2012-09-04 14:39:03
Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης, Δικηγόρος Αθηνών
Κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 παρ.1 του Ν.2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών, όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασής τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. Βάσει του άρθρου 2 παρ.2 του
Ν.2251/1994, οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών που καταρτίζονται στην Ελλάδα διατυπώνονται γραπτώς στην ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί
πλήρως το νόημά τους και εκτυπώνονται με ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές
μέρος του εγγράφου της σύμβασης. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 του
Ν.2251/1994 ορίζεται ότι όροι που συμφωνήθηκαν μετά από ατομική
διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών (ειδικοί όροι) υπερισχύουν των
αντίστοιχων γενικών. Εν συνεχεία, βάσει του άρθρου 2 παρ.4 του Ν.2251/1994,
κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη
προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν
μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση
αμφιβολίας, ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 5 εδ.β
της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές
ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή, έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται με σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας ρήτρας επικρατεί η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία. Βάσει του άρθρου 2 παρ.7 περ.ια του Ν.2251/1994, σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή.
Για την ερμηνεία ενός γενικού όρου βάσει του άρθρου 2 παρ.4 του Ν.2251/1994
εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ειδικότερα, οι
ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 (σύμφωνα με το οποίο κατά την ερμηνεία της
δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις)
και 200 (σύμφωνα με το οποίο οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή
πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη) του ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει κενό ή ασάφεια στην ερμηνευτική σύμβαση
ή αμφιβολία, ως προς τις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων.
Η υπέρ του καταναλωτή ερμηνεία ενισχύεται και για έναν ακόμη λόγο: η διατύπωση
ενός γενικού όρου σε μία τραπεζική σύμβαση ανήκει αποκλειστικά στην Τράπεζα. Η
αρχή της καλής πίστης συνηγορεί, αν υπάρχει αμφιβολία ως προς το περιεχόμενό του,ο γενικός όρος να ερμηνεύεται εναντίον του συντάκτη της.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.1 και 2 του Ν.2251/1994
προκύπτει ότι οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις
των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Η ανάγκη διαφάνειας των όρων που
δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αναγνωρίζεται και στην 20η
αιτιολογική σκέψη του Προοιμίου της Οδηγίας 93/13 και καταγράφεται στο άρθρο 5
Ι της Οδηγίας που προβλέπει ότι οι ρήτρες πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο εγκαθιδρύοντας έτσι υπέρ του καταναλωτή ένα τεκμήριο μη δεσμευτικότητας των αδιαφανών όρων.
Η αρχή της διαφάνειας, βάσει της ελληνικής νομολογίας, έχει δύο εκφάνσεις: Τη
σαφήνεια και το κατανοητό των όρων. Ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν
επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή για να ενισχύσει τη θέση του
έναντι του καταναλωτή. Αδιαφανείς ρήτρες που αποκρύπτουν την πραγματική,
νομική και οικονομική κατάσταση δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να
απέχει από ορισμένες ενέργειες (άσκηση δικαιωμάτων του) είτε να υποκύψει σε
δικαιώματα και αξιώσεις που κατά φαινόμενο έχει ο προμηθευτής. Με το πρίσμα
αυτό αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειάς τους, στη
διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ.6 του Ν.2251/1994 δηλαδή να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή
μεγέθη.
Ειδικότερα, όταν πρόκειται για όρους που καθορίζουν το τίμημα και την παροχή θα
πρέπει να είναι απόλυτα σαφείς και κατανοητοί και να επιτρέπουν ευχερείς
συγκρίσεις με τις αντίστοιχες προσφορές της αγοράς. Αποτέλεσμα της αδιαφάνειας
των σχετικών όρων είναι η επανεμφάνιση του χαρακτηριστικού γνωσιολογικού
ελλείμματος εναλλακτικών λύσεων, στο μέτρο που αυτός λόγω της αδιαφάνειας δεν
είναι σε θέση να αποτιμήσει τις εναλλακτικές προσφορές. Έτσι, όταν πρόκειται για γενικό όρο που αφορά τους τόκους του δανείου, ο όρος αυτός θα πρέπει να διατυπώνεται στη σύμβαση υπό τρόπο διαφανή, υπό την έννοια ότι ο δανειολήπτης κατά τη σύναψη της συμβάσεως, πρέπει να μπορεί να αντιληφθεί το ύψος της επιβάρυνσής του.
Tromaktiko
Κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 παρ.1 του Ν.2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών, όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασής τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. Βάσει του άρθρου 2 παρ.2 του
Ν.2251/1994, οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών που καταρτίζονται στην Ελλάδα διατυπώνονται γραπτώς στην ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί
πλήρως το νόημά τους και εκτυπώνονται με ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές
μέρος του εγγράφου της σύμβασης. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 του
Ν.2251/1994 ορίζεται ότι όροι που συμφωνήθηκαν μετά από ατομική
διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών (ειδικοί όροι) υπερισχύουν των
αντίστοιχων γενικών. Εν συνεχεία, βάσει του άρθρου 2 παρ.4 του Ν.2251/1994,
κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη
προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν
μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση
αμφιβολίας, ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 5 εδ.β
της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές
ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή, έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται με σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας ρήτρας επικρατεί η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία. Βάσει του άρθρου 2 παρ.7 περ.ια του Ν.2251/1994, σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή.
Για την ερμηνεία ενός γενικού όρου βάσει του άρθρου 2 παρ.4 του Ν.2251/1994
εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ειδικότερα, οι
ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 (σύμφωνα με το οποίο κατά την ερμηνεία της
δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις)
και 200 (σύμφωνα με το οποίο οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή
πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη) του ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει κενό ή ασάφεια στην ερμηνευτική σύμβαση
ή αμφιβολία, ως προς τις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων.
Η υπέρ του καταναλωτή ερμηνεία ενισχύεται και για έναν ακόμη λόγο: η διατύπωση
ενός γενικού όρου σε μία τραπεζική σύμβαση ανήκει αποκλειστικά στην Τράπεζα. Η
αρχή της καλής πίστης συνηγορεί, αν υπάρχει αμφιβολία ως προς το περιεχόμενό του,ο γενικός όρος να ερμηνεύεται εναντίον του συντάκτη της.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.1 και 2 του Ν.2251/1994
προκύπτει ότι οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις
των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Η ανάγκη διαφάνειας των όρων που
δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αναγνωρίζεται και στην 20η
αιτιολογική σκέψη του Προοιμίου της Οδηγίας 93/13 και καταγράφεται στο άρθρο 5
Ι της Οδηγίας που προβλέπει ότι οι ρήτρες πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο εγκαθιδρύοντας έτσι υπέρ του καταναλωτή ένα τεκμήριο μη δεσμευτικότητας των αδιαφανών όρων.
Η αρχή της διαφάνειας, βάσει της ελληνικής νομολογίας, έχει δύο εκφάνσεις: Τη
σαφήνεια και το κατανοητό των όρων. Ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν
επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή για να ενισχύσει τη θέση του
έναντι του καταναλωτή. Αδιαφανείς ρήτρες που αποκρύπτουν την πραγματική,
νομική και οικονομική κατάσταση δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να
απέχει από ορισμένες ενέργειες (άσκηση δικαιωμάτων του) είτε να υποκύψει σε
δικαιώματα και αξιώσεις που κατά φαινόμενο έχει ο προμηθευτής. Με το πρίσμα
αυτό αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειάς τους, στη
διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ.6 του Ν.2251/1994 δηλαδή να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή
μεγέθη.
Ειδικότερα, όταν πρόκειται για όρους που καθορίζουν το τίμημα και την παροχή θα
πρέπει να είναι απόλυτα σαφείς και κατανοητοί και να επιτρέπουν ευχερείς
συγκρίσεις με τις αντίστοιχες προσφορές της αγοράς. Αποτέλεσμα της αδιαφάνειας
των σχετικών όρων είναι η επανεμφάνιση του χαρακτηριστικού γνωσιολογικού
ελλείμματος εναλλακτικών λύσεων, στο μέτρο που αυτός λόγω της αδιαφάνειας δεν
είναι σε θέση να αποτιμήσει τις εναλλακτικές προσφορές. Έτσι, όταν πρόκειται για γενικό όρο που αφορά τους τόκους του δανείου, ο όρος αυτός θα πρέπει να διατυπώνεται στη σύμβαση υπό τρόπο διαφανή, υπό την έννοια ότι ο δανειολήπτης κατά τη σύναψη της συμβάσεως, πρέπει να μπορεί να αντιληφθεί το ύψος της επιβάρυνσής του.
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Της φυλακής τα σίδερα είναι για την Μενεγάκη!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μεγάλη πυρκαγιά στον Κίσσαμο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ