2012-09-04 16:08:17
της Aσπασίας Μάλλιου* Η εμπειρία πολλών δεκαετιών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το μεγάλο ποσοστό εισπραξιμότητας ενός φορολογικού βάρους, συνδέεται άμεσα με τη δίκαιη επιβολή του. Με άλλα λόγια, ο πολίτης συμμορφώνεται ευκολότερα σε φορολογική του υποχρέωση, όταν έχει την αίσθηση ότι ο φόρος - ανεξαρτήτως αν αυτός αφορά στο εισόδημα, στην περιουσία του, στην κατανάλωσή του κ.ο.κ. - είναι ανάλογος της φοροδοτικής του ικανότητας. Έτσι, ο φόρος διασφαλίζει την εισπραξιμότητά του, όταν ο υπόχρεος έχει την πεποίθηση ότι η πληρωμή του φορολογικού βάρους δεν τον οδηγεί σε στέρηση ουσιωδών αγαθών διαβίωσής του. Και επιπρόσθετα, όταν ο υπόχρεος έχει την πεποίθηση ότι ο διπλανός του, και κάθε πολίτης που απολαμβάνει τα αυτά αδιαίρετα αγαθά με αυτόν, επιβαρύνεται και καταβάλει φόρο ανάλογο των επιμέρους δυνάμεών του. Η ομαλή, λοιπόν, φορολογική συμμόρφωση εξαρτάται από την αναλογία κατά την επιβολή του φόρου, τόσο σε αναφορά με τις ίδιες δυνάμεις του κάθε υπόχρεου, όσο και σε αναφορά με τις δυνάμεις κάθε μέλους του κοινωνικού συνόλου.Η εφαρμογή του τεκμαρτού τρόπου προσδιορισμού της φορολογικής υποχρέωσης, λόγω κατοχής ή χρήσης ακινήτου οδήγησε φέτος πολλούς φορολογούμενους σε απόγνωση
. Η επιλογή τεκμηρίων, ως μέθοδος προσδιορισμού φοροδοτικής ικανότητας, ούτως ή άλλως βρίσκεται στα όρια της συνταγματικής ανοχής. Αφού, ο τρόπος αυτός υπολογισμού της φορολογητέας ύλης, δεν αφορά πράγματι περιουσιακό στοιχείο που αποκτήθηκε από περιοδική εκμετάλλευση σταθερής πηγής. Για παράδειγμα, η κατοχή οικίας, η οποία είχε αποκτηθεί στο παρελθόν με εισόδημα ή περιουσία που φορολογήθηκε νόμιμα, όταν ιδιοκατοικείται δεν δημιουργεί στον κάτοχό της εισόδημα ικανό να επιβαρυνθεί με φόρο. Το ερώτημα παραμένει: Όταν η ιδιοκατοίκηση της οικίας δεν δημιουργεί εισόδημα, είναι ανεκτό αυτή να συνιστά ένδειξη φοροδοτικής ικανότητας, ώστε τελικά ο υπόχρεος να καταβάλει φόρο επί εισοδήματος που δεν έχει αποκτήσει; Η απάντηση θέλει προσοχή. Καταρχήν, θα πρέπει επιτέλους να γίνει αποδεκτό ότι η κεντρική θέση που καταλαμβάνει στο ανθρωποκεντρικό Σύνταγμά μας η υποχρέωση της πολιτείας να προστατεύει την ανθρώπινη αξία (άρθρο2 παρ.1Σ), την υποχρεώνει στην παροχή των μέσων για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου για την αξιοπρεπή ανθρώπινη επιβίωση. Και αξιοπρεπής ανθρώπινη επιβίωση στους κοινωνικά αδύναμους δεν μπορεί να εξασφαλισθεί, ούτε καν να νοηθεί με την επιβολή φόρου εισοδήματος, λόγω ιδιοκατοίκησης σε οικία που κάποτε αυτοί είχαν τη δυνατότητα ή την τύχη να αποκτήσουν, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι σήμερα δεν αποκτούν εισόδημα από κεφάλαιο ή εργασία. Επιπρόσθετα, σε μια αγορά απόλυτης ύφεσης, με πολλαπλή οριζόντια περικοπή μισθών και συντάξεων και με παντελή έλλειψη ρευστότητας, που εμποδίζει κάθε αυτοαπασχολούμενο στην άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, η κτήση κάποτε ενός ακινήτου με νόμιμα φορολογημένο εισόδημα ή περιουσία, δεν μπορεί να αποδεικνύει τη - σημερινή ιδίως ανύπαρκτη - φοροδοτική ικανότητα του κατόχου. Ας πάρουμε ως παράδειγμα απόκτηση, με κεφάλαιο που φορολογήθηκε πριν τριάντα χρόνια, μονοκατοικίας στο Ψυχικό ή στην Πολιτεία. Δεν μπορεί να συνιστά για τον συνταξιούχο σήμερα κάτοχό της, ο οποίος ιδιοκατοικεί σε αυτή, κριτήριο φοροδοτικής ικανότητάς του για ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα που ξεπερνά το ποσό των 100.000 ή ακόμη και των 200.000 ευρώ. Εξάλλου, αυτή η τεκμαρτή φορολογική υποχρέωση δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί ούτε με εισόδημα που αποκτήθηκε σε προηγούμενες χρήσεις, αφού οι περικοπές στις συντάξεις δεν επιτρέπουν την συγκέντρωση ικανού εισοδήματος. Ο υπολογισμός είναι εξωφρενικός και δημιουργεί απόγνωση στον συνεπή μέχρι σήμερα φορολογούμενο του παραδείγματός μας. Αντίθετα, αυτή η μέθοδος προσδιορισμού φοροδοτικής ικανότητας μπορεί να αποβεί εξαιρετικά χρήσιμη για τις περιπτώσεις των φυσικών προσώπων, τα οποία επί χρόνια φοροδιαφεύγουν, ζώντας σε βάρος όλων των υπολοίπων συνεπών φορολογούμενων. Όσοι, δηλαδή, διατηρούν υπερπολυτελή τρόπο διαβίωσης, χωρίς να είναι σε θέση να δικαιολογήσουν την πηγή προέλευσης του κεφαλαίου που χρησιμοποιούν για να διατηρήσουν ακόμη και σήμερα τον πολυτελή αυτόν τρόπο ζωής. Η εφαρμογή του τεκμαρτού τρόπου προσδιορισμού φορολογητέας ύλης στις περιπτώσεις αυτές και σύμφωνη με τη φοροδοτική τους ικανότητα είναι και την αποκατάσταση της αίσθησης δικαίου για τους λοιπούς φορολογούμενους επιφέρει. Για να μην καούν όμως και τα χλωρά μαζί με τα ξερά, η πολιτεία θα έπρεπε να καταβάλει προσπάθεια να εντοπίσει αυτή τη φοροδιαφεύγουσα ύλη με διασταυρώσεις περιουσιακών στοιχείων και όχι με την χωρίς διακρίσεις επιβολή τεκμηρίων διαβίωσης, ιδίως στη σημερινή εποχή της οικονομικής κατάρρευσης. Και σε περίπτωση που η πολιτεία δεν είναι ακόμη και σήμερα σε θέση να προχωρήσει σε άμεσες και ουσιαστικές διασταυρώσεις στοιχείων, τότε θα πρέπει να επανεξετασθεί η καθολική εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης και να περιορισθεί στις περιπτώσεις, όπου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν μέθοδο προσδιορισμού φοροδοτικής ικανότητας. Ευτυχώς, τα όσα προηγήθηκαν φαίνεται να έχουν γίνει αντιληπτά από τον υπουργό Οικονομικών, ο οποίος ανακοινώνει την πρόθεση του υπουργείου να επανεξετάσει τον τεκμαρτό προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος. * Η Ασπασία Μάλλιου είναι δικηγόρος και εκδότης του νομικού περιοδικού «Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας», www.dfn.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΠΟΛΥ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΜΠΕΣΙΚΤΑΣ Ο ΝΕΝΕ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ