2012-09-21 17:57:05
από το Γραφείο Τύπου
Η Ομάδα Ιστορικού προβληματισμού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ διοργανώνει στις 22 Σεπτέμβρη ημερίδα, σε δύο κύκλους συζητήσεων, με την αφορμή της συμπλήρωσης 90 χρόνων από το τέλος του πολέμου στη Μικρά Ασία και την καταστροφή που αυτός επέφερε στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Η ημερίδα θα γίνει στη Νομική Σχολή (Ακαδημίας 45, 10672 Αθήνα) και ξεκινά στις 17:30.
1ος κύκλος: «Μικρά Ασία: ο άγνωστος πόλεμος για το εκπαιδευτικό σύστημα Ελλάδας και Τουρκίας»
Ομιλητές:
Αλέξανδρος Κατσιγιάννης, εκπαιδευτικός
Κώστας Παλούκης, ιστορικός
Bulent Kepenek, εκπαιδευτικός, καθηγητής τούρκικης φιλολογίας σε γυμνάσιο
2ος κύκλος: «Εργατικό κίνημα, Αριστερά σε Ελλάδα και Τουρκία και ο πόλεμος στη Μικρά Ασία»
Ομιλητές:
• Θανάσης Καμπαγιάννης, ιστορικός
• Τάσος Κωστόπουλος, ιστορικός, δημοσιογράφος
• Φώτης Μπενλίσοϊ, ιστορικός, διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου.
Επιδιώκουμε η ημερίδα να αποτελέσει κορύφωση ενός εποικοδομητικού διαλόγου.
Η «Μικρασιατική Καταστροφή» υπήρξε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της ανασύστασης ενός ελληνικού κράτους, στα απροσδιόριστα σύνορα της πάλαι ποτέ «βυζαντινής αυτοκρατορίας». Πιο συγκεκριμένα υπήρξε το τέλος του πιο μεγάλου εκσυγχρονιστικού σχεδίου που επιχείρησε να εκτελέσει ποτέ η ελληνική αστική τάξη, δηλαδή την «Ελλάδα των 2 Ηπείρων και των 5 Θαλασσών», την ανάδειξή της σε μια μεγάλη περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη και την αναβάθμισή της στην διεθνή ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Συνεπώς, δεν είναι μόνο οι σημερινοί «νάνοι» πολιτικοί, όπως ο Σημίτης, ο Καραμανλής, ο Γ. Παπανδρέου και ο Σαμαράς, που αποτυγχάνουν στις πλάτες και τις ζωές του λαού αυτής της χώρας, καθώς πολύ καταστροφικότερα αποτελέσματα κατάφεραν εκείνοι οι πιο εμπνευσμένοι και μεγάλοι Έλληνες αστοί πολιτικοί, όπως ο Βενιζέλος ή ο Γούναρης, και βέβαια ο βασιλεύς Κωνσταντίνος ΙΒ΄. οι φλόγες και οι καπνοί που για 7 ολόκληρες ημέρες σκέπαζαν τον ουρανό της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922 δεν ενταφίασαν απλά τα ιμπεριαλιστικά όνειρα της ελληνικής αστικής τάξης, αλλά κυρίως κατέστρεψαν τις ζωές 1.200.000 Ελλήνων Μικρασιατών και ποντίων που κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, των χιλιάδων νεκρών που έμειναν πίσω και τους μη καταμετρημένους χιλιάδες πρόσφυγες που πέθαναν από τις κακουχίες των πρώτων ημερών της προσφυγιάς. Έθεσαν σε δοκιμασία ολόκληρη την ελληνική κοινωνία που μέσα έπρεπε να δεχτεί και τελικά να ενσωματώσει προσφυγικό πληθυσμό λίγο μεγαλύτερο από το 1/5 του ντόπιου πληθυσμού.
Η ευθύνη βαραίνει την ελληνική αστική τάξη. Για να εξυπηρετήσει τις επιδιώξεις της επωμίστηκε το ρόλο του χωροφύλακα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και πλήρωσε την ύβρη που επέδειξε πάνω στον τουρκικό πληθυσμό και την ουσιαστική αδιαφορία για τον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό. Όταν το 1919 ο ελληνικός στρατός ανέλαβε την διοίκηση στην περιοχή της Σμύρνης με επίσημο ρόλο την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε ως κύριο ζητούμενο την επίδειξη της αποικιακής ικανότητας των ελληνικών αρχών: «να διοικήσωμεν με ανωτερότητα αλλοφύλλους». Αποστέλλοντας ως Ύπατο Αρμοστή τον Αριστείδη Στεργιάδη, μια προσωπικότητα αμφιλεγόμενη σύμφωνα με την εθνικιστική ιστοριογραφία, απλά επέκτεινε στα μικρασιατικά παράλια το αυταρχικό καθεστώς που είχε επιβάλει στην Αθήνα. Εκεί ο ελληνικός στρατός έπρεπε από τη μία να αποκαθιστά και να διαφυλάσσει την τάξη για λογαριασμό των συμμάχων και ταυτόχρονα να δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις μιας πιο μακροπρόθεσμης κατάκτησης. Τα δύο αυτά καθήκοντα απλά οδήγησαν σε μια ατελείωτη αλυσίδα από αγριότητες και ανθρώπινες τραγωδίες.
Όταν μετά το 1920 ανέλαβαν την διακυβέρνηση της χώρας οι αντιβενιζελικοί με ρητή εκλογική εντολή την κατάπαυση του πολέμου, πούλησαν πολύ γρήγορα και εύκολα το λαϊκό αυτό αίσθημα που τους ανέδειξε στην εξουσία. Διεκδικώντας για τον εαυτό τους τις δάφνες του αντιπάλου θέλησαν να αποδείξουν πως μπορούν να εκφράσουν καλύτερα τα συμφέροντα του μεγάλου ελληνικού κεφαλαίου. Έτσι κήρυξαν πόλεμο «σκληρό μέχρι εξοντώσεως του ενός εκ των δύο αντιπάλων» με σκοπό να εφαρμόσουν τα ανέφικτα σχέδια όλων των κατακτημένων περιοχών που επεκτείνονταν κατά πολύ από τη ζώνη που προέβλεπε η συνθήκη των Σεβρών.
Πολύ σύντομα λοιπόν ο ελληνικός εθνικιστικός ιμπεριαλιστικός φανατισμός προκάλεσε μια μεγάλη εξέγερση του ντόπιου τουρκικού πληθυσμού απέναντι στους κατακτητές ενισχύοντας τον τουρκικό εθνικό στρατό του Κεμάλ Ατατούρκ. Οι προπολεμικές τουρκικές θηριωδίες σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού όχι απλά συνεχίστηκαν αντίστοιχα από τον κεμαλικό στρατό, αλλά βρήκαν και μεγάλη νομιμοποίηση και απήχηση μέσα στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Απέναντι σε αυτόν τον ενθουσιώδη εθνικιστικό στρατό ο ελληνικός στρατός βρέθηκε γερασμένος, δυσκίνητος και στατικός. Οι επιτελικές ανικανότητες και η διάθεση του στρατεύματος να εφαρμοστεί η υπόσχεση για τερματισμό του πολέμου δεν μπορούσαν να αντικατασταθούν παρά μόνο με το ξύπνημα του «μαρμαρωμένου βασιλιά», θαύμα το οποίο δεν πραγματοποιήθηκε. Παράλληλα, στο διπλωματικό επίπεδο πολύ εύκολα οι «σύμμαχοι» της Αντάντ εγκατέλειψαν την Ελλάδα η οποία παρέμενε μόνη της. Θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει δεκάδες περιπτώσεις και υποπεριπτώσεις μεγαλύτερων ή μικρότερων "προδοσιών", παραλείψεων, αστοχιών από τη μεριά της αντιβενιζελικής ηγεσίας με βάση τα εθνικά, διπλωματικά και στρατιωτικά κριτήρια, με κορύφωση την διαταγή της απαγόρευσης εξόδου από την Ανατολή όλων των Ελλήνων και την παράδοσή τους στο έλεος του εχθρού, τη στιγμή μάλιστα που αποφάσισαν την στρατιωτική εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας (Ιούλιος 1922).
Η ευθύνη λοιπόν της μικρασιατικής καταστροφής βάραινε την ίδια την ελληνική αστική τάξη και την καθιστούσε υπόλογη απέναντι στους πρόσφυγες, αλλά και τους υπόλοιπους Έλληνες. Για να επιλύσει το προσφυγικό ζήτημα που εμφανιζόταν πλέον ως η οξυμένη πλευρά του κοινωνικού ζητήματος, αναγκάστηκε να υιοθετήσει πρόωρα σε σχέση με άλλες χώρες δομές του κοινωνικού κράτους ώστε να ενσωματώσει τον προσφυγικό πληθυσμό. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα, εποχή διάλυσης του κοινωνικού κράτους, το ίδιο το κράτος στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του προκαλεί αναπροσαρμογή του εθνικού αφηγήματος θίγοντας ακριβώς αυτή τη μνήμη της «καταστροφής», όπως για παράδειγμα έγινε με τη φράση «συνωστισμός». Ο βασικός εκφραστής αυτής της αναθεωρητικής προσπάθειας στηρίζει σήμερα την κυβέρνηση της Τρόικας Εσωτερικού μαζί με τους ακραίους δεξιούς και φασίστες πρώην πολιτευτές του ΛΑΟΣ οι οποίοι υποτίθεται ότι υπεράσπιζαν την «εθνική μνήμη».
Όλα αυτά τα 90 χρόνια απασχολεί το δικαιολογημένο ερώτημα για τη δυνατότητα αποφυγής της μικρασιατικής καταστροφής. Οι απολογητές του βενιζελισμού επιρρίπτουν τις ευθύνες στους αντιβενιζελικούς σαν να μην πολεμούσαν στο μέτωπο οι βενιζελικοί αξιωματικοί, ενώ πολύ όψιμα οι απολογητές του αντιβενιζελισμού επιχειρούν έναν προκλητικό αναθεωρητισμό για τις ευθύνες των Έξι εκτελεσθέντων στο Γουδί ως υπευθύνων για την καταστροφή: Δ. Γούναρη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Ν. Στράτο, Ν. Θεοτόκη, Γ. Μπαλτατζή και αρχιστράτηγο Γ. Χατζηανέστη.
Ίσως την καλύτερη απάντηση θα μπορούσαμε να βρούμε στα κείμενα και τις θέσεις των Ελλήνων και βαλκάνιων σοσιαλιστών της εποχής εκείνης. Το Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ στα 1918 τοποθετήθηκε σε όλα τα πολεμικά ζητήματα υποστηρίζοντας «γενική ειρήνη άνευ προσαρτήσεων και αποζημιώσεων επί τη βάσει του δικαιώματος των λαών να διαθέτουν ελευθέρως τα καθ’εαυτούς» και την άμεσο εκκένωση «των κατειλημμένων υπό των διαφόρων στρατών χωρών». Ζητούσε τη συμμετοχή της Σοβιετικής Ρωσίας στις διαπραγματεύσεις και συμμετοχή αντιπροσώπων των εργατικών τάξεων σε αυτές. Για τα Βαλκανικά ζητήματα αγωνιζόταν για τη δημιουργία Βαλκανικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας και στα πλαίσια αυτά πρότεινε «την παροχήν πλήρους ελευθερίας εις τους πληθυσμούς των νήσων Κύπρου, Ίμβρου, Λήμνου, Τενέδου, Σαμοθράκης και της Β. Ηπείρου να καθορίσουν την τύχην των». Επίσης, πρότεινε «πλήρες δικαίωμα παλιννοστήσεως και αποζημιώσεως δια τους βία εκδιωχθέντας διαφόρους προσφυγικούς πληθυσμούς των βαλκανικών χωρών και της Μικράς Ασίας ανεξαρτήτως φυλής…». Το πιο σημαντικό αίτημα όμως αφορούσε τη μετατροπή του τουρκικού κράτους «εις μίαν Ομοσπονδίαν αποτελουμένην εξ αυτονόμων βιλαετίων δημοκρατικώς οργανωμένων ώστε αι εθνικότητες της Ανατολής να λάβουν αυτόνομον βίον και ούτω να εισέλθουν εις την Βαλκανικήν Δημοκρατικήν Ομοσπονδίαν». Επίσης, οι Έλληνες σοσιαλιστές καλούσαν την ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει το άρμα του δυτικού ιμπεριαλισμού που πρόδιδε τόσο εύκολα τους συμμάχους τους και να ζητήσει την στήριξη της επαναστατημένης τότε και όχι ακόμα γραφειοκρατικοποιημένης Ρωσίας, όπως ακριβώς είχε πράξει ο Κεμάλ.
Τέλος, οι διεθνιστές κομμουνιστές έδιναν καθημερινά τη μάχη στο μέτωπο ενάντια στον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό και απαιτούσαν τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Το ΣΕΚΕ (Κομμουνιστικό) είχε το θάρρος να αντιπαραταχθεί στον πόλεμο και την εθνικιστική υστερία ακόμα και τις στιγμές της –εφήμερης τελικά- δόξας του. Αποκάλεσε την Συνθήκη των Σεβρών «Η ειρήνη την οποία πανηγυρίζουν είναι εκείνη που καθιερώνει την ιδικήν μας δυστυχία και την ιδικήν των κυριαρχίαν. Είναι ειρήνη μεταξύ των αστικών τάξεων των κυρίων μας, εναντίον των εργαζομένων τάξεων των δούλων. Η πατρίς, της οποίας ιδιοποιούνται το όνομα, η πατρίς των, για την οποία μας έστειλαν να πολεμήσουμε, δεν είναι παρά η γεωγραφική εκείνη έκτασις επί της οποίας απλώνεται η εκμεταλλευσίς των. Το μεγάλωμά της δια το οποίον πανηγυρίζουν είναι η επέκτασις των ορίων της εκμεταλλεύσεώς των, και της προσοδοφόρου τοποθετήσεως των κεφαλαίων των...».
Αυτή η στάση δεν ήταν μόνο φραστική. Τα μέλη του πρωτοστάτησαν στους εργατικούς αγώνες και στις απεργίες της περιόδου, που ξεσπούσαν παρά την τρομερή πίεση στους εργάτες να βάλουν πλάτη, να δώσουν αίμα και ιδρώτα για τις φιλοδοξίες του ελληνικού καπιταλισμού και τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών. Είναι ενδεικτικό ότι η κυβέρνηση Γούναρη αποφάσισε να τιμωρήσει εκατοντάδες απεργούς σιδηροδρομικούς τον Φλεβάρη του 1921 επιστράτευοντάς τους και στέλνοντάς τους στη Μικρά Ασία. Εκεί πολλοί από αυτούς συνδέθηκαν με τους «ομίλους» των κομμουνιστών φαντάρων που έκαναν αντιμιλιταριστική, επαναστατική προπαγάνδα στους συναδέλφους τους και αποκάλυπταν τον πραγματικό χαρακτήρα του πολέμου.
Άλλωστε, τον ίδιο μήνα, ο Ευ. Ευαγγέλου, γραμματέας της ΓΣΕΕ (και μέλος του ΣΕΚΕ) υπεράσπιζε στον Ριζοσπάστη την απεργία των υφαντουργών του «Ρετσίνα» στον Πειραιά, προβάλλοντας το αίτημα για «επίταξη» (δηλαδή κρατικοποίηση του εργοστασίου) χωρίς αποζημίωση για το αφεντικό, συνδέοντας τη διεθνιστική, αντιπολεμική πολιτική με το ταξικό συμφέρον και ανάγκες των εργατριών. Μιας και ο πελάτης της επιχείρησης ήταν ο στρατός (δηλαδή το κράτος) και οι δε καταναλωτές των προϊόντων «διατελούν υπό επίταξιν […] πολεμούντες εις άγνωστα εδάφη διά την μεγάλην πατρίδα του κ. Ρετσίνα και των λοιπών μεγαλοβιομηχάνων, οι οποίοι αύριον θα επεκτείνουν τας εργασίας των εις τα διά του αίματος των αδελφών των δυστυχισμένων αυτών εργατριών καταλαμβανόμενα μέρη. Αλλά το κράτος εννοεί να αναμιχθή, δεν εννοεί να θίξει την ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας». Η σημερινή αντικαπιταλιστική και επαναστατική αριστερά έχει πολλά να διδαχθεί από τις ταξικές μάχες και τα πολιτικά προχωρήματα εκείνης της «πρώτης σταδιοδρομίας του ελληνικού προλεταριάτου».
H στάση και οι αγώνες των διεθνιστών κομμουνιστών εκείνης της περιόδου έδειχναν το δρόμο για να αποφευχθεί η σφαγή και η τραγωδία: οι αρχές της ειρήνης, του αλληλοσεβασμού, της δημοκρατίας και του διεθνισμού ήταν η μόνη δυνατή άλλη λύση. Αυτή όμως δεν μπορούσαν να την επιβάλουν οι εθνικιστές και αστοί ιμπεριαλιστές πολιτικοί που ενδιαφέρονταν για ομοιογενή εθνικά κράτη ελεγχόμενα απολύτως από τις αστικές τάξεις τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας. «Ομοιογενή εθνικά κράτη» σήμαινε εθνοκαθαρίσεις, βιαιοπραγίες, δολοφονίες, πολέμους, καταστροφές, προσφυγιά τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους Τούρκους. Οι μόνοι που μπορούσαν να την επιβάλουν ήταν οι ίδιοι οι λαοί ακολουθώντας το παράδειγμα του επαναστατημένου ρωσικού λαού.
Η ελληνική αστική τάξη « τιμά» τα 90 χρόνια από τη «Μικρασιατική Καταστροφή» διαμορφώνοντας το «κατάλληλο» σκηνικό, μια σύγχρονη μεγάλη Κοινωνική Καταστροφή. Φτώχια, ανεργία, αυτοκτονίες και δολοφονικές φασιστικές επιθέσεις φέρνει ο Σεπτέμβρης του 2012 στην μνημονιακή Ελλάδα της ΕΕ και του ΔΝΤ, της κυβερνώσας Τρόικας Εσωτερικού (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ).
Η μόνη δυνατή επίλυση της κρίσης και της αναίρεσης της Κοινωνικής Καταστροφής δεν είναι δυνατόν να επέλθει μέσα από τα σχέδια των αστικών πολιτικών κομμάτων που προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν την κρίση και τις συνέπειές της στη ζωή του εργαζόμενου λαού. Η πάλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή είναι η μόνη επιλογή για τους εργαζόμενους και τους νέους, ντόπιους και ξένους.
Tromaktiko
Η Ομάδα Ιστορικού προβληματισμού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ διοργανώνει στις 22 Σεπτέμβρη ημερίδα, σε δύο κύκλους συζητήσεων, με την αφορμή της συμπλήρωσης 90 χρόνων από το τέλος του πολέμου στη Μικρά Ασία και την καταστροφή που αυτός επέφερε στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Η ημερίδα θα γίνει στη Νομική Σχολή (Ακαδημίας 45, 10672 Αθήνα) και ξεκινά στις 17:30.
1ος κύκλος: «Μικρά Ασία: ο άγνωστος πόλεμος για το εκπαιδευτικό σύστημα Ελλάδας και Τουρκίας»
Ομιλητές:
Αλέξανδρος Κατσιγιάννης, εκπαιδευτικός
Κώστας Παλούκης, ιστορικός
Bulent Kepenek, εκπαιδευτικός, καθηγητής τούρκικης φιλολογίας σε γυμνάσιο
2ος κύκλος: «Εργατικό κίνημα, Αριστερά σε Ελλάδα και Τουρκία και ο πόλεμος στη Μικρά Ασία»
Ομιλητές:
• Θανάσης Καμπαγιάννης, ιστορικός
• Τάσος Κωστόπουλος, ιστορικός, δημοσιογράφος
• Φώτης Μπενλίσοϊ, ιστορικός, διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου.
Επιδιώκουμε η ημερίδα να αποτελέσει κορύφωση ενός εποικοδομητικού διαλόγου.
Η «Μικρασιατική Καταστροφή» υπήρξε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της ανασύστασης ενός ελληνικού κράτους, στα απροσδιόριστα σύνορα της πάλαι ποτέ «βυζαντινής αυτοκρατορίας». Πιο συγκεκριμένα υπήρξε το τέλος του πιο μεγάλου εκσυγχρονιστικού σχεδίου που επιχείρησε να εκτελέσει ποτέ η ελληνική αστική τάξη, δηλαδή την «Ελλάδα των 2 Ηπείρων και των 5 Θαλασσών», την ανάδειξή της σε μια μεγάλη περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη και την αναβάθμισή της στην διεθνή ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Συνεπώς, δεν είναι μόνο οι σημερινοί «νάνοι» πολιτικοί, όπως ο Σημίτης, ο Καραμανλής, ο Γ. Παπανδρέου και ο Σαμαράς, που αποτυγχάνουν στις πλάτες και τις ζωές του λαού αυτής της χώρας, καθώς πολύ καταστροφικότερα αποτελέσματα κατάφεραν εκείνοι οι πιο εμπνευσμένοι και μεγάλοι Έλληνες αστοί πολιτικοί, όπως ο Βενιζέλος ή ο Γούναρης, και βέβαια ο βασιλεύς Κωνσταντίνος ΙΒ΄. οι φλόγες και οι καπνοί που για 7 ολόκληρες ημέρες σκέπαζαν τον ουρανό της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922 δεν ενταφίασαν απλά τα ιμπεριαλιστικά όνειρα της ελληνικής αστικής τάξης, αλλά κυρίως κατέστρεψαν τις ζωές 1.200.000 Ελλήνων Μικρασιατών και ποντίων που κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, των χιλιάδων νεκρών που έμειναν πίσω και τους μη καταμετρημένους χιλιάδες πρόσφυγες που πέθαναν από τις κακουχίες των πρώτων ημερών της προσφυγιάς. Έθεσαν σε δοκιμασία ολόκληρη την ελληνική κοινωνία που μέσα έπρεπε να δεχτεί και τελικά να ενσωματώσει προσφυγικό πληθυσμό λίγο μεγαλύτερο από το 1/5 του ντόπιου πληθυσμού.
Η ευθύνη βαραίνει την ελληνική αστική τάξη. Για να εξυπηρετήσει τις επιδιώξεις της επωμίστηκε το ρόλο του χωροφύλακα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και πλήρωσε την ύβρη που επέδειξε πάνω στον τουρκικό πληθυσμό και την ουσιαστική αδιαφορία για τον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό. Όταν το 1919 ο ελληνικός στρατός ανέλαβε την διοίκηση στην περιοχή της Σμύρνης με επίσημο ρόλο την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε ως κύριο ζητούμενο την επίδειξη της αποικιακής ικανότητας των ελληνικών αρχών: «να διοικήσωμεν με ανωτερότητα αλλοφύλλους». Αποστέλλοντας ως Ύπατο Αρμοστή τον Αριστείδη Στεργιάδη, μια προσωπικότητα αμφιλεγόμενη σύμφωνα με την εθνικιστική ιστοριογραφία, απλά επέκτεινε στα μικρασιατικά παράλια το αυταρχικό καθεστώς που είχε επιβάλει στην Αθήνα. Εκεί ο ελληνικός στρατός έπρεπε από τη μία να αποκαθιστά και να διαφυλάσσει την τάξη για λογαριασμό των συμμάχων και ταυτόχρονα να δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις μιας πιο μακροπρόθεσμης κατάκτησης. Τα δύο αυτά καθήκοντα απλά οδήγησαν σε μια ατελείωτη αλυσίδα από αγριότητες και ανθρώπινες τραγωδίες.
Όταν μετά το 1920 ανέλαβαν την διακυβέρνηση της χώρας οι αντιβενιζελικοί με ρητή εκλογική εντολή την κατάπαυση του πολέμου, πούλησαν πολύ γρήγορα και εύκολα το λαϊκό αυτό αίσθημα που τους ανέδειξε στην εξουσία. Διεκδικώντας για τον εαυτό τους τις δάφνες του αντιπάλου θέλησαν να αποδείξουν πως μπορούν να εκφράσουν καλύτερα τα συμφέροντα του μεγάλου ελληνικού κεφαλαίου. Έτσι κήρυξαν πόλεμο «σκληρό μέχρι εξοντώσεως του ενός εκ των δύο αντιπάλων» με σκοπό να εφαρμόσουν τα ανέφικτα σχέδια όλων των κατακτημένων περιοχών που επεκτείνονταν κατά πολύ από τη ζώνη που προέβλεπε η συνθήκη των Σεβρών.
Πολύ σύντομα λοιπόν ο ελληνικός εθνικιστικός ιμπεριαλιστικός φανατισμός προκάλεσε μια μεγάλη εξέγερση του ντόπιου τουρκικού πληθυσμού απέναντι στους κατακτητές ενισχύοντας τον τουρκικό εθνικό στρατό του Κεμάλ Ατατούρκ. Οι προπολεμικές τουρκικές θηριωδίες σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού όχι απλά συνεχίστηκαν αντίστοιχα από τον κεμαλικό στρατό, αλλά βρήκαν και μεγάλη νομιμοποίηση και απήχηση μέσα στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Απέναντι σε αυτόν τον ενθουσιώδη εθνικιστικό στρατό ο ελληνικός στρατός βρέθηκε γερασμένος, δυσκίνητος και στατικός. Οι επιτελικές ανικανότητες και η διάθεση του στρατεύματος να εφαρμοστεί η υπόσχεση για τερματισμό του πολέμου δεν μπορούσαν να αντικατασταθούν παρά μόνο με το ξύπνημα του «μαρμαρωμένου βασιλιά», θαύμα το οποίο δεν πραγματοποιήθηκε. Παράλληλα, στο διπλωματικό επίπεδο πολύ εύκολα οι «σύμμαχοι» της Αντάντ εγκατέλειψαν την Ελλάδα η οποία παρέμενε μόνη της. Θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει δεκάδες περιπτώσεις και υποπεριπτώσεις μεγαλύτερων ή μικρότερων "προδοσιών", παραλείψεων, αστοχιών από τη μεριά της αντιβενιζελικής ηγεσίας με βάση τα εθνικά, διπλωματικά και στρατιωτικά κριτήρια, με κορύφωση την διαταγή της απαγόρευσης εξόδου από την Ανατολή όλων των Ελλήνων και την παράδοσή τους στο έλεος του εχθρού, τη στιγμή μάλιστα που αποφάσισαν την στρατιωτική εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας (Ιούλιος 1922).
Η ευθύνη λοιπόν της μικρασιατικής καταστροφής βάραινε την ίδια την ελληνική αστική τάξη και την καθιστούσε υπόλογη απέναντι στους πρόσφυγες, αλλά και τους υπόλοιπους Έλληνες. Για να επιλύσει το προσφυγικό ζήτημα που εμφανιζόταν πλέον ως η οξυμένη πλευρά του κοινωνικού ζητήματος, αναγκάστηκε να υιοθετήσει πρόωρα σε σχέση με άλλες χώρες δομές του κοινωνικού κράτους ώστε να ενσωματώσει τον προσφυγικό πληθυσμό. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα, εποχή διάλυσης του κοινωνικού κράτους, το ίδιο το κράτος στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του προκαλεί αναπροσαρμογή του εθνικού αφηγήματος θίγοντας ακριβώς αυτή τη μνήμη της «καταστροφής», όπως για παράδειγμα έγινε με τη φράση «συνωστισμός». Ο βασικός εκφραστής αυτής της αναθεωρητικής προσπάθειας στηρίζει σήμερα την κυβέρνηση της Τρόικας Εσωτερικού μαζί με τους ακραίους δεξιούς και φασίστες πρώην πολιτευτές του ΛΑΟΣ οι οποίοι υποτίθεται ότι υπεράσπιζαν την «εθνική μνήμη».
Όλα αυτά τα 90 χρόνια απασχολεί το δικαιολογημένο ερώτημα για τη δυνατότητα αποφυγής της μικρασιατικής καταστροφής. Οι απολογητές του βενιζελισμού επιρρίπτουν τις ευθύνες στους αντιβενιζελικούς σαν να μην πολεμούσαν στο μέτωπο οι βενιζελικοί αξιωματικοί, ενώ πολύ όψιμα οι απολογητές του αντιβενιζελισμού επιχειρούν έναν προκλητικό αναθεωρητισμό για τις ευθύνες των Έξι εκτελεσθέντων στο Γουδί ως υπευθύνων για την καταστροφή: Δ. Γούναρη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Ν. Στράτο, Ν. Θεοτόκη, Γ. Μπαλτατζή και αρχιστράτηγο Γ. Χατζηανέστη.
Ίσως την καλύτερη απάντηση θα μπορούσαμε να βρούμε στα κείμενα και τις θέσεις των Ελλήνων και βαλκάνιων σοσιαλιστών της εποχής εκείνης. Το Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ στα 1918 τοποθετήθηκε σε όλα τα πολεμικά ζητήματα υποστηρίζοντας «γενική ειρήνη άνευ προσαρτήσεων και αποζημιώσεων επί τη βάσει του δικαιώματος των λαών να διαθέτουν ελευθέρως τα καθ’εαυτούς» και την άμεσο εκκένωση «των κατειλημμένων υπό των διαφόρων στρατών χωρών». Ζητούσε τη συμμετοχή της Σοβιετικής Ρωσίας στις διαπραγματεύσεις και συμμετοχή αντιπροσώπων των εργατικών τάξεων σε αυτές. Για τα Βαλκανικά ζητήματα αγωνιζόταν για τη δημιουργία Βαλκανικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας και στα πλαίσια αυτά πρότεινε «την παροχήν πλήρους ελευθερίας εις τους πληθυσμούς των νήσων Κύπρου, Ίμβρου, Λήμνου, Τενέδου, Σαμοθράκης και της Β. Ηπείρου να καθορίσουν την τύχην των». Επίσης, πρότεινε «πλήρες δικαίωμα παλιννοστήσεως και αποζημιώσεως δια τους βία εκδιωχθέντας διαφόρους προσφυγικούς πληθυσμούς των βαλκανικών χωρών και της Μικράς Ασίας ανεξαρτήτως φυλής…». Το πιο σημαντικό αίτημα όμως αφορούσε τη μετατροπή του τουρκικού κράτους «εις μίαν Ομοσπονδίαν αποτελουμένην εξ αυτονόμων βιλαετίων δημοκρατικώς οργανωμένων ώστε αι εθνικότητες της Ανατολής να λάβουν αυτόνομον βίον και ούτω να εισέλθουν εις την Βαλκανικήν Δημοκρατικήν Ομοσπονδίαν». Επίσης, οι Έλληνες σοσιαλιστές καλούσαν την ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει το άρμα του δυτικού ιμπεριαλισμού που πρόδιδε τόσο εύκολα τους συμμάχους τους και να ζητήσει την στήριξη της επαναστατημένης τότε και όχι ακόμα γραφειοκρατικοποιημένης Ρωσίας, όπως ακριβώς είχε πράξει ο Κεμάλ.
Τέλος, οι διεθνιστές κομμουνιστές έδιναν καθημερινά τη μάχη στο μέτωπο ενάντια στον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό και απαιτούσαν τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Το ΣΕΚΕ (Κομμουνιστικό) είχε το θάρρος να αντιπαραταχθεί στον πόλεμο και την εθνικιστική υστερία ακόμα και τις στιγμές της –εφήμερης τελικά- δόξας του. Αποκάλεσε την Συνθήκη των Σεβρών «Η ειρήνη την οποία πανηγυρίζουν είναι εκείνη που καθιερώνει την ιδικήν μας δυστυχία και την ιδικήν των κυριαρχίαν. Είναι ειρήνη μεταξύ των αστικών τάξεων των κυρίων μας, εναντίον των εργαζομένων τάξεων των δούλων. Η πατρίς, της οποίας ιδιοποιούνται το όνομα, η πατρίς των, για την οποία μας έστειλαν να πολεμήσουμε, δεν είναι παρά η γεωγραφική εκείνη έκτασις επί της οποίας απλώνεται η εκμεταλλευσίς των. Το μεγάλωμά της δια το οποίον πανηγυρίζουν είναι η επέκτασις των ορίων της εκμεταλλεύσεώς των, και της προσοδοφόρου τοποθετήσεως των κεφαλαίων των...».
Αυτή η στάση δεν ήταν μόνο φραστική. Τα μέλη του πρωτοστάτησαν στους εργατικούς αγώνες και στις απεργίες της περιόδου, που ξεσπούσαν παρά την τρομερή πίεση στους εργάτες να βάλουν πλάτη, να δώσουν αίμα και ιδρώτα για τις φιλοδοξίες του ελληνικού καπιταλισμού και τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών. Είναι ενδεικτικό ότι η κυβέρνηση Γούναρη αποφάσισε να τιμωρήσει εκατοντάδες απεργούς σιδηροδρομικούς τον Φλεβάρη του 1921 επιστράτευοντάς τους και στέλνοντάς τους στη Μικρά Ασία. Εκεί πολλοί από αυτούς συνδέθηκαν με τους «ομίλους» των κομμουνιστών φαντάρων που έκαναν αντιμιλιταριστική, επαναστατική προπαγάνδα στους συναδέλφους τους και αποκάλυπταν τον πραγματικό χαρακτήρα του πολέμου.
Άλλωστε, τον ίδιο μήνα, ο Ευ. Ευαγγέλου, γραμματέας της ΓΣΕΕ (και μέλος του ΣΕΚΕ) υπεράσπιζε στον Ριζοσπάστη την απεργία των υφαντουργών του «Ρετσίνα» στον Πειραιά, προβάλλοντας το αίτημα για «επίταξη» (δηλαδή κρατικοποίηση του εργοστασίου) χωρίς αποζημίωση για το αφεντικό, συνδέοντας τη διεθνιστική, αντιπολεμική πολιτική με το ταξικό συμφέρον και ανάγκες των εργατριών. Μιας και ο πελάτης της επιχείρησης ήταν ο στρατός (δηλαδή το κράτος) και οι δε καταναλωτές των προϊόντων «διατελούν υπό επίταξιν […] πολεμούντες εις άγνωστα εδάφη διά την μεγάλην πατρίδα του κ. Ρετσίνα και των λοιπών μεγαλοβιομηχάνων, οι οποίοι αύριον θα επεκτείνουν τας εργασίας των εις τα διά του αίματος των αδελφών των δυστυχισμένων αυτών εργατριών καταλαμβανόμενα μέρη. Αλλά το κράτος εννοεί να αναμιχθή, δεν εννοεί να θίξει την ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας». Η σημερινή αντικαπιταλιστική και επαναστατική αριστερά έχει πολλά να διδαχθεί από τις ταξικές μάχες και τα πολιτικά προχωρήματα εκείνης της «πρώτης σταδιοδρομίας του ελληνικού προλεταριάτου».
H στάση και οι αγώνες των διεθνιστών κομμουνιστών εκείνης της περιόδου έδειχναν το δρόμο για να αποφευχθεί η σφαγή και η τραγωδία: οι αρχές της ειρήνης, του αλληλοσεβασμού, της δημοκρατίας και του διεθνισμού ήταν η μόνη δυνατή άλλη λύση. Αυτή όμως δεν μπορούσαν να την επιβάλουν οι εθνικιστές και αστοί ιμπεριαλιστές πολιτικοί που ενδιαφέρονταν για ομοιογενή εθνικά κράτη ελεγχόμενα απολύτως από τις αστικές τάξεις τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας. «Ομοιογενή εθνικά κράτη» σήμαινε εθνοκαθαρίσεις, βιαιοπραγίες, δολοφονίες, πολέμους, καταστροφές, προσφυγιά τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους Τούρκους. Οι μόνοι που μπορούσαν να την επιβάλουν ήταν οι ίδιοι οι λαοί ακολουθώντας το παράδειγμα του επαναστατημένου ρωσικού λαού.
Η ελληνική αστική τάξη « τιμά» τα 90 χρόνια από τη «Μικρασιατική Καταστροφή» διαμορφώνοντας το «κατάλληλο» σκηνικό, μια σύγχρονη μεγάλη Κοινωνική Καταστροφή. Φτώχια, ανεργία, αυτοκτονίες και δολοφονικές φασιστικές επιθέσεις φέρνει ο Σεπτέμβρης του 2012 στην μνημονιακή Ελλάδα της ΕΕ και του ΔΝΤ, της κυβερνώσας Τρόικας Εσωτερικού (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ).
Η μόνη δυνατή επίλυση της κρίσης και της αναίρεσης της Κοινωνικής Καταστροφής δεν είναι δυνατόν να επέλθει μέσα από τα σχέδια των αστικών πολιτικών κομμάτων που προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν την κρίση και τις συνέπειές της στη ζωή του εργαζόμενου λαού. Η πάλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή είναι η μόνη επιλογή για τους εργαζόμενους και τους νέους, ντόπιους και ξένους.
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Συνέντευξη με την παρέα της Παλιάς Μαρκίζας στο Παγκράτι
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΕΛΕΝΗ ΛΟΥΚΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΠΟΥΣ: 1–0
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ