2012-08-12 12:04:19
Φωτογραφία για ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ
Ανεξάρτητα από το ποιό φάρμακο προτείνουν κάθε φορά οι πολιτικοί ναυαγοσώστες της Ευρωζώνης στα κράτη και στους θεσμούς της, ο ευρωπαίος ασθενής όχι μόνο δεν αναρρώνει, αλλά αρρωσταίνει περισσότερο - με το εφιαλτικό σενάριο της διάλυσης να παραμένει ανέπαφο

"Υποτίθεται ότι οι πολιτικοί, εάν τα βρουν πολύ δύσκολα, κάνουν πραγματικά αυτό που πρέπει - κάτι που απαντάει στην ερώτηση, η οποία αφορά την προθυμία τους. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι αρκετή η υποθετικά ανιδιοτελής προθυμία τους να κάνουν αυτό που πρέπει, έστω την ύστατη στιγμή - αφού κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι, μπορούν να το κάνουν σωστά.

Απλούστερα, δεν είναι αρκετό να είναι οι πολιτικοί πρόθυμοι, έντιμοι και ανιδιοτελείς - πρέπει ταυτόχρονα να είναι επαρκείς και ικανοί, για να έχουν σωστά αποτελέσματα η προθυμία, η υποθετική ανιδιοτέλεια και οι ενέργειες τους.

Πρόσφατα όμως επικρατεί μεγάλη ανασφάλεια σε σχέση με το τελευταίο - δηλαδή, με το εάν είναι επαρκείς οι πολιτικοί, καθώς επίσης εάν έχουν πράγματι τις ικανότητες. Ειδικά όσον αφορά τη ζώνη του κοινού νομίσματος υπάρχει ένα παράδειγμα, το οποίοαπεικονίζει πολύ καλά την κεντρική δυναμική και τις ιδιαιτερότητες της σημερινής Ευρώπης.     


Ειδικότερα ας φαντασθούμε ότι, όλοι οι ηγέτες της Ευρωζώνης κάθονται επάνω σε μία πρόχειρα κατασκευασμένη σχεδία, η οποία παρασύρεται από τα ορμητικά νερά ενός ποταμού - πλησιάζοντας επικίνδυνα έναν απότομο, πανύψηλο και θανατηφόρο καταρράχτη.

Όσο πιο πολύ περιμένουν οι ηγέτες, συζητώντας ακατάπαυστα στον πύργο της Βαβέλ (Ευρωζώνη), χωρίς ουσιαστικά να κάνουν τίποτα, τόσο πιο γρήγορα κινείται η σχεδία - με αποτέλεσμα η ξέφρενη πορεία της προς το θάνατο, να μην εξαρτάται πια από την επιθυμία, καθώς επίσης από την προθυμία τους να οδηγήσουν τη σχεδία από κοινού και με  ασφάλεια στην ακτή, μακριά από τον καταρράχτη.  

Τα αποτελέσματα των ενεργειών τους λοιπόν εξαρτώνται όλο και λιγότερο από την  προθυμία τους να συνεργασθούν. Αντίθετα, όλο και περισσότερο από τις συγκυρίες, καθώς επίσης από την επάρκεια και τις ικανότητες τους - πόσο μάλλον όταν ευρίσκονται αντιμέτωποι με πανίσχυρες «φυσικές δυνάμεις» (αγορές), οι οποίες είναι όλο και πιο δύσκολο να ελεγχθούν.    

Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα, η οποία κατευθύνεται όλο και πιο γρήγορα στο βάραθρο - ενώ υπάρχουν βάσιμες υποψίες, σχετικά με την ικανότητα των πολιτικών της να αποτρέψουν το μοιραίο.

Είναι πολύ πιθανόν λοιπόν, όταν θα υπάρξει επιτέλους η μεταξύ τους συνεννόηση (καθώς επίσης η προθυμία να συνεργαστούν από κοινού, χωρίς μικροκομματικές σκοπιμότητες, απέναντι στον κοινό εχθρό), να μην έχουν την ικανότητα ή/και να είναι πλέον πολύ αργά, για να οδηγήσουν τη χώρα με ασφάλεια στην ακτή - ένα μάλλον τρομακτικό, αν και δυστυχώς απόλυτα ρεαλιστικό σενάριο".

Ανάλυση

Όπως γνωρίζουμε, υπήρξαν πρόσφατα πολλές αντιδράσεις, ακόμη και από μεγάλα ΜΜΕ, σε σχέση με ένα μέλος της ΕΚΤ, το οποίο είπε ότι, ο μέσος μικτός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα είναι της τάξης των 3.000 €. Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε τα παρακάτω:

(α)  Με βάση τον προϋπολογισμό του 2012 για τη χρήση 2011, οι καθαρές αποδοχές των ΔΥ ήταν 15.228.000.000 €(εκτιμώμενες πραγματοποιήσεις 2011).

(β)  Ο αριθμός των ΔΥ το 2011 ήταν 712.071 άτομα (φυσικά χωρίς τις ΔΕΚΟ, οι υπάλληλοι των οποίων δεν πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό).

Επομένως, εάν διαιρέσει κανείς τα δύο παραπάνω νούμερα, θα καταλήξει σε ένα καθαρό μέσο μηνιαίο μισθό (ετήσιος δια του 12) ύψους 1.782 € (21.385 € ετήσια) - όταν ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα, παρά το ότι δεν έχει το προνόμιο της μονιμότητας, ενώ είναι αυτός που κατασπαράζεται από το τέρας της ανεργίας, είναι κάτω από 1.000 €.    

Εάν κανείς συμπεριλάβει τώρα τις κρατήσεις για κοινωνική ασφάλιση και περίθαλψη, θα καταλήξει σε ένα μικτό μισθό, ο οποίος δεν απέχει καθόλου από αυτόν που ανέφερε το μέλος της ΕΚΤ. Αν και καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι, ένα μεγάλος αριθμός ΔΥ πληρώνεται με πολύ λιγότερα χρήματα, δεν μπορούμε παρά να σεβαστούμε τους αριθμούς - οι οποίοι βέβαιααφορούν το μέσο μισθό, αποκλειστικά και μόνο για σύγκριση με άλλες χώρες (αφού οι μέσοι μισθοί δίνουν μία, πολλές φορές, εσφαλμένη εικόνα της πραγματικότητας, επειδή αποκρύπτουν τις πάσης φύσεως εισοδηματικές ανισότητες).

Με την τοποθέτηση μας αυτή βέβαια δεν ισχυριζόμαστε ότι, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της χώρας μας οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ύψος των μισθών - εκτός εάν έχει καταδικαστεί εν αγνοία μας η Ελλάδα, στο ρόλο μίας οικονομίας παροχής φθηνών υπηρεσιών (εμπόριο, τουρισμός κλπ.), όπου πράγματι οι μισθοί θα συνιστούσαν ένα κρίσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Στην περίπτωση λοιπόν που δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και η πατρίδα μας σχεδιάζεται να εξέλθει από την κρίση ως μία ανεπτυγμένη οικονομία με βασικές βιομηχανικές δομές, όπως ήταν στο παρελθόν (πριν αποβιομηχανοποιηθεί, μεταξύ άλλων από τις συνθήκες που επικράτησαν στην Ευρωζώνη - ευρωπαϊκές ασυμμετρίες), τότε η μείωση των μισθών δεν θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της - αντίθετα, θα επιδεινώσει ακόμη πιο πολύ την ύφεση, λόγω των μειωμένων καταναλωτικών δαπανών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον καμία ελπίδα σωτηρίας.

Εν τούτοις, οι διαρθρωτικές αλλαγές και η εσωτερική υποτίμηση, κατά το γερμανικό πρότυπο (Agenda 2010), συστήνονται ανεπιφύλακτα στη χώρα μας, όπως επίσης στα υπόλοιπα κράτη του Νότου - σαν μία μέθοδος, με τη βοήθεια της οποίας η Γερμανία κατόρθωσε να καταπολεμήσει την ανεργία, να αναπτυχθεί και να ξεφύγει από την ύφεση του 2008 (παραδόξως δεν απαιτήθηκε απόλυτα από την αγγλοσαξονική Ιρλανδία - όπου επιτράπηκαν οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές, με τη βοήθεια των οποίων αφενός μεν δεν εμποδίστηκε η εγκατάσταση ξένων επιχειρήσεων, αφετέρου συνέχισαν να «επιδοτούνται» οι εξαγωγές της).

Είναι όμως πράγματι έτσι ή μήπως οι διαρθρωτικές αλλαγές και η εσωτερική υποτίμηση στη Γερμανία (πάγωμα μισθών ουσιαστικά και περιορισμός του κοινωνικού κράτους), είχαν σαν αποτέλεσμα κυρίως μία εισοδηματική ανισότητα, καθώς επίσης μία ανάπτυξη, στηριγμένη αποκλειστικά και μόνο στις εξαγωγές;

Εάν εφαρμοζόταν αυτή η μέθοδος (πολιτική λιτότητας) σήμερα εκ μέρους όλων των ασθενέστερων οικονομιών, δεν θα έπρεπε οι υπόλοιπες χώρες (Βορράς) να αποδεχθούν ελλείμματα στο εμπορικά τους ισοζύγια, να εισάγουν δηλαδή και να καταναλώνουν περισσότερα από το Νότο εξάγοντας λιγότερα, έτσι ώστε να έχουν πλεονάσματα τα κράτη του Νότου; Δεν θα όφειλε σε τελευταία ανάλυση να χρεώνεται ο Βορράς, για να εξοφλάει ο Νότος; Υπάρχει όμως αυτή η προθυμία;  

Εκτός αυτού, δεν θα έπρεπε να αποδεχθούν οι χώρες του Νότου τις εισοδηματικές ανισότητες (αύξηση των εισοδημάτων των πλουσίων, μείωση των εισοδημάτων των φτωχών), κατά το γερμανικό «πρότυπο»; Όταν όμως τα κυριότερα προβλήματα τους είναι η γραφειοκρατία, το φορολογικό και το επιχειρηματικό πλαίσιο, πόσο θα μπορούσε να βοηθήσει η ζητούμενη πολιτική λιτότητας;

Μήπως προσπαθεί απλά να κερδίσει χρόνο για να προετοιμαστεί κατάλληλα η Γερμανία (ενδεχομένως για την έξοδο της από την Ευρωζώνη, εάν δεν πετύχει να κυριαρχήσει απολυταρχικά σε όλες τις χώρες), εισπράττοντας ταυτόχρονα τις τεράστιες απαιτήσεις της από τα αδύναμα κράτη-οφειλέτες της; Είναι ίσως η Γερμανία και οι τεράστιες καταθέσεις των Πολιτών της (περί τα 5 τρις €) ο τελικός στόχος των αγορών; Άλλωστε, οι Γερμανοί Πολίτες δεν ήταν αυτοί που κυρίως «ληστεύτηκαν», με τη βοήθεια της χρεοκοπίας της Lehman Brothers;             

Αρκετές οι απορίες λοιπόν, οι οποίες συνδέονται με την (αποτυχημένη) πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα στις χώρες του Νότου - με μία από τις απαντήσεις να ευρίσκεται στην ανάλυση του γερμανικού μοντέλου, γνωστού ως Agenda 2010.         

ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

Αυτοί οι οποίοι ισχυρίζονται ότι, οι διαρθρωτικές αλλαγές, σε συνδυασμό με την εσωτερική υποτίμηση, ήταν αυτά που εξασφάλισαν την οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, θα έχουν κατά κανόνα υπ' όψιν τους (πηγή: F.E.S.) τις δύο παρακάτω «διαστάσεις»:

(α)  το ότι η γερμανική οικονομία, μετά τις μεγάλες αλλαγές (τις οποίες ουσιαστικά δρομολόγησε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, λίγο αργότερα από την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη), αύξησε την αποτελεσματικότητα της, σε σύγκριση με το δικό της παρελθόν και

(β) το ότι αναπτύχθηκε καλύτερα από εκείνες τις χώρες, με τις οποίες θα μπορούσε να συγκριθεί - ή έστω ότι, λόγω αυτών των αλλαγών, κατάφερε να αντιμετωπίσει καλύτερα από τα άλλα κράτη τη χρηματοπιστωτική κρίση.

Η έννοια «καλύτερα» τώρα είναι δυνατόν να «αποκωδικοποιηθεί» με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους(οικονομικούς δείκτες) όπως, για παράδειγμα: ρυθμός ανάπτυξης, απασχόληση, εξαγωγικές επιδόσεις (πλεονάσματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών), δημόσιο χρέος, έλλειμμα προϋπολογισμού, πιστοληπτική αξιολόγηση κλπ.

Στα πλαίσια αυτά, ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, στον οποίο αναφέρονται ορισμένοι οικονομικοί δείκτες για δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε τη σωστή εικόνα του «γερμανικού θαύματος»:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Σύγκριση της οικονομικής εξέλιξης της Γερμανίας, πριν και μετά την εφαρμογή της Agenda 2010

Οικονομικοί Δείκτες

Περίοδος 1995-2003

Περίοδος 2003-2011

Μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης (ονομ.)

1,95%

2,34%

Μέσες επενδύσεις (ως προς το ΑΕΠ)

21%

18%

Μέση ετήσια αύξηση παραγωγικότητας

0,97%

0,72%

Αύξηση πραγματικού μισθού*

0,9%

-0,8%

Ανεργία

10,3%

9,1%

Νέοι εργαζόμενοι (είσοδος)

1.754.000

831.000

Αύξηση εξαγωγών (ονομαστική)**

9%

7%

Πλεονάσματα εξαγωγών (% ΑΕΠ)

-1%

5%

Έλλειμμα προϋπολογισμού (% ΑΕΠ)

2,1%

1,9%

Δημόσιο χρέος

59%

69%

* Συνυπολογισμένου του πληθωρισμού (αγοραστική δυνατότητα)

** Ονομαστική = Μη συνυπολογισμός του πληθωρισμού

Πηγή: F.E.Stiftung

Συνεχίζοντας, εάν συγκρίνει κανείς τις δύο χρονικές περιόδους θα διαπιστώσει αμέσως ότι ο δείκτης, ο οποίος κυρίως ωφελήθηκε από τις διαρθρωτικές αλλαγές στη Γερμανία, ήταν η ανεργία - η οποία μειώθηκε από σχεδόν 11% το 2005, στο περίπου 7% το 2011 (στον Πίνακα Ι εμφανίζονται οι μέσοι δείκτες των δύο περιόδων), μετά από μία μικρή άνοδό της το 2009.

Αντίθετα, ο ρυθμός ανάπτυξης επηρεάσθηκε πολύ λιγότερο - με μία μικρή αύξηση από το 2004, με μία εντονότερη το 2007 και με μία ραγδαία πτώση το 2008/09, κατά το ξέσπασμα της κρίσης (ενώ η σχετικά ισχυρή ανάπτυξη το 2010/11 επανάφερε απλά το ΑΕΠ στα προηγούμενα επίπεδα και στη συνέχεια ομαλοποιήθηκε).

Όσον αφορά τις εξαγωγές, αυξάνονταν περισσότερο πριν από τις αλλαγές (9%) και στη συνέχεια περιορίσθηκαν (7%) - ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού μειωνόταν έως το 2007, για να εκτοξευθεί στα ύψη στα πλαίσια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, με αποτέλεσμα να αυξάνεται διαρκώς το δημόσιο χρέος (γεγονός που άλλαξε το 2010, όταν η Γερμανία άρχισε να κερδίζει από την κρίση δανεισμού της Ευρωζώνης).

Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες (θα απαιτούσαν εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις, οι οποίες θα ήταν κουραστικές), εάν συγκρίνει κανείς τη Γερμανία με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ ή/και της Ευρωζώνης, θα διαπιστώσει ότι τα οικονομικά της μεγέθη καλυτερεύουν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση - αφού πριν από αυτήν και μετά τις αλλαγές της Agenda 2010, τόσο ο ρυθμός ανάπτυξης, όσο και η ανεργία, ήταν στο μέσο επίπεδο της ΕΕ.

Αντίθετα λοιπόν με όλες τις άλλες χώρες, τα μεγέθη της Γερμανίας άρχισαν να καλυτερεύουν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση - γεγονός που οδήγησε πολλούς στη θεωρεία συνωμοσίας, σύμφωνα με την οποία η Γερμανία, σε συνεργασία με τις Η.Π.Α., προκάλεσε σκόπιμα την κρίση, με στόχο την εγκαθίδρυση μίας νέας τάξης πραγμάτων.   

ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ   

Η αύξηση των πλεονασμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας (από έλλειμμα -1% σε πλεονάσματα 5%), η οποία προκλήθηκε κυρίως από το πάγωμα των μισθών των εργαζομένων (από +0,9% στο -0,8%, όταν σε όλες τις άλλες χώρες οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονταν), έχει μία διπλή ανάγνωση:

(α)  η μειωμένη εσωτερική ζήτηση, λόγω του περιορισμού της αγοραστικής ικανότητας των εργαζομένων, είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση των εισαγωγών και

(β)  οι χαμηλοί μισθοί αύξησαν την ανταγωνιστικότητα της χώρας, με αποτέλεσμα να διευκολυνθούν οι εξαγωγές της, παρά το ότι δεν ακολούθησαν μεγάλες επενδύσεις - κυρίως όμως λόγω της αύξησης των εισαγωγών των χωρών της ΕΕ, στις οποίες οι μισθολογικές αυξήσεις οδήγησαν σε μεγαλύτερη κατανάλωση τους πληθυσμούς τους.

Σε τελική ανάλυση λοιπόν, το βασικό αποτέλεσμα των γερμανικών μεταρρυθμίσεων ήταν η ραγδαία αύξηση των πλεονασμάτων του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών (από 4-8% του ΑΕΠ μετά το 2005) - η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της οφειλόταν στην αυξημένη ζήτηση από το εξωτερικό.

Εν τούτοις, οι γερμανικές επιχειρήσεις δεν μετέφεραν το χαμηλότερο κόστος τους (λόγω του περιορισμού των αμοιβών των εργαζομένων τους) εξ ολοκλήρου στις τιμές των προϊόντων τους - με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα εισοδήματα (κέρδη) των επιχειρηματιών, καθώς επίσης των ιδιοκτητών κεφαλαίου.

Κατ' επακόλουθο, τα υψηλά εισοδηματικά στρώματα αύξησαν τις αποταμιεύσεις τους - ενώ τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα αναγκάσθηκαν να αποταμιεύουν επίσης περισσότερο, λόγω των αλλαγών στα συνταξιοδοτικά προγράμματα, καθώς επίσης σε αυτά της υγειονομικής περίθαλψης (μειώσεις, οι οποίες υποχρέωναν τους πολίτες να φροντίζουν μόνοι τους για το μέλλον, ιδίως μετά τη συνταξιοδότηση τους).   

Η αύξηση αυτή των αποταμιεύσεων και από τις δύο εισοδηματικές τάξεις, αφενός μείωσε περαιτέρω την εσωτερική κατανάλωση (άρα τις εισαγωγές), αφετέρου αύξησε τα διαθέσιμα κεφάλαια των Γερμανών - τα οποία οδηγήθηκαν από το χρηματοπιστωτικό κλάδο στο εξωτερικό, επειδή δεν διενεργούνταν αρκετές επενδύσεις στο εσωτερικό, παρά τις μεγάλες φοροελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις.

Οι οφειλέτες λοιπόν του εξωτερικού εισέπρατταν (δανείζονταν) ουσιαστικά τις αποταμιεύσεις των Γερμανών - με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ζήτηση στις χώρες τους, η οποία μεγέθυνε με τη σειρά της τις γερμανικές εξαγωγές (εν μέρει «μερκαντιλιστικά»), οι οποίες πληρώνονταν με δάνεια εκ μέρους της Γερμανίας.     

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΣΤΟ ΝΟΤΟ

Όπως συμπεραίνεται από τις δηλώσεις πολλών Γερμανών και Ευρωπαίων πολιτικών ή/και τεχνοκρατών (ακόμη και από αυτές τουύπατου αρμοστή στην Ελλάδα), για τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, οι οποίες χαρακτηρίζονται από ελλειμματικά εμπορικά ισοζύγια και αρνητικούς προϋπολογισμούς, προτείνεται το γερμανικό μοντέλο - ως η ιδανική στρατηγική για να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητα τους.

Είναι όμως δυνατόν να δημιουργήσει αυτό το μοντέλο ανάπτυξη και να μειώσει την ανεργία σε χώρες οι οποίες στο παρελθόν, σε αντίθεση με τη Γερμανία, χαρακτηρίζονταν από αυξήσεις τόσο των μισθών, όσο και της εσωτερικής κατανάλωσης - η οποία οδηγούταν κυρίως σε εισαγωγές από άλλες χώρες, εις βάρος των δικών τους επιχειρήσεων και της παραγωγικής τους βάσης;    

Η γερμανική εμπειρία, πάντοτε κατά την F.E.S., προκαλεί μεγάλες αμφιβολίες, αφού τόσο η ανάπτυξη, όσο και η καταπολέμηση της ανεργίας στη Γερμανία δεν οφείλονται στις διαρθρωτικές αλλαγές και στις μεταρρυθμίσεις, αλλά στην αυξημένη ζήτηση από το εξωτερικό και στην υπερχρέωση των χωρών του νότου. Η ζήτηση αυτή λειτούργησε για τη Γερμανία σαν ένα μεγάλο πολυετές πρόγραμμα ανάπτυξης «τύπου Marshall», ύψους περίπου 4% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση.

Η συγκεκριμένη στρατηγική λοιπόν θα μπορούσε να έχει επιτυχία, στην καλύτερη των περιπτώσεων, εάν οι χώρες του Βορά αναλάβουν το ρόλο αυτό (αύξηση της κατανάλωσης τους, με τη βοήθεια της αύξησης των μισθών και του δανεισμού, με προϊόντα εισαγωγής από τις χώρες του Νότου) - εάν αποδεχθούν δηλαδή τόσο ελλειμματικά εμπορικά ισοζύγια, όσο και έναν μέτριο πληθωρισμό (κάτι που δεν φαίνεται να επιθυμούν, με πρώτη από όλες τη Γερμανία).

Χωρίς όμως αυτήν την προϋπόθεση, η πολιτική λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόζεται στις χώρες του νότου (με εξαίρεση ίσως την Ιρλανδία, αν και τα οφέλη τα καρπώνονται οι ξένες βιομηχανίες που έχουν εγκατασταθεί εκεί, λόγω της χαμηλής φορολόγησης), θα οδηγήσει σε μία εκτεταμένη ύφεση - όπου ναι μεν θα περιορίζονται τα ελλείμματα των υπερχρεωμένων κρατών, αλλά με ένα πολύ υψηλό τίμημα: την εξαθλίωση των λαών τους, τη λεηλασία του πλούτου τους και την απόλυτη αδυναμία ανάπτυξης, για πολλά έτη.

Παράλληλα, η διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων και ο περιορισμός του κοινωνικού κράτους, τον οποίο προκάλεσαν οι διαρθρωτικές αλλαγές στη Γερμανία, απειλεί να επεκταθεί σε όλη την Ευρώπη - γεγονός που μάλλον δενθα οδηγήσει τους ιδιοκτήτες κεφαλαίων σε παραγωγικές επενδύσεις (λόγω μειωμένης ζήτησης), οι οποίες θα προκαλούσαν ανάπτυξη, αλλά στα χρηματιστήρια και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.  

Η ανάπτυξη χρειάζεται ισχυρή ζήτηση, η οποία μπορεί να προκληθεί μόνο από μία δικαιότερη αναδιανομή των εισοδημάτων, προς όφελος των λιγότερο προνομιούχων - αφού οι αυξημένες απολαβές των υψηλότερων εισοδηματικών τάξεων δεν οδηγούνται στην κατανάλωση αλλά στις αποταμιεύσεις, οι οποίες διοχετεύονται σε επενδύσεις και προκαλούν ανάπτυξη, μόνο εάν υπάρχει καταναλωτική ζήτηση.    

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΟΡΥΦΗΣ ΤΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ

Κανένας δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποκλείει τίποτα - επομένως ούτε τα ευρωομόλογα, ούτε το ΕΝΤ, ούτε τη δημοσιονομική και πολιτική ένωση ισότιμων μεταξύ τους κρατών, με στόχο μία Ευρώπη των πολιτών της (όσο ουτοπικό και αν ακούγεται - αν και οι δηλώσεις της Φιλανδίας, σχετικά με το ότι εξετάζει την έξοδο της από το ευρώ, κάτι που είχαμε προβλέψει στο άρθρο μας «Η ημέρα Δέλτα», δεν προμηνύουν τα καλύτερα).

Εν τούτοις, τόσο οι αποφάσεις της συνόδου κορυφής, όσο και η πρόσφατη μείωση των επιτοκίων εκ μέρους της ΕΚΤ, ήταν κυρίως προς όφελος των τραπεζών - ενώ απλά καθυστερούν το μοιραίο, όπως μοιάζει να είναι η διάλυση της Ευρωζώνης.Στον Πίνακα ΙΙ φαίνεται το μέγεθος των συστημικών τραπεζών σε ορισμένες χώρες:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Ποσοστά των συνολικών ισολογισμών των συστημικών τραπεζών, ως προς το ΑΕΠ της χώρας (σε περίπου μεγέθη)

Κράτος

Ποσοστό προς ΑΕΠ

Γαλλία

290%

Ολλανδία

210%

Ισπανία

102%

Γερμανία

100%

Ιταλία

60%

Πηγή: Bruegel

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙ, η χώρα που κινδυνεύει περισσότερο από όλες τις άλλες από μία ενδεχόμενη κατάρρευση των τραπεζών είναι η Γαλλία - η οποία είναι επί πλέον πάρα πολύ εκτεθειμένη στις χώρες του Νότου. Επομένωςωφελήθηκε σημαντικά από τις αποφάσεις της συνόδου, γεγονός που επεξηγεί την σχετικά ουδέτερη θέση του προέδρου της.

Στον Πίνακα ΙΙΙ που ακολουθεί αναφέρονται ορισμένοι βασικοί δείκτες της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας, επίσης της Ελλάδας για σύγκριση, από τους οποίους διαφαίνονται οι τεράστιοι κίνδυνοι από τις οφειλές των χωρών μεταξύ τους:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Βασικοί οικονομικοί δείκτες σε ευρώ, τέλη Ιουνίου του 2011 (προβλέψεις)

Δείκτες

Γαλλία

Ιταλία

Ισπανία

Ελλάδα

ΑΕΠ

1,8 τρις

1,2 τρις

0,7 τρις

0,2

Εξωτερικό χρέος

4,2 τρις

2,0 τρις

1,9 τρις

0,4

Εξωτερικό χρέος / κάτοικο

66.508

32.875

41.366

38.073

Εξωτερικό χρέος / ΑΕΠ

235%

163%

284%

252%

Δημόσιο χρέος / ΑΕΠ

87%

121%

67%

*135%

Οφειλές σε Γερμανία

123,5 δις

120,0

131,7

15,9

Οφειλές σε Βρετανία

227,0 δις

54,7

74,9

9,4

Οφειλές στις Η.Π.Α.

202,1 δις

34,8

49,6

6,2

Οφειλές προς Γαλλία

,/.

309,0

112,0

41,4

 * Μετά τη διαγραφή                                                                                                    

Πηγή: BBC (BIS, IMF, World Bank, UN Population Division)

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Όπως συμπεραίνουμε από τον Πίνακα ΙΙΙ, η Γαλλία είναι πολύ εκτεθειμένη με δάνεια στην Ιταλία και στην Ισπανία (στην Ελλάδα επίσης), οπότε δεν θα ήθελε με κανέναν τρόπο να συμβεί κάτι στις δύο αυτές χώρες. Από τα δική της πλευρά τώρα,οφείλει πάρα πολλά στη Γερμανία, στη Μ. Βρετανία και στις Η.Π.Α. (79,8 δις € στην Ιαπωνία) – οπότε τα κράτη αυτά δεν θα ήθελαν να συμβεί κάτι στη Γαλλία. 

Ανεξάρτητα τώρα από τα παραπάνω, αυτό που κατά πολλούς συνέβη κατά τη διάρκεια της σύσκεψης ήταν «μία πυγμαχία στο παρασκήνιο» - όπου ο Ιταλός πρωθυπουργός, παρά τον ξεκάθαρο «εκβιασμό» του (αποχώρηση από το ευρώ, ένα ενδεχόμενο εξαιρετικά επικίνδυνο για τη Γερμανία) δεν νίκησε, ενώ η γερμανίδα καγκελάριος δεν έχασε (αφού δεν έκανε καμία σοβαρή παραχώρηση). Ειδικότερα τα εξής:

(α) Οι αγορές ομολόγων από τον ESM, στα πλαίσια των κανόνων της συμφωνίας του Μάαστριχτ, χωρίς αύξηση των κεφαλαίων του (500 δις €) και χωρίς την εκχώρηση τραπεζικής άδειας, όπως συμφωνήθηκε, δεν έχουν κανένα νόημα - ειδικά αφού η Ιταλία έχει σε κυκλοφορία ομόλογα του δημοσίου της ύψους περί τα 2 τρις €, ενώ η Ισπανία επίσης αρκετά.

(β) Ο μοναδικός θεσμός, ο οποίος μπορεί να αγοράσει ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης σε μεγάλες ποσότητες είναι η ΕΚΤ -η οποία όμως δεν εξουσιοδοτήθηκε για κάτι τέτοιο.

(γ) Η επόμενη συμφωνία, η απ' ευθείας διάσωση δηλαδή των τραπεζών από τον ESM, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο μετά από την λειτουργία ενός μηχανισμού ελέγχου των τραπεζών - κάτι που μάλλον θα διαρκέσει αρκετό καιρό.

Το «πακέτο μέτρων» λοιπόν που συμφωνήθηκε λέγεται πως ήταν μία πανηγυρική νίκη της θεατρικής εικόνας, του ψέματος δηλαδή, απέναντι στην καθημερινή πραγματικότητα, στην αλήθεια - ενώ θα μπορούσε στο παρελθόν να είχε κερδίσει κανείς πολλά χρήματα, εάν στοιχημάτιζε πριν από κάθε σύνοδο στην άνοδο των χρηματιστηρίων και αμέσως μετά στην πτώση. Από την άλλη πλευρά, η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού της Ιταλίας και της Ισπανίας συνεχίζεται, ενώ η κρίση θα επιστρέψει δριμύτερη, το αργότερο μετά το καλοκαίρι.      

Θα είναι αλήθεια πρόθυμη τότε η καγκελάριος να συμφωνήσει στα ευρωομόλογα ή να επιτρέψει τη λήψη τραπεζικής άδειας από τον ESM, έτσι ώστε ο τελευταίος να δανείζεται από την ΕΚΤ και να μπορεί να αγοράζει απεριόριστες ποσότητες ομολόγων;

Μάλλον όχι, γεγονός που θα σήμαινε ότι, η επιστροφή μίας ισχυρότερης κρίσης, σε συνδυασμό με την ύφεση σε ολόκληρη την ΕΕ, με τη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης στις Η.Π.Α., στην Κίνα, στη Βραζιλία, στην Ινδία κλπ., θα οδηγούσε την Ευρωζώνη στα όρια της.

Επομένως, η σύσκεψη κορυφής ίσως να μην ήταν ένα ακόμη βήμα προς την ενοποίηση της Ευρώπης, όπως υποτέθηκε αρχικά, αλλά ένα ακόμη βήμα προς την ανεξέλεγκτη  διάλυση - η οποία θα προκαλούσε ένα παγκόσμιο κραχ ανυπολόγιστων διαστάσεων.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, “τι θα μπορούσε να διαπραγματευθεί κανείς στη σύνοδο κορυφής, όταν ο πρωθυπουργός τόνιζε στην επίσημη επιστολή του ότι «η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας αποδέχεται την ιδιοκτησία του προγράμματος σταθεροποίησης και είναι πλήρως δεσμευμένη στους στόχους, στους αντικειμενικούς σκοπούς και σε όλες τις βασικές πολιτικές του προγράμματος";

Κυβέρνηση, «πλήρως δεσμευμένη» σε όλες τις βασικές πολιτικές των συνδίκων του διαβόλου, των μπράβων των τοκογλύφων καλύτερα, είναι προφανές ότι ούτε θέλει, ούτε μπορεί να διεκδικήσει οποιαδήποτε βελτίωση των όρων του Μνημονίου - με αποτέλεσμα να οδηγείται η Ελλάδα, ερήμην των πολιτών της, στη στάση πληρωμών και στη δραχμή. Πόσο μάλλον όταν η αντιπολίτευση, στο συντριπτικό της ποσοστό, δεν φαίνεται ικανή να επωμισθεί εναλλακτικά τη διακυβέρνηση της χώρας - αφού οι λύσεις και τα στελέχη που προτείνει δεν πείθουν, έστω σε κάποιο βαθμό, ούτε τους ίδιους τους υποστηρικτές της.   

Ολοκληρώνοντας, ο κίνδυνος χρεοκοπίας της πατρίδας μας, δυστυχώς μετά τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας της (αποκρατικοποιήσεις κοινωφελών, κερδοφόρων μονοπωλιακών επιχειρήσεων κλπ.), καθώς επίσης μετά την εξαθλίωση των πολιτών της, είναι μεγαλύτερος από ποτέ – ειδικά εάν συνεχίσει να επιμένει ανόητα στην ιδιοκτησία του προγράμματος σταθεροποίησης (!) και στην πιστή εφαρμογή των εντολών των εισβολέων.

Παράλληλα, η αντίστροφη μέτρηση για την Ελλάδα, για την Ευρώπη και για ολόκληρη τη Δύση συνεχίζεται - ενώ ουσιαστικά η γεωπολιτικές εξελίξεις (οι συνεχείς ανακοινώσεις εγκλημάτων στη Συρία από τη Διεθνή Αμνηστία και τις υπόλοιπες,δήθεν ανθρωπιστικές οργανώσεις που έχουν επωμισθεί το marketing και τις δημόσιες σχέσεις του πολέμου, αποτελεί ένα μάλλον ασφαλές δείγμα), προηγούνται ήδη των οικονομικών.

Εν τούτοις, ίσως επικρατήσει στο τέλος η κοινή λογική – οπότε θα μπορέσει η πατρίδα μας να ξεφύγει, με σχετικά ελεγχόμενες ζημίες, από τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της. Επίσης η Ευρώπη και η Δύση, η οποία δεν θα θέσει ανόητα σε κίνδυνο όλα όσα πέτυχε να δημιουργήσει τους τελευταίους αιώνες. 

Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright)

Αθήνα, 07. Ιουλίου 2012

[email protected]  

CASS

Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι συγγραφέας, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα τρία βιβλία της σειράς «Η κρίση των κρίσεων» (διάθεση με παραγγελία στο [email protected]).
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ