2012-07-23 14:35:06
Του Θάνου Δημάδη
Τι κρύβεται τελικά πίσω από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ); Είναι ένα κύκλωμα τοκογλυφίας που δημιουργήθηκε για να κρατάει δέσμιους λαούς και οικονομίες μέχρι το βαθμό του απόλυτου ελέγχου τους, όπως ισχυρίζονται πολλοί; Ή είναι το μακρύ πόδι που προσπαθεί να βάλει η Αμερική στην Ευρώπη, κάτι που πάντοτε ήθελε αλλά τώρα η οικονομική κρίση της έδωσε την ευκαιρία; Ποιοι είναι οι άνθρωποι που κρύβονται πίσω από τα γρανάζια αυτού του διεθνούς οικονομικού οργανισμού που το όνομά του όλα αυτά τα χρόνια έχει συνδεθεί με σκληρά μέτρα λιτότητας και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και με.. τη φτώχεια ολόκληρων λαών; Πόσο καλά γνωρίζουν οι άνθρωποι αυτοί τις κοινωνίες και τις οικονομίες των χωρών στις οποίες καλούνται να εφαρμόσουν τις πολιτικές τους; Με αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα να γεννιούνται στο κεφάλι μου γύρω από τον ρόλο αυτού του δύσκολα προσπελάσιμου και εξερευνήσιμου οργανισμού, έφθασα έξω από την κεντρική πελώρια είσοδο του ΔΝΤ που βρίσκεται στην καρδιά της Ουάσινγκτον, λίγα τετράγωνα μακριά από τον Λευκό Οίκο και μερικά βήματα μακρύτερα από το άχαρο κτίριο της Παγκόσμιας Τράπεζας
. Έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από εκείνο το πρωινό που θυμάμαι τον εαυτό μου να βγαίνει από το μικρό στούντιο που είχα νοικιάσει απέναντι από το πανεπιστήμιό μου, όπου παράλληλα σπούδαζα, και να κατευθύνομαι πεζός σε αυτό που ένας φίλος μου είχε αποκαλέσει “ναό του καπιταλισμού”.
Πώς λειτουργεί το εσωτερικό του ΔΝΤ
Το ΔΝΤ έχει τη φήμη ενός από τους πιο εκλεκτικούς στην επιλογή του προσωπικού του διεθνείς οργανισμούς. Παρά τις δικαιολογημένες επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κάποιος για την αποτελεσματικότητα των “συνταγών” που εισηγείται κατά καιρούς, είθισται να θεωρείται ότι έχει ενταγμένη στο εργατικό δυναμικό του την ελίτ των πιο ακριβοπληρωμένων ίσως οικονομολόγων που κυκλοφορούν στην “πιάτσα”, πολλοί από τους οποίους δεν είναι μεγαλύτεροι των 35- 40 ετών. Με μία ιδιαίτερα αυστηρή ιεραρχία στο εσωτερικό του, ο διαχωρισμός των στελεχών του ανάμεσα στα χαμηλόβαθμα και σε εκείνα που ανήκουν στα μεσαία και ανώτερα κλιμάκια είναι κάτι παραπάνω από ορατός στο τρόπο δουλειάς και συνεργασίας μεταξύ τους. Πολλοί είναι αυτοί που δουλεύουν για ένα οικονομικό πρότζεκτ ή για την επεξεργασία ενός ολόκληρου οικονομικού προγράμματος σε μία χώρα αλλά ένας είναι αυτός που αποφασίζει. Και αυτός είναι συνήθως ο επικεφαλής των ομάδων εργασίας που χαράσσει τους άξονες της οικονομικής στρατηγικής, διευθύνει και τελικά υπογράφει την τελική εισήγηση. Στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ο Πολ Τόμσεν. Τον συνάντησα πρώτη φορά λίγες μέρες μετά αφότου πρωτοπέρασα το κατώφλι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ήταν μία συνάντηση τυχαία, όχι από εκείνες που συνήθως προγραμματίζονται πολύ καιρό πριν είτε για τον λόγο μίας συνέντευξης είτε για μία άτυπη ενημέρωση που πολλές φορές κάνουν τα στελέχη του Ταμείου προς τους δημοσιογράφους. Σε έναν από τους δαιδαλώδεις κακοφωτισμένους διαδρόμους του κεντρικού κτιρίου πέρασε ξαφνικά από δίπλα μου με σκυμμένο το κεφάλι, σκεπτικός όπως πάντα και κρατώντας στο δεξί του χέρι ένα πάκο φουσκωμένους από έγγραφα φακέλους. Από τότε μέχρι σήμερα έχουμε συναντηθεί και μιλήσει πολλές φορές για την Ελλάδα. Τύπος σχεδόν απόμακρος αλλά πάντα εξαιρετικά ευγενικός, τις περισσότερες φορές ο Τόμσεν σου απαντάει ευθέως στα ερωτήματα που του θέτεις. Και συνήθως από αυτόν ένας δημοσιογράφος μπορεί να μάθει πράγματα τα οποία δεν θα ακούσει από το στόμα των Ελλήνων πολιτικών ή θα τα ακούσει με πολύ μεγάλη καθυστέρηση… Ο Τόμσεν άργησε να έρθει σε επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Και αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίον- όπως πρόσφατα μου ομολόγησε- αναλαμβάνει ο ίδιος ένα μερίδιο ευθύνης για τα λάθη που έγιναν στο σχεδιασμό του πρώτου Μνημονίου που υπέγραψε η Ελλάδα. Σήμερα, συνομιλώντας μαζί του, διαπιστώνω ότι έχει απομακρυνθεί σε μεγάλο βαθμό από αντιλήψεις και δογματισμούς που τον συνόδευαν όταν κλήθηκε να πρωτοασχοληθεί με την Ελλάδα. Ένας από αυτούς ήταν ότι κόβοντας από παντού μισθούς και συντάξεις μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Τον περασμένο Ιούλιο, όταν είχαμε προγραμματίσει να κάνουμε μία συνέντευξη φαινόταν περισσότερο πιεσμένος από ποτέ. Μου έκανε εντύπωση ότι σε όλη τη διάρκεια της συνέντευξης κρατούσε με νευρικό τρόπο τα χερούλια της καρέκλας που καθόταν απέναντι μου ενώ η στάση του σώματός του προσέδιδε έναν αφάνταστο εκνευρισμό. Όσο τον ξέρω, έχω καταλάβει ότι ο Τόμσεν όταν δεν πάει κάτι καλά το δείχνει με τον τρόπο που κινείται και τις εκφράσεις του προσώπου του. Και τότε πράγματι η Ελλάδα βρισκόταν στο χείλος της χρεοκοπίας όταν όλοι πλέον ομολογούσαν ανοιχτά ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος ακόμα και με 21% κούρεμα δεν μπορεί να είναι βιώσιμο. Αντίθετα, στην τελευταία συνάντησή μας, φάνηκε να είναι πιο σίγουρος και αισιόδοξος για την πορεία της Ελλάδας. Όχι μόνο σε αυτά που έλεγε αλλά και στον τρόπο που τα έλεγε. Ο χρόνος θα δείξει αν αυτή η αισιοδοξία θα επιβεβαιωθεί.
Οι άνθρωποι του Τόμσεν
Ο Τόμσεν έχει πάντα δίπλα του τους δύο στενότερους συνεργάτες του. Η μία είναι η γυναίκα που πολλοί την αποκαλούν “σιδηρά κυρία” της επικοινωνίας του Ταμείου. Με καταγωγή από τη Γερμανία τα τελευταία 10 χρόνια το όνομα της Κόνι Λότζε έχει ταυτιστεί με όλες τις δύσκολες αποστολές του Ταμείου σε χώρες όπως η Τουρκία πριν μία περίπου δεκαετία και την Ελλάδα σήμερα. Ξεχωρίζει γιατί έχει κάτι που πολλοί συνάδελφοι της που ασχολούνται με την επικοινωνία δεν έχουν: το δημοσιογραφικό κριτήριο ως πρώην δημοσιογράφος και η ίδια. Από την Κόνι σχεδόν ποτέ δεν βγαίνουν ειδήσεις. Ξέρει όμως να σέβεται τη δουλειά του δημοσιογράφου και είναι η μόνη από τα άτομα που συνεργαζόμαστε εμείς οι δημοσιογράφοι, που αν την καλέσεις ακόμα και τα μεσάνυχτα θα σηκώσει το τηλέφωνο για να απαντήσει στο ερώτημα που έχεις να της κάνεις. Το δεύτερο πρόσωπο είναι ο σημερινός διευθυντής των εξωτερικών σχέσεων και εκπρόσωπος τύπου του ΔΝΤ, Τζέρι Ράις. Ο Τζέρι έφθασε στην κορυφή της ιεραρχίας στο ΔΝΤ αντικαθιστώντας την πρώην διευθύντρια επικοινωνίας του Ταμείου, Κάρολιν Άτκινσον. Έχοντας ένα πολύ δυνατό βιογραφικό στις πλάτες του από την εποχή που διετέλεσε διευθυντής επικοινωνίας στην Παγκόσμια Τράπεζα, ο Τζέρι είναι σήμερα η “σκιά” της Κριστίν Λαγκάρντ, όπως ήταν η Κάρολιν για τον Ντομινίκ Στρος Καν. Η ίδια είχε αποχωρήσει από τη θέση της μετά την παραίτηση του Στρος Καν από επικεφαλής του Ταμείου λόγω του σκανδάλου της καμαριέρας, για να μεταπηδήσει λίγες βδομάδες μετέπειτα σε μία θέση-κλειδί στο Λευκό Οίκο ως προσωπική σύμβουλος του Αμερικανού Προέδρου Ομπάμα σε θέματα διεθνών οικονομικών σχέσεων. Με την Κάρολιν διατηρούμε ακόμα και σήμερα μία καλή φιλική σχέση παρότι η συνεργασία μας δεν υπήρξε χωρίς προβλήματα. Μία μέρα ο Στρος Καν θα παραχωρούσε μία οικονομικού περιεχομένου ομιλία στο George Washington University, όπου ήταν το πανεπιστήμιο που εκείνη την περίοδο παρακολουθούσα το μεταπτυχιακό μου. Οι δημοσιογράφοι δεν επιτρέπονταν να θέσουν ερωτήσεις παρά μόνο οι φοιτητές. Αυτήν ακριβώς την φοιτητική και όχι δημοσιογραφική μου ιδιότητα επικαλέστηκα τότε για να θέσω στον Στρος Καν ένα ερώτημα που εκείνη την εποχή βρισκόταν στα χείλη όλων σχεδόν των δημοσιογράφων: αν το ΔΝΤ ζητάει την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Ήταν η εποχή που έδιναν και έπαιρναν τα σενάρια ότι η Ελλάδα θα αναγκαστεί να κουρέψει το χρέος της παρά τις περί αντιθέτου δημόσιες δηλώσεις στελεχών του ΔΝΤ και Ευρωπαίων αξιωματούχων. Η απάντηση που έδωσε ήταν η πρώτη δημόσια δήλωση του Στρος Καν για το επίμαχο θέμα. Η ερώτησή μου- αλλά κυρίως ο τρόπος που πήρα τον λόγο για να κάνω αυτήν την ερώτηση- αιφνιδίασε την Κάρολιν Άτκινσον. Ως “αντίποινο”- θυμάμαι- μου είχε κάνει το εξής: Στις επόμενες δυο-τρεις επίσημες συνεντεύξεις τύπου του Στρος Καν στο ΔΝΤ αρνήθηκε να μου δώσει τον λόγο για να του κάνω ερωτήσεις. Παρεξηγήσεις τέτοιου τύπου δεν κρατάνε όμως συνήθως πολύ. Η Κάρολιν Άτκινσον εξέφραζε σε μεγάλο βαθμό ένα διαφορετικό στοιχείο που είχε φέρει η έλευση Στρος Καν στην ηγεσία του ΔΝΤ: την ικανότητα πολιτικής διαχείρισης μίας οικονομικής κρίσης που ποτέ στο παρελθόν το Ταμείο δεν είχε αποδείξει ότι είχε. Ο Τζέρι Ράις που βρίσκεται σήμερα στη θέση της, έχει ένα άλλο προτέρημα που είναι ωφέλιμο για τη χώρα μας. Ανήκει στους ανθρώπους του Ταμείου που θεωρούνται όσο λίγοι εντός του ΔΝΤ τόσο φιλέλληνες.
Η «ταύτιση» με την Ελλάδα
Μπορεί να μην το ομολογούν δημόσια, όμως τo ελληνικό πρόβλημα έχει αναδειχθεί σε ένα ρίσκο υψηλού κινδύνου για τα στελέχη του Ταμείου. Είναι εντυπωσιακό ότι τα τελευταία δύο χρόνια με την κρίση στην ευρωζώνη, οπότε και το ΔΝΤ άρχισε να παίρνει ξανά τα πάνω του και να επιστρέφει στο επίκεντρο της διεθνούς οικονομικής σκακιέρας, δεν περνάει ούτε μία επίσημη ή άτυπη ενημέρωση προς τους δημοσιογράφους με την υπόθεση της Ελλάδας να μην είναι ένα από τα κεντρικά θέματα συζήτησης. Αυτό έχει δημιουργήσει μία επιπλέον σοβαρή αγωνία στα ανώτατα στελέχη του, η οποία γνωρίζω ότι απορρέει από τον υπερβολικό βαθμό ταύτισης του Ταμείου με την ελληνική κρίση. Υπάρχει ο φόβος ενός βαρύτατου πλήγματος που θα υποστεί στην αξιοπιστία του το Ταμείο στην περίπτωση που η Ελλάδα τελικά δεν τα καταφέρει. Αν και θεωρείται ότι- προς το παρόν τουλάχιστον- η Ελλάδα έχει φύγει από το κέντρο που βρισκόταν στο κάδρο της κρίσης, στο πίσω μέρος του μυαλού των περισσότερων στελεχών του Ταμείου είναι η προοπτική σύμφωνα με την οποία η χώρα μας να έχει αντίστοιχη κατάληξη με εκείνην της Αργεντινής. Γιατί παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα το μόνο βέβαιο αυτή τη στιγμή είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει γλιτώσει τη χρεοκοπία. Το PSI και η νέα δανειακή σύμβαση σήμαναν απλώς μία ακόμα περίοδο χάριτος για την χώρα μας, που κανείς δεν γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει. Επίσης, εκ προοιμίου βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί και νέα χρηματοδοτική βοήθεια. Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, το ΔΝΤ αποκλείεται να ξαναβάλει το χέρι στην τσέπη για να μας δανείσει. Κάτι που παραδέχτηκε εμμέσως και ο Τόμσεν σε μία συζήτηση που είχαμε πρόσφατα. (“Το χρέος τότε θα είναι των Ευρωπαίων”, είπε). Ποιος λοιπόν ο λόγος να συνεχίζει να σπαταλάει πολιτικό κεφάλαιο για την υπόθεση μίας χώρας από την οποία- όπως διαβλέπω- το Ταμείο στρώνει το δρόμο σταδιακής απεμπλοκής του φορτώνοντας το ελληνικό πρόβλημα αποκλειστικά στην πλάτη των Ευρωπαίων. Δεν ήταν τυχαίο ότι στην τελευταία σύνοδο κορυφής, τα στελέχη του Ταμείου κατέβαλαν και τα ίδια μεγάλες προσπάθειες προκειμένου η προσοχή των διεθνών μέσων ενημέρωσης να μην είναι άλλο εστιασμένη στην Ελλάδα.
Το αίτημα της πολιτικής συναίνεσης
Πέρασε χρόνος, όπως μου λένε οι άνθρωποι του Ταμείου που ασχολούνται με την Ελλάδα, εωσότου καταφέρουν να εξοικειωθούν με τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής πραγματικότητας. Όχι μόνο της οικονομικής και κοινωνικής, αλλά κυρίως της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας. Μέχρι σήμερα στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις περιγράφουν με έκπληξη τον τρόπο που τα κόμματα στην χώρα μας πολιτεύονται, προσελκύουν τους ψηφοφόρους και αποφεύγουν το πολιτικό κόστος όπως ο διάβολος το λιβάνι. Κατά την άποψή τους, αυτή η πολιτική διάσταση του ελληνικού προβλήματος είναι η κρισιμότερη αυτή τη στιγμή για την εφαρμογή- όπως λένε- του προγράμματος για την Ελλάδα. Σε τακτικές συζητήσεις που είχα μαζί τους, υπάρχουν αξιωματούχοι του Ταμείου που ρίχνουν μεγάλο μέρος του φταιξίματος για την αποτυχία του πρώτου Μνημονίου σε συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα αλλά και συγκεκριμένους Υπουργούς των προηγούμενων κυβερνήσεων, τους οποίους ξέρουν με τα ονόματά τους. Υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το αν η συνταγή του ΔΝΤ θα καταφέρει να σώσει την ελληνική οικονομία. Το σίγουρο είναι ότι με τη συνταγή του έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να κάνει κομμάτια και θρύψαλα το μεταπολιτευτικό σκηνικό της χώρας. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ εκείνης της περιόδου, η Λαγκάρντ ανέλαβε τα ηνία του ΔΝΤ αποφασισμένη να λύσει τον γόρδιο δεσμό της πολιτικής συναίνεσης στην Ελλάδα. Αυτό φρόντισε να το κάταστήσει κάτι παραπάνω από σαφές και στην απάντηση που μου είχε δώσει όταν την ρώτησα σχετικά στην πρώτη συνέντευξη τύπου που είχε παραχωρήσει με την νέα ιδιότητα της επικεφαλής του ΔΝΤ. Λίγους μήνες αργότερα το ΔΝΤ δήλωνε ικανοποιημένο από την συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ με τον σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου που κατάφερε να δρομολογήσει στην Ελλάδα.
Η επομένη της 6ης Μαΐου
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαίου ήταν ένα μεγάλο σοκ για τα στελέχη του Ταμείου. Η δραματική συρρίκνωση της εκλογικής δύναμης ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και η ραγδαία άνοδος των ποσοστών όσων πολιτικών δυνάμεων σήκωσαν προεκλογικά την αντιμνημονιακή σημαία, δημιουργεί εκ των πραγμάτων μία νέα πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα την οποία το ΔΝΤ- και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας- είναι υποχρεωμένοι να λάβουν σοβαρά υπ’ όψη τους. Παρότι ο εφιάλτης της ακυβερνησίας και της παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας συνεχίζει να επισκιάζει την Ελλάδα, αυτό που το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μαίου κατέστησε έκδηλο στους δανειστές μας είναι ότι η μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πολιτική σκληρής λιτότητας πάσχει από έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης από μέρους του ελληνικού λαού. Λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές το ΔΝΤ- είτε από επιπολαιότητα είτε από πολιτική απειρία- επιχείρησε να προκαταλάβει την ετυμηγορία των Ελλήνων πολιτών αφήνοντας με επίσημες και ανεπίσημες δηλώσεις στελεχών του να εννοηθεί ότι προσβλέπει στην επανεκλογή των δύο-μέχρι πρότινος- μεγαλύτερων κομμάτων (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ), ως τα μόνα που στηρίζουν- όπως είχε δηλώσει ο Τζέρι Ράϊς- τους στόχους του δημοσιονομικού προγράμματος για την Ελλάδα. Η αίσθηση που δόθηκε, όπως ήταν φυσικό, στο εσωτερικό της χώρας μας ήταν ότι το ΔΝΤ κάνει ακόμα μία ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα του τόπου, επιτείνοντας την ήδη προϋπάρχουσα δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού απέναντι στον άλλοτε κραταιό δικομματισμό στην Ελλάδα. Τα πράγματα εξελίχθηκαν όμως διαφορετικά, με αποτέλεσμα το ΔΝΤ να είναι σήμερα μουδιασμένο περισσότερο από ποτέ απέναντι στη νέα ελλαδική πολιτική πραγματικότητα που ξεδιπλώθηκε την επόμενη μέρα των εκλογών. Ο ένας λόγος είναι προφανής: η ακυβερνησία για μία χώρα που βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, μπορεί να αποδειχθεί μοιραία. Ο δεύτερος λόγος συνδέεται με την κριτική που αρχίζει να επαναδιατυπώνεται στο εσωτερικό του Ταμείου από χώρες-μέλη που είχαν εξ αρχής εκφράσει επιφυλάξεις για το αν η Ελλάδα έπρεπε να λάβει και νέα χρηματοδοτική στήριξη από τα δικά τους λεφτά. Να πω ότι σύμφωνα με το ρεπορτάζ εκείνης της εποχής, στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΝΤ που ενέκρινε τη δεύτερο πακέτο στήριξης για τη χώρα μας, υπήρχαν πολλές φωνές που έλεγαν ότι η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα δεν αποτελεί εχέγγυο ότι η χώρα θα μπορέσει να μείνει πιστή στην εφαρμογή του δημοσιονομικού προγράμματος. Χωρίς να έχουν προβλέψει φυσικά το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαίου, αυτό που φοβόντουσαν είναι ότι οι έγγραφες διαβεβαιώσεις Βενιζέλου-Σαμαρά ίσως να μην είναι επαρκής πολιτική εγγύηση από μέρους της Ελλάδας την επόμενη μέρα της εκλογικής αναμέτρησης. Σήμερα υπάρχουν στελέχη του που λένε ότι τελικά δεν ήταν, διατυπωνοντας την άποψη ότι το Ταμείο έπρεπε να είχε επιμείνει στην ανάγκη έγγραφων ρητών δεσμεύσεων από όλους τους πολιτικούς αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων της προηγούμενης Βουλής, μία σκέψη που είχε πέσει στο τραπέζι αλλά εγκαταλείφθηκε με αποτέλεσμα να ζητηθούν μόνο οι υπογραφές των δύο αρχηγών Βενιζέλου Σαμαρά. Ίσως αν είχε συμβεί αυτό, να μην υπήρχε χώρος για πολιτικούς λεονταρισμούς, ισχυρίζονται κάποιοι. Και ίσως να έχουν δίκιο.
Το ζητούμενο αυτή τη στιγμή για την Ελλάδα είναι να καταφέρει να αποφύγει την καταστροφή που θα συνιστούσε η έξοδός της από το ευρώ ως αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων πολιτικών αλληλοσπαραγμών στο εσωτερικό της που ξεκίνησαν μεταξύ των κομμάτων την επομένη της 6ης Μαίου. Αν αυτό μπορούσαμε να το πετύχουμε, τότε μέσα στο νέο πολιτικοκοινωνικό σκηνικό που σηματοδότησε το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαίου εκπέμπεται ένα πολύ θετικό μύνημα το οποίο ούτε παρερμηνείας χωράει αλλά ούτε και περιφρόνησης από τους δανειστές της Ελλάδας. Η ετυμηγορία του ελληνικού λαού που αποτυπώθηκε στην κάλπη και σύμφωνα με την οποία δεν εγκρίνει την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πολιτική που οδηγεί στη φτώχεια, την ανεργία και την ύφεση, είναι τόσο ισχυρή που δύναται να αποτελέσει το πιο δυνατό όπλο στα χέρια των πολιτικών δυνάμεων του τόπου. Υπό μία πάντα προϋπόθεση: ότι αυτές θα αποφασίσουν επιτέλους με ωριμότητα και υπευθυνότητα όχι απλά να συνεργαστούν παραμερίζοντας τις κομματικές τους αγκυλώσεις… Αλλά- ακόμα περισσότερο- να διαμορφώσουν μία πλατφόρμα μίας μίνιμουμ πολιτικής συναίνεσης για τη σωτηρία της χώρας αφενός προκρίνοντας το πιο ασφαλές μονοπάτι διαφύλαξης του ευρωπαϊκού κεκτημένου για την Ελλάδα και αφετέρου ούσες αποφασισμένες να εκπονίσουν ένα δικό μας εθνικό ρεαλιστικό και ουσιώδες σχέδιο υπέρβασης της κρίσης στον αντίποδα των άδικων και αναποτελεσματικών πτυχών της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης πολιτικής από τους δανειστές μας. Αυτό όμως είναι εξαιρετικά απίθανο να συμβεί όσο τα πολιτικά κόμματα από την επομένη των εκλογών ενδιαφέρονται μόνο για το πώς θα συσπειρώσουν τις κομματικές τους βάσεις έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Αναζητώντας τις ευθύνες
Καλύπτοντας τα τελευταία δύο χρόνια περίπου το ρεπορτάζ από το ΔΝΤ, συνειδητοποιώ ότι στο εσωτερικό της Ελλάδας εκτυλίχθηκε από το πολιτικό μας προσωπικό μία προσπάθεια πλήρους αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης. Μία μεγάλη μερίδα του πολιτικού συστήματος υπηρέτησε την επιλογή που γίνεται συνήθως σε αντίστοιχες προσπάθειες χειραγώγησης της κοινής γνώμης: αποποιείται των δικών του ευθυνών πλάθοντας εξωτερικούς εχθρούς με το επιχείρημα ότι κάποιοι άλλοι μας τα επιβάλλουν. Δημιούργησαν στόχους για να κατευθύνουν πάνω σε αυτούς την οργή του κόσμου. Είτε αυτός ο στόχος λέγεται ΔΝΤ, είτε Γερμανία είτε αγορές. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Είναι αυτό που είπε ο Νόαμ Τσόμσκι σε μία συνέντευξη που μου παραχώρησε πρόσφατα για τον ΣΚΑΪ: “Οι αγορές και όσοι τις υπηρετούν»,-είχε πει αναφερόμενος και στο ΔΝΤ, «κάνουν τη δουλειά τους. Εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα. Τους λαούς και τις κοινωνίες δεν είναι χρέος αυτών να τις προστατέψουν. Είναι χρέος των πολιτικών και των εκλεγμένων κυβερνήσεων. Είναι χρέος της πολιτείας”. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι υπόλογος απέναντι στον ελληνικό λαό για την θλιβερή κατάσταση που έχει περιέλθει σήμερα η Ελλάδα δεν είναι ο Τόμσεν, η Μέρκελ ή ο Όλι Ρεν. Τις ευθύνες οι πολίτες πρέπει να τις αναζητήσουμε εντός και όχι εκτός των συνόρων. Και αν οι ευθύνες αυτές αναζητήθηκαν και αποδώθηκαν με την ψήφο των Ελλήνων πολιτών στις εκλογές της 6ης Μαίου, το ουσιαστικό απο ‘δω και πέρα για την Ελλάδα είναι να αποφασίσουμε με ποιούς και πού θέλουμε να πάμε. Γιατί η σωτηρία της χώρας δεν περνάει μέσα από ψευτολεονταρισμούς, μαξιμαλισμούς, μικρομεγαλισμούς, κομματικούς εκβιασμούς και καταφύγια ακραίων δυνάμεων.
Kafeneio
Τι κρύβεται τελικά πίσω από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ); Είναι ένα κύκλωμα τοκογλυφίας που δημιουργήθηκε για να κρατάει δέσμιους λαούς και οικονομίες μέχρι το βαθμό του απόλυτου ελέγχου τους, όπως ισχυρίζονται πολλοί; Ή είναι το μακρύ πόδι που προσπαθεί να βάλει η Αμερική στην Ευρώπη, κάτι που πάντοτε ήθελε αλλά τώρα η οικονομική κρίση της έδωσε την ευκαιρία; Ποιοι είναι οι άνθρωποι που κρύβονται πίσω από τα γρανάζια αυτού του διεθνούς οικονομικού οργανισμού που το όνομά του όλα αυτά τα χρόνια έχει συνδεθεί με σκληρά μέτρα λιτότητας και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και με.. τη φτώχεια ολόκληρων λαών; Πόσο καλά γνωρίζουν οι άνθρωποι αυτοί τις κοινωνίες και τις οικονομίες των χωρών στις οποίες καλούνται να εφαρμόσουν τις πολιτικές τους; Με αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα να γεννιούνται στο κεφάλι μου γύρω από τον ρόλο αυτού του δύσκολα προσπελάσιμου και εξερευνήσιμου οργανισμού, έφθασα έξω από την κεντρική πελώρια είσοδο του ΔΝΤ που βρίσκεται στην καρδιά της Ουάσινγκτον, λίγα τετράγωνα μακριά από τον Λευκό Οίκο και μερικά βήματα μακρύτερα από το άχαρο κτίριο της Παγκόσμιας Τράπεζας
Πώς λειτουργεί το εσωτερικό του ΔΝΤ
Το ΔΝΤ έχει τη φήμη ενός από τους πιο εκλεκτικούς στην επιλογή του προσωπικού του διεθνείς οργανισμούς. Παρά τις δικαιολογημένες επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κάποιος για την αποτελεσματικότητα των “συνταγών” που εισηγείται κατά καιρούς, είθισται να θεωρείται ότι έχει ενταγμένη στο εργατικό δυναμικό του την ελίτ των πιο ακριβοπληρωμένων ίσως οικονομολόγων που κυκλοφορούν στην “πιάτσα”, πολλοί από τους οποίους δεν είναι μεγαλύτεροι των 35- 40 ετών. Με μία ιδιαίτερα αυστηρή ιεραρχία στο εσωτερικό του, ο διαχωρισμός των στελεχών του ανάμεσα στα χαμηλόβαθμα και σε εκείνα που ανήκουν στα μεσαία και ανώτερα κλιμάκια είναι κάτι παραπάνω από ορατός στο τρόπο δουλειάς και συνεργασίας μεταξύ τους. Πολλοί είναι αυτοί που δουλεύουν για ένα οικονομικό πρότζεκτ ή για την επεξεργασία ενός ολόκληρου οικονομικού προγράμματος σε μία χώρα αλλά ένας είναι αυτός που αποφασίζει. Και αυτός είναι συνήθως ο επικεφαλής των ομάδων εργασίας που χαράσσει τους άξονες της οικονομικής στρατηγικής, διευθύνει και τελικά υπογράφει την τελική εισήγηση. Στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ο Πολ Τόμσεν. Τον συνάντησα πρώτη φορά λίγες μέρες μετά αφότου πρωτοπέρασα το κατώφλι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ήταν μία συνάντηση τυχαία, όχι από εκείνες που συνήθως προγραμματίζονται πολύ καιρό πριν είτε για τον λόγο μίας συνέντευξης είτε για μία άτυπη ενημέρωση που πολλές φορές κάνουν τα στελέχη του Ταμείου προς τους δημοσιογράφους. Σε έναν από τους δαιδαλώδεις κακοφωτισμένους διαδρόμους του κεντρικού κτιρίου πέρασε ξαφνικά από δίπλα μου με σκυμμένο το κεφάλι, σκεπτικός όπως πάντα και κρατώντας στο δεξί του χέρι ένα πάκο φουσκωμένους από έγγραφα φακέλους. Από τότε μέχρι σήμερα έχουμε συναντηθεί και μιλήσει πολλές φορές για την Ελλάδα. Τύπος σχεδόν απόμακρος αλλά πάντα εξαιρετικά ευγενικός, τις περισσότερες φορές ο Τόμσεν σου απαντάει ευθέως στα ερωτήματα που του θέτεις. Και συνήθως από αυτόν ένας δημοσιογράφος μπορεί να μάθει πράγματα τα οποία δεν θα ακούσει από το στόμα των Ελλήνων πολιτικών ή θα τα ακούσει με πολύ μεγάλη καθυστέρηση… Ο Τόμσεν άργησε να έρθει σε επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Και αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίον- όπως πρόσφατα μου ομολόγησε- αναλαμβάνει ο ίδιος ένα μερίδιο ευθύνης για τα λάθη που έγιναν στο σχεδιασμό του πρώτου Μνημονίου που υπέγραψε η Ελλάδα. Σήμερα, συνομιλώντας μαζί του, διαπιστώνω ότι έχει απομακρυνθεί σε μεγάλο βαθμό από αντιλήψεις και δογματισμούς που τον συνόδευαν όταν κλήθηκε να πρωτοασχοληθεί με την Ελλάδα. Ένας από αυτούς ήταν ότι κόβοντας από παντού μισθούς και συντάξεις μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Τον περασμένο Ιούλιο, όταν είχαμε προγραμματίσει να κάνουμε μία συνέντευξη φαινόταν περισσότερο πιεσμένος από ποτέ. Μου έκανε εντύπωση ότι σε όλη τη διάρκεια της συνέντευξης κρατούσε με νευρικό τρόπο τα χερούλια της καρέκλας που καθόταν απέναντι μου ενώ η στάση του σώματός του προσέδιδε έναν αφάνταστο εκνευρισμό. Όσο τον ξέρω, έχω καταλάβει ότι ο Τόμσεν όταν δεν πάει κάτι καλά το δείχνει με τον τρόπο που κινείται και τις εκφράσεις του προσώπου του. Και τότε πράγματι η Ελλάδα βρισκόταν στο χείλος της χρεοκοπίας όταν όλοι πλέον ομολογούσαν ανοιχτά ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος ακόμα και με 21% κούρεμα δεν μπορεί να είναι βιώσιμο. Αντίθετα, στην τελευταία συνάντησή μας, φάνηκε να είναι πιο σίγουρος και αισιόδοξος για την πορεία της Ελλάδας. Όχι μόνο σε αυτά που έλεγε αλλά και στον τρόπο που τα έλεγε. Ο χρόνος θα δείξει αν αυτή η αισιοδοξία θα επιβεβαιωθεί.
Οι άνθρωποι του Τόμσεν
Ο Τόμσεν έχει πάντα δίπλα του τους δύο στενότερους συνεργάτες του. Η μία είναι η γυναίκα που πολλοί την αποκαλούν “σιδηρά κυρία” της επικοινωνίας του Ταμείου. Με καταγωγή από τη Γερμανία τα τελευταία 10 χρόνια το όνομα της Κόνι Λότζε έχει ταυτιστεί με όλες τις δύσκολες αποστολές του Ταμείου σε χώρες όπως η Τουρκία πριν μία περίπου δεκαετία και την Ελλάδα σήμερα. Ξεχωρίζει γιατί έχει κάτι που πολλοί συνάδελφοι της που ασχολούνται με την επικοινωνία δεν έχουν: το δημοσιογραφικό κριτήριο ως πρώην δημοσιογράφος και η ίδια. Από την Κόνι σχεδόν ποτέ δεν βγαίνουν ειδήσεις. Ξέρει όμως να σέβεται τη δουλειά του δημοσιογράφου και είναι η μόνη από τα άτομα που συνεργαζόμαστε εμείς οι δημοσιογράφοι, που αν την καλέσεις ακόμα και τα μεσάνυχτα θα σηκώσει το τηλέφωνο για να απαντήσει στο ερώτημα που έχεις να της κάνεις. Το δεύτερο πρόσωπο είναι ο σημερινός διευθυντής των εξωτερικών σχέσεων και εκπρόσωπος τύπου του ΔΝΤ, Τζέρι Ράις. Ο Τζέρι έφθασε στην κορυφή της ιεραρχίας στο ΔΝΤ αντικαθιστώντας την πρώην διευθύντρια επικοινωνίας του Ταμείου, Κάρολιν Άτκινσον. Έχοντας ένα πολύ δυνατό βιογραφικό στις πλάτες του από την εποχή που διετέλεσε διευθυντής επικοινωνίας στην Παγκόσμια Τράπεζα, ο Τζέρι είναι σήμερα η “σκιά” της Κριστίν Λαγκάρντ, όπως ήταν η Κάρολιν για τον Ντομινίκ Στρος Καν. Η ίδια είχε αποχωρήσει από τη θέση της μετά την παραίτηση του Στρος Καν από επικεφαλής του Ταμείου λόγω του σκανδάλου της καμαριέρας, για να μεταπηδήσει λίγες βδομάδες μετέπειτα σε μία θέση-κλειδί στο Λευκό Οίκο ως προσωπική σύμβουλος του Αμερικανού Προέδρου Ομπάμα σε θέματα διεθνών οικονομικών σχέσεων. Με την Κάρολιν διατηρούμε ακόμα και σήμερα μία καλή φιλική σχέση παρότι η συνεργασία μας δεν υπήρξε χωρίς προβλήματα. Μία μέρα ο Στρος Καν θα παραχωρούσε μία οικονομικού περιεχομένου ομιλία στο George Washington University, όπου ήταν το πανεπιστήμιο που εκείνη την περίοδο παρακολουθούσα το μεταπτυχιακό μου. Οι δημοσιογράφοι δεν επιτρέπονταν να θέσουν ερωτήσεις παρά μόνο οι φοιτητές. Αυτήν ακριβώς την φοιτητική και όχι δημοσιογραφική μου ιδιότητα επικαλέστηκα τότε για να θέσω στον Στρος Καν ένα ερώτημα που εκείνη την εποχή βρισκόταν στα χείλη όλων σχεδόν των δημοσιογράφων: αν το ΔΝΤ ζητάει την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Ήταν η εποχή που έδιναν και έπαιρναν τα σενάρια ότι η Ελλάδα θα αναγκαστεί να κουρέψει το χρέος της παρά τις περί αντιθέτου δημόσιες δηλώσεις στελεχών του ΔΝΤ και Ευρωπαίων αξιωματούχων. Η απάντηση που έδωσε ήταν η πρώτη δημόσια δήλωση του Στρος Καν για το επίμαχο θέμα. Η ερώτησή μου- αλλά κυρίως ο τρόπος που πήρα τον λόγο για να κάνω αυτήν την ερώτηση- αιφνιδίασε την Κάρολιν Άτκινσον. Ως “αντίποινο”- θυμάμαι- μου είχε κάνει το εξής: Στις επόμενες δυο-τρεις επίσημες συνεντεύξεις τύπου του Στρος Καν στο ΔΝΤ αρνήθηκε να μου δώσει τον λόγο για να του κάνω ερωτήσεις. Παρεξηγήσεις τέτοιου τύπου δεν κρατάνε όμως συνήθως πολύ. Η Κάρολιν Άτκινσον εξέφραζε σε μεγάλο βαθμό ένα διαφορετικό στοιχείο που είχε φέρει η έλευση Στρος Καν στην ηγεσία του ΔΝΤ: την ικανότητα πολιτικής διαχείρισης μίας οικονομικής κρίσης που ποτέ στο παρελθόν το Ταμείο δεν είχε αποδείξει ότι είχε. Ο Τζέρι Ράις που βρίσκεται σήμερα στη θέση της, έχει ένα άλλο προτέρημα που είναι ωφέλιμο για τη χώρα μας. Ανήκει στους ανθρώπους του Ταμείου που θεωρούνται όσο λίγοι εντός του ΔΝΤ τόσο φιλέλληνες.
Η «ταύτιση» με την Ελλάδα
Μπορεί να μην το ομολογούν δημόσια, όμως τo ελληνικό πρόβλημα έχει αναδειχθεί σε ένα ρίσκο υψηλού κινδύνου για τα στελέχη του Ταμείου. Είναι εντυπωσιακό ότι τα τελευταία δύο χρόνια με την κρίση στην ευρωζώνη, οπότε και το ΔΝΤ άρχισε να παίρνει ξανά τα πάνω του και να επιστρέφει στο επίκεντρο της διεθνούς οικονομικής σκακιέρας, δεν περνάει ούτε μία επίσημη ή άτυπη ενημέρωση προς τους δημοσιογράφους με την υπόθεση της Ελλάδας να μην είναι ένα από τα κεντρικά θέματα συζήτησης. Αυτό έχει δημιουργήσει μία επιπλέον σοβαρή αγωνία στα ανώτατα στελέχη του, η οποία γνωρίζω ότι απορρέει από τον υπερβολικό βαθμό ταύτισης του Ταμείου με την ελληνική κρίση. Υπάρχει ο φόβος ενός βαρύτατου πλήγματος που θα υποστεί στην αξιοπιστία του το Ταμείο στην περίπτωση που η Ελλάδα τελικά δεν τα καταφέρει. Αν και θεωρείται ότι- προς το παρόν τουλάχιστον- η Ελλάδα έχει φύγει από το κέντρο που βρισκόταν στο κάδρο της κρίσης, στο πίσω μέρος του μυαλού των περισσότερων στελεχών του Ταμείου είναι η προοπτική σύμφωνα με την οποία η χώρα μας να έχει αντίστοιχη κατάληξη με εκείνην της Αργεντινής. Γιατί παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα το μόνο βέβαιο αυτή τη στιγμή είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει γλιτώσει τη χρεοκοπία. Το PSI και η νέα δανειακή σύμβαση σήμαναν απλώς μία ακόμα περίοδο χάριτος για την χώρα μας, που κανείς δεν γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει. Επίσης, εκ προοιμίου βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί και νέα χρηματοδοτική βοήθεια. Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, το ΔΝΤ αποκλείεται να ξαναβάλει το χέρι στην τσέπη για να μας δανείσει. Κάτι που παραδέχτηκε εμμέσως και ο Τόμσεν σε μία συζήτηση που είχαμε πρόσφατα. (“Το χρέος τότε θα είναι των Ευρωπαίων”, είπε). Ποιος λοιπόν ο λόγος να συνεχίζει να σπαταλάει πολιτικό κεφάλαιο για την υπόθεση μίας χώρας από την οποία- όπως διαβλέπω- το Ταμείο στρώνει το δρόμο σταδιακής απεμπλοκής του φορτώνοντας το ελληνικό πρόβλημα αποκλειστικά στην πλάτη των Ευρωπαίων. Δεν ήταν τυχαίο ότι στην τελευταία σύνοδο κορυφής, τα στελέχη του Ταμείου κατέβαλαν και τα ίδια μεγάλες προσπάθειες προκειμένου η προσοχή των διεθνών μέσων ενημέρωσης να μην είναι άλλο εστιασμένη στην Ελλάδα.
Το αίτημα της πολιτικής συναίνεσης
Πέρασε χρόνος, όπως μου λένε οι άνθρωποι του Ταμείου που ασχολούνται με την Ελλάδα, εωσότου καταφέρουν να εξοικειωθούν με τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής πραγματικότητας. Όχι μόνο της οικονομικής και κοινωνικής, αλλά κυρίως της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας. Μέχρι σήμερα στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις περιγράφουν με έκπληξη τον τρόπο που τα κόμματα στην χώρα μας πολιτεύονται, προσελκύουν τους ψηφοφόρους και αποφεύγουν το πολιτικό κόστος όπως ο διάβολος το λιβάνι. Κατά την άποψή τους, αυτή η πολιτική διάσταση του ελληνικού προβλήματος είναι η κρισιμότερη αυτή τη στιγμή για την εφαρμογή- όπως λένε- του προγράμματος για την Ελλάδα. Σε τακτικές συζητήσεις που είχα μαζί τους, υπάρχουν αξιωματούχοι του Ταμείου που ρίχνουν μεγάλο μέρος του φταιξίματος για την αποτυχία του πρώτου Μνημονίου σε συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα αλλά και συγκεκριμένους Υπουργούς των προηγούμενων κυβερνήσεων, τους οποίους ξέρουν με τα ονόματά τους. Υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το αν η συνταγή του ΔΝΤ θα καταφέρει να σώσει την ελληνική οικονομία. Το σίγουρο είναι ότι με τη συνταγή του έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να κάνει κομμάτια και θρύψαλα το μεταπολιτευτικό σκηνικό της χώρας. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ εκείνης της περιόδου, η Λαγκάρντ ανέλαβε τα ηνία του ΔΝΤ αποφασισμένη να λύσει τον γόρδιο δεσμό της πολιτικής συναίνεσης στην Ελλάδα. Αυτό φρόντισε να το κάταστήσει κάτι παραπάνω από σαφές και στην απάντηση που μου είχε δώσει όταν την ρώτησα σχετικά στην πρώτη συνέντευξη τύπου που είχε παραχωρήσει με την νέα ιδιότητα της επικεφαλής του ΔΝΤ. Λίγους μήνες αργότερα το ΔΝΤ δήλωνε ικανοποιημένο από την συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ με τον σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου που κατάφερε να δρομολογήσει στην Ελλάδα.
Η επομένη της 6ης Μαΐου
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαίου ήταν ένα μεγάλο σοκ για τα στελέχη του Ταμείου. Η δραματική συρρίκνωση της εκλογικής δύναμης ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και η ραγδαία άνοδος των ποσοστών όσων πολιτικών δυνάμεων σήκωσαν προεκλογικά την αντιμνημονιακή σημαία, δημιουργεί εκ των πραγμάτων μία νέα πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα την οποία το ΔΝΤ- και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας- είναι υποχρεωμένοι να λάβουν σοβαρά υπ’ όψη τους. Παρότι ο εφιάλτης της ακυβερνησίας και της παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας συνεχίζει να επισκιάζει την Ελλάδα, αυτό που το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μαίου κατέστησε έκδηλο στους δανειστές μας είναι ότι η μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πολιτική σκληρής λιτότητας πάσχει από έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης από μέρους του ελληνικού λαού. Λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές το ΔΝΤ- είτε από επιπολαιότητα είτε από πολιτική απειρία- επιχείρησε να προκαταλάβει την ετυμηγορία των Ελλήνων πολιτών αφήνοντας με επίσημες και ανεπίσημες δηλώσεις στελεχών του να εννοηθεί ότι προσβλέπει στην επανεκλογή των δύο-μέχρι πρότινος- μεγαλύτερων κομμάτων (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ), ως τα μόνα που στηρίζουν- όπως είχε δηλώσει ο Τζέρι Ράϊς- τους στόχους του δημοσιονομικού προγράμματος για την Ελλάδα. Η αίσθηση που δόθηκε, όπως ήταν φυσικό, στο εσωτερικό της χώρας μας ήταν ότι το ΔΝΤ κάνει ακόμα μία ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα του τόπου, επιτείνοντας την ήδη προϋπάρχουσα δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού απέναντι στον άλλοτε κραταιό δικομματισμό στην Ελλάδα. Τα πράγματα εξελίχθηκαν όμως διαφορετικά, με αποτέλεσμα το ΔΝΤ να είναι σήμερα μουδιασμένο περισσότερο από ποτέ απέναντι στη νέα ελλαδική πολιτική πραγματικότητα που ξεδιπλώθηκε την επόμενη μέρα των εκλογών. Ο ένας λόγος είναι προφανής: η ακυβερνησία για μία χώρα που βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, μπορεί να αποδειχθεί μοιραία. Ο δεύτερος λόγος συνδέεται με την κριτική που αρχίζει να επαναδιατυπώνεται στο εσωτερικό του Ταμείου από χώρες-μέλη που είχαν εξ αρχής εκφράσει επιφυλάξεις για το αν η Ελλάδα έπρεπε να λάβει και νέα χρηματοδοτική στήριξη από τα δικά τους λεφτά. Να πω ότι σύμφωνα με το ρεπορτάζ εκείνης της εποχής, στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΝΤ που ενέκρινε τη δεύτερο πακέτο στήριξης για τη χώρα μας, υπήρχαν πολλές φωνές που έλεγαν ότι η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα δεν αποτελεί εχέγγυο ότι η χώρα θα μπορέσει να μείνει πιστή στην εφαρμογή του δημοσιονομικού προγράμματος. Χωρίς να έχουν προβλέψει φυσικά το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαίου, αυτό που φοβόντουσαν είναι ότι οι έγγραφες διαβεβαιώσεις Βενιζέλου-Σαμαρά ίσως να μην είναι επαρκής πολιτική εγγύηση από μέρους της Ελλάδας την επόμενη μέρα της εκλογικής αναμέτρησης. Σήμερα υπάρχουν στελέχη του που λένε ότι τελικά δεν ήταν, διατυπωνοντας την άποψη ότι το Ταμείο έπρεπε να είχε επιμείνει στην ανάγκη έγγραφων ρητών δεσμεύσεων από όλους τους πολιτικούς αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων της προηγούμενης Βουλής, μία σκέψη που είχε πέσει στο τραπέζι αλλά εγκαταλείφθηκε με αποτέλεσμα να ζητηθούν μόνο οι υπογραφές των δύο αρχηγών Βενιζέλου Σαμαρά. Ίσως αν είχε συμβεί αυτό, να μην υπήρχε χώρος για πολιτικούς λεονταρισμούς, ισχυρίζονται κάποιοι. Και ίσως να έχουν δίκιο.
Το ζητούμενο αυτή τη στιγμή για την Ελλάδα είναι να καταφέρει να αποφύγει την καταστροφή που θα συνιστούσε η έξοδός της από το ευρώ ως αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων πολιτικών αλληλοσπαραγμών στο εσωτερικό της που ξεκίνησαν μεταξύ των κομμάτων την επομένη της 6ης Μαίου. Αν αυτό μπορούσαμε να το πετύχουμε, τότε μέσα στο νέο πολιτικοκοινωνικό σκηνικό που σηματοδότησε το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαίου εκπέμπεται ένα πολύ θετικό μύνημα το οποίο ούτε παρερμηνείας χωράει αλλά ούτε και περιφρόνησης από τους δανειστές της Ελλάδας. Η ετυμηγορία του ελληνικού λαού που αποτυπώθηκε στην κάλπη και σύμφωνα με την οποία δεν εγκρίνει την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πολιτική που οδηγεί στη φτώχεια, την ανεργία και την ύφεση, είναι τόσο ισχυρή που δύναται να αποτελέσει το πιο δυνατό όπλο στα χέρια των πολιτικών δυνάμεων του τόπου. Υπό μία πάντα προϋπόθεση: ότι αυτές θα αποφασίσουν επιτέλους με ωριμότητα και υπευθυνότητα όχι απλά να συνεργαστούν παραμερίζοντας τις κομματικές τους αγκυλώσεις… Αλλά- ακόμα περισσότερο- να διαμορφώσουν μία πλατφόρμα μίας μίνιμουμ πολιτικής συναίνεσης για τη σωτηρία της χώρας αφενός προκρίνοντας το πιο ασφαλές μονοπάτι διαφύλαξης του ευρωπαϊκού κεκτημένου για την Ελλάδα και αφετέρου ούσες αποφασισμένες να εκπονίσουν ένα δικό μας εθνικό ρεαλιστικό και ουσιώδες σχέδιο υπέρβασης της κρίσης στον αντίποδα των άδικων και αναποτελεσματικών πτυχών της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης πολιτικής από τους δανειστές μας. Αυτό όμως είναι εξαιρετικά απίθανο να συμβεί όσο τα πολιτικά κόμματα από την επομένη των εκλογών ενδιαφέρονται μόνο για το πώς θα συσπειρώσουν τις κομματικές τους βάσεις έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Αναζητώντας τις ευθύνες
Καλύπτοντας τα τελευταία δύο χρόνια περίπου το ρεπορτάζ από το ΔΝΤ, συνειδητοποιώ ότι στο εσωτερικό της Ελλάδας εκτυλίχθηκε από το πολιτικό μας προσωπικό μία προσπάθεια πλήρους αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης. Μία μεγάλη μερίδα του πολιτικού συστήματος υπηρέτησε την επιλογή που γίνεται συνήθως σε αντίστοιχες προσπάθειες χειραγώγησης της κοινής γνώμης: αποποιείται των δικών του ευθυνών πλάθοντας εξωτερικούς εχθρούς με το επιχείρημα ότι κάποιοι άλλοι μας τα επιβάλλουν. Δημιούργησαν στόχους για να κατευθύνουν πάνω σε αυτούς την οργή του κόσμου. Είτε αυτός ο στόχος λέγεται ΔΝΤ, είτε Γερμανία είτε αγορές. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Είναι αυτό που είπε ο Νόαμ Τσόμσκι σε μία συνέντευξη που μου παραχώρησε πρόσφατα για τον ΣΚΑΪ: “Οι αγορές και όσοι τις υπηρετούν»,-είχε πει αναφερόμενος και στο ΔΝΤ, «κάνουν τη δουλειά τους. Εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα. Τους λαούς και τις κοινωνίες δεν είναι χρέος αυτών να τις προστατέψουν. Είναι χρέος των πολιτικών και των εκλεγμένων κυβερνήσεων. Είναι χρέος της πολιτείας”. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι υπόλογος απέναντι στον ελληνικό λαό για την θλιβερή κατάσταση που έχει περιέλθει σήμερα η Ελλάδα δεν είναι ο Τόμσεν, η Μέρκελ ή ο Όλι Ρεν. Τις ευθύνες οι πολίτες πρέπει να τις αναζητήσουμε εντός και όχι εκτός των συνόρων. Και αν οι ευθύνες αυτές αναζητήθηκαν και αποδώθηκαν με την ψήφο των Ελλήνων πολιτών στις εκλογές της 6ης Μαίου, το ουσιαστικό απο ‘δω και πέρα για την Ελλάδα είναι να αποφασίσουμε με ποιούς και πού θέλουμε να πάμε. Γιατί η σωτηρία της χώρας δεν περνάει μέσα από ψευτολεονταρισμούς, μαξιμαλισμούς, μικρομεγαλισμούς, κομματικούς εκβιασμούς και καταφύγια ακραίων δυνάμεων.
Kafeneio
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΑΜΠΕΪΝΤ : ΔΥΟ ΚΑΛΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Μπαλοτέλι έσπασε ρεκόρ ...λογαριασμού σε κλαμπ!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ