2024-07-05 09:44:09
Εκπαίδευση σε ανήσυχους καιρούς – Βενετόκλειο Γυμνάσιο Ρόδου, 1916
του Γ. Φασουλόπουλου
Η ελληνόφωνη εκπαίδευση σε αποικιοκρατικά καθεστώτα
Το Βενετόκλειο Γυμνάσιο στη Ρόδο αποτελεί το ένα απ’ τα δύο πρώτα σχολεία μέσης εκπαίδευσης στα Δωδεκάνησα με πρώτο έτος λειτουργίας, το 1910. Το Νικηφόρειο της Καλύμνου είναι το δεύτερο. Ακολούθησε το Πανορμήτειο της Σύμης, το 1922. Οι Δωδεκανήσιοι που επιθυμούσαν να συνεχίσουν σπουδές μέσης εκπαίδευσης πριν το 1910, θα έπρεπε να μεταναστεύσουν στη Σμύρνη, στη Χίο, στη Σάμο, στην Πόλη, στην Αίγυπτο, στη Λευκωσία ή στην Αθήνα.
Ιδρύθηκε με δωρεά και επιμέλεια δύο αδελφών, του Δημήτριου και του Μίνωα Βενετοκλή. Ο Δημήτριος Βενετοκλής (1836 – 1919) ήταν φιλόλογος με επαγγελματική εμπειρία απ’ την διεύθυνση του Αβερώφειου Γυμνάσιου της Αλεξάνδρειας, ενώ ο Μίνωας (1837 – 1920), εργάστηκε ως δικηγόρος ελληνικών επιχειρήσεων στην Αίγυπτο. Και οι δύο σπούδασαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η έναρξη λειτουργίας του σχολείου συμπίπτει με το πέρασμα της εξουσίας στα Δωδεκάνησα απ’ το Οθωμανικό Κράτος στην Ιταλοκρατία (1912 – 1943). Μετά την ιταλική ανακωχή το 1943, τα Δωδεκάνησα διοικήθηκαν απ’ τους Γερμανούς μέχρι τον Μάιο του 1945. Στη συνέχεια και μέχρι τον Ιανουάριο του 1948 ανέλαβαν ως τοποτηρητές οι Βρετανοί.
Η Ορθόδοξη Μητρόπολη της Ρόδου την περίοδο των Οθωμανών είχε κυρίαρχο ρόλο στη λειτουργία των ελληνικών σχολείων και στη δικαστική διευθέτηση αστικών διαφορών μεταξύ ορθοδόξων.
Τα σχολεία διευθύνονταν από το όργανο που ονομαζόταν Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή ή Εφορία, με πρόεδρο και αποφασιστικό παράγοντα τον εκάστοτε μητροπολίτη και μέλη εκπρόσωπους της Δημογεροντίας, δηλαδή της ελληνικής αυτοδιοίκησης. Η Εφορία οργάνωνε και αξιολογούσε το εκπαιδευτικό έργο με κυμαινόμενη αυτονομία αφού σε συνάρτηση με το πολιτικό κλίμα, άλλοτε λογοδοτούσε τυπικά και άλλοτε ουσιαστικά στην εκάστοτε διοίκηση, Οθωμανική, Ιταλική, Γερμανική ή Βρετανική.
Κατά την πρώτη περίοδο της Ιταλοκρατίας η Εφορία φαίνεται να έχει αποφασιστικό ρόλο και στον καθορισμό του Αναλυτικού Προγράμματος. Για παράδειγμα, στην τοπική εφημερίδα ΡΟΔΙΑΚΗ της 11/2/1916 (Ρ. 11/2/1916), κοινοποιείται προκήρυξη διαγωνισμού για την συγγραφή βιβλίου Γεωγραφίας της Ρόδου και των χωριών της, με περιληπτική αναφορά για στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα αλλά και στους νομούς και τις ιστορικές πόλεις της ελεύθερης Ελλάδας. Το βιβλίο προοριζόταν για τις Γ & Δ τάξεις του Δημοτικού. Μόλις μετά από τρεις μήνες, η Εφορία ανακοίνωσε ότι κατατέθηκαν τρεις κλειστές προσφορές εγχειριδίων και θα προκρινόταν η καλύτερη (Ρ. 19/5/1916).
Το ειδικό ενδιαφέρον για την ελληνική εκπαίδευση στα Δωδεκάνησα σε αυτή την ταραγμένη περίοδο, σχετίζεται με το καθεστώς της αυτοδιοίκησης των σχολείων που η λειτουργία τους ήταν εξαρτημένη από χορηγίες εύπορων πατριωτών και λιγότερο απ’ τα δίδακτρα των μαθητών, που ονομάζονταν «εισιτήρια». Αυτό το καθεστώς συνεπαγόταν επιλογή καθηγητών και διευθυντών απ’ την Δημογεροντία και την Εκκλησία, ενώ οι αποφάσεις τους όφειλαν να επικυρωθούν από τις αλλοεθνείς διοικητικές αρχές. Οι Ιταλοί επικυρίαρχοι των Δωδεκανήσων, άλλοτε προσέγγιζαν την ελληνική εκπαίδευση με επιφυλακτική ουδετερότητα και άλλοτε απολύτως εχθρικά επειδή την αντιμετώπιζαν ως λίκνο του ελληνικού εθνικισμού. Ακραία έκφραση εκπαιδευτικού επεμβατισμού αποτέλεσε η αναστολή λειτουργίας του Βενετόκλειου απ’ το 1937 ως το 1945, όταν οι Ιταλοί επέβαλαν βίαια ως κύρια γλώσσα της εκπαίδευσης και των κάθε είδους αστικών συναλλαγών τα ιταλικά.
«Βάσκανος δαίμων …»
…εφθόνησε την αρμονίαν του Γυμνασίου μας, διαβάζει ένας σύγχρονος αναγνώστης στο ψηφιοποιημένο αρχείο της εφημερίδας ΡΟΔΙΑΚΗ (Ρ. 28/1/1916).
Το άρθρο αναφέρεται στην αντίδραση των μαθητών των δυο τελευταίων τάξεων του Βενετόκλειου Γυμνάσιου στην αυστηρή βαθμολογία του καθηγητή των θρησκευτικών. Τρείς απ’ αυτούς απευθύνθηκαν εγγράφως στον Μητροπολίτη Απόστολο Τρύφωνος, πρόεδρο της Εφορίας, ζητώντας την αντικατάσταση του διδάσκοντα. Αυτός τους κάλεσε «δια τας δέουσας πατρικάς νουθεσίας». Ένας μόνον απ’ τους τρεις προσήλθε ενώπιον του. Ο Τρύφωνος τον συμβούλευσε να αποταθεί πρώτα στον καθηγητή, μετά στον γυμνασιάρχη και μέσω αυτού στην Εφορία, σχίζοντας μπρος στον μαθητή την έγγραφη αναφορά που του είχε υποβάλει.
Ο χειρισμός του Μητροπολίτη δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα αφού οδήγησε τους διαμαρτυρόμενους μαθητές σε αποχή απ’ τα μαθήματα. Η Εφορία απάντησε με μαστίγιο και καρότο. Δηλαδή ξεκίνησε με την αποβολή των πέντε μαθητών μέχρι να αναδεχθούν οι όποιοι πρωταίτιοι και ανέθεσε στον γυμνασιάρχη και τον θεολόγο του σχολείου να αναθεωρήσουν εκείνες τις βαθμολογίες στα θρησκευτικά που θα αξιολογούνταν ως υπερβολικά αυστηρές.
Από το ίδιο φύλλο της ΡΟΔΙΑΚΗΣ, εμμέσως διαφαίνεται η πίεση που δέχτηκε ο γυμνασιάρχης του σχολείου: «Την επόμενη Δευτέρα (1η Φεβρουαρίου) εορτή του Αγίου Τρύφωνος δεν εορτάζει ο ημέτερος γυμνασιάρχης κ. Τρ. Ευαγγελίδης».
Καθηγητής των θρησκευτικών με την αυστηρή βαθμολογία ήταν ο Αρχιμανδρίτης Εμμανουήλ Καρπάθιος. Μια παρέμβασή του, μόλις τρεις μήνες μετά την αποχή στο σχολείο τον δείχνει να χειρίζεται πάλι με αυταρχισμό ζητήματα που αφορούν την δημόσια έκφραση γνώμης επώνυμου παράγοντα του νησιού. Εγκαλεί δημοσίως και με αυστηρότητα (Ρ. 7/4/1916) τον Λίνδιο ιατρό Γεώργιο Παναγή, μετέπειτα δημοτικό άρχοντα της κωμόπολης, «δια καθειρώνευση θρησκευτικών εκφράσεων». Αξίζει να διευκρινιστεί ότι η κοινωνική δραστηριότητα του Παναγή εξελισσόταν γύρω και μέσα στην Εκκλησία.
Σύμφωνα με τον μελετητή Σταύρο Παπαδόπουλο που επικαλείται τα πρακτικά του σχολείου αυτής της περιόδου, την διδασκαλία των θρησκευτικών ανέλαβε αμέσως μετά την αποχή των μαθητών, ο ίδιος ο Μητροπολίτης. Αυτό συνεχίστηκε και την επόμενη σχολική χρονιά, … «μη κατορθωθείσης της εξευρέσεως καταλλήλου προσώπου».
30 Ιανουαρίου 1916 – των Τριών Ιεραρχών
Λίγες μέρες μετά την έναρξη της αποχής, την εορτή των Τριών Ιεραρχών άνοιξε ο γυμνασιάρχης του Βενετόκλειου, Τρύφων Ευαγγελίδης, μιλώντας για την εκπαίδευση στη Ρόδο μέσα στους αιώνες. Απαγγέλθηκαν ποιήματα από μαθήτριες του Παρθεναγωγείου της πόλης και «εψάλησαν άσματα» απ’ τους μαθητές της Αστικής Σχολής (Ρ. 4/2/ 1916). Προφανώς, οι μαθητές του Βενετόκλειου θα πρέπει να συνέχιζαν την αποχή.
Ο Μητροπολίτης Απόστολος Τρύφωνος στην παρέμβασή του επισήμανε την ομόφωνη απόφαση Εφορίας & Δημογεροντίας για τα συμβάντα, με διευρυμένη συμμετοχή και παλαιών μελών των δύο οργάνων, συστήνοντας στους «στασιαστές μαθητές» να επιστρέψουν στα μαθήματά τους.
Στη συνέχεια τον λόγο πήρε ο ιδρυτής και ευεργέτης του σχολείου Μίνως Βενετοκλής. Επανέλαβε τα σχετικά με την υπέρβαση ιεραρχίας που ακολούθησαν οι διαμαρτυρόμενοι μαθητές, στιγμάτισε την τελεσιγραφική διατύπωση των αιτημάτων τους και επισήμανε την ανάγκη τήρησης των σχολικών κανονισμών που η υπέρβασή τους οδηγεί σε «ημιμάθεια, παραλυσία και μαθητοκρατία».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε επιστολή μαθητή στην άλλη εφημερίδα της Ρόδου την εποχή που ιστορούμε, την ΝΕΑ ΡΟΔΟ. Στην επιστολή αναφερόταν ότι ο Βενετοκλής συναντήθηκε με πενταμελή αντιπροσωπία μαθητών που ζήτησε τη γνώμη του για την αυστηρή βαθμολογία και αυτός συμμερίστηκε τις απόψεις τους. Ο εβδομηνταεννιάχρονος Βενετοκλής αρνήθηκε την συναίνεση που του αποδόθηκε και κατήγγειλε την εφημερίδα για τον «λίβελο», ενώ δεν μπόρεσε να συνεχίσει εμφανώς συγκινημένος.
Τότε παρενέβη δυναμικά ο Μητροπολίτης και επισήμανε ότι ο εκδότης της ΝΕΑΣ ΡΟΔΟΥ Εμμανουήλ Πολεμικός, δεν είχε διαφωνήσει με τα υπόλοιπα μέλη της Εφορίας για το ζήτημα και κήρυξε το τέλος της εορτής των Τριών Ιεραρχών.
Αντιπαραθέσεις και με το εκπαιδευτικό συνδικάτο
Αυτή την περίοδο η ΝΕΑ ΡΟΔΟΣ με άρθρο του διευθυντή της, Γεώργιου Κοκκίδη, πρόβαλε το αίτημα καθηγητών και δασκάλων της Ρόδου, μέσω του ενιαίου συνδικαλιστικού συλλόγου τους «Κλεόβουλος», να μην παρακρατείται απ’ τον μισθό τους το ποσό των οκτώ φράγκων «ως μητροπολιτικό δικαίωμα». Αυτό το ποσό έπρεπε να καταβάλουν κάθε χρόνο ώστε να μπορούν να υποβάλουν αίτηση διορισμού για την επόμενη σχολική χρονιά (Ρ. 27/8/2020).
Η ΡΟΔΙΑΚΗ αντίθετα θεώρησε το γεγονός ως «ατυχή ενέργεια» του συλλόγου και επέλεξε να προβάλει την ύστερη αναδίπλωση τους με την έκφραση σεβασμού προς τον Μητροπολίτη και την πρόσθετη διευκρίνιση πως η κίνηση έπρεπε να εκληφθεί «ως παράκληση και όχι ως διαμαρτυρία» (Ρ. 7/1/1916).
«Ο πόλεμος των … Ρόδων»
Για να διασαφηνιστούν οι προηγούμενες αντεγκλήσεις, ο Γ. Κοκκίδης, διευθυντής της ΝΕΑΣ ΡΟΔΟΥ, υπήρξε σ’ αυτή τη φάση επίμονος πολέμιος του Μητροπολίτη, ενώ η ΡΟΔΙΑΚΗ εκδόθηκε με την προτροπή του Μητροπολίτη (Μαυρίδης, 2009) απ’ τον στενό συνεργάτη του – μέχρι να χωρίσουν μετά από μια εικοσαετία οι δρόμοι τους, Εμμανουήλ Καλαμπίχη, πρώην διευθυντή του δημοτικού σχολείου του χωριού Μαλώνα και της Αστικής Σχολής Ρόδου (Ρ. 22/1/1955).
Ως «πόλεμος των ρόδων» αναφέρεται ο αγγλικός εμφύλιος (1455 – 1487) μεταξύ των Οίκων της Υόρκης και του Λάνκαστερ με εραλδικά σύμβολα το λευκό και το κόκκινο ρόδο. Εδώ αντιπαρατίθενται η ΝΕΑ ΡΟΔΟΣ με την ΡΟΔΙΑΚΗ.
Στα φύλλα της εβδομαδιαίας ΡΟΔΙΑΚΗΣ απ’ τις 7/1/1916 φιλοξενούνται επιστολές παραγόντων απ’ όλο το νησί, δημογερόντων, ιερέων, ιατρών που απευθύνονται στον εκδότη Ε. Καλαμπίχη για να τον ενημερώσουν ότι αντιτίθενται στην αρθρογραφία του Γ. Κοκκίδη της ΝΕΑΣ ΡΟΔΟΥ, συμπαρίστανται στην εκπαιδευτική πολιτική του Μητροπολίτη και τέλος, διακόπτουν τη συνδρομή τους σ’ αυτή την εφημερίδα.
Στο φύλλο της 18/2/1916, όταν τα πράγματα φαίνεται να έχουν ηρεμήσει, η ΡΟΔΙΑΚΗ ζητά να σταματήσουν οι επιστολές υποστήριξης του Μητροπολίτη που παράλληλα εκφράζονταν απαξιωτικά για τον Κοκκίδη.
Η ΝΕΑ ΡΟΔΟΣ δεν έχει ψηφιοποιηθεί ώστε να μπορούμε εύκολα να ενημερωθούμε για τα αντίστοιχα σχόλια της άλλης πλευράς.
Η τελετή λήξης της ανήσυχης σχολικής χρονιάς 1915 – 1916
Η τελετή λήξης ξεκίνησε με ύμνο που απεύθυνε η σχολική χορωδία, αυτή τη φορά του ίδιου του σχολείου, προς τον Μητροπολίτη και μετά άλλον ένα προς τους ευεργέτες του σχολείου, που λόγω πένθους απουσίαζαν. Ακολούθησε η λογοδοσία του γυμνασιάρχη και η απονομή των απολυτηρίων στους μαθητές. Αυτών των μαθητών που είχαν απόσχει απ’ την σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών (Ρ. 30/6/1916) .
Απ’ το ίδιο φύλλο της ΡΟΔΙΑΚΗΣ διαπιστώνουμε ότι οι «άτακτοι» απόφοιτοι του Βενετόκλειου το 1916 ήταν 19 έφηβοι, εκ των οποίων οι 5 Συμιακοί, 3 απ’ το ροδίτικο χωριό Σορωνή και άλλοι 3 απ’ την Βιλλανόβα – το σημερινό Παραδείσι ενώ κανείς δεν καταγόταν απ’ την πόλη της Ρόδου, όπου έμενε η πλειοψηφία των Εβραίων και Ευρωπαίων του νησιού, ενώ υπήρχε και Καθολική Σχολή μέσης εκπαίδευσης που διευθυνόταν από φρερ με παράδοση και φήμη.
Μετά από λίγες μέρες (Ρ. 14/7/1916) ανακοινώνεται η πρόσληψη του Μιλτιάδη Νικολαΐδη, που υπηρετούσε ως διευθυντής στο τότε ημιγυμνάσιο Σύμης, ως νέου γυμνασιάρχη στο Βενετόκλειο χωρίς κάποιες ιδιαίτερες εξηγήσεις ή σχόλια.
Η επιλογή της Εφορίας να μην ανανεώσει την θητεία του Τρύφωνα Ευαγγελίδη, αιτιολογείται στα πρακτικά του σχολείου, «διότι απώλεσεν το κύρος του» (Σταύρος Παπαδόπουλος, 2011). Ο Παπαδόπουλος εκτιμά ως γενικότερη αιτία της αποπομπής, την συνολική διαφωνία του Ευαγγελίδη με την εκπαιδευτική πολιτική της Εφορίας και ιδιαίτερα με τον Μητροπολίτη.
Ο γυμνασιάρχης βρήκε σύμμαχους
Ο πολιτιστικός και αθλητικός σύλλογος «Διαγόρας» ιδρύθηκε το 1905 και λειτούργησε ως ένα ακόμα πεδίο έκφρασης του Δωδεκανησιακού Ελληνισμού. Τον Ιούνιο του 1916 οι αρχαιρεσίες στο σύλλογο ανέδειξαν διοικητικό συμβούλιο με την πλειοψηφία να ασκεί αντιπολίτευση στον Μητροπολίτη. Ως μέλη του εκλέχτηκαν οι δυο διευθύνοντες την εφημερίδα ΝΕΑ ΡΟΔΟΣ, Πολεμικός και Κοκκίδης, ενώ την περίοδο αυτών των αρχαιρεσιών ανανέωσε τη εγγραφή του το παλαιό μέλος του συλλόγου, Ε. Καλαμπίχης, διευθυντής της αντίπαλης ΡΟΔΙΑΚΗΣ, (Ρ. 9/6/1916).
Πρόεδρος του «Διαγόρα» αναδείχτηκε ο φλογερός ρήτορας υπέρ του Δωδεκανησιακού Αλυτρωτισμού, δικηγόρος Γ. Θ. Γεωργιάδης, που λίγο αργότερα αντικαταστάθηκε στην Εκπαιδευτική Εφορία με άλλο μέλος (Ρ. 23/6/1916). Ο Γεωργιάδης υπήρξε διαχρονικός και σταθερός αντίπαλος των απόψεων και πρακτικών του Μητροπολίτη Απόστολου Τρύφωνος, σύμφωνα με τον μελετητή Ανδρέα Μαυρίδη (2009).
Ο γυμνασιάρχης Ευαγγελίδης που «απώλεσεν το κύρος του», κατά τη διάρκεια της διετούς θητείας του, συνέγραψε μελέτη για την αρχαϊκή, ρωμαϊκή και μεσαιωνική ιστορία της Ρόδου, συγκρίνοντας τα αρχαιολογικά τεκμήρια που επισκέφτηκε, μελέτησε και φωτογράφησε με περιγραφές αρχαίων λογίων και ευρωπαίων περιηγητών των δυο προηγούμενων αιώνων. Η μελέτη εκδόθηκε απ’ τον «Διαγόρα» με τίτλο «Ροδιακά».
Στον πρόλογο που συντάχθηκε τον Σεπτέμβριο του 1916, δυο μήνες μετά την αποπομπή του Ευαγγελίδη, ο Γεωργιάδης με τον υπερθετικό τόνο που συνηθιζόταν αυτή την εποχή τον περιγράφει ως «δεινό Έλληνα ιστοριοδίφη και τολμηρό Έλληνα ερευνητή», «γνωστότατο στο Πανελλήνιο και λοιπό διεθνή φιλολογικό κόσμο», «του οποίου τα ιστορικά συγγράμματα, πολλά εκ των οποίων μεταφράσθηκαν Γερμανιστί και Γαλλιστί».
Η τιμητική αυτή έκδοση της μελέτης του Ευαγγελίδη θα πρέπει να εκληφθεί ως έμπρακτη διαφωνία των αντιπολιτευόμενων τον Μητροπολίτη για την απαξιωτική απομάκρυνση του γυμνασιάρχη, με προεξάρχοντα ένα μέλος του συλλόγου διδασκόντων του Βενετοκλείου, δηλαδή τον ίδιον τον Γ. Θ. Γεωργιάδη, που δίδασκε εκεί για πολλά χρόνια αμισθί, Στενογραφία και Εμπορικό Δίκαιο (Ρ. 27/8/2014).
Οι πρωταγωνιστές τα επόμενα πενήντα χρόνια
Τρύφων Ευαγγελίδης, Απόστολος Τρύφωνος, Γ. Θ. Γεωργιάδης
Ο Ευαγγελίδης προσελήφθη ως γυμνασιάρχης στο Βενετόκλειο με πρόταση του Ελληνικού Υπουργείου Παιδείας γιατί σαφώς υπερέβαινε τα προσόντα που επέβαλε ο Amadeo Maiuriως Επόπτης Εκπαίδευσης στα κατεχόμενα Δωδεκάνησα. Ο Maiuri υπήρξε διαπρεπής αρχαιολόγος με βασικό έργο την ανασκαφή και αναστήλωση της Πομπηίας αλλά και των αρχαιοτήτων της Ρόδου.
Ο Ευαγγελίδης (1863 – 1941) γεννήθηκε στην Τρίγλεια της Μικράς Ασίας και συνδέθηκε με τον σχεδόν συνομήλικο πατριώτη του, τον μαρτυρικό Χρυσόστομο Σμύρνης, με αδιάλειπτη φιλία όπως προκύπτει απ’ την αλληλογραφία τους. Σπούδασε στην Μεγάλη του Γένους Σχολή, στην Αθήνα φιλολογία ενώ εκπόνησε την διατριβή του στη Λειψία. Έγραψε πολλές ιστορικές μελέτες και δύο απ’ αυτές τιμήθηκαν απ’ την Ακαδημία Αθηνών (1935 & 1936). Χειριζόταν την Τουρκική, τη Γερμανική, τη Γαλλική και την Ιταλική γλώσσα. Υπηρέτησε ως καθηγητής και γυμνασιάρχης σε πολλά επαρχιακά σχολεία της χώρας.
Ο Απόστολος Τρύφωνος (1878 – 1957) γεννήθηκε σε κωμόπολη στη Χερσόνησο της Καλλίπολης. Σπούδασε κι’ αυτός στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ρόδου και λειτούργησε ως ποιμενάρχης με διπλωματία προς τις ιταλικές και γερμανικές αρχές κατοχής και με αυταρχισμό προς τον κατώτερο κλήρο και τους λαϊκούς που υποστήριξαν διαφορετικές τακτικές για τον Αλυτρωτικό Αγώνα των Δωδεκανησίων.
Οργάνωσε το Παρροδιακό Συλλαλητήριο το Πάσχα του 1919 ενάντια στην Ιταλική Κατοχή, που αντιμετωπίστηκε με βία σε όλα τα ροδίτικα χωριά, με δυο νεκρούς στην Βιλλανόβα – Παραδείσι. Ήταν η μόνη περίπτωση που βρήκε σύμμαχο και συνεργάτη τον Γ. Θ. Γεωργιάδη που υπερασπίστηκε με σθένος τους συλληφθέντες.
Το 1921 εξορίστηκε στην Πάτμο. Απ’ εκεί μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και διαπραγματεύτηκε με τον Ιταλό Πρέσβη στην Πόλη την επάνοδό του στη Ρόδο. Κρίσιμο σημείο της διαπραγμάτευσης ήταν η απαίτηση της Ιταλικής Διοίκησης να καταστεί Αυτοκέφαλη η Εκκλησία των Δωδεκανήσων. Ο Απόστολος επανήλθε το 1924, αλλά η προοπτική του Αυτοκέφαλου συνάντησε την αντίθεση της Δημογεροντίας και δημιούργησε ρήγμα στις σχέσεις του Μητροπολίτη με την τοπική κοινωνία.
Στις 2/7/1927 έγινε απόπειρα δολοφονίας του κατά τη διάρκεια περιοδείας στη Νότια Ρόδο. Ο ίδιος τραυματίστηκε από σκάγια κυνηγητικού όπλου, ενώ ο οδηγός και ο συνοδός του διέφυγαν αλώβητοι. Ενοχοποιήθηκε χωρίς να προσαχθεί σε δίκη, ο πρώην ηγούμενος της μονής του Αγίου Ιωάννη Αρταμίτη, που βρίσκεται στον ορεινό Άγιο Ισίδωρο.
Παραθέτουμε, μέσω του Μαυρίδη, την εκτίμηση του Έλληνα Προξένου στη Ρόδο, Αναστάσιου Λιανόπουλου για την απόπειρα, στις 12/7/1927:
«υπέπεσε εις το χονδροειδές σφάλμα να εκφοβίζει τους εναντίους του δι’ αστυνομικών μέτρων»,
αλλά παράλληλα ζητά την σύμπλευση των αντιφρονούντων
«ώστε να καταστεί εφικτή η χρησιμοποίησις της αδιαφιλονικήτου επιρροής του επί των Ιταλών».
Ο Τρύφωνος το 1934 με την πίεση των Ιταλών επιχειρεί να εξασφαλίσει λαϊκή συναίνεση με συλλογή υπογραφών από ιερείς, δημάρχους, δημοτικούς συμβούλους, και εκκλησιαστικούς επιτρόπους στη Ρόδο και στην ύπαιθρο υπέρ του Αυτοκέφαλου και αποτυγχάνει, χάνοντας παράλληλα την στήριξη των Δωδεκανησίων της διασποράς, των ελληνικών Προξενικών Αρχών, αφού επιλέγει να διαπραγματεύεται απευθείας με το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, ακόμα και την υποστήριξη του Καλαμπίχη της για σειρά ετών φιλικής ΡΟΔΙΑΚΗΣ (Μαυρίδης, 2009).
Την περίοδο που ανέλαβαν ως τοποτηρητές οι Βρετανοί ο κατώτερος κλήρος διακινεί πρακτικό αποκήρυξης του Τρύφωνος και με την πίεση των Βρετανών και του αρχηγού της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στα Δωδεκάνησα, ταξίαρχου Χριστόδουλου Τσιγάντε, εξαναγκάζεται σε παραίτηση στις 8/6/1946.
Ο, σύμφωνα με τον Μητροπολίτη, «ορκισμένος εχθρός του» Γεώργιος Θ. Γεωργιάδης (1887 – 1955), φοίτησε στο τουρκικό σχολείο της Ρόδου, αποφοίτησε απ’ το Πυθαγόρειο Γυμνάσιο Σάμου και σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος του «Διαγόρα», μέλος της Δημογεροντίας, συγγραφέας έργων που δραματοποιήθηκαν στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του «Διαγόρα» και κυρίως, υποστηρικτής της σκληρής γραμμής του Αλυτρωτισμού. Εξορίστηκε το 1913 στη Σύρο, επανήλθε το 1915 και εκτοπίστηκε απ’ το νησί το 1926 (Μαυρίδης, 2009 & Ρ. 27/ 8/2014).
Από την Αθήνα, αντιπαρατέθηκε σφοδρά στην εκ των πραγμάτων ηπιότερη αντίδραση στην Ιταλοκρατία, των Ελλήνων που ζούσαν στα Δωδεκάνησα.
Επανήλθε στη Ρόδο το 1948 και εξέδωσε την εφημερίδα ΕΘΝΙΚΗ ΦΩΝΗ με μαχητική αντικομουνιστική αρθρογραφία, μέχρι το 1949.
Ο Γεωργιάδης ήταν μασόνος και έγραψε πολλά βιβλία με σχετικό περιεχόμενο. Στο διαδίκτυο διατίθεται σήμερα το «Δημιουργία υλικού προς τεκτονικήν λάξευσιν» που εκδόθηκε το 1933.
Εκπαίδευση σε ανήσυχους καιρούς
Συνήθως, όταν ωριμάζουν κοινωνικά & πολιτικά κινήματα που διεκδικούν ενοποίηση με το εθνικό κέντρο, όπως στα Δωδεκάνησα κατά την Ιταλοκρατία και στην Κύπρο την περίοδο της Αγγλοκρατίας, η εκπαίδευση εξελίσσεται σε πεδίο αντιπαράθεσης των διαφορετικών τακτικών του Αλυτρωτικού αγώνα.
Στην περίπτωση του Βενετόκλειου, το 1916, η αυταρχική συμπεριφορά στο σχολείο και στην τοπική κοινωνία ενός ρασοφόρου καθηγητή των «Ιερών», όπως τότε λέγονταν τα θρησκευτικά, αποτέλεσε την θρυαλλίδα για να αντιπαρατεθούν πρόσωπα και εφημερίδες που εξέφραζαν διαφορετικές τακτικές του Αλυτρωτισμού.
Οι μαθητές που απείχαν, αντιμετώπισαν τελικά την ανοχή των εκπαιδευτικών και διοικητικών αρχών – έτσι φαίνεται να επιβάλει ένα άρρητο και διαχρονικό εκπαιδευτικό δόγμα. Ως υπεύθυνοι θεωρήθηκαν ο καθηγητής των «Ιερών» και ο γυμνασιάρχης που «απώλεσεν το κύρος του».
Η περίπτωση ενός γυμνασιάρχη προερχόμενου πάλι απ’ την ελεύθερη Ελλάδα, που διαδέχτηκε μετά από τρία χρόνια τον Ευαγγελίδη, δείχνει ότι η επιστημοσύνη υπολειπόταν της διοικητικής ικανότητας, ιδιαίτερα σε ανήσυχους καιρούς.
Το ακόλουθο τεκμήριο προέρχεται απ’ την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (28/6/2024).
Ο Σωκράτης Κόκκαλης ήταν γνωστός στους Συμιακούς από τη θητεία του (1919-1921) στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο Ρόδου. Το σεβαστό ποσό που ζητάει εγκρίνεται, αφού ο ίδιος θεωρείται πολύ σημαντική και σεβάσμια φυσιογνωμία της εκπαιδευτικής κοινότητας της εποχής, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του την αυστηρότητα και την ικανότητα στη διοίκηση. «Με αυτόν είμεθα βέβαιοι εκ των προτέρων ότι το Γυμνάσιό μας θα λειτουργήσει κανονικότατα» αναφέρει χαρακτηριστικά το σχετικό πρακτικό του ΔΣ του Δήμου.
Ο φιλόλογος Σωκράτης Κόκκαλης, απ’ την Αράχοβα Βοιωτίας, είχε εγγονό τον συνώνυμό του επιχειρηματία, που κάτι πρέπει να πήρε απ’ τις διοικητικές και διαπραγματευτικές ικανότητες του παππού του.
Τα δυο πρόσωπα που υπερασπίστηκαν το Αλυτρωτικό πνεύμα στα Ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα και αντιπαρατέθηκαν με αφορμή την μαθητική αποχή στο Βενετόκλειο το 1916, με την πάροδο των ετών δεν συνέχισαν να συντονίζονται με το λαϊκό αίσθημα αλλά κυρίως με τα ισχυρά ρεύματα των καιρών – Μικρασιατική Καταστροφή, Δεύτερος Παγκόσμιος – και καταλήγουν να επιλέγουν συντηρητικές τακτικές ατομικής πολιτικής επιβίωσης (Αυτοκέφαλο ο Μητροπολίτης, Μασονία ο Γεωργιάδης) με αποτέλεσμα να απολέσουν συμμάχους και ερείσματα.
Αντιθέτως, ο γυμνασιάρχης Τρύφων Ευαγγελίδης φαίνεται να συνεχίζει χωρίς παρεκκλίσεις το προσωπικό ερευνητικό και εκπαιδευτικό του πρόγραμμα, αφού μετά την Ρόδο επιδιώκει και διευθύνει σχολεία στην διακεκαυμένη ζώνη, αυτήν στα όρια της Μικράς Ασίας – Πλωμάρι Λέσβου, Καρδάμυλα Χίου και Σάμο – και λίγο πριν την Καταστροφή και παρά τις επιφυλάξεις του Χρυσόστομου Σμύρνης, όπως προκύπτει απ’ την αλληλογραφία τους, μεταβαίνει για να αποδελτιώσει τις αρχαιότητες της κοινής τους γενέτειρας, της Τρίγλειας, στη Βιθυνία.
Ένα απ’ τα βιβλία του, το «Ιωάννης Καποδίστριας: Η Ιστορία του Κυβερνήτη της Ελλάδος» που εκδόθηκε το 1894 απ’ τις εκδόσεις Ζανουδάκη , φαίνεται να ενδιαφέρει ακόμα και τους σύγχρονους αναγνώστες, αφού επανεκδόθηκε το 1996 απ’ τις εκδόσεις Λιβάνη και το 2005 απ’ τις εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψη.
Κάποιοι απ’ τους απογόνους του ακολούθησαν, όπως και ο ίδιος, διαδρομές που συνδύασαν τη μόρφωση με την κοινωνική προσφορά αναλαμβάνοντας το προβλεπόμενο κόστος. Ο γιός του Ιωάννης, δικηγόρος και πολύγλωσσος όπως κι’ ο πατέρας του, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, έγραψε νομικά βιβλία, έγινε βουλευτής Αθηνών με την προδικτατορική Ε.Δ.Α. (1958-1963) και εξορίστηκε, όπως και η αδελφή του Μαρία, την περίοδο της Δικτατορίας του 1967.
Η ανάρτηση αναζήτησε τεκμήρια σε δημοσιεύσεις απ’ τα ακόλουθα φύλλα της εφημερίδας ΡΟΔΙΑΚΗ:
Ρ. 7/1/1916,Ρ. 28/1/1916, Ρ. 4/2/ 1916, Ρ. 11/2/1916, Ρ. 18/2/1916, Ρ. 7/4/1916, Ρ. 19/5/1916, Ρ. 9/6/1916, Ρ. 30/6/1916, Ρ. 14/7/1916, Ρ. 23/6/1916, Ρ. 27/8/2020, Ρ. 22/1/1955, Ρ. 27/8/2014,
και σε δημοσίευμα της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ (28/6/2024),
επίσης, στο βιβλίου
Τρύφωνος Ευαγγελίδου, «ΡΟΔΙΑΚΑ, Εκδιδόμενα υπό του Γυμν. Συλλόγου Διαγόρα», 1917
καθώς και στις διατριβές
Ανδρέα Μαυρίδη, «Ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος και η Εκπαίδευση στη Ρόδο, 1912 – 1947», Διδακτορική Διατριβή, 2009
Σταύρου Παπαδόπουλου, «Η εκπαίδευση κατά την πρώτη περίοδο της Ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα, 1912 – 1920: το παράδειγμα της πόλης της Ρόδου, Διδακτορική Διατριβή», 2011
αλλά και στη μαρτυρία του Τρύφωνα Γ. Ευαγγελίδη, για τον παππού του, γυμνασιάρχη Τρύφωνα Ε. Ευαγγελίδη, 2014
Όλα τα τεκμήρια και οι αναφορές είναι ψηφιοποιημένες, με ελεύθερη πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Πηγή:https://ylikonet.gr/
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ