2012-07-20 13:23:31
Είδε τρεις ανθρώπους να πεθαίνουν δίπλα του (εκ των οποίων δύο είναι αγνοούμενοι) και άλλους να τραυματίζονται. Ο ίδιος γλύτωσε ως εκ θαύματος όταν η σφαίρα τρύπησε το κράνος του. Πρόκειται για τον έφεδρο στρατιώτη Λοΐζου Απόστολο του Αντωνίου (Κονναρή) κλάσεως 1968. Ο Απόστολος μιλά για τις μέρες που το νερό ήταν πολυτέλεια και που οι σφαίρες θέριζαν αδιακρίτως. Λέει ότι τους εγκατέλειψαν μόνους. Ήταν αυτός και ο Κύπρος, ένα παλληκάρι από αυτούς που θα αισθανόσουν περήφανος να ήταν αδελφός σου, φίλος σου, πατέρας σου. Όταν ο λοχαγός του Κύπρου, Χαράλαμπος Λόττας, ρωτήθηκε σχετικά, περιορίστηκε να πει: «Ήταν ένας λεβέντης». Κατά την υποχρεωτική οπισθοχώρηση, ο Κύπρος σήκωσε έναν τραυματία για να τον μεταφέρει. Ο Απόστολος άκουσε μια ριπή και είδετον Κύπρο να γέρνει στη ματωμένη γη γύρω στις 7.20 το απόγευμα της 22ας Ιουλίου 1974.
Μια συγκλονιστική αφήγηση για όσα έζησε κατά τον πρώτο γύρο της τουρκικής εισβολής.>>
οι μαχεςΟ Σταύρος Μαυρέσης, στρατιώτης στον 120 ΛΒΟ περιγράφει τις μάχες στην Κερύνεια και τον σοβαρό τραυματισμό του.
>>η αιχμαλωσια
Ο Γεώργιος Ευέλθοντος Ηλία περιγράφει τις ημέρες που πέρασε αιχμάλωτος στα χέρια των Τούρκων.
Γλύτωσε από θαύμα
Η σφαίρα τρύπησε το κράνος
ΤΟΥΒΑΣΟΥΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Είδε τρεις ανθρώπους να πεθαίνουν δίπλα του (εκ των οποίων δύο αγνοούμενοι) και άλλους να τραυματίζονται. Ο ίδιος γλύτωσε ως εκ θαύματος όταν η σφαίρα τρύπησε το κράνος του. Πρόκειται για τον έφεδρο στρατιώτη Λοϊζου Απόστολο του Αντωνίου (Κονναρή) κλάσεως 1968.
Ο Απόστολος μιλά για τις μέρες που το νερό ήταν πολυτέλεια και που οι σφαίρες θέριζαν αδιακρίτως. Λέει ότι τους εγκατέλειψαν μόνους. Ήταν αυτός και ο Κύπρος, ένα παλληκάρι από αυτούς που θα χαιρόσουν να ήταν αδελφός, φίλος, πατέρας σου. Όταν ο λοχαγός του Κύπρου Χαράλαμπος Λόττας ρωτήθηκε σχετικά, περιορίστηκε να πει: «Ήταν ένας λεβέντης. Όταν έβαλλε με το πενηντάρι, οι άλλοι σιωπούσαν». Μετά τη μάχη και την υποχρεωτική οπισθοχώρηση, σήκωσε έναν τραυματία με σκοπό να τον μεταφέρει. Ο Απόστολος άκουσε μια ριπή και είδε το αίμα να εκτοξεύεται από την κεφαλή του Κύπρου. Έγειρε στη ματωμένη γη γύρω στις 7.20 το απόγευμα της 22ας Ιουλίου 1974.
Αφήνουμε τον Απόστολο Κονναρή να εξιστορήσει όσα έζησε κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου της τούρκικης εισβολής.
ΤΗΝ ΗΜΕΡΑτης τουρκικής εισβολής πήγα στο στρατόπεδο ΒΜΗ όπου μου έδωσαν ένα όπλο μάουζερ και 45 σφαίρες. Μας οδήγησαν στην Ομορφίτα, όπου ο λοχαγός Χαράλαμπος Λόττας μας είπε ότι οι Τούρκοι κατέλαβαν το απέναντι χοιροστάσιο και ότι έπρεπε να το ανακαταλάβουμε. Μας χώρισε σε τρεις ομάδες και προχωρήσαμε ενώ μας έβαλλαν οι Τούρκοι με τα όπλα καθώς και με δύο αεροπλάνα. Όταν καταλάβαμε το χοιροστάσιο, ο λοχαγός μας είπε ότι είχαμε ένα νεκρό. Το απόγευμα του Σαββάτου οι Τούρκοι έριξαν και αλεξιπτωτιστές πίσω από τα φυλάκιά τους. Μέχρι τις 10π.μ. της Κυριακής δεν ήπιαμε καν νερό.
Στις 3μ.μ. αποφάσισα να πάω στον θάλαμο για νερό. Καθοδόν μπήκα στο φυλάκιο που ήταν το πενηντάρι το οποίο χειριζόταν ένα άξιο και αξέχαστο, για μένα, παλληκάρι. Ήταν ο κληρωτός λοχίας Κύπρος. Γνωριστήκαμε το Σάββατο στην επίθεση που διενεργήσαμε για κατάληψη του χοιροστασίου και χειριζόταν ένα μπρεν. Του ζήτησα νερό και αυτός μου έδειξε ένα μαύρο μεγάλο μπιντόνι και θυμάμαι πως όταν ήπια λίγο, ήταν πιο ζεστό από το νερό που κάνουμε μπάνιο.
Μετά από δύο ώρες, ο ανθυπολοχαγός μας είπε ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τον θάλαμο επειδή ήταν ορατός ο κίνδυνος να μας κτυπήσουν οι Τούρκοι με ΠΑΟ και όλμους. Πήγαμε στους πρόποδες του υψώματος, όπου υπήρχαν και άλλοι στρατιώτες οι οποίοι κτυπούσαν τις «Χαμίτ Μάντρες», ώστε να μη δώσουν την ευκαιρία στους Τούρκους να μας κυκλώσουν και να παγιδευτούμε στα χαρακώματα.
Όταν άρχισε να νυχτώνει, ο ανθυπολοχαγός μας είπε να επιστρέψουμε. Πήγα μαζί με τον χωριανό μου τον Δήμο και φωνάξαμε του Αντρίκου από την Άχνα ότι ήμουν ο Απόστολος για να μην πυροβολήσει και έτσι γίναμε τρεις στο χαράκωμα. Ο Αντρίκος κρατούσε ένα μπρεν, ο Δήμος ένα FΝ κι εγώ κρατούσα το μάουζερ. Ήταν Κυριακή βράδυ και γινόταν χαλασμός κόσμου από τις σφαίρες και τις φωτοβολίδες.
Ξημέρωσε Δευτέρα. Το μεσημέρι δεν είχαμε νερό να πιούμε. Η μάχη συνεχιζόταν και στις 4 το απόγευμα μας είπεν ότι συμφωνήθηκε εκεχειρία αλλά παρόλα αυτά οι Τούρκοι δεν σταμάτησαν να βάλλουν εναντίον μας και έτσι, υποχρεωτικά, ανταποδίδαμε τα πυρά.
Ο Αντρίκος από την Άχνα, γύρω στις 4.30
πήγε στον θάλαμο για να φέρει νερό, αλλά δεν γύρισε. Πήρα το μπρεν και πολεμούσαμε μέχρι τις 6 το απόγευμα. Οι Τούρκοι κατέλαβαν το φυλάκιο που βρισκόταν περίπου 100 μέτρα στα αριστερά μας. Τότε άλλοι τρεις στρατιώτες οι οποίοι βρίσκονταν σε χαράκωμα 20 μέτρα στα αριστερά μας, ήρθαν και μπήκαν στο δικό μας χαράκωμα. Ο ένας, τον οποίο έβλεπα και πριν τον πόλεμο, λεγόταν Νίκος και δούλευε στον Σταμάτη τον φαρμακέμπορα στην οδό Περικλέους αλλά για πρώτη φορά μάθαμε το όνομα ο ένας του άλλου στο χαράκωμα. Διαπιστώνοντας ότι δεν είχαμε ελπίδα διαφυγής, μου είπε: «Τι να κάνουμε ρε φίλε; Να παραδοθούμε». Από το μυαλό μου δεν πέρασε καν τέτοια σκέψη και του είπα «εγώ δεν παραδίδομαι». Μου ζήτησε να τους καλύψω να φύγουν και να με καλύψουν και αυτοί στη συνέχεια. Άκουσα ένα παιδί που καθόταν προηγουμένως δίπλα μου να φωνάζει «βοήθεια ρε παιδιά». Γύρισα προς το μέρος του και τον ρώτησα: «Χτύπησες;». Έφερε το αριστερό του χέρι στο στήθος και μου είπε «στην καρδιά» και ξεψύχησε. Ήταν ένα παιδί περίπου 25 χρόνων, ξανθός. Φορούσε ρούχα της εξόδου στρατιωτικά, καλοκαιρινά και είχε διακριτικά λοχία. Δεν ήξερα ούτε το όνομά του ούτε την καταγωγή του. Μετά ο Νίκος και ο Δήμος έφυγαν κι εγώ έμεινα εκεί και έβαλλα με το μπρεν. Προηγουμένως έβαλλα στον ποταμό που βρισκόταν κάτω από το ύψωμα και άκουσα κάτι να κτυπά στο κράνος μου, αλλά δεν κοίταξα τι ήταν.
Όταν αποφάσισα κι εγώ να φύγω από το χαράκωμα, στο οποίο ήμουν μόνος με τον νεκρό, πήρα το μπρεν και τρεις σφαιροθήκες τις οποίες έβαλα στο πουκάμισό μου και ξεκίνησα χωρίς άρβυλα, τα πόδια μου είχαν λειώσει επειδή τα παπούτσια ήταν καινούργια και πιο μικρά από το πόδι μου. Φεύγοντας μπήκα στο φυλάκιο του Κύπρου που χειριζόταν το πενηντάρι. Θυμάμαι ότι έβγαλα το κράνος και είδα ότι είχε μια τρύπα από σφαίρα. Του λέω «κοίταξε από πού πέρασε η σφαίρα». Μου είπε «αυτός που το φορούσε, είναι νεκρός». Του λέω «εγώ το φορούσα» και μου απάντησε «είσαι τυχερός».
Του πρότεινα να γυρίσουμε το πολυβόλο στο σημείο που βγήκαν οι Τούρκοι αλλά μου είπε όχι, επειδή αν μετακινούσαμε το πολυβόλο, θα έπρεπε να ανοίξουμε θυρίδα από την άλλη πλευρά και θα κινδυνεύαμε να κτυπηθούμε από πίσω, γι’ αυτό μου είπε ότι δεν απέμεινε άλλη επιλογή από του να φύγουμε. Αχρήστευσε το πολυβόλο και ξεκινήσαμε.
Όταν κάναμε την οπισθοχώρηση, ήταν πεσμένος μπρούμυτα ένας στρατιώτης. Ήταν ο Αντρίκος του Κουτσού ή Κοντού, δεν θυμάμαι ακριβώς το όνομά του. Ο Κύπρος του φώναξε, «έλα να φύγουμε». Θυμάμαι, γύρισε το κεφάλι του στα δεξιά αλλά δεν ακούσαμε τι είπε. Πάντως ζούσε. Δεν ξέρω τι απέγινε.
Εγώ και ο Κύπρος προχωρήσαμε και φτάσαμε μέχρι το νεκροταφείο. Εκεί περίμενα να δω δικούς μας στρατιώτες αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε κανένας και το πενηντάρι που ήταν στην πόρτα του νεκροταφείου, ήταν εγκαταλελειμμένο. Τότε αντελήφθηκα ότι ήμασταν μόνοι, εγώ και ο Κύπρος. Όπως ήμασταν στο έδαφος, όπλισα αλλά το μπρεν είχε πάθει εμπλοκή.
Ο Κύπρος κρατούσε δύο πιστόλια τριανταοκτάρια και μου έδωσε το ένα. Κρατούσα και μια χειροβομβίδα που είχα στην τσέπη του πουκαμίσου μου και ξεκινήσαμε «έρπην» και βαρελάκια και έπρεπε να καλύψουμε απόσταση περίπου 500 μέτρων για να φτάσουμε στα σπίτια των «Ματσικοριθκιών». Προχωρήσαμε περίπου 200 μέτρα από το σημείο που εγκαταλείψαμε και το οποίο είχε καταληφθεί από τους Τούρκους. Ο Κύπριος είδε κάποιον τραυματία με πολιτικά ρούχα. Σκύψαμε και τον σηκώσαμε. Τον κρατούσε ο Κύπρος και όταν έκαναν τρία βήματα, άκουσα μια ριπή και είδα τον Κύπρο να πέφτει καταγής. Ένας στρατιώτης που ήταν μαζί με τον τραυματία, ξεκίνησε και έφευγε ενώ ο τραυματίας τον οποίο βοήθησε ο Κύπρος, έπεσε πάνω στον Κύπρο και έκλαιγε. Ο Κύπρος είχε κτυπηθεί στο κεφάλι και έτρεχε πολύ αίμα. Βρισκόμουν σε απόσταση δέκα μέτρων και θυμάμαι ότι ο τραυματίας γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε: «Ρε αδέρφιν, παίξε με».
Στην αρχή ξαφνιάστηκα από το όλο σκηνικό αλλά αμέσως του είπα: «Κάνε μια προσπάθεια ρε φίλε, είναι εύκολο να γλυτώσουμε». Το είπα επειδή στα σπίτια των «Ματσικοριθκιών» υπήρχαν ορισμένοι δικοί μας. Ο τραυματίας σηκώθηκε και ξεκίνησε κρατώντας τη δεξιά του πλευρά με τα δύο του χέρια. Εκείνη τη στιγμή, ένας έφεδρος στρατιώτης, από αυτούς που έβαζαν κατά των Τούρκων για να μας καλύψουν, έτρεξε και πήρε τον τραυματία στην πλάτη και κατευθύνθηκε προς τα σπίτια των «Ματσικοριθκιών».
Σηκώθηκα και έτρεξα αλλά για καλή μου τύχη δεν μου έριξαν οι Τούρκοι. Το πρώτο πράγμα που ζήτησα ήταν νερό.
Όταν σηκώθηκα είδα ένα λοχαγό στη γωνιά του σπιτιού ο οποίος έβαλλε προς το χοιροστάσιο. Όταν σταμάτησε να βάλλει, μου είπε: «Βλέπετε τι προσπάθειες καταβάλλουμε για να σας σώσουμε». Τον ρώτησα ποιος ήταν και μου απάντησε πως ήταν ο λοχαγός Μαυρουδής.
Του είπα «εμείς τι φταίξαμε και μας άφησαν πάνω στο ύψωμα και έφυγαν όλοι όσοι ήταν στο νεκροταφείο και στον θάλαμο και δεν μας ειδοποίησαν ότι πρέπει να κάνουμε οπισθοχώρηση;
Μου είπε ότι αυτός οπισθοχώρησε από τη Νεάπολη και όταν έφτασε στην Ομορφίτα, βρήκε τον λοχαγό Λόττα και όταν τον ρώτησε τι γίνεται με το χοιροστάσιο, αυτός είπε ότι είχε χάσει κάθε επαφή με το χοιροστάσιο. Έτσι, ήρθα να ελέγξω τι γίνεται, είπε ο Μαουρουδής. Μου ζήτησε το πιστόλι και τη χειροβομβίδα διότι δεν κρατούσε τίποτε πάνω του και του τα έδωσα.
Ύστερα μας έστειλαν στην Ομορφίτα.
Έκλαψαν οι γονείς του Κύπρου
ΤΟ 1975ήρθαν οι γονείς του Κύπρου και με βρήκαν. Τους είπα όλη την ιστορία αλλά δεν είχα τη δύναμη να τους πω ότι ήταν πεθαμένος. Όταν ακουσαν αυτά που τους είπα, κλαίγανε και οι δύο τους και μου είπαν: Είσαι ο μόνος άθρωπος που μας είπαν τι είδες τζιαι δεν εσκουντούφλησεν η γλώσσα σου ούτε μια φορά». Τους είπα ότι τους ιστόρισα όσα έζησα και ότι εξακολουθώ να τα βλέπω μπροστά μου και πως όσος καιρός και αν περάσει, δεν μπορώ να τα ξεχάσω».
Στον μόνο που είπε ότι οι σφαίρες που βρήκαν τον Κύπρο ήταν στη δεξιά μεριά του κεφαλιού του και το αίμα έτρεξε σαν βρύση από την αριστερή μεριά, ήταν ένας που βρήκα στον Παρισινό μετά τον πόλεμο, όπου ελέγχαμε τα αυτοκίνητα, και μου είπε πως ήταν γαμβρός του Κύπρου και ήθελε να μάθει όλη την αλήθεια.
Τόσο το όνομα του Κύπρου όσο και το όνομα του Αντρίκου περιλαμβάνονται στον κατάλογο των αγνοουμένων. Ίσως έφτασε η ώρα να διαγραφούν. Δεν χάθηκαν μια μέρα σε βαρκάδα. Έπεσαν ηρωικώς και έτσι πρέπει να τους αντιμετωπίζει η κοινωνία και η Πολιτεία. Ο Απόστολος Κονναρής λέει ότι ουδείς αρμόδιος ή αναρμόδιος τον προσέγγισε για να του ζητήσει να δώσει κατάθεση για όσα είδε και έζησε. Αν αυτό ισχύει, δείχνει ότι σχεδόν σαράντα χρόνια μετά την εισβολή, δεν οργανωθήκαμε ως Πολιτεία για να μάθουμε αυτά που μπορούσαμε όσο ακόμη είναι ζωντανοί κάποιοι από τους πρωταγωνιστές.
InfoGnomon
Μια συγκλονιστική αφήγηση για όσα έζησε κατά τον πρώτο γύρο της τουρκικής εισβολής.>>
οι μαχεςΟ Σταύρος Μαυρέσης, στρατιώτης στον 120 ΛΒΟ περιγράφει τις μάχες στην Κερύνεια και τον σοβαρό τραυματισμό του.
>>η αιχμαλωσια
Ο Γεώργιος Ευέλθοντος Ηλία περιγράφει τις ημέρες που πέρασε αιχμάλωτος στα χέρια των Τούρκων.
Γλύτωσε από θαύμα
Η σφαίρα τρύπησε το κράνος
ΤΟΥΒΑΣΟΥΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Είδε τρεις ανθρώπους να πεθαίνουν δίπλα του (εκ των οποίων δύο αγνοούμενοι) και άλλους να τραυματίζονται. Ο ίδιος γλύτωσε ως εκ θαύματος όταν η σφαίρα τρύπησε το κράνος του. Πρόκειται για τον έφεδρο στρατιώτη Λοϊζου Απόστολο του Αντωνίου (Κονναρή) κλάσεως 1968.
Ο Απόστολος μιλά για τις μέρες που το νερό ήταν πολυτέλεια και που οι σφαίρες θέριζαν αδιακρίτως. Λέει ότι τους εγκατέλειψαν μόνους. Ήταν αυτός και ο Κύπρος, ένα παλληκάρι από αυτούς που θα χαιρόσουν να ήταν αδελφός, φίλος, πατέρας σου. Όταν ο λοχαγός του Κύπρου Χαράλαμπος Λόττας ρωτήθηκε σχετικά, περιορίστηκε να πει: «Ήταν ένας λεβέντης. Όταν έβαλλε με το πενηντάρι, οι άλλοι σιωπούσαν». Μετά τη μάχη και την υποχρεωτική οπισθοχώρηση, σήκωσε έναν τραυματία με σκοπό να τον μεταφέρει. Ο Απόστολος άκουσε μια ριπή και είδε το αίμα να εκτοξεύεται από την κεφαλή του Κύπρου. Έγειρε στη ματωμένη γη γύρω στις 7.20 το απόγευμα της 22ας Ιουλίου 1974.
Αφήνουμε τον Απόστολο Κονναρή να εξιστορήσει όσα έζησε κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου της τούρκικης εισβολής.
ΤΗΝ ΗΜΕΡΑτης τουρκικής εισβολής πήγα στο στρατόπεδο ΒΜΗ όπου μου έδωσαν ένα όπλο μάουζερ και 45 σφαίρες. Μας οδήγησαν στην Ομορφίτα, όπου ο λοχαγός Χαράλαμπος Λόττας μας είπε ότι οι Τούρκοι κατέλαβαν το απέναντι χοιροστάσιο και ότι έπρεπε να το ανακαταλάβουμε. Μας χώρισε σε τρεις ομάδες και προχωρήσαμε ενώ μας έβαλλαν οι Τούρκοι με τα όπλα καθώς και με δύο αεροπλάνα. Όταν καταλάβαμε το χοιροστάσιο, ο λοχαγός μας είπε ότι είχαμε ένα νεκρό. Το απόγευμα του Σαββάτου οι Τούρκοι έριξαν και αλεξιπτωτιστές πίσω από τα φυλάκιά τους. Μέχρι τις 10π.μ. της Κυριακής δεν ήπιαμε καν νερό.
Στις 3μ.μ. αποφάσισα να πάω στον θάλαμο για νερό. Καθοδόν μπήκα στο φυλάκιο που ήταν το πενηντάρι το οποίο χειριζόταν ένα άξιο και αξέχαστο, για μένα, παλληκάρι. Ήταν ο κληρωτός λοχίας Κύπρος. Γνωριστήκαμε το Σάββατο στην επίθεση που διενεργήσαμε για κατάληψη του χοιροστασίου και χειριζόταν ένα μπρεν. Του ζήτησα νερό και αυτός μου έδειξε ένα μαύρο μεγάλο μπιντόνι και θυμάμαι πως όταν ήπια λίγο, ήταν πιο ζεστό από το νερό που κάνουμε μπάνιο.
Μετά από δύο ώρες, ο ανθυπολοχαγός μας είπε ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τον θάλαμο επειδή ήταν ορατός ο κίνδυνος να μας κτυπήσουν οι Τούρκοι με ΠΑΟ και όλμους. Πήγαμε στους πρόποδες του υψώματος, όπου υπήρχαν και άλλοι στρατιώτες οι οποίοι κτυπούσαν τις «Χαμίτ Μάντρες», ώστε να μη δώσουν την ευκαιρία στους Τούρκους να μας κυκλώσουν και να παγιδευτούμε στα χαρακώματα.
Όταν άρχισε να νυχτώνει, ο ανθυπολοχαγός μας είπε να επιστρέψουμε. Πήγα μαζί με τον χωριανό μου τον Δήμο και φωνάξαμε του Αντρίκου από την Άχνα ότι ήμουν ο Απόστολος για να μην πυροβολήσει και έτσι γίναμε τρεις στο χαράκωμα. Ο Αντρίκος κρατούσε ένα μπρεν, ο Δήμος ένα FΝ κι εγώ κρατούσα το μάουζερ. Ήταν Κυριακή βράδυ και γινόταν χαλασμός κόσμου από τις σφαίρες και τις φωτοβολίδες.
Ξημέρωσε Δευτέρα. Το μεσημέρι δεν είχαμε νερό να πιούμε. Η μάχη συνεχιζόταν και στις 4 το απόγευμα μας είπεν ότι συμφωνήθηκε εκεχειρία αλλά παρόλα αυτά οι Τούρκοι δεν σταμάτησαν να βάλλουν εναντίον μας και έτσι, υποχρεωτικά, ανταποδίδαμε τα πυρά.
Ο Αντρίκος από την Άχνα, γύρω στις 4.30
πήγε στον θάλαμο για να φέρει νερό, αλλά δεν γύρισε. Πήρα το μπρεν και πολεμούσαμε μέχρι τις 6 το απόγευμα. Οι Τούρκοι κατέλαβαν το φυλάκιο που βρισκόταν περίπου 100 μέτρα στα αριστερά μας. Τότε άλλοι τρεις στρατιώτες οι οποίοι βρίσκονταν σε χαράκωμα 20 μέτρα στα αριστερά μας, ήρθαν και μπήκαν στο δικό μας χαράκωμα. Ο ένας, τον οποίο έβλεπα και πριν τον πόλεμο, λεγόταν Νίκος και δούλευε στον Σταμάτη τον φαρμακέμπορα στην οδό Περικλέους αλλά για πρώτη φορά μάθαμε το όνομα ο ένας του άλλου στο χαράκωμα. Διαπιστώνοντας ότι δεν είχαμε ελπίδα διαφυγής, μου είπε: «Τι να κάνουμε ρε φίλε; Να παραδοθούμε». Από το μυαλό μου δεν πέρασε καν τέτοια σκέψη και του είπα «εγώ δεν παραδίδομαι». Μου ζήτησε να τους καλύψω να φύγουν και να με καλύψουν και αυτοί στη συνέχεια. Άκουσα ένα παιδί που καθόταν προηγουμένως δίπλα μου να φωνάζει «βοήθεια ρε παιδιά». Γύρισα προς το μέρος του και τον ρώτησα: «Χτύπησες;». Έφερε το αριστερό του χέρι στο στήθος και μου είπε «στην καρδιά» και ξεψύχησε. Ήταν ένα παιδί περίπου 25 χρόνων, ξανθός. Φορούσε ρούχα της εξόδου στρατιωτικά, καλοκαιρινά και είχε διακριτικά λοχία. Δεν ήξερα ούτε το όνομά του ούτε την καταγωγή του. Μετά ο Νίκος και ο Δήμος έφυγαν κι εγώ έμεινα εκεί και έβαλλα με το μπρεν. Προηγουμένως έβαλλα στον ποταμό που βρισκόταν κάτω από το ύψωμα και άκουσα κάτι να κτυπά στο κράνος μου, αλλά δεν κοίταξα τι ήταν.
Όταν αποφάσισα κι εγώ να φύγω από το χαράκωμα, στο οποίο ήμουν μόνος με τον νεκρό, πήρα το μπρεν και τρεις σφαιροθήκες τις οποίες έβαλα στο πουκάμισό μου και ξεκίνησα χωρίς άρβυλα, τα πόδια μου είχαν λειώσει επειδή τα παπούτσια ήταν καινούργια και πιο μικρά από το πόδι μου. Φεύγοντας μπήκα στο φυλάκιο του Κύπρου που χειριζόταν το πενηντάρι. Θυμάμαι ότι έβγαλα το κράνος και είδα ότι είχε μια τρύπα από σφαίρα. Του λέω «κοίταξε από πού πέρασε η σφαίρα». Μου είπε «αυτός που το φορούσε, είναι νεκρός». Του λέω «εγώ το φορούσα» και μου απάντησε «είσαι τυχερός».
Του πρότεινα να γυρίσουμε το πολυβόλο στο σημείο που βγήκαν οι Τούρκοι αλλά μου είπε όχι, επειδή αν μετακινούσαμε το πολυβόλο, θα έπρεπε να ανοίξουμε θυρίδα από την άλλη πλευρά και θα κινδυνεύαμε να κτυπηθούμε από πίσω, γι’ αυτό μου είπε ότι δεν απέμεινε άλλη επιλογή από του να φύγουμε. Αχρήστευσε το πολυβόλο και ξεκινήσαμε.
Όταν κάναμε την οπισθοχώρηση, ήταν πεσμένος μπρούμυτα ένας στρατιώτης. Ήταν ο Αντρίκος του Κουτσού ή Κοντού, δεν θυμάμαι ακριβώς το όνομά του. Ο Κύπρος του φώναξε, «έλα να φύγουμε». Θυμάμαι, γύρισε το κεφάλι του στα δεξιά αλλά δεν ακούσαμε τι είπε. Πάντως ζούσε. Δεν ξέρω τι απέγινε.
Εγώ και ο Κύπρος προχωρήσαμε και φτάσαμε μέχρι το νεκροταφείο. Εκεί περίμενα να δω δικούς μας στρατιώτες αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε κανένας και το πενηντάρι που ήταν στην πόρτα του νεκροταφείου, ήταν εγκαταλελειμμένο. Τότε αντελήφθηκα ότι ήμασταν μόνοι, εγώ και ο Κύπρος. Όπως ήμασταν στο έδαφος, όπλισα αλλά το μπρεν είχε πάθει εμπλοκή.
Ο Κύπρος κρατούσε δύο πιστόλια τριανταοκτάρια και μου έδωσε το ένα. Κρατούσα και μια χειροβομβίδα που είχα στην τσέπη του πουκαμίσου μου και ξεκινήσαμε «έρπην» και βαρελάκια και έπρεπε να καλύψουμε απόσταση περίπου 500 μέτρων για να φτάσουμε στα σπίτια των «Ματσικοριθκιών». Προχωρήσαμε περίπου 200 μέτρα από το σημείο που εγκαταλείψαμε και το οποίο είχε καταληφθεί από τους Τούρκους. Ο Κύπριος είδε κάποιον τραυματία με πολιτικά ρούχα. Σκύψαμε και τον σηκώσαμε. Τον κρατούσε ο Κύπρος και όταν έκαναν τρία βήματα, άκουσα μια ριπή και είδα τον Κύπρο να πέφτει καταγής. Ένας στρατιώτης που ήταν μαζί με τον τραυματία, ξεκίνησε και έφευγε ενώ ο τραυματίας τον οποίο βοήθησε ο Κύπρος, έπεσε πάνω στον Κύπρο και έκλαιγε. Ο Κύπρος είχε κτυπηθεί στο κεφάλι και έτρεχε πολύ αίμα. Βρισκόμουν σε απόσταση δέκα μέτρων και θυμάμαι ότι ο τραυματίας γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε: «Ρε αδέρφιν, παίξε με».
Στην αρχή ξαφνιάστηκα από το όλο σκηνικό αλλά αμέσως του είπα: «Κάνε μια προσπάθεια ρε φίλε, είναι εύκολο να γλυτώσουμε». Το είπα επειδή στα σπίτια των «Ματσικοριθκιών» υπήρχαν ορισμένοι δικοί μας. Ο τραυματίας σηκώθηκε και ξεκίνησε κρατώντας τη δεξιά του πλευρά με τα δύο του χέρια. Εκείνη τη στιγμή, ένας έφεδρος στρατιώτης, από αυτούς που έβαζαν κατά των Τούρκων για να μας καλύψουν, έτρεξε και πήρε τον τραυματία στην πλάτη και κατευθύνθηκε προς τα σπίτια των «Ματσικοριθκιών».
Σηκώθηκα και έτρεξα αλλά για καλή μου τύχη δεν μου έριξαν οι Τούρκοι. Το πρώτο πράγμα που ζήτησα ήταν νερό.
Όταν σηκώθηκα είδα ένα λοχαγό στη γωνιά του σπιτιού ο οποίος έβαλλε προς το χοιροστάσιο. Όταν σταμάτησε να βάλλει, μου είπε: «Βλέπετε τι προσπάθειες καταβάλλουμε για να σας σώσουμε». Τον ρώτησα ποιος ήταν και μου απάντησε πως ήταν ο λοχαγός Μαυρουδής.
Του είπα «εμείς τι φταίξαμε και μας άφησαν πάνω στο ύψωμα και έφυγαν όλοι όσοι ήταν στο νεκροταφείο και στον θάλαμο και δεν μας ειδοποίησαν ότι πρέπει να κάνουμε οπισθοχώρηση;
Μου είπε ότι αυτός οπισθοχώρησε από τη Νεάπολη και όταν έφτασε στην Ομορφίτα, βρήκε τον λοχαγό Λόττα και όταν τον ρώτησε τι γίνεται με το χοιροστάσιο, αυτός είπε ότι είχε χάσει κάθε επαφή με το χοιροστάσιο. Έτσι, ήρθα να ελέγξω τι γίνεται, είπε ο Μαουρουδής. Μου ζήτησε το πιστόλι και τη χειροβομβίδα διότι δεν κρατούσε τίποτε πάνω του και του τα έδωσα.
Ύστερα μας έστειλαν στην Ομορφίτα.
Έκλαψαν οι γονείς του Κύπρου
ΤΟ 1975ήρθαν οι γονείς του Κύπρου και με βρήκαν. Τους είπα όλη την ιστορία αλλά δεν είχα τη δύναμη να τους πω ότι ήταν πεθαμένος. Όταν ακουσαν αυτά που τους είπα, κλαίγανε και οι δύο τους και μου είπαν: Είσαι ο μόνος άθρωπος που μας είπαν τι είδες τζιαι δεν εσκουντούφλησεν η γλώσσα σου ούτε μια φορά». Τους είπα ότι τους ιστόρισα όσα έζησα και ότι εξακολουθώ να τα βλέπω μπροστά μου και πως όσος καιρός και αν περάσει, δεν μπορώ να τα ξεχάσω».
Στον μόνο που είπε ότι οι σφαίρες που βρήκαν τον Κύπρο ήταν στη δεξιά μεριά του κεφαλιού του και το αίμα έτρεξε σαν βρύση από την αριστερή μεριά, ήταν ένας που βρήκα στον Παρισινό μετά τον πόλεμο, όπου ελέγχαμε τα αυτοκίνητα, και μου είπε πως ήταν γαμβρός του Κύπρου και ήθελε να μάθει όλη την αλήθεια.
Τόσο το όνομα του Κύπρου όσο και το όνομα του Αντρίκου περιλαμβάνονται στον κατάλογο των αγνοουμένων. Ίσως έφτασε η ώρα να διαγραφούν. Δεν χάθηκαν μια μέρα σε βαρκάδα. Έπεσαν ηρωικώς και έτσι πρέπει να τους αντιμετωπίζει η κοινωνία και η Πολιτεία. Ο Απόστολος Κονναρής λέει ότι ουδείς αρμόδιος ή αναρμόδιος τον προσέγγισε για να του ζητήσει να δώσει κατάθεση για όσα είδε και έζησε. Αν αυτό ισχύει, δείχνει ότι σχεδόν σαράντα χρόνια μετά την εισβολή, δεν οργανωθήκαμε ως Πολιτεία για να μάθουμε αυτά που μπορούσαμε όσο ακόμη είναι ζωντανοί κάποιοι από τους πρωταγωνιστές.
InfoGnomon
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΔΕΙΤΕ: Μωρό-γίγας γεννήθηκε στην Κίνα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ