2012-03-16 15:00:00
Από το marketingweek.gr
Στην ελληνική κοινή γνώμη η πρωτοβουλία του επιχειρηματικού κόσμου να προχωρήσει σε μια εκστρατεία για την ανάγκη να αλλάξει η συμπεριφορά της διεθνούς κοινότητας έναντι της Ελλάδος, με παράφραση των μηνυμάτων που αφορούσαν την Αφρική περασμένων δεκαετιών («give Greece a chance»), προκάλεσε σίγουρα θετικά συναισθήματα και πάντως θεωρήθηκε ως μια ανιδιοτελής αντίδραση στην πίεση αρνητικής δημοσιότητας την οποία δέχεται η χώρα.
Ταυτόχρονα η συμμετοχή στην προσπάθεια ιδιωτικών επιχειρήσεων αλλά και συλλογικών φορέων που ανήκουν στον χώρο του τουρισμού θα ανέμενε κανείς ότι συνεπάγεται την έκφραση και του τουριστικού κλάδου στο σύνολό της. Εντούτοις σε πρόσφατη δημόσια συζήτηση στα πλαίσια εκδήλωσης για τον τουρισμό εκφράστηκαν πολύ σοβαροί προβληματισμοί για την σκοπιμότητα του μηνύματος που εξέπεμψε το εγχείρημα αυτό.
Το βασικό επιχείρημα, το οποίο αναφέρθηκε, αφορά στους αρνητικούς συνειρμούς για την Ελλάδα που συνεπάγεται η χρήση του συγκεκριμένου μηνύματος σε μια αρκετά μαζική καμπάνια (χάρις στην ανιδιοτέλεια των επιχειρήσεων που συμμετέχουν), η οποία συμπίπτει με την εποχή που ξεκινούν οι κρατήσεις για την επόμενη τουριστική περίοδο.
Όσοι άσκησαν κριτική ανέτρεξαν σε τουριστικές καμπάνιες της Τουρκίας, την εποχή που είχε η ίδια προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ταυτόχρονα στο εσωτερικό της μαίνονταν συγκρούσεις με τους Κούρδους, της Ισπανίας, την εποχή που υπήρχε έκρηξη της τρομοκρατίας από την πλευρά των Βάσκων αυτονομιστών ή ακόμη και χωρών που μαστίζονταν από δεινή φτώχεια, όπως γνωστών τουριστικών προορισμών της ΝΑ Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Όλες αυτές οι χώρες συνέχιζαν απτόητες να διαφημίζουν τις παραλίες τους, τον πολιτισμό τους, την καλή διάθεση της φιλοξενίας τους κ.λπ., αποφεύγοντας επιμελώς να εμπλέξουν τους τουρίστες με τα άλλα προβλήματά τους, που αντικειμενικά ήταν πολύ μεγαλύτερα από αυτά που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, η οποία, παρά τη δεινή οικονομική κρίση και τη βίαιη πτώση του επιπέδου ζωής, εξακολουθεί στους πραγματικούς δείκτες οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, αλλά και επιπέδου ασφαλείας να βρίσκεται σε τάξεις μεγέθους καλύτερη θέση σε σύγκριση με βασικούς τουριστικούς ανταγωνιστές της.
Η εκστρατεία αυτή, σε συνδυασμό με μια σειρά από ειδήσεις από το εσωτερικό της χώρας, τις οποίες φούσκωσαν τα τοπικά αλλά και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, χωρίς να τις ελέγξουν σοβαρά, δημιούργησαν μια εικόνα τριτοκοσμικής χώρας, η οποία δεν ανταποκρίνεται βέβαια στην πραγματικότητα. Η εικόνα αυτή διευκόλυνε ίσως την οικονομική διαπραγμάτευση του τρίτου ελληνικού πακέτου, αλλά σε συνδυασμό με τις εικόνες κοινωνικής αναταραχής (και αυτές υπερτονισμένες) και εχθρότητας της ελληνικής κοινής γνώμης, προς τους παραδοσιακούς πελάτες της χώρας από πλευράς τουριστικού προϊόντος (κυρίως Γερμανούς, Ολλανδούς κ.λπ.), συνέπεσε με τη σοβαρή μείωση των κρατήσεων για τη φετινή χρονιά, από τη Γερμανία και τις άλλες χώρες της βόρειας Ευρώπης.
Η μείωση αυτή πιθανότατα οφείλεται κυρίως σε άλλους παράγοντες (π.χ. την προηγούμενη χρονιά η χώρα μας είχε επωφεληθεί από τις αναταραχές στη βόρεια Αφρική λόγω «αραβικής άνοιξης»). Όμως είναι βέβαιο ότι η εικόνα μιας χώρας που παρακαλάει και διαφημίζει τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αποτελεί την καταλληλότερη προσέγγιση του τουρίστα που ψάχνει να περάσει καλά και χαρούμενα τις ημέρες της ξεκούρασης του.
Η εικόνα της Ελλάδας επλήγη τρομακτικά τα τελευταία δύο χρόνια και στην Ευρώπη και αλλού έχει δημιουργηθεί μια εξωπραγματική πεποίθηση για όσα συμβαίνουν στη χώρα. Από πλευράς διεκδίκησης χρημάτων από το εξωτερικό αυτό μπορεί με κάποιο τρόπο να βοήθησε. Όμως είναι βέβαιο ότι η προβολή των δεινών μιας χώρας (ιδίως όταν αντικειμενικά αυτή δεν έχει ούτε πρόκειται, ό,τι κι αν συμβεί, να μετατραπεί σε τριτοκοσμική χώρα, αφού το κατά κεφαλήν εισόδημά της παραμένει 5 και 10 φορές μεγαλύτερο) δεν αποτελεί μακροχρόνια στρατηγική ανάκαμψης. Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι να σταματήσει να διεκδικεί χρήματα από το εξωτερικό παρακαλώντας και να πείσει τους ξένους ότι μπορεί να σταθεί στα πόδια της και αξίζει να επενδύσουν σε αυτήν. Επείγει να δώσουμε πίσω στη χώρα το «μύθο» της. Αυτή τη φορά όμως ο «μύθος» να εδράζεται στη δουλειά μας και στις πραγματικές μας δυνατότητες. Press-GR
Στην ελληνική κοινή γνώμη η πρωτοβουλία του επιχειρηματικού κόσμου να προχωρήσει σε μια εκστρατεία για την ανάγκη να αλλάξει η συμπεριφορά της διεθνούς κοινότητας έναντι της Ελλάδος, με παράφραση των μηνυμάτων που αφορούσαν την Αφρική περασμένων δεκαετιών («give Greece a chance»), προκάλεσε σίγουρα θετικά συναισθήματα και πάντως θεωρήθηκε ως μια ανιδιοτελής αντίδραση στην πίεση αρνητικής δημοσιότητας την οποία δέχεται η χώρα.
Ταυτόχρονα η συμμετοχή στην προσπάθεια ιδιωτικών επιχειρήσεων αλλά και συλλογικών φορέων που ανήκουν στον χώρο του τουρισμού θα ανέμενε κανείς ότι συνεπάγεται την έκφραση και του τουριστικού κλάδου στο σύνολό της. Εντούτοις σε πρόσφατη δημόσια συζήτηση στα πλαίσια εκδήλωσης για τον τουρισμό εκφράστηκαν πολύ σοβαροί προβληματισμοί για την σκοπιμότητα του μηνύματος που εξέπεμψε το εγχείρημα αυτό.
Το βασικό επιχείρημα, το οποίο αναφέρθηκε, αφορά στους αρνητικούς συνειρμούς για την Ελλάδα που συνεπάγεται η χρήση του συγκεκριμένου μηνύματος σε μια αρκετά μαζική καμπάνια (χάρις στην ανιδιοτέλεια των επιχειρήσεων που συμμετέχουν), η οποία συμπίπτει με την εποχή που ξεκινούν οι κρατήσεις για την επόμενη τουριστική περίοδο.
Όσοι άσκησαν κριτική ανέτρεξαν σε τουριστικές καμπάνιες της Τουρκίας, την εποχή που είχε η ίδια προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ταυτόχρονα στο εσωτερικό της μαίνονταν συγκρούσεις με τους Κούρδους, της Ισπανίας, την εποχή που υπήρχε έκρηξη της τρομοκρατίας από την πλευρά των Βάσκων αυτονομιστών ή ακόμη και χωρών που μαστίζονταν από δεινή φτώχεια, όπως γνωστών τουριστικών προορισμών της ΝΑ Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Όλες αυτές οι χώρες συνέχιζαν απτόητες να διαφημίζουν τις παραλίες τους, τον πολιτισμό τους, την καλή διάθεση της φιλοξενίας τους κ.λπ., αποφεύγοντας επιμελώς να εμπλέξουν τους τουρίστες με τα άλλα προβλήματά τους, που αντικειμενικά ήταν πολύ μεγαλύτερα από αυτά που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, η οποία, παρά τη δεινή οικονομική κρίση και τη βίαιη πτώση του επιπέδου ζωής, εξακολουθεί στους πραγματικούς δείκτες οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, αλλά και επιπέδου ασφαλείας να βρίσκεται σε τάξεις μεγέθους καλύτερη θέση σε σύγκριση με βασικούς τουριστικούς ανταγωνιστές της.
Η εκστρατεία αυτή, σε συνδυασμό με μια σειρά από ειδήσεις από το εσωτερικό της χώρας, τις οποίες φούσκωσαν τα τοπικά αλλά και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, χωρίς να τις ελέγξουν σοβαρά, δημιούργησαν μια εικόνα τριτοκοσμικής χώρας, η οποία δεν ανταποκρίνεται βέβαια στην πραγματικότητα. Η εικόνα αυτή διευκόλυνε ίσως την οικονομική διαπραγμάτευση του τρίτου ελληνικού πακέτου, αλλά σε συνδυασμό με τις εικόνες κοινωνικής αναταραχής (και αυτές υπερτονισμένες) και εχθρότητας της ελληνικής κοινής γνώμης, προς τους παραδοσιακούς πελάτες της χώρας από πλευράς τουριστικού προϊόντος (κυρίως Γερμανούς, Ολλανδούς κ.λπ.), συνέπεσε με τη σοβαρή μείωση των κρατήσεων για τη φετινή χρονιά, από τη Γερμανία και τις άλλες χώρες της βόρειας Ευρώπης.
Η μείωση αυτή πιθανότατα οφείλεται κυρίως σε άλλους παράγοντες (π.χ. την προηγούμενη χρονιά η χώρα μας είχε επωφεληθεί από τις αναταραχές στη βόρεια Αφρική λόγω «αραβικής άνοιξης»). Όμως είναι βέβαιο ότι η εικόνα μιας χώρας που παρακαλάει και διαφημίζει τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αποτελεί την καταλληλότερη προσέγγιση του τουρίστα που ψάχνει να περάσει καλά και χαρούμενα τις ημέρες της ξεκούρασης του.
Η εικόνα της Ελλάδας επλήγη τρομακτικά τα τελευταία δύο χρόνια και στην Ευρώπη και αλλού έχει δημιουργηθεί μια εξωπραγματική πεποίθηση για όσα συμβαίνουν στη χώρα. Από πλευράς διεκδίκησης χρημάτων από το εξωτερικό αυτό μπορεί με κάποιο τρόπο να βοήθησε. Όμως είναι βέβαιο ότι η προβολή των δεινών μιας χώρας (ιδίως όταν αντικειμενικά αυτή δεν έχει ούτε πρόκειται, ό,τι κι αν συμβεί, να μετατραπεί σε τριτοκοσμική χώρα, αφού το κατά κεφαλήν εισόδημά της παραμένει 5 και 10 φορές μεγαλύτερο) δεν αποτελεί μακροχρόνια στρατηγική ανάκαμψης. Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι να σταματήσει να διεκδικεί χρήματα από το εξωτερικό παρακαλώντας και να πείσει τους ξένους ότι μπορεί να σταθεί στα πόδια της και αξίζει να επενδύσουν σε αυτήν. Επείγει να δώσουμε πίσω στη χώρα το «μύθο» της. Αυτή τη φορά όμως ο «μύθος» να εδράζεται στη δουλειά μας και στις πραγματικές μας δυνατότητες. Press-GR
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η μεγάλη κρίση του καπιταλισμού…
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ