2012-08-31 14:52:03
Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης, Δικηγόρος Αθηνών
Ένδικα μέσα ονομάζονται τα μέσα, (δικαιώματα), που παρέχει ο νόμος σε κάποιον διάδικο σε μία δίκη να προσφύγει κατά της απόφασης του δικαστηρίου, ή βουλεύματος, ζητώντας την μερική ή ολική μεταρρύθμιση αυτής (ή αυτού), και την εκ νέου κρίση της υπόθεσης σε άλλο ομόβαθμο ή ανώτερο δικαστήριο.
Σε αντίθεση με τα ένδικα βοηθήματα, τα οποία είναι μέσα για την υπαγωγή μιας διαφοράς σε δικαστική κρίση για πρώτη φορά, τα ένδικα μέσα στρέφονται κατά δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ήδη επί συγκεκριμένης διαφοράς.
Σημειώνεται ότι Δικαστικές αποφάσεις που δεν υπόκεινται σε τακτικά ένδικα μέσα είτε λόγω παρέλευσης της προθεσμίας είτε λόγω εξάντλησης των τακτικών ενδίκων μέσων ονομάζονται τελεσίδικες, ενώ αυτές που δεν υπάγονται σε έκτακτα ένδικα μέσα ονομάζονται αμετάκλητες αποφάσεις.
Η αναίρεση είναι το πιο σημαντικό έκτακτο ένδικο μέσο. Με την αίτηση αναίρεσης ο διάδικος ζητεί την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης επικαλούμενος παράβαση νόμου. Η αναίρεση επιτρέπεται για συγκεκριμένους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά στον εκάστοτε νόμο ανάλογα με τον κλάδο δικαίου.
Με την αναίρεση επιδιώκεται ο έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης για νομικές πλημμέλειες. Έτσι στην αναιρετική δίκη δεν ελέγχονται τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, παρά θεωρούνται δεδομένα έτσι όπως τα δέχτηκε το δικαστήριο της ουσίας. Στην αναιρετική δίκη δεν υπάρχει αποδεικτική διαδικασία (μάρτυρες κλπ.) ούτε εξετάζονται πραγματικοί ισχυρισμοί (αν όντως συνέβη κάτι, αν τα μέρη λένε την αλήθεια κλπ.). Ο έλεγχος περιορίζεται μόνο στο αν το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ως ισχύοντα (και τα οποία δεν αμφισβητούνται πλέον) εφάρμοσε σωστά τον νόμο. Ελέγχεται δηλαδή αν τα πραγματικά περιστατικά υπήχθησαν στον σωστό κανόνα δικαίου. Στην αναιρετική δίκη ελέγχεται η εφαρμογή των νόμων τόσο του ουσιαστικού όσο και του δικονομικού δικαίου (των κανόνων της διαδικασίας).
Σκοπός της αναίρεσης, εκτός από τη διόρθωση δικαστικών σφαλμάτων, είναι η ενοποίηση της νομολογίας, η εξασφάλιση με άλλα λόγια της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου από όλα τα δικαστήρια. Γι αυτό και όλες οι αναιρέσεις σε κάθε κλάδο της δικαιοσύνης (πολιτικό, ποινικό, διοικητικό) δικάζονται από ένα δικαστήριο, το ανώτατο δικαστήριο του οικείου κλάδου.
Με την έφεση το εφετείο, επανεξετάζει την υπόθεση στα πλαίσια των λόγων της έφεσης, δηλαδή των πλημμελειών από τις οποίες θεωρεί ο εκκαλών ότι πάσχει η πρωτόδικη απόφαση.
Λόγο έφεσης αποτελεί η κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όπως αυτά προκύπτουν από τα μέσα απόδειξης.Λόγο έφεσης αποτελεί και η λανθασμένη εφαρμογή του νόμου ή η εφαρμογή κατηργημένου ή άσχετου ως προς την δικαζόμενη υπόθεση νομοθετήματος.Λόγο έφεσης αποτελεί επίσης και η εκδίκαση της υπόθεσης από πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατώτερο από αυτό που έπρεπε να είχε δικάσει τη διαφορά σύμφωνα με όσα ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Ακόμη, λόγο έφεσης αποτελεί και η εκδίκαση της υπόθεσης από πολιτικό δικαστήριο, όταν η αρμοδιότητα για την εκδίκαση της διαφοράς υπάγεται από το νόμο στα Διοικητικά Δικαστήρια.
Η προθεσμία της έφεσης κατά αποφάσεων πολιτικών Δικαστηρίων είναι 30 ημέρες από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης αν ο ενδιαφερόμενος ζει στην Ελλάδα σε γνωστή διεύθυνση ή 60 ημέρες αν αυτός ζει στο εξωτερικό ή έχει άγνωστο τόπο διαμονής.
Ανακοπή ερημοδικίας:Ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας.
1.Δικαίωμα ανακοπής Ερημοδικίας έχουν ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος ή εκείνος που άσκησε κύρια παρέμβαση, εφόσον δικάστηκαν ερήμην, οι καθολικοί διάδοχοί τους, καθώς και οι μετά την άσκηση της αγωγής ειδικοί διάδοχοί τους. 2. Οποιος άσκησε Πρόσθετη παρέμβαση και δεν εμφανίστηκε στη Συζήτηση, και όταν θεωρείται ομόδικος του διαδίκου υπέρ του οποίου άσκησε την παρέμβαση, δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή, εκτός αν ανέλαβε τη δίκη. 3. Όποιος άσκησε Πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα της ανακοπής του διαδίκου υπέρ του οποίου είχε παρέμβει.
Αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της ανακοπής είναι δεκαπέντε ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης. Αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην έχει άγνωστη διανομή, η προθεσμία της ανακοπής είναι εξήντα ημέρες και αρχίζει από την τελευταία δημοσίευση κατά το άρθρο 135 παρ. 1 της περίληψης της έκθεσης για την επίδοση της απόφασης. Η περίληψη περιλαμβάνει το όνομα και το επώνυμο, καθώς και την ιδιότητα εκείνου που επιδίδει τα ονόματα, τα επώνυμα και τις κατοικίες των διαδίκων, τον αριθμό και τη χρονολογία της απόφασης, το δικαστήριο που την εξέδωσε και σύντομη αναφορά του διατακτικού της. Οι διατάξεις της παρ. 2 εφαρμόζονται και όταν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην διαμένει στο εξωτερικό.
Tromaktiko
Ένδικα μέσα ονομάζονται τα μέσα, (δικαιώματα), που παρέχει ο νόμος σε κάποιον διάδικο σε μία δίκη να προσφύγει κατά της απόφασης του δικαστηρίου, ή βουλεύματος, ζητώντας την μερική ή ολική μεταρρύθμιση αυτής (ή αυτού), και την εκ νέου κρίση της υπόθεσης σε άλλο ομόβαθμο ή ανώτερο δικαστήριο.
Σε αντίθεση με τα ένδικα βοηθήματα, τα οποία είναι μέσα για την υπαγωγή μιας διαφοράς σε δικαστική κρίση για πρώτη φορά, τα ένδικα μέσα στρέφονται κατά δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ήδη επί συγκεκριμένης διαφοράς.
Σημειώνεται ότι Δικαστικές αποφάσεις που δεν υπόκεινται σε τακτικά ένδικα μέσα είτε λόγω παρέλευσης της προθεσμίας είτε λόγω εξάντλησης των τακτικών ενδίκων μέσων ονομάζονται τελεσίδικες, ενώ αυτές που δεν υπάγονται σε έκτακτα ένδικα μέσα ονομάζονται αμετάκλητες αποφάσεις.
Η αναίρεση είναι το πιο σημαντικό έκτακτο ένδικο μέσο. Με την αίτηση αναίρεσης ο διάδικος ζητεί την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης επικαλούμενος παράβαση νόμου. Η αναίρεση επιτρέπεται για συγκεκριμένους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά στον εκάστοτε νόμο ανάλογα με τον κλάδο δικαίου.
Με την αναίρεση επιδιώκεται ο έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης για νομικές πλημμέλειες. Έτσι στην αναιρετική δίκη δεν ελέγχονται τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, παρά θεωρούνται δεδομένα έτσι όπως τα δέχτηκε το δικαστήριο της ουσίας. Στην αναιρετική δίκη δεν υπάρχει αποδεικτική διαδικασία (μάρτυρες κλπ.) ούτε εξετάζονται πραγματικοί ισχυρισμοί (αν όντως συνέβη κάτι, αν τα μέρη λένε την αλήθεια κλπ.). Ο έλεγχος περιορίζεται μόνο στο αν το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ως ισχύοντα (και τα οποία δεν αμφισβητούνται πλέον) εφάρμοσε σωστά τον νόμο. Ελέγχεται δηλαδή αν τα πραγματικά περιστατικά υπήχθησαν στον σωστό κανόνα δικαίου. Στην αναιρετική δίκη ελέγχεται η εφαρμογή των νόμων τόσο του ουσιαστικού όσο και του δικονομικού δικαίου (των κανόνων της διαδικασίας).
Σκοπός της αναίρεσης, εκτός από τη διόρθωση δικαστικών σφαλμάτων, είναι η ενοποίηση της νομολογίας, η εξασφάλιση με άλλα λόγια της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου από όλα τα δικαστήρια. Γι αυτό και όλες οι αναιρέσεις σε κάθε κλάδο της δικαιοσύνης (πολιτικό, ποινικό, διοικητικό) δικάζονται από ένα δικαστήριο, το ανώτατο δικαστήριο του οικείου κλάδου.
Με την έφεση το εφετείο, επανεξετάζει την υπόθεση στα πλαίσια των λόγων της έφεσης, δηλαδή των πλημμελειών από τις οποίες θεωρεί ο εκκαλών ότι πάσχει η πρωτόδικη απόφαση.
Λόγο έφεσης αποτελεί η κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όπως αυτά προκύπτουν από τα μέσα απόδειξης.Λόγο έφεσης αποτελεί και η λανθασμένη εφαρμογή του νόμου ή η εφαρμογή κατηργημένου ή άσχετου ως προς την δικαζόμενη υπόθεση νομοθετήματος.Λόγο έφεσης αποτελεί επίσης και η εκδίκαση της υπόθεσης από πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατώτερο από αυτό που έπρεπε να είχε δικάσει τη διαφορά σύμφωνα με όσα ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Ακόμη, λόγο έφεσης αποτελεί και η εκδίκαση της υπόθεσης από πολιτικό δικαστήριο, όταν η αρμοδιότητα για την εκδίκαση της διαφοράς υπάγεται από το νόμο στα Διοικητικά Δικαστήρια.
Η προθεσμία της έφεσης κατά αποφάσεων πολιτικών Δικαστηρίων είναι 30 ημέρες από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης αν ο ενδιαφερόμενος ζει στην Ελλάδα σε γνωστή διεύθυνση ή 60 ημέρες αν αυτός ζει στο εξωτερικό ή έχει άγνωστο τόπο διαμονής.
Ανακοπή ερημοδικίας:Ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας.
1.Δικαίωμα ανακοπής Ερημοδικίας έχουν ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος ή εκείνος που άσκησε κύρια παρέμβαση, εφόσον δικάστηκαν ερήμην, οι καθολικοί διάδοχοί τους, καθώς και οι μετά την άσκηση της αγωγής ειδικοί διάδοχοί τους. 2. Οποιος άσκησε Πρόσθετη παρέμβαση και δεν εμφανίστηκε στη Συζήτηση, και όταν θεωρείται ομόδικος του διαδίκου υπέρ του οποίου άσκησε την παρέμβαση, δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή, εκτός αν ανέλαβε τη δίκη. 3. Όποιος άσκησε Πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα της ανακοπής του διαδίκου υπέρ του οποίου είχε παρέμβει.
Αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της ανακοπής είναι δεκαπέντε ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης. Αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην έχει άγνωστη διανομή, η προθεσμία της ανακοπής είναι εξήντα ημέρες και αρχίζει από την τελευταία δημοσίευση κατά το άρθρο 135 παρ. 1 της περίληψης της έκθεσης για την επίδοση της απόφασης. Η περίληψη περιλαμβάνει το όνομα και το επώνυμο, καθώς και την ιδιότητα εκείνου που επιδίδει τα ονόματα, τα επώνυμα και τις κατοικίες των διαδίκων, τον αριθμό και τη χρονολογία της απόφασης, το δικαστήριο που την εξέδωσε και σύντομη αναφορά του διατακτικού της. Οι διατάξεις της παρ. 2 εφαρμόζονται και όταν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην διαμένει στο εξωτερικό.
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Με μεγαθήρια ο Παναθηναϊκός
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Με Τότεναμ, Λάτσιο και Μάριμπορ κληρώθηκε ο Παναθηναϊκός
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ