2025-03-24 01:36:14

Το σπάρτο το κόβαμε με το δρεπάνι από χαμηλά μετά το θέρο.
Τότε ήτανε τρυφερά τα σπάρτα γιατί τα κόβαμε κάθε χρόνο και δε μεγαλώνανε να ξεραθούνε όπως γίνεται τώρα.
Αφού το κόβαμε, το δέναμε ματσάκια με το ίδιο το σπάρτο και το βάναμε στη θάλασσα.
Το πλακώναμε στην άκρη να το σκεπάζει η θάλασσα.
Το αφήναμε έτσι οχτώ ημέρες και μετά το βγάναμε.
Βρίσκαμε μια πέτρα, αγριωπή αμμουδέρα και έτσι όπως τα είχαμε ματσάκια μικρά, τα τρίβαμε να φύγει η πράσινη πέτσα.
Μείνεσκε η κλωστή, το άσπρο από μέσα.
Το φέρναμε τότε αυτό και το απλώναμε να στεγνώσει.
Μετά τραβάγαμε το ξύλο (το εσωτερικό) και έμενε πια το μαλλί.
Αυτό το ξέναμε (το αναφουφουλιάζαμε ) και μετά το κάναμε τουλούμπα, το βάναμε στη ρόκα και το γνέθαμε με τη δρούγα.
Φτιάχναμε προικιά,
λιόπανα,
ράσινα,
κουπωτές, που τις στρώναμε αντί για σεντόνια – δεν είχαμε σεντόνια και σακιά σπάρτινα είχαμε για το αλεύρι.
Τα στρώματα που κοιμόμαστε (αυτά που τα γεμίζαμε σάλμη, την αλλάζαμε κάθε χρόνο) και τα τσουβάλια τα φτιάναμε από λινάρι*
Το βάφαμε το σπάρτο κι έπαιρνε ένα ωραίο χρώμα.
Και είχαμε δυο κουπωτές***
Μια τρανταφυλλιά και μια πράσινη.
Την πράσινη την είχε μαργελώσει** με τρανταφυλλί αζούρι και την τρανταφυλλιά με πράσινο.
Ο σκώρος δεν το τρώει το σπάρτο.
*λινάτσες-σακιά από λινάρι
**μαργελώνω - στριφώνω, ρελιάζω
***κουπωτή-ιδιαίτερο σχέδιο κουβέρτας από πρόβειο μαλλί με μάλλινο υφάδι και ειδικό λεπτό βαμβακερό νήμα για στημόνι και ανάγλυφα σχέδια.
επιμέλεια κειμένου ntina/thalia
syntagesapokatina
botanologia
Τότε ήτανε τρυφερά τα σπάρτα γιατί τα κόβαμε κάθε χρόνο και δε μεγαλώνανε να ξεραθούνε όπως γίνεται τώρα.
Αφού το κόβαμε, το δέναμε ματσάκια με το ίδιο το σπάρτο και το βάναμε στη θάλασσα.
Το πλακώναμε στην άκρη να το σκεπάζει η θάλασσα.
Το αφήναμε έτσι οχτώ ημέρες και μετά το βγάναμε.
Βρίσκαμε μια πέτρα, αγριωπή αμμουδέρα και έτσι όπως τα είχαμε ματσάκια μικρά, τα τρίβαμε να φύγει η πράσινη πέτσα.
Μείνεσκε η κλωστή, το άσπρο από μέσα.
Το φέρναμε τότε αυτό και το απλώναμε να στεγνώσει.
Μετά τραβάγαμε το ξύλο (το εσωτερικό) και έμενε πια το μαλλί.
Αυτό το ξέναμε (το αναφουφουλιάζαμε ) και μετά το κάναμε τουλούμπα, το βάναμε στη ρόκα και το γνέθαμε με τη δρούγα.
Φτιάχναμε προικιά,
λιόπανα,
ράσινα,
κουπωτές, που τις στρώναμε αντί για σεντόνια – δεν είχαμε σεντόνια και σακιά σπάρτινα είχαμε για το αλεύρι.
Τα στρώματα που κοιμόμαστε (αυτά που τα γεμίζαμε σάλμη, την αλλάζαμε κάθε χρόνο) και τα τσουβάλια τα φτιάναμε από λινάρι*
Το βάφαμε το σπάρτο κι έπαιρνε ένα ωραίο χρώμα.
Και είχαμε δυο κουπωτές***
Μια τρανταφυλλιά και μια πράσινη.
Την πράσινη την είχε μαργελώσει** με τρανταφυλλί αζούρι και την τρανταφυλλιά με πράσινο.
Ο σκώρος δεν το τρώει το σπάρτο.
*λινάτσες-σακιά από λινάρι
**μαργελώνω - στριφώνω, ρελιάζω
***κουπωτή-ιδιαίτερο σχέδιο κουβέρτας από πρόβειο μαλλί με μάλλινο υφάδι και ειδικό λεπτό βαμβακερό νήμα για στημόνι και ανάγλυφα σχέδια.
επιμέλεια κειμένου ntina/thalia
syntagesapokatina
botanologia
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η γλουτένη-Αξιολόγηση γλουτένης
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ