2012-07-24 08:35:52
By Lorenzo Bini Smaghi
Αναθέτοντας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το καθήκον του «καθορισμού και της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής στην Κοινότητα» η Συνθήκη της ΕΕ κρίνει εμμέσως ότι θα πρέπει να υπάρχει μία ενιαία νομισματική πολιτική για όλη την ευρωζώνη.
Παρόλα αυτά, αν δει κανείς διάφορους δείκτες – από τα βραχυπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια σε διάφορες τοποθετήσεις μέχρι τη ροή κεφαλαίων και την πίστωση του ιδιωτικού τομέα – δύσκολα θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή την στιγμή υπάρχουν ενιαίες νομισματικές συνθήκες σε ολόκληρη την Ένωση.
Συνήθως, η κεντρική τράπεζα εφαρμόζει την πολιτική της θέτοντας ένα επίπεδο επιτοκίου με το οποίο δανείζει το τραπεζικό σύστημα. Αυτό το επιτόκιο, το οποίο επηρεάζει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και αντικατοπτρίζει τις αποταμιεύσεις και τις επενδυτικές επιλογές του ιδιωτικού τομέα, καθορίζεται με βασικό παράγοντα την επίτευξη σταθερότητας των τιμών. Μία βασική προϋπόθεση για να είναι λειτουργικό αυτό το πλαίσιο, είναι η αποτελεσματικότητα των αγορών ώστε να στηρίζουν την ομαλή ροή των κεφαλαίων στην Ένωση.
Με άλλα λόγια, ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής θεωρείται ότι θα είναι σταθερός και προβλέψιμος.
Αυτή η προϋπόθεση όμως, δεν υπάρχει ούτε κατ’ ελάχιστο. Η κεφαλαιαγορά της ευρωζώνης, σε κάθε φάσμα και σε τίτλους κάθε διάρκειας, δεν λειτουργεί σωστά καθώς οι τράπεζες καταθέτουν την πλεονάζουσα ρευστότητά τους στην κεντρική τράπεζα αντί να δανείζουν άλλες τράπεζες. Η διατραπεζική αγορά έχει στεγνώσει. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε όλη την Ένωση δανείζονται με επιτόκια που εξαρτώνται περισσότερο από το δημοσιονομικό κίνδυνο – αρκεί να δει κανείς την Ισπανία σήμερα επί παραδείγματι – και όχι από άλλα στοιχεία που κρίνουν την πιστοληπτική τους αξιολόγηση.
Οι αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας για τα επιτόκια δεν μπορούν να επηρεάσουν τις νομισματικές συνθήκες με τον επιθυμητό τρόπο σε μεγάλο μέρος της ευρωζώνης.
Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς το θέμα. Ο πρώτος είναι να υιοθετήσει η κεντρική τράπεζα μέτρα που να στοχεύουν στην παράκαμψη των υφιστάμενων διαταραχών που εμποδίζουν το μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Κατά τα δύο τελευταία χρόνια, η ΕΚΤ έχει λάβει αρκετές δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση, όπως η πρόβλεψη για απεριόριστη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση των τραπεζών με σταθερό επιτόκιο. Τα μέτρα αυτά ήταν αποτελεσματικά, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, και ενδεχομένως να υπάρχει περιθώριο για μερικά ακόμη. Ο μηχανισμός μετάδοσης όμως, παραμένει αναποτελεσματικός.
Ο δεύτερος τρόπος είναι να επιδιορθωθεί ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Ποιος είναι όμως, υπεύθυνος;
Οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν την τάση να πιστεύουν ότι είναι κυρίως ευθύνη των εθνικών κυβερνήσεων και των εποπτικών αρχών, δεδομένου ότι η δυσλειτουργία των χρηματαγορών οφείλεται κυρίως στον υψηλότερο τραπεζικό και κρατικό κίνδυνο. Οι κυβερνήσεις από τη δική τους πλευρά, υποστηρίζουν ότι έχουν ήδη προχωρήσει σε ισχυρές δράσεις και πως, ενώ δεσμεύονται για ακόμη περισσότερες, οι αγορές δεν αναγνωρίζουν την πρόοδο που καταγράφεται. Μόνο η κεντρική τράπεζα έχει τόσο μεγάλο οπλοστάσιο ώστε να ωθήσει τις αγορές σε μία βιώσιμη ισορροπία.
Και οι δύο πλευρές, έχουν δίκιο… μέχρι ενός σημείου. Δεν υπάρχει όμως, καμία βιώσιμη λύση εάν δεν ληφθεί ταυτόχρονη δράση από τις κυβερνήσεις και την κεντρική τράπεζα, με τον καθένα να δρα στον δικό του τομέα. Κατά την κατανομή των αρμοδιοτήτων, η ευρωζώνη μπορεί να βασιστεί στην πείρα που έχει αποκτήσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από τον χειρισμό των κρίσεων για περισσότερα από 40 χρόνια.
Κατ’ αρχήν απαιτούνται ισχυροί όροι και προϋποθέσεις ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι κυβερνήσεις θα εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής με την πάροδο του χρόνου. Δεύτερον, θα πρέπει να παρασχεθούν επαρκώς μεγάλα ποσά ρευστότητας ώστε να υπάρξει καταλύτης στην ιδιωτική χρηματοοικονομική ροή και να πειστούν οι αγορές ότι το σύστημα είναι σταθερό.
Για να είναι αποτελεσματική η λύση, απαιτείται εμπιστοσύνη μεταξύ των αρχών. Για την κεντρική τράπεζα θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι οι προϋποθέσεις που θα υιοθετήσουν τα κράτη-μέλη θα είναι επαρκώς αυστηρές, μακροπρόθεσμες και μη αναστρέψιμες. Υπό αυτή την έννοια, τα όσα ακολούθησαν μετά την παρέμβαση στις αγορές από την ΕΚΤ για την στήριξη των ισπανικών και των ιταλικών ομολόγων, αφήνουν μία πικρή γεύση.
Για τις κυβερνήσεις από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι τα σκληρά μέτρα στα οποία θα δεσμευθούν θα έχουν στήριξη από τόση ρευστότητα ώστε να είναι εγγυημένη η επιτυχία. Τα προγράμματα προσαρμογής που εφαρμόζονται τώρα έχουν ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας εάν δεν μειωθούν σημαντικά τα επιτόκια των εν λόγω κρατών σε επίπεδα που να συμβαδίζουν με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Αυτό δεν μπορεί όμως, να γίνει χωρίς την εμπλοκή της κεντρικής τράπεζας.
Η στρατηγική θα στεφθεί με επιτυχία εάν οι παράγοντες της αγοράς πειστούν ότι οι αξιωματούχοι είναι έτοιμοι να κάνουν ό,τι χρειαστεί για να λύσουν την κρίση. Η επικοινωνία είναι το κλειδί και πρέπει να είναι σύμφωνη με αυτή την απαίτηση. Υπό αυτό το πρίσμα, το να επικεντρωνόμαστε στο τι δεν μπορεί ή δεν θέλει να κάνει η κεντρική τράπεζα για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, είναι αντιπαραγωγικό. Επί παραδείγματι, εάν ενταθεί η ανησυχία της κοινής γνώμης ως προς το μέγεθος και τους κινδύνους που εγκυμονούν ως προς τον ισολογισμό της κεντρικής τράπεζας ή ως προς την περιορισμένη δυνατότητα της νομισματικής πολιτικής να λύσει όλα τα προβλήματα, τότε ενδέχεται να πυροδοτηθούν αμφιβολίες στους παράγοντες της αγοράς ως προς την αποφασιστικότητα των νομισματικών αρχών.
Σε ένα νομισματικό σύστημα, ακόμη και η ελάχιστη αμφιβολία ότι η κεντρική τράπεζα ενδέχεται να αντιμετωπίζει περιορισμούς στην εξασφάλιση της μετατρεψιμότητας του νομίσματος μπορεί να πυροδοτήσει μαζική φυγή των καταθετών από τις τράπεζες και να δημιουργήσει χρηματοοικονομική αναταραχή.
Η κρίση της ευρωζώνης ενδέχεται να έχει φτάσει σε σημείο που να μην μπορεί να λυθεί χωρίς αποφασιστικότητα από τις αρχές για τολμηρές δράσεις. Αυτό ενδέχεται να απαιτεί ότι τα κράτη-μέλη θα ενισχύσουν περισσότερο τις δεσμεύσεις τους, ειδικότερα σε ότι αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης και να καταστήσουν αυτές τις δεσμεύσεις μη αναστρέψιμες και συμβατές με την ένταξή τους στην ευρωζώνη.
Απαιτεί επίσης ότι η κεντρική τράπεζα θα λάβει πιο δραστικά μέτρα για να εξασφαλίσει ότι υπάρχει ενιαία νομισματική πολιτική σε όλη την ευρωζώνη, σύμφωνα και με την εντολή που έχει. Η σταθερότητα των τιμών δεν βρίσκεται τώρα σε κίνδυνο. Το ευρώ όμως, ίσως να κινδυνεύει.
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
Αναθέτοντας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το καθήκον του «καθορισμού και της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής στην Κοινότητα» η Συνθήκη της ΕΕ κρίνει εμμέσως ότι θα πρέπει να υπάρχει μία ενιαία νομισματική πολιτική για όλη την ευρωζώνη.
Παρόλα αυτά, αν δει κανείς διάφορους δείκτες – από τα βραχυπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια σε διάφορες τοποθετήσεις μέχρι τη ροή κεφαλαίων και την πίστωση του ιδιωτικού τομέα – δύσκολα θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή την στιγμή υπάρχουν ενιαίες νομισματικές συνθήκες σε ολόκληρη την Ένωση.
Συνήθως, η κεντρική τράπεζα εφαρμόζει την πολιτική της θέτοντας ένα επίπεδο επιτοκίου με το οποίο δανείζει το τραπεζικό σύστημα. Αυτό το επιτόκιο, το οποίο επηρεάζει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και αντικατοπτρίζει τις αποταμιεύσεις και τις επενδυτικές επιλογές του ιδιωτικού τομέα, καθορίζεται με βασικό παράγοντα την επίτευξη σταθερότητας των τιμών. Μία βασική προϋπόθεση για να είναι λειτουργικό αυτό το πλαίσιο, είναι η αποτελεσματικότητα των αγορών ώστε να στηρίζουν την ομαλή ροή των κεφαλαίων στην Ένωση.
Με άλλα λόγια, ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής θεωρείται ότι θα είναι σταθερός και προβλέψιμος.
Αυτή η προϋπόθεση όμως, δεν υπάρχει ούτε κατ’ ελάχιστο. Η κεφαλαιαγορά της ευρωζώνης, σε κάθε φάσμα και σε τίτλους κάθε διάρκειας, δεν λειτουργεί σωστά καθώς οι τράπεζες καταθέτουν την πλεονάζουσα ρευστότητά τους στην κεντρική τράπεζα αντί να δανείζουν άλλες τράπεζες. Η διατραπεζική αγορά έχει στεγνώσει. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε όλη την Ένωση δανείζονται με επιτόκια που εξαρτώνται περισσότερο από το δημοσιονομικό κίνδυνο – αρκεί να δει κανείς την Ισπανία σήμερα επί παραδείγματι – και όχι από άλλα στοιχεία που κρίνουν την πιστοληπτική τους αξιολόγηση.
Οι αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας για τα επιτόκια δεν μπορούν να επηρεάσουν τις νομισματικές συνθήκες με τον επιθυμητό τρόπο σε μεγάλο μέρος της ευρωζώνης.
Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς το θέμα. Ο πρώτος είναι να υιοθετήσει η κεντρική τράπεζα μέτρα που να στοχεύουν στην παράκαμψη των υφιστάμενων διαταραχών που εμποδίζουν το μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Κατά τα δύο τελευταία χρόνια, η ΕΚΤ έχει λάβει αρκετές δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση, όπως η πρόβλεψη για απεριόριστη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση των τραπεζών με σταθερό επιτόκιο. Τα μέτρα αυτά ήταν αποτελεσματικά, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, και ενδεχομένως να υπάρχει περιθώριο για μερικά ακόμη. Ο μηχανισμός μετάδοσης όμως, παραμένει αναποτελεσματικός.
Ο δεύτερος τρόπος είναι να επιδιορθωθεί ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Ποιος είναι όμως, υπεύθυνος;
Οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν την τάση να πιστεύουν ότι είναι κυρίως ευθύνη των εθνικών κυβερνήσεων και των εποπτικών αρχών, δεδομένου ότι η δυσλειτουργία των χρηματαγορών οφείλεται κυρίως στον υψηλότερο τραπεζικό και κρατικό κίνδυνο. Οι κυβερνήσεις από τη δική τους πλευρά, υποστηρίζουν ότι έχουν ήδη προχωρήσει σε ισχυρές δράσεις και πως, ενώ δεσμεύονται για ακόμη περισσότερες, οι αγορές δεν αναγνωρίζουν την πρόοδο που καταγράφεται. Μόνο η κεντρική τράπεζα έχει τόσο μεγάλο οπλοστάσιο ώστε να ωθήσει τις αγορές σε μία βιώσιμη ισορροπία.
Και οι δύο πλευρές, έχουν δίκιο… μέχρι ενός σημείου. Δεν υπάρχει όμως, καμία βιώσιμη λύση εάν δεν ληφθεί ταυτόχρονη δράση από τις κυβερνήσεις και την κεντρική τράπεζα, με τον καθένα να δρα στον δικό του τομέα. Κατά την κατανομή των αρμοδιοτήτων, η ευρωζώνη μπορεί να βασιστεί στην πείρα που έχει αποκτήσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από τον χειρισμό των κρίσεων για περισσότερα από 40 χρόνια.
Κατ’ αρχήν απαιτούνται ισχυροί όροι και προϋποθέσεις ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι κυβερνήσεις θα εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής με την πάροδο του χρόνου. Δεύτερον, θα πρέπει να παρασχεθούν επαρκώς μεγάλα ποσά ρευστότητας ώστε να υπάρξει καταλύτης στην ιδιωτική χρηματοοικονομική ροή και να πειστούν οι αγορές ότι το σύστημα είναι σταθερό.
Για να είναι αποτελεσματική η λύση, απαιτείται εμπιστοσύνη μεταξύ των αρχών. Για την κεντρική τράπεζα θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι οι προϋποθέσεις που θα υιοθετήσουν τα κράτη-μέλη θα είναι επαρκώς αυστηρές, μακροπρόθεσμες και μη αναστρέψιμες. Υπό αυτή την έννοια, τα όσα ακολούθησαν μετά την παρέμβαση στις αγορές από την ΕΚΤ για την στήριξη των ισπανικών και των ιταλικών ομολόγων, αφήνουν μία πικρή γεύση.
Για τις κυβερνήσεις από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι τα σκληρά μέτρα στα οποία θα δεσμευθούν θα έχουν στήριξη από τόση ρευστότητα ώστε να είναι εγγυημένη η επιτυχία. Τα προγράμματα προσαρμογής που εφαρμόζονται τώρα έχουν ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας εάν δεν μειωθούν σημαντικά τα επιτόκια των εν λόγω κρατών σε επίπεδα που να συμβαδίζουν με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Αυτό δεν μπορεί όμως, να γίνει χωρίς την εμπλοκή της κεντρικής τράπεζας.
Η στρατηγική θα στεφθεί με επιτυχία εάν οι παράγοντες της αγοράς πειστούν ότι οι αξιωματούχοι είναι έτοιμοι να κάνουν ό,τι χρειαστεί για να λύσουν την κρίση. Η επικοινωνία είναι το κλειδί και πρέπει να είναι σύμφωνη με αυτή την απαίτηση. Υπό αυτό το πρίσμα, το να επικεντρωνόμαστε στο τι δεν μπορεί ή δεν θέλει να κάνει η κεντρική τράπεζα για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, είναι αντιπαραγωγικό. Επί παραδείγματι, εάν ενταθεί η ανησυχία της κοινής γνώμης ως προς το μέγεθος και τους κινδύνους που εγκυμονούν ως προς τον ισολογισμό της κεντρικής τράπεζας ή ως προς την περιορισμένη δυνατότητα της νομισματικής πολιτικής να λύσει όλα τα προβλήματα, τότε ενδέχεται να πυροδοτηθούν αμφιβολίες στους παράγοντες της αγοράς ως προς την αποφασιστικότητα των νομισματικών αρχών.
Σε ένα νομισματικό σύστημα, ακόμη και η ελάχιστη αμφιβολία ότι η κεντρική τράπεζα ενδέχεται να αντιμετωπίζει περιορισμούς στην εξασφάλιση της μετατρεψιμότητας του νομίσματος μπορεί να πυροδοτήσει μαζική φυγή των καταθετών από τις τράπεζες και να δημιουργήσει χρηματοοικονομική αναταραχή.
Η κρίση της ευρωζώνης ενδέχεται να έχει φτάσει σε σημείο που να μην μπορεί να λυθεί χωρίς αποφασιστικότητα από τις αρχές για τολμηρές δράσεις. Αυτό ενδέχεται να απαιτεί ότι τα κράτη-μέλη θα ενισχύσουν περισσότερο τις δεσμεύσεις τους, ειδικότερα σε ότι αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης και να καταστήσουν αυτές τις δεσμεύσεις μη αναστρέψιμες και συμβατές με την ένταξή τους στην ευρωζώνη.
Απαιτεί επίσης ότι η κεντρική τράπεζα θα λάβει πιο δραστικά μέτρα για να εξασφαλίσει ότι υπάρχει ενιαία νομισματική πολιτική σε όλη την ευρωζώνη, σύμφωνα και με την εντολή που έχει. Η σταθερότητα των τιμών δεν βρίσκεται τώρα σε κίνδυνο. Το ευρώ όμως, ίσως να κινδυνεύει.
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ερχεται νέα περαίωση για επιχειρήσεις και επαγγελματίες
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ