2012-09-19 14:32:44
Αύγουστος του 1944, βόρεια Ιταλία, Τοσκάνη. Οι συμμαχικές δυνάμεις επελαύνουν, οι ναζί υποχωρούν αφήνοντας πίσω τους καμμένη γη. Σε ένα χωριό, το Σαν Μαρτίνο, οι κάτοικοι διατάσσονται να συγκεντρωθούν στην εκκλησία, καθώς τα σπίτια τους θα ανατιναχθούν κατά τη γερμανική υποχώρηση. Ένας χωρικός ρωτά έναν Ιταλό συνεργάτη τους τι είναι σωστό να κάνουν: να υπακούσουν ή μήπως πρόκειται για κάποια παγίδα και οι Γερμανοί τους εκτελέσουν για αντίποινα; «Μην περιμένεις να σου πω ποιό είναι το σωστό και ποιο το λάθος σε μια τόσο ταραγμένη εποχή», του απαντά. Το χωριό χωρίζεται στα δύο. Άλλοι αποφασίζουν να μείνουν, άλλοι να φύγουν και να ψάξουν να βρουν τον στρατό των Αμερικάνων που πλησιάζει. Τι κάνεις λοιπόν όταν η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε νόρμα, όταν έχει ξεφύγει και από αυτήν ακόμα την νόρμα της κατοχής; Γιατί ακόμα κι εκεί οι επιλογές σου είναι πιο ξεκάθαρες. Εδώ όμως που η κεντρική εξουσία είναι διαφιλονικούμενη, εδώ που μια δύναμη υποχωρεί και μια άλλη έρχεται, η σωφροσύνη από την αποκοτιά απέχουν πολύ λίγο ή ίσως δεν υπάρχουν καν ξεκάθαρα κριτήρια για να πεις τι είναι σωφροσύνη και τι αποκοτιά
. Οπότε; Μένεις και παίζεις το φαινομενικά πιο ασφαλές παιχνίδι; Μένεις υπάκουος ως το τέλος ελπίζοντας πως η υπακοή σου στους κανόνες -το ότι εσύ παραμένεις νομοταγής, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο νόμος- θα επιβραβευθεί και θα επιζήσεις; Ή φεύγεις ψάχνοντας την απελευθέρωση μια ώρα αρχύτερα; Ρισκάρεις να πεθάνεις στο δρόμο αν σε ανακαλύψουν οι ναζί ή οι φασίστες, ή ρισκάρεις να πεθάνεις σαν σφάγιο μέσα στην εκκλησία; Υπακούς, καθηλώνεσαι και προσεύχεσαι να τηρήσουν το λόγο τους και να μην σε πειράξουν; Ή φεύγεις, ψάχνεις και γίνεσαι κυρίαρχος της μοίρας σου (όσο κυρίαρχος βέβαια μπορείς να είσαι σε μια τέτοια κατάσταση); Στα χέρια τίνος προτιμάς να εμπιστευθείς τη ζωή σου; Του δεσπότη σου (της εξουσίας που σε δεσποτεύει) ή της τύχης;
---
Οι κάτοικοι που έφυγαν έχουν απομακρυνθεί αρκετά μέσα στη νύχτα. Οι Γερμανοί έχουν πει ότι θα ανατινάξουν τα σπίτια του χωριού στις τρεις τα ξημερώματα. Σταματάνε και περιμένουν να δουν αν θα ακούσουν εκρήξεις. Για μια γυναίκα μέσης ηλικίας το σπίτι είναι το κέντρο της ζωής της. Ό,τι είναι μέσα του το νιώθει δικό της. Συμπονά ακόμα και τις κατσαρίδες στο νεροχύτη που θα ανατιναχθούν. Προσεύχεται να μην το χάσει: «Όχι από την αρχή. Ας μην χρειαστεί να ξεκινήσουμε πάλι από την αρχή». Για μια νεαρή κοπέλα, το σπίτι, το σπίτι που πέρασε ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, είναι ταυτόχρονα και μια καταπίεση. Εκπλήσσσεται που επιθυμεί ενδόμυχα αυτό που επιθυμεί: «Μα πώς είναι δυνατόν να θέλω να ανατιναχθεί αυτό το σπίτι με τον κίτρινο καναπέ;». Για ένα εξάχρονο κορίτσι, όλο αυτό που ζει είναι και μια συναρπαστική περιπέτεια. Προσεύχεται να δει εκρήξεις στο βραδυνό ουρανό. Τρεις ηλικίες, τρεις οπτικές: το σπίτι ως κέντρο βάρους του κόσμου και ως κατάκτηση – το σπίτι ως τόπος που συμβολίζει το μη αυτεξούσιο- το σπίτι ως ένα ακόμα παιχνίδι που μπορεί να προσφέρει θέαμα. Η ζωή ως κάτι που είναι επώδυνο να ξαναχτιστεί από την αρχή – η ζωή ως ανάγκη για επανάσταση, για αυτοδιάθεση, για άνοιγμα των φτερών – η ζωή ως μια διαρκής έκπληξη. Όταν οι εκρήξεις ακούγονται, τα κρεμασμένα στο λαιμό ή κρατημένα σφιχτά στο χέρι κλειδιά δεν έχουν πια λόγο ύπαρξης και αφήνονται να πέσουν στο έδαφος, αφού δεν έχουν πλέον κλειδωνιά στην οποία να αντιστοιχούν, δεν έχουν πλέον κάτι να ξεκλειδώσουν και να κλειδώσουν. Αυτό που προορίζονταν να προστατεύουν καταστράφηκε, αυτό που προορίζονταν να ανοίγουν αναιρέθηκε.
---
Σε μια σκηνή ένας παπάς και μια γυναίκα μεταφέρουν έναν βαριά τραυματία. Έτσι όπως τον κουβαλάνε, βρίσκονται αντικριστά, τα πρόσωπά τους είναι σχεδόν κολλημένα, και η ένταση με την οποία κοιτάζει ο παπάς τη γυναίκα, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος αν προέρχεται μόνο από το σοκ του τρόμου τον οποίο βιώνουν, ή ταυτόχρονα -και σε αντιδιαστολή με όλον αυτόν τον θάνατο γύρω τους- προέρχεται και από το ένστικτο του έρωτα, από την έλξη που νιώθει ένας ζωντανός άντρας για μια ζωντανή γυναίκα απέναντί του, ενώ κουβαλάνε έναν σχεδόν νεκρό. Πόσο μάλλον αν πρόκειται για έναν άντρα που λόγω της ιδιότητάς του κανονικά του απαγορεύεται να έχει ενα γυναικείο πρόσωπο τόσο κοντά του, κανονικά του απαγορεύεται να έχει τις λειτουργίες και τα ένστικτα ενός ζωντανού άντρα.
---
Σε ένα χωράφι με στάχυα, τα μαύρα πουκάμισα του φασισμού, οι μελανοχίτωνες, δίνουν μάχη με τους χωρικούς και τους παρτιζάνους. Ένας πατέρας με τον δεκαπεντάχρονο γιο του ντυμένοι στα ομοιόμορφα μαύρα. Ο δεκαπεντάχρονος ζει το φασισμό σαν άγρια χαρά, τους σκοτωμούς σαν ζωογόνο παιχνίδι. «Θα σας βρούμε. Ξέρουμε ότι κρύβεστε», φωνάζει. Σαν να παίζει ένα πιο εξελιγμένο κρυφτό. Τι ιδεολογία δική του να έχει; Τι άλλο κάνει από το να ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα του; Κι όμως, με όλη τη διεστραμμένη άψη και ροδαλότητά του είναι το πιο τρομακτικό πρόσωπο. Πατέρας και γιος τελικά θα σκαρφαλώσουν να κρυφτούν πάνω σε δέντρα. Οι χωρικοί θα βρουν το γιο. Θα του στρέψουν το όπλο. Θα φωνάξει: «Πατέρα που είσαι;». Αυτός θα απαντήσει: «Εδώ είμαι παιδί μου». Θα τους κατεβάσουν κάτω. Θα εκλιπαρήσει: «Σκοτώστε εμένα, είναι μόνο δέκα πέντε χρονών, είναι μόνο δέκα πέντε χρονών». Θα σκοτώσουν τον γιο. Ο πατέρας θα σφαδάξει από τον πόνο σέρνοντας το κεφάλι του στη γη. «Σκότωσέ τον, λυπήσου τον, δεν βλέπεις πώς υποφέρει», λέει ο ένας χωρικός στον άλλο. Είτε επειδή τον λυπάται, είτε επειδή τον μισεί, είτε επειδή είναι πόλεμος κι αυτός είναι ένας φασίστας που προσπαθούσε μέχρι πριν από λίγο να τους σκοτώσει, τον σκοτώνει.
---
«Η Νύχτα του Σαν Λορέντζο» είναι η νύχτα που πέφτουν τα άστρα και οι ευχές γίνονται πραγματικότητα. Στον πόλεμο οι κανόνες μοιάζουν διαφορετικοί, όλα σχετικοποιούνται, όλα αποκτούν άλλες διαστάσεις. Ένας άντρας κοντά στα γηρατειά, μια γυναίκα κοντά στα γηρατειά. «Νέος ήμουν ερωτευμένος μαζί σου». «Το ξέρω». Ο έρωτας στα χρόνια της πολεμικής χολέρας. Ένα κοινό κρεβάτι. Για μια μόνο νύχτα. Το πρωί έρχονται τα νέα της απελευθέρωσης.
---
Μια μάνα που νανουρίζει το παιδάκι της. Βρισκόμαστε πολλά χρόνια μετά (πιθανότατα στο 1982 που γυρίστηκε η ταινία), η μάνα είναι το εξάχρονο κοριτσάκι που διηγείται την ιστορία του Αυγούστου του 1944 στο δικό της μωρό. Ο ουρανός κρύβει μόνο άστρα και ευχές, δεν κρύβει σύννεφα, δεν κρύβει πόλεμο, δεν κρύβει φασισμό. Το παιδικό δωμάτιο είναι προστατευμένο, είναι σχεδόν ονειρικό. Ωστόσο η μάνα κοιτάζει δεξιά και αριστερά θορυβημένη. Χωρίς προφανή αιτία. Οι μνήμες του πολέμου που μόλις διηγήθηκε; Είναι θορυβημένη για το κακό που έζησε ή για ένα κακό που θα μπορούσε να απειλήσει το παιδί της; Η Ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα ή το κακό επανέρχεται σε κύκλους;
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)
Old Boy
---
Οι κάτοικοι που έφυγαν έχουν απομακρυνθεί αρκετά μέσα στη νύχτα. Οι Γερμανοί έχουν πει ότι θα ανατινάξουν τα σπίτια του χωριού στις τρεις τα ξημερώματα. Σταματάνε και περιμένουν να δουν αν θα ακούσουν εκρήξεις. Για μια γυναίκα μέσης ηλικίας το σπίτι είναι το κέντρο της ζωής της. Ό,τι είναι μέσα του το νιώθει δικό της. Συμπονά ακόμα και τις κατσαρίδες στο νεροχύτη που θα ανατιναχθούν. Προσεύχεται να μην το χάσει: «Όχι από την αρχή. Ας μην χρειαστεί να ξεκινήσουμε πάλι από την αρχή». Για μια νεαρή κοπέλα, το σπίτι, το σπίτι που πέρασε ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, είναι ταυτόχρονα και μια καταπίεση. Εκπλήσσσεται που επιθυμεί ενδόμυχα αυτό που επιθυμεί: «Μα πώς είναι δυνατόν να θέλω να ανατιναχθεί αυτό το σπίτι με τον κίτρινο καναπέ;». Για ένα εξάχρονο κορίτσι, όλο αυτό που ζει είναι και μια συναρπαστική περιπέτεια. Προσεύχεται να δει εκρήξεις στο βραδυνό ουρανό. Τρεις ηλικίες, τρεις οπτικές: το σπίτι ως κέντρο βάρους του κόσμου και ως κατάκτηση – το σπίτι ως τόπος που συμβολίζει το μη αυτεξούσιο- το σπίτι ως ένα ακόμα παιχνίδι που μπορεί να προσφέρει θέαμα. Η ζωή ως κάτι που είναι επώδυνο να ξαναχτιστεί από την αρχή – η ζωή ως ανάγκη για επανάσταση, για αυτοδιάθεση, για άνοιγμα των φτερών – η ζωή ως μια διαρκής έκπληξη. Όταν οι εκρήξεις ακούγονται, τα κρεμασμένα στο λαιμό ή κρατημένα σφιχτά στο χέρι κλειδιά δεν έχουν πια λόγο ύπαρξης και αφήνονται να πέσουν στο έδαφος, αφού δεν έχουν πλέον κλειδωνιά στην οποία να αντιστοιχούν, δεν έχουν πλέον κάτι να ξεκλειδώσουν και να κλειδώσουν. Αυτό που προορίζονταν να προστατεύουν καταστράφηκε, αυτό που προορίζονταν να ανοίγουν αναιρέθηκε.
---
Σε μια σκηνή ένας παπάς και μια γυναίκα μεταφέρουν έναν βαριά τραυματία. Έτσι όπως τον κουβαλάνε, βρίσκονται αντικριστά, τα πρόσωπά τους είναι σχεδόν κολλημένα, και η ένταση με την οποία κοιτάζει ο παπάς τη γυναίκα, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος αν προέρχεται μόνο από το σοκ του τρόμου τον οποίο βιώνουν, ή ταυτόχρονα -και σε αντιδιαστολή με όλον αυτόν τον θάνατο γύρω τους- προέρχεται και από το ένστικτο του έρωτα, από την έλξη που νιώθει ένας ζωντανός άντρας για μια ζωντανή γυναίκα απέναντί του, ενώ κουβαλάνε έναν σχεδόν νεκρό. Πόσο μάλλον αν πρόκειται για έναν άντρα που λόγω της ιδιότητάς του κανονικά του απαγορεύεται να έχει ενα γυναικείο πρόσωπο τόσο κοντά του, κανονικά του απαγορεύεται να έχει τις λειτουργίες και τα ένστικτα ενός ζωντανού άντρα.
---
Σε ένα χωράφι με στάχυα, τα μαύρα πουκάμισα του φασισμού, οι μελανοχίτωνες, δίνουν μάχη με τους χωρικούς και τους παρτιζάνους. Ένας πατέρας με τον δεκαπεντάχρονο γιο του ντυμένοι στα ομοιόμορφα μαύρα. Ο δεκαπεντάχρονος ζει το φασισμό σαν άγρια χαρά, τους σκοτωμούς σαν ζωογόνο παιχνίδι. «Θα σας βρούμε. Ξέρουμε ότι κρύβεστε», φωνάζει. Σαν να παίζει ένα πιο εξελιγμένο κρυφτό. Τι ιδεολογία δική του να έχει; Τι άλλο κάνει από το να ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα του; Κι όμως, με όλη τη διεστραμμένη άψη και ροδαλότητά του είναι το πιο τρομακτικό πρόσωπο. Πατέρας και γιος τελικά θα σκαρφαλώσουν να κρυφτούν πάνω σε δέντρα. Οι χωρικοί θα βρουν το γιο. Θα του στρέψουν το όπλο. Θα φωνάξει: «Πατέρα που είσαι;». Αυτός θα απαντήσει: «Εδώ είμαι παιδί μου». Θα τους κατεβάσουν κάτω. Θα εκλιπαρήσει: «Σκοτώστε εμένα, είναι μόνο δέκα πέντε χρονών, είναι μόνο δέκα πέντε χρονών». Θα σκοτώσουν τον γιο. Ο πατέρας θα σφαδάξει από τον πόνο σέρνοντας το κεφάλι του στη γη. «Σκότωσέ τον, λυπήσου τον, δεν βλέπεις πώς υποφέρει», λέει ο ένας χωρικός στον άλλο. Είτε επειδή τον λυπάται, είτε επειδή τον μισεί, είτε επειδή είναι πόλεμος κι αυτός είναι ένας φασίστας που προσπαθούσε μέχρι πριν από λίγο να τους σκοτώσει, τον σκοτώνει.
---
«Η Νύχτα του Σαν Λορέντζο» είναι η νύχτα που πέφτουν τα άστρα και οι ευχές γίνονται πραγματικότητα. Στον πόλεμο οι κανόνες μοιάζουν διαφορετικοί, όλα σχετικοποιούνται, όλα αποκτούν άλλες διαστάσεις. Ένας άντρας κοντά στα γηρατειά, μια γυναίκα κοντά στα γηρατειά. «Νέος ήμουν ερωτευμένος μαζί σου». «Το ξέρω». Ο έρωτας στα χρόνια της πολεμικής χολέρας. Ένα κοινό κρεβάτι. Για μια μόνο νύχτα. Το πρωί έρχονται τα νέα της απελευθέρωσης.
---
Μια μάνα που νανουρίζει το παιδάκι της. Βρισκόμαστε πολλά χρόνια μετά (πιθανότατα στο 1982 που γυρίστηκε η ταινία), η μάνα είναι το εξάχρονο κοριτσάκι που διηγείται την ιστορία του Αυγούστου του 1944 στο δικό της μωρό. Ο ουρανός κρύβει μόνο άστρα και ευχές, δεν κρύβει σύννεφα, δεν κρύβει πόλεμο, δεν κρύβει φασισμό. Το παιδικό δωμάτιο είναι προστατευμένο, είναι σχεδόν ονειρικό. Ωστόσο η μάνα κοιτάζει δεξιά και αριστερά θορυβημένη. Χωρίς προφανή αιτία. Οι μνήμες του πολέμου που μόλις διηγήθηκε; Είναι θορυβημένη για το κακό που έζησε ή για ένα κακό που θα μπορούσε να απειλήσει το παιδί της; Η Ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα ή το κακό επανέρχεται σε κύκλους;
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)
Old Boy
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ