2012-08-04 13:25:09
Πίσω από τις ατελείωτες διαπραγματεύσεις για το ευρωπαϊκό χρέος, η διαφωνία μεταξύ ανάπτυξης και λιτότητας συνεχίζεται απτόητη. Και όπως κάθε τι άλλο σχεδόν στη σημερινή Ευρώπη, έτσι και αυτή η συζήτηση πήρε λάθος πορεία.
Ο πολύς κόσμος θεωρεί ότι υπάρχουν δυο μόνο εναλλακτικές λύσεις: ανάπτυξη ή δημοσιονομική πειθαρχία. Κάποιοι όμως βλέπουν και έναν τρίτο δρόμο. Μια χρήσιμη δηλαδή προσέγγιση, που παραδέχεται την ανάγκη για γενική λιτότητα, αλλά επιδιώκει και ανάπτυξη μέσω θεσμικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας, ελέγχους, και όχι αποκλειστικά μέσω του περιορισμού των κρατικών δαπανών. Και ήδη, κάποιες χώρες της περιφέρειας, ξεκίνησαν σ αυτόν τον δρόμο.
Οι Γαλλογερμανοί έχουν άγνοια για αυτή τη τρίτη προσέγγιση. Η Μέρκελ βλέπει ως λύση μόνο την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, ενώ ο Ολάντ απορρίπτει την λιτότητα, σαν να μην έμαθε τίποτα από τις προηγούμενες σπατάλες. Μάλιστα, σύμφωνα με τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, δίνει πολύ χαμηλή προτεραιότητα στην δημοσιονομική πειθαρχία, και επιδιώκει την ανάπτυξη μέσω … περισσότερων δαπανών.
Και οι δυο αυτές θέσεις παρουσιάζουν προβλήματα. Στην προσέγγιση του Ολάντ, τα πακέτα βοήθειας δεν θα έχουν μακροχρόνια αξία. Απλά θα χρηματοδοτήσουν την συνέχιση μιας σπάταλης πολιτικής, εις βάρος των Γερμανών φορολογουμένων.
Αλλά και η γερμανική θέση είναι ελλιπής. Οι περικοπές δαπανών σε συνδυασμό με τις αυξήσεις φόρων, απλά βυθίζουν τις χώρες σε περισσότερη ύφεση. Η αυξημένη ζήτηση για κοινωνικές παροχές, σε συνδυασμό με την αναπόφευκτη μείωση των εσόδων, θα αυξήσουν αντί να μειώσουν τα ελλείμματα. Περισσότερη λιτότητα, όπως θέλουν οι Γερμανοί, θα αυξήσει την ύφεση, οδηγώντας τις οικονομίες σε καθοδική περιδίνηση, με τα ελλείμματα να οδηγούν σε λιτότητα, η οποία με την σειρά της θα θίξει ακόμη περισσότερο τις ευάλωτες οικονομίες.
Παρά την Γαλλογερμανική αυτή τυφλότητα, η Ευρώπη έχει και μια τρίτη επιλογή. Υπέρμαχοι της είναι ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Μόντι, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, και το ΔΝΤ. Η τοποθέτηση τους δεν αποφεύγει την γενική λιτότητα, αλλά προωθεί μια παράλληλη ατζέντα ανάπτυξης μέσω απελευθέρωσης της εργασιακής νομοθεσίας, χαλάρωσης των κανονιστικών ελέγχων και προσαρμογής των κρατικών δαπανών σε σχέση με οικονομικές επιστροφές.
Τέτοιου είδους κινήσεις θα απαλύνουν το στρες της λιτότητας και θα βοηθήσουν τις οικονομίες να αποφύγουν τις σκληρές συνέπειές της. Το ΔΝΤ στηρίζει αυτές τις προσδοκίες, λέγοντας πως αυτές οι προσπάθειες μπορούν να προσθέσουν μέχρι και 4.5% στα ΑΕΠ των κρατών, στα επόμενα 5 χρόνια, δηλαδή μια ποσοστιαία μονάδα τον χρόνο, κάτι που για τις εποχές που διανύουμε είναι μια ιδιαίτερα εξαιρετική προοπτική.
Προς το παρόν, οι θέσεις των Μόντι και Ντράγκι είναι αόριστες και ασαφείς. Στο μόνο που υπήρξαν ξεκάθαροι είναι στην ανάγκη αναβάθμισης των ευρωπαϊκών οικονομικών υποδομών. Τονίζουν μάλιστα την αναγκαιότητα της χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ως έναν τρόπο ενίσχυσης των υποδομών, χωρίς όμως να επιβαρυνθούν οι εθνικοί προϋπολογισμοί.
Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται σαν ένα ακόμη κόλπο αποφυγής της λιτότητας, αλλά οι βασικές θέσεις αυτής της προσέγγισης είναι στέρεες. Απλά, ζητούν από την Ευρώπη να ανακατατάξει τις δημοσιονομικές της προτεραιότητες, διαχωρίζοντας, σύμφωνα με τον Μόντι, μεταξύ «ενάρετων» δημοσίων επενδύσεων και λιγότερο παραγωγικών δημοσίων δαπανών.
Παρά το γεγονός ότι οι Μόντι και Ντράγκι παραμένουν «χαλαροί» στις συνόδους κορυφής, οι κυβερνήσεις της περιφέρειας άρχισαν ήδη να παίρνουν μέτρα σύμφωνα με τα παραπάνω. Όλες οι χώρες ξεκίνησαν το δύσκολο έργο της εργασιακής μεταρρύθμισης. Υπάρχει μια γενική συναίνεση, ότι οι περιοριστικές πολιτικές του παρελθόντος εμπόδισαν την ανάπτυξη, καθιστώντας την αγορά εργασίας τρομακτικά ανελαστική.
Για παράδειγμα, οι νόμοι που απαγορεύουν στις επιχειρήσεις να απολύουν εργαζομένους (πλήρους απασχόλησης), τις έχει αποθαρρύνει στο να προσλαμβάνουν. Έτσι, βασίζονται σε εργαζομένους με προσωρινές συμβάσεις. Πέραν του ότι οι νόμοι αυτοί εμποδίζουν τις επιχειρήσεις να εξασφαλίζουν και να προάγουν τους καλούς υπαλλήλους τους, έχουν συνεισφέρει και στην απαξίωση του ταλέντου, αφού αποκλείουν την δυνατότητα μιας ασφαλούς και καλοπληρωμένης δουλειάς σε ταλαντούχους νέους.
Σε συνδυασμό με περιορισμούς στις συντάξεις, στα ωράρια εργασίας και στους όρους των εργασιακών συμβάσεων, αυτές οι παλιές πολιτικές δυσκολεύουν τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες, καθιστώντας τις οικονομίες λιγότερο αναπτυξιακές και λιγότερο ανταγωνιστικές.
Τα πολιτικά κόμματα και τα πανίσχυρα συνδικάτα έχουν συμφέροντα που συνδέονται άμεσα με αυτούς τους νόμους. Έτσι, αποτελεί έκπληξη το ότι το ιταλικό κοινοβούλιο υπερψήφισε τροποποίηση στην εργασιακή νομοθεσία της χώρας που ισχύει από το 1970, χαλαρώνοντας την ανελαστικότητά της.
Βέβαια, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι οι επιχειρήσεις γκρινιάζουν πως ο Μόντι δεν κάνει κι άλλα. Πάντως, οι διαμαρτυρίες για τις μεταρρυθμίσεις γενικά ήταν λίγες, όχι μαζικές, και μάλιστα δεν συμμετείχαν σ’ αυτές όλα τα συνδικάτα. Να μη ξεχνάμε πως το 1999 και το 2002, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δολοφόνησαν τους κορυφαίους αυτών που ήθελαν εργασιακές μεταρρυθμίσεις.
Κάπως ανάλογα έχει προχωρήσει και η Ισπανία, αλλά και η Πορτογαλία με την Ελλάδα. Και δεν είναι μόνο η εργασιακή νομοθεσία που αποτελεί γόνιμο έδαφος για τέτοιου είδους θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Το ΔΝΤ έχει κάνει κι άλλες θετικές προτάσεις.
Μια απ αυτές είναι αυτό που το ΔΝΤ αποκαλεί «excess product market regulation». Οι έρευνες του σε ολόκληρη την ΕΕ, δείχνουν πως οι περιορισμοί στον σχεδιασμό προϊόντων, στην αυστηρή αδειοδότηση, καθώς και οι περιορισμοί στην τοποθεσία, το μέγεθος και τη φύση των εγκαταστάσεων, προκαλούν μια αντιπαραγωγική εκμετάλλευση του κεφαλαίου, αλλά και του εργατικού δυναμικού.
Για να μετρήσει αυτά τα εμπόδια, το ΔΝΤ δημιούργησε έναν δείκτη (regulatory liberalization index) με τον οποίο διαπιστώθηκε ότι τα πιο φιλελεύθερα κράτη έχουν επίπεδα εισοδήματος 5% παραπάνω από τα υπόλοιπα. Βέβαια, το ΔΝΤ δεν ενδιαφέρεται για μια ολοσχερή σάρωση των περιορισμών. Αυτό που θέλει είναι η ΕΕ και οι εθνικές κυβερνήσεις να επανεξετάσουν όλους τους νόμους και τους κανονισμούς, τροποποιώντας αυτούς που απειλούν την προοπτική ανάπτυξης και μειώνουν την οικονομική αποδοτικότητα. Η Κομισιόν μάλλον συμφωνεί, υποστηρίζοντας πως η Ευρώπη θα μπορούσε να καταστεί πιο καινοτόμος, αν προσφέρει τη δυνατότητα εξαίρεσης από τους περιορισμούς σε κάποιες μικρές επιχειρήσεις, την γνώμη των οποίων θα χρειαστεί όταν εκδίδονται νέοι νόμοι.
Αν η Ευρώπη, ειδικότερα η περιφέρειά της, χτίσει επάνω σε αυτήν τη ατζέντα θεσμικής ανάπτυξης, που ήδη ξεκίνησε δειλά, τότε θα πετύχει ανάπτυξη παράλληλα με την δημοσιονομική πειθαρχία. Ο συνδυασμός αυτός θα βοηθούσε στην αποφυγή δημοσιονομικής σπατάλης, αλλά και των οδυνηρών συνεπειών της λιτότητας.
Και αν οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν αντίβαρο στην συνθλιπτική λιτότητα, σίγουρα θα βοηθήσουν στην απάλυνσή της, θέτοντας τις βάσεις για μια εντυπωσιακή και πιο ανθεκτική ανάκαμψη.
nationalinterest.org
S.A.
πηγή: antinews.gr
Ο πολύς κόσμος θεωρεί ότι υπάρχουν δυο μόνο εναλλακτικές λύσεις: ανάπτυξη ή δημοσιονομική πειθαρχία. Κάποιοι όμως βλέπουν και έναν τρίτο δρόμο. Μια χρήσιμη δηλαδή προσέγγιση, που παραδέχεται την ανάγκη για γενική λιτότητα, αλλά επιδιώκει και ανάπτυξη μέσω θεσμικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας, ελέγχους, και όχι αποκλειστικά μέσω του περιορισμού των κρατικών δαπανών. Και ήδη, κάποιες χώρες της περιφέρειας, ξεκίνησαν σ αυτόν τον δρόμο.
Οι Γαλλογερμανοί έχουν άγνοια για αυτή τη τρίτη προσέγγιση. Η Μέρκελ βλέπει ως λύση μόνο την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, ενώ ο Ολάντ απορρίπτει την λιτότητα, σαν να μην έμαθε τίποτα από τις προηγούμενες σπατάλες. Μάλιστα, σύμφωνα με τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, δίνει πολύ χαμηλή προτεραιότητα στην δημοσιονομική πειθαρχία, και επιδιώκει την ανάπτυξη μέσω … περισσότερων δαπανών.
Και οι δυο αυτές θέσεις παρουσιάζουν προβλήματα. Στην προσέγγιση του Ολάντ, τα πακέτα βοήθειας δεν θα έχουν μακροχρόνια αξία. Απλά θα χρηματοδοτήσουν την συνέχιση μιας σπάταλης πολιτικής, εις βάρος των Γερμανών φορολογουμένων.
Αλλά και η γερμανική θέση είναι ελλιπής. Οι περικοπές δαπανών σε συνδυασμό με τις αυξήσεις φόρων, απλά βυθίζουν τις χώρες σε περισσότερη ύφεση. Η αυξημένη ζήτηση για κοινωνικές παροχές, σε συνδυασμό με την αναπόφευκτη μείωση των εσόδων, θα αυξήσουν αντί να μειώσουν τα ελλείμματα. Περισσότερη λιτότητα, όπως θέλουν οι Γερμανοί, θα αυξήσει την ύφεση, οδηγώντας τις οικονομίες σε καθοδική περιδίνηση, με τα ελλείμματα να οδηγούν σε λιτότητα, η οποία με την σειρά της θα θίξει ακόμη περισσότερο τις ευάλωτες οικονομίες.
Παρά την Γαλλογερμανική αυτή τυφλότητα, η Ευρώπη έχει και μια τρίτη επιλογή. Υπέρμαχοι της είναι ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Μόντι, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, και το ΔΝΤ. Η τοποθέτηση τους δεν αποφεύγει την γενική λιτότητα, αλλά προωθεί μια παράλληλη ατζέντα ανάπτυξης μέσω απελευθέρωσης της εργασιακής νομοθεσίας, χαλάρωσης των κανονιστικών ελέγχων και προσαρμογής των κρατικών δαπανών σε σχέση με οικονομικές επιστροφές.
Τέτοιου είδους κινήσεις θα απαλύνουν το στρες της λιτότητας και θα βοηθήσουν τις οικονομίες να αποφύγουν τις σκληρές συνέπειές της. Το ΔΝΤ στηρίζει αυτές τις προσδοκίες, λέγοντας πως αυτές οι προσπάθειες μπορούν να προσθέσουν μέχρι και 4.5% στα ΑΕΠ των κρατών, στα επόμενα 5 χρόνια, δηλαδή μια ποσοστιαία μονάδα τον χρόνο, κάτι που για τις εποχές που διανύουμε είναι μια ιδιαίτερα εξαιρετική προοπτική.
Προς το παρόν, οι θέσεις των Μόντι και Ντράγκι είναι αόριστες και ασαφείς. Στο μόνο που υπήρξαν ξεκάθαροι είναι στην ανάγκη αναβάθμισης των ευρωπαϊκών οικονομικών υποδομών. Τονίζουν μάλιστα την αναγκαιότητα της χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ως έναν τρόπο ενίσχυσης των υποδομών, χωρίς όμως να επιβαρυνθούν οι εθνικοί προϋπολογισμοί.
Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται σαν ένα ακόμη κόλπο αποφυγής της λιτότητας, αλλά οι βασικές θέσεις αυτής της προσέγγισης είναι στέρεες. Απλά, ζητούν από την Ευρώπη να ανακατατάξει τις δημοσιονομικές της προτεραιότητες, διαχωρίζοντας, σύμφωνα με τον Μόντι, μεταξύ «ενάρετων» δημοσίων επενδύσεων και λιγότερο παραγωγικών δημοσίων δαπανών.
Παρά το γεγονός ότι οι Μόντι και Ντράγκι παραμένουν «χαλαροί» στις συνόδους κορυφής, οι κυβερνήσεις της περιφέρειας άρχισαν ήδη να παίρνουν μέτρα σύμφωνα με τα παραπάνω. Όλες οι χώρες ξεκίνησαν το δύσκολο έργο της εργασιακής μεταρρύθμισης. Υπάρχει μια γενική συναίνεση, ότι οι περιοριστικές πολιτικές του παρελθόντος εμπόδισαν την ανάπτυξη, καθιστώντας την αγορά εργασίας τρομακτικά ανελαστική.
Για παράδειγμα, οι νόμοι που απαγορεύουν στις επιχειρήσεις να απολύουν εργαζομένους (πλήρους απασχόλησης), τις έχει αποθαρρύνει στο να προσλαμβάνουν. Έτσι, βασίζονται σε εργαζομένους με προσωρινές συμβάσεις. Πέραν του ότι οι νόμοι αυτοί εμποδίζουν τις επιχειρήσεις να εξασφαλίζουν και να προάγουν τους καλούς υπαλλήλους τους, έχουν συνεισφέρει και στην απαξίωση του ταλέντου, αφού αποκλείουν την δυνατότητα μιας ασφαλούς και καλοπληρωμένης δουλειάς σε ταλαντούχους νέους.
Σε συνδυασμό με περιορισμούς στις συντάξεις, στα ωράρια εργασίας και στους όρους των εργασιακών συμβάσεων, αυτές οι παλιές πολιτικές δυσκολεύουν τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες, καθιστώντας τις οικονομίες λιγότερο αναπτυξιακές και λιγότερο ανταγωνιστικές.
Τα πολιτικά κόμματα και τα πανίσχυρα συνδικάτα έχουν συμφέροντα που συνδέονται άμεσα με αυτούς τους νόμους. Έτσι, αποτελεί έκπληξη το ότι το ιταλικό κοινοβούλιο υπερψήφισε τροποποίηση στην εργασιακή νομοθεσία της χώρας που ισχύει από το 1970, χαλαρώνοντας την ανελαστικότητά της.
Βέβαια, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι οι επιχειρήσεις γκρινιάζουν πως ο Μόντι δεν κάνει κι άλλα. Πάντως, οι διαμαρτυρίες για τις μεταρρυθμίσεις γενικά ήταν λίγες, όχι μαζικές, και μάλιστα δεν συμμετείχαν σ’ αυτές όλα τα συνδικάτα. Να μη ξεχνάμε πως το 1999 και το 2002, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δολοφόνησαν τους κορυφαίους αυτών που ήθελαν εργασιακές μεταρρυθμίσεις.
Κάπως ανάλογα έχει προχωρήσει και η Ισπανία, αλλά και η Πορτογαλία με την Ελλάδα. Και δεν είναι μόνο η εργασιακή νομοθεσία που αποτελεί γόνιμο έδαφος για τέτοιου είδους θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Το ΔΝΤ έχει κάνει κι άλλες θετικές προτάσεις.
Μια απ αυτές είναι αυτό που το ΔΝΤ αποκαλεί «excess product market regulation». Οι έρευνες του σε ολόκληρη την ΕΕ, δείχνουν πως οι περιορισμοί στον σχεδιασμό προϊόντων, στην αυστηρή αδειοδότηση, καθώς και οι περιορισμοί στην τοποθεσία, το μέγεθος και τη φύση των εγκαταστάσεων, προκαλούν μια αντιπαραγωγική εκμετάλλευση του κεφαλαίου, αλλά και του εργατικού δυναμικού.
Για να μετρήσει αυτά τα εμπόδια, το ΔΝΤ δημιούργησε έναν δείκτη (regulatory liberalization index) με τον οποίο διαπιστώθηκε ότι τα πιο φιλελεύθερα κράτη έχουν επίπεδα εισοδήματος 5% παραπάνω από τα υπόλοιπα. Βέβαια, το ΔΝΤ δεν ενδιαφέρεται για μια ολοσχερή σάρωση των περιορισμών. Αυτό που θέλει είναι η ΕΕ και οι εθνικές κυβερνήσεις να επανεξετάσουν όλους τους νόμους και τους κανονισμούς, τροποποιώντας αυτούς που απειλούν την προοπτική ανάπτυξης και μειώνουν την οικονομική αποδοτικότητα. Η Κομισιόν μάλλον συμφωνεί, υποστηρίζοντας πως η Ευρώπη θα μπορούσε να καταστεί πιο καινοτόμος, αν προσφέρει τη δυνατότητα εξαίρεσης από τους περιορισμούς σε κάποιες μικρές επιχειρήσεις, την γνώμη των οποίων θα χρειαστεί όταν εκδίδονται νέοι νόμοι.
Αν η Ευρώπη, ειδικότερα η περιφέρειά της, χτίσει επάνω σε αυτήν τη ατζέντα θεσμικής ανάπτυξης, που ήδη ξεκίνησε δειλά, τότε θα πετύχει ανάπτυξη παράλληλα με την δημοσιονομική πειθαρχία. Ο συνδυασμός αυτός θα βοηθούσε στην αποφυγή δημοσιονομικής σπατάλης, αλλά και των οδυνηρών συνεπειών της λιτότητας.
Και αν οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν αντίβαρο στην συνθλιπτική λιτότητα, σίγουρα θα βοηθήσουν στην απάλυνσή της, θέτοντας τις βάσεις για μια εντυπωσιακή και πιο ανθεκτική ανάκαμψη.
nationalinterest.org
S.A.
πηγή: antinews.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Έτοιμοι για Βίλεμ...
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πέθανε ο ιστορικός του πολέμου Τζον Κίγκαν
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ