2012-03-18 14:27:05
Μετά τον σεισμό που έπληξε την ευρύτερη περιοχή του Βαν στην Τουρκία, το φιλοκουρδικό Κόμμα Ειρήνης και Δημοκρατίας (BDP) υποστήριξε την προσπάθεια εθνικής αλληλεγγύης. Παρά την αποστολή τουρκικών στρατευμάτων στο Ιράκ για να αντιμετωπιστούν οι επιθέσεις του Κόμματος Εργατών του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), το BDP, όπως, εξάλλου, και η Αγκυρα, επιδιώκει να διατηρήσει ανοικτή την πόρτα του διαλόγου που θα του επιτρέψει να συμμετέχει ουσιαστικά στην αναθεώρηση του τουρκικού Συντάγματος.
Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2011, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε σειρά διεθνών συναντήσεων. Ο Τούρκος πρωθυπουργός επισκέφθηκε την Αίγυπτο, την Τυνησία, τη Λιβύη, ενώ έγινε δεκτός και στην Ουάσινγκτον. Συνέχισε να στηλιτεύει την πολιτική του Ισραήλ, «του κακομαθημένου παιδιού της Δύσης». Υποστήριξε τις αραβικές επαναστάσεις. Ζήτησε από τον Αραβικό Σύνδεσμο να ψηφίσει υπέρ της αναγνώρισης του παλαιστινιακού κράτους από τα Ηνωμένα Εθνη («όχι απλώς επιλογή, αλλά χρέος») και έφερε σε δύσκολη θέση τους ισλαμιστές της Αιγύπτου, υποστηρίζοντας το κοσμικό κράτος. Και όλα αυτά, γεμάτος ενέργεια στα όρια του ακτιβισμού, πολύ περισσότερο αφού η περιφερειακή πολιτική του απολαμβάνει την καθολική στήριξη της τουρκικής κοινής γνώμης.
Ωστόσο, η σύνεση και ο πραγματισμός επιβάλλονται. Παράλληλα, λοιπόν, ο Ερντογάν έδωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες εγγυήσεις απέναντι στο Ιράν, κάνοντας δεκτή την εγκατάσταση στο τουρκικό έδαφος μέρους της αντιπυραυλικής ασπίδας του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), ενώ ήρθε σε ρήξη με τον Σύρο πρόεδρο, Μπασάρ Αλ-Ασαντ, ο οποίος αρνήθηκε να ακολουθήσει τις συμβουλές του για την αναμόρφωση της Συρίας. Επιπλέον, μολονότι η Αγκυρα διέκοψε τη στρατιωτική συνεργασία της με το Τελ-Αβίβ, ο Τούρκος πρωθυπουργός δεν πάγωσε και τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Συνέβαλε, μάλιστα, και στην επιτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωση του ισραηλινού στρατιώτη Γκιλάντ Σαλίτ από τη Χαμάς, φιλοξενώντας στην Τουρκία έντεκα Παλαιστίνιους κρατούμενους που απελευθερώθηκαν, αλλά δεν τους επιτρεπόταν η επιστροφή στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός, όμως, αντιμετωπίζει σημαντικές εσωτερικές προκλήσεις. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, υπήρξε κλιμάκωση των επιθέσεων του Κόμματος Εργατών του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), με απαγωγές και βομβιστικές ενέργειες. Οι τουρκικές αρχές απάντησαν με εκστρατεία συλλήψεων μαζικής κλίμακας. Αν και, μέχρι στιγμής, βρισκόμαστε μακριά από την επιστροφή στην αιματηρή περίοδο της δεκαετίας του 1990, οι νεκροί ανέρχονται περίπου στους 180 από τον περασμένο Ιούνιο.
Λαϊκή έκπληξη
Οι αλλεπάλληλες αυτές βιαιότητες έρχονται μετά από ένα πρώτο άνοιγμα, το 2005, όταν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) –το οποίο ίδρυσε ο Ερντογάν- είχε αποφασίσει να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των Κούρδων (οι οποίοι αποτελούν το 15-20% του πληθυσμού) και να τους δώσει τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τη νέα πορεία ευημερίας της χώρας.
Στο πρόγραμμα ανάπτυξης της νοτιοανατολικής Τουρκίας προστέθηκε η άρση της απαγόρευσης της κουρδικής γλώσσας. Υπάρχουν, πλέον, τηλεοπτικές εκπομπές στα Κουρδικά και το δικαίωμα χρήσης τους στις προεκλογικές εκστρατείες. Και οι πολιτιστικές πρωτοβουλίες ενθαρρύνθηκαν : αρκετά πανεπιστήμια προτείνουν κύκλους σπουδών στην κουρδική γλώσσα και λογοτεχνία. Τα βασανιστήρια στις φυλακές απαγορεύτηκαν, ενώ η κυβέρνηση ξεκίνησε μυστικές διαπραγματεύσεις με το ΡΚΚ για να προσπαθήσει να βάλει τέλος στις συγκρούσεις, κηρύσσοντας αμνηστία και χαλαρώνοντας τις συνθήκες κράτησης του ιστορικού ηγέτη του ΡΚΚ, Αμπντουλάχ Οτζαλάν. Εγινε λόγος ακόμη και για απλό, κατ’ οίκον περιορισμό του. Τον Οκτώβριο του 2009, ολοκληρώθηκε το πρώτο στάδιο των διαπραγματεύσεων, με την επιστροφή από το Ιράκ οκτώ μαχητών του ΡΚΚ και είκοσι έξι συμπαθούντων.
Το γεγονός, που θα μπορούσε να αποτελέσει ορόσημο στον δρόμο προς την ειρήνη, μετατράπηκε σε επικοινωνιακή πανωλεθρία : τη στιγμή που δεκάδες χιλιάδες Κούρδοι υποδέχονταν τους εξόριστους, η τουρκική κοινή γνώμη, η οποία δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη, παρακολουθούσε εμβρόντητη τις σχετικές σκηνές στους τηλεοπτικούς δέκτες.
Ανησυχώντας για τα αποτελέσματα τέτοιων αντιδράσεων, ο Ερντογάν άφησε την πρωτοβουλία να οδηγηθεί σε τέλμα, παρόλο που οι μυστικές επαφές μεταξύ του ΡΚΚ και της τουρκικής κυβέρνησης συνεχίστηκαν στο Οσλο, το 2009 και το 2010. Μετά την αποκάλυψη των επαφών από ραδιοφωνικό σταθμό, ο πρόεδρος της τουρκικής Βουλής, Τζεμίλ Τσιτζέκ, τις επιβεβαίωσε εμμέσως. Η Τουρκία, δήλωσε ο Τσιτζέκ στα μέσα Σεπτεμβρίου, ενεργεί όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ισπανία απέναντι στον Iρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (Irish Republican Army, IRA) και την Euskadi ta Askatasuna (ETA) αντίστοιχα [1]. Λίγο αργότερα, ο Σεραφετίν Ελτζί, σημαντικό κοινοβουλευτικό στέλεχος του φιλοκουρδικού Κόμματος Ειρήνης και Δημοκρατίας (BDP), διαβεβαίωνε ότι οι δύο πλευρές είχαν καταλήξει σε πρωτόκολλο συμφωνίας, το οποίο ικανοποιούσε όλους τους όρους του BDP και ανέμενε την υπογραφή του Ερντογάν [2]. Αλλά, λίγες ημέρες αργότερα, σειρά δολοφονικών επιθέσεων του ΡΚΚ ανέκοψε τη δυναμική των πραγμάτων.
Ποιες ήταν οι αιτίες; Η κυβέρνηση διαπραγματευόταν, άραγε, καλόπιστα; Κάποια σκληροπυρηνική πτέρυγα του ΡΚΚ προσπαθούσε να υπονομεύσει τις διαπραγματεύσεις; Η, μήπως, το καθεστώς της Συρίας χρησιμοποιούσε το κουρδικό χαρτί για να πλήξει μια κυβέρνηση που του ήταν πλέον εχθρική; Ό,τι κι αν συνέβη, ο Ερντογάν έβαλε επίσημα τέλος στις επαφές και, στις 19 Οκτωβρίου, στη σημαντικότερη και αρτιότερα συντονισμένη επίθεση του ΡΚΚ από τη δεκαετία του 1980, 24 αστυνομικοί και στρατιώτες σκοτώνονταν στην επαρχία Χακάρι, στη νοτιοανατολική Τουρκία. Ενώ τουρκικές δυνάμεις διέσχιζαν τα σύνορα με το Ιράκ, καταδιώκοντας τους αντάρτες, ο Ερντογάν συνιστούσε ψυχραιμία. «Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία είναι το πραγματικό αντίδοτο για την τρομοκρατία», δήλωνε ο Τούρκος πρωθυπουργός. «Δεν πρέπει να χάσουμε την υπομονή μας».
Ο τουρκικός λαός δεν φαίνεται να είναι έτοιμος να αποδεχθεί την αυτονομία των Κούρδων. Και η στρατιωτικο-μαφιόζικη συμμαχία, την οποία οι Τούρκοι κατηγορούν ότι κινεί τα νήματα στο παρασκήνιο -το περίφημο «βαθύ κράτος» [3]- δεν έχει διαλυθεί: οικονομικά συμφέροντα (όπλα, ναρκωτικά κτλ.) και πολιτικοί και των δύο πλευρών ευνοούνται από τη διένεξη για το κουρδικό ζήτημα. Ορισμένα στελέχη του ΡΚΚ δεν επιθυμούν την εξομάλυνση της κατάστασης, στην οποία ελπίζουν πολλοί Κούρδοι, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε τον περιορισμό της επιρροής τους στον κουρδικό πληθυσμό και το τέλος της δυνατότητάς τους να απειλούν το τουρκικό κράτος.
Ο Ουμίτ Φιράτ, μετριοπαθής και ανεξάρτητος Κούρδος διανοούμενος, εξηγεί την εξέλιξη στη στάση των Κούρδων: «Θεωρούσαμε ότι ο αυτοπροσδιορισμός ήταν η μοναδική λύση. Αλλά με τον πρωθυπουργό Τουργκούτ Οζάλ [1983-1993] και τον εκδημοκρατισμό, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε: γιατί να μην συμμετάσχουμε ουσιαστικά στον εκδημοκρατισμό; Πολύ περισσότερο αφού διαγραφόταν η προοπτική της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η ουτοπία του ενωμένου Κουρδιστάν άρχισε να χάνει τη λάμψη της. Γινόταν, μάλιστα, ακόμη λιγότερο ρεαλιστική, στον βαθμό που οι γείτονές μας στο ιρακινό Κουρδιστάν ένιωθαν πιο ήσυχοι από τις δημοκρατικές εξελίξεις στην Τουρκία».
Τώρα, πια, προσθέτει ο Φιράτ, οι Κούρδοι κοιτούν προς τη Δύση, «τόσο για να λάβουν το μερίδιό τους από τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης όσο και λόγω της περιφερειακής συγκυρίας. Το μέλλον τους το βλέπουν μέσα σε μια δημοκρατική Τουρκία που θα αναγνωρίζει τα δικαιώματά τους». Κάτι που θα σήμαινε το τέλος των εθνοτικών διακρίσεων, την πλήρη αναγνώριση της κουρδικής ταυτότητας -με το δικαίωμα να διδάσκεται η κουρδική γλώσσα στα σχολεία- και διοικητική αποκέντρωση με έναν ορισμένο βαθμό αυτονομίας. Για να συμβούν όλα αυτά, απαιτείται η αναθεώρηση του τουρκικού Συντάγματος.
«Χρειαζόμαστε ένα περιεκτικό Σύνταγμα, το οποίο να κάνει λόγο για πολίτες και για δημοκρατία, αποφεύγοντας οποιαδήποτε αναφορά στην τουρκική ταυτότητα με εθνοτικά κριτήρια », δηλώνει η Γκιουλτέν Κιζανάκ, συμπρόεδρος του BDP και πρώην βουλευτίνα στο Ντιγιάρμπακιρ. « Αρνηθήκαμε την ταυτότητά μας από το πρώτο Σύνταγμα του 1924, έτσι εξηγείται αυτή η μακρά διαμάχη».
Για την Κιζανάκ, όπως και για πολλούς ακόμη Κούρδους, η αναθεώρηση του Συντάγματος πρέπει να αποσυνδεθεί από τον αφοπλισμό των μαχητών του ΡΚΚ. Μια τέτοια μεταρρύθμιση απαιτεί ελεύθερο διάλογο για τα ευαίσθητα ζητήματα, όπως το πρόβλημα της αυτονομίας : «Καθένας πρέπει να μπορεί να εκφράσει την άποψή του. Δεν είναι εύκολο να συζητά κανείς ελεύθερα στην Τουρκία και αυτό δεν είναι φυσιολογικό». Το ισχύον Σύνταγμα, που υιοθετήθηκε μετά το πραξικόπημα του 1980 και έχει ήδη τροποποιηθεί αρκετές φορές, χρειάζεται να γραφτεί από την αρχή ή, τουλάχιστον, να αλλάξει σε βασικά σημεία του. Η σαρωτική νίκη του ΑΚΡ στις βουλευτικές εκλογές της 12ης Ιουνίου 2011 έφερε το κυβερνών κόμμα σε κατάλληλη θέση για να προχωρήσει στη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Το κόμμα του Ερντογάν εξασφάλισε την τρίτη συνεχή νίκη του, αποσπώντας ποσοστό 49,8% και 326 από τις 550 έδρες, με τη συμμετοχή να φθάνει στα υψηλότερα επίπεδα από το 1987 (86,7%). Είναι η πρώτη φορά από τη θέσπιση του πολυκομματισμού, το 1946, που ένα κόμμα εξασφαλίζει τρεις συνεχόμενες εκλογικές νίκες και αλλεπάλληλη αύξηση των ποσοστών του.
Όμως, όσο μεγάλη κι αν ήταν η επιτυχία του Ερντογάν, ο Τούρκος πρωθυπουργός δεν εξασφάλισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των δύο τρίτων που θα του επέτρεπε να προχωρήσει στη συνταγματική αναθεώρηση χωρίς τη συγκατάθεση των άλλων κομμάτων και να επιβάλλει το προεδρικό σύστημα που επιθυμούσε. Υποσχέθηκε ότι το κόμμα του θα επιδείκνυε « μετριοπάθεια » και θα επιζητούσε τη συναίνεση. Αφού οποιαδήποτε συμφωνία με το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) φαίνεται σχεδόν απίθανη, το κυβερνών ΑΚΡ πρέπει να συνεργαστεί με το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP), το οποίο επικαλείται την κεμαλική παράδοση και απέσπασε το 26% των ψήφων και 135 έδρες [4]. Το ΑΚΡ θα μπορούσε, επίσης, να έλθει σε συνεννόηση με τους Κούρδους και το BDP (36 έδρες). Ωστόσο, από τον Ιούνιο μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου, το BDP δεν συμμετείχε στις συνεδριάσεις της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη συνεχιζόμενη κράτηση έξι βουλευτών του με βάση την αντιτρομοκρατική νομοθεσία. Η απόφαση του φιλοκουρδικού κόμματος να επανέλθει στο Κοινοβούλιο αποτελεί κρίσιμη καμπή στη διαδικασία των μεταρρυθμίσεων και της επίλυσης της κουρδικής διένεξης, η οποία έχει κοστίσει τη ζωή σε περισσότερους από 30.000 ανθρώπους από το 1983 μέχρι σήμερα.
Το τέλος του μπρα-ντε-φερ με τον στρατό
Η αναμενόμενη μετάβαση της Τουρκίας από το στρατιωτικό στο πολιτικό καθεστώς ολοκληρώθηκε το περασμένο καλοκαίρι. Στις 29 Ιουλίου, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού και οι αρχηγοί του Στρατού Ξηράς, της Αεροπορίας και του Ναυτικού παραιτήθηκαν αιφνιδιαστικά. Μόλις λίγα χρόνια πριν, μια τέτοια κίνηση θα είχε πυροδοτήσει σοβαρή πολιτική κρίση. Αυτή τη φορά, έγινε δεκτή με ηρεμία, σχεδόν με αδιαφορία. Ο Ερντογάν απλώς όρισε έναν πιο διαλλακτικό στρατιωτικό ως αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού και το χρηματιστήριο δεν επηρεάστηκε.
Τέτοιες παραιτήσεις αντανακλούν το τελευταίο στάδιο της αποστρατιωτικοποίησης του καθεστώτος και της δεκαετούς διελκυστίνδας μεταξύ του ΑΚΡ και του στρατού. Οι προσπάθειες του στρατεύματος να απαγορεύσει ένα πολιτικό κόμμα που κατηγορείτο ότι ήθελε να εγκαθιδρύσει θρησκευτικό καθεστώς δεν οδήγησαν παρά στην ενίσχυση της αποδοχής του ΑΚΡ. Η εξουσία των στρατιωτικών διαβρώθηκε, επίσης, από την εκδίκαση των υποθέσεων «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα», [5] οι οποίες αποκάλυψαν σχέδια για πραξικόπημα και συνωμοσίες κατά του ΑΚΡ. Επιπλέον, με την παρότρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία είχε συνδέσει το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης του καθεστώτος με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, οι στρατιωτικοί, οι οποίοι είχαν τον έλεγχο της εξουσίας κατά τη δεκαετία του 1990, υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στους στρατώνες τους.
Γιατί, όμως, παραιτήθηκαν τα υψηλόβαθμα στελέχη ; Ο στρατηγός Ισίκ Κοσάνερ, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, του οποίου η θητεία έληγε τον Αύγουστο του 2013, εξήγησε ότι του ήταν «αδύνατον να συνεχίσει να υπηρετεί» λόγω της «άδικης» κράτησης των συναδέλφων του. Οι δηλώσεις του εξέφραζαν το διαδεδομένο αίσθημα ότι η νομιμότητα της έρευνας γύρω από την υπόθεση Εργκένεκον είχε φαλκιδευθεί από τις αμφιλεγόμενες αποδείξεις, τις αυθαίρετες συλλήψεις (και πολλών δημοσιογράφων) και τον αργό ρυθμό της διαδικασίας. Με το ένα τρίτο, περίπου, των απόστρατων στρατηγών και πολλούς απόστρατους αξιωματικούς να εξετάζονται από τη Δικαιοσύνη, ο στρατηγός Κοσάνερ ήλπιζε ότι διακόσιοι πενήντα ακόμη αξιωματικοί θα γλύτωναν με απλή διαθεσιμότητα εν αναμονή της δίκης τους. Η κυβέρνηση, όμως, αποφάσισε να τους αποστρατεύσει.
Στο μέλλον, οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να αναδιοργανωθούν και να αποτελέσουν ένα μικρότερο επαγγελματικό σώμα με πολιτικούς προϊστάμενους, στην υπηρεσία μιας σύγχρονης, ενσωματωμένης στο διεθνές γίγνεσθαι, Τουρκίας. Το καθεστώς του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, ο οποίος είναι ιεραρχικά ανώτερος από τους υπουργούς -συμπεριλαμβανομένου και του υπουργού Άμυνας [6]- και, επομένως, αναφέρεται μόνο στον πρωθυπουργό, θα μπορούσε να αλλάξει : κατά τη συνεδρίαση του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου που ακολούθησε τις παραιτήσεις του περασμένου Ιουλίου, ο Ερντογάν κάθισε στην κεφαλή του τραπεζιού και όχι δίπλα στον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, όπως όριζε η εθιμοτυπία. Τα στρατιωτικά δικαστήρια θα μπορούσαν να καταργηθούν και ο προϋπολογισμός των ενόπλων δυνάμεων να περνά από το Κοινοβούλιο. Το κρίσιμο σημείο παραμένει το άρθρο 35 του νόμου εσωτερικής ασφάλειας, το οποίο χρησίμευσε ως πρόσχημα για όλα τα πραξικοπήματα: προβλέπει ότι οι στρατιωτικοί έχουν « καθήκον » να προστατεύσουν την Τουρκική Δημοκρατία σε περίπτωση «κινδύνου». Τα πολιτικά κόμματα συμφωνούν ότι πρέπει να ψηφιστεί σχετική τροποποίηση που θα απαγορεύει στους στρατιωτικούς να ορίζουν οι ίδιοι τον κίνδυνο και θα τους υποχρεώνει να συνδράμουν την κυβέρνηση, εάν εκείνη τους το ζητήσει.
Μετά από δέκα χρόνια στην εξουσία, ο Ερντογάν και το ΑΚΡ έχουν φθάσει στο απόγειο της ισχύος τους. Εβαλαν την Τουρκία στον δρόμο του εκδημοκρατισμού και του κοινοβουλευτισμού. Εχτισαν μια χώρα που ευημερεί και φιλοδοξεί να γίνει κυρίαρχη δύναμη στη Μέση Ανατολή. Μολονότι παρουσιάζουν δυσκολίες, η συνταγματική αναθεώρηση και η αναγνώριση των δικαιωμάτων των Κούρδων, αλληλένδετες πλέον, θα αποτελέσουν για το κυβερνών κόμμα του Ερντογάν την πρόκληση των επόμενων ετών.
Notes
[1] «Hürriyet Daily News», Κωνσταντινούπολη, 15 Σεπτεμβρίου 2011.
[2] «Hürriyet Daily News», 27 Σεπτεμβρίου 2011.
[3] Βλ. «Ο κόσμος από τη σκοπιά της Τουρκίας», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2010.
[4] Το κόμμα αυτό έχει νέο αρχηγό τον Κεμάλ Κιλιτζντάρογλου, ο οποίος αντικατέστησε τον ανυπόληπτο, πια, Ντενίζ Μπαϊκάλ. Παρά τις υποσχέσεις για αναμόρφωση, όμως, το CHP έχει παραλύσει από εσωτερικές διαιρέσεις και μια ορισμένη αδυναμία να πάρει αποστάσεις απέναντι στον στρατό.
[5] Κινήσεις που έχουν θεωρηθεί συνωμοτικά σχέδια κατά της κυβέρνησης, με αφετηρία το 2003.
[6] Στις συνόδους του ΝΑΤΟ, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας απείχε όταν ήταν παρών ο αρχηγός του τουρκικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, προκειμένου να μην δημιουργείται ζήτημα ιεραρχίας.
Monde diplomatique.gr
Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2011, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε σειρά διεθνών συναντήσεων. Ο Τούρκος πρωθυπουργός επισκέφθηκε την Αίγυπτο, την Τυνησία, τη Λιβύη, ενώ έγινε δεκτός και στην Ουάσινγκτον. Συνέχισε να στηλιτεύει την πολιτική του Ισραήλ, «του κακομαθημένου παιδιού της Δύσης». Υποστήριξε τις αραβικές επαναστάσεις. Ζήτησε από τον Αραβικό Σύνδεσμο να ψηφίσει υπέρ της αναγνώρισης του παλαιστινιακού κράτους από τα Ηνωμένα Εθνη («όχι απλώς επιλογή, αλλά χρέος») και έφερε σε δύσκολη θέση τους ισλαμιστές της Αιγύπτου, υποστηρίζοντας το κοσμικό κράτος. Και όλα αυτά, γεμάτος ενέργεια στα όρια του ακτιβισμού, πολύ περισσότερο αφού η περιφερειακή πολιτική του απολαμβάνει την καθολική στήριξη της τουρκικής κοινής γνώμης.
Ωστόσο, η σύνεση και ο πραγματισμός επιβάλλονται. Παράλληλα, λοιπόν, ο Ερντογάν έδωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες εγγυήσεις απέναντι στο Ιράν, κάνοντας δεκτή την εγκατάσταση στο τουρκικό έδαφος μέρους της αντιπυραυλικής ασπίδας του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), ενώ ήρθε σε ρήξη με τον Σύρο πρόεδρο, Μπασάρ Αλ-Ασαντ, ο οποίος αρνήθηκε να ακολουθήσει τις συμβουλές του για την αναμόρφωση της Συρίας. Επιπλέον, μολονότι η Αγκυρα διέκοψε τη στρατιωτική συνεργασία της με το Τελ-Αβίβ, ο Τούρκος πρωθυπουργός δεν πάγωσε και τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Συνέβαλε, μάλιστα, και στην επιτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωση του ισραηλινού στρατιώτη Γκιλάντ Σαλίτ από τη Χαμάς, φιλοξενώντας στην Τουρκία έντεκα Παλαιστίνιους κρατούμενους που απελευθερώθηκαν, αλλά δεν τους επιτρεπόταν η επιστροφή στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός, όμως, αντιμετωπίζει σημαντικές εσωτερικές προκλήσεις. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, υπήρξε κλιμάκωση των επιθέσεων του Κόμματος Εργατών του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), με απαγωγές και βομβιστικές ενέργειες. Οι τουρκικές αρχές απάντησαν με εκστρατεία συλλήψεων μαζικής κλίμακας. Αν και, μέχρι στιγμής, βρισκόμαστε μακριά από την επιστροφή στην αιματηρή περίοδο της δεκαετίας του 1990, οι νεκροί ανέρχονται περίπου στους 180 από τον περασμένο Ιούνιο.
Λαϊκή έκπληξη
Οι αλλεπάλληλες αυτές βιαιότητες έρχονται μετά από ένα πρώτο άνοιγμα, το 2005, όταν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) –το οποίο ίδρυσε ο Ερντογάν- είχε αποφασίσει να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των Κούρδων (οι οποίοι αποτελούν το 15-20% του πληθυσμού) και να τους δώσει τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τη νέα πορεία ευημερίας της χώρας.
Στο πρόγραμμα ανάπτυξης της νοτιοανατολικής Τουρκίας προστέθηκε η άρση της απαγόρευσης της κουρδικής γλώσσας. Υπάρχουν, πλέον, τηλεοπτικές εκπομπές στα Κουρδικά και το δικαίωμα χρήσης τους στις προεκλογικές εκστρατείες. Και οι πολιτιστικές πρωτοβουλίες ενθαρρύνθηκαν : αρκετά πανεπιστήμια προτείνουν κύκλους σπουδών στην κουρδική γλώσσα και λογοτεχνία. Τα βασανιστήρια στις φυλακές απαγορεύτηκαν, ενώ η κυβέρνηση ξεκίνησε μυστικές διαπραγματεύσεις με το ΡΚΚ για να προσπαθήσει να βάλει τέλος στις συγκρούσεις, κηρύσσοντας αμνηστία και χαλαρώνοντας τις συνθήκες κράτησης του ιστορικού ηγέτη του ΡΚΚ, Αμπντουλάχ Οτζαλάν. Εγινε λόγος ακόμη και για απλό, κατ’ οίκον περιορισμό του. Τον Οκτώβριο του 2009, ολοκληρώθηκε το πρώτο στάδιο των διαπραγματεύσεων, με την επιστροφή από το Ιράκ οκτώ μαχητών του ΡΚΚ και είκοσι έξι συμπαθούντων.
Το γεγονός, που θα μπορούσε να αποτελέσει ορόσημο στον δρόμο προς την ειρήνη, μετατράπηκε σε επικοινωνιακή πανωλεθρία : τη στιγμή που δεκάδες χιλιάδες Κούρδοι υποδέχονταν τους εξόριστους, η τουρκική κοινή γνώμη, η οποία δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη, παρακολουθούσε εμβρόντητη τις σχετικές σκηνές στους τηλεοπτικούς δέκτες.
Ανησυχώντας για τα αποτελέσματα τέτοιων αντιδράσεων, ο Ερντογάν άφησε την πρωτοβουλία να οδηγηθεί σε τέλμα, παρόλο που οι μυστικές επαφές μεταξύ του ΡΚΚ και της τουρκικής κυβέρνησης συνεχίστηκαν στο Οσλο, το 2009 και το 2010. Μετά την αποκάλυψη των επαφών από ραδιοφωνικό σταθμό, ο πρόεδρος της τουρκικής Βουλής, Τζεμίλ Τσιτζέκ, τις επιβεβαίωσε εμμέσως. Η Τουρκία, δήλωσε ο Τσιτζέκ στα μέσα Σεπτεμβρίου, ενεργεί όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ισπανία απέναντι στον Iρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (Irish Republican Army, IRA) και την Euskadi ta Askatasuna (ETA) αντίστοιχα [1]. Λίγο αργότερα, ο Σεραφετίν Ελτζί, σημαντικό κοινοβουλευτικό στέλεχος του φιλοκουρδικού Κόμματος Ειρήνης και Δημοκρατίας (BDP), διαβεβαίωνε ότι οι δύο πλευρές είχαν καταλήξει σε πρωτόκολλο συμφωνίας, το οποίο ικανοποιούσε όλους τους όρους του BDP και ανέμενε την υπογραφή του Ερντογάν [2]. Αλλά, λίγες ημέρες αργότερα, σειρά δολοφονικών επιθέσεων του ΡΚΚ ανέκοψε τη δυναμική των πραγμάτων.
Ποιες ήταν οι αιτίες; Η κυβέρνηση διαπραγματευόταν, άραγε, καλόπιστα; Κάποια σκληροπυρηνική πτέρυγα του ΡΚΚ προσπαθούσε να υπονομεύσει τις διαπραγματεύσεις; Η, μήπως, το καθεστώς της Συρίας χρησιμοποιούσε το κουρδικό χαρτί για να πλήξει μια κυβέρνηση που του ήταν πλέον εχθρική; Ό,τι κι αν συνέβη, ο Ερντογάν έβαλε επίσημα τέλος στις επαφές και, στις 19 Οκτωβρίου, στη σημαντικότερη και αρτιότερα συντονισμένη επίθεση του ΡΚΚ από τη δεκαετία του 1980, 24 αστυνομικοί και στρατιώτες σκοτώνονταν στην επαρχία Χακάρι, στη νοτιοανατολική Τουρκία. Ενώ τουρκικές δυνάμεις διέσχιζαν τα σύνορα με το Ιράκ, καταδιώκοντας τους αντάρτες, ο Ερντογάν συνιστούσε ψυχραιμία. «Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία είναι το πραγματικό αντίδοτο για την τρομοκρατία», δήλωνε ο Τούρκος πρωθυπουργός. «Δεν πρέπει να χάσουμε την υπομονή μας».
Ο τουρκικός λαός δεν φαίνεται να είναι έτοιμος να αποδεχθεί την αυτονομία των Κούρδων. Και η στρατιωτικο-μαφιόζικη συμμαχία, την οποία οι Τούρκοι κατηγορούν ότι κινεί τα νήματα στο παρασκήνιο -το περίφημο «βαθύ κράτος» [3]- δεν έχει διαλυθεί: οικονομικά συμφέροντα (όπλα, ναρκωτικά κτλ.) και πολιτικοί και των δύο πλευρών ευνοούνται από τη διένεξη για το κουρδικό ζήτημα. Ορισμένα στελέχη του ΡΚΚ δεν επιθυμούν την εξομάλυνση της κατάστασης, στην οποία ελπίζουν πολλοί Κούρδοι, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε τον περιορισμό της επιρροής τους στον κουρδικό πληθυσμό και το τέλος της δυνατότητάς τους να απειλούν το τουρκικό κράτος.
Ο Ουμίτ Φιράτ, μετριοπαθής και ανεξάρτητος Κούρδος διανοούμενος, εξηγεί την εξέλιξη στη στάση των Κούρδων: «Θεωρούσαμε ότι ο αυτοπροσδιορισμός ήταν η μοναδική λύση. Αλλά με τον πρωθυπουργό Τουργκούτ Οζάλ [1983-1993] και τον εκδημοκρατισμό, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε: γιατί να μην συμμετάσχουμε ουσιαστικά στον εκδημοκρατισμό; Πολύ περισσότερο αφού διαγραφόταν η προοπτική της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η ουτοπία του ενωμένου Κουρδιστάν άρχισε να χάνει τη λάμψη της. Γινόταν, μάλιστα, ακόμη λιγότερο ρεαλιστική, στον βαθμό που οι γείτονές μας στο ιρακινό Κουρδιστάν ένιωθαν πιο ήσυχοι από τις δημοκρατικές εξελίξεις στην Τουρκία».
Τώρα, πια, προσθέτει ο Φιράτ, οι Κούρδοι κοιτούν προς τη Δύση, «τόσο για να λάβουν το μερίδιό τους από τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης όσο και λόγω της περιφερειακής συγκυρίας. Το μέλλον τους το βλέπουν μέσα σε μια δημοκρατική Τουρκία που θα αναγνωρίζει τα δικαιώματά τους». Κάτι που θα σήμαινε το τέλος των εθνοτικών διακρίσεων, την πλήρη αναγνώριση της κουρδικής ταυτότητας -με το δικαίωμα να διδάσκεται η κουρδική γλώσσα στα σχολεία- και διοικητική αποκέντρωση με έναν ορισμένο βαθμό αυτονομίας. Για να συμβούν όλα αυτά, απαιτείται η αναθεώρηση του τουρκικού Συντάγματος.
«Χρειαζόμαστε ένα περιεκτικό Σύνταγμα, το οποίο να κάνει λόγο για πολίτες και για δημοκρατία, αποφεύγοντας οποιαδήποτε αναφορά στην τουρκική ταυτότητα με εθνοτικά κριτήρια », δηλώνει η Γκιουλτέν Κιζανάκ, συμπρόεδρος του BDP και πρώην βουλευτίνα στο Ντιγιάρμπακιρ. « Αρνηθήκαμε την ταυτότητά μας από το πρώτο Σύνταγμα του 1924, έτσι εξηγείται αυτή η μακρά διαμάχη».
Για την Κιζανάκ, όπως και για πολλούς ακόμη Κούρδους, η αναθεώρηση του Συντάγματος πρέπει να αποσυνδεθεί από τον αφοπλισμό των μαχητών του ΡΚΚ. Μια τέτοια μεταρρύθμιση απαιτεί ελεύθερο διάλογο για τα ευαίσθητα ζητήματα, όπως το πρόβλημα της αυτονομίας : «Καθένας πρέπει να μπορεί να εκφράσει την άποψή του. Δεν είναι εύκολο να συζητά κανείς ελεύθερα στην Τουρκία και αυτό δεν είναι φυσιολογικό». Το ισχύον Σύνταγμα, που υιοθετήθηκε μετά το πραξικόπημα του 1980 και έχει ήδη τροποποιηθεί αρκετές φορές, χρειάζεται να γραφτεί από την αρχή ή, τουλάχιστον, να αλλάξει σε βασικά σημεία του. Η σαρωτική νίκη του ΑΚΡ στις βουλευτικές εκλογές της 12ης Ιουνίου 2011 έφερε το κυβερνών κόμμα σε κατάλληλη θέση για να προχωρήσει στη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Το κόμμα του Ερντογάν εξασφάλισε την τρίτη συνεχή νίκη του, αποσπώντας ποσοστό 49,8% και 326 από τις 550 έδρες, με τη συμμετοχή να φθάνει στα υψηλότερα επίπεδα από το 1987 (86,7%). Είναι η πρώτη φορά από τη θέσπιση του πολυκομματισμού, το 1946, που ένα κόμμα εξασφαλίζει τρεις συνεχόμενες εκλογικές νίκες και αλλεπάλληλη αύξηση των ποσοστών του.
Όμως, όσο μεγάλη κι αν ήταν η επιτυχία του Ερντογάν, ο Τούρκος πρωθυπουργός δεν εξασφάλισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των δύο τρίτων που θα του επέτρεπε να προχωρήσει στη συνταγματική αναθεώρηση χωρίς τη συγκατάθεση των άλλων κομμάτων και να επιβάλλει το προεδρικό σύστημα που επιθυμούσε. Υποσχέθηκε ότι το κόμμα του θα επιδείκνυε « μετριοπάθεια » και θα επιζητούσε τη συναίνεση. Αφού οποιαδήποτε συμφωνία με το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) φαίνεται σχεδόν απίθανη, το κυβερνών ΑΚΡ πρέπει να συνεργαστεί με το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP), το οποίο επικαλείται την κεμαλική παράδοση και απέσπασε το 26% των ψήφων και 135 έδρες [4]. Το ΑΚΡ θα μπορούσε, επίσης, να έλθει σε συνεννόηση με τους Κούρδους και το BDP (36 έδρες). Ωστόσο, από τον Ιούνιο μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου, το BDP δεν συμμετείχε στις συνεδριάσεις της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη συνεχιζόμενη κράτηση έξι βουλευτών του με βάση την αντιτρομοκρατική νομοθεσία. Η απόφαση του φιλοκουρδικού κόμματος να επανέλθει στο Κοινοβούλιο αποτελεί κρίσιμη καμπή στη διαδικασία των μεταρρυθμίσεων και της επίλυσης της κουρδικής διένεξης, η οποία έχει κοστίσει τη ζωή σε περισσότερους από 30.000 ανθρώπους από το 1983 μέχρι σήμερα.
Το τέλος του μπρα-ντε-φερ με τον στρατό
Η αναμενόμενη μετάβαση της Τουρκίας από το στρατιωτικό στο πολιτικό καθεστώς ολοκληρώθηκε το περασμένο καλοκαίρι. Στις 29 Ιουλίου, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού και οι αρχηγοί του Στρατού Ξηράς, της Αεροπορίας και του Ναυτικού παραιτήθηκαν αιφνιδιαστικά. Μόλις λίγα χρόνια πριν, μια τέτοια κίνηση θα είχε πυροδοτήσει σοβαρή πολιτική κρίση. Αυτή τη φορά, έγινε δεκτή με ηρεμία, σχεδόν με αδιαφορία. Ο Ερντογάν απλώς όρισε έναν πιο διαλλακτικό στρατιωτικό ως αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού και το χρηματιστήριο δεν επηρεάστηκε.
Τέτοιες παραιτήσεις αντανακλούν το τελευταίο στάδιο της αποστρατιωτικοποίησης του καθεστώτος και της δεκαετούς διελκυστίνδας μεταξύ του ΑΚΡ και του στρατού. Οι προσπάθειες του στρατεύματος να απαγορεύσει ένα πολιτικό κόμμα που κατηγορείτο ότι ήθελε να εγκαθιδρύσει θρησκευτικό καθεστώς δεν οδήγησαν παρά στην ενίσχυση της αποδοχής του ΑΚΡ. Η εξουσία των στρατιωτικών διαβρώθηκε, επίσης, από την εκδίκαση των υποθέσεων «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα», [5] οι οποίες αποκάλυψαν σχέδια για πραξικόπημα και συνωμοσίες κατά του ΑΚΡ. Επιπλέον, με την παρότρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία είχε συνδέσει το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης του καθεστώτος με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, οι στρατιωτικοί, οι οποίοι είχαν τον έλεγχο της εξουσίας κατά τη δεκαετία του 1990, υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στους στρατώνες τους.
Γιατί, όμως, παραιτήθηκαν τα υψηλόβαθμα στελέχη ; Ο στρατηγός Ισίκ Κοσάνερ, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, του οποίου η θητεία έληγε τον Αύγουστο του 2013, εξήγησε ότι του ήταν «αδύνατον να συνεχίσει να υπηρετεί» λόγω της «άδικης» κράτησης των συναδέλφων του. Οι δηλώσεις του εξέφραζαν το διαδεδομένο αίσθημα ότι η νομιμότητα της έρευνας γύρω από την υπόθεση Εργκένεκον είχε φαλκιδευθεί από τις αμφιλεγόμενες αποδείξεις, τις αυθαίρετες συλλήψεις (και πολλών δημοσιογράφων) και τον αργό ρυθμό της διαδικασίας. Με το ένα τρίτο, περίπου, των απόστρατων στρατηγών και πολλούς απόστρατους αξιωματικούς να εξετάζονται από τη Δικαιοσύνη, ο στρατηγός Κοσάνερ ήλπιζε ότι διακόσιοι πενήντα ακόμη αξιωματικοί θα γλύτωναν με απλή διαθεσιμότητα εν αναμονή της δίκης τους. Η κυβέρνηση, όμως, αποφάσισε να τους αποστρατεύσει.
Στο μέλλον, οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να αναδιοργανωθούν και να αποτελέσουν ένα μικρότερο επαγγελματικό σώμα με πολιτικούς προϊστάμενους, στην υπηρεσία μιας σύγχρονης, ενσωματωμένης στο διεθνές γίγνεσθαι, Τουρκίας. Το καθεστώς του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, ο οποίος είναι ιεραρχικά ανώτερος από τους υπουργούς -συμπεριλαμβανομένου και του υπουργού Άμυνας [6]- και, επομένως, αναφέρεται μόνο στον πρωθυπουργό, θα μπορούσε να αλλάξει : κατά τη συνεδρίαση του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου που ακολούθησε τις παραιτήσεις του περασμένου Ιουλίου, ο Ερντογάν κάθισε στην κεφαλή του τραπεζιού και όχι δίπλα στον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, όπως όριζε η εθιμοτυπία. Τα στρατιωτικά δικαστήρια θα μπορούσαν να καταργηθούν και ο προϋπολογισμός των ενόπλων δυνάμεων να περνά από το Κοινοβούλιο. Το κρίσιμο σημείο παραμένει το άρθρο 35 του νόμου εσωτερικής ασφάλειας, το οποίο χρησίμευσε ως πρόσχημα για όλα τα πραξικοπήματα: προβλέπει ότι οι στρατιωτικοί έχουν « καθήκον » να προστατεύσουν την Τουρκική Δημοκρατία σε περίπτωση «κινδύνου». Τα πολιτικά κόμματα συμφωνούν ότι πρέπει να ψηφιστεί σχετική τροποποίηση που θα απαγορεύει στους στρατιωτικούς να ορίζουν οι ίδιοι τον κίνδυνο και θα τους υποχρεώνει να συνδράμουν την κυβέρνηση, εάν εκείνη τους το ζητήσει.
Μετά από δέκα χρόνια στην εξουσία, ο Ερντογάν και το ΑΚΡ έχουν φθάσει στο απόγειο της ισχύος τους. Εβαλαν την Τουρκία στον δρόμο του εκδημοκρατισμού και του κοινοβουλευτισμού. Εχτισαν μια χώρα που ευημερεί και φιλοδοξεί να γίνει κυρίαρχη δύναμη στη Μέση Ανατολή. Μολονότι παρουσιάζουν δυσκολίες, η συνταγματική αναθεώρηση και η αναγνώριση των δικαιωμάτων των Κούρδων, αλληλένδετες πλέον, θα αποτελέσουν για το κυβερνών κόμμα του Ερντογάν την πρόκληση των επόμενων ετών.
Notes
[1] «Hürriyet Daily News», Κωνσταντινούπολη, 15 Σεπτεμβρίου 2011.
[2] «Hürriyet Daily News», 27 Σεπτεμβρίου 2011.
[3] Βλ. «Ο κόσμος από τη σκοπιά της Τουρκίας», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2010.
[4] Το κόμμα αυτό έχει νέο αρχηγό τον Κεμάλ Κιλιτζντάρογλου, ο οποίος αντικατέστησε τον ανυπόληπτο, πια, Ντενίζ Μπαϊκάλ. Παρά τις υποσχέσεις για αναμόρφωση, όμως, το CHP έχει παραλύσει από εσωτερικές διαιρέσεις και μια ορισμένη αδυναμία να πάρει αποστάσεις απέναντι στον στρατό.
[5] Κινήσεις που έχουν θεωρηθεί συνωμοτικά σχέδια κατά της κυβέρνησης, με αφετηρία το 2003.
[6] Στις συνόδους του ΝΑΤΟ, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας απείχε όταν ήταν παρών ο αρχηγός του τουρκικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, προκειμένου να μην δημιουργείται ζήτημα ιεραρχίας.
Monde diplomatique.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι γύπες και τα κοράκια
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ένα ποπ κορν που μοιάζει με τον Garfield!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ