2012-09-25 00:11:14
Βαθύτερη ύφεση, υψηλότερα πρωτογενή ελλείμματα και καθυστερήσεις στις αποκρατικοποιήσεις απειλούν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, γεγονός το οποίο τροφοδοτεί εκ νέου σενάρια για νέο «κούρεμα» ή την απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από το Μόνιμο Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), αλλά ταυτόχρονα είναι και οι βασικοί λόγοι που καθυστερούν τη συγγραφή της έκθεσης της τρόικας, που θα αποδεσμεύσει την επόμενη δόση των 31,5 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για τις παραδοχές στις οποίες στηρίχθηκαν οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που συγγράφηκαν τον περασμένο Μάρτιο, για να προσδιορίσουν εάν το ελληνικό χρέος το έτος 2020, θα έχει υποχωρήσει σε επίπεδα κάτω του 120% του ΑΕΠ και η Ελλάδα θα το εξυπηρετεί μόνη της χωρίς εξωτερική βοήθεια.
Σήμερα, έξι μήνες μετά, διαπιστώνεται από τους ελεγκτές και την ελληνική κυβέρνηση πως οι υποθέσεις εργασίας δεν ισχύουν, αφού η ύφεση είναι βαθύτερη, το πρωτογενές έλλειμμα μεγαλύτερο και τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις υστερούν, σύμφωνα με παράγοντες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), που μεταφέρουν τις παρατηρήσεις των τεχνικών κλιμακίων της τρόικας κατά τις επαφές που είχαν.
Οι ίδιοι παράγοντες του ΓΛΚ σημειώνουν ότι το κεντρικό πρόβλημα για τη μείωση του χρέους είναι η ύφεση, καθώς όχι μόνο αυξάνει το έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά μειώνει και τα φορολογικά έσοδα, οδηγώντας σε ένα φαύλο κύκλο. Στο πλαίσιο αυτό, ο κίνδυνος να θεωρηθεί το χρέος μη βιώσιμο είναι υπαρκτός και να επιβεβαιωθούν τα σενάρια για χρέος ύψους 145% και 147% του ΑΕΠ που προβλέπουν τα εναλλακτικά σενάρια της Ε.Ε. και του ΔΝΤ αντίστοιχα. Από την πλευρά του το υπουργείο Οικονομικών, επιχειρεί να πείσει την τρόικα ότι η ταχύτερη ανάπτυξη της οικονομίας θα καταστήσει βιώσιμο το χρέος, αλλά ακόμη οι ξένοι ελεγκτές διατηρούν αμφιβολίες. Στο πλαίσιο αυτό καθυστερεί η έκδοση της έκθεσης της τρόικας για την ελληνική οικονομία, που θα συμπεριλάβει και τα νέα μέτρα, αλλά παράλληλα θα περιέχει (είτε ενσωματωμένη είτε αυτόνομη) και έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Παρατηρείται πως η επίτευξη του κεντρικού στόχου του προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας που ξεκίνησε το 2010 με το πρώτο μνημόνιο και συνεχίζεται, που ήταν η αντιμετώπιση του υψηλού χρέους, οδηγείται σε αποτυχία, εξαιτίας κακών σχεδιασμών και παρενεργειών του μείγματος της πολιτικής που εφαρμόζεται.
Στο πλαίσιο αυτό, οι εναλλακτικές λύσεις που συζητούνται στο παρασκήνιο, χωρίς η Ελλάδα να παίρνει θέση επισήμως, είναι τρεις:
1. Το νέο κούρεμα του χρέους και υπονοούν τα ομόλογα που κατέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και οι άλλες εθνικές κεντρικές τράπεζες, αρχικού ύψους 56 δισ. ευρώ, και των δανείων των χωρών της Ευρωζώνης. Δηλαδή να ζητηθεί από την ΕΚΤ να παραιτηθεί των κερδών της από τα ελληνικά ομόλογα και η Ελλάδα να τα αποπληρώνει στην τιμή αγοράς από τη δευτερογενή αγορά (περίπου 35%) και όχι στο 100% της ονομαστικής αξίας. Σε ό,τι αφορά στα δάνεια των χωρών της Ευρωζώνης, είναι αρκετά δύσκολο να επιτευχθεί συμφωνία, λόγω αντιδράσεων των κυβερνήσεων. Σε κάθε περίπτωση το ΔΝΤ έχει αποσαφηνίσει πως δεν θα χρηματοδοτήσει την Ελλάδα με περισσότερα κεφάλαια απ' όσα έχει δεσμευτεί και το επιπλέον άμεσο ή έμμεσο κόστος πρέπει να το αναλάβει η Κομισιόν
2. Η απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών από τον ESM, ώστε το ποσό των 48,8 δισ. ευρώ, που θα κοστίσει η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης να μην επιβαρύνει το δημόσιο χρέος, αλλά να αποτελεί χρέος των τραπεζών, κατά τα πρότυπα της συμφωνίας που πέτυχε η Ισπανία. Το σενάριο αυτό θα αφαιρέσει από το ελληνικό χρέος περίπου 25 μονάδες του ΑΕΠ και η αφετηρία για τη μείωση του χρέους από το 165% του ΑΕΠ μειώνεται στο 140% του ΑΕΠ. Εχει εκταμιευτεί ήδη ποσό 25 δισ. ευρώ, από το μηχανισμό στήριξης, αλλά γεγονός αυτό δεν δημιουργεί τεχνικό πρόβλημα εφόσον υπάρχει πολιτική βούληση.
3. Η ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας στην ελληνική οικονομία, παράλληλα με τα μέτρα δημοσιονομικής σταθεροποίησης και η απρόσκοπτη συνέχιση της χρηματοδότησης από το μηχανισμό στήριξης.
Πάνος Κακούρης - [email protected]
Η ύφεση ανατρέπει τα δεδομένα για τους στόχους
Η βασική υπόθεση εργασίας των εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ε.Ε.) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) το Μάρτιο, όταν ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση του προγράμματος PSI (σ.σ.: «κούρεμα» ομολόγων), ήταν πως η ελληνική οικονομία θα σημείωνε ύφεση ύψους -4,7% το 2012, μηδενική ανάπτυξη το 2013, ανάπτυξη 2,5% το 2014, ενώ μέχρι το 2020 η οικονομία θα αναπτύσσονταν με ρυθμούς από 2% μέχρι 3,1%.
Η αστοχία ξεκινά από το πρώτο έτος, αφού το 2012 αντί ύφεσης -4,7% υπολογίζεται πως θα διαμορφωθεί μεταξύ -6,5 και -7%, οδηγώντας το ονομαστικό ύψος του ΑΕΠ σε επίπεδα κάτω των 200 δισ. ευρώ.
Αυτό σημαίνει πως το δημόσιο χρέος, ακόμα και αν παραμείνει αμετάβλητο ως ποσό, θα αυξηθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ. Επίσης, η ύφεση προβλέπεται τόσο για το 2013 όσο και για το 2014 λόγω του πακέτου των μέτρων των 13,5 δισ. ευρώ που θα υλοποιηθούν, με αποτέλεσμα οι ελπίδες για ανάκαμψη μετατίθενται για το 2015.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η αναβολή επανόδου της ελληνικής οικονομίας στην ανάπτυξη υπονομεύει το στόχο για τη βιωσιμότητα του χρέους το έτος 2020, πλην όμως εμφανίζεται να αγνοεί ότι η βαθύτερη ύφεση είναι απόρροια και της πολιτικής που το ίδιο επιβάλλει στην Ελλάδα.
Στην έκθεση του Μαρτίου, το ΔΝΤ είχε επισημάνει ότι «με την υστέρηση της ανάπτυξης κατά 1% του ΑΕΠ σε σχέση με τους προβλεπόμενους στόχους, το χρέος δεν πρόκειται να μειωθεί κάτω από το 129% του ΑΕΠ το 2020».
Την ίδια ώρα, σενάριο του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που υιοθετεί το υπουργείο Οικονομικών, δείχνει πως αν η ύφεση είναι περιορισμένη και ανακάμψει γρήγορα η οικονομία, τότε το χρέος θα καταστεί βιώσιμο δεδομένου ότι το 2020 θα είναι κάτω από το 120% του ΑΕΠ.
Επίσης, το σενάριο που εμφανίζει το χρέος βιώσιμο έχει ως βασική προϋπόθεση την ισχυρή ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων. Προϋποθέτει συγκεκριμένα ότι από τώρα έως το 2020 οι ιδιωτικές επενδύσεις θα συνεισφέρουν πρόσθετη αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% και για επιβεβαιωθεί η εκτίμηση θα πρέπει η αξία των ιδιωτικών επενδύσεων να διαμορφωθεί στο 21% του ΑΕΠ, όσο ήταν το έτος 2007, και έναντι 9% που έχουν διαμορφωθεί σήμερα.
«Φτωχά» οφέλη από αξιοποίηση περιουσίας
Στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων τα αποτελέσματα που έχει να επιδείξει η Ελλάδα είναι πενιχρά και αναμένονται τα αποτελέσματα της δραστηριοποίησης της νέας ηγεσίας του Ταμείου Αποκρατικοποιήσεων. Ωστόσο, οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι ζήτημα μόνο στόχων, καθώς το ίδιο το πρόγραμμα υπονομεύεται από το αρνητικό κλίμα που αποτρέπει οποιαδήποτε επενδυτική δραστηριότητα σε μια χώρα που αμφισβητείται η παραμονή της στο ευρώ [EUR=X] .
Οι στόχοι του μνημονίου για τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις προβλέπουν την είσπραξη 3,2 δισ. ευρώ, ενώ το τέλος του 2012, στόχο που αμφισβήτησε η προηγούμενη διοίκηση του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) και απομακρύνθηκε, την είσπραξη σωρευτικά 15 δισ. ευρώ, μέχρι το 2015 και 50 δισ. ευρώ, μέχρι το 2020. Το ΔΝΤ είχε χαρακτηρίσει «φιλόδοξη, αλλά όχι αδύνατη την πρόβλεψη ότι οι αποκρατικοποιήσεις θα δώσουν έσοδα ύψους 12 δισ. ευρώ ως το 2014 και 2% του ΑΕΠ σε μέση ετήσια βάση έως το 2020».
Αστοχία από το πρώτο έτος εφαρμογής καταγράφεται και στο στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Για το 2012 ο στόχος για τον προϋπολογισμό Γενικής Κυβέρνησης ήταν το πρωτογενές έλλειμμα (έλλειμμα μείον τόκοι) να διαμορφωθεί στο 0,5% ή σε 1 δισ. ευρώ.
Λόγω των υστερήσεων στα έσοδα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, είπε στη Βουλή ότι το πρωτογενές έλλειμμα θα διαμορφωθεί τελικά σε 1,5% του ΑΕΠ ή σε 3 δισ. ευρώ.
1,8%
Στελέχη του υπουργείου Οικονομικών εκτιμούν ότι με τα μέτρα συρρίκνωσης των δαπανών που έχουν δρομολογηθεί και την αύξηση της φορολογίας, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,8% του ΑΕΠ (ή 3,5 -3,6 δισ. ευρώ) είναι εφικτός, αλλά οι αστοχίες του 2012 ασφαλώς και δυσκολεύουν την προσπάθεια.
πηγη:naftemporiki
Πρόκειται για τις παραδοχές στις οποίες στηρίχθηκαν οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που συγγράφηκαν τον περασμένο Μάρτιο, για να προσδιορίσουν εάν το ελληνικό χρέος το έτος 2020, θα έχει υποχωρήσει σε επίπεδα κάτω του 120% του ΑΕΠ και η Ελλάδα θα το εξυπηρετεί μόνη της χωρίς εξωτερική βοήθεια.
Σήμερα, έξι μήνες μετά, διαπιστώνεται από τους ελεγκτές και την ελληνική κυβέρνηση πως οι υποθέσεις εργασίας δεν ισχύουν, αφού η ύφεση είναι βαθύτερη, το πρωτογενές έλλειμμα μεγαλύτερο και τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις υστερούν, σύμφωνα με παράγοντες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), που μεταφέρουν τις παρατηρήσεις των τεχνικών κλιμακίων της τρόικας κατά τις επαφές που είχαν.
Οι ίδιοι παράγοντες του ΓΛΚ σημειώνουν ότι το κεντρικό πρόβλημα για τη μείωση του χρέους είναι η ύφεση, καθώς όχι μόνο αυξάνει το έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά μειώνει και τα φορολογικά έσοδα, οδηγώντας σε ένα φαύλο κύκλο. Στο πλαίσιο αυτό, ο κίνδυνος να θεωρηθεί το χρέος μη βιώσιμο είναι υπαρκτός και να επιβεβαιωθούν τα σενάρια για χρέος ύψους 145% και 147% του ΑΕΠ που προβλέπουν τα εναλλακτικά σενάρια της Ε.Ε. και του ΔΝΤ αντίστοιχα. Από την πλευρά του το υπουργείο Οικονομικών, επιχειρεί να πείσει την τρόικα ότι η ταχύτερη ανάπτυξη της οικονομίας θα καταστήσει βιώσιμο το χρέος, αλλά ακόμη οι ξένοι ελεγκτές διατηρούν αμφιβολίες. Στο πλαίσιο αυτό καθυστερεί η έκδοση της έκθεσης της τρόικας για την ελληνική οικονομία, που θα συμπεριλάβει και τα νέα μέτρα, αλλά παράλληλα θα περιέχει (είτε ενσωματωμένη είτε αυτόνομη) και έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Παρατηρείται πως η επίτευξη του κεντρικού στόχου του προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας που ξεκίνησε το 2010 με το πρώτο μνημόνιο και συνεχίζεται, που ήταν η αντιμετώπιση του υψηλού χρέους, οδηγείται σε αποτυχία, εξαιτίας κακών σχεδιασμών και παρενεργειών του μείγματος της πολιτικής που εφαρμόζεται.
Στο πλαίσιο αυτό, οι εναλλακτικές λύσεις που συζητούνται στο παρασκήνιο, χωρίς η Ελλάδα να παίρνει θέση επισήμως, είναι τρεις:
1. Το νέο κούρεμα του χρέους και υπονοούν τα ομόλογα που κατέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και οι άλλες εθνικές κεντρικές τράπεζες, αρχικού ύψους 56 δισ. ευρώ, και των δανείων των χωρών της Ευρωζώνης. Δηλαδή να ζητηθεί από την ΕΚΤ να παραιτηθεί των κερδών της από τα ελληνικά ομόλογα και η Ελλάδα να τα αποπληρώνει στην τιμή αγοράς από τη δευτερογενή αγορά (περίπου 35%) και όχι στο 100% της ονομαστικής αξίας. Σε ό,τι αφορά στα δάνεια των χωρών της Ευρωζώνης, είναι αρκετά δύσκολο να επιτευχθεί συμφωνία, λόγω αντιδράσεων των κυβερνήσεων. Σε κάθε περίπτωση το ΔΝΤ έχει αποσαφηνίσει πως δεν θα χρηματοδοτήσει την Ελλάδα με περισσότερα κεφάλαια απ' όσα έχει δεσμευτεί και το επιπλέον άμεσο ή έμμεσο κόστος πρέπει να το αναλάβει η Κομισιόν
2. Η απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών από τον ESM, ώστε το ποσό των 48,8 δισ. ευρώ, που θα κοστίσει η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης να μην επιβαρύνει το δημόσιο χρέος, αλλά να αποτελεί χρέος των τραπεζών, κατά τα πρότυπα της συμφωνίας που πέτυχε η Ισπανία. Το σενάριο αυτό θα αφαιρέσει από το ελληνικό χρέος περίπου 25 μονάδες του ΑΕΠ και η αφετηρία για τη μείωση του χρέους από το 165% του ΑΕΠ μειώνεται στο 140% του ΑΕΠ. Εχει εκταμιευτεί ήδη ποσό 25 δισ. ευρώ, από το μηχανισμό στήριξης, αλλά γεγονός αυτό δεν δημιουργεί τεχνικό πρόβλημα εφόσον υπάρχει πολιτική βούληση.
3. Η ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας στην ελληνική οικονομία, παράλληλα με τα μέτρα δημοσιονομικής σταθεροποίησης και η απρόσκοπτη συνέχιση της χρηματοδότησης από το μηχανισμό στήριξης.
Πάνος Κακούρης - [email protected]
Η ύφεση ανατρέπει τα δεδομένα για τους στόχους
Η βασική υπόθεση εργασίας των εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ε.Ε.) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) το Μάρτιο, όταν ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση του προγράμματος PSI (σ.σ.: «κούρεμα» ομολόγων), ήταν πως η ελληνική οικονομία θα σημείωνε ύφεση ύψους -4,7% το 2012, μηδενική ανάπτυξη το 2013, ανάπτυξη 2,5% το 2014, ενώ μέχρι το 2020 η οικονομία θα αναπτύσσονταν με ρυθμούς από 2% μέχρι 3,1%.
Η αστοχία ξεκινά από το πρώτο έτος, αφού το 2012 αντί ύφεσης -4,7% υπολογίζεται πως θα διαμορφωθεί μεταξύ -6,5 και -7%, οδηγώντας το ονομαστικό ύψος του ΑΕΠ σε επίπεδα κάτω των 200 δισ. ευρώ.
Αυτό σημαίνει πως το δημόσιο χρέος, ακόμα και αν παραμείνει αμετάβλητο ως ποσό, θα αυξηθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ. Επίσης, η ύφεση προβλέπεται τόσο για το 2013 όσο και για το 2014 λόγω του πακέτου των μέτρων των 13,5 δισ. ευρώ που θα υλοποιηθούν, με αποτέλεσμα οι ελπίδες για ανάκαμψη μετατίθενται για το 2015.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η αναβολή επανόδου της ελληνικής οικονομίας στην ανάπτυξη υπονομεύει το στόχο για τη βιωσιμότητα του χρέους το έτος 2020, πλην όμως εμφανίζεται να αγνοεί ότι η βαθύτερη ύφεση είναι απόρροια και της πολιτικής που το ίδιο επιβάλλει στην Ελλάδα.
Στην έκθεση του Μαρτίου, το ΔΝΤ είχε επισημάνει ότι «με την υστέρηση της ανάπτυξης κατά 1% του ΑΕΠ σε σχέση με τους προβλεπόμενους στόχους, το χρέος δεν πρόκειται να μειωθεί κάτω από το 129% του ΑΕΠ το 2020».
Την ίδια ώρα, σενάριο του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που υιοθετεί το υπουργείο Οικονομικών, δείχνει πως αν η ύφεση είναι περιορισμένη και ανακάμψει γρήγορα η οικονομία, τότε το χρέος θα καταστεί βιώσιμο δεδομένου ότι το 2020 θα είναι κάτω από το 120% του ΑΕΠ.
Επίσης, το σενάριο που εμφανίζει το χρέος βιώσιμο έχει ως βασική προϋπόθεση την ισχυρή ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων. Προϋποθέτει συγκεκριμένα ότι από τώρα έως το 2020 οι ιδιωτικές επενδύσεις θα συνεισφέρουν πρόσθετη αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% και για επιβεβαιωθεί η εκτίμηση θα πρέπει η αξία των ιδιωτικών επενδύσεων να διαμορφωθεί στο 21% του ΑΕΠ, όσο ήταν το έτος 2007, και έναντι 9% που έχουν διαμορφωθεί σήμερα.
«Φτωχά» οφέλη από αξιοποίηση περιουσίας
Στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων τα αποτελέσματα που έχει να επιδείξει η Ελλάδα είναι πενιχρά και αναμένονται τα αποτελέσματα της δραστηριοποίησης της νέας ηγεσίας του Ταμείου Αποκρατικοποιήσεων. Ωστόσο, οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι ζήτημα μόνο στόχων, καθώς το ίδιο το πρόγραμμα υπονομεύεται από το αρνητικό κλίμα που αποτρέπει οποιαδήποτε επενδυτική δραστηριότητα σε μια χώρα που αμφισβητείται η παραμονή της στο ευρώ [EUR=X] .
Οι στόχοι του μνημονίου για τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις προβλέπουν την είσπραξη 3,2 δισ. ευρώ, ενώ το τέλος του 2012, στόχο που αμφισβήτησε η προηγούμενη διοίκηση του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) και απομακρύνθηκε, την είσπραξη σωρευτικά 15 δισ. ευρώ, μέχρι το 2015 και 50 δισ. ευρώ, μέχρι το 2020. Το ΔΝΤ είχε χαρακτηρίσει «φιλόδοξη, αλλά όχι αδύνατη την πρόβλεψη ότι οι αποκρατικοποιήσεις θα δώσουν έσοδα ύψους 12 δισ. ευρώ ως το 2014 και 2% του ΑΕΠ σε μέση ετήσια βάση έως το 2020».
Αστοχία από το πρώτο έτος εφαρμογής καταγράφεται και στο στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Για το 2012 ο στόχος για τον προϋπολογισμό Γενικής Κυβέρνησης ήταν το πρωτογενές έλλειμμα (έλλειμμα μείον τόκοι) να διαμορφωθεί στο 0,5% ή σε 1 δισ. ευρώ.
Λόγω των υστερήσεων στα έσοδα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, είπε στη Βουλή ότι το πρωτογενές έλλειμμα θα διαμορφωθεί τελικά σε 1,5% του ΑΕΠ ή σε 3 δισ. ευρώ.
1,8%
Στελέχη του υπουργείου Οικονομικών εκτιμούν ότι με τα μέτρα συρρίκνωσης των δαπανών που έχουν δρομολογηθεί και την αύξηση της φορολογίας, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,8% του ΑΕΠ (ή 3,5 -3,6 δισ. ευρώ) είναι εφικτός, αλλά οι αστοχίες του 2012 ασφαλώς και δυσκολεύουν την προσπάθεια.
πηγη:naftemporiki
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σεισμική δόνηση ανοικτά της Εύβοιας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ