2012-08-21 08:41:44
By Mohamed El-Erian
Επιφανειακά δείχνει περίεργο: Στην Ισπανία προσφέρονται μεγάλα δάνεια σε επιτόκια χαμηλότερα από της αγοράς, σε συνδυασμό με σημαντική πρόσθετη στήριξη από μια περιφερειακή κεντρική τράπεζα που είναι πρόθυμη να αγοράσει τα κρατικά ομόλογα της χώρας στην δευτερογενή αγορά. Όμως, η κυβέρνηση διστάζει να αποδεχτεί επισήμως την βοήθεια.
Ωστόσο, η ισπανική απροθυμία είναι λογική και όχι η αντίδραση απλώς μιας πεισματάρικης εθνικής υπερηφάνειας ή παρεξήγησης από μέρους της κυβέρνησης. Είναι ένας ορθός δισταγμός στο να ακολουθήσει άλλους και να μπει υπό την κηδεμονία της Ευρώπης.Μέχρι οι ηγέτες της ηπείρου να διορθώσουν αυτές τις αντιφάσεις, η κρίση της ευρωζώνης θα συνεχίσει να συνιστά απειλή στην ιστορική προσπάθεια ενοποίησης της Ευρώπης.
Θεωρητικά, υπάρχουν τέσσερα άμεσα ευεργετήματα στην βοήθεια που δίνεται στα προβληματικά μέλη της ευρωζώνης: Προσφέρει άμεση, φθηνή και ευμεγέθη χρηματοδότηση για να διευκολύνει την εφαρμογή των σκληρών μεταρρυθμίσεων
. Απελευθερώνει χρηματοδότηση από το ΔΝΤ, επίσης σε επιτόκια χαμηλότερα από της αγοράς. Μειώνει εμμέσως το κόστος του κρατικού χρέους, μεταφέροντας τις υποχρεώσεις από τους ιδιωτικούς στους κρατικούς ισολογισμούς. Και μειώνει κάποια από εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι πιστωτικά διψασμένες εταιρείες και οικογένειες.
Όλα μαζί, αυτά τα πλεονεκτήματα προσφέρουν στους αποδέκτες την δυνατότητα να ελαχιστοποιήσουν τις ζημιές εξαιτίας της κρίσης στην παραγωγή και την απασχόληση. Ωστόσο, αν κρίνουμε από τα τρία πρώτα χρόνια των ευρωπαϊκών πακέτων (Ελλάδας, Ιρλανδίας και Πορτογαλίας), η θεωρία δεν έχει ακόμη μεταφραστεί σε πράξη.
Αντί να προσελκύσουν ιδιωτική χρηματοδότηση, τα πακέτα έχουν φέρει το τέλος της πρόσβασης στις ιδιωτικές αγορές κεφαλαίων για τους αποδέκτες. Ετσι, το κόστος δανεισμού έχει παραμείνει πολύ υψηλό και η πρόσβαση σε νέες πιστώσεις πάρα πολύ περιορισμένη. Όπως είναι λογικό, οι στόχοι για ανάπτυξη και απασχόληση δεν επιτυγχάνονται.
Υπάρχουν δύο καθοριστικοί παράγοντες που αποδεικνύουν την αντίθεση ανάμεσα στην θεωρία και την πράξη.
Πρώτον, τα επίσημα πακέτα χρηματοδότησης έχουν οδηγήσει σε μειωμένη εξασφάλιση των ιδιωτικών δανείων. Εξαιτίας της μειωμένης εξασφάλισης αυτής, οι ιδιωτες πιστωτες δεν έχουν καμία όρεξη να συγχρηματοδοτήσουν μαζί με την «τρόικα» της ΕΚΤ, της ΕΕ και του ΔΝΤ. Αντιθέτως, χρησιμοποίησαν την διάθεση κρατικών κεφαλαίων για να εξέλθουν.
Χειροτερεύοντας την κατάσταση, αυτή η έξοδος συνοδεύεται σε ένα βαθμό με διαρθρωτικές αλλαγές που απομακρύνουν πάρα πολύ την πιθανότητα να επιστρέψουν αυτά τα κεφάλαια κάπου στο κοντινό μέλλον. Δείτε μόνο τις αλλαγές στις επενδυτικές οδηγίες, που αποκλείουν τις περιφερειακές ευρωπαϊκές οικονομίες από τον κόσμο των επιτρεπτών επενδύσεων, καθώς και τις σχετικές πιστωτικές υποβαθμίσεις.
Δεύτερον, τα σχετικά προγράμματα βοήθειας, δεν έχουν ακόμη βρει την λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην λιτότητα του προϋπολογισμού και τα μέτρα ανάπτυξης. Κι αυτό όχι μόνο περιορίζει τις δυνατότητες των κρατών να δημιουργήσουν μελλοντικό εισόδημα και να βρεθούν σε ισχυρότερη θέση ώστε να ξεπληρώσουν το χρέος. Παράλληλα, αυξάνει την εγχώρια λαϊκή αντίσταση στα πακέτα, που επίσης οδηγεί σε έξοδο κεφαλαίων αυτή τη φορά από τους πολίτες που προχωρούν σε μεγάλες αναλήψεις από τραπεζικές καταθέσεις.
Υποπτεύομαι ότι αυτοί οι δυο παράγοντες θα βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας του Ισπανού πρωθυπουργού Mariano Rajoy, όταν ταξιδέψει στην Γερμανία. Ισως έχει αναθαρρήσει μετά τα σχόλια αξιωματούχων της ΕΚΤ και της Γερμανίας, που υποδεικνύουν μεγαλύτερη κατανόηση. Αλλά το να μεταφραστεί αυτό σε ουσιώδεις αλλαγές, δεν θα είναι ευκολο.
Σε συνέντευξη τύπου τον περασμένο μήνα, ο διοικητής της ΕΚΤ Mario Draghi, άφησε να εννοηθεί ότι θα ψάξει τρόπους για να ελαχιστοποιηθεί το πρόβλημα της μειωμένης εξασφάλισης. Για αυτό, θα χρειαστεί "χαλάρωση" του προνομιούχου καθεστώτος που απολαμβάνει η κεντρική τράπεζα. Κάτι τέτοιο όμως θα υπονομεύσει την θέση και την αξιοπιστία ενός θεσμού που χρειάζεται θεματοφύλακες, καθώς, σχεδόν εξ ορισμού, είναι υποχρεωμένος να δανείζει υπό πιστωτικές συνθήκες υψηλής πίεσης.
Η αλλαγή στην ζυγαριά δεν θα είναι εύκολη, δεδομένης της χρονικής απόκλισης ανάμεσα στα άμεσα μέτρα λιτότητας και την επιθυμητή ανάπτυξη. Εκτός από τα περίπλοκα σχεδιαστικά ζητήματα, θα χρειαστεί ακόμη περισσότερη εξωτερική βοήθεια σε μια περίοδο που οι μεγάλοι πιστωτές (και πολλοί από τους ψηφοφόρους τους) αναρωτιούνται μήπως απλώς ρίχνουν κι άλλα χρήματα φορολογούμενων σε μια βαθιά τρύπα.
Γι’αυτό οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να δουλέψουν σκληρά για να βρουν καινοτομικές και δημιουργικές λύσεις σε αυτά τα ζητήματα. Ελπίζουμε όλοι να τα καταφέρουν. Αν όχι, τον δισταγμό της Ισπανίας θα ακολουθήσουν δύο νέες ανατροπές στην κρίση: Μέσα σε λίγες εβδομάδες, μια αρκετά μεγαλύτερη οικονομία θα συνταχθεί με τρία ακόμη μέλη της ευρωζώνης και θα μπει στην κηδεμονία του ευρωπαϊκού κράτους. Και η Ιταλία, μια ακόμη μεγαλύτερη οικονομία, θα κινδυνεύει να βουλιάξει εκεί όπου βρίσκεται σήμερα η Ισπανία.
Ο αρθρογράφος είναι chief executive και co-chief investment officer της Pimco
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
Επιφανειακά δείχνει περίεργο: Στην Ισπανία προσφέρονται μεγάλα δάνεια σε επιτόκια χαμηλότερα από της αγοράς, σε συνδυασμό με σημαντική πρόσθετη στήριξη από μια περιφερειακή κεντρική τράπεζα που είναι πρόθυμη να αγοράσει τα κρατικά ομόλογα της χώρας στην δευτερογενή αγορά. Όμως, η κυβέρνηση διστάζει να αποδεχτεί επισήμως την βοήθεια.
Ωστόσο, η ισπανική απροθυμία είναι λογική και όχι η αντίδραση απλώς μιας πεισματάρικης εθνικής υπερηφάνειας ή παρεξήγησης από μέρους της κυβέρνησης. Είναι ένας ορθός δισταγμός στο να ακολουθήσει άλλους και να μπει υπό την κηδεμονία της Ευρώπης.Μέχρι οι ηγέτες της ηπείρου να διορθώσουν αυτές τις αντιφάσεις, η κρίση της ευρωζώνης θα συνεχίσει να συνιστά απειλή στην ιστορική προσπάθεια ενοποίησης της Ευρώπης.
Θεωρητικά, υπάρχουν τέσσερα άμεσα ευεργετήματα στην βοήθεια που δίνεται στα προβληματικά μέλη της ευρωζώνης: Προσφέρει άμεση, φθηνή και ευμεγέθη χρηματοδότηση για να διευκολύνει την εφαρμογή των σκληρών μεταρρυθμίσεων
Όλα μαζί, αυτά τα πλεονεκτήματα προσφέρουν στους αποδέκτες την δυνατότητα να ελαχιστοποιήσουν τις ζημιές εξαιτίας της κρίσης στην παραγωγή και την απασχόληση. Ωστόσο, αν κρίνουμε από τα τρία πρώτα χρόνια των ευρωπαϊκών πακέτων (Ελλάδας, Ιρλανδίας και Πορτογαλίας), η θεωρία δεν έχει ακόμη μεταφραστεί σε πράξη.
Αντί να προσελκύσουν ιδιωτική χρηματοδότηση, τα πακέτα έχουν φέρει το τέλος της πρόσβασης στις ιδιωτικές αγορές κεφαλαίων για τους αποδέκτες. Ετσι, το κόστος δανεισμού έχει παραμείνει πολύ υψηλό και η πρόσβαση σε νέες πιστώσεις πάρα πολύ περιορισμένη. Όπως είναι λογικό, οι στόχοι για ανάπτυξη και απασχόληση δεν επιτυγχάνονται.
Υπάρχουν δύο καθοριστικοί παράγοντες που αποδεικνύουν την αντίθεση ανάμεσα στην θεωρία και την πράξη.
Πρώτον, τα επίσημα πακέτα χρηματοδότησης έχουν οδηγήσει σε μειωμένη εξασφάλιση των ιδιωτικών δανείων. Εξαιτίας της μειωμένης εξασφάλισης αυτής, οι ιδιωτες πιστωτες δεν έχουν καμία όρεξη να συγχρηματοδοτήσουν μαζί με την «τρόικα» της ΕΚΤ, της ΕΕ και του ΔΝΤ. Αντιθέτως, χρησιμοποίησαν την διάθεση κρατικών κεφαλαίων για να εξέλθουν.
Χειροτερεύοντας την κατάσταση, αυτή η έξοδος συνοδεύεται σε ένα βαθμό με διαρθρωτικές αλλαγές που απομακρύνουν πάρα πολύ την πιθανότητα να επιστρέψουν αυτά τα κεφάλαια κάπου στο κοντινό μέλλον. Δείτε μόνο τις αλλαγές στις επενδυτικές οδηγίες, που αποκλείουν τις περιφερειακές ευρωπαϊκές οικονομίες από τον κόσμο των επιτρεπτών επενδύσεων, καθώς και τις σχετικές πιστωτικές υποβαθμίσεις.
Δεύτερον, τα σχετικά προγράμματα βοήθειας, δεν έχουν ακόμη βρει την λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην λιτότητα του προϋπολογισμού και τα μέτρα ανάπτυξης. Κι αυτό όχι μόνο περιορίζει τις δυνατότητες των κρατών να δημιουργήσουν μελλοντικό εισόδημα και να βρεθούν σε ισχυρότερη θέση ώστε να ξεπληρώσουν το χρέος. Παράλληλα, αυξάνει την εγχώρια λαϊκή αντίσταση στα πακέτα, που επίσης οδηγεί σε έξοδο κεφαλαίων αυτή τη φορά από τους πολίτες που προχωρούν σε μεγάλες αναλήψεις από τραπεζικές καταθέσεις.
Υποπτεύομαι ότι αυτοί οι δυο παράγοντες θα βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας του Ισπανού πρωθυπουργού Mariano Rajoy, όταν ταξιδέψει στην Γερμανία. Ισως έχει αναθαρρήσει μετά τα σχόλια αξιωματούχων της ΕΚΤ και της Γερμανίας, που υποδεικνύουν μεγαλύτερη κατανόηση. Αλλά το να μεταφραστεί αυτό σε ουσιώδεις αλλαγές, δεν θα είναι ευκολο.
Σε συνέντευξη τύπου τον περασμένο μήνα, ο διοικητής της ΕΚΤ Mario Draghi, άφησε να εννοηθεί ότι θα ψάξει τρόπους για να ελαχιστοποιηθεί το πρόβλημα της μειωμένης εξασφάλισης. Για αυτό, θα χρειαστεί "χαλάρωση" του προνομιούχου καθεστώτος που απολαμβάνει η κεντρική τράπεζα. Κάτι τέτοιο όμως θα υπονομεύσει την θέση και την αξιοπιστία ενός θεσμού που χρειάζεται θεματοφύλακες, καθώς, σχεδόν εξ ορισμού, είναι υποχρεωμένος να δανείζει υπό πιστωτικές συνθήκες υψηλής πίεσης.
Η αλλαγή στην ζυγαριά δεν θα είναι εύκολη, δεδομένης της χρονικής απόκλισης ανάμεσα στα άμεσα μέτρα λιτότητας και την επιθυμητή ανάπτυξη. Εκτός από τα περίπλοκα σχεδιαστικά ζητήματα, θα χρειαστεί ακόμη περισσότερη εξωτερική βοήθεια σε μια περίοδο που οι μεγάλοι πιστωτές (και πολλοί από τους ψηφοφόρους τους) αναρωτιούνται μήπως απλώς ρίχνουν κι άλλα χρήματα φορολογούμενων σε μια βαθιά τρύπα.
Γι’αυτό οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να δουλέψουν σκληρά για να βρουν καινοτομικές και δημιουργικές λύσεις σε αυτά τα ζητήματα. Ελπίζουμε όλοι να τα καταφέρουν. Αν όχι, τον δισταγμό της Ισπανίας θα ακολουθήσουν δύο νέες ανατροπές στην κρίση: Μέσα σε λίγες εβδομάδες, μια αρκετά μεγαλύτερη οικονομία θα συνταχθεί με τρία ακόμη μέλη της ευρωζώνης και θα μπει στην κηδεμονία του ευρωπαϊκού κράτους. Και η Ιταλία, μια ακόμη μεγαλύτερη οικονομία, θα κινδυνεύει να βουλιάξει εκεί όπου βρίσκεται σήμερα η Ισπανία.
Ο αρθρογράφος είναι chief executive και co-chief investment officer της Pimco
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΠΡΟΤΑΘΗΚΕ ΚΑΙ Ο ΜΠΑΡΟΣ...
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΑΡΓΟΣ:Συνελήφθη 59χρονος για οφειλές προς το Δημόσιο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ