2012-08-08 21:47:19
by Lorenzo Bini Smaghi
Ένας από τους κύριους λόγους που τα μέτρα τα οποία πάρθηκαν στην ευρωζώνη τα τελευταία δύο χρόνια έχουν αποτύχει να αντιμετωπίσουν την κρίση είναι ότι οι αποφάσεις ελήφθησαν πολύ αργά. Χώρες με οικονομικές δυσκολίες έλαβαν βοήθεια όταν οι συνθήκες στις αγορές είχαν φτάσει σε σημείο όπου δεν υπήρχε επιστροφή. Δύο λόγοι εξηγούν τη διστακτικότητα να ζητήσουν βοήθεια από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ:
Ο πρώτος είναι πολιτικός. Ζητώντας εξωτερική βοήθεια μια κυβέρνηση ουσιαστικά αναγνωρίζει την αδυναμία της να δράσει αυτόνομα. Πρέπει να αποδεχθεί όρους ενός προγράμματος προσαρμογής σχεδιασμένου από υπερεθνικούς οργανισμούς και να παρακολουθείται από τη λεγόμενη τρόικα που επισκέπτεται τη χώρα τακτικά. Αυτά τα δύο στοιχεία έχουν πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση.
Ο δεύτερος λόγος είναι οικονομικός. Όταν οι χώρες ζητούν οικονομική βοήθεια τα επιτόκια των κρατικών τους ομολόγων αυξάνουν. Το καθεστώς προνομιακού πιστωτή που απολαμβάνουν τα κεφάλαια της βοήθειας που παίρνουν αποθαρρύνουν τους ιδιώτες πιστωτές.
Αυτά τα μειονεκτήματα εξηγούν γιατί οι χώρες κάλεσαν βοήθεια μόνο όταν δεν είχαν άλλη επιλογή. Toγεγονός αυτό, όμως, επιδείνωσε τις εντάσεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, τόσο πριν όσο και μετά τη στιγμή όπου άρχισαν τα προγράμματα προσαρμογής και είχε τεράστιες επιπτώσεις σε ολόκληρη την ευρωζώνη.
Οι πρόσφατες αποφάσεις της ΕΚΤ θα βοηθήσουν ώστε να μειωθεί ο στιγματισμός που σχετίζεται με ένα πρόγραμμα προσαρμογής. Η ετοιμότητα της κεντρικής τράπεζας να παρέμβει στην αγορά με αγορές βραχυπρόθεσμων τίτλων για να βελτιώσει τις συνθήκες μετάβασης σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής θα μειώσει την αβεβαιότητα και θα αποτρέψει την αυτοεκπληρούμενη συμπεριφορά αποσταθεροποίησης των αγορών όταν μια χώρα υλοποιεί το συμφωνημένο πρόγραμμα.
Η δύναμη πυρός της ΕΚΤ θα πρέπει να είναι αρκετή ώστε να μειώσει σημαντικά το ρίσκο εξόδου από το ευρώ. Η παραίτηση από το καθεστώς προνομιακού πιστωτή επίσης θα βοηθήσεινα μειωθούν οι φόβοι του ιδιωτικού τομέα και θα αποτρέψει την απόλυτη αποκοπή της χώρας από τις αγορές.
Υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες γύρω από τα παραπάνω, παρ' όλα αυτά η ΕΚΤ μπορεί να τις μειώσει μην περιμένοντας να εφαρμόσει τις νέες πολιτικές μέχρι περισσότερα κράτη ζητήσουν βοήθεια. Θα μπορούσε να προχωρήσει τις πολιτικές αυτές σε χώρες όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, που βρίσκονται σε πρόγραμμα το οποίο είναι «εντός στόχων». Τα spreads σε αυτές σαφέστατα αντανακλούν έναν συστημικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένης και της εξόδου από το ευρώ, και διαστρεβλώνουν τη μετάδοση της νομισματική πολιτικής.
Δρώντας έτσι, η ΕΚΤ θα μειώσει και το «στίγμα» σε άλλες χώρες που θα ζητήσουν βοήθεια και θα άρει τις εντάσεις από τις χρηματιστηριακές αγορές. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι να μειωθεί ο «στιγματισμός». Με το υφιστάμενο σύστημα το αίτημα για βοήθεια γίνεται στο eurogroup, το οποίο απαρτίζεται από τους υπουργούς οικονομικών της ευρωζώνης. Όμως, σε κάποια εθνικά κοινοβούλια επιτρέπεται να ζητούν έξτρα όρους, δίνοντας την εντύπωση ότι ορισμένες χώρες -κι όχι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί- θέτουν τους όρους για το πρόγραμμα.
Το ελληνικό και το πορτογαλικό πρόγραμμα έτυχαν επικύρωσης από το γερμανικό και το φινλανδικό κοινοβούλιο και αυτό πυροδότησε τη δυσαρέσκεια ότι το πρόγραμμα επιβλήθηκε από ξένους. Αυτό πρέπει να αποφεύγεται καθώς τα προγράμματα είναι επιτυχή μόνο όταν οι πολίτες-ψηφοφόροι μιας χώρας τα αποδέχονται.
Επιπλέον, για να μειωθεί το πολιτικό κόστος για τις κυβερνήσεις που ζητούν βοήθεια, τα προγράμματα προσαρμογής πρέπει να υπογράφονται από όλα τα κόμματα και όχι μόνο από όσα συγκροτούν την πλειοψηφία, όπως έγινε στην περίπτωση της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας. Αυτό θα αποτρέψει τον κίνδυνο να αναπροσαρμόζονται αμέσως μετά από εκλογές.
Το αίτημα για βοήθεια από τα ταμεία διάσωσης μπορεί να «απολιτικοποιηθεί» επιπλέον αν καθοριστεί ένα όριο σε επίπεδο spreads (για παράδειγμα 200 μονάδες βάσης όπως στα κριτήρια που έθετε η συνθήκη του Μάαστριχτ), πέραν του οποίου η διαδικασία θα ενεργοποιείται με ημιαυτόματο τρόπο. Αυτός θα είναι ανάλογος με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, η οποία επίσης επιβάλλει αυστηρούς όρους (conditionality) και παρακολούθηση, ενώ ενεργοποιείται αμέσως μόλις το έλλειμμα υπερβεί το 3%.
Αν η επιβίωση του ευρώ επιβάλλει επιπρόσθετη πολιτική ενοποίηση, όπως πολλοί εκτιμούν, τότε τα κράτη μέλη πρέπει όχι μόνο να λαμβάνουν περισσότερες κοινές αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά κι επίσης να δέχονται μεγαλύτερες παρεμβάσεις από τις ευρωπαϊκές αρχές σε τομείς που προηγουμένως ανήκαν αποκλειστικά στις εθνικές κυβερνήσεις.
Πολιτικοί και αναλυτές δεν μπορούν να ζητούν περισσότερη Ευρώπη και μετά να παραπονιούνται για απώλεια εθνικής ταυτότητας. Το πραγματικό θέμα είναι η δημοκρατική νομιμοποίηση των ευρωπαϊκών θεσμών που θα είναι υπεύθυνοι γι' αυτές τις αποφάσεις, στη συγκεκριμένη περίπτωση το eurogroup. Είτε θεωρείται «νόμιμο» είτε πρέπει να «νομιμοποιηθεί» το συντομότερο δυνατό.
*Επισκέπτης καθηγητής στο Harvard’s Weatherhead Center for International Affairs και πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ.
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
Ένας από τους κύριους λόγους που τα μέτρα τα οποία πάρθηκαν στην ευρωζώνη τα τελευταία δύο χρόνια έχουν αποτύχει να αντιμετωπίσουν την κρίση είναι ότι οι αποφάσεις ελήφθησαν πολύ αργά. Χώρες με οικονομικές δυσκολίες έλαβαν βοήθεια όταν οι συνθήκες στις αγορές είχαν φτάσει σε σημείο όπου δεν υπήρχε επιστροφή. Δύο λόγοι εξηγούν τη διστακτικότητα να ζητήσουν βοήθεια από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ:
Ο πρώτος είναι πολιτικός. Ζητώντας εξωτερική βοήθεια μια κυβέρνηση ουσιαστικά αναγνωρίζει την αδυναμία της να δράσει αυτόνομα. Πρέπει να αποδεχθεί όρους ενός προγράμματος προσαρμογής σχεδιασμένου από υπερεθνικούς οργανισμούς και να παρακολουθείται από τη λεγόμενη τρόικα που επισκέπτεται τη χώρα τακτικά. Αυτά τα δύο στοιχεία έχουν πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση.
Ο δεύτερος λόγος είναι οικονομικός. Όταν οι χώρες ζητούν οικονομική βοήθεια τα επιτόκια των κρατικών τους ομολόγων αυξάνουν. Το καθεστώς προνομιακού πιστωτή που απολαμβάνουν τα κεφάλαια της βοήθειας που παίρνουν αποθαρρύνουν τους ιδιώτες πιστωτές.
Αυτά τα μειονεκτήματα εξηγούν γιατί οι χώρες κάλεσαν βοήθεια μόνο όταν δεν είχαν άλλη επιλογή. Toγεγονός αυτό, όμως, επιδείνωσε τις εντάσεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, τόσο πριν όσο και μετά τη στιγμή όπου άρχισαν τα προγράμματα προσαρμογής και είχε τεράστιες επιπτώσεις σε ολόκληρη την ευρωζώνη.
Οι πρόσφατες αποφάσεις της ΕΚΤ θα βοηθήσουν ώστε να μειωθεί ο στιγματισμός που σχετίζεται με ένα πρόγραμμα προσαρμογής. Η ετοιμότητα της κεντρικής τράπεζας να παρέμβει στην αγορά με αγορές βραχυπρόθεσμων τίτλων για να βελτιώσει τις συνθήκες μετάβασης σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής θα μειώσει την αβεβαιότητα και θα αποτρέψει την αυτοεκπληρούμενη συμπεριφορά αποσταθεροποίησης των αγορών όταν μια χώρα υλοποιεί το συμφωνημένο πρόγραμμα.
Η δύναμη πυρός της ΕΚΤ θα πρέπει να είναι αρκετή ώστε να μειώσει σημαντικά το ρίσκο εξόδου από το ευρώ. Η παραίτηση από το καθεστώς προνομιακού πιστωτή επίσης θα βοηθήσεινα μειωθούν οι φόβοι του ιδιωτικού τομέα και θα αποτρέψει την απόλυτη αποκοπή της χώρας από τις αγορές.
Υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες γύρω από τα παραπάνω, παρ' όλα αυτά η ΕΚΤ μπορεί να τις μειώσει μην περιμένοντας να εφαρμόσει τις νέες πολιτικές μέχρι περισσότερα κράτη ζητήσουν βοήθεια. Θα μπορούσε να προχωρήσει τις πολιτικές αυτές σε χώρες όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, που βρίσκονται σε πρόγραμμα το οποίο είναι «εντός στόχων». Τα spreads σε αυτές σαφέστατα αντανακλούν έναν συστημικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένης και της εξόδου από το ευρώ, και διαστρεβλώνουν τη μετάδοση της νομισματική πολιτικής.
Δρώντας έτσι, η ΕΚΤ θα μειώσει και το «στίγμα» σε άλλες χώρες που θα ζητήσουν βοήθεια και θα άρει τις εντάσεις από τις χρηματιστηριακές αγορές. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι να μειωθεί ο «στιγματισμός». Με το υφιστάμενο σύστημα το αίτημα για βοήθεια γίνεται στο eurogroup, το οποίο απαρτίζεται από τους υπουργούς οικονομικών της ευρωζώνης. Όμως, σε κάποια εθνικά κοινοβούλια επιτρέπεται να ζητούν έξτρα όρους, δίνοντας την εντύπωση ότι ορισμένες χώρες -κι όχι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί- θέτουν τους όρους για το πρόγραμμα.
Το ελληνικό και το πορτογαλικό πρόγραμμα έτυχαν επικύρωσης από το γερμανικό και το φινλανδικό κοινοβούλιο και αυτό πυροδότησε τη δυσαρέσκεια ότι το πρόγραμμα επιβλήθηκε από ξένους. Αυτό πρέπει να αποφεύγεται καθώς τα προγράμματα είναι επιτυχή μόνο όταν οι πολίτες-ψηφοφόροι μιας χώρας τα αποδέχονται.
Επιπλέον, για να μειωθεί το πολιτικό κόστος για τις κυβερνήσεις που ζητούν βοήθεια, τα προγράμματα προσαρμογής πρέπει να υπογράφονται από όλα τα κόμματα και όχι μόνο από όσα συγκροτούν την πλειοψηφία, όπως έγινε στην περίπτωση της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας. Αυτό θα αποτρέψει τον κίνδυνο να αναπροσαρμόζονται αμέσως μετά από εκλογές.
Το αίτημα για βοήθεια από τα ταμεία διάσωσης μπορεί να «απολιτικοποιηθεί» επιπλέον αν καθοριστεί ένα όριο σε επίπεδο spreads (για παράδειγμα 200 μονάδες βάσης όπως στα κριτήρια που έθετε η συνθήκη του Μάαστριχτ), πέραν του οποίου η διαδικασία θα ενεργοποιείται με ημιαυτόματο τρόπο. Αυτός θα είναι ανάλογος με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, η οποία επίσης επιβάλλει αυστηρούς όρους (conditionality) και παρακολούθηση, ενώ ενεργοποιείται αμέσως μόλις το έλλειμμα υπερβεί το 3%.
Αν η επιβίωση του ευρώ επιβάλλει επιπρόσθετη πολιτική ενοποίηση, όπως πολλοί εκτιμούν, τότε τα κράτη μέλη πρέπει όχι μόνο να λαμβάνουν περισσότερες κοινές αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά κι επίσης να δέχονται μεγαλύτερες παρεμβάσεις από τις ευρωπαϊκές αρχές σε τομείς που προηγουμένως ανήκαν αποκλειστικά στις εθνικές κυβερνήσεις.
Πολιτικοί και αναλυτές δεν μπορούν να ζητούν περισσότερη Ευρώπη και μετά να παραπονιούνται για απώλεια εθνικής ταυτότητας. Το πραγματικό θέμα είναι η δημοκρατική νομιμοποίηση των ευρωπαϊκών θεσμών που θα είναι υπεύθυνοι γι' αυτές τις αποφάσεις, στη συγκεκριμένη περίπτωση το eurogroup. Είτε θεωρείται «νόμιμο» είτε πρέπει να «νομιμοποιηθεί» το συντομότερο δυνατό.
*Επισκέπτης καθηγητής στο Harvard’s Weatherhead Center for International Affairs και πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ.
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΣΟΚ: Η Ελλάδα σήμερα...
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΑΝΕΒΑΖΕΙ ΡΥΘΜΟΥΣ Ο ΓΚΡΕΚΟ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ