2012-09-04 01:24:39
Φωτογραφία για Γιατί βρε Έλληνα;
του Κωνσταντίνου Γκαντάτσιου

Όταν μπήκα στην πόλη σου θα ταν βράδυ, δεν με περίμενες. Με πρωτοείδες στην πλατεία κάτω από τον πλάτανο. Με περιεργάστηκες πριν με πλησιάσεις να μου πεις τι θέλεις. Καχύποπτος και συ με έβαλες στο σπίτι σου. Είχα πρωτομπει όμως όταν το τηλεκοντρόλ σου χοροπηδούσε στα δάκτυλα σου και μας έβλεπες κρεμασμένους στα καράβια σαν τα σταφύλια να ψάχνουμε στέγη, πατρίδα, δουλειά, δεν έδωσες σημασία.

Όταν ήρθε η ώρα μας έβαλες στο χωράφι σου, στο λιοπύρι γνωρίζοντας μας με τα δόντια του φιλόξενου ήλιου. Δεν είπα τίποτα, ήθελα ψωμί. Το χειμώνα στο κρύο μας έδωσες δουλειά στις ελιές σου για άλλο ένα κομμάτι ψωμί και ξύλα. Πάλι δεν είπα τίποτα. Ενώ καθόσουν στο καφενείο σου ‘φερνα τα κλειδιά από το μετόχι «σάζοντας» τα ζώα σου, εκεί ήταν που πρωτόπες: «έστειλα τον Αλβανό», κι έκανες πως δεν κατάλαβες. Τότε είδα κάτι που εσύ δεν είδες. Το πρόβλημα.

Ζούσα και ζούσες. Άρχισα να πληρώνω και να κάθομαι στις παρέες σου. Θυμήθηκα κάποτε που το κόμμα σου μας έδωσε δικαίωμα ψήφου σε ένα βράδυ μέσα. Τότε γίναμε Έλληνες και έκοψες τα άλλα Θυμάμαι τις διηγήσεις από τον πατέρα σου κι αυτός μετανάστης στην Αμερική. Αυτός μου ‘πε για πρώτη φορά τις πινακίδες που γράφανε οι ντόπιοι έξω από τα μαγαζιά τους «απαγορεύονται οι Έλληνες και τα ποντίκια»… Τότε ήταν που αγκαλιαστήκαμε στο ίδιο τραπέζι με το ίδιο ποτό.

Αυτά τότε…όμως…άλλαξες δεν στο κρύβω, αλλά δεν στο λέω. Φοβάσαι πιο πολύ απ΄όσο φοβάμαι εγώ και τώρα φαίνεται. Επινόησες γύρω σου απειλές και έδωσες σε σκιές, σάρκα και οστά, αποφασίζοντας να τις κυνηγήσεις με σκιάχτρα του παρελθόντος. Με σκιάχτρα που κάποτε πλήγωσαν το σώμα των παιδιών, των γερόντων, των γυναικών σου, μα τότε δεν άγγιξαν την ψυχή σου.

Έλληνα ξέχασες την ιστορία σου, την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά σου. Δεν ήθελα η Ελλάδα μας-να το πω άραγε- να μείνει σε μια χούφτα αμύγδαλα σαν εκείνα του ηθοποιού της δεκαετίας του 60.

Τώρα πριν τελειώσεις αυτό το γράμμα κοίταξε τον εαυτό σου στον καθρέπτη, ας είναι μικρός, σκέψου πως η ιστορία επαναλαμβάνεται και όποιος δεν διδάσκεται απ αυτήν το ακριβοπληρώνει.

Ήσουν μετανάστης κάποτε, είμαι μετανάστης τώρα, αν ποτέ έρθεις στην πατρίδα μου θα σε φιλοξενήσω, θα ανοίξω το σπιτικό μου όπως εσύ τότε… μην φέρεις όμως μαζί σου το φόβο για κάθε τι ξένο, μην κουβαλήσεις μέσα σου τα χθόνια ένστικτα της εκδίκησης και το ύπουλο βλέμμα ενός δειλού κουταβιού.

Δεν σε ήξερα έτσι. Πως σε άλλαξαν έτσι βρε Έλληνα; Δεν απορείς ακόμη;
cretalive.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ