2012-08-10 09:34:42
Η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση βαδίζει προς στο χείλος του γκρεμού. Δεν το θέλει αλλά ούτε μπορεί να το αποφύγει.
Το πιθανότερο είναι πως η Ελλάδα δεν πρόκειται να πιάσει τους στόχους για να λάβει περαιτέρω χρηματοδοτική βοήθεια από την τρόικα των Ευρωπαίων εταίρων της και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Κι εκεί οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα βγάλουν την Ελλάδα εκτός ευρώ. Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ δεν θα βελτιώσει τις πιθανότητές της για μια επιτυχή προσαρμογή και παράλληλα θα έχει μεγάλο κόστος για την ευρωζώνη – ένα κόστος που θα αφορά την τιμή του χρήματος.
Πολλοί ελπίζουν ότι μια ελληνική έξοδος θα είναι διαχείρισιμη.
Ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορέσει να ελέγξει τις παράπλευρες ζημιές πλημμυρίζοντας το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα με ρευστότητα. Η ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να ξαναρχίσει τις αγορές κρατικών τίτλων στις δευτερογενείς αγορές προκειμένου να επιβάλλει ανώτατο όριο στα σπρεντ των ομολόγων των υπολοίπων κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας σε σχέση με τα κράτη του πυρήνα.
Τι θα έχουμε όμως στην περίπτωση αυτή; Τις χειριστές συνθήκες στις αγορές να υποχρεώνουν για άλλη μια φορά την ΕΚΤ να αναλάβει δράση. Ως ο πιο ισχυρός ευρωπαϊκός θεσμός, η κεντρική τράπεζα είναι συστημικά ευάλωτη σε ομηρία και θα υποχρεωθεί να προσυπογράψει άλλο ένα μεγάλο τσεκ για να παρατείνει την επιβίωση του κοινού νομίσματος. Απ' αυτή την άποψη, η πρόσφατη δέσμευση του προέδρου της Μάριο Ντράγκι ‘να κάνει ό,τι χρειαστεί’ για να σώσει το ευρώ δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη.
Αν πάμε πίσω στο χρόνο, το 1999 φαίνεται να δικαιώνονταν μια ρήση του Ζακ Ριέφ, συμβούλου του Γάλλου προέδρου Σαρλ ντε Γκολ, που είχε πει παλαιότερα ότι ‘η Ευρώπη θα γίνει με το νόμισμα’. Το 1999, έντεκα ευρωπαϊκές χώρες επέλεγαν να εγκαταλείψουν το εθνικό τους νόμισμα – ή πιο τεχνικά την ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία – προς όφελος του ενιαίου νομίσματος.
Οι χώρες αυτές αντιλαμβάνονταν το ‘ένα νόμισμα’ ως το οιωνεί φυσικό ισοδύναμο της ‘μιας αγοράς’. Οι ανεξάρτητες εθνικές νομισματικές πολιτικές σε μια κοινή αγορά θεωρούνταν πολύ σωστά ανέφικτες – με δεδομένη και την προτίμηση των Ευρωπαίων για σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και ανοιχτές κεφαλαιαγορές. Όλα αυτά στήριξαν την κίνηση προς το ενιαίο νόμισμα – και κατά συνέπεια προς την κοινή ευθύνη για τη νομισματική πολιτική. Σήμερα όμως, εν έτει 2012, ίσως χρειάζεται να αναδιατυπωθεί το αξίωμα του Ζακ Ριέφ και να πούμε ότι ‘η Ευρώπη θα ξεγίνει από τις χρηματοπιστωτικές αγορές’, εκτός κι αν επανέλθει με ένα βιώσιμο θεσμικό σχεδιασμό.
Υπό το πρίσμα των σημερινών προβλημάτων του ευρώ, έχει νόημα να θυμηθούμε ξανά τα επιχειρήματα που είχαν κατατεθεί κατά τη δημιουργία της νομισματικής ένωσης. Σύμφωνα με τα γραπτά του βραβευμένου με Νόμπελ οικονομολόγου και θεωρούμενου ως ‘πατέρα του ευρώ’ Ρόμπερτ Μάντελ – αλλά και άλλων οικονομολόγων της δεκαετίας του 1960 – η εγκατάλειψη της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας προϋποθέτει να δοθεί βάρος σε τρεις εναλλακτικούς μηχανισμούς που διασφαλίζουν την περιφερειακή προσαρμογή: τις περιφερειακές δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, τη μετανάστευση μέσα στην ένωση και κυρίως τη δυνατότητα των αγορών απασχόλησης να προσαρμόζονται στα σοκ.
Δυστυχώς και οι τρεις αυτοί μηχανισμοί ήταν ανάθεμα κατά την περίοδο δημιουργίας του ευρώ. Έτσι, η υποστήριξη του μηνύματος ότι τίποτα δεν θα έπρεπε να αλλάξει με το ευρώ φάνηκε πολύ πιο ελκυστική. Και κανείς δεν έδωσε προσοχή στα επιχειρήματα του Μάντελ κατά τον θεσμικό σχέδιο του ευρώ. Πράγματι, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης όπως και η ρήτρα μη διάσωσης των ευρωπαϊκών κρατών αγνοούσαν τη σχετική οικονομική θεωρία – και μερικοί λένε αγνοούσαν κάθε οικονομική θεωρία. Οι ανισορροπίες στα περιφερειακά ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών ερμηνεύονταν ως απόρροια της αλάνθαστης συμπεριφοράς των παραγόντων της αγοράς η οποία οδηγούσε στα βέλτιστα αποτέλεσματα και όχι για παράδειγμα σαν το αποτέλεσμα μιας φούσκας στην αγορά ακινήτων της Ισπανίας και του υπερβάλλοντος δημόσιου δανεισμού στην Ελλάδα.
Μόνον αφότου είχε συντελεστεί το κακό, από τις αρχές του 2010, άρχισε να γίνεται κοινός τόπος ότι τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών μέσα στην ένωση, που συσσωρεύονταν για μια ολόκληρη 10ετία, ήταν πρόβλημα και όχι πλεονέκτημα. Σήμερα με δεδομένη τη νομισματική ένωση, η προσαρμογή πρέπει να γίνει με αλλαγή των εγχώριων τιμών σε σχέση με τα εμπορεύσιμα αγαθά – δηλαδή προκαλώντας μια υποτίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Αν κρίνουμε από το μέγεθος της υπερτίμησης που συντελέστηκε σε κάποιες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, η διαδικασία της προσαρμογής θα χρειαστεί πολύ καιρό. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως η Γερμανία χρειάστηκε 10 ολόκληρα χρόνια προσαρμογής για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα από μια σχετικώς μικρή φούσκα ακινήτων στα κράτη της ανατολικής Γερμανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Και είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι οι παράγοντες της αγοράς θα έχουν την απαιτούμενη υπομονή. Γι’ αυτό η υποστήριξη του ευρώ χρειάζεται μια ισχυρή και αξιόπιστη προσπάθεια ελέγχου της κρίσης - το ‘θα κάνουμε ό,τι κι αν χρειαστεί’.
Αλλά η εξελισσόμενη κρίση έχει φέρει στο φως κι ένα δεύτερο ελάττωμα στο σχέδιο του ευρώ, που δεν το είχε περιγράψει ο Μάντελ: τις προκλήσεις που προέρχονται από τις ολοκληρωμένες κεφαλαιαγορές, συμπεριλαμβανομένων αυτών για την αξιοπιστία της ρήτρας περί μη διάσωσης. Υπό φυσιολογικές συνθήκες οι ανεμπόδιστες διασυνοριακές κεφαλαιακές ροές έχουν όλα τα πολυδιαφημισμένα πλεονεκτήματα σε όρους καλύτερης κατανομής των πόρων και υψηλότερης παραγωγικότητας. Αλλά από την ώρα που ξεκίνησε η κρίση, και με δεδομένη την κοινή μοίρα εθνικών κρατών και των τραπεζών τους, έχουν εγκατασταθεί ισχυρές προκαταλήψεις σε σχέση με τις χώρες με αποτέλεσμα οι νομισματικές συνθήκες να κατατεμαχίζονται ξανά με βάση τις εθνικές γραμμές.
Κι αυτό μεταφράζεται σε τεράστιες αποκλίσεις στο κόστος χρηματοδότησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι μια ουσιαστική απόκλιση στο κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, με πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να έχουν χάσει κάθε πρόσβαση στην πίστωση. Κατά συνέπεια οι κεφαλαιακές δαπάνες – ήδη πρόβλημα, με δεδομένη την αδύναμη ζήτηση – βουλιάζουν, προκαλώντας έναν φαύλο κύκλο συρρίκνωσης του ΑΕΠ, μείωσης των κρατικών φορολογικών εσόδων, αύξησης των δημοσίων δαπανών και περαιτέρω αποσταθεροποίησης της θέσης χρέους προς ΑΕΠ των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι αυτή η ετερογένεια στις χρηματοδοτικές συνθήκες καθιστά εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την άσκηση μιας κοινής νομισματικής πολιτικής. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι από τη στιγμή που κάποιες χώρες επιβαρύνονται σήμερα με μεγάλα σπρεντ επιτοκίων για το δημόσιο δανεισμό τους τα οποία είναι το λειτουργικό ισοδύναμο του να έχουν δικό τους νόμισμα – δίχως όμως να έχουν και δική τους κεντρική τράπεζα – ενδέχεται κάποια κράτη μέλη ευρώ να αρχίσουν κάποια στιγμή να αναρωτιούνται γιατί δεν θα έπρεπε να επισημοποιήσουν αυτό που είναι η ντε φάκτο πραγματικότητα. Οι παράγοντες της αγοράς ήδη το κάνουν, ως ένα βαθμό.
Τίποτε από αυτά δεν είναι αναπόφευκτο. Το ευρώ δεν δημιουργήθηκε για καθαρά οικονομικούς λόγους. Αν κρίνεται ακόμη ως ένα αξιόλογο πολιτικό σχέδιο και θεωρείται ως αμοιβαία ευεργετικό για όλους όσους συμμετέχουν σε αυτό, η Ευρωζώνη μπορεί να καταστεί βιώσιμη. Αλλά για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να ικανοποιηθούν κάποιες ελάχιστες προϋποθέσεις. Επιπλέον της ευελιξίας στις αγορές απασχόλησης, μια βιώσιμη Ευρωζώνη προϋποθέτει έναν ελάχιστο δημοσιονομικό μηχανισμό ασφαλείας. Όπως επίσης προϋποθέτει όχι μόνο ένα κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αλλά και κοινές αρχές για την εποπτεία τους σε επίπεδο Ευρωζώνης και βέβαια ένα κοινό σχήμα εγγύησης καταθέσεων και ένα κοινό σχήμα εκκαθάρισης των τραπεζών.
Όλα αυτά μπορεί να είναι δύσκολα. Και η εφαρμογή τους να χρειαστεί χρόνο. Αλλά η άμεση βραχυπρόθεσμη εναλλακτική λύση – η εκδίωξη της Ελλάδας και ίσως κι άλλων κρατών από το ευρώ – θα έχει σημαντικό κόστος. Οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα υποχρεωθούν να πληρώσουν ένα σημαντικό πρίμιουμ για να αποζημιώσουν τους επενδυτές για τον κίνδυνο μετατροπής του νομίσματος τους που θα αναλάβουν – καθώς κάτι τέτοιο σημαίνει μερικό χρεοστάσιο. Αν γίνει κάτι τέτοιο η Ευρωζώνη θα γίνει τόσο ευάλωτη όσο αποδείχτηκε ιστορικά κάθε σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Πηγή / http://www.sofokleous10.gr/portal2/
Το πιθανότερο είναι πως η Ελλάδα δεν πρόκειται να πιάσει τους στόχους για να λάβει περαιτέρω χρηματοδοτική βοήθεια από την τρόικα των Ευρωπαίων εταίρων της και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Κι εκεί οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα βγάλουν την Ελλάδα εκτός ευρώ. Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ δεν θα βελτιώσει τις πιθανότητές της για μια επιτυχή προσαρμογή και παράλληλα θα έχει μεγάλο κόστος για την ευρωζώνη – ένα κόστος που θα αφορά την τιμή του χρήματος.
Πολλοί ελπίζουν ότι μια ελληνική έξοδος θα είναι διαχείρισιμη.
Ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορέσει να ελέγξει τις παράπλευρες ζημιές πλημμυρίζοντας το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα με ρευστότητα. Η ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να ξαναρχίσει τις αγορές κρατικών τίτλων στις δευτερογενείς αγορές προκειμένου να επιβάλλει ανώτατο όριο στα σπρεντ των ομολόγων των υπολοίπων κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας σε σχέση με τα κράτη του πυρήνα.
Τι θα έχουμε όμως στην περίπτωση αυτή; Τις χειριστές συνθήκες στις αγορές να υποχρεώνουν για άλλη μια φορά την ΕΚΤ να αναλάβει δράση. Ως ο πιο ισχυρός ευρωπαϊκός θεσμός, η κεντρική τράπεζα είναι συστημικά ευάλωτη σε ομηρία και θα υποχρεωθεί να προσυπογράψει άλλο ένα μεγάλο τσεκ για να παρατείνει την επιβίωση του κοινού νομίσματος. Απ' αυτή την άποψη, η πρόσφατη δέσμευση του προέδρου της Μάριο Ντράγκι ‘να κάνει ό,τι χρειαστεί’ για να σώσει το ευρώ δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη.
Αν πάμε πίσω στο χρόνο, το 1999 φαίνεται να δικαιώνονταν μια ρήση του Ζακ Ριέφ, συμβούλου του Γάλλου προέδρου Σαρλ ντε Γκολ, που είχε πει παλαιότερα ότι ‘η Ευρώπη θα γίνει με το νόμισμα’. Το 1999, έντεκα ευρωπαϊκές χώρες επέλεγαν να εγκαταλείψουν το εθνικό τους νόμισμα – ή πιο τεχνικά την ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία – προς όφελος του ενιαίου νομίσματος.
Οι χώρες αυτές αντιλαμβάνονταν το ‘ένα νόμισμα’ ως το οιωνεί φυσικό ισοδύναμο της ‘μιας αγοράς’. Οι ανεξάρτητες εθνικές νομισματικές πολιτικές σε μια κοινή αγορά θεωρούνταν πολύ σωστά ανέφικτες – με δεδομένη και την προτίμηση των Ευρωπαίων για σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και ανοιχτές κεφαλαιαγορές. Όλα αυτά στήριξαν την κίνηση προς το ενιαίο νόμισμα – και κατά συνέπεια προς την κοινή ευθύνη για τη νομισματική πολιτική. Σήμερα όμως, εν έτει 2012, ίσως χρειάζεται να αναδιατυπωθεί το αξίωμα του Ζακ Ριέφ και να πούμε ότι ‘η Ευρώπη θα ξεγίνει από τις χρηματοπιστωτικές αγορές’, εκτός κι αν επανέλθει με ένα βιώσιμο θεσμικό σχεδιασμό.
Υπό το πρίσμα των σημερινών προβλημάτων του ευρώ, έχει νόημα να θυμηθούμε ξανά τα επιχειρήματα που είχαν κατατεθεί κατά τη δημιουργία της νομισματικής ένωσης. Σύμφωνα με τα γραπτά του βραβευμένου με Νόμπελ οικονομολόγου και θεωρούμενου ως ‘πατέρα του ευρώ’ Ρόμπερτ Μάντελ – αλλά και άλλων οικονομολόγων της δεκαετίας του 1960 – η εγκατάλειψη της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας προϋποθέτει να δοθεί βάρος σε τρεις εναλλακτικούς μηχανισμούς που διασφαλίζουν την περιφερειακή προσαρμογή: τις περιφερειακές δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, τη μετανάστευση μέσα στην ένωση και κυρίως τη δυνατότητα των αγορών απασχόλησης να προσαρμόζονται στα σοκ.
Δυστυχώς και οι τρεις αυτοί μηχανισμοί ήταν ανάθεμα κατά την περίοδο δημιουργίας του ευρώ. Έτσι, η υποστήριξη του μηνύματος ότι τίποτα δεν θα έπρεπε να αλλάξει με το ευρώ φάνηκε πολύ πιο ελκυστική. Και κανείς δεν έδωσε προσοχή στα επιχειρήματα του Μάντελ κατά τον θεσμικό σχέδιο του ευρώ. Πράγματι, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης όπως και η ρήτρα μη διάσωσης των ευρωπαϊκών κρατών αγνοούσαν τη σχετική οικονομική θεωρία – και μερικοί λένε αγνοούσαν κάθε οικονομική θεωρία. Οι ανισορροπίες στα περιφερειακά ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών ερμηνεύονταν ως απόρροια της αλάνθαστης συμπεριφοράς των παραγόντων της αγοράς η οποία οδηγούσε στα βέλτιστα αποτέλεσματα και όχι για παράδειγμα σαν το αποτέλεσμα μιας φούσκας στην αγορά ακινήτων της Ισπανίας και του υπερβάλλοντος δημόσιου δανεισμού στην Ελλάδα.
Μόνον αφότου είχε συντελεστεί το κακό, από τις αρχές του 2010, άρχισε να γίνεται κοινός τόπος ότι τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών μέσα στην ένωση, που συσσωρεύονταν για μια ολόκληρη 10ετία, ήταν πρόβλημα και όχι πλεονέκτημα. Σήμερα με δεδομένη τη νομισματική ένωση, η προσαρμογή πρέπει να γίνει με αλλαγή των εγχώριων τιμών σε σχέση με τα εμπορεύσιμα αγαθά – δηλαδή προκαλώντας μια υποτίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Αν κρίνουμε από το μέγεθος της υπερτίμησης που συντελέστηκε σε κάποιες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, η διαδικασία της προσαρμογής θα χρειαστεί πολύ καιρό. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως η Γερμανία χρειάστηκε 10 ολόκληρα χρόνια προσαρμογής για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα από μια σχετικώς μικρή φούσκα ακινήτων στα κράτη της ανατολικής Γερμανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Και είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι οι παράγοντες της αγοράς θα έχουν την απαιτούμενη υπομονή. Γι’ αυτό η υποστήριξη του ευρώ χρειάζεται μια ισχυρή και αξιόπιστη προσπάθεια ελέγχου της κρίσης - το ‘θα κάνουμε ό,τι κι αν χρειαστεί’.
Αλλά η εξελισσόμενη κρίση έχει φέρει στο φως κι ένα δεύτερο ελάττωμα στο σχέδιο του ευρώ, που δεν το είχε περιγράψει ο Μάντελ: τις προκλήσεις που προέρχονται από τις ολοκληρωμένες κεφαλαιαγορές, συμπεριλαμβανομένων αυτών για την αξιοπιστία της ρήτρας περί μη διάσωσης. Υπό φυσιολογικές συνθήκες οι ανεμπόδιστες διασυνοριακές κεφαλαιακές ροές έχουν όλα τα πολυδιαφημισμένα πλεονεκτήματα σε όρους καλύτερης κατανομής των πόρων και υψηλότερης παραγωγικότητας. Αλλά από την ώρα που ξεκίνησε η κρίση, και με δεδομένη την κοινή μοίρα εθνικών κρατών και των τραπεζών τους, έχουν εγκατασταθεί ισχυρές προκαταλήψεις σε σχέση με τις χώρες με αποτέλεσμα οι νομισματικές συνθήκες να κατατεμαχίζονται ξανά με βάση τις εθνικές γραμμές.
Κι αυτό μεταφράζεται σε τεράστιες αποκλίσεις στο κόστος χρηματοδότησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι μια ουσιαστική απόκλιση στο κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, με πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να έχουν χάσει κάθε πρόσβαση στην πίστωση. Κατά συνέπεια οι κεφαλαιακές δαπάνες – ήδη πρόβλημα, με δεδομένη την αδύναμη ζήτηση – βουλιάζουν, προκαλώντας έναν φαύλο κύκλο συρρίκνωσης του ΑΕΠ, μείωσης των κρατικών φορολογικών εσόδων, αύξησης των δημοσίων δαπανών και περαιτέρω αποσταθεροποίησης της θέσης χρέους προς ΑΕΠ των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι αυτή η ετερογένεια στις χρηματοδοτικές συνθήκες καθιστά εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την άσκηση μιας κοινής νομισματικής πολιτικής. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι από τη στιγμή που κάποιες χώρες επιβαρύνονται σήμερα με μεγάλα σπρεντ επιτοκίων για το δημόσιο δανεισμό τους τα οποία είναι το λειτουργικό ισοδύναμο του να έχουν δικό τους νόμισμα – δίχως όμως να έχουν και δική τους κεντρική τράπεζα – ενδέχεται κάποια κράτη μέλη ευρώ να αρχίσουν κάποια στιγμή να αναρωτιούνται γιατί δεν θα έπρεπε να επισημοποιήσουν αυτό που είναι η ντε φάκτο πραγματικότητα. Οι παράγοντες της αγοράς ήδη το κάνουν, ως ένα βαθμό.
Τίποτε από αυτά δεν είναι αναπόφευκτο. Το ευρώ δεν δημιουργήθηκε για καθαρά οικονομικούς λόγους. Αν κρίνεται ακόμη ως ένα αξιόλογο πολιτικό σχέδιο και θεωρείται ως αμοιβαία ευεργετικό για όλους όσους συμμετέχουν σε αυτό, η Ευρωζώνη μπορεί να καταστεί βιώσιμη. Αλλά για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να ικανοποιηθούν κάποιες ελάχιστες προϋποθέσεις. Επιπλέον της ευελιξίας στις αγορές απασχόλησης, μια βιώσιμη Ευρωζώνη προϋποθέτει έναν ελάχιστο δημοσιονομικό μηχανισμό ασφαλείας. Όπως επίσης προϋποθέτει όχι μόνο ένα κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αλλά και κοινές αρχές για την εποπτεία τους σε επίπεδο Ευρωζώνης και βέβαια ένα κοινό σχήμα εγγύησης καταθέσεων και ένα κοινό σχήμα εκκαθάρισης των τραπεζών.
Όλα αυτά μπορεί να είναι δύσκολα. Και η εφαρμογή τους να χρειαστεί χρόνο. Αλλά η άμεση βραχυπρόθεσμη εναλλακτική λύση – η εκδίωξη της Ελλάδας και ίσως κι άλλων κρατών από το ευρώ – θα έχει σημαντικό κόστος. Οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα υποχρεωθούν να πληρώσουν ένα σημαντικό πρίμιουμ για να αποζημιώσουν τους επενδυτές για τον κίνδυνο μετατροπής του νομίσματος τους που θα αναλάβουν – καθώς κάτι τέτοιο σημαίνει μερικό χρεοστάσιο. Αν γίνει κάτι τέτοιο η Ευρωζώνη θα γίνει τόσο ευάλωτη όσο αποδείχτηκε ιστορικά κάθε σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Πηγή / http://www.sofokleous10.gr/portal2/
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ν. Ειρηνικός: Δύτης ανακάλυψε το ναυάγιο θρυλικού πειρατικού πλοίου
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ληστεία με πυροβολισμούς και νεκρό στην Πάρο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ