2012-08-21 10:52:10
Του Παντελή Σαββίδη
Λίγο πριν απομακρυνθώ από τη διεύθυνση Ενημέρωσης της ΕΡΤ3 το 1996, ένας από τους ελάχιστους που ευνόησα τόσο πολύ (δεν αναφέρω τα στοιχεία του διότι αποτελεί και δημόσιο πρόσωπο) μου ευχόταν με εκείνη τη γνωστή χαιρεκακία του ευνοημένου: «καλό ταξίδι».
Και όταν τον ρώτησα, καλά, οι άλλοι μπορεί να έχουν κάποιον λόγο να χαίρονται με την απομάκρυνσή μου, εσύ γιατί, μου απάντησε: Κάθε καινούργια αρχή είναι και μια ευκαιρία.
Η απάντησή του, θυμάμαι, με είχε πικράνει σε προσωπικό επίπεδο, αλλά τώρα που μου έρχεται στο νου συνειδητοποιώ πως αποτελεί μια πάγια φυσική και κοινωνική αρχή: πέρα από τα προσωπικά συναισθήματα, οι κρίσιμες στιγμές αποτελούν ευκαιρίες για ένα νέο ξεκίνημα.
Είναι, δυστυχώς, τραγικό αλλά ιστορικώς επιβεβαιωμένο, ότι κάθε αλλαγή έχει μια μακρά ή λιγότερο μακρά, αναλόγως της προσαρμοστικότητας, μεταβατική περίοδο με επώδυνες συνέπειες στους πλέον αδύναμους και ασθενείς
. Θρηνήσαμε, και δυστυχώς όλα δείχνουν πως θα συνεχίσουμε να θρηνούμε ακόμη, θύματα. Και το χειρότερο όλων, δεν υπάρχουν οι άνθρωποι εκείνοι, είτε πολιτικοί είτε διανοούμενοι, που θα έδιναν κάποια ελπίδα στην κοινωνία, απαραίτητη προϋπόθεση για την οποιαδήποτε ανάτασή της. Η συνεχής και επίμονη προσπάθεια πολιτικών προσωπικοτήτων αλλά και λαϊκών στοιχείων, από χώρες που θεωρείται ότι προσώρας διαφεύγουν τον κίνδυνο οικονομικής κρίσης, να φερθούν περιφρονητικά προς την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό δεν αποτελεί μόνο διαπραγματευτική τακτική. Είναι μια υποσυνείδητα υποκινούμενη συμπεριφορά η οποία αποδομεί οποιαδήποτε ψήγματα απέμειναν για τη διαμόρφωση μιας ενωμένης Ευρώπης. Θα χρειαστεί μια νέα, πολιτική και όχι τεχνοκρατική σύλληψη για να προχωρήσει η Ευρώπη.
Όμως, για να επανέλθουμε στα καθ’ ημάς, η κρίση μπορεί να αποτελέσει αφορμή για μια ριζική αλλαγή. Διότι όπως βαδίζαμε δεν πήγαινε άλλο.
Αν δεν υπήρχαν τα τραγικά φαινόμενα που βιώνουμε καθημερινά όλοι μας, θα μπορούσαμε να αναφωνήσουμε όπως ο Μάο: «Μεγάλη αναταραχή, ωραία κατάσταση».
Δεν είναι, όμως, αυτό που θέλω να τονίσω σήμερα, αλλά να επισημάνω την ανυποληψία στην οποία έχουμε περιέλθει ως λαός και ως χώρα στο εξωτερικό. Μια ανυποληψία που δεν μπορώ να φανταστώ πόσος χρόνος θα απαιτηθεί για να ξεπεραστεί. Και αυτό ανεξαρτήτως της νοοτροπίας των ευρωπαϊκών λαών, νύξη της οποίας έκανα παραπάνω. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε ακόμη τους λαούς με τους οποίους θέλουμε να συγκροτήσουμε μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Χρειάζεται διαχείριση η αντιμετώπισή τους, μια διαχείριση που θα ισορροπεί μεταξύ αναγκαιότητας και αξιοπρέπειας. Και αυτό απαιτεί, οι άνθρωποι που ασχολούνται με τα ζητήματα αυτά, είτε πολιτικοί είναι είτε διανοούμενοι είτε δημοσιογράφοι, να διαμορφώσουν ένα υψηλότερο υπόβαθρο και να γνωρίσουν καλύτερα το περιβάλλον στο οποίο καλούνται να δραστηριοποιηθούν.
Το μέγεθος αυτής της ανυποληψίας το συνειδητοποίησα πριν μερικές εβδομάδες, όταν επισκέφθηκα τις Βρυξέλλες προσκεκλημένος του European Journalism Center για ένα σεμινάριο πάνω στην οικονομία της ευρωζώνης.
Το σεμινάριο ήταν άκρως ενδιαφέρον και λίγο πολύ όσα ακούσαμε προϊδέαζαν για την απόφαση που ελήφθη στη σύνοδο κορυφής.
Όλοι οι ομιλητές έκριναν απαραίτητο κατά τη διάρκεια της ομιλίας τους, η οποία ήταν απολύτως τεχνοκρατική, να αναφερθούν και στην Ελλάδα σαν το απόλυτο κακό, το απόλυτο παράδειγμα αποτυχίας κρατικής οργάνωσης. Δεν είμαι σίγουρος πως όλοι όσοι μας μίλησαν γνώριζαν την ελληνική πραγματικότητα, αλλά όλοι, και αυτό είναι το σημαντικό, έκριναν πως κάτι πρέπει να υπονοήσουν σχετικά με την Ελλάδα και να θεωρήσουν δεδομένο ότι το ακροατήριό τους το αποδέχεται εκ προοιμίου. Τους ήταν αδιανόητο ότι θα μπορούσε κάποιος να διαφωνήσει.
Σε αρκετές από τις διαπιστώσεις που ακούστηκαν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε και εμείς. Αλλά ήταν τόσο συχνή η απαξιωτική αναφορά προς την Ελλάδα, ώστε παρόλο που βρισκόμουν σε αρνητικό περιβάλλον και κατά την άποψη του κ. Βενιζέλου ο συσχετισμός δεν μου το επέτρεπε, εκνευρίστηκα και αντέδρασα. Ίσως όχι στην καταλληλότερη περίπτωση, αυτή της πολωνής ευρωβουλευτού και πρώην επιτρόπου Ντανούτα Χούμπνερ, της οποίας οι αναφορές προς τη χώρα μας ήταν μεν απαξιωτικές αλλά με ευγενικό τρόπο διατυπωμένες.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι είχαμε συστηθεί. Έτσι, η κ. Χούμπνερ καθ’ όλη τη διάρκεια της ομιλίας της συνεχώς με κοιτούσε. Φαντάζομαι δεν με θυμήθηκε από την επίσκεψή μου στο γραφείο της, όταν λίγο πριν η χώρα της ενταχθεί στην ΕΕ την επισκέφθηκα στη Βαρσοβία για μια συνέντευξη με την ιδιότητά της ως υπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.
Τη ρώτησα λοιπόν αν πιστεύει πως η Ελλάδα αποτελεί την πρώτη γραμμή, το πρώτο ευρωπαϊκό μέτωπο στη μάχη κατά της κρίσης. Ρώτησα επίσης τόσο την ίδια όσο και άλλους ομιλητές αν πιστεύουν πως η ευρωζώνη δεν θα αντιμετώπιζε τα ίδια προβλήματα στην περίπτωση που δεν περιελάμβανε την Ελλάδα στους κόλπους της. Οι απαντήσεις, ρηχές και αδιάφορες. Κυμαίνονταν λίγο πολύ στο μοτίβο πως θα αντιμετωπιζόταν διαφορετικά η κρίση ή ότι στην ελληνική περίπτωση έχουμε μια παντελή απουσία σύγχρονου οργανωμένου κράτους.
Θυμάμαι το φαρμακερό βλέμμα με το οποίο με αντιμετώπισε ο φιλανδός συνάδελφός μου, ο οποίος καθόταν δίπλα μου, όταν άρχισα τη σύντομη αντιδικία μου με την κ. Χούμπνερ (στο στιλ, δεν φθάνει που σας ανεχόμαστε, μας βγάζετε και γλώσσα).
Σε τέτοιες περιπτώσεις φθάνει ο καθένας στα άκρα, όπως και έγινε, και στο τέλος τους είπα: «Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει».
Μπορεί δεν μπορεί είναι άλλη υπόθεση, αλλά εκείνο που με προβλημάτισε καθώς γύρισα είναι το πόσο δίκιο έχουν στην εκτίμησή τους ότι δεν μπορούμε να φτιάξουμε κράτος, και ίσως τώρα με την κρίση είναι ευκαιρία να το τολμήσουμε από την αρχή.
Η ζωή μας έχει γίνει αβάσταχτη. Είναι, δυστυχώς, αλήθεια. Και πολλές φορές, ακούγοντας τους εκβιασμούς των Ευρωπαίων, λέω να σηκωθούμε να φύγουμε από την Ένωσή τους μια ώρα αρχύτερα. Αλλά αμέσως συνειδητοποιώ πως αν κάτι άλλαξε στη χώρα αυτή σε επίπεδο θεσμών, αυτό έγινε επειδή συμμετείχαμε στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Θα ήμασταν πολύ χειρότερα από ό,τι σήμερα χωρίς αυτή τη συμμετοχή. Και φοβάμαι πως θα επανέλθουμε σε εκείνα τα αρχικά στάδια της μεταπολίτευσης αν βγούμε από την Ένωση. Πρώτη φορά νιώθω τόσο ταπεινωμένος αλλά και τόσο προβληματισμένος.
Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν μας φταίνε οι άλλοι. Ίσως η ταπείνωσή μας να αποτελέσει αφορμή για μια νέα λυτρωτική προσπάθεια. Αν είμαστε υπερήφανος λαός, όπως θέλουμε να πιστεύουμε. Η ιστορία μας έχει δείξει πως στις δύσκολες στιγμές τα καταφέρνουμε. Απλώς φαίνεται πως ακόμη δεν πιστέψαμε πως η στιγμή αυτή είναι από εκείνες τις δύσκολες ιστορικά. Νομίζουμε πως είναι ένας εφιάλτης και θα περάσει. Είναι όμως μια ιστορική καμπή στη διαχρονική πορεία μας. Και έτσι θα καταγραφεί από την ιστορία. Καιρός να το συνειδητοποιήσουμε και να πάρουμε την τύχη στα χέρια μας.
Πηγή: Εφημερίδα Θεσσαλονίκη
InfoGnomon
Λίγο πριν απομακρυνθώ από τη διεύθυνση Ενημέρωσης της ΕΡΤ3 το 1996, ένας από τους ελάχιστους που ευνόησα τόσο πολύ (δεν αναφέρω τα στοιχεία του διότι αποτελεί και δημόσιο πρόσωπο) μου ευχόταν με εκείνη τη γνωστή χαιρεκακία του ευνοημένου: «καλό ταξίδι».
Και όταν τον ρώτησα, καλά, οι άλλοι μπορεί να έχουν κάποιον λόγο να χαίρονται με την απομάκρυνσή μου, εσύ γιατί, μου απάντησε: Κάθε καινούργια αρχή είναι και μια ευκαιρία.
Η απάντησή του, θυμάμαι, με είχε πικράνει σε προσωπικό επίπεδο, αλλά τώρα που μου έρχεται στο νου συνειδητοποιώ πως αποτελεί μια πάγια φυσική και κοινωνική αρχή: πέρα από τα προσωπικά συναισθήματα, οι κρίσιμες στιγμές αποτελούν ευκαιρίες για ένα νέο ξεκίνημα.
Είναι, δυστυχώς, τραγικό αλλά ιστορικώς επιβεβαιωμένο, ότι κάθε αλλαγή έχει μια μακρά ή λιγότερο μακρά, αναλόγως της προσαρμοστικότητας, μεταβατική περίοδο με επώδυνες συνέπειες στους πλέον αδύναμους και ασθενείς
Όμως, για να επανέλθουμε στα καθ’ ημάς, η κρίση μπορεί να αποτελέσει αφορμή για μια ριζική αλλαγή. Διότι όπως βαδίζαμε δεν πήγαινε άλλο.
Αν δεν υπήρχαν τα τραγικά φαινόμενα που βιώνουμε καθημερινά όλοι μας, θα μπορούσαμε να αναφωνήσουμε όπως ο Μάο: «Μεγάλη αναταραχή, ωραία κατάσταση».
Δεν είναι, όμως, αυτό που θέλω να τονίσω σήμερα, αλλά να επισημάνω την ανυποληψία στην οποία έχουμε περιέλθει ως λαός και ως χώρα στο εξωτερικό. Μια ανυποληψία που δεν μπορώ να φανταστώ πόσος χρόνος θα απαιτηθεί για να ξεπεραστεί. Και αυτό ανεξαρτήτως της νοοτροπίας των ευρωπαϊκών λαών, νύξη της οποίας έκανα παραπάνω. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε ακόμη τους λαούς με τους οποίους θέλουμε να συγκροτήσουμε μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Χρειάζεται διαχείριση η αντιμετώπισή τους, μια διαχείριση που θα ισορροπεί μεταξύ αναγκαιότητας και αξιοπρέπειας. Και αυτό απαιτεί, οι άνθρωποι που ασχολούνται με τα ζητήματα αυτά, είτε πολιτικοί είναι είτε διανοούμενοι είτε δημοσιογράφοι, να διαμορφώσουν ένα υψηλότερο υπόβαθρο και να γνωρίσουν καλύτερα το περιβάλλον στο οποίο καλούνται να δραστηριοποιηθούν.
Το μέγεθος αυτής της ανυποληψίας το συνειδητοποίησα πριν μερικές εβδομάδες, όταν επισκέφθηκα τις Βρυξέλλες προσκεκλημένος του European Journalism Center για ένα σεμινάριο πάνω στην οικονομία της ευρωζώνης.
Το σεμινάριο ήταν άκρως ενδιαφέρον και λίγο πολύ όσα ακούσαμε προϊδέαζαν για την απόφαση που ελήφθη στη σύνοδο κορυφής.
Όλοι οι ομιλητές έκριναν απαραίτητο κατά τη διάρκεια της ομιλίας τους, η οποία ήταν απολύτως τεχνοκρατική, να αναφερθούν και στην Ελλάδα σαν το απόλυτο κακό, το απόλυτο παράδειγμα αποτυχίας κρατικής οργάνωσης. Δεν είμαι σίγουρος πως όλοι όσοι μας μίλησαν γνώριζαν την ελληνική πραγματικότητα, αλλά όλοι, και αυτό είναι το σημαντικό, έκριναν πως κάτι πρέπει να υπονοήσουν σχετικά με την Ελλάδα και να θεωρήσουν δεδομένο ότι το ακροατήριό τους το αποδέχεται εκ προοιμίου. Τους ήταν αδιανόητο ότι θα μπορούσε κάποιος να διαφωνήσει.
Σε αρκετές από τις διαπιστώσεις που ακούστηκαν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε και εμείς. Αλλά ήταν τόσο συχνή η απαξιωτική αναφορά προς την Ελλάδα, ώστε παρόλο που βρισκόμουν σε αρνητικό περιβάλλον και κατά την άποψη του κ. Βενιζέλου ο συσχετισμός δεν μου το επέτρεπε, εκνευρίστηκα και αντέδρασα. Ίσως όχι στην καταλληλότερη περίπτωση, αυτή της πολωνής ευρωβουλευτού και πρώην επιτρόπου Ντανούτα Χούμπνερ, της οποίας οι αναφορές προς τη χώρα μας ήταν μεν απαξιωτικές αλλά με ευγενικό τρόπο διατυπωμένες.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι είχαμε συστηθεί. Έτσι, η κ. Χούμπνερ καθ’ όλη τη διάρκεια της ομιλίας της συνεχώς με κοιτούσε. Φαντάζομαι δεν με θυμήθηκε από την επίσκεψή μου στο γραφείο της, όταν λίγο πριν η χώρα της ενταχθεί στην ΕΕ την επισκέφθηκα στη Βαρσοβία για μια συνέντευξη με την ιδιότητά της ως υπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.
Τη ρώτησα λοιπόν αν πιστεύει πως η Ελλάδα αποτελεί την πρώτη γραμμή, το πρώτο ευρωπαϊκό μέτωπο στη μάχη κατά της κρίσης. Ρώτησα επίσης τόσο την ίδια όσο και άλλους ομιλητές αν πιστεύουν πως η ευρωζώνη δεν θα αντιμετώπιζε τα ίδια προβλήματα στην περίπτωση που δεν περιελάμβανε την Ελλάδα στους κόλπους της. Οι απαντήσεις, ρηχές και αδιάφορες. Κυμαίνονταν λίγο πολύ στο μοτίβο πως θα αντιμετωπιζόταν διαφορετικά η κρίση ή ότι στην ελληνική περίπτωση έχουμε μια παντελή απουσία σύγχρονου οργανωμένου κράτους.
Θυμάμαι το φαρμακερό βλέμμα με το οποίο με αντιμετώπισε ο φιλανδός συνάδελφός μου, ο οποίος καθόταν δίπλα μου, όταν άρχισα τη σύντομη αντιδικία μου με την κ. Χούμπνερ (στο στιλ, δεν φθάνει που σας ανεχόμαστε, μας βγάζετε και γλώσσα).
Σε τέτοιες περιπτώσεις φθάνει ο καθένας στα άκρα, όπως και έγινε, και στο τέλος τους είπα: «Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει».
Μπορεί δεν μπορεί είναι άλλη υπόθεση, αλλά εκείνο που με προβλημάτισε καθώς γύρισα είναι το πόσο δίκιο έχουν στην εκτίμησή τους ότι δεν μπορούμε να φτιάξουμε κράτος, και ίσως τώρα με την κρίση είναι ευκαιρία να το τολμήσουμε από την αρχή.
Η ζωή μας έχει γίνει αβάσταχτη. Είναι, δυστυχώς, αλήθεια. Και πολλές φορές, ακούγοντας τους εκβιασμούς των Ευρωπαίων, λέω να σηκωθούμε να φύγουμε από την Ένωσή τους μια ώρα αρχύτερα. Αλλά αμέσως συνειδητοποιώ πως αν κάτι άλλαξε στη χώρα αυτή σε επίπεδο θεσμών, αυτό έγινε επειδή συμμετείχαμε στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Θα ήμασταν πολύ χειρότερα από ό,τι σήμερα χωρίς αυτή τη συμμετοχή. Και φοβάμαι πως θα επανέλθουμε σε εκείνα τα αρχικά στάδια της μεταπολίτευσης αν βγούμε από την Ένωση. Πρώτη φορά νιώθω τόσο ταπεινωμένος αλλά και τόσο προβληματισμένος.
Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν μας φταίνε οι άλλοι. Ίσως η ταπείνωσή μας να αποτελέσει αφορμή για μια νέα λυτρωτική προσπάθεια. Αν είμαστε υπερήφανος λαός, όπως θέλουμε να πιστεύουμε. Η ιστορία μας έχει δείξει πως στις δύσκολες στιγμές τα καταφέρνουμε. Απλώς φαίνεται πως ακόμη δεν πιστέψαμε πως η στιγμή αυτή είναι από εκείνες τις δύσκολες ιστορικά. Νομίζουμε πως είναι ένας εφιάλτης και θα περάσει. Είναι όμως μια ιστορική καμπή στη διαχρονική πορεία μας. Και έτσι θα καταγραφεί από την ιστορία. Καιρός να το συνειδητοποιήσουμε και να πάρουμε την τύχη στα χέρια μας.
Πηγή: Εφημερίδα Θεσσαλονίκη
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΔΕΙΤΕ: Γυαλιά μυωπίας με… piercing!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ