2024-08-19 16:55:44
Φωτογραφία για Γ. Κέπλερ. Όνειρο ή Σεληνιακή Αστρονομία
Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης

ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια ο Κέπλερ (1571-1630), θαυμαστής του Κοπέρνικου, γοητευόταν ζωηρά από μια πρωτότυπη απορία: πώς, άραγε, θα αντιλαμβανόταν τα ουράνια φαινόμενα ένας παρατηρητής εγκατεστημένος στη Σελήνη; Το ερώτημα αυτό παρείχε το ερέθισμα για τη συγγραφή, αρκετά χρόνια αργότερα, ενός σύντομου έργου κοσμικής φαντασίας με τίτλο «Όνειρο ή Σεληνιακή Αστρονομία». Το κείμενο συντάχθηκε περί το 1609, με τον Κέπλερ να επιστρέφει σε αυτό και να το επεξεργάζεται εντατικά από το 1622 έως το 1630, συμπληρώνοντας την αφήγηση με 223 επεξηγηματικές σημειώσεις -τετραπλάσιες σε έκταση από την ίδια τη νουβέλα. Τμήμα του έργου εκδόθηκε πριν τον θάνατο του Κέπλερ, όμως την πρώτη ολοκληρωμένη εκδοση επιμελήθηκε το 1634 ο γιος του, Λούντβιχ.

Το έργο αφηγείται ένα οδοιπορικό στη Σελήνη. Η πρωτοτυπία του, όμως, δεν έγκειται σε αυτό, αφού η κοσμική φαντασία αποτελεί γραμματειακό είδος δημοφιλές ήδη από την αρχαιότητα (ο ίδιος ο Κέπλερ αναγνωρίζει την οφειλή του στον Πλούταρχο και τον Λουκιανό), ενώ είχε σημειώσει νέα άνθηση κατά την Αναγέννηση
. Αυτό που κάνει το «Όνειρο» να ξεχωρίζει στη σχετική γραμματειακή παράδοση, πέρα από το βαρύ όνομα του συγγραφέα του, είναι ότι αποτελεί το πρώτο έργο στο οποίο η φαντασία γίνεται πραγματικά «επιστημονική», αλληγορώντας μάλιστα μοναδικά τη μετάβαση από την άγνοια στην επιστημονική γνώση.

Ο Κέπλερ αξιοποιεί την τεχνική της διήγησης που ενσωματώνει επάλληλες διηγήσεις. Σε κοσμολογικά συγκείμενα η τεχνική απαντά ήδη στον –αγαπημένο του Κέπλερ– Τίμαιο και αξιοποιείται κατά κόρον στη μακραίωνη ιστορία της γραμματείας της κοσμικής φαντασίας. Η υιοθέτηση της σύμβασης αυτής αποσκοπεί, επιπροσθέτως, στο να παράσχει κάποια κάλυψη στον Κέπλερ, έναν αληθινό μάρτυρα της επιστήμης. Η αφήγηση ξεκινά από τον ίδιο, περνώντας σύντομα στη φωνή του φανταστικού Ισλανδού συγγραφέα Δουρακότου. Με τη μεσολάβηση της μάγισσας Φιολξίλδης, μητέρας του Δουρακότου, η αφήγηση περνά στην τραχιά φωνή ενός «δαιμονίου» από τη Λεβανία (Σελήνη). Το δαιμόνιο αυτό το επικαλείται κανείς εκφωνώντας 21 γράμματα, με τον Κέπλερ να επεξηγεί στη σχετική σημείωση ότι τόσα είναι τα γράμματα που απαρτίζουν τη φράση «Κοπερνίκεια Αστρονομία» (Astronomia Copernicana). Ως δαιμόνιο πια, ο Κέπλερ χαρίζει μια συναρπαστική περιγραφή του ίδιου του ταξιδιού προς τη Σελήνη και, κυρίως, των ουρανίων φαινομένων και σωμάτων –πάνω από όλα της Γης– όπως τα αντιλαμβάνονται οι κάτοικοι των δύο ημισφαιρίων του δορυφόρου μας. Καταλήγει με μια αναπαράσταση της γεωγραφίας της Σελήνης και των αξιοπερίεργων πλασμάτων που ζουν εκεί. Η απελευθερωτική αφήγηση διακόπτεται όταν ο Κέπλερ ξυπνά, απότομα, από το σεληνιακό του αστρονομικό όνειρο.

~.~

ΓΙΟΧΑΝΝΕΣ ΚΕΠΛΕΡ

Όνειρο,

ή Σεληνιακή Αστρονομία [1]

Το 1608, ενόσω μαινόταν η διαμάχη μεταξύ των δύο αδελφών –του αυτοκράτορα Ροδόλφου και του Αρχιδούκα Ματθία[2]– ο λαός αναζητούσε προηγούμενα για όσα συνέβαιναν στην ιστορία της Βοημίας. Παρακινημένος από την περιρρέουσα φιλοπεριέργεια, επιδόθηκα και εγώ στη μελέτη των θρύλων της Βοημίας. Τότε έτυχε να διαβάσω για τη μυθική Λιβούσα[3], την ξακουστή για τη μαγική της τέχνη. Συνέβη, λοιπόν, το εξής. Μια νύχτα, λίγο αφότου είχα περιεργαστεί τη Σελήνη και τους αστέρες, πλάγιασα στον καναπέ μου και βυθίστηκα σε ύπνο πυκνό. Ονειρεύτηκα ότι είχα αγοράσει από το παζάρι ένα βιβλίο για να διαβάσω. Και το βιβλίο περιείχε την παρακάτω αφήγηση:

«Το όνομά μου είναι Δουρακότος και πατρίδα μου είναι η Ισλανδία, την οποία οι αρχαίοι αποκαλούσαν Θούλη[4]. Μητέρα μου ήταν η Φιολξίλδη, της οποίας ο πρόσφατος θάνατος μου χάρισε πια τη δυνατότητα να γράψω, πράγμα που ήθελα να κάνω εδώ και καιρό[5]. Γιατί όσο ζούσε, η μητέρα μου φρόντιζε με κάθε τρόπο να με αποτρέψει. Επαναλάμβανε ότι είναι πολλοί οι μοχθηροί που επιβουλεύονται τις τέχνες και οι οποίοι, εξαιτίας της άγνοιάς τους, χλευάζουν αυτό που δεν μπορεί να συλλάβει το φτωχό τους μυαλό και θεσπίζουν εναντίον του νόμους επιβλαβείς για το ανθρώπινο γένος. Σύμφωνα με αυτούς τους νόμους, πολλοί είναι οι άνθρωποι που θα έπρεπε να έχουν καταδικαστεί και καταβαραθρωθεί στην άβυσσο της Χέκλας[6]. Πώς έλεγαν τον πατέρα μου η Φιολξίλδη δεν μου αποκάλυψε ποτέ. Μου ανέφερε μόνον ότι ήταν ένας ψαράς που είχε πεθάνει σε ηλικία εκατόν πενήντα ετών, όταν εγώ ήμουν μόλις τριών, και πως ήταν παντρεμένοι για εβδομήντα περίπου χρόνια.

Όταν ήμουν ακόμα πολύ μικρός η μητέρα μου, κρατώντας με από το χέρι ή βαστάζοντάς με στους ώμους της, με πήγαινε συχνά στα χαμηλά των ραχών της Χέκλας, ιδίως κοντά στη γιορτή του Αγίου Ιωάννη[7], όταν ο Ήλιος, ορατός όλο το εικοσιτετράωρο, δεν αφήνει κανέναν χώρο στη νύχτα. Μάζευε πολλά βοτάνια και στη συνέχεια τα μαγείρευε με απόλυτη ιεροτελεστία στο σπίτι. Έφτιαχνε σακιά από δέρμα κατσίκας και όταν αυτά γέμιζαν τα πήγαινε στο γειτονικό λιμάνι για να τα πουλήσει στους καπετάνιους των πλοίων. Έτσι εξασφάλιζε τα προς το ζην. Από περιέργεια έσκισα μια φορά ένα από τα σακιά. Η μητέρα μου, που δεν γνώριζε τι είχα κάνει, το είχε μόλις πουλήσει σε έναν καπετάνιο όταν ξαφνικά το σακί έσκασε και έπεσαν κατάχαμα βοτάνια αλλά και λινά πουγκιά, τα οποία ήταν ποικιλμένα με διάφορα σύμβολα κεντημένα με μεράκι. Αχρηστεύοντας αυτό το σακί της στέρησα ένα μικρό εισόδημα. Τότε η μητέρα μου, λυσσασμένη από οργή, μου ανακοίνωσε ότι θα προσφέρει εμένα στον καπετάνιο αντί για το σακί προκειμένου να κρατήσει τα χρήματα. Την επόμενη κιόλας μέρα το πλοίο σάλπαρε απροσδόκητα από το λιμάνι με ούριο άνεμο και έβαλε πλώρη για τα νησιά της Νορβηγίας. Μετά από κάποιες μέρες φύσηξε βοριάς που έσπρωξε το πλοίο ανάμεσα στη Νορβηγία και την Αγγλία[8]. Ο καπετάνιος διέπλευσε το κανάλι και τράβηξε για τη Δανία καθώς είχε να παραδώσει επιστολές ενός επισκόπου της Ισλανδίας στον Τύχο Μπράχε, τον Δανό, που ζούσε στο νησί Χβεν[9]. Εγώ, δεκατετράχρονο αγόρι ακόμα, αρρώστησα βαριά από τα τραμπαλίσματα του πλοίου και την ασυνήθιστη ζέστη που προκαλεί εκεί ο αέρας. Όταν άραξε το πλοίο, ο καπετάνιος μου εμπιστεύτηκε τις επιστολές και με άφησε στο σπίτι ενός ψαρά του νησιού, σαλπάροντας ξανά με την υπόσχεση να επιστρέψει.

Όταν του παρέδωσα τις επιστολές, ο Μπράχε άρχισε, εμφανώς ευδιάθετος, να μου κάνει πολλές ερωτήσεις. Δεν τις πολυκαταλάβαινα αφού δεν γνώριζα τη γλώσσα, εκτός από ελάχιστες λέξεις. Εκείνος όμως παρήγγειλε στους πολυάριθμους μαθητές του να μου αφιερώσουν αφειδώς χρόνο για να συζητούν μαζί μου. Χάρις στη γενναιοδωρία του Μπράχε, και με εξάσκηση λίγων μόλις εβδομάδων, άρχισα να μιλάω δανέζικα κάπως ανεκτά. Αισθανόμουν έτοιμος και πρόθυμος να απαντώ, τουλάχιστον όσο πρόθυμοι ήταν και εκείνοι να μου απευθύνουν ερωτήσεις. Είχα την ευκαιρία να θαυμάσω πολλά πράγματα που μου ήταν παντελώς άγνωστα. Και, με τη σειρά μου, διηγιόμουν ιστορίες από την πατρίδα μου που προκαλούσαν τον δικό τους θαυμασμό.

Τελικά, όταν ο καπετάνιος του πλοίου επέστρεψε να με πάρει, ο δάσκαλος με κράτησε στο πλάι του. Και αυτό με χαροποίησε αφάνταστα.

Τα αστρονομικά γυμνάσματα μου προκαλούσαν δέος. Νύχτες ολόκληρες ο Μπράχε και οι μαθητές του αφοσιώνονταν στη μελέτη της Σελήνης και των άστρων χρησιμοποιώντας όργανα απίθανα. Αυτό μου θύμιζε τη μητέρα μου, αφού και εκείνη συνομιλούσε συχνά με τη Σελήνη.

Και έτσι συνέβη εγώ, ένας άνθρωπος ημιβάρβαρης καταγωγής και μεγαλωμένος στην ανέχεια, να αποκτήσω γνώση της θεϊκότερης επιστήμης, και η γνώση αυτή να μου ανοίξει τον δρόμο για ακόμα σπουδαιότερα κατορθώματα.

Αφού έζησα σε αυτό το νησί για κάμποσα χρόνια, με κατέλαβε πόθος να επιστρέψω στην πατρίδα. Ήλπιζα ότι οι γνώσεις που είχα αποκτήσει θα μου επέτρεπαν να αναλάβω κάποιο σεβαστό αξίωμα ανάμεσα στους ακαλλιέργητους ομοεθνείς μου. Ζήτησα λοιπόν από τον προστάτη μου την άδεια να αναχωρήσω, τον αποχαιρέτησα και έφθασα στην Κοπεγχάγη. Εκεί κατάφερα να βρω συνταξιδιώτες που με πήραν προθύμως υπό την προστασία τους λόγω της εξοικείωσής μου με τη γλώσσα και τη χώρα. Και έτσι επέστρεψα στην πατρίδα μου, πέντε χρόνια αφότου είχα φύγει.

Όταν επέστρεψα, η πρώτη χαρά που δοκίμασα ήταν να διαπιστώσω ότι η μητέρα μου ήταν ακόμα ζωντανή και ότι προσέφερε τις ίδιες υπηρεσίες που προσέφερε πάντα. Το γεγονός ότι με είδε ζωντανό και εξευγενισμένο έθεσε ένα τέλος στην ασίγαστη θλίψη της που είχε απορίξει τον γιο της σε μια τρέλα της στιγμής. Φθινοπώριαζε και σίμωναν εκείνες οι μακριές νύχτες του μήνα των Χριστουγέννων, όταν στον τόπο μας ο Ήλιος μόλις που προλαβαίνει να ανατείλει για λίγο το μεσημέρι προτού βουτήξει ευθύς μετά στο σκοτάδι. Τώρα που είχε ελεύθερο χρόνο, η μητέρα μου ήταν διαρκώς στο πλάι μου και δεν με άφηνε να παρουσιάσω τις συστατικές μου επιστολές πουθενά χωρίς τη συνοδεία της. Άλλοτε μου έκανε ερωτήσεις για τις χώρες που είχα επισκεφθεί, και άλλοτε μου έκανε ερωτήσεις για τους ουρανούς. Η μητέρα μου χαιρόταν αφάνταστα όταν σύγκρινε το εύρος της γνώσης που είχα συγκεντρώσει με όσα είχε φθάσει η ίδια να γνωρίζει. Και δήλωσε ότι ήταν πλέον έτοιμη να πεθάνει και να αφήσει κληρονομιά στον γιο της τον πλούτο των γνώσεων που είχε αποθησαυρίσει.

Από τη φύση μου λαχταρούσα να μαθαίνω νέα πράγματα. Ρωτούσα λοιπόν και εγώ με τη σειρά μου τη μητέρα μου για την τέχνη της, γυρεύοντας να μάθω ποιοι ήταν εκείνοι που τη δίδασκαν σε έναν λαό τόσο ξέμακρο από όλους τους άλλους όπως ο δικός μας. Μια μέρα που υπήρχε αρκετός χρόνος για να επεκταθεί στο ζήτημα, έπιασε τον μίτο της αφήγησης από την αρχή και μου ανέφερε τα εξής: –«Δουρακότε, γιε μου, η γνώση δεν είναι διαθέσιμη μόνον σε άλλες χώρες στις οποίες ταξίδεψες, αλλά και στην ίδια μας την πατρίδα. Με έκανες να εκτιμήσω τη γοητεία άλλων χωρών. Και όμως, παρά το ψυχρό μας κλίμα, τη σκοτεινιά και τα άλλα μειονεκτήματα που μας περιορίζουν, διαθέτουμε πολλούς χαρισματικούς ανθρώπους. Ζουν δε ανάμεσά μας πολύ προικισμένα πνεύματα που απέφυγαν το λαμπρότερο φως άλλων περιοχών και την πολυκοσμία, και προτίμησαν τον σκιερό μας τόπο που χαρίζει οικειότητα στις συζητήσεις. Από αυτά τα πνεύματα, εννέα ήταν τα πιο σημαντικά. Ένα από αυτά, μακράν το πιο ευγενικό και αθώο, ήταν ιδιαιτέρως γνωστό σε μένα. Αυτό το πνεύμα το καλεί κανείς εκφωνώντας εικοσιένα γράμματα.

Συχνά, σε κλάσματα του δευτερολέπτου, μεταφερόμουν με τη δύναμή του σε άλλες ακτές καθώς όριζα η ίδια. Αν μάλιστα φοβόμουν να πάω σε κάποια μέρη εξαιτίας της μεγάλης απόστασης, ρωτώντας για αυτά αποκτούσα γνώσεις ωσάν να είχα βρεθεί εκεί. Μοιράστηκε μαζί μου πάρα πολλά στοιχεία για εκείνα τα ουράνια αντικείμενα που μελετούσες και εσύ είτε με τα ίδια σου τα μάτια είτε μαθαίνοντας για αυτά από δεύτερο χέρι ή μέσα από βιβλία. Πολύ θα ήθελα να γίνεις θεατής και συνταξιδιώτης μου σε μια περιοχή για την οποία μου μίλησε εκτενώς. Πόσο υπέροχα ήταν αυτά που μου είπε για αυτή! Την αποκάλεσε Λεβανία[10]».

Χωρίς να χάσω στιγμή, συμφώνησα να καλέσει τον δάσκαλό της. Κάθισα ευλαβικά, πανέτοιμος να ακούσω τα πάντα για το ταξίδι όσο και για την περιγραφή της περιοχής. Η άνοιξη ήταν μπροστά μας. Η ημισέληνος σκόρπισε τη λάμψη της λίγο αφότου ο Ήλιος είχε κρυφτεί κάτω από τον ορίζοντα και εκείνη έσμιγε με τον πλανήτη Κρόνο στον αστερισμό του Ταύρου. Η μητέρα μου αποτραβήχτηκε τότε από κοντά μου και, πηγαίνοντας σε ένα κοντινό σταυροδρόμι, ξεστόμισε πολύ δυνατά κάποια λόγια για να τον καλέσει. Αφού ολοκλήρωσε το τελετουργικό, επέστρεψε και, αξιώνοντας απόλυτη σιωπή με την τεντωμένη παλάμη του δεξιού της χεριού, κάθισε κοντά μου. Μόλις που είχαμε καλύψει τα κεφάλια μας με μια κουβέρτα (όπως συνηθιζόταν) όταν, ιδού, ακούστηκε ο ήχος μιας τραχιάς φωνής που άρχισε ευθύς αμέσως να εκφωνεί τα παρακάτω λόγια στα ισλανδικά.

Το δαιμόνιο[11] από τη Λεβανία

Το νησί της Λεβανίας βρίσκεται πενήντα χιλιάδες γερμανικά μίλια ψηλά στον ουρανό. Το πέρασμα από και προς αυτό το νησί από τη Γη μας είναι πολύ σπάνια ανοιχτό αλλά, όταν είναι προσβάσιμο, είναι εύκολο για το συνάφι μας να το διαβεί. Ωστόσο, η μεταφορά ανθρώπων, καθώς συνεπάγεται μεγάλο κίνδυνο για τη ζωή τους, είναι πολύ πιο δύσκολη. Δεν δεχόμαστε καθιστικούς, σωματώδεις ή υπερευαίσθητους ανθρώπους στη συνοδεία μας. Επιλέγουμε εκείνους που περνούν το χρόνο τους ιππεύοντας άλογα ή που πλέουν συχνά προς τις Ινδίες, εκείνους που μπορούν να επιβιώσουν τρώγοντας παξιμάδι, σκόρδο, αποξηραμένα ψάρια και άλλα άνοστα πιάτα. Υπάρχουν ξερακιανές γριές απολύτως κατάλληλες για αυτόν τον σκοπό, για τρεις κυρίως λόγους: από πολύ μικρή ηλικία μαθαίνουν να ιππεύουν κατσίκες, να καβαλάνε φούρκες καθώς και να ταξιδεύουν μέσα από στενά περάσματα σε απέραντες εκτάσεις γης. Γερμανούς δεν δεχόμαστε, αλλά δεν απορρίπτουμε τα γεροδεμένα κορμιά των Ισπανών.

Όλο το ταξίδι, αν και πολύ μακρινό, ολοκληρώνεται σε τέσσερις το πολύ ώρες. Καθώς είμαστε πολυάσχολοι, κανονίζουμε να κάνουμε το ταξίδι λίγο πριν ξεκινήσει έκλειψη της Σελήνης στην ανατολική της πλευρά. Εάν η Σελήνη ανακτήσει το φως της όσο είμαστε ακόμη καθοδόν, η επιστροφή είναι αδύνατη. Το παράθυρο ευκαιρίας είναι τόσο σύντομο που παίρνουμε πολύ λίγους ανθρώπους μαζί μας – κυρίως εκείνους που μας είναι απολύτως αφοσιωμένοι. Σχηματίζουμε ένα ασκέρι και, αρπάζοντας κάθε ταξιδιώτη, τον σπρώχνουμε προς τα πάνω και τον ανεβάζουμε στα ύψη. Το αρχικό σοκ είναι ό,τι χειρότερο για αυτόν, αφού στριφογυρίζει προς τα πάνω σαν να εκσφενδονίστηκε από έκρηξη πυρίτιδας και ίπταται πάνω από βουνά και θάλασσες. Για αυτόν τον λόγο πρέπει να είναι εξαρχής αποκαρωμένος με υπνωτικά και οπιούχα. Τα μέλη του σώματος πρέπει να διαταχθούν πολύ προσεκτικά, και να μην εξέχουν ούτε τα πόδια ούτε το κεφάλι από τον κορμό. Έτσι η πίεση διαχέεται συμμετρικά στα επιμέρους μέλη του σώματος. Τότε θα αντιμετωπίσει νέες δυσκολίες: το έντονο κρύο και τη δυσχέρεια στην αναπνοή. Αυτές οι συνθήκες είναι φυσικές για πνεύματα, δριμύτατες όμως για τους ανθρώπους. Τις αντιμετωπίζουμε τοποθετώντας νωπά σπογγίδια στα ρουθούνια. Με την ολοκλήρωση του πρώτου τμήματος του ταξιδιού, η μεταφορά γίνεται πια ευκολότερη. Στη συνέχεια ξεδιπλώνουμε το σώμα μας ελεύθερα στον αέρα και μαζεύουμε τα χέρια μας. Κουλουριαζόμαστε σαν αράχνες, στη δε κατάσταση αυτή ανακτάμε τον έλεγχο της κίνησής μας[12] ώσπου, τελικά, κατευθυνόμαστε προς τον προορισμό μας σχεδόν αυτόματα[13]. Αυτή η ῥοπή[14] είναι ελάχιστα χρήσιμη σε εμάς τα πνεύματα γιατί είναι βραδύτατη. Ως εκ τούτου, όπως ανέφερα προηγουμένως, επιταχύνουμε αξιοποιώντας τη βαρύτητα και μπαίνουμε μπροστά από τα σώματα των ανθρώπων, προκειμένου να τα προστατέψουμε από μια ισχυρή πρόσκρουση στη Σελήνη που θα μπορούσε να τους προκαλέσει τραυματισμό. Όταν οι άνθρωποι ανανήψουν συνήθως παραπονιούνται ότι τα μέλη τους είναι τσακισμένα από ανείπωτη κούραση, από την οποία, ωστόσο, ανακάμπτουν πλήρως όταν η επίδραση της νάρκωσης ατονήσει. Και είναι πια σε θέση να περπατήσουν.

Προκύπτουν πολλές ακόμα δυσκολίες στο ταξίδι που θα χρειαζόταν πολύς χρόνος να τις απαριθμήσω. Σε εμάς, από την άλλη πλευρά, είναι αδύνατον να συμβεί κάτι κακό. Τα πνεύματα κατοικούμε, ούτως ή άλλως, στα νέφη γύρω από τη Γη, όποια και αν είναι η πυκνότητά τους. Όταν λοιπόν φθάνουμε στη Λεβανία, είμαστε έτοιμοι να πατήσουμε τη στεριά λες και αποβιβαζόμαστε απλώς από ένα πλοίο. Αποσυρόμαστε όμως γρήγορα στις σπηλιές και σε μέρη σκοτεινά προτού ο Ήλιος κάψει στα ανοιχτά και μας βρει μακριά από τα κρησφύγετά μας να τρέχουμε πανικόβλητα πίσω από τη σκιά που υποχωρεί. Εκεί μας δίνεται η ευχέρεια να επιδοθούμε σε διανοητικές ασκήσεις που ευφραίνουν την ψυχή μας. Σχηματίζουμε συντροφιά με τα δαιμόνια της περιοχής και ξεκινάμε τις συνεδρίες μας μόλις σκοτεινιάσει. Με το που επιπέσει η αιχμή της έκλειψης στη Γη, πράγμα που συμβαίνει συχνά-πυκνά, εξορμούμε προς τη Γη συντροφιά με τα ντόπια πνεύματα, πράγμα που είναι δυνατόν τότε και μόνον. Αυτός είναι και ο λόγος που οι εκλείψεις του Ήλιου γεμίζουν με τρόμο τους ανθρώπους.

Αρκετά όμως για το ταξίδι στη Λεβανία. Ας μιλήσω τώρα για τη φυσιογνωμία της ίδιας της περιοχής, ξεκινώντας, όπως οι γεωγράφοι, με όσα λαμβάνουν χώρα στους ουρανούς.

Οι απλανείς αστέρες διακρίνονται από τη Λεβανία όπως περίπου και σε εμάς. Ωστόσο, η παρατήρηση των κινήσεων και του αριθμού των πλανητών είναι πολύ διαφορετική σε σύγκριση με όσα παρατηρεί κανείς στη Γη, σε βαθμό που μπορεί κανείς να κάνει λόγο για μια ολότελα διαφορετική αστρονομία.

Όπως ακριβώς οι γεωγράφοι χωρίζουν την υδρόγειο σε πέντε ζώνες με βάση ουράνια φαινόμενα[15], έτσι και η Λεβανία αποτελείται από δύο ημισφαίρια, το υποστρόφιο και το αποστρόφιο. Σε αυτά τα δύο ημισφαίρια, τώρα, όσοι κατοικούν στο υποστρόφιο πάντοτε απολαμβάνουν τη θέα της Στροφής[16], που για εκείνους καταλαμβάνει τη θέση που έχει για μας η Σελήνη. Όσοι, από την άλλη, κατοικούν στο αποστρόφιο στερούνται παντοτινά τη θέα της Στροφής. Ο νοητός κύκλος που χωρίζει τα ημισφαίρια περνώντας από τους δύο ουράνιους πόλους, όπως ο δικός μας ηλιοστασιακός κόλουρος, ονομάζεται διαιρέτης.

Θα εξηγήσω πρώτα τι είναι κοινό και στα δύο ημισφαίρια. Σε όλη τη Λεβανία, παρατηρείται η ίδια εναλλαγή ημέρας και νύχτας που παρατηρείται και σε εμάς. Ωστόσο, δεν προκύπτουν οι αποκλίσεις διάρκειας που έχουμε στη Γη. Σε όλη τη Λεβανία οι ημέρες είναι σχεδόν ίσες με τις νύχτες, με εξαίρεση το γεγονός ότι για τους αποστρόφιους κάθε μέρα είναι κατά κανόνα μικρότερη από τη νύχτα, ενώ για τους υποστρόφιους η ημέρα είναι μεγαλύτερη. Θα αναφερθώ στη συνέχεια στις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια ενός οκταετούς κύκλου. Για να προκαλεί αυτήν την ίση διάρκεια μέρας και νύχτας στους δύο πόλους, ο Ήλιος κατά το ένα ήμισυ λάμπει και κατά το άλλο ήμισυ κρύβεται, εκτελώντας μια περιφορά γύρω από τα βουνά του ορίζοντα. Η κίνηση των αστέρων δίνει την εντύπωση στους κατοίκους της Λεβανίας ότι η ίδια στέκει ακίνητη, όπως ακριβώς και εμείς αντιλαμβανόμαστε ακίνητη τη Γη μας. Κάθε δικός μας μήνας ισοδυναμεί με μια νύχτα και μια ημέρα τους. Κατά την ανατολή του Ήλιου κάθε πρωί, κάνει την εμφάνισή του σχεδόν ολάκερος ένας αστερισμός του ζωδιακού που την προηγούμενη ημέρα δεν ήταν ορατός. Σε μας κάθε χρόνος περιλαμβάνει 365 περιφορές του Ήλιου και 366 περιφορές της σφαίρας των απλανών αστέρων, ή, για την ακρίβεια, 1461 περιφορές του Ήλιου και 1465 περιφορές της σφαίρας των απλανών στα τέσσερα χρόνια. Για αυτούς, σε έναν χρόνο ο Ήλιος εκτελεί 12 περιφορές, η δε σφαίρα των απλανών 13, ή, με πιο ακριβή υπολογισμό, σε 8 χρόνια ο Ήλιος εκτελεί 99 περιφορές, η δε σφαίρα των απλανών 107. Οι ίδιοι είναι πιο εξοικειωμένοι με ένα 19ετή κύκλο. Σε αυτόν τον κύκλο ο Ήλιος ανατέλλει 235 φορές και η σφαίρα των απλανών 254 φορές.

Ο Ήλιος ανατέλλει στις μέσες ή ενδότερες περιοχές του υποστρόφιου ημισφαιρίου όταν το τελευταίο τέταρτο της Λεβανίας είναι ορατό σε εμάς, ενώ ανατέλλει στα ενδότερα του αποστρόφιου όταν είναι ορατό σε μας το πρώτο τέταρτο. Όταν αναφέρομαι σε μέσες περιοχές, εννοώ το σύνολο των ημικυκλίων που περνούν από το κέντρο και τους δύο πόλους, και είναι κάθετα στον Διαιρέτη. Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αυτά τα ημικύκλια στροφομεσινούς[17].

Καταμεσής των δύο πόλων υπάρχει ένας κύκλος που αντιστοιχεί στον δικό μας ισημερινό, και στον οποίο μπορούμε να δώσουμε το ίδιο όνομα. Τέμνει τόσο τον διαιρέτη όσο και τον στροφομεσινό στα δύο, σε αντιδιαμετρικά σημεία. Σε όλα τα σημεία του ισημερινού, ο Ήλιος το μεσημέρι περνά σχεδόν κατακόρυφα σε καθημερινή βάση, περνά δε εντελώς κατακόρυφα δύο αντιδιαμετρικές μέρες τον χρόνο. Στις περιοχές εκατέρωθεν του ισημερινού, αυτές δηλαδή που βρίσκονται πλησιέστερα σε κάποιον από τους πόλους, ο ήλιος το μεσημέρι σχηματίζει γωνία ύψους που αποκλίνει από την ορθή.

Στη Λεβανία παρατηρείται μια εναλλαγή θέρους και χειμώνα, αλλά αυτή δεν συγκρίνεται με εκείνη που έχουμε στη γη, ούτε συμβαίνει πάντοτε στις ίδιες περιοχές και στις ίδιες περιόδους κατά τη διάρκεια ενός έτους. Σε μια δεκαετία, σε κάθε περιοχή, το θέρος μετατοπίζεται από ένα χρονικό σημείο του αστρικού έτους στο αντιδιαμετρικό του. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι σε έναν κύκλο 19 αστρικών ετών, ή 235 ημερών Λεβανίας, το καλοκαίρι και ο χειμώνας έρχονται 20 φορές κοντά στους πόλους αλλά 40 φορές στον ισημερινό. Κατά τη διάρκεια του έτους έχουν λοιπόν έξι ημέρες θέρους και όλες τις υπόλοιπες χειμώνα, ενώ εμείς χωρίζουμε τις εποχές με βάση τους μήνες. Η εναλλαγή αυτή γίνεται μετά βίας αισθητή πέριξ του ισημερινού, αφού η κατακόρυφη θέση του Ήλιου δεν σχηματίζει εκεί ποτέ γωνία που να αποκλίνει πάνω από 5ο προς οποιαδήποτε πλευρά. Γίνεται περισσότερο αισθητή κοντά στους πόλους και σε εκείνα τα μέρη που φωτίζονται από ή στερούνται εναλλάξ τον, Ήλιο, σε διαστήματα έξι μηνών, όπως ακριβώς συμβαίνει στη Γη σε όσους από εμάς κατοικούμε κοντά σε έναν από τους δύο πόλους. Η σφαίρα της Λεβανίας χωρίζεται επίσης σε πέντε ζώνες που αντιστοιχούν κάπως στις ζώνες της υδρογείου μας. Αλλά η τροπική της ζώνη, όπως και οι πολικές, καταλαμβάνουν επιφάνεια εύρους μετά βίας 10ο η καθεμία. Οι υπόλοιπες καταλαμβάνουν επιφάνεια που αντιστοιχεί στις δικές μας εύκρατες. Η τροπική ζώνη διέρχεται το κέντρο των ημισφαιρίων, με το μισό γεωγραφικό της μήκος να βρίσκεται στο υποστρόφιο και το άλλο μισό στο αποστρόφιο ημισφαίριο.

Υπάρχουν τέσσερα βασικά σημεία τομής μεταξύ του ισημερινού και του ζωδιακού κύκλου, όπως εμείς έχουμε τις ισημερίες και τα ηλιοστάσια, και από κάθε σημείο τομής σημαίνεται μια αρχή του ζωδιακού κύκλου. Με βάση αυτήν την αφετηρία, η κίνηση των απλανών αστέρων μέσα από τον ζωδιακό κύκλο ολοκληρώνεται πολύ γρήγορα, αφού διαρκεί είκοσι τροπικά έτη –το τροπικό έτος περιλαμβάνει ένα θέρος και έναν χειμώνα– κάτι που σε εμάς λαμβάνει χώρα περίπου κάθε 26.000 έτη. Αρκετά όμως για το πρώτο είδος κίνησης.

Η δική τους κατανόηση του δεύτερου είδους κίνησης διαφέρει σημαντικά από τη δική μας, και σε εκείνους η κίνηση φαντάζει, μάλιστα, πολύ πιο περίπλοκη. Αυτό συμβαίνει επειδή μεταξύ των έξι πλανητών, Κρόνου, Δία, Άρη, Ήλιου, Αφροδίτης, Ερμή, διαπιστώνονται εκεί τρεις επιπρόσθετες ασυμμετρίες σε σχέση με αυτές που γίνονται αισθητές σε εμάς. Οι δύο αφορούν το γεωγραφικό μήκος, με τη μια να παρατηρείται καθημερινά και την άλλη σε έναν κύκλο 8½ ετών, και η τρίτη σχετίζεται με το γεωγραφικό πλάτος σε βάθος ενός κύκλου 19 ετών. Ceteris paribus, όσοι κατοικούν στο κέντρο του αποστρόφιου ημισφαιρίου βλέπουν τον Ήλιο μεγαλύτερο το μεσημέρι σε σύγκριση με την ανατολή ενώ οι υποστρόφιοι τον βλέπουν μικρότερο. Τόσο οι μεν όσο και οι δε θεωρούν ότι ο Ήλιος αποκλίνει εκατέρωθεν για λίγα λεπτά από την εκλειπτική, άλλοτε προς την πλευρά ορισμένων απλανών αστέρων και άλλοτε προς την πλευρά κάποιων άλλων. Αυτές οι αποκλίσεις αποκαθίστανται στις αρχικές τους θέσεις σε διάστημα 19 ετών. Αυτή η απόκλιση διαρκεί λίγο περισσότερο για τους αποστρόφιους σε σχέση με τους υποστρόφιους. Και παρόλο που ο Ήλιος και οι απλανείς αστέρες φαίνεται να εκτελούν το πρώτο είδος κίνησης γύρω από τη Λεβανία σχετικά ομοιόμορφα, εντούτοις ο Ήλιος στους αποστρόφιους φαίνεται το μεσημέρι να προχωρά σε σχέση με τους απλανείς σχεδόν ανεπαίσθητα, ενώ κινείται πολύ γρήγορα για τους υποστρόφιους. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει τη νύχτα. Συμπερασματικά, ο Ήλιος φαίνεται να κάνει μικρά άλματα σε σχέση με τους απλανείς, και μάλιστα διαφορετικά κάθε μέρα.

Το ίδιο ισχύει για την Αφροδίτη, τον Ερμή και τον Άρη, αλλά για τον Δία και τον Κρόνο οι ασυμμετρίες αυτές είναι ανεπαίσθητες.

Ωστόσο, ετούτη η ημερήσια κίνηση δεν είναι καν η ίδια κάθε μέρα σε παρόμοιες ώρες. Μερικές φορές είναι πιο αργή για τον Ήλιο αλλά και για όλους τους απλανείς, αλλά στην αντιδιαμετρική εποχή του χρόνου είναι πιο γρήγορη την ίδια ώρα της ημέρας. Αυτή η επιβράδυνση μετατοπίζεται κατά τη διάρκεια των ημερών ενός έτους, και έτσι άλλοτε λαμβάνει χώρα σε μια θερινή μέρα και άλλοτε σε μια χειμερινή, ενώ σε άλλες χρονιές κατά την ίδια μέρα μπορεί να είχε παρατηρηθεί επιτάχυνση. Ο κύκλος αυτός ολοκληρώνεται σε διάστημα λίγο μικρότερο των 9 ετών. Και έτσι ενίοτε μεγαλώνει η μέρα –και μάλιστα συνεπεία μιας φυσικής επιβράδυνσης και όχι όπως συμβαίνει σε εμάς με μια άνιση διαίρεση της φυσικής ημέρας– και ενίοτε η νύχτα.

Αν η επιβράδυνση λάβει χώρα στους αποστρόφιους καταμεσής της νύχτας, η νύχτα διαρκεί περισσότερο από τη μέρα. Εάν η επιβράδυνση λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της μέρας, τότε η νύχτα και η μέρα έχουν σχεδόν ίση διάρκεια, πράγμα που συμβαίνει μια φορά στα 9 χρόνια. Το αντίστροφο ισχύει για τους υποστρόφιους.

Αρκετά όμως με τα φαινόμενα που απαντούν από κοινού στα δύο ημισφαίρια.

Σχετικά με το ημισφαίριο των αποστροφίων

Εάν εξετάσουμε τα δύο ημισφαίρια ξεχωριστά, θα τα βρούμε να διαφέρουν πάρα πολύ. Δεν είναι μόνον η παρουσία ή η απουσία της Στροφής από το οπτικό πεδίο που προκαλεί τελείως διαφορετικά φαινόμενα, αλλά ακόμα και τα κοινά φαινόμενα διαφέρουν τόσο πολύ, που πιο σωστά θα αποκαλούσε κάποιος το αποστρόφιο ημισφαίριο άκρατο και το υποστρόφιο εύκρατο. Η νύχτα των αποστροφίων διαρκεί 15 ή 16 δικές μας ημέρες, είναι τρομακτική και ατέλειωτα σκιερή, όπως είναι οι δικές μας ασέληνες νύχτες, αφού δεν φωτίζεται στο ελάχιστο ούτε από την ακτινοβολία της Στροφής. Κατά συνέπεια, τα πάντα μουδιάζουν εξαιτίας του ψύχους, του παγετού και των αγριότατων και ισχυρότατων ανέμων. Ακολουθεί μια ημέρα, ίση με 14 δικές μας, ή κατά τι μικρότερη, κατά την οποία ο Ήλιος φαίνεται μεγαλύτερος, κινούμενος αργά σε σχέση με τους απλανείς αστέρες, και επικρατεί νηνεμία. Συνακόλουθα, προκύπτει αφόρητη ζέστη. Και έτσι, για διάστημα που ισοδυναμεί με έναν δικό μας μήνα, αλλά συνιστά μόλις μία μέρα στη Λεβανία, σε ένα και το αυτό μέρος, η ζέστη γίνεται 15 φορές εντονότερη από όση είναι στην Αφρική μας, και το κρύο γίνεται πιο αβάσταχτο από εκείνο της Κουϊβίρας[18].

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο πλανήτης Άρης φαίνεται να έχει για τους αποστρόφιους μέγεθος διπλάσιο από αυτό που βλέπουμε εμείς. Στις κεντρικές περιοχές αυτό συμβαίνει τα μεσάνυχτα, και για τις υπόλοιπες κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Σχετικά με το ημισφαίριο των υποστροφίων

Περνώντας σε αυτό το ημισφαίριο, ξεκινώ με τους μεταιχμιακούς που κατοικούν κατά μήκος του Διαιρέτη. Ιδιαίτερο σε αυτούς είναι το γεγονός ότι αντιλαμβάνονται την έκκεντρη τροχιά της Αφροδίτης και του Ερμή σε σχέση με τον Ήλιο πολύ περισσότερο από όσο εμείς. Στους ίδιους το μέγεθος της Αφροδίτης φαίνεται ενίοτε διπλάσιο σε σύγκριση με αυτό που αντιλαμβανόμαστε εμείς, ιδίως σε όσους ζουν στον Βόρειο Πόλο.

Η πιο ευχάριστη ενασχόληση στη Λεβανία είναι η ενατένιση της Στροφής. Οι Λεβάνιοι απολαμβάνουν τη θέα της Στροφής όπως απολαμβάνουμε εμείς τη θέα της Σελήνης, αλλά την ενατένιση της τελευταίας στερούνται τόσο οι υποστρόφιοι όσο και οι αποστρόφιοι. Χάρις στην αέναη παρουσία της Στροφής, η περιοχή αυτή ονομάζεται υποστρόφια, ενώ η υπόλοιπη αποστρόφια, επειδή έχει στερηθεί τη θέα της Στροφής.

Για εμάς[19] που ζούμε στη Γη, όταν ανατέλλει η Πανσέληνός μας και ταξιδεύει πέρα από σπίτια μακρινά, μοιάζει με το καπάκι ενός βαρελιού, ενώ όταν ανεβαίνει στη μέση του ουρανού μετά βίας ξεπερνά το πλάτος ενός ανθρώπινου προσώπου. Οι υποστρόφιοι βλέπουν λοιπόν τη Στροφή στη μέση του δικού τους ουρανού. Αλλά για αυτούς, η Στροφή όταν βρίσκεται στη μέση του ουρανού (θέση την οποία απολαμβάνουν όσοι κατοικούν στο κέντρο ή τον ομφαλό αυτού του ημισφαιρίου) έχει διάμετρο σχεδόν τετραπλάσια της δικής μας Σελήνης. Αν θέλαμε να συγκρίνουμε τους δύο δίσκους, η επιφάνεια της Στροφής είναι δεκαπέντε φορές μεγαλύτερη από εκείνη της Σελήνης μας. Για εκείνους δε που κατοικούν σε περιοχές όπου η Στροφή σχεδόν εφάπτεται με τον ορίζοντα, η Στροφή μοιάζει με μακρινό πύρινο όρος.

Όπως εμείς διαφοροποιούμε τις περιοχές της Γης με βάση τις μεγαλύτερες ή μικρότερες ανυψώσεις (των προβολών) των πόλων χωρίς να βλέπουμε τον πόλο με τα ίδια μας τα μάτια, παρόμοια λειτουργία επιτελεί για αυτούς η Στροφή, η οποία, αν και είναι πάντοτε ορατή, ποικίλλει ως προς το ύψος της από μέρος σε μέρος.

Όπως προανέφερα, η Στροφή στέκει ακριβώς από πάνω σε κάποιες περιοχές, ενώ βυθίζεται στα όρια του ορίζοντα σε άλλες. Στις υπόλοιπες ποικίλλει ως προς το ύψος ανάμεσα στο ζενίθ και τον ορίζοντα, ωστόσο πάντοτε, και σε κάθε περιοχή, το ύψος της παραμένει σταθερό.

Έχουν και εκείνοι τους δικούς τους πόλους, οι οποίοι δεν συναρτώνται με τους απλανείς αστέρες στους οποίους προβάλλουμε εμείς τους πόλους της Γης, αλλά με άλλους απλανείς οι οποίοι σε εμάς σηματοδοτούν τους πόλους της εκλειπτικής. Σε 19 σεληνιακά έτη αυτοί οι πόλοι διέρχονται τους αστερισμούς του Δράκοντα, καθώς και τους αντιδιαμετρικούς αστερισμούς της Δοράδος, του Ιχθύος Ιπτάμενου και του Μεγάλου Νέφους και εκτελούν σύντομη κυκλική τροχιά γύρω από τους πόλους της εκλειπτικής, καθώς δε οι πόλοι απέχουν ένα τεταρτοκύκλιο από τη Στροφή και έτσι επιτρέπεται η περιγραφή τους τόσο με γνώμονα τους πόλους όσο και με τη Στροφή, καθίσταται προφανές σε πόσο πλεονεκτική θέση βρίσκονται σε σύγκριση με εμάς. Αυτοί οι πόλοι σηματοδοτούν το γεωγραφικό μήκος των περιοχών μέσω της ακίνητης Στροφής, και το γεωγραφικό πλάτος τόσο με βάση τη Στροφή όσο και με βάση τους πόλους τους. Τούτο διαφέρει σε εμάς, αφού για να υπολογίσουμε το γεωγραφικό μήκος δεν έχουμε στη διάθεσή μας τίποτε παραπάνω από μια ισχνότατη και μετά βίας αντιληπτή απόκλιση της μαγνητικής βελόνας.

Για τους υποστρόφιους η Στροφή στέκει ακίνητη στην ουράνια θέση της λες και την έχουν καρφώσει, ενώ τα υπόλοιπα ουράνια σώματα και ο Ήλιος εκτελούν πάνω από αυτήν μια πορεία από ανατολικά προς δυτικά. Δεν υπάρχει νύχτα στην οποία κάποιος απλανής του ζωδιακού να μην κρύβεται πίσω από τη Στροφή, αναδυόμενος στη συνέχεια από την αντίθετη μεριά. Δεν το κάνουν αυτό οι ίδιοι απλανείς κάθε νύχτα. Εκείνοι που βρίσκονται σε μια απόσταση 6ο ή 7ο από την εκλειπτική πραγματοποιούν αυτήν την κίνηση εκ περιτροπής. Σε 19 έτη ολοκληρώνεται ο κύκλος με την επανεμφάνιση των πρώτων άστρων της διαδοχής.

Για τους υποστρόφιους η Στροφή δεν γεμίζει ούτε αδειάζει λιγότερο από τη Σελήνη μας, με την αιτία να παραμένει η ίδια: την παρουσία ή απόκλιση του Ήλιου. Ακόμα και ο χρόνος είναι ο ίδιος, ιδωμένος από φυσική άποψη, παρόλο που διαφορετικά τον λογαριάζουμε εμείς και διαφορετικά εκείνοι. Οι υποστρόφιοι θεωρούν ότι μια μέρα και μια νύχτα είναι το χρονικό διάστημα στο οποίο ολοκληρώνονται όλα τα γεμίσματα και αδειάσματα της Στροφής. Το ίδιο διάστημα εμείς το ονομάζουμε μήνα. Η Στροφή σπανίως, ακόμα και όταν είναι Νέα, χάνεται από την όψη των υποστροφίων. Τούτο συμβαίνει εξαιτίας του μεγέθους και της φωτεινότητάς της. Είναι ορατή ιδίως στους πόλους, οι οποίοι στερούνται τον Ήλιο κατά το μεσοδιάστημα μεταξύ νέας και παλαιάς Στροφής, όταν –το μεσημέρι– η Στροφή στρέφει το κέρας της ψηλά. Σε γενικές γραμμές, για όσους κατοικούν ανάμεσα στη Στροφή και τους πόλους στον μεσοστρόφιο κύκλο, η νέα Στροφή σηματοδοτεί το μεσημέρι, το πρώτο τέταρτο σηματοδοτεί την εσπέρα, η Πανστροφή το μεσονύκτιο και το τελευταίο τέταρτο την ανατολή. Για εκείνους που έχουν τόσο τη Στροφή όσο και τους πόλους στον ορίζοντα, ζώντας στη συμβολή ισημερινού και διαιρέτη, το πρωί και η εσπέρα έρχονται με τη Νέα Στροφή και την Πανστροφή, ενώ το μεσημέρι και το μεσονύκτιο με τα τέταρτα. Από αυτές τις παρατηρήσεις μπορεί κανείς να συμπεράνει και τι παρατηρούν οι κάτοικοι που ζουν ενδιάμεσα των περιοχών που περιέγραψα παραπάνω.

Οι υποστρόφιοι διακρίνουν τις ώρες της ημέρας μέσω των επιμέρους φάσεων της Στροφής: όσο περισσότερο συμπλησιάζουν ο Ήλιος και η Στροφή, τόσο εγγύτερα βρίσκεται η μεσημβρία για τους μεσοστρόφιους και η εσπέρα ή δύση για όσους ζουν στον ισημερινό. Κατά τη νύχτα δε, η οποία διαρκεί κατά κανόνα 14 δικά μας μερόνυχτα, βρίσκονται σε πολύ ευμενέστερη θέση σε ό,τι αφορά τη μέτρηση του χρόνου σε σύγκριση με εμάς. Αφού, πέραν της διαδοχής των φάσεων της Στροφής για τις οποίες αναφέραμε ότι η Πανστροφή σηματοδοτεί το μεσονύκτιο στις μεσοστρόφιες περιοχές, η Στροφή προσδιορίζει για αυτούς και τις ώρες. Παρόλο που η Στροφή, σε αντίθεση με τη Σελήνη μας, δεν φαίνεται ποτέ να αλλάζει θέση, εντούτοις περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της και στην επιφάνειά της εκδηλώνεται μια εντυπωσιακή ποικιλία κηλίδων που διαδέχονται η μία την άλλη κινούμενες από ανατολικά προς δυτικά. Όταν οι ίδιες κηλίδες επανεμφανίζονται με το πέρας μιας περιστροφής, οι υποστρόφιοι λογαριάζουν ότι πέρασε μια ώρα, διάστημα που, στον δικό μας χρόνο, ισοδυναμεί με κάτι παραπάνω από ένα μερόνυχτο. Τούτο αποτελεί για αυτούς την πιο αξιόπιστη σταθερά στη μέτρηση του χρόνου. Όπως άλλωστε επισημάναμε πρωτύτερα, ο Ήλιος και οι αστέρες εκτελούν την περιφορά τους γύρω από τη σελήνη ανομοιόμορφα, γεγονός που γίνεται ιδιαιτέρως αισθητό αν συγκρίνουμε τον στροβιλισμό της Στροφής με τις κυμαινόμενες αποστάσεις των απλανών από τη Σελήνη.

Το ανώτερο, βόρειο τμήμα της Στροφής φαίνεται να αποτελείται από δύο μισά[20]: ένα σκοτεινό που μοιάζει καλυμμένο από συσσωματωμένες κηλίδες, και ένα άλλο, κάπως πιο λαμπερό[21]: αυτό το διαπερνά μια φωτεινή λωρίδα και διαχωρίζει τα δύο ημίσεα στον Βορρά[22]. Το σχήμα της είναι δύσκολο να εξηγηθεί.

Στο ανατολικό τμήμα βλέπουμε κάτι που μοιάζει με προτομή, κομμένη στους ώμους[23], που σκύβει για να φιλήσει ένα κοριτσάκι που φορά μια μακριά ρόμπα[24]. Αυτό τεντώνει το χέρι του προς τα πίσω[25] για να χαϊδέψει ένα γατί που πηδάει ψηλά[26]. Ωστόσο, το πλατύτερο και μεγαλύτερο τμήμα της κηλίδας[27] εκτείνεται προς τα δυτικά χωρίς ξεκάθαρο σχήμα. Στο άλλο ήμισυ της Στροφής, η φωτεινότητα είναι πιο ορατή από την κηλίδα. Θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε σαν μια καμπάνα που κρέμεται από ένα σχοινί και αιωρείται προς τα δυτικά[28]. Όσα βρίσκονται πάνω[29] ή κάτω[30] δεν μπορούν να συγκριθούν με κάτι.

Η Στροφή όχι μόνον παρέχει έτσι σαφείς ενδείξεις για τη διάκριση των ωρών της ημέρας για τους υποστρόφιους, αλλά παρέχει, επίσης, όχι ασαφείς ενδείξεις για τις εποχές του έτους σε οποιονδήποτε στρέφει την προσοχή του σε αυτές θέτοντας κατά μέρος τις θέσεις των απλανών. Διότι, ακόμα και όταν ο Ήλιος βρίσκεται στον Καρκίνο, η Στροφή προτάσσει ξεκάθαρα τον Βόρειο Πόλο κατά τον στροβιλισμό της. Καταμεσής της φωτεινής περιοχής, πάνω από τη φιγούρα του κοριτσιού, υπάρχει μια μικρή σκοτεινή κηλίδα[31], η οποία κινείται στα βορειότερα και πιο απομακρυσμένα μέρη της Στροφής με κατεύθυνση ανατολική. Ύστερα, κατευθύνεται χαμηλά στη φορά του δίσκου, και στρέφεται δυτικά. Και από εκεί κατευθύνεται ανοδικά προς την κορυφή της Στροφής κινούμενη ανατολικά, παραμένοντας έτσι πάντοτε ορατή. Αλλά όταν ο Ήλιος βρίσκεται στον Αιγόκερω αυτή η κηλίδα δεν είναι διόλου ορατή αφού ολόκληρος ο δίσκος που περιλαμβάνει τον βόρειο πόλο κρύβεται πίσω από το σώμα της Στροφής.

Σε αυτές τις δύο εποχές του έτους, οι κηλίδες κατευθύνονται δυτικά σε ευθεία γραμμή. Αλλά στις ενδιάμεσες εποχές, όταν ο Ήλιος βρίσκεται στον Κριό[32] ή τον Ζυγό, οι κηλίδες άλλοτε υψώνονται και άλλοτε βυθίζονται κατά μήκος μιας κάπως κυρτής γραμμής. Από αυτές τις ενδείξεις αντιλαμβανόμαστε ότι, αν και το κέντρο του σώματος της Στροφής παραμένει στάσιμο, οι πόλοι του στροβιλισμού περιστρέφονται κατά μήκος του πολικού κύκλου και γύρω από τον πόλο της Λεβανίας, μια φορά τον χρόνο.

Οι πιο προσεκτικοί παρατηρητές είναι σε θέση να διαπιστώσουν ότι η Στροφή δεν έχει πάντα το ίδιο μέγεθος. Εκείνες τις ώρες της ημέρας που οι αστέρες κινούνται πιο γρήγορα, η διάμετρος της Στροφής είναι πολύ μεγαλύτερη, σαφώς τέσσερις φορές μεγαλύτερη από εκείνη της Σελήνης μας.

Και τώρα ας μιλήσω για τις εκλείψεις του Ήλιου και της Στροφής, οι οποίες λαμβάνουν χώρα επίσης στη Λεβανία και μάλιστα ταυτόχρονα με τις εκλείψεις του Ηλίου και της Σελήνης που παρατηρεί κανείς στη Γη, αλλά προφανώς για τους αντίστροφους λόγους. Όταν μια ολική έκλειψη του Ηλίου είναι ορατή σε εμάς, σε εκείνους λαμβάνει χώρα έκλειψη της Στροφής, ενώ όταν σε μας λαμβάνει χώρα έκλειψη Σελήνης, σε εκείνους λαμβάνει χώρα έκλειψη Ηλίου. Ωστόσο, τα φαινόμενα ποικίλλουν. Εκείνοι αντιλαμβάνονται συχνά μερικές εκλείψεις του Ηλίου όταν κανένα μέρος της Σελήνης δεν σκοτεινι tinanantsou.blogspot.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ