2012-09-23 17:03:37
Του Γιάννου ΧαραλαμπίδηΤο SOS της Λαγκάρντ και το κυκλικό έλλειμμα - Τα όρια και η βιωσιμότητα της οικονομίας και της κοινωνίας, τραπεζικός τομέας και πώς απειλούνται τα συνεργατικά και οι θεσμικοί επενδυτές Η ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ των τραπεζών πρέπει να συμβαδίζει με τη βιωσιμότητα της οικονομίαςΗ βιωσιμότητα της κυπριακής οικονομίας και του χρέους συνιστούν αλληλένδετα ζητήματα πρώτης γραμμής. Και για τους πολίτες και για τους πολιτικούς. Καμιά αμφιβολία δεν υπάρχει ότι το επόμενο έτος θα είναι δύσκολο για όλους. Το μνημόνιο συνιστά μια πραγματικότητα. Το ζητούμενο είναι ο καθορισμός των όρων, κατά τρόπον ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία προϋποθέσεων κυκλικού ελλείμματος, στη δίνη του οποίου θα στροβιλίζονται και οι πολίτες και το κράτος. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο η βιωσιμότητα της οικονομίας, αλλά και της κοινωνίας.
Μνημόνιο και κούρεμα
Τα όσα είπε στο τελευταίο Γιούροκρουπ η Διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ είναι εξόχως σημαντικά. Εάν, είπε, τα ποσά που χρειάζονται για τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού, για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων κρατικών ομολόγων και ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών ξεπερνούν το 64% επί του ΑΕΠ, δηλαδή τα 11,5 δισ. ευρώ, το χρέος δεν θα είναι διαχειρίσιμο.
Γιατί; Διότι από 78% περίπου επί του ΑΕΠ που είναι σήμερα θα φτάσει σε ποσοστό της τάξης του 142% επί του ΑΕΠ. Εάν λάβει κάποιος υπόψη ότι για τα επόμενα τρία χρόνια, με τους καλύτερους οιωνούς, θα υπάρχει ύφεση με αρνητικό πρόσημο ανάπτυξης από 0,8% ΑΕΠ ώς και 3% επί του ΑΕΠ, γίνεται αντιληπτό ότι δεν θα μπορούμε να αποπληρώνουμε το χρέος. Και ως εκ τούτου οι τόκοι θα αυξάνονται. Και εφόσον δεν θα είμαστε στις αγορές μέχρι να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός, θα αρχίσει η οικονομία να χειροτερεύει. Είναι, δε, πρόδηλο ότι εφόσον το χρέος δεν θα είναι βιώσιμο, για να μην πτωχεύσουμε θα προκύψουν οι εξής σωρευτικές ή διαζευκτικές επιλογές:
1. Μνημόνιο με αυστηρότερους όρους.
2. Ακόμη και κούρεμα του χρέους εφόσον το κράτος δεν θα μπορεί να πληρώσει τα ληξιπρόθεσμα κρατικά ομόλογα, οπότε, όμως, θα χρειαστούν νέα χρήματα και νέοι μνημονιακοί όροι για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ενώ θα πληγούν τα ταμεία κοινωνικών ασφαλίσεων και άλλοι θεσμικοί επενδυτές που διαθέτουν κρατικά ομόλογα, όπως τα συνεργατικά ιδρύματα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυπριακή οικονομία χωρίς ανάπτυξη θα μπει στη δίνη του κυκλικού ελλείμματος. Δηλαδή τα έσοδα δεν θα μπορούν να καλύψουν τα χρέη και τους τόκους, οπότε για να μην αυξάνεται το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, θα γίνονται νέες περικοπές κυρίως στο Δημόσιο. Και ταυτοχρόνως θα επηρεάζεται και ο ιδιωτικός τομέας, ο οποίος βρίσκεται ήδη σε ιδιαιτέρως δύσκολη κατάσταση. Η χώρα θα βρεθεί με τη θηλιά στο λαιμό και αν δεν αποδεχθεί νέους επαχθείς όρους, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, θα χρεοκοπήσει.
Ισοσκελισμός προϋπολογισμού
Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα είναι ο ισοσκελισμός του προϋπολογισμού για τα επόμενα τρία ή πέντε χρόνια, αναλόγως του χρονοδιαγράμματος που θα καθοριστεί με την Τρόικα. Το ποσό αυτό αναλογεί στο 6,1% επί του ΑΕΠ. Ο ισοσκελισμός του προϋπολογισμού είναι συναφής με την επανένταξη της Κύπρου στις αγορές και την άνετη δανειοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με επιτόκιο 0,75%, γεγονός που εκ των πραγμάτων ενισχύει τη ρευστότητα στην αγορά.
Σήμερα, τα κρατικά ομόλογα ανήκουν στην κατηγορία των σκουπιδιών και δεν μπορούν να αποτελέσουν εγγυητικό εργαλείο δανεισμού από την ΕΚΤ. Η εξέλιξη αυτή εκ των πραγμάτων προκαλεί προβλήματα ρευστότητας στις τράπεζες, οι οποίες για να δανειστούν από την ΕΚΤ χρησιμοποιούν ως εργαλεία εγγύησης υγιή χαρτοφυλάκια. Υπό αυτές τις συνθήκες η αγορά στεγνώνει και περιορίζονται οι προοπτικές ανάπτυξης.
Ληξιπρόθεσμα ομόλογα
ΤΟ δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων κρατικών ομολόγων. Εφόσον το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα αποπληρωμής, είναι υποχρεωμένο να δανειστεί. Το ακριβές ποσό δεν έχει προσδιοριστεί. Πάντως, για να καλύψει τις δημοσιονομικές της ανάγκες (περιλαμβανομένου και του ισοσκελισμού του προϋπολογισμού) ζήτησε από τη Ρωσία δάνειο περί τα 5 δισ. ευρώ, που αναλογεί στο 27,7% επί του ΑΕΠ. Συνεπώς, για να μην υπερβαίνει το συνολικό ποσό για την κάλυψη των αναγκών της κυπριακής οικονομίας το 64% επί του ΑΕΠ, το ποσό της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 6,5 δισ. ευρώ, που ισοδυναμεί με 36,6% επί του ΑΕΠ.
Το φαινόμενο της Ιρλανδίας και οι τόκοι των τραπεζών
ΤΟ ΤΡΙΤΟ, λοιπόν, μεγάλο πρόβλημα της κυπριακής οικονομίας εντοπίζεται στον υπολογισμό του ποσού που θα χρειαστούν οι τράπεζες για την ανακεφαλαιοποίηση. Υπάρχει σαφής διαφωνία μεταξύ Τρόικας και τραπεζών στους τρόπους υπολογισμού των εσόδων των τραπεζών από τόκους, καθώς και στο ύψος των προβλέψεων για επισφαλείς χορηγήσεις. Μέχρι τώρα, όταν ένας οφειλέτης καθυστερούσε να πληρώσει την οφειλή του για διάστημα πέραν των 90 ημερών, οι τράπεζες κατέγραφαν τον τόκο στα έσοδα, στηριζόμενες στην εξασφάλιση που είχαν. Δηλαδή, στο υποθηκευμένο ακίνητο.
Από την πλευρά της, η Τρόικα θεωρεί ότι η καταγραφή ενός τέτοιου τόκου στα έσοδα των τραπεζών είναι εικονική και θα πρέπει να τερματιστεί. Σε αυτήν την περίπτωση γίνεται αντιληπτό ότι εφόσον τα έσοδα των τραπεζών θα γίνουν λιγότερα, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου της θα μειωθεί, με αποτέλεσμα να πρέπει να γίνουν περισσότερες προβλέψεις για διαγραφές οφειλών, αυξάνοντας τα ποσά ανακεφαλαιοποίησης. Όσο περισσότερες είναι οι οφειλές αυτής της κατηγορίας, τόσο περισσότερο θα είναι το κόστος για τις τράπεζες και για το κράτος που αναλαμβάνει την κάλυψη της ανακεφαλαιοποίησης.
Επί του θέματος αυτού οι θέσεις της Τρόικας έχουν ως εξής: Πρώτο, οι τόκοι των ληξιπρόθεσμων οφειλών που δεν πληρώνονται εντός τριών μηνών δεν θα υπολογίζονται στα έσοδα των τραπεζών υπό το επιχείρημα ότι υπάρχει εξασφάλιση. Πρέπει να επισημανθεί ότι, εάν η πραγματική αξία της εξασφάλισης, δηλαδή του υποθηκευμένου ακινήτου μειωθεί, υπάρχει ο κίνδυνος του φαινομένου της Ιρλανδίας και της Ισπανίας. Δηλαδή, ακόμη και αν εκποιηθεί το ακίνητο, να μην μπορεί να καλυφθεί η οφειλή, οπότε το κόστος θα είναι διπλό. Και για την τράπεζα και για τον οφειλέτη.
Δεύτερο, οι προβλέψεις των τραπεζών για την απομείωση στην αξία των χορηγήσεων θα πρέπει να είναι περισσότερες επί των δανείων που θεωρούνται μη εξυπηρετούμενα. Αυτό σημαίνει ότι κάποιες οφειλές ενδέχεται να μην αποπληρωθούν πλήρως και, ως εκ τούτου, η τράπεζα τις διαγράφει από τους ισολογισμούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα σταματά να διεκδικεί την οφειλή. Υπό αυτές τις συνθήκες, η βιωσιμότητα των προβληματικών τραπεζών μειώνεται, καθότι τα έσοδά τους συρρικνώνονται και βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ενώ ταυτοχρόνως υπάρχει και η εξής πιθανότητα:
Ενώ με το υφιστάμενο καθεστώς έδειχναν κερδοφορία, με το νέο, που θέλει να εφαρμόσει η Τρόικα, θα παρουσιάζουν επιπρόσθετες ζημιές.
Μέσα σε αυτήν τη λογική, η Τρόικα ζητά νομοθετικές αλλαγές σχετικά με τον χρόνο και τρόπο εκδίκασης και εκποίησης ακινήτων στις περιπτώσεις των υποθέσεων ληξιπρόθεσμων οφειλετών. Ενώ σήμερα μια τέτοια υπόθεση μπορεί να πάρει δέκα ή και περισσότερα χρόνια, η Τρόικα επιδιώκει περάτωση εντός ενός και μισού έτους.
Λεπτές ισορροπίες και εκποίηση περιουσιών
ΒΕΒΑΙΩΣ, αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος σχετικά με την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων και δη ακινήτων. Υπάρχει και η άλλη. Η κοινωνική και ανθρώπινη. Άλλωστε, οι τράπεζες έχουν μεν τα δικά τους δικαιώματα επί τη βάσει του νόμου, όμως, από την άλλη, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι τράπεζες φέρουν τη δική τους ευθύνη για την οικονομική κρίση. Ως εκ τούτου, πώς είναι δυνατό να γίνεται λόγος εκποίησης υποθηκευμένων ακινήτων για να αυξηθούν τα έσοδα των τραπεζών για να μην πτωχεύσουν, αλλά, από την άλλη, να επιβάλλονται σκληρότερα μέτρα σε οφειλέτες και δη βιοπαλαιστές, κατά τρόπον ώστε να οδηγούνται σε ουσιαστική πτώχευση και καταστροφή; Είναι, λοιπόν, πρόδηλο ότι η κάθε περίπτωση κρίνεται από τη δικαιοσύνη διαφορετικά με βάση τον νόμο.
Επί θέματος αρχής, όμως, οι αποπληρωμές των οφειλών στις τράπεζες δεν θα πρέπει να διαλύουν τους κοινωνικούς ιστούς, να οδηγούν στη φτώχια και να αυξάνουν τα προβλήματα, αντί να τα περιορίζουν και να τα επιλύουν. Βεβαίως, σε περιόδους κρίσης οι γραμμές είναι λεπτές και οδηγούν σε ακροβασίες. Γι' αυτό, άλλωστε, στην παρούσα φάση επιβάλλεται σοβαρότητα και ανάλυση δεδομένων, διότι σημαντικό είναι όπως η προσπάθεια και οι επιλογές επί της βιωσιμότητας του χρέους, τελικώς, δεν θα οδηγούν στη βιωσιμότητα της κοινωνίας. Διαφορετικά, θα μπούμε στη δίνη του κυκλικού ελλείμματος περιστρεφόμενοι, όπως τους δερβίσηδες, μέχρι τελικής πτώσης.
ΓΙΑΝΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Δρ Διεθνών Σχέσεων
InfoGnomon
Μνημόνιο και κούρεμα
Τα όσα είπε στο τελευταίο Γιούροκρουπ η Διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ είναι εξόχως σημαντικά. Εάν, είπε, τα ποσά που χρειάζονται για τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού, για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων κρατικών ομολόγων και ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών ξεπερνούν το 64% επί του ΑΕΠ, δηλαδή τα 11,5 δισ. ευρώ, το χρέος δεν θα είναι διαχειρίσιμο.
Γιατί; Διότι από 78% περίπου επί του ΑΕΠ που είναι σήμερα θα φτάσει σε ποσοστό της τάξης του 142% επί του ΑΕΠ. Εάν λάβει κάποιος υπόψη ότι για τα επόμενα τρία χρόνια, με τους καλύτερους οιωνούς, θα υπάρχει ύφεση με αρνητικό πρόσημο ανάπτυξης από 0,8% ΑΕΠ ώς και 3% επί του ΑΕΠ, γίνεται αντιληπτό ότι δεν θα μπορούμε να αποπληρώνουμε το χρέος. Και ως εκ τούτου οι τόκοι θα αυξάνονται. Και εφόσον δεν θα είμαστε στις αγορές μέχρι να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός, θα αρχίσει η οικονομία να χειροτερεύει. Είναι, δε, πρόδηλο ότι εφόσον το χρέος δεν θα είναι βιώσιμο, για να μην πτωχεύσουμε θα προκύψουν οι εξής σωρευτικές ή διαζευκτικές επιλογές:
1. Μνημόνιο με αυστηρότερους όρους.
2. Ακόμη και κούρεμα του χρέους εφόσον το κράτος δεν θα μπορεί να πληρώσει τα ληξιπρόθεσμα κρατικά ομόλογα, οπότε, όμως, θα χρειαστούν νέα χρήματα και νέοι μνημονιακοί όροι για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ενώ θα πληγούν τα ταμεία κοινωνικών ασφαλίσεων και άλλοι θεσμικοί επενδυτές που διαθέτουν κρατικά ομόλογα, όπως τα συνεργατικά ιδρύματα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυπριακή οικονομία χωρίς ανάπτυξη θα μπει στη δίνη του κυκλικού ελλείμματος. Δηλαδή τα έσοδα δεν θα μπορούν να καλύψουν τα χρέη και τους τόκους, οπότε για να μην αυξάνεται το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, θα γίνονται νέες περικοπές κυρίως στο Δημόσιο. Και ταυτοχρόνως θα επηρεάζεται και ο ιδιωτικός τομέας, ο οποίος βρίσκεται ήδη σε ιδιαιτέρως δύσκολη κατάσταση. Η χώρα θα βρεθεί με τη θηλιά στο λαιμό και αν δεν αποδεχθεί νέους επαχθείς όρους, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, θα χρεοκοπήσει.
Ισοσκελισμός προϋπολογισμού
Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα είναι ο ισοσκελισμός του προϋπολογισμού για τα επόμενα τρία ή πέντε χρόνια, αναλόγως του χρονοδιαγράμματος που θα καθοριστεί με την Τρόικα. Το ποσό αυτό αναλογεί στο 6,1% επί του ΑΕΠ. Ο ισοσκελισμός του προϋπολογισμού είναι συναφής με την επανένταξη της Κύπρου στις αγορές και την άνετη δανειοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με επιτόκιο 0,75%, γεγονός που εκ των πραγμάτων ενισχύει τη ρευστότητα στην αγορά.
Σήμερα, τα κρατικά ομόλογα ανήκουν στην κατηγορία των σκουπιδιών και δεν μπορούν να αποτελέσουν εγγυητικό εργαλείο δανεισμού από την ΕΚΤ. Η εξέλιξη αυτή εκ των πραγμάτων προκαλεί προβλήματα ρευστότητας στις τράπεζες, οι οποίες για να δανειστούν από την ΕΚΤ χρησιμοποιούν ως εργαλεία εγγύησης υγιή χαρτοφυλάκια. Υπό αυτές τις συνθήκες η αγορά στεγνώνει και περιορίζονται οι προοπτικές ανάπτυξης.
Ληξιπρόθεσμα ομόλογα
ΤΟ δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων κρατικών ομολόγων. Εφόσον το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα αποπληρωμής, είναι υποχρεωμένο να δανειστεί. Το ακριβές ποσό δεν έχει προσδιοριστεί. Πάντως, για να καλύψει τις δημοσιονομικές της ανάγκες (περιλαμβανομένου και του ισοσκελισμού του προϋπολογισμού) ζήτησε από τη Ρωσία δάνειο περί τα 5 δισ. ευρώ, που αναλογεί στο 27,7% επί του ΑΕΠ. Συνεπώς, για να μην υπερβαίνει το συνολικό ποσό για την κάλυψη των αναγκών της κυπριακής οικονομίας το 64% επί του ΑΕΠ, το ποσό της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 6,5 δισ. ευρώ, που ισοδυναμεί με 36,6% επί του ΑΕΠ.
Το φαινόμενο της Ιρλανδίας και οι τόκοι των τραπεζών
ΤΟ ΤΡΙΤΟ, λοιπόν, μεγάλο πρόβλημα της κυπριακής οικονομίας εντοπίζεται στον υπολογισμό του ποσού που θα χρειαστούν οι τράπεζες για την ανακεφαλαιοποίηση. Υπάρχει σαφής διαφωνία μεταξύ Τρόικας και τραπεζών στους τρόπους υπολογισμού των εσόδων των τραπεζών από τόκους, καθώς και στο ύψος των προβλέψεων για επισφαλείς χορηγήσεις. Μέχρι τώρα, όταν ένας οφειλέτης καθυστερούσε να πληρώσει την οφειλή του για διάστημα πέραν των 90 ημερών, οι τράπεζες κατέγραφαν τον τόκο στα έσοδα, στηριζόμενες στην εξασφάλιση που είχαν. Δηλαδή, στο υποθηκευμένο ακίνητο.
Από την πλευρά της, η Τρόικα θεωρεί ότι η καταγραφή ενός τέτοιου τόκου στα έσοδα των τραπεζών είναι εικονική και θα πρέπει να τερματιστεί. Σε αυτήν την περίπτωση γίνεται αντιληπτό ότι εφόσον τα έσοδα των τραπεζών θα γίνουν λιγότερα, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου της θα μειωθεί, με αποτέλεσμα να πρέπει να γίνουν περισσότερες προβλέψεις για διαγραφές οφειλών, αυξάνοντας τα ποσά ανακεφαλαιοποίησης. Όσο περισσότερες είναι οι οφειλές αυτής της κατηγορίας, τόσο περισσότερο θα είναι το κόστος για τις τράπεζες και για το κράτος που αναλαμβάνει την κάλυψη της ανακεφαλαιοποίησης.
Επί του θέματος αυτού οι θέσεις της Τρόικας έχουν ως εξής: Πρώτο, οι τόκοι των ληξιπρόθεσμων οφειλών που δεν πληρώνονται εντός τριών μηνών δεν θα υπολογίζονται στα έσοδα των τραπεζών υπό το επιχείρημα ότι υπάρχει εξασφάλιση. Πρέπει να επισημανθεί ότι, εάν η πραγματική αξία της εξασφάλισης, δηλαδή του υποθηκευμένου ακινήτου μειωθεί, υπάρχει ο κίνδυνος του φαινομένου της Ιρλανδίας και της Ισπανίας. Δηλαδή, ακόμη και αν εκποιηθεί το ακίνητο, να μην μπορεί να καλυφθεί η οφειλή, οπότε το κόστος θα είναι διπλό. Και για την τράπεζα και για τον οφειλέτη.
Δεύτερο, οι προβλέψεις των τραπεζών για την απομείωση στην αξία των χορηγήσεων θα πρέπει να είναι περισσότερες επί των δανείων που θεωρούνται μη εξυπηρετούμενα. Αυτό σημαίνει ότι κάποιες οφειλές ενδέχεται να μην αποπληρωθούν πλήρως και, ως εκ τούτου, η τράπεζα τις διαγράφει από τους ισολογισμούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα σταματά να διεκδικεί την οφειλή. Υπό αυτές τις συνθήκες, η βιωσιμότητα των προβληματικών τραπεζών μειώνεται, καθότι τα έσοδά τους συρρικνώνονται και βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ενώ ταυτοχρόνως υπάρχει και η εξής πιθανότητα:
Ενώ με το υφιστάμενο καθεστώς έδειχναν κερδοφορία, με το νέο, που θέλει να εφαρμόσει η Τρόικα, θα παρουσιάζουν επιπρόσθετες ζημιές.
Μέσα σε αυτήν τη λογική, η Τρόικα ζητά νομοθετικές αλλαγές σχετικά με τον χρόνο και τρόπο εκδίκασης και εκποίησης ακινήτων στις περιπτώσεις των υποθέσεων ληξιπρόθεσμων οφειλετών. Ενώ σήμερα μια τέτοια υπόθεση μπορεί να πάρει δέκα ή και περισσότερα χρόνια, η Τρόικα επιδιώκει περάτωση εντός ενός και μισού έτους.
Λεπτές ισορροπίες και εκποίηση περιουσιών
ΒΕΒΑΙΩΣ, αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος σχετικά με την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων και δη ακινήτων. Υπάρχει και η άλλη. Η κοινωνική και ανθρώπινη. Άλλωστε, οι τράπεζες έχουν μεν τα δικά τους δικαιώματα επί τη βάσει του νόμου, όμως, από την άλλη, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι τράπεζες φέρουν τη δική τους ευθύνη για την οικονομική κρίση. Ως εκ τούτου, πώς είναι δυνατό να γίνεται λόγος εκποίησης υποθηκευμένων ακινήτων για να αυξηθούν τα έσοδα των τραπεζών για να μην πτωχεύσουν, αλλά, από την άλλη, να επιβάλλονται σκληρότερα μέτρα σε οφειλέτες και δη βιοπαλαιστές, κατά τρόπον ώστε να οδηγούνται σε ουσιαστική πτώχευση και καταστροφή; Είναι, λοιπόν, πρόδηλο ότι η κάθε περίπτωση κρίνεται από τη δικαιοσύνη διαφορετικά με βάση τον νόμο.
Επί θέματος αρχής, όμως, οι αποπληρωμές των οφειλών στις τράπεζες δεν θα πρέπει να διαλύουν τους κοινωνικούς ιστούς, να οδηγούν στη φτώχια και να αυξάνουν τα προβλήματα, αντί να τα περιορίζουν και να τα επιλύουν. Βεβαίως, σε περιόδους κρίσης οι γραμμές είναι λεπτές και οδηγούν σε ακροβασίες. Γι' αυτό, άλλωστε, στην παρούσα φάση επιβάλλεται σοβαρότητα και ανάλυση δεδομένων, διότι σημαντικό είναι όπως η προσπάθεια και οι επιλογές επί της βιωσιμότητας του χρέους, τελικώς, δεν θα οδηγούν στη βιωσιμότητα της κοινωνίας. Διαφορετικά, θα μπούμε στη δίνη του κυκλικού ελλείμματος περιστρεφόμενοι, όπως τους δερβίσηδες, μέχρι τελικής πτώσης.
ΓΙΑΝΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Δρ Διεθνών Σχέσεων
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αναγνώστης εξηγεί γιατί δεν γίνεται κάτι...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ