2012-07-04 00:49:23
Η ιστορία ενός διαζυγίου που κρατά πολλές δεκαετίες τώρα αλλά δεν το αντέχει πλέον ούτε η Ελληνική οικονομία ούτε η τσέπη του Ελληνα.
Οταν θέλεις να εξηγήσεις μια περίπλοκη και οδυνηρή κατάσταση, όπως αυτή της Ελληνικής οικονομίας σήμερα, πρέπει να ξεκινήσεις πρώτα ψάχνοντας απλές αλήθειες. Αν αυτές δεν σε καλύπτουν, τότε μόνον ανατρέχεις σε περίπλοκα σενάρια, θεωρίες συνομωσίας και άλλα ευφάνταστα. Στη χώρα μας δυστυχώς οι απλές αλήθειες δεν αρέσουν και ξεκινάμε πάντα, ανάποδα, από τα περίπλοκα. Αυτά μας οδηγούν τελικά στην απόλυτη σύγχυση για το τι συμβαίνει. Μας εγκλωβίζουν σε αδιέξοδα, μας δυσκολεύουν να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας και, το κυριότερο, μας δυσχεραίνουν να επιλέξουμε ρεαλιστικές και αποτελεσματικές λύσεις εξόδου από την κρίση.
Ο συνεχής και καταιγιστικός βομβαρδισμός μας με πανσπερμία από συνήθως κατακερματισμένες, ελλειπείς και χαμηλής διανοητικής επεξεργασίας πληροφορίες και γνώμες από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το διαδίκτυο, που αποτελούν για πολλούς από εμάς και τις μόνες πηγές πληροφόρησης, όχι μόνο δεν φωτίζουν τα πράγματα αντίθετα, εντείνουν τη σύγχυση
. Ισοπεδώνουν τον διαχωρισμό μεταξύ γνώσης και άγνοιας, ποιοτικής πληροφορίας και σκουπιδιών, έντιμης σκέψης και προπαγάνδας, αλήθειας και απόλυτου παραλογισμού, οδηγώντας μας έτσι στην απόλυτη σχιζοφρένεια.
Κατά συνέπεια, είναι απόλυτα φυσικό να αντιδρούμε παράλογα, μηχανιστικά, φανατικά, και πάντως καθόλου αποτελεσματικά για την υπέρβαση της δύσκολης κρίσης που αντιμετωπίζουμε.
Το άρθρο αυτό αποσκοπεί να βάλει στη θέση τους κάποια πράγματα με βάση τις όποιες οικονομικές γνώσεις του γράφοντος και την κοινή λογική, ευελπιστώντας έτσι ότι θα συμβάλλει στην μείωση της σύγχυσης πάνω σε ένα θέμα που αφορά όλους μας τόσο καίρια. Απευθύνεται σε καλόπιστους ανθρώπους που ψάχνουν να προσεγγίσουν την αλήθεια, τουλάχιστον με ψυχική και πνευματική εντιμότητα, χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και προκαταλήψεις. Δεν απευθύνεται σε αυτούς που πρώτα αποφασίζουν ποιά αλήθεια θέλουν να υπηρετήσουν και κατόπιν μελετούν ή ακούν μόνο τις γνώμες που την ενισχύουν και συμφωνούν μαζί της.
Η οικονομία δεν είναι, όπως απλοϊκά την βλέπουν πολλοί, σαν κάτι στατικό. Δηλαδή μία σταθερή πίτα που μπορεί να μοιρασθεί κατά βούληση σύμφωνα με τις ανάγκες ή τις επιθυμίες των πολλών. Η οικονομία και η οικονομική ευμάρεια, είναι κάτι απόλυτα δυναμικό και εύθραυστο που μοιάζει με κινούμενο στόχο. Βασίζεται σε πολλές και λεπτές ισορροπίες μέσα και έξω από μία χώρα. Δεν είναι δεδομένη ούτε μπορεί να καθοριστεί από συμβάσεις και νομοθετικές ρυθμίσεις. Συνήθως μια οικονομία ή αναπτύσσεται ή συρικνώνεται. Δεν μένει για πολύ σταθερή.
Στο 99% του πλανήτη σήμερα λειτουργεί ένα βασικό οικονομικό σύστημα: το καπιταλιστικό ή της ελεύθερης οικονομίας. Αυτό επιτρέπει σε ιδιώτες που είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν ρίσκο, με αντάλλαγμα το κέρδος, να επενδύουν και να λειτουργούν επιχειρήσεις που παράγουν πλούτο και έτσι προσφέρουν θέσεις εργασίας.
Το σύστημα αυτό δεν είναι από μόνο του καλό ή κακό. Είναι απλά ένα εργαλείο παραγωγής οικονομικής ανάπτυξης. Η ποιότητα του εξαρτάται από το πλαίσιο και τους κανόνες που τίθενται για την λειτουργία του από την εκάστοτε κοινωνία (νομοθετικό και φορολογικό πλαίσιο). Γενικά, η προσπάθεια ρύθμισης της ελεύθερης οικονομίας με κρατικές παρεμβάσεις είναι λεπτό ζήτημα, καθώς η υπερπαρέμβαση μπορεί να σταματήσει ή να επιβραδύνει επικίνδυνα την μηχανή παραγωγής πλούτου με ανεπιθύμητα αποτελέσματα στο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, ενώ η υποπαρέμβαση μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές κρίσεις.
Το σύστημα λοιπόν έχει πολλές ατέλειες. Παράγει όμως πολύ πλούτο, έστω και με πολύ άνιση κατανομή. Είναι επιρρεπές σε υπερβολές και κατά συνέπεια σε κρίσεις και βασίζεται σε λιγώτερο ευγενή ενστικτα του ανθρώπου, όπως η επιδίωξη του κέρδους και ο πλουτισμός. Εχει κάνει όμως, σε συνδυασμό και με το ελεύθερο εμπόριο, δραστικά καλύτερη από υλικής πλευράς, τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο και έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ανθεκτικό στην πάροδο του χρόνου διότι είναι ευέλικτο και πολύ επιδεκτικό σε βελτιώσεις. Γι αυτό και έχει επικρατήσει, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, παντού.
Σε αντίθεση με το ισχύον παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα, η Ελλάδα, μόνο καπιταλιστικό κράτος με σύστημα ελεύθερης οικονομίας δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί.
Ο Δημόσιος τομέας συνδυάζει μεγάλο μέγεθος και ακόμα μεγαλύτερη έλλειψη οργάνωσης και παραγωγικότητας στη λειτουργία του.
Δημόσιος και ευρύτερος Δημόσιος τομέας μαζί με τις εταιρείες που έχουν το Δημόσιο σαν κύριο πελάτη τους αντιπροσωπεύουν δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού και του ΑΕΠ.
Στον αντίποδα ο μη κρατικοδίαιτος ιδιωτικός τομέας λειτουργεί μέσα στο εξής ευρύτερο πλαίσιο: Νόμοι δαιδαλώδεις που δεν τηρούνται. Δικαστικό σύστημα λαβυρινθώδες, αργό και αναποτελεσματικό. Φορολογικό σύστημα απρόβλεπτο, που αλλάζει συχνά ακόμα και με την εναλλαγή υπουργών του ιδίου κόμματος. Προστατευμένα επαγγέλματα που εισπράττουν μονοπωλιακές υπεραξίες. Οργανωμένες ομάδες κάθε είδους που αποσκοπούν στην προώθηση των συμφερόντων τους πολλές φορές σε βάρος του κοινωνικού συνόλου και της ομαλής οικονομικής δραστηριότητας. Εκπαιδευτικό σύστημα από τα πλέον αναποτελεσματικά στον ανεπτυγμένο κόσμο. Και πανάκριβο όταν υπολογίσει κανείς την παραπαιδεία.
Η διαδικασία και ο παραλογισμός των πανελληνίων εξετάσεων κάθε χρόνο δυστυχώς θα μπορούσε να συνοψισθεί στην εξής φράση: «ουδέποτε τόσοι πολλοί ταλαιπωρήθηκαν τόσο πολύ για να πετύχουν τόσο λίγα».
Για την κατάσταση του Δημοσίου δεν φταίνε βέβαια οι δημόσιοι υπάλληλοι. Φταίει ο άναρχος και αναποτελεσματικός τρόπος με τον οποίο όλες αυτές οι υπηρεσίες και οργανισμοί σχεδιάστηκαν. Και για να ακριβολογούμε η παντελής έλλειψη σχεδιασμού. Οι δημόσιες υπηρεσίες απλά «προέκυψαν» σαν αποτέλεσμα κάποιων κοινωνικών αναγκών και στελεχώθηκαν κυρίως στο πλαίσιο του ισχύοντος πελατειακού συστήματος διακυβέρνησης με βάση κομματικές εξαρτήσεις. Σαν αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης σχεδιασμού η τελευταία 30ετία παρήγαγε ένα μεγάλο, δύσκαμπτο πολύπλοκο, αναχρονιστικό, αναξιοκρατικό και εντέλει παντελώς αναποτελεσματικό σύστημα δημόσιας διοίκησης, ανίκανο να παράσχει ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες.
Η δυσκαμψία, πολυπλοκότητα και αναποτελεσματικότητα με τη σειρά της παρείχε την κατάλληλη υποδομή για την ανάπτυξη γενικευμένης διαφθοράς για λόγους κατ’ αρχήν «διευκολυντικούς».
Εν συνεχεία έγινε αυτοσκοπός γενικεύθηκε και μετέτρεψε μεγάλο μέρος του Δημοσίου σε εστία λυσσαλέων αντιστάσεων ενάντια σε κάθε είδους εξορθολογισμό ή εκσυγχρονισμό. Η κύρια προσοχή του δημοσίου υπαλλήλου ήταν φυσικό μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον που προσέφερε ανύπαρκτη επαγγελματική ικανοποίηση να στραφεί τελικά αποκλειστικά στη μεγιστοποίηση των αποδοχών του με κάθε τρόπο, νόμιμο ή παράνομο.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα όντως αποτελεί ειδική περίπτωση στο διεθνές οικονομικό σκηνικό. Και διαφέρει ως προς το εξής. Τα προβλήματά της δεν είναι κυρίως οικονομικά. Τα σοβαρά οικονομικά της προβλήματα είναι απόρροια των δομικών και οργανωτικών προβλημάτων που έχει σαν κράτος και σαν κοινωνία, με την ανοχή δυστυχώς των πολιτών, οι οποίοι και αυτοί εθίστηκαν στο στρεβλό και άναρχο αυτό σύστημα και δεν επιζήτησαν ποτέ την πραγματική «αλλαγή» με την έννοια της εξυγίανσης. Αντ’ αυτής επέλεγαν συστηματικά λαϊκίστικες, μαξιμαλιστικές και τελικά βραχυπρόθεσμες λύσεις. Επιλέγοντας τον εύκολο δρόμο και αντιδρώντας ακόμα και στις λιγότερο επώδυνες προσαρμογές στο παραπέντε, βίωναν κατόπιν τα πολύ πιο επώδυνα αλλά αναγκαία μέτρα στο και πέντε.
Έτσι πλέχτηκε και ο φαύλος κύκλος αναξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος μεταξύ πολιτών και πολιτικών. Έτσι μετατράπηκαν και οι πολίτες άθελά τους στην πιο σοβαρή τροχοπέδη εξυγίανσης που μπορεί να υπάρξει σε μια δημοκρατική κοινωνία, τους ίδιους τους πολίτες.
Ο πακτωλός χρημάτων που έρεε αφειδώς επί πολλές δεκαετίες από την ΕΕ, συνεπικουρούμενος και από αθρόο εξωτερικό δανεισμό, δυστυχώς χρηματοδότησε και βοήθησε να παγιωθεί και να μεγαλώσει αυτό το στρεβλό, αντιπαραγωγικό και ανέφικτο όπως αποδείχτηκε τελικά μοντέλο της Ελληνικής οικονομίας.
Ο εξωτερικός δανεισμός παρέτεινε την ζωή ενός από την πρώτη στιγμή θνησιγενούς οικονομικού μοντέλου που όσο φυσικά εξακολουθούσε και ανέπνεε χάρις στα δανεικά τόσο ενισχυόταν η πίστη του ότι μπορεί να διαιωνίζεται. Ωσπου επήλθε το μοιραίο, η χρεοκοπία, δηλαδή ο οικονομικός θάνατος.
Για να ακριβολογούμε, την τελευταία στιγμή πριν επέλθει το μοιραίο βρέθηκε μια μεγάλη δανειακή ενίσχυση υπό μορφή εντατικής, δηλαδή το μνημόνιο. Αυτή απέτρεψε τον θάνατο, αλλά δεν εξασφάλισε ακριβώς και τη ζωή. Μας άφησε απλά να υπάρχουμε κάπου ενδιάμεσα. Τα φάρμακα, αυτά που δεχθήκαμε να δοκιμάσουμε μέχρι τώρα τουλάχιστον, δεν αποδίδουν. Περικοπές μισθών, συντάξεων, αυξήσεις ΦΠΑ και άλλα αποτελούν θανατηφόρα μέτρα για μια ετοιμοθάνατη οικονομία. Η συνταγή (το μνημόνιο) όμως περιείχε και πολλά άλλα φάρμακα πολύ πιο χρήσιμα με τη μορφή διαρθρωτικών αλλαγών απαραίτητα για την οικονομία τα οποία όμως δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου. Εξακολουθούμε έτσι να χαροπαλεύουμε στην εντατική.
Το παλαιό κρατικοδίαιτο σύστημα θέλει να τραβήξουμε εδώ και τώρα τα σωληνάκια με το σκεπτικό ότι φταίει το γιατρικό και όχι η χρόνια και βαριά αρρώστια μας. Ίσως και με το απώτερο αλλά και τελείως ουτοπικό σκεπτικό ότι, έστω και ετοιμοθάνατοι, αν δραπετεύσουμε από το νοσοκομείο μπορεί ως εκ θαύματος να επιστρέψουμε στην προτεραία κατάσταση.
Η μόνη προφανής και λογική λύση στο πρόβλημά μας φαίνεται να είναι η βελτίωση της αγωγής. Εκεί πρέπει να συγκεντρωθούμε και να συμφωνήσουμε σαν κοινωνία.
Είναι δύσκολο. Αλλά πρέπει να γίνει. Αν θέλουμε να αποφύγουμε τον άμεσα επικείμενο θάνατο. Μόνο έτσι θα έχουμε κάποιες ελπίδες ανάρρωσης και ευημερίας στο απώτερο μέλλον.
Για να γίνει αυτό όμως πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε και να αποδεχτούμε δύσκολες αλήθειες και να τροποποιήσουμε νοοτροπίες και συμπεριφορές.
Όταν βρίσκεσαι κοντά στο θάνατο δεν υπάρχουν ούτε μαγικές ούτε ανώδυνες λύσεις για να τον αποφύγεις. Το ίδιο ισχύει και για τον οικονομικό θάνατο (χρεοκοπία).
Η χρεοκοπία αλλά και τα επώδυνα οικονομικά μέτρα για να την αποφύγεις, πλήττουν μεν όλους αλλά βλάπτουν κυρίως τους οικονομικά αδυνάτους. Δυστυχώς αυτή είναι μια μεγάλη αδικία αλλά και μια μεγάλη αλήθεια . Γι’ αυτό είναι και ηθικά επιτακτική η ανάγκη σωστής διαχείρισης των Δημόσιων Οικονομικών από τους εκάστοτε κυβερνώντες, πολύ πριν φτάσει η οικονομία σε αυτό το σημείο.
Οι λύσεις για να βγούμε από την κρίση πρέπει να επιλεγούν με βάση την αποτελεσματικότητά τους πέρα και πάνω από κάθε άλλο κριτήριο. Διότι λάθος στην εκτίμηση αυτή θα οδηγήσει αυτόματα στο μοιραίο.
Ας σκεφθούμε καλά και σε βάθος τα αίτια που μας οδήγησαν εδώ. Χωρίς υπεραπλουστεύσεις και εξαγωγές επιπόλαιων συμπερασμάτων. Η σωστή διάγνωση οδηγεί και στη σωστή θεραπεία.
Ας είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε αλλαγές συμπεριφορών σε ατομικό επίπεδο και αλλαγές δομών σε κοινωνικό επίπεδο.
Ας αποδεχθούμε επί τέλους ότι όλοι (σε διαφορετικό ίσως βαθμό) ευθυνόμαστε για το ότι φθάσαμε εδώ. Καθρέπτης της κοινωνίας είναι το άτομο και αντίστροφα. Ας μην ψάχνουμε συνέχεια για αποδιοπομπαίους τράγους και φταίχτες έξω από μας. Όπως όλοι μοιραζόμαστε τις κοινωνικές επιτυχίες έτσι πρέπει να μοιραζόμαστε και τις αποτυχίες. Ας τις χρησιμοποιούμε για να γινόμαστε καλύτεροι αντί να εφευρίσκουμε νέους διχασμούς που οδηγούν στην αλληλοεξόντωση.
Η Ελληνική ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα λανθασμένων επιλογών και των δεινών που επακολούθησαν. Ας τη μελετήσουμε για να μην χρειαστεί τα την ξαναζήσουμε.
Συμπερασματικά ένα κράτος, μία χώρα, ένας λαός που βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας (οικονομικού θανάτου δηλαδή) θα πρέπει τουλάχιστον να ξέρει (και το κυριότερο να επιζητά να μάθει) σε ποιο σημείο ακριβώς βρίσκεται, πώς έφθασε εδώ και πού θέλει να πάει από εδώ και πέρα.
Ως προς το πρώτο, θα πρέπει να ξέρει ότι ο μόνος λόγος που δεν έχουμε ακόμα χρεοκοπήσει είναι η λήψη έκτακτων δανειακών διευκολύνσεων που λαμβάνουμε από άλλες χώρες, μερικές από τις οποίες έχουν και χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο από μας και πληρώνουν πολύ μεγαλύτερα επιτόκια (από το 2% που πληρώνουμε τώρα) για τον δανεισμό τους. Επίσης πρέπει να ξέρει ότι εναλλακτικές πηγές δανεισμού από τις αγορές δεν υπάρχουν. Δυστυχώς μόνο «ειδικά» προγράμματα υπάρχουν για χρεοκοπημένους, με περιοριστικούς φυσικά όρους ώστε να εξασφαλίζονται οι «παράτολμοι» υπό αυτές τις συνθήκες δανειστές.
Για το πώς φθάσαμε ως εδώ. Απλά το κράτος ξόδευε πολύ περισσότερα (αλόγιστα θα έλεγε κάποιος που γνωρίζει) από αυτά που εισέπραττε, κατά συνέπεια έπρεπε να αυξάνει συνέχεια τον δανεισμό για να καλύψει τη διαφορά. Όταν αυτό το κάνεις 30 χρόνια συνέχεια η κατάληξη δεν είναι καθόλου παράξενη. Αν συνεχίζαμε έτσι, ακόμα και στην περίπτωση που βρισκόταν ένας από μηχανής θεός που ως δια μαγείας θα διέγραφε όλο το χρέος μας θα ήταν πάλι θέμα μερικών ετών να παρουσιάσουμε το ίδιο πρόβλημα.
Σε αυτό ακριβώς το πρόβλημα απευθύνεται το μνημόνιο και κάθε μνημόνιο. Τι ακριβώς είναι το μνημόνιο? Ένα σχέδιο δράσης είναι ώστε κάποιος που έχει ήδη χρεοκοπήσει και έχει πάρει δανεικά για να μείνει ζωντανός, να μην το επαναλάβει.
Αυτό δεν θα έπρεπε να γίνει με πρωτοβουλία των δανειστών αλλά αποκλειστικά με δική μας πρωτοβουλία.
Σε μια υγιώς σκεπτόμενη χώρα που σχεδόν χρεοκόπησε αυτό το «σχέδιο δράσης» θα έπρεπε να είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής της πολιτικής και όχι να παρουσιάζεται σαν το παράρτημα μιας δανειακής σύμβασης που απλά επιβλήθηκε και αποσκοπεί αποκλειστικά στην ικανοποίηση των ξένων δανειστών.
Εάν είχαμε να παρουσιάσουμε ένα τέτοιο σχέδιο για το μέλλον της χώρας μας αυτό θα γινόταν αποδεκτό από οιονδήποτε καλόπιστο δανειστή.
Όταν εμφανιζόμαστε ανίκανοι να παρουσιάσουμε κάτι τέτοιο που αφορά το ίδιο μας το μέλλον και την οικονομική μας εξυγίανση είναι φυσικό να γινόμαστε αναξιόπιστοι σε παγκόσμιο επίπεδο.
Όταν αντί να εκπονήσουμε και να παρουσιάσουμε το απαραίτητο αυτό «εθνικό σχέδιο οικονομικής εξυγίανσης και ανάπτυξης» και να θέσουμε αυτό σαν παράρτημα της δανειακής σύμβασης που μας κρατάει εκτός χρεοκοπίας δεχόμαστε ένα «μνημόνιο» τυποποιημένο με πολλά καλά στοιχεία μεν, από τα οποία όμως δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε παρά μόνο τα πιο γρήγορα, εύκολα και επώδυνα και το εμφανίζουμε ως το κακό κείμενο που μας επέβαλαν οι ξένοι τοκογλύφοι (και αυτό παρότι πληρώνουμε αρκετά χαμηλότερο επιτόκιο για τον δανεισμό μας από πολλούς από αυτούς), τότε είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Το μόνο που κατορθώσαμε τελικά είναι εκτός από την αξιοπιστία των ξένων να χάσουμε και την όποια αξιοπιστία των δοκιμαζόμενων πολιτών απέναντι στο κράτος που φάνηκαν να έδειχναν μέχρι κάποια στιγμή αξιοθαύμαστη στωικότητα και υπομονή. Με την τακτική αυτή κατορθώσαμε να μπερδέψουμε, να αποπροσανατολίσουμε, να διχάσουμε, και να εξοργίσουμε τον κόσμο και να του δημιουργήσουμε το αίσθημα της απόλυτης απελπισίας για το μέλλον.
Και κάτι για το τι σημαίνει χρεοκοπία. Διότι μερικοί εσφαλμένα πιστεύουν ότι είναι αυτό που βιώνουμε τώρα μη λαμβάνοντας υπόψη τα δις που έρχονται κάθε τόσο από την δανειακή σύμβαση. Άλλοι πάλι προτείνουν τη λύση της αθέτησης των δανειακών μας συμφωνιών, κάτι που θα σημάνει την απόλυτη απομόνωση της χώρας για πολλά χρόνια και την αναγκαστική επιστροφή σε τοπικό νόμισμα, δηλαδή την άτακτη χρεοκοπία.
Αυτή είναι μακράν και η χειρότερη λύση. Με μείωση του βιοτικού επιπέδου μεταξύ 50-80%, πέραν των άλλων εθνικών και κοινωνικών καταστροφών που θα φέρει η απόλυτη φτώχεια που θα προκύψει. Καθώς και με την υιοθέτηση ενός πολύ αδύναμου και διαρκώς υποτιμούμενου νομίσματος, διότι θα αντιπροσωπεύει μια ελάχιστα παραγωγική οικονομία, όπως είναι δυστυχώς η δική μας.
Η αξία κάθε νομίσματος είναι απλά ένας καθρέφτης της παραγωγικότητας μιας χώρας. Αυτή τη στιγμή σαν καταναλωτές είμαστε τυχεροί που έχουμε στις τσέπες μας ένα νόμισμα, το ΕΥΡΩ, που έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από την παραγωγικότητα της χώρας μας. Είμαστε μεν χρεοκοπημένοι, αλλά έχουμε στην τσέπη μας ένα από τα δύο πιο δυνατά νομίσματα στον κόσμο. Αυτό είναι πλεονέκτημα στην περίπτωσή μας. Το αναγνωρίζει άλλωστε, έστω και διαισθητικά, πάνω από το 80% του Ελληνικού λαού.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι το τοπικό νόμισμα σε κάνει πιο ανταγωνιστικό με το σκεπτικό (και την επίγνωση φυσικά) ότι θα είναι πολύ αδύναμο.
Αυτό, πέρα από το ότι δεν μας ευνοεί σαν καταναλωτές, δεν στέκει κιόλας για ανεπτυγμένες οικονομίες. Η φθήνια δεν είναι χαρακτηριστικό ανταγωνιστικότητας παρά μόνο για πολύ υποβαθμισμένες οικονομίες. Η Γερμανία για παράδειγμα είναι μια πολύ δυνατή εξαγωγική χώρα με πολύ ισχυρό νόμισμα. Δεν έχετε παρά να δείτε τις χώρες με δικά τους νομίσματα. Η μεγάλη πλειοψηφία ή είναι πολύ δυνατές οικονομίες σαν τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο ή πολύ αδύναμες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Νοτίου Αμερικής που χαρακτηρίζονται κυρίως από φθηνά εργατικά και χαμηλό βιοτικό επίπεδο.
Στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο όταν διαθέτεις ποιοτικά προϊόντα και υπηρεσίες πάντα θα βρίσκεις αγοραστές ακόμα και με δυνατό νόμισμα.
Με τυχόν επιστροφή στη δραχμή «η γενιά των 700 Ευρώ» θα φαντάζει πολύ πλούσια. Αυτός ή αυτή που σήμερα παραπονιέται για τα 300 Ευρώ που παίρνει θα αναγκαστεί να συμβιβαστεί με το ισοδύναμο των 100 ή και των 50 αλλά σε δραχμές. Και όλα αυτά με καλπάζοντα πληθωρισμό λόγω της έλλειψης εισαγόμενων που θα προκύψει.
Πέρα από τις εμπειρίες χωρών που χρεοκόπησαν και αξίζει να μελετήσουμε δεν έχουμε παρά να σκεφθούμε πώς θα ζούσαμε με 90% λιγότερα εισαγόμενα ο καθένας. Αυτό και μόνο θα μας δώσει μια αίσθηση για την πτώση του βιοτικού επιπέδου που θα επέλθει.
Μην ξεχνάμε ότι ακόμα και έτσι όπως είμαστε τώρα ανήκουμε στις πρώτες 30 πλουσιότερες χώρες του ΟΟΣΑ. Υπάρχουν αρκετές εκατοντάδες θέσεις να πέσουμε πιο κάτω.
Για όσους νομίζουνε ότι πιάσαμε πάτο: Μη ξεγελιέστε, η διαδρομή για πιο κάτω είναι τεράστια. Έρχεται επίσης εύκολα και άκοπα μετά από μία και μόνο άστοχη απόφαση.
Αντίθετα ο δρόμος προς τα πάνω θέλει κόπο. Αλλά με προαπαιτούμενα τον σχεδιασμό, τη σοβαρότητα και το μυαλό αξίζει να το προσπαθήσουμε.
Έχουμε πολλά φόντα σαν χώρα, όχι μόνο να βγούμε από την κρίση, αλλά και να γίνουμε μία από τις πλουσιότερες της Ευρώπης. Αρκεί να νοικοκυρέψουμε το κράτος και να αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα. Αυτά δηλαδή που μπορούν να μας κάνουν ανταγωνιστικούς σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι τομείς είναι λίγοι αλλά πολύ καλοί: τουρισμός, πολιτισμός, ναυτιλία, γεωργία. Φτάνουν και περισσεύουν, αν γίνει σωστή δουλειά.
Αφήστε τη βαριά βιομηχανία για λαούς που έχουν πολύ και φθηνό εργατικό δυναμικό ή σε χώρες που δεν φοβούνται να χαλάσουν την φυσική τους ομορφιά.
Ακούγονται και κάτι για πετρέλαια και πρώτες ύλες που θα σώσουν την παρτίδα. Για δέστε τέτοιες χώρες, δέστε το βιοτικό τους επίπεδο: αφρικανικές, αραβικές, Νιγηρία, Βενεζουέλα κλπ. Για κάποιον που ζει στην Ελλάδα, αν το καλοσκεφτεί, δε νομίζω ότι θα τις ζήλευε και ιδιαίτερα.
Και μια τελευταία αλλά απαραίτητη διευκρίνηση για την κρίση στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στην υπόλοιπη Ευρώπη το πρόβλημα το δημιούργησαν οι τράπεζες και όχι το κράτος. Οι τράπεζες μεγάλωσαν, γιγαντώθηκαν και λόγω ανεπαρκών ελεγκτικών μηχανισμών πήραν υπερβολικά ρίσκα και κατέρρευσαν παρασύροντας έτσι την υπόλοιπη οικονομία και το κράτος.
Στην Ελλάδα συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Το κράτος κατέρρευσε και παρέσυρε το τραπεζικό σύστημα, αφού το υποχρέωνε να χρηματοδοτεί τον ατελείωτο δανεισμό του φορτώνοντας το με Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου. Το Ελληνικό πρόβλημα είναι αποκλειστικά δικό μας και πηγάζει αποκλειστικά από τις υπερβολικές ανάγκες δανεισμού του Ελληνικού κράτους και τις παθογένειές του. Δεν είναι συστημικό, δεν είναι συγκρίσιμο και αφορά μόνο έμμεσα τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε εμείς οι ίδιοι, άσχετα με το τι κάνουν ή τι θα κάνουν για τα δικά τους προβλήματα οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι.
Ας βάλουμε λοιπόν στην άκρη ψευδαισθήσεις και ευχολόγια και ας αποτελέσει τουλάχιστον αυτή η πολύ δυσάρεστη οικονομική περιπέτεια που βιώνουμε εφαλτήριο ώστε με δουλειά, μυαλό και προ πάντων οργάνωση να καταφέρουμε να αξιοποιήσουμε τις πραγματικές μας δυνατότητες.
Έτσι θα κερδίσουμε όχι μόνο τον σεβασμό των άλλων αλλά κυρίως τον αυτοσεβασμό μας και θα αποκτήσουμε πραγματική ανεξαρτησία, αφού η ανάπτυξη που θα πετύχουμε θα βασίζεται στην ποιότητα των υπηρεσιών και των προϊόντων μας και όχι όπως μέχρι τώρα στα δώρα και τα δανεικά.
Γιώργος Μαντζαβίνος, Οικονομολόγος
tvxs
InfoGnomon
Οταν θέλεις να εξηγήσεις μια περίπλοκη και οδυνηρή κατάσταση, όπως αυτή της Ελληνικής οικονομίας σήμερα, πρέπει να ξεκινήσεις πρώτα ψάχνοντας απλές αλήθειες. Αν αυτές δεν σε καλύπτουν, τότε μόνον ανατρέχεις σε περίπλοκα σενάρια, θεωρίες συνομωσίας και άλλα ευφάνταστα. Στη χώρα μας δυστυχώς οι απλές αλήθειες δεν αρέσουν και ξεκινάμε πάντα, ανάποδα, από τα περίπλοκα. Αυτά μας οδηγούν τελικά στην απόλυτη σύγχυση για το τι συμβαίνει. Μας εγκλωβίζουν σε αδιέξοδα, μας δυσκολεύουν να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας και, το κυριότερο, μας δυσχεραίνουν να επιλέξουμε ρεαλιστικές και αποτελεσματικές λύσεις εξόδου από την κρίση.
Ο συνεχής και καταιγιστικός βομβαρδισμός μας με πανσπερμία από συνήθως κατακερματισμένες, ελλειπείς και χαμηλής διανοητικής επεξεργασίας πληροφορίες και γνώμες από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το διαδίκτυο, που αποτελούν για πολλούς από εμάς και τις μόνες πηγές πληροφόρησης, όχι μόνο δεν φωτίζουν τα πράγματα αντίθετα, εντείνουν τη σύγχυση
Κατά συνέπεια, είναι απόλυτα φυσικό να αντιδρούμε παράλογα, μηχανιστικά, φανατικά, και πάντως καθόλου αποτελεσματικά για την υπέρβαση της δύσκολης κρίσης που αντιμετωπίζουμε.
Το άρθρο αυτό αποσκοπεί να βάλει στη θέση τους κάποια πράγματα με βάση τις όποιες οικονομικές γνώσεις του γράφοντος και την κοινή λογική, ευελπιστώντας έτσι ότι θα συμβάλλει στην μείωση της σύγχυσης πάνω σε ένα θέμα που αφορά όλους μας τόσο καίρια. Απευθύνεται σε καλόπιστους ανθρώπους που ψάχνουν να προσεγγίσουν την αλήθεια, τουλάχιστον με ψυχική και πνευματική εντιμότητα, χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και προκαταλήψεις. Δεν απευθύνεται σε αυτούς που πρώτα αποφασίζουν ποιά αλήθεια θέλουν να υπηρετήσουν και κατόπιν μελετούν ή ακούν μόνο τις γνώμες που την ενισχύουν και συμφωνούν μαζί της.
Η οικονομία δεν είναι, όπως απλοϊκά την βλέπουν πολλοί, σαν κάτι στατικό. Δηλαδή μία σταθερή πίτα που μπορεί να μοιρασθεί κατά βούληση σύμφωνα με τις ανάγκες ή τις επιθυμίες των πολλών. Η οικονομία και η οικονομική ευμάρεια, είναι κάτι απόλυτα δυναμικό και εύθραυστο που μοιάζει με κινούμενο στόχο. Βασίζεται σε πολλές και λεπτές ισορροπίες μέσα και έξω από μία χώρα. Δεν είναι δεδομένη ούτε μπορεί να καθοριστεί από συμβάσεις και νομοθετικές ρυθμίσεις. Συνήθως μια οικονομία ή αναπτύσσεται ή συρικνώνεται. Δεν μένει για πολύ σταθερή.
Στο 99% του πλανήτη σήμερα λειτουργεί ένα βασικό οικονομικό σύστημα: το καπιταλιστικό ή της ελεύθερης οικονομίας. Αυτό επιτρέπει σε ιδιώτες που είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν ρίσκο, με αντάλλαγμα το κέρδος, να επενδύουν και να λειτουργούν επιχειρήσεις που παράγουν πλούτο και έτσι προσφέρουν θέσεις εργασίας.
Το σύστημα αυτό δεν είναι από μόνο του καλό ή κακό. Είναι απλά ένα εργαλείο παραγωγής οικονομικής ανάπτυξης. Η ποιότητα του εξαρτάται από το πλαίσιο και τους κανόνες που τίθενται για την λειτουργία του από την εκάστοτε κοινωνία (νομοθετικό και φορολογικό πλαίσιο). Γενικά, η προσπάθεια ρύθμισης της ελεύθερης οικονομίας με κρατικές παρεμβάσεις είναι λεπτό ζήτημα, καθώς η υπερπαρέμβαση μπορεί να σταματήσει ή να επιβραδύνει επικίνδυνα την μηχανή παραγωγής πλούτου με ανεπιθύμητα αποτελέσματα στο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, ενώ η υποπαρέμβαση μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές κρίσεις.
Το σύστημα λοιπόν έχει πολλές ατέλειες. Παράγει όμως πολύ πλούτο, έστω και με πολύ άνιση κατανομή. Είναι επιρρεπές σε υπερβολές και κατά συνέπεια σε κρίσεις και βασίζεται σε λιγώτερο ευγενή ενστικτα του ανθρώπου, όπως η επιδίωξη του κέρδους και ο πλουτισμός. Εχει κάνει όμως, σε συνδυασμό και με το ελεύθερο εμπόριο, δραστικά καλύτερη από υλικής πλευράς, τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο και έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ανθεκτικό στην πάροδο του χρόνου διότι είναι ευέλικτο και πολύ επιδεκτικό σε βελτιώσεις. Γι αυτό και έχει επικρατήσει, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, παντού.
Σε αντίθεση με το ισχύον παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα, η Ελλάδα, μόνο καπιταλιστικό κράτος με σύστημα ελεύθερης οικονομίας δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί.
Ο Δημόσιος τομέας συνδυάζει μεγάλο μέγεθος και ακόμα μεγαλύτερη έλλειψη οργάνωσης και παραγωγικότητας στη λειτουργία του.
Δημόσιος και ευρύτερος Δημόσιος τομέας μαζί με τις εταιρείες που έχουν το Δημόσιο σαν κύριο πελάτη τους αντιπροσωπεύουν δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού και του ΑΕΠ.
Στον αντίποδα ο μη κρατικοδίαιτος ιδιωτικός τομέας λειτουργεί μέσα στο εξής ευρύτερο πλαίσιο: Νόμοι δαιδαλώδεις που δεν τηρούνται. Δικαστικό σύστημα λαβυρινθώδες, αργό και αναποτελεσματικό. Φορολογικό σύστημα απρόβλεπτο, που αλλάζει συχνά ακόμα και με την εναλλαγή υπουργών του ιδίου κόμματος. Προστατευμένα επαγγέλματα που εισπράττουν μονοπωλιακές υπεραξίες. Οργανωμένες ομάδες κάθε είδους που αποσκοπούν στην προώθηση των συμφερόντων τους πολλές φορές σε βάρος του κοινωνικού συνόλου και της ομαλής οικονομικής δραστηριότητας. Εκπαιδευτικό σύστημα από τα πλέον αναποτελεσματικά στον ανεπτυγμένο κόσμο. Και πανάκριβο όταν υπολογίσει κανείς την παραπαιδεία.
Η διαδικασία και ο παραλογισμός των πανελληνίων εξετάσεων κάθε χρόνο δυστυχώς θα μπορούσε να συνοψισθεί στην εξής φράση: «ουδέποτε τόσοι πολλοί ταλαιπωρήθηκαν τόσο πολύ για να πετύχουν τόσο λίγα».
Για την κατάσταση του Δημοσίου δεν φταίνε βέβαια οι δημόσιοι υπάλληλοι. Φταίει ο άναρχος και αναποτελεσματικός τρόπος με τον οποίο όλες αυτές οι υπηρεσίες και οργανισμοί σχεδιάστηκαν. Και για να ακριβολογούμε η παντελής έλλειψη σχεδιασμού. Οι δημόσιες υπηρεσίες απλά «προέκυψαν» σαν αποτέλεσμα κάποιων κοινωνικών αναγκών και στελεχώθηκαν κυρίως στο πλαίσιο του ισχύοντος πελατειακού συστήματος διακυβέρνησης με βάση κομματικές εξαρτήσεις. Σαν αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης σχεδιασμού η τελευταία 30ετία παρήγαγε ένα μεγάλο, δύσκαμπτο πολύπλοκο, αναχρονιστικό, αναξιοκρατικό και εντέλει παντελώς αναποτελεσματικό σύστημα δημόσιας διοίκησης, ανίκανο να παράσχει ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες.
Η δυσκαμψία, πολυπλοκότητα και αναποτελεσματικότητα με τη σειρά της παρείχε την κατάλληλη υποδομή για την ανάπτυξη γενικευμένης διαφθοράς για λόγους κατ’ αρχήν «διευκολυντικούς».
Εν συνεχεία έγινε αυτοσκοπός γενικεύθηκε και μετέτρεψε μεγάλο μέρος του Δημοσίου σε εστία λυσσαλέων αντιστάσεων ενάντια σε κάθε είδους εξορθολογισμό ή εκσυγχρονισμό. Η κύρια προσοχή του δημοσίου υπαλλήλου ήταν φυσικό μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον που προσέφερε ανύπαρκτη επαγγελματική ικανοποίηση να στραφεί τελικά αποκλειστικά στη μεγιστοποίηση των αποδοχών του με κάθε τρόπο, νόμιμο ή παράνομο.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα όντως αποτελεί ειδική περίπτωση στο διεθνές οικονομικό σκηνικό. Και διαφέρει ως προς το εξής. Τα προβλήματά της δεν είναι κυρίως οικονομικά. Τα σοβαρά οικονομικά της προβλήματα είναι απόρροια των δομικών και οργανωτικών προβλημάτων που έχει σαν κράτος και σαν κοινωνία, με την ανοχή δυστυχώς των πολιτών, οι οποίοι και αυτοί εθίστηκαν στο στρεβλό και άναρχο αυτό σύστημα και δεν επιζήτησαν ποτέ την πραγματική «αλλαγή» με την έννοια της εξυγίανσης. Αντ’ αυτής επέλεγαν συστηματικά λαϊκίστικες, μαξιμαλιστικές και τελικά βραχυπρόθεσμες λύσεις. Επιλέγοντας τον εύκολο δρόμο και αντιδρώντας ακόμα και στις λιγότερο επώδυνες προσαρμογές στο παραπέντε, βίωναν κατόπιν τα πολύ πιο επώδυνα αλλά αναγκαία μέτρα στο και πέντε.
Έτσι πλέχτηκε και ο φαύλος κύκλος αναξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος μεταξύ πολιτών και πολιτικών. Έτσι μετατράπηκαν και οι πολίτες άθελά τους στην πιο σοβαρή τροχοπέδη εξυγίανσης που μπορεί να υπάρξει σε μια δημοκρατική κοινωνία, τους ίδιους τους πολίτες.
Ο πακτωλός χρημάτων που έρεε αφειδώς επί πολλές δεκαετίες από την ΕΕ, συνεπικουρούμενος και από αθρόο εξωτερικό δανεισμό, δυστυχώς χρηματοδότησε και βοήθησε να παγιωθεί και να μεγαλώσει αυτό το στρεβλό, αντιπαραγωγικό και ανέφικτο όπως αποδείχτηκε τελικά μοντέλο της Ελληνικής οικονομίας.
Ο εξωτερικός δανεισμός παρέτεινε την ζωή ενός από την πρώτη στιγμή θνησιγενούς οικονομικού μοντέλου που όσο φυσικά εξακολουθούσε και ανέπνεε χάρις στα δανεικά τόσο ενισχυόταν η πίστη του ότι μπορεί να διαιωνίζεται. Ωσπου επήλθε το μοιραίο, η χρεοκοπία, δηλαδή ο οικονομικός θάνατος.
Για να ακριβολογούμε, την τελευταία στιγμή πριν επέλθει το μοιραίο βρέθηκε μια μεγάλη δανειακή ενίσχυση υπό μορφή εντατικής, δηλαδή το μνημόνιο. Αυτή απέτρεψε τον θάνατο, αλλά δεν εξασφάλισε ακριβώς και τη ζωή. Μας άφησε απλά να υπάρχουμε κάπου ενδιάμεσα. Τα φάρμακα, αυτά που δεχθήκαμε να δοκιμάσουμε μέχρι τώρα τουλάχιστον, δεν αποδίδουν. Περικοπές μισθών, συντάξεων, αυξήσεις ΦΠΑ και άλλα αποτελούν θανατηφόρα μέτρα για μια ετοιμοθάνατη οικονομία. Η συνταγή (το μνημόνιο) όμως περιείχε και πολλά άλλα φάρμακα πολύ πιο χρήσιμα με τη μορφή διαρθρωτικών αλλαγών απαραίτητα για την οικονομία τα οποία όμως δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου. Εξακολουθούμε έτσι να χαροπαλεύουμε στην εντατική.
Το παλαιό κρατικοδίαιτο σύστημα θέλει να τραβήξουμε εδώ και τώρα τα σωληνάκια με το σκεπτικό ότι φταίει το γιατρικό και όχι η χρόνια και βαριά αρρώστια μας. Ίσως και με το απώτερο αλλά και τελείως ουτοπικό σκεπτικό ότι, έστω και ετοιμοθάνατοι, αν δραπετεύσουμε από το νοσοκομείο μπορεί ως εκ θαύματος να επιστρέψουμε στην προτεραία κατάσταση.
Η μόνη προφανής και λογική λύση στο πρόβλημά μας φαίνεται να είναι η βελτίωση της αγωγής. Εκεί πρέπει να συγκεντρωθούμε και να συμφωνήσουμε σαν κοινωνία.
Είναι δύσκολο. Αλλά πρέπει να γίνει. Αν θέλουμε να αποφύγουμε τον άμεσα επικείμενο θάνατο. Μόνο έτσι θα έχουμε κάποιες ελπίδες ανάρρωσης και ευημερίας στο απώτερο μέλλον.
Για να γίνει αυτό όμως πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε και να αποδεχτούμε δύσκολες αλήθειες και να τροποποιήσουμε νοοτροπίες και συμπεριφορές.
Όταν βρίσκεσαι κοντά στο θάνατο δεν υπάρχουν ούτε μαγικές ούτε ανώδυνες λύσεις για να τον αποφύγεις. Το ίδιο ισχύει και για τον οικονομικό θάνατο (χρεοκοπία).
Η χρεοκοπία αλλά και τα επώδυνα οικονομικά μέτρα για να την αποφύγεις, πλήττουν μεν όλους αλλά βλάπτουν κυρίως τους οικονομικά αδυνάτους. Δυστυχώς αυτή είναι μια μεγάλη αδικία αλλά και μια μεγάλη αλήθεια . Γι’ αυτό είναι και ηθικά επιτακτική η ανάγκη σωστής διαχείρισης των Δημόσιων Οικονομικών από τους εκάστοτε κυβερνώντες, πολύ πριν φτάσει η οικονομία σε αυτό το σημείο.
Οι λύσεις για να βγούμε από την κρίση πρέπει να επιλεγούν με βάση την αποτελεσματικότητά τους πέρα και πάνω από κάθε άλλο κριτήριο. Διότι λάθος στην εκτίμηση αυτή θα οδηγήσει αυτόματα στο μοιραίο.
Ας σκεφθούμε καλά και σε βάθος τα αίτια που μας οδήγησαν εδώ. Χωρίς υπεραπλουστεύσεις και εξαγωγές επιπόλαιων συμπερασμάτων. Η σωστή διάγνωση οδηγεί και στη σωστή θεραπεία.
Ας είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε αλλαγές συμπεριφορών σε ατομικό επίπεδο και αλλαγές δομών σε κοινωνικό επίπεδο.
Ας αποδεχθούμε επί τέλους ότι όλοι (σε διαφορετικό ίσως βαθμό) ευθυνόμαστε για το ότι φθάσαμε εδώ. Καθρέπτης της κοινωνίας είναι το άτομο και αντίστροφα. Ας μην ψάχνουμε συνέχεια για αποδιοπομπαίους τράγους και φταίχτες έξω από μας. Όπως όλοι μοιραζόμαστε τις κοινωνικές επιτυχίες έτσι πρέπει να μοιραζόμαστε και τις αποτυχίες. Ας τις χρησιμοποιούμε για να γινόμαστε καλύτεροι αντί να εφευρίσκουμε νέους διχασμούς που οδηγούν στην αλληλοεξόντωση.
Η Ελληνική ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα λανθασμένων επιλογών και των δεινών που επακολούθησαν. Ας τη μελετήσουμε για να μην χρειαστεί τα την ξαναζήσουμε.
Συμπερασματικά ένα κράτος, μία χώρα, ένας λαός που βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας (οικονομικού θανάτου δηλαδή) θα πρέπει τουλάχιστον να ξέρει (και το κυριότερο να επιζητά να μάθει) σε ποιο σημείο ακριβώς βρίσκεται, πώς έφθασε εδώ και πού θέλει να πάει από εδώ και πέρα.
Ως προς το πρώτο, θα πρέπει να ξέρει ότι ο μόνος λόγος που δεν έχουμε ακόμα χρεοκοπήσει είναι η λήψη έκτακτων δανειακών διευκολύνσεων που λαμβάνουμε από άλλες χώρες, μερικές από τις οποίες έχουν και χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο από μας και πληρώνουν πολύ μεγαλύτερα επιτόκια (από το 2% που πληρώνουμε τώρα) για τον δανεισμό τους. Επίσης πρέπει να ξέρει ότι εναλλακτικές πηγές δανεισμού από τις αγορές δεν υπάρχουν. Δυστυχώς μόνο «ειδικά» προγράμματα υπάρχουν για χρεοκοπημένους, με περιοριστικούς φυσικά όρους ώστε να εξασφαλίζονται οι «παράτολμοι» υπό αυτές τις συνθήκες δανειστές.
Για το πώς φθάσαμε ως εδώ. Απλά το κράτος ξόδευε πολύ περισσότερα (αλόγιστα θα έλεγε κάποιος που γνωρίζει) από αυτά που εισέπραττε, κατά συνέπεια έπρεπε να αυξάνει συνέχεια τον δανεισμό για να καλύψει τη διαφορά. Όταν αυτό το κάνεις 30 χρόνια συνέχεια η κατάληξη δεν είναι καθόλου παράξενη. Αν συνεχίζαμε έτσι, ακόμα και στην περίπτωση που βρισκόταν ένας από μηχανής θεός που ως δια μαγείας θα διέγραφε όλο το χρέος μας θα ήταν πάλι θέμα μερικών ετών να παρουσιάσουμε το ίδιο πρόβλημα.
Σε αυτό ακριβώς το πρόβλημα απευθύνεται το μνημόνιο και κάθε μνημόνιο. Τι ακριβώς είναι το μνημόνιο? Ένα σχέδιο δράσης είναι ώστε κάποιος που έχει ήδη χρεοκοπήσει και έχει πάρει δανεικά για να μείνει ζωντανός, να μην το επαναλάβει.
Αυτό δεν θα έπρεπε να γίνει με πρωτοβουλία των δανειστών αλλά αποκλειστικά με δική μας πρωτοβουλία.
Σε μια υγιώς σκεπτόμενη χώρα που σχεδόν χρεοκόπησε αυτό το «σχέδιο δράσης» θα έπρεπε να είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής της πολιτικής και όχι να παρουσιάζεται σαν το παράρτημα μιας δανειακής σύμβασης που απλά επιβλήθηκε και αποσκοπεί αποκλειστικά στην ικανοποίηση των ξένων δανειστών.
Εάν είχαμε να παρουσιάσουμε ένα τέτοιο σχέδιο για το μέλλον της χώρας μας αυτό θα γινόταν αποδεκτό από οιονδήποτε καλόπιστο δανειστή.
Όταν εμφανιζόμαστε ανίκανοι να παρουσιάσουμε κάτι τέτοιο που αφορά το ίδιο μας το μέλλον και την οικονομική μας εξυγίανση είναι φυσικό να γινόμαστε αναξιόπιστοι σε παγκόσμιο επίπεδο.
Όταν αντί να εκπονήσουμε και να παρουσιάσουμε το απαραίτητο αυτό «εθνικό σχέδιο οικονομικής εξυγίανσης και ανάπτυξης» και να θέσουμε αυτό σαν παράρτημα της δανειακής σύμβασης που μας κρατάει εκτός χρεοκοπίας δεχόμαστε ένα «μνημόνιο» τυποποιημένο με πολλά καλά στοιχεία μεν, από τα οποία όμως δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε παρά μόνο τα πιο γρήγορα, εύκολα και επώδυνα και το εμφανίζουμε ως το κακό κείμενο που μας επέβαλαν οι ξένοι τοκογλύφοι (και αυτό παρότι πληρώνουμε αρκετά χαμηλότερο επιτόκιο για τον δανεισμό μας από πολλούς από αυτούς), τότε είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Το μόνο που κατορθώσαμε τελικά είναι εκτός από την αξιοπιστία των ξένων να χάσουμε και την όποια αξιοπιστία των δοκιμαζόμενων πολιτών απέναντι στο κράτος που φάνηκαν να έδειχναν μέχρι κάποια στιγμή αξιοθαύμαστη στωικότητα και υπομονή. Με την τακτική αυτή κατορθώσαμε να μπερδέψουμε, να αποπροσανατολίσουμε, να διχάσουμε, και να εξοργίσουμε τον κόσμο και να του δημιουργήσουμε το αίσθημα της απόλυτης απελπισίας για το μέλλον.
Και κάτι για το τι σημαίνει χρεοκοπία. Διότι μερικοί εσφαλμένα πιστεύουν ότι είναι αυτό που βιώνουμε τώρα μη λαμβάνοντας υπόψη τα δις που έρχονται κάθε τόσο από την δανειακή σύμβαση. Άλλοι πάλι προτείνουν τη λύση της αθέτησης των δανειακών μας συμφωνιών, κάτι που θα σημάνει την απόλυτη απομόνωση της χώρας για πολλά χρόνια και την αναγκαστική επιστροφή σε τοπικό νόμισμα, δηλαδή την άτακτη χρεοκοπία.
Αυτή είναι μακράν και η χειρότερη λύση. Με μείωση του βιοτικού επιπέδου μεταξύ 50-80%, πέραν των άλλων εθνικών και κοινωνικών καταστροφών που θα φέρει η απόλυτη φτώχεια που θα προκύψει. Καθώς και με την υιοθέτηση ενός πολύ αδύναμου και διαρκώς υποτιμούμενου νομίσματος, διότι θα αντιπροσωπεύει μια ελάχιστα παραγωγική οικονομία, όπως είναι δυστυχώς η δική μας.
Η αξία κάθε νομίσματος είναι απλά ένας καθρέφτης της παραγωγικότητας μιας χώρας. Αυτή τη στιγμή σαν καταναλωτές είμαστε τυχεροί που έχουμε στις τσέπες μας ένα νόμισμα, το ΕΥΡΩ, που έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από την παραγωγικότητα της χώρας μας. Είμαστε μεν χρεοκοπημένοι, αλλά έχουμε στην τσέπη μας ένα από τα δύο πιο δυνατά νομίσματα στον κόσμο. Αυτό είναι πλεονέκτημα στην περίπτωσή μας. Το αναγνωρίζει άλλωστε, έστω και διαισθητικά, πάνω από το 80% του Ελληνικού λαού.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι το τοπικό νόμισμα σε κάνει πιο ανταγωνιστικό με το σκεπτικό (και την επίγνωση φυσικά) ότι θα είναι πολύ αδύναμο.
Αυτό, πέρα από το ότι δεν μας ευνοεί σαν καταναλωτές, δεν στέκει κιόλας για ανεπτυγμένες οικονομίες. Η φθήνια δεν είναι χαρακτηριστικό ανταγωνιστικότητας παρά μόνο για πολύ υποβαθμισμένες οικονομίες. Η Γερμανία για παράδειγμα είναι μια πολύ δυνατή εξαγωγική χώρα με πολύ ισχυρό νόμισμα. Δεν έχετε παρά να δείτε τις χώρες με δικά τους νομίσματα. Η μεγάλη πλειοψηφία ή είναι πολύ δυνατές οικονομίες σαν τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο ή πολύ αδύναμες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Νοτίου Αμερικής που χαρακτηρίζονται κυρίως από φθηνά εργατικά και χαμηλό βιοτικό επίπεδο.
Στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο όταν διαθέτεις ποιοτικά προϊόντα και υπηρεσίες πάντα θα βρίσκεις αγοραστές ακόμα και με δυνατό νόμισμα.
Με τυχόν επιστροφή στη δραχμή «η γενιά των 700 Ευρώ» θα φαντάζει πολύ πλούσια. Αυτός ή αυτή που σήμερα παραπονιέται για τα 300 Ευρώ που παίρνει θα αναγκαστεί να συμβιβαστεί με το ισοδύναμο των 100 ή και των 50 αλλά σε δραχμές. Και όλα αυτά με καλπάζοντα πληθωρισμό λόγω της έλλειψης εισαγόμενων που θα προκύψει.
Πέρα από τις εμπειρίες χωρών που χρεοκόπησαν και αξίζει να μελετήσουμε δεν έχουμε παρά να σκεφθούμε πώς θα ζούσαμε με 90% λιγότερα εισαγόμενα ο καθένας. Αυτό και μόνο θα μας δώσει μια αίσθηση για την πτώση του βιοτικού επιπέδου που θα επέλθει.
Μην ξεχνάμε ότι ακόμα και έτσι όπως είμαστε τώρα ανήκουμε στις πρώτες 30 πλουσιότερες χώρες του ΟΟΣΑ. Υπάρχουν αρκετές εκατοντάδες θέσεις να πέσουμε πιο κάτω.
Για όσους νομίζουνε ότι πιάσαμε πάτο: Μη ξεγελιέστε, η διαδρομή για πιο κάτω είναι τεράστια. Έρχεται επίσης εύκολα και άκοπα μετά από μία και μόνο άστοχη απόφαση.
Αντίθετα ο δρόμος προς τα πάνω θέλει κόπο. Αλλά με προαπαιτούμενα τον σχεδιασμό, τη σοβαρότητα και το μυαλό αξίζει να το προσπαθήσουμε.
Έχουμε πολλά φόντα σαν χώρα, όχι μόνο να βγούμε από την κρίση, αλλά και να γίνουμε μία από τις πλουσιότερες της Ευρώπης. Αρκεί να νοικοκυρέψουμε το κράτος και να αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα. Αυτά δηλαδή που μπορούν να μας κάνουν ανταγωνιστικούς σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι τομείς είναι λίγοι αλλά πολύ καλοί: τουρισμός, πολιτισμός, ναυτιλία, γεωργία. Φτάνουν και περισσεύουν, αν γίνει σωστή δουλειά.
Αφήστε τη βαριά βιομηχανία για λαούς που έχουν πολύ και φθηνό εργατικό δυναμικό ή σε χώρες που δεν φοβούνται να χαλάσουν την φυσική τους ομορφιά.
Ακούγονται και κάτι για πετρέλαια και πρώτες ύλες που θα σώσουν την παρτίδα. Για δέστε τέτοιες χώρες, δέστε το βιοτικό τους επίπεδο: αφρικανικές, αραβικές, Νιγηρία, Βενεζουέλα κλπ. Για κάποιον που ζει στην Ελλάδα, αν το καλοσκεφτεί, δε νομίζω ότι θα τις ζήλευε και ιδιαίτερα.
Και μια τελευταία αλλά απαραίτητη διευκρίνηση για την κρίση στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στην υπόλοιπη Ευρώπη το πρόβλημα το δημιούργησαν οι τράπεζες και όχι το κράτος. Οι τράπεζες μεγάλωσαν, γιγαντώθηκαν και λόγω ανεπαρκών ελεγκτικών μηχανισμών πήραν υπερβολικά ρίσκα και κατέρρευσαν παρασύροντας έτσι την υπόλοιπη οικονομία και το κράτος.
Στην Ελλάδα συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Το κράτος κατέρρευσε και παρέσυρε το τραπεζικό σύστημα, αφού το υποχρέωνε να χρηματοδοτεί τον ατελείωτο δανεισμό του φορτώνοντας το με Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου. Το Ελληνικό πρόβλημα είναι αποκλειστικά δικό μας και πηγάζει αποκλειστικά από τις υπερβολικές ανάγκες δανεισμού του Ελληνικού κράτους και τις παθογένειές του. Δεν είναι συστημικό, δεν είναι συγκρίσιμο και αφορά μόνο έμμεσα τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε εμείς οι ίδιοι, άσχετα με το τι κάνουν ή τι θα κάνουν για τα δικά τους προβλήματα οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι.
Ας βάλουμε λοιπόν στην άκρη ψευδαισθήσεις και ευχολόγια και ας αποτελέσει τουλάχιστον αυτή η πολύ δυσάρεστη οικονομική περιπέτεια που βιώνουμε εφαλτήριο ώστε με δουλειά, μυαλό και προ πάντων οργάνωση να καταφέρουμε να αξιοποιήσουμε τις πραγματικές μας δυνατότητες.
Έτσι θα κερδίσουμε όχι μόνο τον σεβασμό των άλλων αλλά κυρίως τον αυτοσεβασμό μας και θα αποκτήσουμε πραγματική ανεξαρτησία, αφού η ανάπτυξη που θα πετύχουμε θα βασίζεται στην ποιότητα των υπηρεσιών και των προϊόντων μας και όχι όπως μέχρι τώρα στα δώρα και τα δανεικά.
Γιώργος Μαντζαβίνος, Οικονομολόγος
tvxs
InfoGnomon
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σαν σήμερα πρίν 8 χρόνια, η Ελλάδα πρωταθλήτρια Ευρώπης (vid)
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Παΐσιος: «Ό,τι και να δείτε, μην απελπισθείτε…»
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ