο.
Αυτές οι τέσσερις κατηγορίες υπάρχουν, προφανώς θα τον ειδοποιήσουμε.
Αυτοί οι άνθρωποι, να ξέρετε, τους στέλνουμε σχεδόν κάθε δύο τρεις μέρες με email και τους εξηγούμε τις επιλογές αυτές.
Είναι ενημερωμένοι και με αυτό τον τρόπο ξέρουν κιόλας ότι είναι στην κατηγορία που ας πούμε ενδέχεται αν δεν κάνουν τίποτα μέχρι τη Δευτέρα το βράδυ να έχουν πρόβλημα με τα πρόστιμα.
Θα τους ειδοποιήσουμε τις επόμενες μέρες μετά την παρέλευση της προθεσμίας προφανώς αν για παράδειγμα έχουν το ραντεβού και το έχουν εγγράφως, αλλά δεν έχει δηλωθεί από τον εγκαταστάτη, δεν φταίνε οι ίδιοι.
Το ραντεβού υπάρχει, είναι υπαρκτό και απλώς δεν έχει δηλωθεί στην εφαρμογή.
Δηλαδή υπάρχει μια τυπική παράβαση.
Προφανώς τότε δεν θα τους επιβάλλουμε ένα πρόστιμο, άρα θα εξετάσουμε και την ουσία του αν εμπίπτει σε μία από αυτές τις κατηγορίες, όχι μόνο αν είναι δηλωμένος».
Τα ηλεκτρονικά τιμολόγια
Ο κ. Θεοχάρης τόνισε πως: «Αυτά είναι ενεργοποιημένα αυτή τη στιγμή στην εφαρμογή Μy Data. Συνεπώς οι εταιρίες που θέλουν να τα χρησιμοποιήσουν μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν έτσι και να αρχίσουν λίγο να κάνουνε, να δοκιμάζουν λίγο τη διαδικασία αυτή, θα βγουν και κάποιες αποφάσεις του διοικητή της ΑΑΔΕ τις επόμενες μέρες, αρχικά σε διαβούλευση και μετά θα υπογραφούν ώστε να αρχίσουμε λίγο και να καταλαβαίνει και ο κόσμος ακριβώς.
Θα έχει κατ’ αρχήν έναν δοκιμαστικό χαρακτήρα, στο πρώτο στάδιο, ένα πιλοτικό στο δεύτερο στάδιο δηλαδή, ας πούμε κάποια στιγμή το καλοκαίρι λίγο μετά, ώστε κάποιοι κλάδοι να υποχρεωθούν να τις χρησιμοποιήσουν ή κάποιες υποκατηγορίες επιχειρήσεων και με αυτόν τον τρόπο να δούμε στην πράξη τα προβλήματα και σε τρίτο στάδιο θα έχουμε την οριστική εφαρμογή τους σε όλη την αλυσίδα των μεταφορών».
Ο κατώτατος μισθός
Ως προς το θέμα αυτό ο κ. Θεοχάρης σχολίασε πως: «Η σημερινή ανακοίνωση είναι μια πάρα πολύ σημαντική ανακοίνωση, Ένας σταθμός θα έλεγα.
Διότι η κυβέρνηση αποδεικνύει πως σταθμίζει δύο αντικρουόμενες ανάγκες και βρίσκει τη χρυσή τομή. Η αύξηση των 50 ευρώ δεν είναι αμελητέα. Είναι μια σημαντική αύξηση.
Φέρνει από την αρχή της τετραετίας, από τα 650 που παραλάβαμε τον κατώτατο μισθό, συνολικά μια αύξηση του 27%.
Θυμίζω ότι ο πληθωρισμός συνολικά πάνω από τέσσερα χρόνια είναι γύρω στο 14%.
Αλλά ακόμα και με αυτούς τους υπολογισμούς πια, το 27% σηματοδοτεί πραγματικές αυξήσεις. Έτσι δεν είναι αυξήσεις οι οποίες όλες έχουν φαγωθεί, να το πω έτσι, από τον πληθωρισμό.
Σε κάθε περίπτωση βλέπουμε ότι ένας δεύτερος λόγος που είναι σημαντικός σταθμός αυτή η αύξηση είναι ότι συμπαρασύρει τριετίες που ξανάνοιξαν και μια σειρά από επιδόματα.
Συνεπώς, δεν είναι μόνο όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό που θα δουν τη διαφορά, αλλά είναι και οι άνεργοι και άλλες κατηγορίες πολιτών και εργαζομένων.
Το τρίτο που και επίσης και αυτό είναι σημαντικό, ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο που έχουμε ελλείψεις σε προσωπικό, άρα ο συνδυασμός αυτής της αγοράς εργασίας με αυτές τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού συμπιέζουν, δημιουργούν δυνάμεις ανόδου και του μέσου μισθού.
Αυτό είναι αν θέλετε αυτό που θέλουμε. Δεν θέλουμε μόνο τον κατώτερο να ανεβαίνει, αλλά να ανεβαίνει και ο μέσος.
Πριν αυτή την αύξηση του κατώτατου είχαμε 20%, την αύξηση από το 2019 του κατώτατου μισθού και 19 του μέσου.
Άρα αυτό που περιμένουμε είναι μια αύξηση αυτού του 19% πιο κοντά στο 27 που έχει ο κατώτατος μισθός.
Γιατί μην ξεχνάμε ότι είναι βασική προεκλογική δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας ο μέσος μισθός να ανέβει στα 1.500 ευρώ από 1.240 περίπου που είναι τώρα».
Για το μη μισθολογικό κόστος, ο υφυπουργός επισήμανε ότι: «Πρέπει να κατανοήσουμε το εξής. Το πρώτο είναι ότι οι αυξήσεις αυτές που δίνει η κυβέρνηση είναι πράγματι παραπάνω από τις προτάσεις της εργοδοτικής πλευράς και για την ακρίβεια παραπάνω από τις προτάσεις όλες πλην της ΓΣΕΕ.
Έτσι, αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Κοιτάξτε, φοβόμαστε μήπως οι αυξήσεις, αν είναι υπέρμετρες, οδηγούν σε τρεις αρνητικές συνέπειες.
Η πρώτη είναι αύξηση στον πληθωρισμό.
Δηλαδή το διαθέσιμο εισόδημα περνάει και αυτό δίνει μια δευτερογενή αύξηση, στον πληθωρισμό.
Γι’ αυτό πρέπει να είναι λελογισμένες οι αυξήσεις. Το δεύτερο είναι η αύξηση της ανεργίας, διότι οι επιχειρήσεις οι οποίες δεν αντέχουν αυτές τις αυξήσεις, αναγκαστικά ισοφαρίζουν, ρεφάρουν με το να απολύουν υπαλλήλους τους και έτσι αυτοί που μένουν παίρνουν αυξήσεις. Αλλά κάποιοι όμως μπαίνουν στην ανεργία, δεύτερη αρνητική επίπτωση και η τρίτη είναι στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας μας.
Οι εξαγωγές δηλαδή και το εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών την πληρώνουν, διότι η χώρα μας αναγκαστικά περνάει τις αυξήσεις αυτές στις τιμές και από εκεί φυσικά έχουμε πρόβλημα στο ισοζύγιο.
Συγχρόνως είμαστε η πρώτη χώρα και πάνω από διπλάσια σε σχέση με την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Αυτό σημαίνει ότι το εισόδημα, το κατά κεφαλήν, αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς. Υπάρχει σύγκλιση.
Προφανώς δεν είμαστε εκεί που είμαστε, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν τιμές οι οποίες είναι 12% κάτω του μέσου όρου και του ευρωπαϊκού στο 88%, ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα στο 67%.
Άρα έχουμε παραπάνω αυξημένες τιμές απ’ ότι μας αναλογεί το εισόδημά μας.
Γι αυτό είναι κρίσιμη αυτή η σημερινή απόφαση, διότι θα ωθήσει αυτό το 67% να φτάσει το 88% και αν καταφέρουμε και αυτό το 88% να διατηρηθεί εκεί που είναι και να πέσει, αυτή η ψαλίδα πρέπει να κλείσει».