2012-07-03 12:22:27
The New York Times
Το έργο του Αρθουρ Μίλερ «Ο θάνατος του εμποράκου», το οποίο παίζεται στο Μπροντγουέι -με πρωταγωνιστή έναν συγκλονιστικό Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν στον ρόλο του Γουίλι Λόμαν- είναι το πιο σπαραχτικό πορτρέτο των καταρρακωμένων μεσοαστικών ονείρων στην αμερικανική λογοτεχνία. Ωστόσο, καθώς έβλεπα πρόσφατα την παράσταση, αναρωτήθηκα για τη σκοπιμότητα του νέου ανεβάσματος.
Ενώ «Ο θάνατος του εμποράκου» εδραίωσε το κύρος του ως μια αποκάλυψη των ψευδαισθήσεων της μεσαίας τάξης, η αμερικανική μεσαία τάξη -ως κοινωνική πραγματικότητα και φορέας αξιών- έχει σχεδόν πάψει να υπάρχει. Ελάχιστοι μεσοαστοί, ή τουλάχιστον κάποιοι που ο Γουίλι Λόμαν θα αναγνώριζε, υπήρχαν ανάμεσα στους θεατές της παράστασης. Εκείνο που κάποτε ήταν μεσοαστική διασκέδαση έχει γίνει είδος πολυτελείας. Τα εισιτήρια της αρχικής παράστασης, το 1949, κόστιζαν μεταξύ 1,80 και 4,80 δολαρίων· τα τωρινά εισιτήρια κυμαίνονται από 111 έως 840 δολάρια.
Σε αποπληθωρισμένες τιμές, το κόστος είναι δεκαπλάσιο, απρόσιτο για τον σημερινό Γουίλι Λόμαν.
Επιπλέον, το 1949 το υψηλότερο ποσοστό φορολόγησης ήταν 82%. Η πτώση του αργότερα στο 28% βοήθησε να δημιουργηθεί ένα στρώμα ανθρώπων που μπορούν να πληρώνουν υψηλές τιμές για οτιδήποτε, από εισιτήρια θεάτρου μέχρι δίδακτρα.
Το συνεχές οικονομικό σφίξιμο για τον μέσο Αμερικανό και η διάβρωση που έχει υποστεί το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας έχουν καταστήσει «γραφικές» αξίες όπως η σκληρή δουλειά. Διανοούμενοι όπως ο Μίλερ πιθανόν να περιφρονούσαν τέτοιες μεσοαστικές αντιλήψεις. Ο Μίλερ έγραψε στην αυτοβιογραφία του πως είχε ελπίσει ότι το έργο θα εξέθετε «όσους πίστευαν ότι θα αγγίξουν τον ουρανό ανεβαίνοντας πάνω σε ένα ηλεκτρικό ψυγείο».
Ωστόσο, ο «Εμποράκος» είναι γεμάτος συμπόνια για τον Γουίλι. Ο Μίλερ είχε ανησυχήσει το 1949 βλέποντας ότι «υπάρχει τόση ταύτιση με τον Γουίλι, τόσο κλάμα - η ειρωνεία του έργου θολώνει από την συμπόνια». Θυμόταν ότι ο πρώτος σκηνοθέτης του έργου, ο Ελία Καζάν, «ήταν ο πρώτος από πολλούς μεγάλους άνδρες -και γυναίκες- που μου είπαν πως ο Γουίλι ήταν ο πατέρας τους».
Δύσκολα μπορείς να φανταστείς τέτοια αντίδραση από σημερινούς θεατές. Δεν είναι μόνο ότι έχουν συρρικνωθεί οι βιομηχανικοί κλάδοι που απασχολούσαν πλήθος πωλητές, εργάτες, υπαλλήλους στα μέσα του 20ού αιώνα· είναι επίσης ότι οι σημερινοί επιχειρηματίες δεν συμμερίζονται πλέον την πεποίθηση του Γουίλι ότι μπορεί να κατακτήσει την αξιοπρέπεια μέσα από τη δουλειά του.
Το 1949 η απελπισμένη κραυγή του Γουίλι -«ο ανταγωνισμός τρελαίνει!»- πρέπει να ξένιζε τους θεατές που γι’ αυτούς ο ανταγωνισμός είχε ακόμη θετική χροιά. Το 2012 η πάλη μέχρι θανάτου για όλο και λιγότερες ευκαιρίες καθιστά την ιδέα του έντιμου ανταγωνισμού αναχρονιστική.
Την εποχή που οι καταφερτζήδες (και οι απατεώνες) των τραπεζών, της αγοράς ακινήτων, του Ιντερνετ θριαμβεύουν εις βάρος των «κορόιδων», είναι απίθανο να συνδέσει κανείς την ευτυχία και την αξιοπρέπεια με τη σκληρή δουλειά για μια σχετικά άνετη ζωή.
Για τον Μίλερ, που ήθελε να «εξανθρωπίσει» τον καπιταλισμό, τα μεσοαστικά όνειρα του Γουίλι ντρόπιαζαν το σύστημα που τον πρόδωσε. Το έργο τότε σόκαρε όσους αναγνώριζαν τον εαυτό τους στον Γουίλι, ενώ σήμερα οι αγοραστές των πανάκριβων εισιτηρίων μπορεί να τον βλέπουν με αίσθημα ανωτερότητας - που και αυτή είναι μια εύθραυστη αυταπάτη.
πηγη:kathimerini
liberals10
Το έργο του Αρθουρ Μίλερ «Ο θάνατος του εμποράκου», το οποίο παίζεται στο Μπροντγουέι -με πρωταγωνιστή έναν συγκλονιστικό Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν στον ρόλο του Γουίλι Λόμαν- είναι το πιο σπαραχτικό πορτρέτο των καταρρακωμένων μεσοαστικών ονείρων στην αμερικανική λογοτεχνία. Ωστόσο, καθώς έβλεπα πρόσφατα την παράσταση, αναρωτήθηκα για τη σκοπιμότητα του νέου ανεβάσματος.
Ενώ «Ο θάνατος του εμποράκου» εδραίωσε το κύρος του ως μια αποκάλυψη των ψευδαισθήσεων της μεσαίας τάξης, η αμερικανική μεσαία τάξη -ως κοινωνική πραγματικότητα και φορέας αξιών- έχει σχεδόν πάψει να υπάρχει. Ελάχιστοι μεσοαστοί, ή τουλάχιστον κάποιοι που ο Γουίλι Λόμαν θα αναγνώριζε, υπήρχαν ανάμεσα στους θεατές της παράστασης. Εκείνο που κάποτε ήταν μεσοαστική διασκέδαση έχει γίνει είδος πολυτελείας. Τα εισιτήρια της αρχικής παράστασης, το 1949, κόστιζαν μεταξύ 1,80 και 4,80 δολαρίων· τα τωρινά εισιτήρια κυμαίνονται από 111 έως 840 δολάρια.
Σε αποπληθωρισμένες τιμές, το κόστος είναι δεκαπλάσιο, απρόσιτο για τον σημερινό Γουίλι Λόμαν.
Επιπλέον, το 1949 το υψηλότερο ποσοστό φορολόγησης ήταν 82%. Η πτώση του αργότερα στο 28% βοήθησε να δημιουργηθεί ένα στρώμα ανθρώπων που μπορούν να πληρώνουν υψηλές τιμές για οτιδήποτε, από εισιτήρια θεάτρου μέχρι δίδακτρα.
Το συνεχές οικονομικό σφίξιμο για τον μέσο Αμερικανό και η διάβρωση που έχει υποστεί το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας έχουν καταστήσει «γραφικές» αξίες όπως η σκληρή δουλειά. Διανοούμενοι όπως ο Μίλερ πιθανόν να περιφρονούσαν τέτοιες μεσοαστικές αντιλήψεις. Ο Μίλερ έγραψε στην αυτοβιογραφία του πως είχε ελπίσει ότι το έργο θα εξέθετε «όσους πίστευαν ότι θα αγγίξουν τον ουρανό ανεβαίνοντας πάνω σε ένα ηλεκτρικό ψυγείο».
Ωστόσο, ο «Εμποράκος» είναι γεμάτος συμπόνια για τον Γουίλι. Ο Μίλερ είχε ανησυχήσει το 1949 βλέποντας ότι «υπάρχει τόση ταύτιση με τον Γουίλι, τόσο κλάμα - η ειρωνεία του έργου θολώνει από την συμπόνια». Θυμόταν ότι ο πρώτος σκηνοθέτης του έργου, ο Ελία Καζάν, «ήταν ο πρώτος από πολλούς μεγάλους άνδρες -και γυναίκες- που μου είπαν πως ο Γουίλι ήταν ο πατέρας τους».
Δύσκολα μπορείς να φανταστείς τέτοια αντίδραση από σημερινούς θεατές. Δεν είναι μόνο ότι έχουν συρρικνωθεί οι βιομηχανικοί κλάδοι που απασχολούσαν πλήθος πωλητές, εργάτες, υπαλλήλους στα μέσα του 20ού αιώνα· είναι επίσης ότι οι σημερινοί επιχειρηματίες δεν συμμερίζονται πλέον την πεποίθηση του Γουίλι ότι μπορεί να κατακτήσει την αξιοπρέπεια μέσα από τη δουλειά του.
Το 1949 η απελπισμένη κραυγή του Γουίλι -«ο ανταγωνισμός τρελαίνει!»- πρέπει να ξένιζε τους θεατές που γι’ αυτούς ο ανταγωνισμός είχε ακόμη θετική χροιά. Το 2012 η πάλη μέχρι θανάτου για όλο και λιγότερες ευκαιρίες καθιστά την ιδέα του έντιμου ανταγωνισμού αναχρονιστική.
Την εποχή που οι καταφερτζήδες (και οι απατεώνες) των τραπεζών, της αγοράς ακινήτων, του Ιντερνετ θριαμβεύουν εις βάρος των «κορόιδων», είναι απίθανο να συνδέσει κανείς την ευτυχία και την αξιοπρέπεια με τη σκληρή δουλειά για μια σχετικά άνετη ζωή.
Για τον Μίλερ, που ήθελε να «εξανθρωπίσει» τον καπιταλισμό, τα μεσοαστικά όνειρα του Γουίλι ντρόπιαζαν το σύστημα που τον πρόδωσε. Το έργο τότε σόκαρε όσους αναγνώριζαν τον εαυτό τους στον Γουίλι, ενώ σήμερα οι αγοραστές των πανάκριβων εισιτηρίων μπορεί να τον βλέπουν με αίσθημα ανωτερότητας - που και αυτή είναι μια εύθραυστη αυταπάτη.
πηγη:kathimerini
liberals10
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η Μεγάλη Χίμαιρα της Ευρώπης
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τριήμερο γεματο ταχυτητα και ρτεκορ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ