2012-07-08 10:50:57
Ο ΧΡΟΝΟΣ φέρνει στην δημοσιότητα για πρώτη φορά την προσφυγή του μητροπολίτη Πειραιά Σεραφείμ και τις αιτιάσεις εννέα πολιτών στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας την ακύρωση της κοινής υπουργικής
απόφασης του 2011
Σε μια πολυσέλιδη προσφυγή του ο μητροπολίτης Πειραιά Σεραφείμ, ο Γεώργιος Νιάρχος καθηγητής πανεπιστημίου Αθηνών, η Ζωή Μπαχλή ιατρός, ο Γεώργιος Κούβελας ιατρός, ο εξωραΪστικός φυσιολατρικός σύλλογος «Η ΑΘΗΝΑ», με την πρόεδρό του Καλλιόπη Μπελιά, οι Παναγιώτης Σχοινέζος, Αικατερίνη Θανοπούλου, Ευγένιος Χριστοδούλου και Ιωάννης Πορίκος κάτοικοι Βοτανικού στρέφονται κατά του ελληνικού Δημοσίου του υπουργού υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, κατά του υπουργού Παιδείας Δια βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων για την ακύρωση της κοινής υπουργικής απόφασης που αφορά στην υλοποίηση ισλαμικού τεμένους στην Αθήνα με τεχνική σύμβαση που υπογράφηκε στις 25-10-2011 σε χώρο του πρώην κεντρικού συνεργείου αυτοκινήτων ναυτικού (ΣΚΑΝ). Ο ΧΡΟΝΟΣ προσπάθησε να διατηρήσει μόνο τα σημεία που γίνεται η επίκληση των λόγων ακυρότητας και την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται χωρίς να παρεμβαίνει επί του περιεχομένου όπου αναμένεται να ασκηθούν παρεμβάσεις από τους μουφτήδες ης Θράκης καθ ύλην αρμόδιους για θέματα λατρείας των μουσουλμάνων.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 παρ.5 ΤΟΥ Ν.3512/2006
ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν.3512/2006, και ειδικότερα δυνάμει του άρθρου 3 παρ.5 αυτού (όπως το άρθρο 29 παρ.5 ii του Ν.4014/2011), σύμφωνα με το οποίο «Με αποφάσεις των αρμόδιων Υπουργών ρυθμίζονται οι ειδικές λεπτομέρειες της χρηματοδότησης του έργου, των αποφαινόμενων οργάνων, ο χρόνος έναρξης της παραχώρησης της χρήσης της παραγράφου 4, καθώς και κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου». Προκύπτει, κατ’ επέκταση ότι με τη διάταξη αυτή, ο νομοθέτης εξουσιοδότησε την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να ρυθμίσει τα ζητήματα τα σχετικά με την χρηματοδότηση των πάσης φύσεως δαπανών αναφορικά με την κατασκευή του ισλαμικού τεμένους. Ως εκ τούτου, οι συναρμόδιοι υπουργοί, η υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και ο υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων προχώρησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, με την οποία ορίζεται ότι η χρηματοδότηση των πάσης φύσεως δαπανών για την υλοποίηση του έργου της κατασκευής του τεμένους θα γίνει από ενάριθμο έργο που θα εγγραφεί για το σκοπό αυτό στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων. Προφανώς, όμως, η εν λόγω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 3 του Ν.3512/2006, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση, αντίκειται στο άρθρο 43 παρ.2 εδ.β’ του Συντάγματος, σύμφωνα με το ποίο «Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Γεννάται, λοιπόν, ευλόγως το ερώτημα για το αν η χρηματοδότηση για την κατασκευή του ισλαμικού τεμένους υπό τους όρους που περιγράφονται στην ΚΥΑ, μπορεί να αποτελεί ειδικότερο θέμα ή θέμα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό, ώστε να επιτρέπεται στα όργανα της διοικήσεως να το ρυθμίσουν δια της εκδόσεως διοικητικών πράξεων. Αναφορικά με την έννοια του «ειδικότερου θέματος», θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σας, ειδικότερα θέματα για την ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η νομοθετική εξουσιοδότηση σε άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα της Διοίκησης αποτελούν μερικότερες περιπτώσεις θεμάτων, που ρυθμίζονται ήδη σε γενικό έστω αλλά ορισμένο πλαίσιο στο ίδιο το κείμενο του τυπικού νόμου (ΣτΕ 4025/1998 Ολ.., ΣτΕ 2815/2004 Ολ., ΣτΕ 125/2009 Ολ.). Στην επίδικη περίπτωση, προκύπτει σαφώς ότι δεν συντρέχει το στοιχείο αυτό, ήτοι ο τυπικός Ν3512/2006 δεν δίνει ένα ορισμένο πλαίσιο αναφορικά με τη χρηματοδότηση του έργου του Τεμένους, αλλά καταλείπει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης να ρυθμίσει το συγκεκριμένο ζήτημα κατά το δοκούν. Στην εν λόγω ρύθμιση, ο Νόμος δεν προβαίνει σε ουσιαστική ρύθμιση αλλά μόνο σε εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση του αναφερόμενου στην παράγραφο αυτή θέματος, και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη ΚΥΑ, δε μπορεί να θεωρηθεί ότι ρυθμίζει ειδικότερο θέμα του οποίου το γενικό πλαίσιο ευρίσκεται στο Νόμο.
Ταυτόχρονα, προκύπτει σαφέστατα ότι το θέμα, το οποίο ρυθμίζεται με την προσβαλλόμενη ΚΥΑ, ουδόλως μπορεί να χαρακτηριστεί ως «τοπικού ενδιαφέροντος» και άρα ρυθμιζόμενου δια διοικητικής πράξεως. Η ΚΥΑ προβλέπει τη χρηματοδότηση της κατασκευής του τεμένους με επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισμού και ποιο συγκεκριμένα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, η δε πηγή της χρηματοδότησης ούσα κρατική ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως θέμα συγκεκριμένα εντοπισμένο. Αντιθέτως, αν ήθελε θεωρηθεί έτσι, ήτοι ως τοπικού ενδιαφέροντος θέμα, τότε η κάλυψη των δαπανών για την κατασκευή του τεμένους θα έπρεπε να βαρύνει τον προϋπολογισμό του αρμόδιου κατά τόπον ΟΤΑ, ήτοι του Δήμου Αθηναίων. Πέραν των ανωτέρω, η κατασκευή ενός τεμένους στο κέντρο της Αθήνας σε καμία περίπτωση δεν δύναται να χαρακτηριστεί ως θέμα τοπικού ενδιαφέροντος, που απασχολεί μόνο τους μόνιμα διαβιούντες κατοίκους της περιοχής του Βοτανικού, ως ημείς. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα θέμα πανελληνίου ενδιαφέροντος, που απασχολεί τα τελευταία χρόνια, ήτοι από της ψηφίσεως του Νόμου, την κοινή συνείδηση των Ελλήνων Χριστιανών σε όλη την Ελλάδα, η φορολόγηση των οποίων, σημειώνεται, θα αποτελέσει την αιτία εύρεσης κονδυλίων, ύψους 1 εκατομμυρίου ευρώ, για την κατασκευή του τεμένους.
Τέλος, η χρηματοδότηση του τεμένους, όπως καθορίζεται δια της Κοινής Υπουργικής Αποφάσεως, δεν μπορεί από τη φύση της εν λόγω πράξης να χαρακτηριστεί ως ζήτημα τεχνικό ή λεπτομερειακό, έτσι ώστε να επιτρέπεται η ρύθμιση της από τα όργανα της Διοικήσεως.
Προκύπτει, αναντίρρητα, από τα ανωτέρω ότι ο νομοθέτης, παρέχοντας εξουσιοδότηση στη Διοίκηση να ρυθμίσει το εν λόγω ζήτημα ήτοι της χρηματοδότησης της κατασκευής του τεμένους και όχι στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δια της έκδοσης προεδρικού διατάγματος, παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 43 παρ.2 εδ.β’ Σ και ως εκ τούτου προσβαλλόμενη ΚΥΑ θα πρέπει να ακυρωθεί ως ερειδόμενη σε αντισυνταγματική διάταξη νόμου.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ
Το άρθρο 3 παρ.5 του Ν. 3512/2006 (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 29 παρ.5 ii του Ν.4014/2011), κατ’ εξουσιοδότηση του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, θα πρέπει να κριθεί ως προς τη συνταγματικότητά του, δεδομένου ότι αποτελεί τμήμα ενός νόμου, ο οποίος με τη σειρά του αμφισβητείται ως προς τη συνταγματικότητά του. Πρόκειται για το Νόμο 3512/2006 (ΦΕΚ 264 Α/05-12-2006) και υπό τον τίτλο « ΙΣΛΑΜΙΚΟ ΤΕΜΕΝΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» , ο οποίος αποτυπώνει την πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία στην Ελλάδα για την ανέγερση του τεμένους, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι θρησκευτικές ανάγκες των αλλοδαπών μουσουλμάνων κατοίκων της χώρας μας.
Το Σύνταγμά μας, στο άρθρο 13 καθιερώνει το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης (παρ.1) καθώς και το ακώλυτο της λατρείας οποιασδήποτε γνωστής θρησκείας (παρ.2). Ταυτόχρονα, όμως, με την αναγνώριση του εν λόγω δικαιώματος, το Σύνταγμα περιορίζει τη θρησκευτική ελευθερία, ένας δε τέτοιος περιορισμός προβλέπεται στην παρ.2 εδ.β του άρθρου 13, σύμφωνα με την οποία « Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη». Κρίνεται, συνεπώς, απαραίτητο να διερευνηθεί εάν η κατασκευή και λειτουργία ενός Ισλαμικού Τεμένους στο χώρο του Βοτανικού, όπως προβλέπεται στον εν λόγω Νόμο, θα πλήξει όχι την δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη των κατοίκων της περιοχής αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Η απάντηση στ ανωτέρω ερώτημα παρίσταται περισσότερο από εύκολη. Η ίδρυση ενός τεμένους μέσα στο κέντρο της πόλης των Αθηνών όχι μόνο θα πλήξει τη δημόσια τάξη και τάξη και τα χρηστά ήθη της ελληνικής κοινωνίας αλλά θα αποτελέσει και το εναρκτήριο λάκτισμα μίας σειράς γεγονότων που με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσουν στην αποδόμηση της συνοχής του Ελληνικού έθνους, ως λαού χριστιανών ορθοδόξων. Προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού, αρκεί να αναλογιστεί κανείς το πλήγμα που θα δέχεται καθημερινά το χριστιανικό συναίσθημα των περιοίκων αλλά και των διερχόμενων Ελλήνων, όταν 5 φορές την ημέρα, ευρισκόμενοι στην περιοχή του Βοτανικού, θα είναι υποχρεωμένοι να ακούν το «κάλεσμα» του ιμάμη προς τους μουσουλμάνους για προσευχή. Διότι τότε ευλόγως θα αναρωτηθούν εάν διαβιούν στην Ελλάδα ή σε κάποια άλλη μουσουλμανική πόλη και εάν είναι εν τέλει ξένοι μέσα στην ίδια τους την Πατρίδα. Φρονούμε δε, ότι δεν προσαπαιτείται να περιμένουμε να προκύψουν εκ των υστέρων πραγματικά περιστατικά που να συνιστούν προσβολή της δημοσίας τάξεως και των χρηστών μας ηθών έτσι ώστε να καταστεί και πάλι εκ των υστέρων δικαστικά διαπιστώσιμη η συνδρομή τυχόν εκνόμου συμπεριφοράς εκ μέρους των μουσουλμάνων. Άλλωστε, για τέτοια δε τυχόν περίπτωση εκδηλώσεως εκνόμου συμπεριφοράς που θα παρουσιασθεί, επιβάλλεται από το άρθρο 13 παρ.2 του Συντάγματος να ορισθεί στο νόμο ως υποχρεωτική η διερεύνηση και διαπίστωση σντελεσθείσης παραβιάσεως των εκτεθεισών συνταγματικών απαγορεύσεων, προς δικαστική απαγγελία εντεύθεν εννόμων συνεπειών που κατά συνταγματική υποχρέωση θα ορίσει συναφώς ο νόμος, ώστε να καταστεί αποτελεσματική η τήρηση της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως. Η συνταγματική αυτή απαίτηση προκύπτει και από την πρόσφατη απόφαση 2188/2010 του Δικαστηρίου Σας.
Εν τούτοις, ο Ν.3512/2006 ουδόλως αναφέρεται στο ενδεχόμενο εκδηλώσεως εκνόμου συμπεριφοράς, ούτε προβλέπει διαδικασίες αντιμετώπισης της, όντας έτσι μη συμβατός με τις απαιτήσεις του άρθρου 13 παρ.2 Σ. Ο ρόλος δε άλλωστε των Δικαστηρίων μας και δή του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας, ως αποτελούμενο πάνω απ’ όλα από Έλληνες πολίτες, που δια των αποφάσεων τους προασπίζουν την ακεραιότητα των νόμων, προς χάριν των ΠΟΛΙΤΩΝ, θα πρέπει να είναι η προσεκτική στάθμιση του δικαιώματος των μουσουλμάνων απέναντι στα δικαιώματα των Ελλήνων χριστιανών πριν αναγκαστούμε να βιώσουμε μέσα στη χώρα μας καταστάσεις θρησκευτικών εξάρσεων εκ μέρους των Μουσουλμάνων, των οποίων το ιερό κείμενο, το Κοράνι, δει να υπενθυμίσουμε ότι αναγνωρίζει τη στρατιωτική κατίσχυση ως μέσο επιβολής των αρχών του, στο όνομα δε του Ισλάμ έχουν γίνει από το έτος 2001 και μετά περισσότερες από 17.000 τρομοκρατικές επιθέσεις. Εάν δεν αρκούν αυτά για να πείσουν σχετικά με το ότι η ίδρυση ενός μουσουλμανικού τεμένους θα πλήξει ανεπανόρθωτα τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη της χώρας μας, τότε αναρωτιόμαστε τι άλλο θα πρέπει να περιμένουμε να συμβεί. Τότε όμως θα είμαστε και άξιοι της μοίρας μας! Το Σύνταγμα μας, ως καταστατικός χάρτης της πολιτείας μας αλλά και ως το πυρηνικό αρχέτυπο, στο οποίο αποτυπώνεται η ιστορία αυτού του Έθνους, ιστορία άμεσα συνυφασμένη με την χριστιανική ορθόδοξη Εκκλησία, μας προσφέρει τις απαραίτητες ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε να αποτραπούν, δια της συμβολής των Ελλήνων Δικαστών μας, γεγονότα που μάλλον σε απαξίωση θα οδηγήσουν τη χώρα μας και όχι στην αναγνώρισή της ως μιας δημοκρατικής και ανεκτικής πολιτείας. Διότι και η ανοχή των Ελλήνων έχει πλέον ξεκινήσει να αγγίζει τα όριά της.
Πέραν των ανωτέρω, αμφισβητείται η συνταγματικότητα του εν λόγου Νόμου και ως προς τια διατάξεις του εκείνες, οι οποίες κάνουν λόγο για επιβάρυνση του Κρατικού μας Προϋπολογισμού και ειδικότερα του Υπουργείου Παιδείας προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες της συντήρησης του τεμένους, της αποζημίωσης των μελών του Δ.Σ. του διαχειρίζοντος το τέμενος Ν.Π.Ι.Δ. και του μισθού του θρησκευτικού λειτουργού-ιμάμη.
Ο Προϋπολογισμός ενός Κράτους υφίσταται για να καλύπτονται μέσω αυτού οι ΔΗΜΟΣΙΕΣ δαπάνες, δαπάνες δηλαδή που απαιτούνται προκειμένου για έργα κοινής ωφελείας ή γενικότερης σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Οι δε προβλεπόμενες εγγεγραμμένες πιστώσεις του προϋπολογισμού προέρχονται από τη φορολόγηση τόσο των Ελλήνων όσο και των νόμιμα διαμενόντων στη χώρα αλλοδαπών, διατίθενται δε για την κάλυψη αναγκών κοινής ωφέλειας αυτών. Είναι να διερωτάται λοιπόν, κανείς, πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο έργο, όπως της κατασκευής ενός μουσουλμανικού τεμένους και η κάλυψη της αποζημίωσης του ιμάμη να θεωρείται έργο κοινής ωφελείας για τους Έλληνες και ως εκ τούτου να επιβαρύνει τον Ελληνικό Κρατικό Προϋπολογισμό. Η κατασκευή του τεμένους αποτελεί θέλημα των ασπαζομένων τη μουσουλμανική πίστη της χώρας μας και ως εκ τούτου αυτούς και μόνο αυτούς θα πρέπει να βαρύνει η δαπάνη της κατασκευής του ναού του. Ημείς, οι Έλληνες φορολογούμενοι πολίτες, ουδένα συμφέρον έχουμε στην κατασκευή του εν λόγω τεμένους, ώστε να επιβαρυνθούμε ενός τέτοιου έργου. Ίσως θα πρέπει να υπομνησθεί, συν τοις άλλοις, ότι τα τελευταία τρία χρόνια και για πολλά χρόνια ακόμα, οι Έλληνες υφίστανται τις δραματικές συνέπειες μίας πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης, η οποία αναμένεται να οξυνθεί με αβέβαιες συνέπειες για το μέλλον αυτού του τόπου. Διερωτώμεθα, λοιπόν, όταν οι Έλληνες δεν γνωρίζουν εάν θα λάβουν σύνταξη την επαύριο ή όταν ακόμα στα ελληνικά σχολεία δεν έχουν διανεμηθεί συγγράμματα στα παιδιά, το μέλημα της Υπουργού Παιδείας είναι να «τροφοδοτήσει» το τέμενος. Μάλλον δι’ ανόητους μας έχουν εκλάβει οι ταγοί μας!
ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΟΝΕΙΔΟΣ για τη χώρα μας και μας γεμίζουν απελπισία τόσο για μας όσο και κυρίως για τα παιδιά μας. Επαφίεται σε Εσάς, τους αξιοτίμους Δικαστάς του Έθνους μας να σταθούν στο πρώτο μέτωπο του αγώνα για την προάσπιση της ακεραιότητας, της τιμής και της υπόληψης αυτού του Λαού. Κατά συνέπεια, και για τον ανωτέρω προσβαλλόμενο λόγο, ο Ν.3512/2006 θα πρέπει να κηρυχθεί αντισυνταγματικός , η δε προσβαλλόμενη ΚΥΑ να ακυρωθεί ως ερειδόμενη σε αντισυνταγματική διάταξη νόμου.
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ν. 3467/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1363/1938, προκύπτει ότι για την ανέγερση ή λειτουργία ναού οποιουδήποτε δόγματος λη θρησκείας απαιτείται άδεια της Διοικήσεως, η οποία χορηγείται κατόπιν αιτήσεως μελών της θρησκευτικής κοινότητας των ετερόδοξων που έχουν την κατοικία τους στο συγκεκριμένο τόπο όπου πρόκειται να εγκατασταθεί και να λειτουργήσει ο ναός ή ευκτήριος οίκος, η οποία (αίτηση) υποβάλλεται στο Υπουργείο παιδείας δια του ποιμένους των ανωτέρω αιτούντων.
Προκύπτει, λοιπόν, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, η αναγκαιότητα έκδοσης προγενέστερης διοικητικής άδειας και ειδικότερα πράξης του υπουργού Παιδείας, στο πλαίσιο της οποίας διενεργείται έλεγχος αναφορικά με τη συνδρομή των όρων που διαλαμβάνει το άρθρο 13 παρ.2 του συντάγματος (άσκηση λατρείας γνωστής-θρησκείας, που δεν προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, από ανήκοντες σε θρησκευτική κοινότητα που δεν ασκεί προσηλυτισμό). Παρά την μέχρι τώρα πάγια τακτική, δυνάμει της οποίας οι διάφορες θρησκευτικές μειονότητες στην Ελλάδα (όπως Μάρτυρες του Ιεχωβά, Εβραίοι κλπ.) όταν επιθυμούσαν να ιδρύσουν έναν ναό ή ευκτήριο οίκο, προκειμένου να καλύψουν τις θρησκευτικές τους ανάγκες, αποτείνοντο στην Διοίκηση προκειμένου τα αρμόδια όργανα να εκδώσουν την αιτούμενη άδεια λειτουργίας, παρατηρείται φια της δημοσιεύσεως του εν λόγω Νόμου 3512/2006, να παρακάμπτεται εντελώς η διαδικασία αυτή, ως σαν να μην υφίστατο προβλεπόμενη νομοθεσία και να αναλαμβάνει ο ίδιος ο νομοθέτης τη διευθέτηση του ζητήματος της κατασκευής του ισλαμικού τεμένους. ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΣ τη διαδικασία κατασκευής, λειτουργίας και διαχείρισης του (καθόρισε δε ο νομοθέτης ακόμα και το οικοδομικό τετράγωνο που θα χτιστεί το τέμενος) δια νόμου. Εξ αυτής της επιλογής του νομοθέτη, προκύπτει σαφέστατα η παραβίαση του Συντάγματος και ειδικότερα του άρθρου 2 αυτού, που καθιερώνει την αρχή της ισότητας, ως τέτοιας νοούμενης της ισότητας με την οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όλες ο θρησκείες αναφορικά με την διαδικασία που οι ναοί ή ευκτήριοι οίκοι έκαστης από αυτές ιδρύονται και λειτουργούν.
Στο πλαίσιο μιας ευνοούμενης, δημοκρατικής πολιτείας, δεν είναι δυνατόν μέχρι πριν από λίγα χρόνια, πιστοί άλλων θρησκειών να υποβάλλουν αιτήσεις στη Διοίκηση, να αναμένουν πολύ καιρό την έκδοση της απόφασης έγκρισης της λειτουργίας εκ μέρους του Υπουργού, να τίθενται υπό την βάσανον της συνταγματικότητας της αιτήσεώς τους, στο τέλος δε πολλές εξ αυτών των αιτήσεων να απορρίπτονται (ενδεικτική η απόφαση 20/2001 Α.Π. Ολομ. από την οποία και προκύπτει ότι επιβάλλοντο και ποινικές κυρώσεις σε όσους πιστούς λειτουργούσαν ναούς χωρίς τη σχετική διοικητική άδεια) και να αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη δαπάνη κατασκευής του ναού τους, ενώ αντιθέτως για τη μουσουλμανική θρησκεία να επιλαμβάνεται ο ίδιος ο νομοθέτης αυτοβούλως, δίχως αίτηση των μόνιμα διαβιούντων στην περιοχή μουσουλμάνων και ο οποίος (νομοθέτης) παραγνωρίζοντας την μέχρι τώρα προβλεπόμενη νομοθεσία, να ψηφίζει ΝΟΜΟ, προκειμένου να διασφαλίσει (ή καλύτερα να επιβάλλει) ότι το τέμενος πράγματι θα ιδρυθεί και θα λειτουργήσει, χωρίς μάλιστα να εξετάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη συνδρομή των όρων συνταγματικότητας, όπως την εξέταζε ο Υπουργός πριν την έκδοση άδειας λειτουργίας ναού άλλης θρησκείας αλλά και επιπλέον μνα επιβαρύνει τον Προϋπολογισμό του Κράτους μας προκειμένου να πραγματοποιηθεί το έργο της κατασκευής του τεμένους.
Προκύπτει, λοιπόν, με κραυγαλέο τρόπο η προνομιακή μεταχείριση με την οποία ο νομοθέτης επέλεξε να αντιμετωπίσει τη μουσουλμανική θρησκεία σε σχέση με άλλες θρησκείες, των οποίων οι πιστοί έπρεπε να αναλωθούν στο δαιδαλώδες διοικητικό δίκτυο, προκειμένου να ιδρύσουν το ναό τους, ενώ οι μουσουλμάνοι, αποκτούν κεκτημένα το δίχως άλλο και μάλιστα με επικύρωση αυτών από Νόμο. Ίσως, θα πρέπει να αναρωτηθείτε ως Έλληνες Δικαστές ποια νοσηρή λογική ακριβώς εξυπηρετεί μια τέτοια επιλογή και ποιες πόρτες ανοίγει μέσα στη Χώρα μας για παρόμοια αιτήματα οπαδών άλλων θρησκειών.
Αλίμονο δε και εάν σε κάθε πόλη όπου διαβιούν αλλοδαποί αλλόθρησκοι, θα υποχρεώνεται ο Έλληνας φορολογούμενος πολίτης να τους πληρώνει τους ναούς. Δεδομένου, κατά συνέπεια, ότι ο Ν. 3512/2006ουδόλως συμβαδίζει με το Σύνταγμα μας και την κατοχυρωμένη με αυτό αρχή ισότητας, θα πρέπει η προσβαλλόμενη ΚΥΑ και για τον λόγο αυτό να ακυρωθεί ως ερειδόμενη σε διάταξη αντισυνταγματικού νόμου.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ο ιδρυτής του ισλαμικού τεμένους Νόμος 3512/2006, πέραν των ανωτέρω αναφερομένων συνταγματικών διατάξεων, τις οποίες παραβιάζει, έρχεται σε ευθεία αντίθεση και με ρητώς κατοχυρωμένα στο Σύνταγμα ατομικά μας δικαιώματα, και ειδικότερα δικαιώματα των μελών του ε’ αιτούντος Συλλόγου, ως κατοίκων της περιοχής Βοτανικού, και πι συγκεκριμένα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 και 2, σύμφωνα με τις οποίες «1. Καθένα έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας…2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής , της τιμής και της ελευθερίας τους…»
Η ίδρυση του Ισλαμικού Τεμένους, μέσα στο κέντρο της Αθήνας, στην περιοχή του Βοτανικού, και οι συνακόλουθες συνέπειες αυτής, ήτοι η συγκέντρωση χιλιάδων μουσουλμάνων κάθε μέρα και πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρα, προσβάλλει προφανώς το δικαίωμά μας, ως περιοίκων, να αναπτύσσουμε ελεύθερα την προσωπικότητά μας, στο πλαίσιο κατά το οποίο η δική μας θρησκευτική συνείδηση ως Ελλήνων Χριστιανών εντάσσεται στην ευρύτερη έννοια και αποτελεί έκφανση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς μας. Η καθημερινή μας υποχρέωση να ακούμε το κάλεσμα του ιμάμη σε προσευχή, το θέαμα χιλιάδων μουσουλμάνων στοιβαγμένων και γονατισμένων σχεδόν μπροστά από τις οικίες μας, προσβάλλουν κατάφωρα το δικό μας θρησκευτικό συναίσθημα ως Χριστιανών Ορθοδόξων, οι οποίοι θα είμαστε υποχρεωμένοι να «συμμετέχουμε» κυριολεκτικά στις προσευχές των μουσουλμάνων, βλέποντας τους και ακούγοντας του καθημερινώς να προσεύχονται. Κατά τούτον τον τρόπον, όμως, θα αδυνατούμε εμείς οι ίδιοι να «ακούμε» τη δική μας χριστιανική συνείδηση, διότι θα επικαλύπτεται από το κάλεσμα του ιμάμη και τις φωνές χιλιάδων μουσουλμάνων. Ταυτόχρονα, προσβάλλεται και η τιμή μας, υπό την έννοια της τιμής ως Ελλήνων Χριστιανών, μίας τιμής που διαμορφώθηκε από τα βάθη των αιώνων και που σήμερα αντικατοπτρίζεται στην ύπαρξη του Ελληνικού Ορθόδοξου Έθνους και στην κατοχύρωση της Χριστιανικής Θρησκείας ως επικρατούσας θρησκείας στην Ελλάδα, όπως συνταγματικά θεσμοθετείται στο άρθρο 3 Σ. Οι δε περιορισμοί αυτοί των ατομικών μας δικαιωμάτων έχουν όρια την αρχή της αναλογικότητας, όπως και αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία ο περιορισμός που υφίσταται ένα ατομικό δικαίωμα θα πρέπει να είναι ο πλέον πρόσφορος τρόπος για την επιδίωξη του αποτελέσματος, να είναι ο λιγότερο επαχθής σε ένταση, έκταση ή διάρκεια από το αναγκαίο για την επίτευξη του αποτελέσματος μέτρο και να μην είναι δυσανάλογος εν σχέσει με τους λόγους που τον προκάλεσαν ή το αντικειμενικά επιτεύξιμο αποτέλεσμα. Πρόκειται για μία αρχή, η οποία συναγόμενη από την αρχή του Κράτους Δικαίου και απολαμβάνοντας συνταγματική ισχύ, δεσμεύει τον νομοθέτη κατά τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων.
Από την αρχή της αναλογικότητας, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ.1 Σ., προκύπτει ότι οι περιορισμοί της ελευθερίας αναπτύξεως της προσωπικότητας δεν μπορούν να ξεπερνούν το αναγκαίο μέτρο για την προστασία του Συντάγματος, των χρηστών ηθών και των δικαιωμάτων άλλων (Δαγτόγλου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Τόμος Α’, σελ. 214). Κατ’ επέκταση τόσο ο Νομοθέτης όσο και η Διοίκηση πρέπει να επιλέγουν μεταξύ των μέτρων που πραγματοποιούν τους σκοπούς τους το εκάστοτε λιγότερο επαχθές για τον ιδιώτη. Λαμβανομένου υπόψιν του γεγονότος, ότι ο Ν.3512/2006 στο άρθρο 3 αυτού, κάνει λόγο για ίδρυση του ισλαμικού τεμένους στο Βοτανικό Αττικής, ήτοι σε μία περιοχή πυκνοκατοικημένη και μέσα στο κέντρο των Αθηνών, με συνέπεια την προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος αλλά και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας ημών, ως κατοίκων της περιοχής, αλλά και χιλιάδων Ελλήνων Χριστιανών , που διέρχονται από την περιοχή αυτή, προκύπτει ότι ο Νομοθέτης, περιορίζοντας τα ατομικά μας δικαιώματα, δεν προβαίνει στην επιλογή του λιγότερου επαχθούς μέτρου και του πλέον πρόσφορου, καθότι θα μπορούσε να είχε επιλέξει, επιτυγχάνοντας με την ίδια αποτελεσματικότητα την πραγμάτωση τους σκοπού του, μία λιγότερο επαχθή λύση, ήτοι την επιλογή μίας περιοχής της Αττικής λιγότερο πυκνοκατοικημένης και με μικρότερο αριθμό διερχομένων Ελλήνων, όπως για παράδειγμα περιοχές της Ανατολικής Αττικής (Σπάτα, Κάντζα, Μαραθώνα κλπ). Η επιλογή μίας τέτοιας περιοχής για την ίδρυση του μουσουλμανικού τεμένους θα εξυπηρετούσε με την ίδια αποτελεσματικότητα τις θρησκευτικές των δικών μας ατομικών μας δικαιωμάτων στη θρησκευτική ελευθερία και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς μας και της τιμής μας.
ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Άρθρο 1 παρ.3 του Συντάγματος: «ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΠΗΓΑΖΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΟ,
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΥΠΕΡ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ όπως ΟΡΙΖΕΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ».
Το Κράτος μας, όπως σήμερα το γνωρίζουμε, ίσως θα πρέπει να υπομνησθεί ότι είχε ως γενεσιουργό του λόγο μία Επανάσταση, μία Επανάσταση όπου χιλιάδες Έλληνες έδωσαν τη ζωή τους, αποσκοπώντας σε ένα και μοναδικό στόχο, την απελευθέρωση του έθνους και την αποτροπή του εξισλαμισμού του. Όταν πλέον ο στόχος αυτός εκπληρώθη, το νεοσυσταθέν ελληνικό Κράτος είχε ανάγκη να οχυρώσει αλλά και να διακηρύξει την ανεξαρτησία του και ως εκ τούτου δημιουργήθηκε ο Θεμελιώδης του Νόμος, ο νόμος εκείνος που κατά τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη θα εξασφάλιζε την ίδια την ύπαρξη της Ελλάδας απέναντι σε εκείνους που επιθυμούσαν την υποδούλωσή της. Έτσι, δημιουργήθηκε το Σύνταγμα με μοναδικό του σκοπό να προστατέψει το Κράτος, να το θωρακίσει απέναντι στις δυνάμεις εκείνες που επιθυμούσαν την καταστροφή του. Αυτό το Σύνταγμα, λοιπόν, που αποτελεί το προϊόν μίας επανάστασης απέναντι στον εξισλαμισμό, αυτό το Σύνταγμα προβλέπει στο πρώτο του άρθρο πως όλες του οι εξουσίες πηγάζουν από μας, τους Έλληνες, υπάρχουν υπέρ ημών και του έθνους μας και ασκούνται όπως το Σύνταγμα μας ορίζει. Δεδομένου, λοιπόν, ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Ελληνικό Λαό, πρώτη η νομοθετική εξουσία αντιπροσώπευσης ημών, ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να δρα με τρόπο που να καταστρατηγεί τη γενεσιουργό αιτία της ύπαρξης του Κράτους μας. Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατόν, το Κράτος (όπως αυτό εκφράζεται μέσα από τη νομοθετική εξουσία), να αναιρεί με τις ίδιες του τις πράξεις την αιτία της γεννήσεώς του, την καρδιά της ιστορικής μας Επανάστασης του 1821, που ήταν η εξέγερση των υποδούλων Ελλήνων χριστιανών κατά του μουσουλμανικού στοιχείου που σκίαζε τη ζωή αυτού του τόπου για τετρακόσια χρόνια.
Επιπροσθέτως, το Σύνταγμά μας αποτελεί την εγγύηση της τήρησης κάθε διεθνούς συνθήκης με την οποία το κράτος μας δεσμεύεται και ο οιοσδήποτε ελληνικός νόμος οφείλει να είναι εναρμονισμένος με τις διατάξεις των διεθνών συνθηκών, οι οποίες κατισχύουν αυτού. Ως εκ τούτου, δέον να γίνει αναφορά στη Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία έπραξε ακριβώς τούτο, ήτοι να διασφαλίσει δια της διπλωματικής οδού τα κατοχυρωμένα με αίμα διαπιστεύματα της Ελληνικής Επανάστασης και να ορίσει κατά τρόπο περιοριστικό τη δυνατότητα ύπαρξης του μουσουλμανικού στοιχείου εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας, όπερ και πράγματι συνέβη δια του περιορισμού του Ισλάμ στην περιοχή της Θράκης και αναφορικά μόνο με τους Έλληνες μουσουλμανικής πίστης. Ως εκ τούτου, η πρόβλεψη του νομοθέτη για την ίδρυση ενός μουσουλμανικού τεμένους μέσα στο κέντρο της Αθήνας, ανοίγοντας τις θύρες για το μουσουλμανικό στοιχείο και σε άλλα σημεία πέραν αυτών που προβλέπονται στη Συνθήκη της Λωζάνης, παραβιάζει κατάφωρα τόσο το Σύνταγμά μας, το οποίο επιτελεί την εγγυητική λειτουργία της ύπαρξης του Κράτους μας, όσο και την ανωτέρω διεθνή σύμβαση, η οποία ορίζει κατά τρόπο περιοριστικό πού και πως επιτρέπεται να υφίστανται μουσουλμανικές μειονότητες εντός των ορίων του ελληνικού εδάφους.
Σε τέτοιες κρίσιμες εθνικές στιγμές, αν κάτι χρειάζονται οι Έλληνες για να βγουν νικητές, είναι η ένωση και όχι η διάσπαση, υπό το πρόσχημα της θρησκευτικής ελευθερίας. Η Ελλάδα, ο τόπος μας, το σπίτι μας ανήκει στους Έλληνες το γένος και σε κανέναν άλλον».
«ΧRONOS.GR»
InfoGnomon
απόφασης του 2011
Σε μια πολυσέλιδη προσφυγή του ο μητροπολίτης Πειραιά Σεραφείμ, ο Γεώργιος Νιάρχος καθηγητής πανεπιστημίου Αθηνών, η Ζωή Μπαχλή ιατρός, ο Γεώργιος Κούβελας ιατρός, ο εξωραΪστικός φυσιολατρικός σύλλογος «Η ΑΘΗΝΑ», με την πρόεδρό του Καλλιόπη Μπελιά, οι Παναγιώτης Σχοινέζος, Αικατερίνη Θανοπούλου, Ευγένιος Χριστοδούλου και Ιωάννης Πορίκος κάτοικοι Βοτανικού στρέφονται κατά του ελληνικού Δημοσίου του υπουργού υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, κατά του υπουργού Παιδείας Δια βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων για την ακύρωση της κοινής υπουργικής απόφασης που αφορά στην υλοποίηση ισλαμικού τεμένους στην Αθήνα με τεχνική σύμβαση που υπογράφηκε στις 25-10-2011 σε χώρο του πρώην κεντρικού συνεργείου αυτοκινήτων ναυτικού (ΣΚΑΝ). Ο ΧΡΟΝΟΣ προσπάθησε να διατηρήσει μόνο τα σημεία που γίνεται η επίκληση των λόγων ακυρότητας και την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται χωρίς να παρεμβαίνει επί του περιεχομένου όπου αναμένεται να ασκηθούν παρεμβάσεις από τους μουφτήδες ης Θράκης καθ ύλην αρμόδιους για θέματα λατρείας των μουσουλμάνων.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 παρ.5 ΤΟΥ Ν.3512/2006
ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν.3512/2006, και ειδικότερα δυνάμει του άρθρου 3 παρ.5 αυτού (όπως το άρθρο 29 παρ.5 ii του Ν.4014/2011), σύμφωνα με το οποίο «Με αποφάσεις των αρμόδιων Υπουργών ρυθμίζονται οι ειδικές λεπτομέρειες της χρηματοδότησης του έργου, των αποφαινόμενων οργάνων, ο χρόνος έναρξης της παραχώρησης της χρήσης της παραγράφου 4, καθώς και κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου». Προκύπτει, κατ’ επέκταση ότι με τη διάταξη αυτή, ο νομοθέτης εξουσιοδότησε την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να ρυθμίσει τα ζητήματα τα σχετικά με την χρηματοδότηση των πάσης φύσεως δαπανών αναφορικά με την κατασκευή του ισλαμικού τεμένους. Ως εκ τούτου, οι συναρμόδιοι υπουργοί, η υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και ο υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων προχώρησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, με την οποία ορίζεται ότι η χρηματοδότηση των πάσης φύσεως δαπανών για την υλοποίηση του έργου της κατασκευής του τεμένους θα γίνει από ενάριθμο έργο που θα εγγραφεί για το σκοπό αυτό στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων. Προφανώς, όμως, η εν λόγω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 3 του Ν.3512/2006, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση, αντίκειται στο άρθρο 43 παρ.2 εδ.β’ του Συντάγματος, σύμφωνα με το ποίο «Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Γεννάται, λοιπόν, ευλόγως το ερώτημα για το αν η χρηματοδότηση για την κατασκευή του ισλαμικού τεμένους υπό τους όρους που περιγράφονται στην ΚΥΑ, μπορεί να αποτελεί ειδικότερο θέμα ή θέμα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό, ώστε να επιτρέπεται στα όργανα της διοικήσεως να το ρυθμίσουν δια της εκδόσεως διοικητικών πράξεων. Αναφορικά με την έννοια του «ειδικότερου θέματος», θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σας, ειδικότερα θέματα για την ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η νομοθετική εξουσιοδότηση σε άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα της Διοίκησης αποτελούν μερικότερες περιπτώσεις θεμάτων, που ρυθμίζονται ήδη σε γενικό έστω αλλά ορισμένο πλαίσιο στο ίδιο το κείμενο του τυπικού νόμου (ΣτΕ 4025/1998 Ολ.., ΣτΕ 2815/2004 Ολ., ΣτΕ 125/2009 Ολ.). Στην επίδικη περίπτωση, προκύπτει σαφώς ότι δεν συντρέχει το στοιχείο αυτό, ήτοι ο τυπικός Ν3512/2006 δεν δίνει ένα ορισμένο πλαίσιο αναφορικά με τη χρηματοδότηση του έργου του Τεμένους, αλλά καταλείπει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης να ρυθμίσει το συγκεκριμένο ζήτημα κατά το δοκούν. Στην εν λόγω ρύθμιση, ο Νόμος δεν προβαίνει σε ουσιαστική ρύθμιση αλλά μόνο σε εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση του αναφερόμενου στην παράγραφο αυτή θέματος, και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη ΚΥΑ, δε μπορεί να θεωρηθεί ότι ρυθμίζει ειδικότερο θέμα του οποίου το γενικό πλαίσιο ευρίσκεται στο Νόμο.
Ταυτόχρονα, προκύπτει σαφέστατα ότι το θέμα, το οποίο ρυθμίζεται με την προσβαλλόμενη ΚΥΑ, ουδόλως μπορεί να χαρακτηριστεί ως «τοπικού ενδιαφέροντος» και άρα ρυθμιζόμενου δια διοικητικής πράξεως. Η ΚΥΑ προβλέπει τη χρηματοδότηση της κατασκευής του τεμένους με επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισμού και ποιο συγκεκριμένα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, η δε πηγή της χρηματοδότησης ούσα κρατική ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως θέμα συγκεκριμένα εντοπισμένο. Αντιθέτως, αν ήθελε θεωρηθεί έτσι, ήτοι ως τοπικού ενδιαφέροντος θέμα, τότε η κάλυψη των δαπανών για την κατασκευή του τεμένους θα έπρεπε να βαρύνει τον προϋπολογισμό του αρμόδιου κατά τόπον ΟΤΑ, ήτοι του Δήμου Αθηναίων. Πέραν των ανωτέρω, η κατασκευή ενός τεμένους στο κέντρο της Αθήνας σε καμία περίπτωση δεν δύναται να χαρακτηριστεί ως θέμα τοπικού ενδιαφέροντος, που απασχολεί μόνο τους μόνιμα διαβιούντες κατοίκους της περιοχής του Βοτανικού, ως ημείς. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα θέμα πανελληνίου ενδιαφέροντος, που απασχολεί τα τελευταία χρόνια, ήτοι από της ψηφίσεως του Νόμου, την κοινή συνείδηση των Ελλήνων Χριστιανών σε όλη την Ελλάδα, η φορολόγηση των οποίων, σημειώνεται, θα αποτελέσει την αιτία εύρεσης κονδυλίων, ύψους 1 εκατομμυρίου ευρώ, για την κατασκευή του τεμένους.
Τέλος, η χρηματοδότηση του τεμένους, όπως καθορίζεται δια της Κοινής Υπουργικής Αποφάσεως, δεν μπορεί από τη φύση της εν λόγω πράξης να χαρακτηριστεί ως ζήτημα τεχνικό ή λεπτομερειακό, έτσι ώστε να επιτρέπεται η ρύθμιση της από τα όργανα της Διοικήσεως.
Προκύπτει, αναντίρρητα, από τα ανωτέρω ότι ο νομοθέτης, παρέχοντας εξουσιοδότηση στη Διοίκηση να ρυθμίσει το εν λόγω ζήτημα ήτοι της χρηματοδότησης της κατασκευής του τεμένους και όχι στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δια της έκδοσης προεδρικού διατάγματος, παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 43 παρ.2 εδ.β’ Σ και ως εκ τούτου προσβαλλόμενη ΚΥΑ θα πρέπει να ακυρωθεί ως ερειδόμενη σε αντισυνταγματική διάταξη νόμου.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ
Το άρθρο 3 παρ.5 του Ν. 3512/2006 (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 29 παρ.5 ii του Ν.4014/2011), κατ’ εξουσιοδότηση του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, θα πρέπει να κριθεί ως προς τη συνταγματικότητά του, δεδομένου ότι αποτελεί τμήμα ενός νόμου, ο οποίος με τη σειρά του αμφισβητείται ως προς τη συνταγματικότητά του. Πρόκειται για το Νόμο 3512/2006 (ΦΕΚ 264 Α/05-12-2006) και υπό τον τίτλο « ΙΣΛΑΜΙΚΟ ΤΕΜΕΝΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» , ο οποίος αποτυπώνει την πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία στην Ελλάδα για την ανέγερση του τεμένους, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι θρησκευτικές ανάγκες των αλλοδαπών μουσουλμάνων κατοίκων της χώρας μας.
Το Σύνταγμά μας, στο άρθρο 13 καθιερώνει το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης (παρ.1) καθώς και το ακώλυτο της λατρείας οποιασδήποτε γνωστής θρησκείας (παρ.2). Ταυτόχρονα, όμως, με την αναγνώριση του εν λόγω δικαιώματος, το Σύνταγμα περιορίζει τη θρησκευτική ελευθερία, ένας δε τέτοιος περιορισμός προβλέπεται στην παρ.2 εδ.β του άρθρου 13, σύμφωνα με την οποία « Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη». Κρίνεται, συνεπώς, απαραίτητο να διερευνηθεί εάν η κατασκευή και λειτουργία ενός Ισλαμικού Τεμένους στο χώρο του Βοτανικού, όπως προβλέπεται στον εν λόγω Νόμο, θα πλήξει όχι την δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη των κατοίκων της περιοχής αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Η απάντηση στ ανωτέρω ερώτημα παρίσταται περισσότερο από εύκολη. Η ίδρυση ενός τεμένους μέσα στο κέντρο της πόλης των Αθηνών όχι μόνο θα πλήξει τη δημόσια τάξη και τάξη και τα χρηστά ήθη της ελληνικής κοινωνίας αλλά θα αποτελέσει και το εναρκτήριο λάκτισμα μίας σειράς γεγονότων που με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσουν στην αποδόμηση της συνοχής του Ελληνικού έθνους, ως λαού χριστιανών ορθοδόξων. Προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού, αρκεί να αναλογιστεί κανείς το πλήγμα που θα δέχεται καθημερινά το χριστιανικό συναίσθημα των περιοίκων αλλά και των διερχόμενων Ελλήνων, όταν 5 φορές την ημέρα, ευρισκόμενοι στην περιοχή του Βοτανικού, θα είναι υποχρεωμένοι να ακούν το «κάλεσμα» του ιμάμη προς τους μουσουλμάνους για προσευχή. Διότι τότε ευλόγως θα αναρωτηθούν εάν διαβιούν στην Ελλάδα ή σε κάποια άλλη μουσουλμανική πόλη και εάν είναι εν τέλει ξένοι μέσα στην ίδια τους την Πατρίδα. Φρονούμε δε, ότι δεν προσαπαιτείται να περιμένουμε να προκύψουν εκ των υστέρων πραγματικά περιστατικά που να συνιστούν προσβολή της δημοσίας τάξεως και των χρηστών μας ηθών έτσι ώστε να καταστεί και πάλι εκ των υστέρων δικαστικά διαπιστώσιμη η συνδρομή τυχόν εκνόμου συμπεριφοράς εκ μέρους των μουσουλμάνων. Άλλωστε, για τέτοια δε τυχόν περίπτωση εκδηλώσεως εκνόμου συμπεριφοράς που θα παρουσιασθεί, επιβάλλεται από το άρθρο 13 παρ.2 του Συντάγματος να ορισθεί στο νόμο ως υποχρεωτική η διερεύνηση και διαπίστωση σντελεσθείσης παραβιάσεως των εκτεθεισών συνταγματικών απαγορεύσεων, προς δικαστική απαγγελία εντεύθεν εννόμων συνεπειών που κατά συνταγματική υποχρέωση θα ορίσει συναφώς ο νόμος, ώστε να καταστεί αποτελεσματική η τήρηση της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως. Η συνταγματική αυτή απαίτηση προκύπτει και από την πρόσφατη απόφαση 2188/2010 του Δικαστηρίου Σας.
Εν τούτοις, ο Ν.3512/2006 ουδόλως αναφέρεται στο ενδεχόμενο εκδηλώσεως εκνόμου συμπεριφοράς, ούτε προβλέπει διαδικασίες αντιμετώπισης της, όντας έτσι μη συμβατός με τις απαιτήσεις του άρθρου 13 παρ.2 Σ. Ο ρόλος δε άλλωστε των Δικαστηρίων μας και δή του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας, ως αποτελούμενο πάνω απ’ όλα από Έλληνες πολίτες, που δια των αποφάσεων τους προασπίζουν την ακεραιότητα των νόμων, προς χάριν των ΠΟΛΙΤΩΝ, θα πρέπει να είναι η προσεκτική στάθμιση του δικαιώματος των μουσουλμάνων απέναντι στα δικαιώματα των Ελλήνων χριστιανών πριν αναγκαστούμε να βιώσουμε μέσα στη χώρα μας καταστάσεις θρησκευτικών εξάρσεων εκ μέρους των Μουσουλμάνων, των οποίων το ιερό κείμενο, το Κοράνι, δει να υπενθυμίσουμε ότι αναγνωρίζει τη στρατιωτική κατίσχυση ως μέσο επιβολής των αρχών του, στο όνομα δε του Ισλάμ έχουν γίνει από το έτος 2001 και μετά περισσότερες από 17.000 τρομοκρατικές επιθέσεις. Εάν δεν αρκούν αυτά για να πείσουν σχετικά με το ότι η ίδρυση ενός μουσουλμανικού τεμένους θα πλήξει ανεπανόρθωτα τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη της χώρας μας, τότε αναρωτιόμαστε τι άλλο θα πρέπει να περιμένουμε να συμβεί. Τότε όμως θα είμαστε και άξιοι της μοίρας μας! Το Σύνταγμα μας, ως καταστατικός χάρτης της πολιτείας μας αλλά και ως το πυρηνικό αρχέτυπο, στο οποίο αποτυπώνεται η ιστορία αυτού του Έθνους, ιστορία άμεσα συνυφασμένη με την χριστιανική ορθόδοξη Εκκλησία, μας προσφέρει τις απαραίτητες ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε να αποτραπούν, δια της συμβολής των Ελλήνων Δικαστών μας, γεγονότα που μάλλον σε απαξίωση θα οδηγήσουν τη χώρα μας και όχι στην αναγνώρισή της ως μιας δημοκρατικής και ανεκτικής πολιτείας. Διότι και η ανοχή των Ελλήνων έχει πλέον ξεκινήσει να αγγίζει τα όριά της.
Πέραν των ανωτέρω, αμφισβητείται η συνταγματικότητα του εν λόγου Νόμου και ως προς τια διατάξεις του εκείνες, οι οποίες κάνουν λόγο για επιβάρυνση του Κρατικού μας Προϋπολογισμού και ειδικότερα του Υπουργείου Παιδείας προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες της συντήρησης του τεμένους, της αποζημίωσης των μελών του Δ.Σ. του διαχειρίζοντος το τέμενος Ν.Π.Ι.Δ. και του μισθού του θρησκευτικού λειτουργού-ιμάμη.
Ο Προϋπολογισμός ενός Κράτους υφίσταται για να καλύπτονται μέσω αυτού οι ΔΗΜΟΣΙΕΣ δαπάνες, δαπάνες δηλαδή που απαιτούνται προκειμένου για έργα κοινής ωφελείας ή γενικότερης σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Οι δε προβλεπόμενες εγγεγραμμένες πιστώσεις του προϋπολογισμού προέρχονται από τη φορολόγηση τόσο των Ελλήνων όσο και των νόμιμα διαμενόντων στη χώρα αλλοδαπών, διατίθενται δε για την κάλυψη αναγκών κοινής ωφέλειας αυτών. Είναι να διερωτάται λοιπόν, κανείς, πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο έργο, όπως της κατασκευής ενός μουσουλμανικού τεμένους και η κάλυψη της αποζημίωσης του ιμάμη να θεωρείται έργο κοινής ωφελείας για τους Έλληνες και ως εκ τούτου να επιβαρύνει τον Ελληνικό Κρατικό Προϋπολογισμό. Η κατασκευή του τεμένους αποτελεί θέλημα των ασπαζομένων τη μουσουλμανική πίστη της χώρας μας και ως εκ τούτου αυτούς και μόνο αυτούς θα πρέπει να βαρύνει η δαπάνη της κατασκευής του ναού του. Ημείς, οι Έλληνες φορολογούμενοι πολίτες, ουδένα συμφέρον έχουμε στην κατασκευή του εν λόγω τεμένους, ώστε να επιβαρυνθούμε ενός τέτοιου έργου. Ίσως θα πρέπει να υπομνησθεί, συν τοις άλλοις, ότι τα τελευταία τρία χρόνια και για πολλά χρόνια ακόμα, οι Έλληνες υφίστανται τις δραματικές συνέπειες μίας πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης, η οποία αναμένεται να οξυνθεί με αβέβαιες συνέπειες για το μέλλον αυτού του τόπου. Διερωτώμεθα, λοιπόν, όταν οι Έλληνες δεν γνωρίζουν εάν θα λάβουν σύνταξη την επαύριο ή όταν ακόμα στα ελληνικά σχολεία δεν έχουν διανεμηθεί συγγράμματα στα παιδιά, το μέλημα της Υπουργού Παιδείας είναι να «τροφοδοτήσει» το τέμενος. Μάλλον δι’ ανόητους μας έχουν εκλάβει οι ταγοί μας!
ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΟΝΕΙΔΟΣ για τη χώρα μας και μας γεμίζουν απελπισία τόσο για μας όσο και κυρίως για τα παιδιά μας. Επαφίεται σε Εσάς, τους αξιοτίμους Δικαστάς του Έθνους μας να σταθούν στο πρώτο μέτωπο του αγώνα για την προάσπιση της ακεραιότητας, της τιμής και της υπόληψης αυτού του Λαού. Κατά συνέπεια, και για τον ανωτέρω προσβαλλόμενο λόγο, ο Ν.3512/2006 θα πρέπει να κηρυχθεί αντισυνταγματικός , η δε προσβαλλόμενη ΚΥΑ να ακυρωθεί ως ερειδόμενη σε αντισυνταγματική διάταξη νόμου.
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ν. 3467/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1363/1938, προκύπτει ότι για την ανέγερση ή λειτουργία ναού οποιουδήποτε δόγματος λη θρησκείας απαιτείται άδεια της Διοικήσεως, η οποία χορηγείται κατόπιν αιτήσεως μελών της θρησκευτικής κοινότητας των ετερόδοξων που έχουν την κατοικία τους στο συγκεκριμένο τόπο όπου πρόκειται να εγκατασταθεί και να λειτουργήσει ο ναός ή ευκτήριος οίκος, η οποία (αίτηση) υποβάλλεται στο Υπουργείο παιδείας δια του ποιμένους των ανωτέρω αιτούντων.
Προκύπτει, λοιπόν, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, η αναγκαιότητα έκδοσης προγενέστερης διοικητικής άδειας και ειδικότερα πράξης του υπουργού Παιδείας, στο πλαίσιο της οποίας διενεργείται έλεγχος αναφορικά με τη συνδρομή των όρων που διαλαμβάνει το άρθρο 13 παρ.2 του συντάγματος (άσκηση λατρείας γνωστής-θρησκείας, που δεν προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, από ανήκοντες σε θρησκευτική κοινότητα που δεν ασκεί προσηλυτισμό). Παρά την μέχρι τώρα πάγια τακτική, δυνάμει της οποίας οι διάφορες θρησκευτικές μειονότητες στην Ελλάδα (όπως Μάρτυρες του Ιεχωβά, Εβραίοι κλπ.) όταν επιθυμούσαν να ιδρύσουν έναν ναό ή ευκτήριο οίκο, προκειμένου να καλύψουν τις θρησκευτικές τους ανάγκες, αποτείνοντο στην Διοίκηση προκειμένου τα αρμόδια όργανα να εκδώσουν την αιτούμενη άδεια λειτουργίας, παρατηρείται φια της δημοσιεύσεως του εν λόγω Νόμου 3512/2006, να παρακάμπτεται εντελώς η διαδικασία αυτή, ως σαν να μην υφίστατο προβλεπόμενη νομοθεσία και να αναλαμβάνει ο ίδιος ο νομοθέτης τη διευθέτηση του ζητήματος της κατασκευής του ισλαμικού τεμένους. ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΣ τη διαδικασία κατασκευής, λειτουργίας και διαχείρισης του (καθόρισε δε ο νομοθέτης ακόμα και το οικοδομικό τετράγωνο που θα χτιστεί το τέμενος) δια νόμου. Εξ αυτής της επιλογής του νομοθέτη, προκύπτει σαφέστατα η παραβίαση του Συντάγματος και ειδικότερα του άρθρου 2 αυτού, που καθιερώνει την αρχή της ισότητας, ως τέτοιας νοούμενης της ισότητας με την οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όλες ο θρησκείες αναφορικά με την διαδικασία που οι ναοί ή ευκτήριοι οίκοι έκαστης από αυτές ιδρύονται και λειτουργούν.
Στο πλαίσιο μιας ευνοούμενης, δημοκρατικής πολιτείας, δεν είναι δυνατόν μέχρι πριν από λίγα χρόνια, πιστοί άλλων θρησκειών να υποβάλλουν αιτήσεις στη Διοίκηση, να αναμένουν πολύ καιρό την έκδοση της απόφασης έγκρισης της λειτουργίας εκ μέρους του Υπουργού, να τίθενται υπό την βάσανον της συνταγματικότητας της αιτήσεώς τους, στο τέλος δε πολλές εξ αυτών των αιτήσεων να απορρίπτονται (ενδεικτική η απόφαση 20/2001 Α.Π. Ολομ. από την οποία και προκύπτει ότι επιβάλλοντο και ποινικές κυρώσεις σε όσους πιστούς λειτουργούσαν ναούς χωρίς τη σχετική διοικητική άδεια) και να αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη δαπάνη κατασκευής του ναού τους, ενώ αντιθέτως για τη μουσουλμανική θρησκεία να επιλαμβάνεται ο ίδιος ο νομοθέτης αυτοβούλως, δίχως αίτηση των μόνιμα διαβιούντων στην περιοχή μουσουλμάνων και ο οποίος (νομοθέτης) παραγνωρίζοντας την μέχρι τώρα προβλεπόμενη νομοθεσία, να ψηφίζει ΝΟΜΟ, προκειμένου να διασφαλίσει (ή καλύτερα να επιβάλλει) ότι το τέμενος πράγματι θα ιδρυθεί και θα λειτουργήσει, χωρίς μάλιστα να εξετάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη συνδρομή των όρων συνταγματικότητας, όπως την εξέταζε ο Υπουργός πριν την έκδοση άδειας λειτουργίας ναού άλλης θρησκείας αλλά και επιπλέον μνα επιβαρύνει τον Προϋπολογισμό του Κράτους μας προκειμένου να πραγματοποιηθεί το έργο της κατασκευής του τεμένους.
Προκύπτει, λοιπόν, με κραυγαλέο τρόπο η προνομιακή μεταχείριση με την οποία ο νομοθέτης επέλεξε να αντιμετωπίσει τη μουσουλμανική θρησκεία σε σχέση με άλλες θρησκείες, των οποίων οι πιστοί έπρεπε να αναλωθούν στο δαιδαλώδες διοικητικό δίκτυο, προκειμένου να ιδρύσουν το ναό τους, ενώ οι μουσουλμάνοι, αποκτούν κεκτημένα το δίχως άλλο και μάλιστα με επικύρωση αυτών από Νόμο. Ίσως, θα πρέπει να αναρωτηθείτε ως Έλληνες Δικαστές ποια νοσηρή λογική ακριβώς εξυπηρετεί μια τέτοια επιλογή και ποιες πόρτες ανοίγει μέσα στη Χώρα μας για παρόμοια αιτήματα οπαδών άλλων θρησκειών.
Αλίμονο δε και εάν σε κάθε πόλη όπου διαβιούν αλλοδαποί αλλόθρησκοι, θα υποχρεώνεται ο Έλληνας φορολογούμενος πολίτης να τους πληρώνει τους ναούς. Δεδομένου, κατά συνέπεια, ότι ο Ν. 3512/2006ουδόλως συμβαδίζει με το Σύνταγμα μας και την κατοχυρωμένη με αυτό αρχή ισότητας, θα πρέπει η προσβαλλόμενη ΚΥΑ και για τον λόγο αυτό να ακυρωθεί ως ερειδόμενη σε διάταξη αντισυνταγματικού νόμου.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ο ιδρυτής του ισλαμικού τεμένους Νόμος 3512/2006, πέραν των ανωτέρω αναφερομένων συνταγματικών διατάξεων, τις οποίες παραβιάζει, έρχεται σε ευθεία αντίθεση και με ρητώς κατοχυρωμένα στο Σύνταγμα ατομικά μας δικαιώματα, και ειδικότερα δικαιώματα των μελών του ε’ αιτούντος Συλλόγου, ως κατοίκων της περιοχής Βοτανικού, και πι συγκεκριμένα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 και 2, σύμφωνα με τις οποίες «1. Καθένα έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας…2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής , της τιμής και της ελευθερίας τους…»
Η ίδρυση του Ισλαμικού Τεμένους, μέσα στο κέντρο της Αθήνας, στην περιοχή του Βοτανικού, και οι συνακόλουθες συνέπειες αυτής, ήτοι η συγκέντρωση χιλιάδων μουσουλμάνων κάθε μέρα και πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρα, προσβάλλει προφανώς το δικαίωμά μας, ως περιοίκων, να αναπτύσσουμε ελεύθερα την προσωπικότητά μας, στο πλαίσιο κατά το οποίο η δική μας θρησκευτική συνείδηση ως Ελλήνων Χριστιανών εντάσσεται στην ευρύτερη έννοια και αποτελεί έκφανση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς μας. Η καθημερινή μας υποχρέωση να ακούμε το κάλεσμα του ιμάμη σε προσευχή, το θέαμα χιλιάδων μουσουλμάνων στοιβαγμένων και γονατισμένων σχεδόν μπροστά από τις οικίες μας, προσβάλλουν κατάφωρα το δικό μας θρησκευτικό συναίσθημα ως Χριστιανών Ορθοδόξων, οι οποίοι θα είμαστε υποχρεωμένοι να «συμμετέχουμε» κυριολεκτικά στις προσευχές των μουσουλμάνων, βλέποντας τους και ακούγοντας του καθημερινώς να προσεύχονται. Κατά τούτον τον τρόπον, όμως, θα αδυνατούμε εμείς οι ίδιοι να «ακούμε» τη δική μας χριστιανική συνείδηση, διότι θα επικαλύπτεται από το κάλεσμα του ιμάμη και τις φωνές χιλιάδων μουσουλμάνων. Ταυτόχρονα, προσβάλλεται και η τιμή μας, υπό την έννοια της τιμής ως Ελλήνων Χριστιανών, μίας τιμής που διαμορφώθηκε από τα βάθη των αιώνων και που σήμερα αντικατοπτρίζεται στην ύπαρξη του Ελληνικού Ορθόδοξου Έθνους και στην κατοχύρωση της Χριστιανικής Θρησκείας ως επικρατούσας θρησκείας στην Ελλάδα, όπως συνταγματικά θεσμοθετείται στο άρθρο 3 Σ. Οι δε περιορισμοί αυτοί των ατομικών μας δικαιωμάτων έχουν όρια την αρχή της αναλογικότητας, όπως και αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία ο περιορισμός που υφίσταται ένα ατομικό δικαίωμα θα πρέπει να είναι ο πλέον πρόσφορος τρόπος για την επιδίωξη του αποτελέσματος, να είναι ο λιγότερο επαχθής σε ένταση, έκταση ή διάρκεια από το αναγκαίο για την επίτευξη του αποτελέσματος μέτρο και να μην είναι δυσανάλογος εν σχέσει με τους λόγους που τον προκάλεσαν ή το αντικειμενικά επιτεύξιμο αποτέλεσμα. Πρόκειται για μία αρχή, η οποία συναγόμενη από την αρχή του Κράτους Δικαίου και απολαμβάνοντας συνταγματική ισχύ, δεσμεύει τον νομοθέτη κατά τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων.
Από την αρχή της αναλογικότητας, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ.1 Σ., προκύπτει ότι οι περιορισμοί της ελευθερίας αναπτύξεως της προσωπικότητας δεν μπορούν να ξεπερνούν το αναγκαίο μέτρο για την προστασία του Συντάγματος, των χρηστών ηθών και των δικαιωμάτων άλλων (Δαγτόγλου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Τόμος Α’, σελ. 214). Κατ’ επέκταση τόσο ο Νομοθέτης όσο και η Διοίκηση πρέπει να επιλέγουν μεταξύ των μέτρων που πραγματοποιούν τους σκοπούς τους το εκάστοτε λιγότερο επαχθές για τον ιδιώτη. Λαμβανομένου υπόψιν του γεγονότος, ότι ο Ν.3512/2006 στο άρθρο 3 αυτού, κάνει λόγο για ίδρυση του ισλαμικού τεμένους στο Βοτανικό Αττικής, ήτοι σε μία περιοχή πυκνοκατοικημένη και μέσα στο κέντρο των Αθηνών, με συνέπεια την προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος αλλά και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας ημών, ως κατοίκων της περιοχής, αλλά και χιλιάδων Ελλήνων Χριστιανών , που διέρχονται από την περιοχή αυτή, προκύπτει ότι ο Νομοθέτης, περιορίζοντας τα ατομικά μας δικαιώματα, δεν προβαίνει στην επιλογή του λιγότερου επαχθούς μέτρου και του πλέον πρόσφορου, καθότι θα μπορούσε να είχε επιλέξει, επιτυγχάνοντας με την ίδια αποτελεσματικότητα την πραγμάτωση τους σκοπού του, μία λιγότερο επαχθή λύση, ήτοι την επιλογή μίας περιοχής της Αττικής λιγότερο πυκνοκατοικημένης και με μικρότερο αριθμό διερχομένων Ελλήνων, όπως για παράδειγμα περιοχές της Ανατολικής Αττικής (Σπάτα, Κάντζα, Μαραθώνα κλπ). Η επιλογή μίας τέτοιας περιοχής για την ίδρυση του μουσουλμανικού τεμένους θα εξυπηρετούσε με την ίδια αποτελεσματικότητα τις θρησκευτικές των δικών μας ατομικών μας δικαιωμάτων στη θρησκευτική ελευθερία και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς μας και της τιμής μας.
ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Άρθρο 1 παρ.3 του Συντάγματος: «ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΠΗΓΑΖΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΟ,
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΥΠΕΡ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ όπως ΟΡΙΖΕΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ».
Το Κράτος μας, όπως σήμερα το γνωρίζουμε, ίσως θα πρέπει να υπομνησθεί ότι είχε ως γενεσιουργό του λόγο μία Επανάσταση, μία Επανάσταση όπου χιλιάδες Έλληνες έδωσαν τη ζωή τους, αποσκοπώντας σε ένα και μοναδικό στόχο, την απελευθέρωση του έθνους και την αποτροπή του εξισλαμισμού του. Όταν πλέον ο στόχος αυτός εκπληρώθη, το νεοσυσταθέν ελληνικό Κράτος είχε ανάγκη να οχυρώσει αλλά και να διακηρύξει την ανεξαρτησία του και ως εκ τούτου δημιουργήθηκε ο Θεμελιώδης του Νόμος, ο νόμος εκείνος που κατά τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη θα εξασφάλιζε την ίδια την ύπαρξη της Ελλάδας απέναντι σε εκείνους που επιθυμούσαν την υποδούλωσή της. Έτσι, δημιουργήθηκε το Σύνταγμα με μοναδικό του σκοπό να προστατέψει το Κράτος, να το θωρακίσει απέναντι στις δυνάμεις εκείνες που επιθυμούσαν την καταστροφή του. Αυτό το Σύνταγμα, λοιπόν, που αποτελεί το προϊόν μίας επανάστασης απέναντι στον εξισλαμισμό, αυτό το Σύνταγμα προβλέπει στο πρώτο του άρθρο πως όλες του οι εξουσίες πηγάζουν από μας, τους Έλληνες, υπάρχουν υπέρ ημών και του έθνους μας και ασκούνται όπως το Σύνταγμα μας ορίζει. Δεδομένου, λοιπόν, ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Ελληνικό Λαό, πρώτη η νομοθετική εξουσία αντιπροσώπευσης ημών, ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να δρα με τρόπο που να καταστρατηγεί τη γενεσιουργό αιτία της ύπαρξης του Κράτους μας. Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατόν, το Κράτος (όπως αυτό εκφράζεται μέσα από τη νομοθετική εξουσία), να αναιρεί με τις ίδιες του τις πράξεις την αιτία της γεννήσεώς του, την καρδιά της ιστορικής μας Επανάστασης του 1821, που ήταν η εξέγερση των υποδούλων Ελλήνων χριστιανών κατά του μουσουλμανικού στοιχείου που σκίαζε τη ζωή αυτού του τόπου για τετρακόσια χρόνια.
Επιπροσθέτως, το Σύνταγμά μας αποτελεί την εγγύηση της τήρησης κάθε διεθνούς συνθήκης με την οποία το κράτος μας δεσμεύεται και ο οιοσδήποτε ελληνικός νόμος οφείλει να είναι εναρμονισμένος με τις διατάξεις των διεθνών συνθηκών, οι οποίες κατισχύουν αυτού. Ως εκ τούτου, δέον να γίνει αναφορά στη Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία έπραξε ακριβώς τούτο, ήτοι να διασφαλίσει δια της διπλωματικής οδού τα κατοχυρωμένα με αίμα διαπιστεύματα της Ελληνικής Επανάστασης και να ορίσει κατά τρόπο περιοριστικό τη δυνατότητα ύπαρξης του μουσουλμανικού στοιχείου εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας, όπερ και πράγματι συνέβη δια του περιορισμού του Ισλάμ στην περιοχή της Θράκης και αναφορικά μόνο με τους Έλληνες μουσουλμανικής πίστης. Ως εκ τούτου, η πρόβλεψη του νομοθέτη για την ίδρυση ενός μουσουλμανικού τεμένους μέσα στο κέντρο της Αθήνας, ανοίγοντας τις θύρες για το μουσουλμανικό στοιχείο και σε άλλα σημεία πέραν αυτών που προβλέπονται στη Συνθήκη της Λωζάνης, παραβιάζει κατάφωρα τόσο το Σύνταγμά μας, το οποίο επιτελεί την εγγυητική λειτουργία της ύπαρξης του Κράτους μας, όσο και την ανωτέρω διεθνή σύμβαση, η οποία ορίζει κατά τρόπο περιοριστικό πού και πως επιτρέπεται να υφίστανται μουσουλμανικές μειονότητες εντός των ορίων του ελληνικού εδάφους.
Σε τέτοιες κρίσιμες εθνικές στιγμές, αν κάτι χρειάζονται οι Έλληνες για να βγουν νικητές, είναι η ένωση και όχι η διάσπαση, υπό το πρόσχημα της θρησκευτικής ελευθερίας. Η Ελλάδα, ο τόπος μας, το σπίτι μας ανήκει στους Έλληνες το γένος και σε κανέναν άλλον».
«ΧRONOS.GR»
InfoGnomon
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το τελικό grid εκκίνησης του GP Μ. Βρετανίας
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αυτοκτόνησε 80χρονος στην Έυβοια
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ