2012-09-28 02:24:20
ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΑ 90 ΕΤΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ Μ. ΑΣΙΑ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 24ΗΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΣΤΙΑ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ.
Κυρίες και Κύριοι
Θεωρείται καθολικά αυτονόητος ο εορτασμός των νικηφόρων επετείων και των σελίδων δόξης του έθνους, οι οποίες διατηρούν ζωντανό το φρόνημα, το ηθικό, την συνοχή, την αλληλεγγύη, την φιλοδοξία και τα οράματα των συμπολιτών μας. Πρέπει όμως να εορτάζονται, να αναμοχλεύονται και να συντηρούνται στην εθνική μνήμη ακόμη και οι εθνικές καταστροφές; Προσωπικά θα απαντούσα ότι κατά μείζονα λόγο οι εθνικές ήττες δεν πρέπει να λησμονούνται υπό την προϋπόθεση όμως ότι η μνήμη τους θα αποτελεί εργαλείο αποκτήσεως ιστορικής εμπειρίας και εφαλτήριο βελτιώσεως της εθνικής σκέψεως και δράσεως. Οι εθνικές καταστροφές δεν προσφέρονται για κλαυθμούς, οδυρμούς, συναισθηματικές σπασμωδικές αντιδράσεις και μιζέρια αλλά για ψύχραιμες αντικειμενικές αναλύσεις, εξαγωγή χρησίμων συμπερασμάτων και μετουσίωση αυτών σε νέα εθνική σχεδίαση και τρόπους συγκροτημένης πολυεπίπεδης δράσεως, προκειμένου να εκπληρούνται αποτελεσματικά τα εκάστοτε εθνικά μας συμφέροντα.
Διαβάστε περισσότερα ΓΕΝΙΚΑ
Η δεκαετία 1912 – 1922 αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές περιόδους της νεώτερης ιστορίας μας, λόγω των συμπυκνωμένων και σημαντικών σε έκταση και βάθος αλληλένδετων γεγονότων, των οποίων οι επιπτώσεις και αποτελέσματα επηρέασαν και ακόμη επηρεάζουν την πατρίδα μας. Η περίοδος αυτή κυριαρχείται από την λεγόμενη «Μεγάλη Ιδέα» που αποσκοπούσε στην ενσωμάτωση του συνόλου των ελληνικών πληθυσμών στον εθνικό κορμό και την ανασύσταση του πυρήνα του Βυζαντινού χώρου υπό την μορφή ενός εθνικού ελληνικού κράτους. Το όραμα αυτό κινητοποίησε αρκετές γενεές Ελλήνων του εσωτερικού και του εξωτερικού, κατά μοναδικό τρόπο. Θα ήταν συνεπώς ατελής η αποκλειστική εστίαση στο θέμα της αποψινής βραδιάς, αφιερωμένο στην επέτειο των 90 ετών από την πυρπόληση της Σμύρνης και τον ξεριζωμό πλέον του ενός εκατομμυρίου Ελλήνων από την προγονική τους γη, δίχως την σύντομη αναφορά στα γεγονότα της δεκαετίας που προηγήθηκε.
Η προσπάθεια συμπτύξεως σε μία ομιλία, της πλέον ίσως μεστής σε γεγονότα περιόδου της νεώτερης ιστορίας μας, είναι βέβαιον εκ των προτέρων ότι δεν θα αναδείξει στον απαιτούμενο βαθμό πολλές πτυχές του πολιτικού, στρατιωτικού, διπλωματικού, οικονομικού και κοινωνικού τομέα και ενδεχομένως θα αδικήσει τις υπεράνθρωπες προσπάθειες, τις ελπίδες και οράματα, τις κακουχίες, τους αγώνες, τις νίκες και μεγάλες απώλειες στα πεδία των μαχών, τις γενοκτονίες και τέλος τον ξεριζωμό μεγάλου τμήματος του ελληνισμού. Για τον λόγο αυτό ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη από το ακροατήριο.
ΠΡΟΗΓΗΘΕΝΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 1912 ΕΩΣ ΤΟ 1919
Η επανάσταση των Νεοτούρκων του 2008 με την εθνικιστική και ωμή πολιτική τους έναντι των θρησκευτικών μειονοτήτων, εξομάλυνε τις υπαρκτές αντιθέσεις μεταξύ των βαλκανικών κρατών και ώθησε στην σύμπραξη και συνεργασία Βουλγαρίας, Σερβίας, Ελλάδος και Μαυροβουνίου για την εκδίωξη της Τουρκίας από το ευρωπαϊκό έδαφος.
Στο εσωτερικό της χώρας μας, η κακοδιοίκηση, η διαφθορά, η αυθαιρεσία και η αναποφασιστικότητα του πολιτικού συστήματος, οδήγησαν στην πολιτική εκτροπή του στρατιωτικού πραξικοπήματος στο Γουδί, το οποίο όμως έτυχε της λαϊκής συμπαραστάσεως. Η πρόσκληση του Στρατιωτικού Συνδέσμου προς τον Ε. Βενιζέλο και το ανορθωτικό έργο του τελευταίου, από το 1910, σε όλους τους τομείς της κρατικής μηχανής και ιδιαίτερα στον τομέα του εξοπλισμού των Ε.Δ., σε σύντομο χρονικό διάστημα, προετοίμασε επιτυχώς την χώρα για τους επελθόντες Βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 1913.
Εκμεταλλευθέντες την δυσχερή θέση της Τουρκίας λόγω του Ιταλοτουρκικού πολέμου του 1911, οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι κήρυξαν διαδοχικά τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, τον Οκτώβριο του 1912. Σε σύντομο χρονικό διάστημα απελευθερώνονται η Δυτική Μακεδονία με την Θεσσαλονίκη, ολόκληρη η Ήπειρος και οι νήσοι του Αιγαίου. Τις μοναδικές στιγμές που ζει ο ελληνισμός, συνταράσσει η δολοφονία του έμπειρου πολιτικά βασιλέως Γεωργίου του Α’, τον οποίον διαδέχεται ο πρωτότοκος υιός του Κωνσταντίνος Α’. Το έπος του Α’ Βαλκανικού πολέμου οδηγεί την ηττημένη Τουρκία στην σύναψη της συνθήκης του Λονδίνου, τον Μάϊο του 1913, η οποία με τις ασάφειες των όρων της, στις οποίες συνετέλεσαν τα συμφέροντα των Μ. Δυνάμεων, προεκάλεσε σημαντική διάσταση απόψεων ως προς την συνοριακή διευθέτηση μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδος και Σερβίας.
Η Βουλγαρική ταυτόχρονη επίθεση κατά της Ελλάδος και Σερβίας, σήμανε την έναρξη του νικηφόρου Β’ Βαλκανικού πολέμου ο οποίος διήρκεσε μόλις ένα μήνα αλλά υπήρξε σφοδρός και φονικός. Οι Τούρκοι εκμεταλλευθέντες την κατάσταση, κατέλαβαν την Αδριανούπολη, ενώ οι Ρουμάνοι εισέβαλαν στην Βουλγαρία, δίχως αντίσταση και προήλαυναν προς την Σόφια. Στις 18 Ιουλίου 1913 επήλθε ανακωχή μεταξύ των αντιμαχομένων.
Με την συνθήκη του Βουκουρεστίου, τα σύνορα πλέον έφθαναν στις εκβολές του Νέστου, ενώ στα βόρεια, η συνοριακή γραμμή άρχιζε ανάμεσα στο Μοναστήρι και την Φλώρινα, περνούσε νότια από την Γευγελή και κατέληγε ΒΑ της Δράμας. Η Συνθήκη δεν καθόριζε την τύχη των νήσων του Α. Αιγαίου και της Β. Ηπείρου, ενώ μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες του ελληνισμού παρέμεναν εκτός της επικράτειας. Εν τούτοις σε δέκα μήνες η έκταση του κράτους αυξήθηκε από 63.211 τ.χ. σε 120.308 τ.χ.. Η δημοφιλία τόσο του Ε. Βενιζέλου, όσο και του Βασιλέως Κωνσταντίνου είχε φθάσει στο απόγειό της, ενώ η οριστική ρήξη μεταξύ τους πλησίαζε.
Η Συνθήκη των Αθηνών, τον Νοέμβριο του 1913, μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, αν και στους όρους της δεν είχε συμπεριληφθεί το ζήτημα των νήσων του Αιγαίου, καθώς και η οριστική οριοθέτηση της Ηπείρου. Μετά την αντίδραση των Ελλήνων της Β. Ηπείρου και την κήρυξη της αυτονομίας της, επετεύχθη έμμεσος διακανονισμός με την Σύμβαση της Κέρκυρας αλλά στο ζήτημα των νήσων του Αιγαίου, η Τουρκία διεκδικούσε και πάλι την κυριαρχία τους.
Την ειρήνη που τόσο είχε ανάγκη η χώρα μας, προκειμένου να ενσωματώσει τα απελευθερωθέντα εδάφη και να συνεχίσει την προσπάθεια εσωτερικής ανορθώσεως και οργανώσεως, έμελε να διακόψει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Ιούλιο του 1914. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι η στρατιωτική εμπλοκή της χώρας στο πλευρό των χωρών της Συνεννόησης, γνωστής και ως Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), θα εξασφάλιζε τα εθνικά συμφέροντα, σε αντίθεση με τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ο οποίος επεδίωκε μία ευμενή για τις Κεντρικές Δυνάμεις ουδετερότητα (Γερμανία, Αυστροουγγαρία). Η διάσταση αυτή των απόψεων η οποία επέφερε διγλωσσία στο εξωτερικό, πολιτική αδράνεια και μη λήψη αποφάσεων, σε ένα φλεγόμενο διεθνές περιβάλλον, θα επέφερε μοιραία δυσμενείς επιπτώσεις για την χώρα.
Τον Νοέμβριο του 1914 η Τουρκία εξήλθε στον πόλεμο με τις Κ. Δυνάμεις και στις αρχές του 1915 οι δυνάμεις της Αντάντ ζήτησαν την συνδρομή της Ελλάδος στην σχεδιαζόμενη επίθεση στα Στενά των Δαρδανελίων. Την επιθυμία για σύμπραξη του Βενιζέλου αντέκρουε το Γενικό Επιτελείο και ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος, αντιπροτείνοντας κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως μέσω Θράκης. Μετά τις πρώτες συμμαχικές αποτυχίες στην Καλλίπολη, η απόβαση στρατευμάτων της Αντάντ στην Θεσσαλονίκη, χωρίς την άδεια της ελληνικής κυβερνήσεως και το άνοιγμα του Μακεδονικού μετώπου από τις Δυνάμεις αυτές, βρήκε και πάλι τον Βενιζέλο να συντάσσεται και να τις στηρίζει, ενώ τον Κωνσταντίνο να επιμένει στην ουδετερότητα.
Τα αποτελέσματα της διχογνωμίας αυτής υπήρξαν οδυνηρά. Σε σύντομο χρονικό διάστημα υπήρξαν αλεπάλληλες εναλλαγές κυβερνήσεων, ενώ τα πολιτικά μηνύματα προς το εξωτερικό χαρακτηρίζονταν από αντιφατικότητα και ανακολουθία. Η χώρα έζησε στιγμές επιβολής τελεσιγραφικών συμμαχικών όρων και επιβολής στρατιωτικού νόμου στην Θεσσαλονίκη, καταλήψεως εθνικών εδαφών από γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις και συλλήψεως από αυτές επιστρατευμένων ελληνικών δυνάμεων στην Α. Μακεδονία, σχηματισμού προσωρινής κυβερνήσεως στην Θεσσαλονίκη (τριανδρία Βενιζέλου, Κουντουριώτη, Δαγκλή) με ανεξάρτητη πολιτική, συγκροτήσεως παρακρατικών οργανώσεων επιστράτων, πολιορκίας και καταλήψεως του κράτους των Αθηνών από τον συμμαχικό στόλο και εξώσεως του Βασιλέως και του Διαδόχου κατ΄ απαίτηση των συμμάχων, καθώς και κατάληψη της Α. Μακεδονίας από τους Βουλγάρους οι οποίοι προέβησαν σε διώξεις, εκτελέσεις και βιασμούς σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού.
Στο εσωτερικό ο πληθυσμός του λεκανοπεδίου Αττικής αντιμετώπισε το φάσμα της ασιτίας, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος αναθεμάτισε τον Βενιζέλο, ο οποίος όταν με την βοήθεια των συμμάχων σχημάτισε κυβέρνηση στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1917, προέβη σε μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, απελάσεις πολιτικών, αποστρατείες στρατιωτικών, καθώς και τιμωρίες δικαστικών και ιερέων. Από το 1917 ο ανασυγκροτημένος ελληνικός στρατός συμμετείχε επιτυχώς στις επιχειρήσεις με τις υπόλοιπες συμμαχικές δυνάμεις και κατέλαβε την Α. Θράκη, τις Σέρρες, την Καβάλα, την Δράμα και ολόκληρη την Α. Μακεδονία, ενώ ο στόλος μας κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη με τους Συμμάχους, υπό τους πανηγυρισμούς των Ελλήνων της Πόλης. Τον Οκτώβριο του 1918 έληξε ο Β’ Π.Π..
Από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 1919, οι σύμμαχοι συνέδραμαν την προσπάθεια των Λευκών κατά των Μπολσεβίκων στην σημερινή Ουκρανία, με την συμμετοχή δύο μεραρχιών του ελληνικού στρατού. Η συνδρομή υπήρξε ανεπιτυχής, με σημαντικές ελληνικές απώλειες (400 νεκροί και 7000 τραυματίες), ο Βενιζέλος δέχθηκε επικρίσεις για την εν λόγω συμμετοχή η οποία ενδεχομένως συνετέλεσε στους διωγμούς των μπολσεβίκων κατά των ελληνικών κοινοτήτων της περιοχής αυτής και αργότερα στην αμέριστη συνδρομή τους στον Κεμάλ.
Μετά την σύναψη της ανακωχής του Μούδρου, η οποία έθετε την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έλεος των συμμάχων, τα Στενά και η Κωνσταντινούπολη κατελήφθησαν από τις δυνάμεις της Αντάντ, ενώ ένας μεγάλος διπλωματικός αγώνας άρχιζε στην Συνδιάσκεψη ειρήνης των Παρισίων, τον Ιανουάριο του 1919. Με την συνθήκη του Νεϊγύ, τον Νοέμβριο του 1919, η Ανατολική Μακεδονία και η Δυτική Θράκη παρεδόθησαν στην Ελλάδα, ενώ το μόνο που κατόρθωσαν οι Βούλγαροι ήταν η διασφάλιση ελεύθερης εμπορικής ζώνης στην Αλεξανδρούπολη.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 1919 ΕΩΣ ΤΟ 1922
Μετά τον Α’ Π.Π., η μη αναστρέψιμη κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έθεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις το μείζον θέμα της διαχειρίσεως και διανομής των εδαφών της. Το Δόγμα της ακεραιότητος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του 19ουαιώνος είχε παρέλθει οριστικά, αφού εν τω μεταξύ η γερμανική οικονομική βοήθεια ενίσχυσε την αλαζονεία και τον εθνικισμό των Νεοτούρκων, ενώ η Ρωσική επανάσταση απεμάκρυνε την Ρωσία από την Αντάντ. Συνεπώς η ελληνοτουρκική σύγκρουση στην Μ. Ασία θα πρέπει να προσεγγίζεται μάλλον στα πλαίσια της ευρύτερης πολιτικής των Μ. Δυνάμεων, στην Εγγύς Ανατολή, παρά ως διμερές θέμα.
Σε αντίθεση με τα οικονομικά και ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των υπολοίπων ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις εβασίζοντο στην διαρκή παρουσία συμπαγούς ελληνικού στοιχείου στην Μ. Ασία, τουλάχιστον από τους ιστορικούς χρόνους του 9ουαιώνος π.Χ.. Ο ελληνισμός της Μ. Ασίας υπό την Οθωμανική κυριαρχία ανέκαθεν υπέμενε διώξεις. Από τα τέλη του 19ουαιώνος, οι διώξεις αυτές κατά των ελλήνων, αρμενίων και άλλων μειονοτήτων, είχαν ενταθεί λόγω της απώλειας οθωμανικών εδαφών. Στις αρχές του 20ουαιώνος οι εθνικιστές Νεότουρκοι και η επικράτηση του Δόγματος του Παντουρκισμού, οδήγησαν στην βίαιη προσπάθεια εξοθωμανισμού και εκτουρκισμού των μειονοτήτων. Η συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας, μετά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο διόγκωσε την απροκάλυπτη πλέον εχθρότητα και τους διωγμούς προς τις μειονότητες, οι οποίες σημειωτέον ήταν ανεπτυγμένες και ακμάζουσες οικονομικά και εμπορικά. Συνεπώς η προσπάθεια της ελληνικής πλευράς να προστατεύσει ένα μεγάλο ελληνικό πληθυσμό από την εθνοκάθαρση των Νεοτούρκων δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί, όπως ορισμένοι διατείνονται, ως επιθετική ιμπεριαλιστική ενέργεια. Κατά την λογική αυτή θα έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως επιτιθέμενοι και όλοι όσοι κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας αμφισβήτησαν έμπρακτα την εθνική υποτέλεια, με πρώτους τους αρχηγούς της ελληνικής επαναστάσεως.
Μετά από πιέσεις του Βενιζέλου, η Συνδιάσκεψη των Παρισίων ενέκρινε την αποστολή ελληνικού στρατού στην Σμύρνη, τον Μάϊο του 1919, για την πρόληψη σφαγών κατά χριστιανικών πληθυσμών από το κεμαλικό κίνημα. Ο ελληνισμός της Μ. Ασίας αριθμούσε περί τα 2.500.000 κατοίκους (ειδικότερα στην Σμύρνη έναντι συνολικού πληθυσμού 360.000 κατοίκων, το ελληνικό στοιχείο ανήρχετο σε 220.000). Στην πραγματικότητα η απόφαση αυτή υπήρξε αποτέλεσμα ενδοσυμμαχικών συγκρούσεων, ως προς την διανομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού η Αγγλία και Γαλλία επεδίωκαν τον περιορισμό της επεκτάσεως των Ιταλών στην Μ. Ασία και συγχρόνως επεδίωκαν εμπορικά και ενεργειακά οφέλη στη ευρύτερη περιοχή. Οι Ιταλοί μετά τον ιταλοτουρκικό πόλεμο και την κατάληψη των Δωδεκανήσων εγκαινίασαν μία εξαιρετικά φιλόδοξη μεσογειακή πολιτική. Κατέχοντας ήδη την Αττάλεια, η Ιταλία επεκτείνετο στην Μάκρη και την Αλικαρνασσό, ενώ απαιτούσε να πάρει την Σμύρνη, το Ικόνιο, τα Άδανα και την Μερσίνα. Η κομμουνιστική Ρωσία εγκατέλειψε προσωρινά την διαχρονική πολιτική της χώρας ως προς τα στενά και την Μεσόγειο και απετέλεσε τον βασικό χρηματοδότη του Κεμάλ, προσπαθώντας να ακυρώσει την διείσδυση των Δυτικών Δυνάμεων. Η Αγγλία δεν επιθυμούσε την επικράτηση του Κεμάλ ο οποίος με συνεργάτη του την Ρωσία θα ανέτρεπε τα Βρετανικά συμφέροντα στην Μ. Ανατολή και στα πετρέλαια της Μοσούλης. Οι Η.Π.Α. οι οποίες δεν επιθυμούσαν την προνομιακή σύναψη συμφωνιών αποικιακού τύπου, των ευρωπαϊκών δυνάμεων, δια του Προέδρου Ουίλσον, είχαν εκφράσει την υποστήριξη προς τα ελληνικά δίκαια. Η Γερμανία η οποία υπήρξε ο κύριος υποστηρικτής της Τουρκίας και ασκούσε το πλέον ολοκληρωμένο ανατολικό πρόγραμμα, δεν επηρέαζε πλέον άμεσα τις εξελίξεις, λόγω της ήττας του Α’Π.Π..
Στην Σμύρνη οργανώθηκαν τουρκικές διαδηλώσεις, με προκηρύξεις και διανομές όπλων, με πρωτοστάτες Ιταλούς αξιωματικούς, που καλούσαν τους Τούρκους της πόλεως σε αντίσταση. Την απόβαση του ελληνικού στρατού, την 2αΜαϊου του 1919, ακολούθησαν πυροβολισμοί κατά ελλήνων στρατιωτών και ανταπόδοση πυρών, σε συνοικίες της Σμύρνης, με 73 συνολικά νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι εξελίξεις αυτές μείωσαν το κύρος της Ελλάδος, ως εντολοδόχου δυνάμεως και ενίσχυσαν την ανθελληνική προπαγάνδα των Τούρκων εθνικιστών. Έως το τέλος του 1919, η ελληνική προέλαση προς ανατολάς έφθασε σε βάθος 120 χλμ. περίπου, ενώ οι διαρκώς ενισχυόμενες 5 μεραρχίες, δημιούργησαν την Στρατιά της Μ. Ασίας, την διοίκηση της οποίας ανέλαβε ο Στρατηγός Λ. Παρασκευόπουλος τον Φεβρουάριο του 2020. Παράλληλα εγκαταστάθηκε ελληνική πολιτική διοίκηση στην Σμύρνη υπό τον Ύπατο Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη, μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα.
Τα ελληνικά στρατεύματα αντιμετώπιζαν τον τουρκικό ανταρτοπόλεμο ο οποίος ενισχύετο από τους Ιταλούς, ενώ η ιταλική ζώνη κατοχής στην οποία οι ελληνικές δυνάμεις δεν ηδύναντο να εισέλθουν αποτελούσε βάση για επιθετικές ανταρτικές τουρκικές εξορμήσεις. Από τον Μάϊο του 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ άρχισε να οργανώνει την αντίδραση κατά των ξένων δυνάμεων και κυρίως κατά των Ελλήνων, στις ανατολικές τουρκικές επαρχίες. Η σχηματισθείσα επαναστατική κυβέρνηση της Άγκυρας, δεν ανεγνώριζε πλέον τον Σουλτάνο και ο Κεμάλ κατέστησε σαφές στους συμμάχους ότι αυτός αποτελούσε την πραγματική πηγή εξουσίας της Τουρκίας.
Έως τον Ιούλιο του 1920, ο ελληνικός στρατός με την άδεια των συμμάχων, έφθασε σε βάθος 150 χλμ., ενώ ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις προωθήθηκαν στην Α. Θράκη και αφού κατέστειλαν το τουρκικό κίνημα αντιστάσεως του Τζαφέρ Ταγιάρ Πασά, έφθασαν έως τα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως.
Στις αρχές Αυγούστου του 1920, στις Σέβρες της Γαλλίας, υπεγράφη συνθήκη ειρήνης, οι όροι της οποίας αποτελούσαν μέγα επίτευγμα για την Ελλάδα. Ολόκληρη η Α. Θράκη μέχρι αποστάσεως 30 χλμ. από την Κωνσταντινούπολη περιήρχετο στην πλήρη εθνική κυριαρχία. Η Ελλάς ανελάμβανε την διοίκηση της περιοχής Σμύρνης και της ενδοχώρας της επί πενταετία, υπό την Οθωμανική υψηλή κυριαρχία. Προεβλέπετο η ίδρυση τοπικού κοινοβουλίου, με αντιπροσώπευση όλων των μειονοτήτων, το οποίο μετά την πενταετία θα ηδύνατο με πλειοψηφικό ψήφισμα να ζητήσει την ένωση της περιοχής με την Ελλάδα. Η Κ.Τ.Ε. είχε το δικαίωμα να ζητήσει προηγουμένως σχετικό δημοψήφισμα του τοπικού πληθυσμού. Τέλος η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανεγνώριζε τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στις νήσους Λήμνος, Λέσβος, Χίος, και Σάμος, ενώ παραχωρούσε τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος. Το πρόβλημα ήταν ότι την Συνθήκη υπέγραψε η άνευ πραγματικής εξουσίας σουλτανική κυβέρνηση, ενώ την επομένη, Γάλλοι και Ιταλοί προσέτρεξαν στον Κεμάλ για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους έναντι των Βρετανών.
Η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου, στη Γαλλία, δύο ημέρες μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, από δύο Έλληνες αξιωματικούς (Κυριάκης, Τσερέπης), οι πράξεις αντεκδικήσεως των βενιζελικών στην Αθήνα, με πλέον επιφανές θύμα τους τον Ίωνα Δραγούμη και ο θάνατος λόγω τραύματος του Βασιλέως Αλεξάνδρου που δημιούργησε θέμα διαδοχής, συσσώρευσαν βαριά σύννεφα για τις προγραμματισμένες εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις αρχές Νοεμβρίου του 1920. Η διαρκής επιστράτευση της κοινωνίας από το 1912, οι αυθαιρεσίες στελεχών του κόμματος των φιλελευθέρων και οι αόριστες υποσχέσεις της αντιπολιτεύσεως περί αποστρατεύσεως, υπό το σύνθημα «Οίκαδε», στοίχισαν την ήττα στον Βενιζέλο, ο οποίος ανεχώρησε για το εξωτερικό. Λίγο πριν την διεξαγωγή δημοψηφίσματος από την νέα κυβέρνηση του Δημ. Ράλλη, για την επάνοδο του Κωνσταντίνου, οι Σύμμαχοι διεμήνυσαν ότι η επιστροφή του Βασιλέως θα τους αποδέσμευε από τις υποχρεώσεις τους έναντι της Ελλάδος, καθώς και ότι θα διέκοπταν κάθε οικονομική υποστήριξη προς την χώρα μας. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου τον Δεκέμβριο του 1920, προσέφερε το τυπικό άλλοθι στους συμμάχους για την αποδέσμευσή τους από την Συνθήκη των Σεβρών αλλά και για την ανάκληση όλων των πιστώσεων που είχαν χορηγήσει στη χώρα, με συνέπεια τον οικονομικό αποκλεισμό της.
Το Λαϊκό φιλοβασιλικό κόμμα ως κυβέρνηση προέβη σε απολύσεις στην δημόσια διοίκηση και κυρίως στον στρατό, τον οποίο αποδυνάμωσε από εμπειροπόλεμα στελέχη, ενώ νέος αρχιστράτηγος ορίσθηκε ο Αναστάσιος Παπούλας ο οποίος ανέλαβε την διεύθυνση των επιχειρήσεων στην Μ. Ασία. Το γεγονός της αλλαγής του διεθνούς περιβάλλοντος, λόγω της φιλοτουρκικής στροφής Γαλλίας, Ιταλίας, Ρωσίας και Η.Π.Α., καθώς και οι προεκλογικές καταγγελίες της πολιτικής του Βενιζέλου από το Λαϊκό κόμμα, δεν το εμπόδισε όταν έγινε κυβέρνηση να ακολουθήσει την ίδια πολιτική στην Μ. Ασία. Ενώ είχαν ήδη αρχίσει οι διεργασίες για αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, ο Πρωθυπουργός Δ. Γούναρης αποσπά ομόφωνο ψήφισμα της Βουλής ότι ουδεμία υποχώρηση θα γίνει δεκτή και η εφαρμογή της εν λόγω Συνθήκης θα επιβληθεί με τα όπλα.
Τον Φεβρουάριο του 1921, στην συνδιάσκεψη του Λονδίνου, η οποία εξέταζε την κατάσταση στην Ανατολή, προσκλήθηκαν για πρώτη φορά εκπρόσωποι των Τούρκων εθνικιστών, οι οποίοι αφού απέρριψαν τις συμμαχικές συμβιβαστικές προτάσεις, προχώρησαν σε μυστικές συναντήσεις με τους Γάλλους και τους Ιταλούς. Βάσει συμφωνιών που υπέγραψαν οι δύο αυτές χώρες, με τους κεμαλιστές, θα απέσυραν τα στρατεύματά τους, με αντάλλαγμα την κατοχύρωση συμφερόντων τους στην περιοχή. Κατά την ίδια περίοδο ευοδώθηκαν οι επαφές των Τούρκων εθνικιστών με την Σοβιετική Ένωση, η οποία ενισχύει πλέον με πολλούς τρόπους τον πολεμικό αγώνα των Τούρκων.
Το διπλωματικό αδιέξοδο της διασκέψεως του Λονδίνου και η defactoαναγνώριση του κεμαλικού συστήματος οδήγησαν σε ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας του ελληνικού στρατού για την κατάληψη δύο κρισίμων συγκοινωνιακών κόμβων, του Εσκί Σεχίρ στον βορρά και του Αφιόν Καραχισάρ στο νότο. Η μη επιτυχής έκβαση των επιχειρήσεων, τον Μάρτιο του 1921, δημιούργησε κυβερνητική κρίση ενώ παράλληλα η διεθνής κοινότητα προετοίμαζε νέα ειρηνευτική διάσκεψη με πιθανό στόχο την τελική εκκένωση της Μ. Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Με δεδομένη την ελληνική βούληση για μη εγκατάλειψη της Μ. Ασίας, η ηγεσία απεφάσισε πολεμική δράση ευρείας κλίμακος για επίτευξη αποφασιστικής νίκης κατά των Τούρκων, προκειμένου να αποκτήσει διαπραγματευτικό πλεονέκτημα.
Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 25 Ιουνίου του 1921 σε όλο το μήκος του μετώπου και υπήρξε επιτυχής, με αποτέλεσμα οι Τουρκικές δυνάμεις να υποχωρήσουν πέρα από τον ποταμό Σαγγάριο, με βαριές απώλειες. Παρά την επιτυχία του ελέγχου της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ, την ελληνική ηγεσία προβλημάτιζε το γεγονός ότι η υποχώρηση και ανασύνταξη του κεμαλικού στρατού πέρα από τον Σαγγάριο, θα συνιστούσε διαρκή απειλή. Για τον λόγο αυτό στις 15 Ιουλίου του 1921, αποφασίσθηκε η προέλαση προς την Άγκυρα, με σκοπό την κατάληψη της πρωτεύουσας των εθνικιστών, την καταστροφή των βάσεων ανεφοδιασμού των και την τελική ανασύνταξη στην κύρια γραμμή άμυνας Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ. Κατά τις επικές μάχες περί τον ποταμό Σαγγάριο καθ’ όλο τον Αύγουστο του 1921, οι ελληνικές δυνάμεις επέτυχαν πύρρειο νίκη αλλά η πορεία προς την Άγκυρα είχε ανακοπεί οριστικά.
Αν και ο τακτικός σκοπός της καταλήψεως της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ είχε επιτευχθεί, ο στρατηγικός σκοπός της καταστροφής του κεμαλικού στρατού μέσω αποφασιστικής μάχης και η σύναψη ειρήνης είχε αποτύχει. Αντιθέτως είχε αρχίσει να αποφέρει καρπούς η στρατηγική εξουθενώσεως που εφήρμοσε ο Κεμάλ ο οποίος επεδίωξε την μεγαλύτερη δυνατή επιμήκυνση των γραμμών επικοινωνίας και ανεφοδιασμού του ελληνικού στρατού και τελικά την εξάντλησή του. Οι Τούρκοι παρέμειναν πέρα από τον Σαγγάριο, ενώ η ελληνική γραμμή του μετώπου σταθεροποιήθηκε ανάμεσα στην Κίο, στο Εσκί Σεχίρ, στο Αφιόν Καραχισάρ και στον ποταμό Μαίανδρο, σε συνολικό μήκος 700 περίπου χλμ..
Οι Τούρκοι πλέον ανεφοδιάζοντο απρόσκοπτα με σημαντικές ποσότητες Γαλλικού και Σοβιετικού στρατιωτικού υλικού. Η αποτελμάτωση των επιχειρήσεων έφθειρε διαρκώς το ηθικό και την πειθαρχία των ελληνικών δυνάμεων. Στην πτώση του ηθικού συνέτεινε καθοριστικά η πολιτική κομματικοποίηση του στρατεύματος, καθώς και η πολύχρωμη προπαγάνδα, κυρίως από τον χώρο της αριστεράς, που είχε αναπτυχθεί στις τάξεις του. Ήταν φυσικό επακόλουθο να υπάρξουν φαινόμενα ηττοπάθειας, απροθυμίας, και εκτεταμένης λιποταξίας η οποία ενίοτε επέφερε και λεηλασίες. Τα έξοδα συντηρήσεως των επιχειρήσεων οδήγησαν στην διχοτόμηση του νομίσματος, σε συνεχείς κυβερνητικές αλλαγές και στην αντικατάσταση του αρχιστρατήγου Α. Παπούλα από τον Στρατηγό Γ. Χατζηανέστη.
Από την 13η Αυγούστου του 1922 άρχισε η τουρκική επίθεση από το Αφιόν Καραχισάρ. Ο ελληνικός στρατός με χαμηλό ηθικό άρχισε να υποχωρεί άτακτα προς το Αιγαίο, ενώ τον ακολουθούσαν πλήθη προσφύγων. Σημαντικό μέρος του Α’ και Β’ Σώματος Στρατού αιχμαλωτίσθηκε. Στον βόρειο τομέα το 3οΣώμα στρατού υποχώρησε με σχετική τάξη προς τα λιμάνια Πανόρμου και Κυζίκου, όπου επιβιβάστηκε σε πλοία που το μετέφεραν στην Ελλάδα.
Η διάσπαση του μετώπου γέμισε με ανησυχία τους κατοίκους της Σμύρνης, οι οποίοι έβλεπαν κύματα χιλιάδων προσφύγων να καταφθάνουν από το εσωτερικό και ολοένα αυξανόμενο αριθμό πολεμικών πλοίων των Μ. Δυνάμεων να καταπλέουν για την προστασία των μελών των ξένων παροικιών. Η ανησυχία μετετράπη σε πανικό όταν οι κάτοικοι αντίκρυσαν στις 26 Αυγούστου 1922, τα υπολείμματα του ελληνικού στρατού να συγκεντρώνονται στην χερσόνησο της Ερυθραίας, έτοιμα να εγκαταλείψουν την Μ. Ασία. Την ίδια ημέρα έσπευσε να εγκαταλείψει την Σμύρνη ο Ύπατος Αρμοστής Στεργιάδης. Στις 27 Αυγούστου τα τουρκικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη και εγκαταστάθηκε τουρκική Διοίκηση υπό τον Νουρεντίν Πασά, η πρώτη πράξη του οποίου ήταν να παραδώσει στον όχλο τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο και αρκετά μέλη της Δημογεροντίας της πόλης, οι οποίοι κατακρεουργήθηκαν αφού υπέστησαν προηγουμένως φρικτά βασανιστήρια. Το ίδιο βράδυ της 27ηςΑυγούστου οι Τούρκοι κάτοικοι πρώτα και εν συνεχεία οι στρατιώτες άρχισαν σφαγές και λεηλασίες που κράτησαν αρκετές ημέρες και στην διάρκεια των οποίων τουλάχιστον 10.000 Έλληνες έχασαν την ζωή τους.
Το απόγευμα της 31ηςΑυγούστου εκδηλώθηκε πυρκαϊά, η οποία σύμφωνα με ελληνικές μαρτυρίες, ανεξάρτητες πηγές καθώς και Αμερικανούς αυτόπτες μάρτυρες, προκλήθηκε από προμελετημένη και συντονισμένη ενέργεια του τουρκικού στρατού. Κανένα μέτρο δεν έλαβαν οι αρχές για την κατάσβεσή της αλλά αντιθέτως οι στρατιώτες εμπόδιζαν δυναμικά την προσπάθεια των κατοίκων να απομακρυνθούν. Οτιδήποτε θύμιζε Ελλάδα έπρεπε να καταστραφεί. Η φωτιά εμαίνετο σε ολόκληρη τη πόλη και χιλιάδες κάτοικοι μαζεμένοι στην προκυμαία προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν απελπισμένοι την Σμύρνη με κάθε μέσον, υπό τα απαθή βλέμματα των ξένων πολεμικών πλοίων, χάνοντας την ζωή τους μαζικά. Έως την 17η Σεπτεμβρίου του 1922, όλοι οι χριστιανοί της Σμύρνης Έλληνες και Αρμένιοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη, ενώ χιλιάδες Έλληνες άνδρες μεταφέρθηκαν στην Ανατολία ως όμηροι. Από τους 459 ιερείς της επαρχίας Σμύρνης, οι 347 εθανατώθησαν, από τις 46 εκκλησίες της Σμύρνης, διεσώθησαν 3, ενώ 2000 εκκλησίες της Μ. Ασίας και 800 στην Θράκη, που λεηλατήθηκαν μετετράπησαν σε τεμένη, αποθήκες ή στάβλους.
Το κίνημα των Συνταγματαρχών Νικολάου Πλαστήρα και του Στυλιανού Γονατά, τον Σεπτέμβριο του 1922, οδήγησε στην παραίτηση της κυβερνήσεως, την απομάκρυνση του Βασιλέως Κωνσταντίνου υπέρ του Διαδόχου Γεωργίου του Β’, την διάλυση της Βουλής, την άμεση ενίσχυση του στρατού της Θράκης και στην αμφιβόλου αξιοπιστίας δίκη και καταδίκη σε θάνατο των έξι πρωταιτίων της ήττας (Δ. Γούναρη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Ν. Θεοτόκη, Γ. Μπαλτατζή, Ν. Στράτου και Γ. Χαντζηανέστη).
Οι όροι της συνθήκης της Λωζάννης που οριστικοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1923, διέπουν την σχέση μας με την Τουρκία έως και σήμερα. Τα σύνορα της Ελλάδος ορίσθηκαν στον Έβρο και αποφασίσθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών με εξαίρεση τους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, της Ίμβρου και Τενέδου καθώς και των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης. Η Τουρκία ανακτούσε την Α. Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο και παραιτείτο από κάθε αξίωση στην Κύπρο, υπέρ της Αγγλίας ενώ η Ιταλία κατοχύρωνε την κυριαρχία της στα Δωδεκάνησα. Περίπου 1.200.000 Έλληνες της Μ. Ασίας και της Α. Θράκης, συνέρρευσαν στον ελλαδικό χώρο, λίγο μετά την καταστροφή και περίπου 250.000, ακολούθησαν έως το 1924. Η εκστρατεία στην Μ. Ασία, κόστισε στον ελληνικό στρατό περισσότερους από 25.000 νεκρούς, 50.000 τραυματίες και 18.000 αγνοουμένους, πέραν από τους αιχμαλώτους, καθώς και τον θάνατο χιλιάδων αμάχων, ενώ κατά την διάρκεια του Α’ΠΠ, εξοντώθηκαν περισσότεροι από 350.000 Έλληνες της Μ. Ασίας.
Θα αποτελούσε παράλειψη η μη αναφορά στο κεφάλαιο του Ποντιακού αντάρτικου, που διήρκεσε από το 1914 έως το 1924. Αν και υπήρχαν ένοπλες ομάδες Ποντίων από τις αρχές του 20ουαιώνος, η συστηματική ένοπλη αντίστασή τους αρχίζει από το 1914, όταν πολλοί φυγόστρατοι και λιποτάκτες Πόντιοι του τουρκικού στρατού, κατέφυγαν στα βουνά προκειμένου να αποφύγουν τα τάγματα εργασίας που είχαν συσταθεί με σκοπό την σωματική και ψυχική τους εξόντωση, μετά τις τουρκικές αποτυχίες των Βαλκανικών πολέμων. Η συγκρότηση πολυμελών ανταρτικών ομάδων, σε μεγάλους αριθμούς λαμβάνει χώρα από το 1916, ως εσχάτη λύση απελπισίας, αφού την περίοδο αυτή ευρίσκετο σε πλήρη εξέλιξη η συστηματική εξόντωση πλέον των 350.000 Ελλήνων του Πόντου.
Θα χρειαζόταν ειδική διάλεξη για να απαριθμήσει κανείς τον μεγάλο κατάλογο των οπλαρχηγών που έγιναν φόβος και τρόμος των Τούρκων, με τις σκληρές μάχες, τις παράτολμες καταδρομικές επιχειρήσεις, τις μεγάλες απώλειες του εχθρού και τις πράξεις αυτοθυσίας τους. Σημαντικό και το έργο ιεραρχών της περιοχής που συνέδραμαν ενεργά των υπέρ πάντων αγώνα. Το νεοοθωμανικό σύνθημα «η Τουρκία για τους Τούρκους» δικαιολογούσε την καταστρεπτική τουρκική μανία, τους μαζικούς φόνους, τις εξορίες και βιασμούς γυναικοπαίδων, τα καμμένα χωριά και τα άταφα πτώματα. Ο πόλεμος λόγω της αγριότητός του έγινε ολοκληρωτικός και εξαπλώνετο σε ολόκληρο τον Πόντο, από την Αμισό και Πάφρα στα Δυτικά έως την Σάντα στα Ανατολικά, που αναδείχθηκε σε νέο Σούλι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1919 έως και την καταστροφή της Σμύρνης, ιδρύθηκε και λειτούργησε η «Συμπολιτεία του Πόντου», στην δύσβατη οροσειρά του Τοπ Τσαμ, στα Δυτικά, με περισσότερους από 4000 μαχητές και χιλιάδες αμάχους. Ενδεικτικά, την άνοιξη του 1921, περί τις 15.000 συνολικά πεινασμένοι άνδρες με υψηλό φρόνημα, στελέχωναν τα ένοπλα ποντιακά σώματα ενώ στα πυροβόλα και πολυβόλα του τουρκικού στρατού αντέτασσαν με επιτυχία απλά ντουφέκια με λιγοστά πολεμοφόδια. Αξίζει τέλος να επισημανθεί ότι το καλοκαίρι του 1921, οι πόντιοι μαχητές ήλθαν σε επαφή με τον Αρχιστράτηγο Παπούλα και του εζήτησαν εφοδιασμό με πολεμικό υλικό και ολιγοήμερη ενίσχυση με ένα Σύνταγμα πεζικού και με μικρή δύναμη ιππικού, προκειμένου να κτυπήσουν τον κεμαλικό στρατό στα νώτα του. Η ολιγωρία του Αρχιστρατήγου να ανταποκριθεί άμεσα, ενδεχομένως να στέρησε την πορεία των επιχειρήσεων από μία αναπάντεχη ευνοϊκή ανατροπή. Το ηθικό των ποντίων διετήρησε ακμαίο κατά το 1921 και η συστηματική δράση μονάδων του στόλου μας, ο οποίος βομβάρδιζε αποθήκες και εγκαταστάσεις του κεμαλικού στρατού, στα παράλια του Πόντου.
Μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού και την καταστροφή της Σμύρνης, η αντίσταση στον Πόντο συνεχίσθηκε με την δύναμη της απόγνωσης. Η αντίστροφη μέτρηση όμως είχε αρχίσει. Όσοι από τον ελληνικό πληθυσμό είχαν επιζήσει της γενοκτονίας, συμπεριελήφθησαν στην ελληνοτουρκική συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών. Ο εκπατρισμός των Ποντίων άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1922 και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1924, ενώ ο κύριος όγκος τους εγκαταστάθηκε στην απελευθερωμένη πλέον Μακεδονία.
Ορισμένοι συμπατριώτες μας θεωρούν την τουρκική βαρβαρότητα και τις γενοκτονίες ως υπερβολή και την αποδίδουν σε υποκειμενικές διογκώσεις των γεγονότων ή σε εθνικιστική σκοπιμότητα. Ορισμένοι μάλιστα εξ αυτών έχουν αναλάβει υπό την κρατική ευλογία, την εκ νέου συγγραφή της ιστορίας, στην οποία κυριαρχεί η οθωμανική ανοχή, μεγαλοψυχία καθώς και η ευημερία των υπηκόων της αυτοκρατορίας, όπως άλλωστε επιβεβαιώνει και η πρόσφατη τηλεοπτική σειρά του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς η οποία προβάλλεται με ζήλο από ιδιωτική τηλεόραση εθνικής εμβέλειας.
Έναντι των αντιλήψεων αυτών και πέραν των ατελείωτων καταγεγραμμένων βιωμάτων και επαναστάσεων του λαού μας, είναι εύκολο να αντιπαρατεθούν οι διαχρονικές περί του αντιθέτου απόψεις για τους Τούρκους, τεραστίου αριθμού επιφανών Δυτικών εκπροσώπων της επιστήμης, του πνεύματος και της πολιτικής. Ειδικότερα για την Μ. Ασία, μεταξύ των πολλών μαρτυριών ξένων αυτοπτών μαρτύρων, το βιβλίο «η Μάστιγα της Ασίας» του τότε Αμερικανού Προξένου στην Σμύρνη GeorgeHortonείναι αρκετό για την ρεαλιστική αποτύπωση της ανεξίτηλης τουρκικής μαζικής ωμότητος και βαρβαρότητος, η οποία μάλιστα δεν υπήρξε αποσπασματική και μεμονωμένη αλλά αποτέλεσμα κεντρικού σχεδιασμού. Ο διαθέσιμος χρόνος δεν επιτρέπει την ανάγνωση αποσπασμάτων από το βιβλίο αυτό, το οποίο κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία μας. Αρκεί μόνο η κραυγή του συγγραφέως που δηλώνει με απόγνωση ότι ντρέπεται που γεννήθηκε άνθρωπος, μετά από αυτά που είδε και έζησε.
ΔΙΑΠΙΣΤΏΣΕΙΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι τεράστιες δυσμενείς εθνικές επιπτώσεις της καταστροφής του 1922, είναι γνωστές και αυτονόητες. Αρκεί να επισημανθεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά από χιλιετίες, έπαυσε να υπάρχει ελληνισμός και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, καθώς και στην Μ. Θάλασσα, με καθοριστικής γεωπολιτικής σημασίας αποτελέσματα τα οποία βιώνουμε και σήμερα.
Η ανάλυση της περιόδου εκείνης, προς εξαγωγή συμπερασμάτων και κυρίως μαθημάτων για το μέλλον, αποτελεί σημαντικό και χρονοβόρο έργο εκτάσεως το οποίο δεν είναι δυνατόν να αποτελεί αντικείμενο μίας επετειακής ομιλίας. Εν τούτοις θα επιχειρηθεί μία επιγραμματική αναφορά σχετικών διαπιστώσεων και συμπερασμάτων:
Ασφαλώς οι λόγοι της αποτυχίας στην Μ. Ασία είναι σύνθετοι και χρήζουν συστηματικής και εκτεταμένης αναλύσεως. Οι έννοιες όμως που έρχονται αυτόματα στο μυαλό μας είναι πολιτικά πάθη, φανατισμός, διχασμός, αναξιοκρατία, κομματική διάβρωση των Ε.Δ., προσωπολατρεία, κακή εκτίμηση καταστάσεως και έλλειψη προβλεπτικότητος.
Ο Βενιζέλος επικεντρώθηκε στην επέκταση του ελληνικού κράτους με εκμετάλλευση της διεθνούς συγκυρίας και με όπλα του την στρατιωτική ισχύ, την διπλωματία και το πλεονέκτημα της διεθνούς νομιμοποιήσεως. Με την Μικρασιατική του πολιτική όμως, ανέλαβε ένα εγχείρημα πέρα από τις δυνατότητες της Ελλάδος (όπως σωστά είχε επισημάνει εγκαίρως ο Ι. Μεταξάς) και δίχως να έχουν εκτιμηθεί ορθά τόσο η κατάσταση στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και οι αντιδράσεις που θα προκαλούσε η ελληνική παρουσία στην Μ. Ασία.
Η πολιτική ηγεσία που προέκυψε μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, όφειλε να λάβει σοβαρά τις προειδοποιήσεις των συμμάχων και είτε να αναστείλει την επάνοδο του Βασιλέως, έως ότου εφαρμοσθεί στον επιθυμητό βαθμό η συνθήκη των Σεβρών, είτε να αντιληφθεί τις αλλαγές επί τα χείρω του διεθνούς περιβάλλοντος και να προβεί εγκαίρως στις αναγκαίες υποχωρήσεις που θα εξασφάλιζαν την βέλτιστη λύση.
Τα εκάστοτε εθνικά συμφέροντα θα πρέπει να καθορίζονται από την πολιτική ηγεσία, αφού ληφθούν προηγουμένως υπ’ όψιν κατά διεξοδικό τρόπο, οι εσωτερικές δομές και δυνατότητες της χώρας, σε συνδυασμό με τον διεθνή καταμερισμό ισχύος. Ακόμη όμως και η ορθή επιλογή των εθνικών συμφερόντων δεν εξασφαλίζει την εκπλήρωση τους δίχως τον καθορισμό των πολιτικών αντικειμενικών σκοπών που απορρέουν και την χάραξη διακομματικής εθνικής στρατηγικής, συμβατής με τους τεθέντες σκοπούς και τα διαθέσιμα μέσα, ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους.
Δεν υπάρχουν φιλελληνικά και ανθελληνικά κράτη. Υπάρχουν μόνο εθνικά συμφέροντα τα οποία η κάθε πολιτική ηγεσία υπηρετεί. Αποκλειστικό έργο και των δικών μας κυβερνήσεων θα πρέπει να είναι η εκπλήρωση των εκάστοτε εθνικών συμφερόντων (των θεμελιωδών αναγκών της ελληνικής κοινωνίας, όπως η επιβίωση και η ευημερία της). Αυτή είναι η αποστολή της κυβερνήσεως και γι’ αυτήν εκλέγεται. Η πρόταξη άλλων πολιτικών προτεραιοτήτων (όπως επί παραδείγματι κάθε μορφής διεθνιστικά ιδεολογήματα), θα πρέπει να αποδίδεται είτε σε δόλο, είτε σε αφέλεια.
Η βούληση της πλειοψηφίας του λαού θα πρέπει να εκφράζεται από ένα και μόνο δημοκρατικά εκλεγμένο κέντρο εξουσίας. Κατά την εξετασθείσα περίοδο, δημιουργήθηκε ένα διπολικό σύστημα εξουσίας, κατά το οποίο οι αυξημένες αρμοδιότητες του Βασιλέως τον οδήγησαν σε εξωσυνταγματικές παρεμβάσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με ορισμένες ενέργειες του Βενιζέλου οι οποίες προεκάλεσαν αρνητικές αντιδράσεις στην κοινή γνώμη, κατέληξαν στον καταστροφικό εθνικό διχασμό.
Εν ώρα πολεμικών επιχειρήσεων είναι προτιμότερο να αναστέλλονται όσα Άρθρα του Συντάγματος απαιτούν οι περιστάσεις, παρά να προκηρύσσονται εθνικές εκλογές. Οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες αποτελούν εργαλείο στην εξυπηρέτηση των ύψιστης αξίας εθνικών συμφερόντων και όχι αυτοσκοπό.
Η άσκηση διπλωματίας ακόμη και από άριστους διπλωμάτες είναι καταδικασμένη εάν δεν συνοδεύεται από την ύπαρξη επαρκών και αξιόμαχων ενόπλων δυνάμεων.
Πολλοί γνωρίζουν πώς να αρχίζουν ένα πόλεμο αλλά ελάχιστοι ασχολούνται με τις προϋποθέσεις περατώσεως αυτού. Ειδικά η στιγμή που επιλέγει το κράτος να αρχίσει συνομιλίες με τον αντίπαλο, αποτελεί σύνθετη πρόκληση που εξαρτάται από την αντίληψη περί της ημετέρας και εχθρικής ισχύος, από τις δυναμικές διεθνείς μεταβολές, καθώς και από εσωτερικές πιέσεις που ασκούν πολιτικοί αντίπαλοι, επ GeopoliticsDailyNews
Κυρίες και Κύριοι
Θεωρείται καθολικά αυτονόητος ο εορτασμός των νικηφόρων επετείων και των σελίδων δόξης του έθνους, οι οποίες διατηρούν ζωντανό το φρόνημα, το ηθικό, την συνοχή, την αλληλεγγύη, την φιλοδοξία και τα οράματα των συμπολιτών μας. Πρέπει όμως να εορτάζονται, να αναμοχλεύονται και να συντηρούνται στην εθνική μνήμη ακόμη και οι εθνικές καταστροφές; Προσωπικά θα απαντούσα ότι κατά μείζονα λόγο οι εθνικές ήττες δεν πρέπει να λησμονούνται υπό την προϋπόθεση όμως ότι η μνήμη τους θα αποτελεί εργαλείο αποκτήσεως ιστορικής εμπειρίας και εφαλτήριο βελτιώσεως της εθνικής σκέψεως και δράσεως. Οι εθνικές καταστροφές δεν προσφέρονται για κλαυθμούς, οδυρμούς, συναισθηματικές σπασμωδικές αντιδράσεις και μιζέρια αλλά για ψύχραιμες αντικειμενικές αναλύσεις, εξαγωγή χρησίμων συμπερασμάτων και μετουσίωση αυτών σε νέα εθνική σχεδίαση και τρόπους συγκροτημένης πολυεπίπεδης δράσεως, προκειμένου να εκπληρούνται αποτελεσματικά τα εκάστοτε εθνικά μας συμφέροντα.
Διαβάστε περισσότερα ΓΕΝΙΚΑ
Η δεκαετία 1912 – 1922 αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές περιόδους της νεώτερης ιστορίας μας, λόγω των συμπυκνωμένων και σημαντικών σε έκταση και βάθος αλληλένδετων γεγονότων, των οποίων οι επιπτώσεις και αποτελέσματα επηρέασαν και ακόμη επηρεάζουν την πατρίδα μας. Η περίοδος αυτή κυριαρχείται από την λεγόμενη «Μεγάλη Ιδέα» που αποσκοπούσε στην ενσωμάτωση του συνόλου των ελληνικών πληθυσμών στον εθνικό κορμό και την ανασύσταση του πυρήνα του Βυζαντινού χώρου υπό την μορφή ενός εθνικού ελληνικού κράτους. Το όραμα αυτό κινητοποίησε αρκετές γενεές Ελλήνων του εσωτερικού και του εξωτερικού, κατά μοναδικό τρόπο. Θα ήταν συνεπώς ατελής η αποκλειστική εστίαση στο θέμα της αποψινής βραδιάς, αφιερωμένο στην επέτειο των 90 ετών από την πυρπόληση της Σμύρνης και τον ξεριζωμό πλέον του ενός εκατομμυρίου Ελλήνων από την προγονική τους γη, δίχως την σύντομη αναφορά στα γεγονότα της δεκαετίας που προηγήθηκε.
Η προσπάθεια συμπτύξεως σε μία ομιλία, της πλέον ίσως μεστής σε γεγονότα περιόδου της νεώτερης ιστορίας μας, είναι βέβαιον εκ των προτέρων ότι δεν θα αναδείξει στον απαιτούμενο βαθμό πολλές πτυχές του πολιτικού, στρατιωτικού, διπλωματικού, οικονομικού και κοινωνικού τομέα και ενδεχομένως θα αδικήσει τις υπεράνθρωπες προσπάθειες, τις ελπίδες και οράματα, τις κακουχίες, τους αγώνες, τις νίκες και μεγάλες απώλειες στα πεδία των μαχών, τις γενοκτονίες και τέλος τον ξεριζωμό μεγάλου τμήματος του ελληνισμού. Για τον λόγο αυτό ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη από το ακροατήριο.
ΠΡΟΗΓΗΘΕΝΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 1912 ΕΩΣ ΤΟ 1919
Η επανάσταση των Νεοτούρκων του 2008 με την εθνικιστική και ωμή πολιτική τους έναντι των θρησκευτικών μειονοτήτων, εξομάλυνε τις υπαρκτές αντιθέσεις μεταξύ των βαλκανικών κρατών και ώθησε στην σύμπραξη και συνεργασία Βουλγαρίας, Σερβίας, Ελλάδος και Μαυροβουνίου για την εκδίωξη της Τουρκίας από το ευρωπαϊκό έδαφος.
Στο εσωτερικό της χώρας μας, η κακοδιοίκηση, η διαφθορά, η αυθαιρεσία και η αναποφασιστικότητα του πολιτικού συστήματος, οδήγησαν στην πολιτική εκτροπή του στρατιωτικού πραξικοπήματος στο Γουδί, το οποίο όμως έτυχε της λαϊκής συμπαραστάσεως. Η πρόσκληση του Στρατιωτικού Συνδέσμου προς τον Ε. Βενιζέλο και το ανορθωτικό έργο του τελευταίου, από το 1910, σε όλους τους τομείς της κρατικής μηχανής και ιδιαίτερα στον τομέα του εξοπλισμού των Ε.Δ., σε σύντομο χρονικό διάστημα, προετοίμασε επιτυχώς την χώρα για τους επελθόντες Βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 1913.
Εκμεταλλευθέντες την δυσχερή θέση της Τουρκίας λόγω του Ιταλοτουρκικού πολέμου του 1911, οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι κήρυξαν διαδοχικά τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, τον Οκτώβριο του 1912. Σε σύντομο χρονικό διάστημα απελευθερώνονται η Δυτική Μακεδονία με την Θεσσαλονίκη, ολόκληρη η Ήπειρος και οι νήσοι του Αιγαίου. Τις μοναδικές στιγμές που ζει ο ελληνισμός, συνταράσσει η δολοφονία του έμπειρου πολιτικά βασιλέως Γεωργίου του Α’, τον οποίον διαδέχεται ο πρωτότοκος υιός του Κωνσταντίνος Α’. Το έπος του Α’ Βαλκανικού πολέμου οδηγεί την ηττημένη Τουρκία στην σύναψη της συνθήκης του Λονδίνου, τον Μάϊο του 1913, η οποία με τις ασάφειες των όρων της, στις οποίες συνετέλεσαν τα συμφέροντα των Μ. Δυνάμεων, προεκάλεσε σημαντική διάσταση απόψεων ως προς την συνοριακή διευθέτηση μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδος και Σερβίας.
Η Βουλγαρική ταυτόχρονη επίθεση κατά της Ελλάδος και Σερβίας, σήμανε την έναρξη του νικηφόρου Β’ Βαλκανικού πολέμου ο οποίος διήρκεσε μόλις ένα μήνα αλλά υπήρξε σφοδρός και φονικός. Οι Τούρκοι εκμεταλλευθέντες την κατάσταση, κατέλαβαν την Αδριανούπολη, ενώ οι Ρουμάνοι εισέβαλαν στην Βουλγαρία, δίχως αντίσταση και προήλαυναν προς την Σόφια. Στις 18 Ιουλίου 1913 επήλθε ανακωχή μεταξύ των αντιμαχομένων.
Με την συνθήκη του Βουκουρεστίου, τα σύνορα πλέον έφθαναν στις εκβολές του Νέστου, ενώ στα βόρεια, η συνοριακή γραμμή άρχιζε ανάμεσα στο Μοναστήρι και την Φλώρινα, περνούσε νότια από την Γευγελή και κατέληγε ΒΑ της Δράμας. Η Συνθήκη δεν καθόριζε την τύχη των νήσων του Α. Αιγαίου και της Β. Ηπείρου, ενώ μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες του ελληνισμού παρέμεναν εκτός της επικράτειας. Εν τούτοις σε δέκα μήνες η έκταση του κράτους αυξήθηκε από 63.211 τ.χ. σε 120.308 τ.χ.. Η δημοφιλία τόσο του Ε. Βενιζέλου, όσο και του Βασιλέως Κωνσταντίνου είχε φθάσει στο απόγειό της, ενώ η οριστική ρήξη μεταξύ τους πλησίαζε.
Η Συνθήκη των Αθηνών, τον Νοέμβριο του 1913, μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, αν και στους όρους της δεν είχε συμπεριληφθεί το ζήτημα των νήσων του Αιγαίου, καθώς και η οριστική οριοθέτηση της Ηπείρου. Μετά την αντίδραση των Ελλήνων της Β. Ηπείρου και την κήρυξη της αυτονομίας της, επετεύχθη έμμεσος διακανονισμός με την Σύμβαση της Κέρκυρας αλλά στο ζήτημα των νήσων του Αιγαίου, η Τουρκία διεκδικούσε και πάλι την κυριαρχία τους.
Την ειρήνη που τόσο είχε ανάγκη η χώρα μας, προκειμένου να ενσωματώσει τα απελευθερωθέντα εδάφη και να συνεχίσει την προσπάθεια εσωτερικής ανορθώσεως και οργανώσεως, έμελε να διακόψει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Ιούλιο του 1914. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι η στρατιωτική εμπλοκή της χώρας στο πλευρό των χωρών της Συνεννόησης, γνωστής και ως Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), θα εξασφάλιζε τα εθνικά συμφέροντα, σε αντίθεση με τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ο οποίος επεδίωκε μία ευμενή για τις Κεντρικές Δυνάμεις ουδετερότητα (Γερμανία, Αυστροουγγαρία). Η διάσταση αυτή των απόψεων η οποία επέφερε διγλωσσία στο εξωτερικό, πολιτική αδράνεια και μη λήψη αποφάσεων, σε ένα φλεγόμενο διεθνές περιβάλλον, θα επέφερε μοιραία δυσμενείς επιπτώσεις για την χώρα.
Τον Νοέμβριο του 1914 η Τουρκία εξήλθε στον πόλεμο με τις Κ. Δυνάμεις και στις αρχές του 1915 οι δυνάμεις της Αντάντ ζήτησαν την συνδρομή της Ελλάδος στην σχεδιαζόμενη επίθεση στα Στενά των Δαρδανελίων. Την επιθυμία για σύμπραξη του Βενιζέλου αντέκρουε το Γενικό Επιτελείο και ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος, αντιπροτείνοντας κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως μέσω Θράκης. Μετά τις πρώτες συμμαχικές αποτυχίες στην Καλλίπολη, η απόβαση στρατευμάτων της Αντάντ στην Θεσσαλονίκη, χωρίς την άδεια της ελληνικής κυβερνήσεως και το άνοιγμα του Μακεδονικού μετώπου από τις Δυνάμεις αυτές, βρήκε και πάλι τον Βενιζέλο να συντάσσεται και να τις στηρίζει, ενώ τον Κωνσταντίνο να επιμένει στην ουδετερότητα.
Τα αποτελέσματα της διχογνωμίας αυτής υπήρξαν οδυνηρά. Σε σύντομο χρονικό διάστημα υπήρξαν αλεπάλληλες εναλλαγές κυβερνήσεων, ενώ τα πολιτικά μηνύματα προς το εξωτερικό χαρακτηρίζονταν από αντιφατικότητα και ανακολουθία. Η χώρα έζησε στιγμές επιβολής τελεσιγραφικών συμμαχικών όρων και επιβολής στρατιωτικού νόμου στην Θεσσαλονίκη, καταλήψεως εθνικών εδαφών από γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις και συλλήψεως από αυτές επιστρατευμένων ελληνικών δυνάμεων στην Α. Μακεδονία, σχηματισμού προσωρινής κυβερνήσεως στην Θεσσαλονίκη (τριανδρία Βενιζέλου, Κουντουριώτη, Δαγκλή) με ανεξάρτητη πολιτική, συγκροτήσεως παρακρατικών οργανώσεων επιστράτων, πολιορκίας και καταλήψεως του κράτους των Αθηνών από τον συμμαχικό στόλο και εξώσεως του Βασιλέως και του Διαδόχου κατ΄ απαίτηση των συμμάχων, καθώς και κατάληψη της Α. Μακεδονίας από τους Βουλγάρους οι οποίοι προέβησαν σε διώξεις, εκτελέσεις και βιασμούς σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού.
Στο εσωτερικό ο πληθυσμός του λεκανοπεδίου Αττικής αντιμετώπισε το φάσμα της ασιτίας, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος αναθεμάτισε τον Βενιζέλο, ο οποίος όταν με την βοήθεια των συμμάχων σχημάτισε κυβέρνηση στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1917, προέβη σε μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, απελάσεις πολιτικών, αποστρατείες στρατιωτικών, καθώς και τιμωρίες δικαστικών και ιερέων. Από το 1917 ο ανασυγκροτημένος ελληνικός στρατός συμμετείχε επιτυχώς στις επιχειρήσεις με τις υπόλοιπες συμμαχικές δυνάμεις και κατέλαβε την Α. Θράκη, τις Σέρρες, την Καβάλα, την Δράμα και ολόκληρη την Α. Μακεδονία, ενώ ο στόλος μας κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη με τους Συμμάχους, υπό τους πανηγυρισμούς των Ελλήνων της Πόλης. Τον Οκτώβριο του 1918 έληξε ο Β’ Π.Π..
Από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 1919, οι σύμμαχοι συνέδραμαν την προσπάθεια των Λευκών κατά των Μπολσεβίκων στην σημερινή Ουκρανία, με την συμμετοχή δύο μεραρχιών του ελληνικού στρατού. Η συνδρομή υπήρξε ανεπιτυχής, με σημαντικές ελληνικές απώλειες (400 νεκροί και 7000 τραυματίες), ο Βενιζέλος δέχθηκε επικρίσεις για την εν λόγω συμμετοχή η οποία ενδεχομένως συνετέλεσε στους διωγμούς των μπολσεβίκων κατά των ελληνικών κοινοτήτων της περιοχής αυτής και αργότερα στην αμέριστη συνδρομή τους στον Κεμάλ.
Μετά την σύναψη της ανακωχής του Μούδρου, η οποία έθετε την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έλεος των συμμάχων, τα Στενά και η Κωνσταντινούπολη κατελήφθησαν από τις δυνάμεις της Αντάντ, ενώ ένας μεγάλος διπλωματικός αγώνας άρχιζε στην Συνδιάσκεψη ειρήνης των Παρισίων, τον Ιανουάριο του 1919. Με την συνθήκη του Νεϊγύ, τον Νοέμβριο του 1919, η Ανατολική Μακεδονία και η Δυτική Θράκη παρεδόθησαν στην Ελλάδα, ενώ το μόνο που κατόρθωσαν οι Βούλγαροι ήταν η διασφάλιση ελεύθερης εμπορικής ζώνης στην Αλεξανδρούπολη.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 1919 ΕΩΣ ΤΟ 1922
Μετά τον Α’ Π.Π., η μη αναστρέψιμη κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έθεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις το μείζον θέμα της διαχειρίσεως και διανομής των εδαφών της. Το Δόγμα της ακεραιότητος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του 19ουαιώνος είχε παρέλθει οριστικά, αφού εν τω μεταξύ η γερμανική οικονομική βοήθεια ενίσχυσε την αλαζονεία και τον εθνικισμό των Νεοτούρκων, ενώ η Ρωσική επανάσταση απεμάκρυνε την Ρωσία από την Αντάντ. Συνεπώς η ελληνοτουρκική σύγκρουση στην Μ. Ασία θα πρέπει να προσεγγίζεται μάλλον στα πλαίσια της ευρύτερης πολιτικής των Μ. Δυνάμεων, στην Εγγύς Ανατολή, παρά ως διμερές θέμα.
Σε αντίθεση με τα οικονομικά και ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των υπολοίπων ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις εβασίζοντο στην διαρκή παρουσία συμπαγούς ελληνικού στοιχείου στην Μ. Ασία, τουλάχιστον από τους ιστορικούς χρόνους του 9ουαιώνος π.Χ.. Ο ελληνισμός της Μ. Ασίας υπό την Οθωμανική κυριαρχία ανέκαθεν υπέμενε διώξεις. Από τα τέλη του 19ουαιώνος, οι διώξεις αυτές κατά των ελλήνων, αρμενίων και άλλων μειονοτήτων, είχαν ενταθεί λόγω της απώλειας οθωμανικών εδαφών. Στις αρχές του 20ουαιώνος οι εθνικιστές Νεότουρκοι και η επικράτηση του Δόγματος του Παντουρκισμού, οδήγησαν στην βίαιη προσπάθεια εξοθωμανισμού και εκτουρκισμού των μειονοτήτων. Η συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας, μετά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο διόγκωσε την απροκάλυπτη πλέον εχθρότητα και τους διωγμούς προς τις μειονότητες, οι οποίες σημειωτέον ήταν ανεπτυγμένες και ακμάζουσες οικονομικά και εμπορικά. Συνεπώς η προσπάθεια της ελληνικής πλευράς να προστατεύσει ένα μεγάλο ελληνικό πληθυσμό από την εθνοκάθαρση των Νεοτούρκων δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί, όπως ορισμένοι διατείνονται, ως επιθετική ιμπεριαλιστική ενέργεια. Κατά την λογική αυτή θα έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως επιτιθέμενοι και όλοι όσοι κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας αμφισβήτησαν έμπρακτα την εθνική υποτέλεια, με πρώτους τους αρχηγούς της ελληνικής επαναστάσεως.
Μετά από πιέσεις του Βενιζέλου, η Συνδιάσκεψη των Παρισίων ενέκρινε την αποστολή ελληνικού στρατού στην Σμύρνη, τον Μάϊο του 1919, για την πρόληψη σφαγών κατά χριστιανικών πληθυσμών από το κεμαλικό κίνημα. Ο ελληνισμός της Μ. Ασίας αριθμούσε περί τα 2.500.000 κατοίκους (ειδικότερα στην Σμύρνη έναντι συνολικού πληθυσμού 360.000 κατοίκων, το ελληνικό στοιχείο ανήρχετο σε 220.000). Στην πραγματικότητα η απόφαση αυτή υπήρξε αποτέλεσμα ενδοσυμμαχικών συγκρούσεων, ως προς την διανομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού η Αγγλία και Γαλλία επεδίωκαν τον περιορισμό της επεκτάσεως των Ιταλών στην Μ. Ασία και συγχρόνως επεδίωκαν εμπορικά και ενεργειακά οφέλη στη ευρύτερη περιοχή. Οι Ιταλοί μετά τον ιταλοτουρκικό πόλεμο και την κατάληψη των Δωδεκανήσων εγκαινίασαν μία εξαιρετικά φιλόδοξη μεσογειακή πολιτική. Κατέχοντας ήδη την Αττάλεια, η Ιταλία επεκτείνετο στην Μάκρη και την Αλικαρνασσό, ενώ απαιτούσε να πάρει την Σμύρνη, το Ικόνιο, τα Άδανα και την Μερσίνα. Η κομμουνιστική Ρωσία εγκατέλειψε προσωρινά την διαχρονική πολιτική της χώρας ως προς τα στενά και την Μεσόγειο και απετέλεσε τον βασικό χρηματοδότη του Κεμάλ, προσπαθώντας να ακυρώσει την διείσδυση των Δυτικών Δυνάμεων. Η Αγγλία δεν επιθυμούσε την επικράτηση του Κεμάλ ο οποίος με συνεργάτη του την Ρωσία θα ανέτρεπε τα Βρετανικά συμφέροντα στην Μ. Ανατολή και στα πετρέλαια της Μοσούλης. Οι Η.Π.Α. οι οποίες δεν επιθυμούσαν την προνομιακή σύναψη συμφωνιών αποικιακού τύπου, των ευρωπαϊκών δυνάμεων, δια του Προέδρου Ουίλσον, είχαν εκφράσει την υποστήριξη προς τα ελληνικά δίκαια. Η Γερμανία η οποία υπήρξε ο κύριος υποστηρικτής της Τουρκίας και ασκούσε το πλέον ολοκληρωμένο ανατολικό πρόγραμμα, δεν επηρέαζε πλέον άμεσα τις εξελίξεις, λόγω της ήττας του Α’Π.Π..
Στην Σμύρνη οργανώθηκαν τουρκικές διαδηλώσεις, με προκηρύξεις και διανομές όπλων, με πρωτοστάτες Ιταλούς αξιωματικούς, που καλούσαν τους Τούρκους της πόλεως σε αντίσταση. Την απόβαση του ελληνικού στρατού, την 2αΜαϊου του 1919, ακολούθησαν πυροβολισμοί κατά ελλήνων στρατιωτών και ανταπόδοση πυρών, σε συνοικίες της Σμύρνης, με 73 συνολικά νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι εξελίξεις αυτές μείωσαν το κύρος της Ελλάδος, ως εντολοδόχου δυνάμεως και ενίσχυσαν την ανθελληνική προπαγάνδα των Τούρκων εθνικιστών. Έως το τέλος του 1919, η ελληνική προέλαση προς ανατολάς έφθασε σε βάθος 120 χλμ. περίπου, ενώ οι διαρκώς ενισχυόμενες 5 μεραρχίες, δημιούργησαν την Στρατιά της Μ. Ασίας, την διοίκηση της οποίας ανέλαβε ο Στρατηγός Λ. Παρασκευόπουλος τον Φεβρουάριο του 2020. Παράλληλα εγκαταστάθηκε ελληνική πολιτική διοίκηση στην Σμύρνη υπό τον Ύπατο Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη, μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα.
Τα ελληνικά στρατεύματα αντιμετώπιζαν τον τουρκικό ανταρτοπόλεμο ο οποίος ενισχύετο από τους Ιταλούς, ενώ η ιταλική ζώνη κατοχής στην οποία οι ελληνικές δυνάμεις δεν ηδύναντο να εισέλθουν αποτελούσε βάση για επιθετικές ανταρτικές τουρκικές εξορμήσεις. Από τον Μάϊο του 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ άρχισε να οργανώνει την αντίδραση κατά των ξένων δυνάμεων και κυρίως κατά των Ελλήνων, στις ανατολικές τουρκικές επαρχίες. Η σχηματισθείσα επαναστατική κυβέρνηση της Άγκυρας, δεν ανεγνώριζε πλέον τον Σουλτάνο και ο Κεμάλ κατέστησε σαφές στους συμμάχους ότι αυτός αποτελούσε την πραγματική πηγή εξουσίας της Τουρκίας.
Έως τον Ιούλιο του 1920, ο ελληνικός στρατός με την άδεια των συμμάχων, έφθασε σε βάθος 150 χλμ., ενώ ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις προωθήθηκαν στην Α. Θράκη και αφού κατέστειλαν το τουρκικό κίνημα αντιστάσεως του Τζαφέρ Ταγιάρ Πασά, έφθασαν έως τα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως.
Στις αρχές Αυγούστου του 1920, στις Σέβρες της Γαλλίας, υπεγράφη συνθήκη ειρήνης, οι όροι της οποίας αποτελούσαν μέγα επίτευγμα για την Ελλάδα. Ολόκληρη η Α. Θράκη μέχρι αποστάσεως 30 χλμ. από την Κωνσταντινούπολη περιήρχετο στην πλήρη εθνική κυριαρχία. Η Ελλάς ανελάμβανε την διοίκηση της περιοχής Σμύρνης και της ενδοχώρας της επί πενταετία, υπό την Οθωμανική υψηλή κυριαρχία. Προεβλέπετο η ίδρυση τοπικού κοινοβουλίου, με αντιπροσώπευση όλων των μειονοτήτων, το οποίο μετά την πενταετία θα ηδύνατο με πλειοψηφικό ψήφισμα να ζητήσει την ένωση της περιοχής με την Ελλάδα. Η Κ.Τ.Ε. είχε το δικαίωμα να ζητήσει προηγουμένως σχετικό δημοψήφισμα του τοπικού πληθυσμού. Τέλος η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανεγνώριζε τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στις νήσους Λήμνος, Λέσβος, Χίος, και Σάμος, ενώ παραχωρούσε τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος. Το πρόβλημα ήταν ότι την Συνθήκη υπέγραψε η άνευ πραγματικής εξουσίας σουλτανική κυβέρνηση, ενώ την επομένη, Γάλλοι και Ιταλοί προσέτρεξαν στον Κεμάλ για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους έναντι των Βρετανών.
Η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου, στη Γαλλία, δύο ημέρες μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, από δύο Έλληνες αξιωματικούς (Κυριάκης, Τσερέπης), οι πράξεις αντεκδικήσεως των βενιζελικών στην Αθήνα, με πλέον επιφανές θύμα τους τον Ίωνα Δραγούμη και ο θάνατος λόγω τραύματος του Βασιλέως Αλεξάνδρου που δημιούργησε θέμα διαδοχής, συσσώρευσαν βαριά σύννεφα για τις προγραμματισμένες εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις αρχές Νοεμβρίου του 1920. Η διαρκής επιστράτευση της κοινωνίας από το 1912, οι αυθαιρεσίες στελεχών του κόμματος των φιλελευθέρων και οι αόριστες υποσχέσεις της αντιπολιτεύσεως περί αποστρατεύσεως, υπό το σύνθημα «Οίκαδε», στοίχισαν την ήττα στον Βενιζέλο, ο οποίος ανεχώρησε για το εξωτερικό. Λίγο πριν την διεξαγωγή δημοψηφίσματος από την νέα κυβέρνηση του Δημ. Ράλλη, για την επάνοδο του Κωνσταντίνου, οι Σύμμαχοι διεμήνυσαν ότι η επιστροφή του Βασιλέως θα τους αποδέσμευε από τις υποχρεώσεις τους έναντι της Ελλάδος, καθώς και ότι θα διέκοπταν κάθε οικονομική υποστήριξη προς την χώρα μας. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου τον Δεκέμβριο του 1920, προσέφερε το τυπικό άλλοθι στους συμμάχους για την αποδέσμευσή τους από την Συνθήκη των Σεβρών αλλά και για την ανάκληση όλων των πιστώσεων που είχαν χορηγήσει στη χώρα, με συνέπεια τον οικονομικό αποκλεισμό της.
Το Λαϊκό φιλοβασιλικό κόμμα ως κυβέρνηση προέβη σε απολύσεις στην δημόσια διοίκηση και κυρίως στον στρατό, τον οποίο αποδυνάμωσε από εμπειροπόλεμα στελέχη, ενώ νέος αρχιστράτηγος ορίσθηκε ο Αναστάσιος Παπούλας ο οποίος ανέλαβε την διεύθυνση των επιχειρήσεων στην Μ. Ασία. Το γεγονός της αλλαγής του διεθνούς περιβάλλοντος, λόγω της φιλοτουρκικής στροφής Γαλλίας, Ιταλίας, Ρωσίας και Η.Π.Α., καθώς και οι προεκλογικές καταγγελίες της πολιτικής του Βενιζέλου από το Λαϊκό κόμμα, δεν το εμπόδισε όταν έγινε κυβέρνηση να ακολουθήσει την ίδια πολιτική στην Μ. Ασία. Ενώ είχαν ήδη αρχίσει οι διεργασίες για αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, ο Πρωθυπουργός Δ. Γούναρης αποσπά ομόφωνο ψήφισμα της Βουλής ότι ουδεμία υποχώρηση θα γίνει δεκτή και η εφαρμογή της εν λόγω Συνθήκης θα επιβληθεί με τα όπλα.
Τον Φεβρουάριο του 1921, στην συνδιάσκεψη του Λονδίνου, η οποία εξέταζε την κατάσταση στην Ανατολή, προσκλήθηκαν για πρώτη φορά εκπρόσωποι των Τούρκων εθνικιστών, οι οποίοι αφού απέρριψαν τις συμμαχικές συμβιβαστικές προτάσεις, προχώρησαν σε μυστικές συναντήσεις με τους Γάλλους και τους Ιταλούς. Βάσει συμφωνιών που υπέγραψαν οι δύο αυτές χώρες, με τους κεμαλιστές, θα απέσυραν τα στρατεύματά τους, με αντάλλαγμα την κατοχύρωση συμφερόντων τους στην περιοχή. Κατά την ίδια περίοδο ευοδώθηκαν οι επαφές των Τούρκων εθνικιστών με την Σοβιετική Ένωση, η οποία ενισχύει πλέον με πολλούς τρόπους τον πολεμικό αγώνα των Τούρκων.
Το διπλωματικό αδιέξοδο της διασκέψεως του Λονδίνου και η defactoαναγνώριση του κεμαλικού συστήματος οδήγησαν σε ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας του ελληνικού στρατού για την κατάληψη δύο κρισίμων συγκοινωνιακών κόμβων, του Εσκί Σεχίρ στον βορρά και του Αφιόν Καραχισάρ στο νότο. Η μη επιτυχής έκβαση των επιχειρήσεων, τον Μάρτιο του 1921, δημιούργησε κυβερνητική κρίση ενώ παράλληλα η διεθνής κοινότητα προετοίμαζε νέα ειρηνευτική διάσκεψη με πιθανό στόχο την τελική εκκένωση της Μ. Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Με δεδομένη την ελληνική βούληση για μη εγκατάλειψη της Μ. Ασίας, η ηγεσία απεφάσισε πολεμική δράση ευρείας κλίμακος για επίτευξη αποφασιστικής νίκης κατά των Τούρκων, προκειμένου να αποκτήσει διαπραγματευτικό πλεονέκτημα.
Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 25 Ιουνίου του 1921 σε όλο το μήκος του μετώπου και υπήρξε επιτυχής, με αποτέλεσμα οι Τουρκικές δυνάμεις να υποχωρήσουν πέρα από τον ποταμό Σαγγάριο, με βαριές απώλειες. Παρά την επιτυχία του ελέγχου της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ, την ελληνική ηγεσία προβλημάτιζε το γεγονός ότι η υποχώρηση και ανασύνταξη του κεμαλικού στρατού πέρα από τον Σαγγάριο, θα συνιστούσε διαρκή απειλή. Για τον λόγο αυτό στις 15 Ιουλίου του 1921, αποφασίσθηκε η προέλαση προς την Άγκυρα, με σκοπό την κατάληψη της πρωτεύουσας των εθνικιστών, την καταστροφή των βάσεων ανεφοδιασμού των και την τελική ανασύνταξη στην κύρια γραμμή άμυνας Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ. Κατά τις επικές μάχες περί τον ποταμό Σαγγάριο καθ’ όλο τον Αύγουστο του 1921, οι ελληνικές δυνάμεις επέτυχαν πύρρειο νίκη αλλά η πορεία προς την Άγκυρα είχε ανακοπεί οριστικά.
Αν και ο τακτικός σκοπός της καταλήψεως της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ είχε επιτευχθεί, ο στρατηγικός σκοπός της καταστροφής του κεμαλικού στρατού μέσω αποφασιστικής μάχης και η σύναψη ειρήνης είχε αποτύχει. Αντιθέτως είχε αρχίσει να αποφέρει καρπούς η στρατηγική εξουθενώσεως που εφήρμοσε ο Κεμάλ ο οποίος επεδίωξε την μεγαλύτερη δυνατή επιμήκυνση των γραμμών επικοινωνίας και ανεφοδιασμού του ελληνικού στρατού και τελικά την εξάντλησή του. Οι Τούρκοι παρέμειναν πέρα από τον Σαγγάριο, ενώ η ελληνική γραμμή του μετώπου σταθεροποιήθηκε ανάμεσα στην Κίο, στο Εσκί Σεχίρ, στο Αφιόν Καραχισάρ και στον ποταμό Μαίανδρο, σε συνολικό μήκος 700 περίπου χλμ..
Οι Τούρκοι πλέον ανεφοδιάζοντο απρόσκοπτα με σημαντικές ποσότητες Γαλλικού και Σοβιετικού στρατιωτικού υλικού. Η αποτελμάτωση των επιχειρήσεων έφθειρε διαρκώς το ηθικό και την πειθαρχία των ελληνικών δυνάμεων. Στην πτώση του ηθικού συνέτεινε καθοριστικά η πολιτική κομματικοποίηση του στρατεύματος, καθώς και η πολύχρωμη προπαγάνδα, κυρίως από τον χώρο της αριστεράς, που είχε αναπτυχθεί στις τάξεις του. Ήταν φυσικό επακόλουθο να υπάρξουν φαινόμενα ηττοπάθειας, απροθυμίας, και εκτεταμένης λιποταξίας η οποία ενίοτε επέφερε και λεηλασίες. Τα έξοδα συντηρήσεως των επιχειρήσεων οδήγησαν στην διχοτόμηση του νομίσματος, σε συνεχείς κυβερνητικές αλλαγές και στην αντικατάσταση του αρχιστρατήγου Α. Παπούλα από τον Στρατηγό Γ. Χατζηανέστη.
Από την 13η Αυγούστου του 1922 άρχισε η τουρκική επίθεση από το Αφιόν Καραχισάρ. Ο ελληνικός στρατός με χαμηλό ηθικό άρχισε να υποχωρεί άτακτα προς το Αιγαίο, ενώ τον ακολουθούσαν πλήθη προσφύγων. Σημαντικό μέρος του Α’ και Β’ Σώματος Στρατού αιχμαλωτίσθηκε. Στον βόρειο τομέα το 3οΣώμα στρατού υποχώρησε με σχετική τάξη προς τα λιμάνια Πανόρμου και Κυζίκου, όπου επιβιβάστηκε σε πλοία που το μετέφεραν στην Ελλάδα.
Η διάσπαση του μετώπου γέμισε με ανησυχία τους κατοίκους της Σμύρνης, οι οποίοι έβλεπαν κύματα χιλιάδων προσφύγων να καταφθάνουν από το εσωτερικό και ολοένα αυξανόμενο αριθμό πολεμικών πλοίων των Μ. Δυνάμεων να καταπλέουν για την προστασία των μελών των ξένων παροικιών. Η ανησυχία μετετράπη σε πανικό όταν οι κάτοικοι αντίκρυσαν στις 26 Αυγούστου 1922, τα υπολείμματα του ελληνικού στρατού να συγκεντρώνονται στην χερσόνησο της Ερυθραίας, έτοιμα να εγκαταλείψουν την Μ. Ασία. Την ίδια ημέρα έσπευσε να εγκαταλείψει την Σμύρνη ο Ύπατος Αρμοστής Στεργιάδης. Στις 27 Αυγούστου τα τουρκικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη και εγκαταστάθηκε τουρκική Διοίκηση υπό τον Νουρεντίν Πασά, η πρώτη πράξη του οποίου ήταν να παραδώσει στον όχλο τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο και αρκετά μέλη της Δημογεροντίας της πόλης, οι οποίοι κατακρεουργήθηκαν αφού υπέστησαν προηγουμένως φρικτά βασανιστήρια. Το ίδιο βράδυ της 27ηςΑυγούστου οι Τούρκοι κάτοικοι πρώτα και εν συνεχεία οι στρατιώτες άρχισαν σφαγές και λεηλασίες που κράτησαν αρκετές ημέρες και στην διάρκεια των οποίων τουλάχιστον 10.000 Έλληνες έχασαν την ζωή τους.
Το απόγευμα της 31ηςΑυγούστου εκδηλώθηκε πυρκαϊά, η οποία σύμφωνα με ελληνικές μαρτυρίες, ανεξάρτητες πηγές καθώς και Αμερικανούς αυτόπτες μάρτυρες, προκλήθηκε από προμελετημένη και συντονισμένη ενέργεια του τουρκικού στρατού. Κανένα μέτρο δεν έλαβαν οι αρχές για την κατάσβεσή της αλλά αντιθέτως οι στρατιώτες εμπόδιζαν δυναμικά την προσπάθεια των κατοίκων να απομακρυνθούν. Οτιδήποτε θύμιζε Ελλάδα έπρεπε να καταστραφεί. Η φωτιά εμαίνετο σε ολόκληρη τη πόλη και χιλιάδες κάτοικοι μαζεμένοι στην προκυμαία προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν απελπισμένοι την Σμύρνη με κάθε μέσον, υπό τα απαθή βλέμματα των ξένων πολεμικών πλοίων, χάνοντας την ζωή τους μαζικά. Έως την 17η Σεπτεμβρίου του 1922, όλοι οι χριστιανοί της Σμύρνης Έλληνες και Αρμένιοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη, ενώ χιλιάδες Έλληνες άνδρες μεταφέρθηκαν στην Ανατολία ως όμηροι. Από τους 459 ιερείς της επαρχίας Σμύρνης, οι 347 εθανατώθησαν, από τις 46 εκκλησίες της Σμύρνης, διεσώθησαν 3, ενώ 2000 εκκλησίες της Μ. Ασίας και 800 στην Θράκη, που λεηλατήθηκαν μετετράπησαν σε τεμένη, αποθήκες ή στάβλους.
Το κίνημα των Συνταγματαρχών Νικολάου Πλαστήρα και του Στυλιανού Γονατά, τον Σεπτέμβριο του 1922, οδήγησε στην παραίτηση της κυβερνήσεως, την απομάκρυνση του Βασιλέως Κωνσταντίνου υπέρ του Διαδόχου Γεωργίου του Β’, την διάλυση της Βουλής, την άμεση ενίσχυση του στρατού της Θράκης και στην αμφιβόλου αξιοπιστίας δίκη και καταδίκη σε θάνατο των έξι πρωταιτίων της ήττας (Δ. Γούναρη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Ν. Θεοτόκη, Γ. Μπαλτατζή, Ν. Στράτου και Γ. Χαντζηανέστη).
Οι όροι της συνθήκης της Λωζάννης που οριστικοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1923, διέπουν την σχέση μας με την Τουρκία έως και σήμερα. Τα σύνορα της Ελλάδος ορίσθηκαν στον Έβρο και αποφασίσθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών με εξαίρεση τους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, της Ίμβρου και Τενέδου καθώς και των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης. Η Τουρκία ανακτούσε την Α. Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο και παραιτείτο από κάθε αξίωση στην Κύπρο, υπέρ της Αγγλίας ενώ η Ιταλία κατοχύρωνε την κυριαρχία της στα Δωδεκάνησα. Περίπου 1.200.000 Έλληνες της Μ. Ασίας και της Α. Θράκης, συνέρρευσαν στον ελλαδικό χώρο, λίγο μετά την καταστροφή και περίπου 250.000, ακολούθησαν έως το 1924. Η εκστρατεία στην Μ. Ασία, κόστισε στον ελληνικό στρατό περισσότερους από 25.000 νεκρούς, 50.000 τραυματίες και 18.000 αγνοουμένους, πέραν από τους αιχμαλώτους, καθώς και τον θάνατο χιλιάδων αμάχων, ενώ κατά την διάρκεια του Α’ΠΠ, εξοντώθηκαν περισσότεροι από 350.000 Έλληνες της Μ. Ασίας.
Θα αποτελούσε παράλειψη η μη αναφορά στο κεφάλαιο του Ποντιακού αντάρτικου, που διήρκεσε από το 1914 έως το 1924. Αν και υπήρχαν ένοπλες ομάδες Ποντίων από τις αρχές του 20ουαιώνος, η συστηματική ένοπλη αντίστασή τους αρχίζει από το 1914, όταν πολλοί φυγόστρατοι και λιποτάκτες Πόντιοι του τουρκικού στρατού, κατέφυγαν στα βουνά προκειμένου να αποφύγουν τα τάγματα εργασίας που είχαν συσταθεί με σκοπό την σωματική και ψυχική τους εξόντωση, μετά τις τουρκικές αποτυχίες των Βαλκανικών πολέμων. Η συγκρότηση πολυμελών ανταρτικών ομάδων, σε μεγάλους αριθμούς λαμβάνει χώρα από το 1916, ως εσχάτη λύση απελπισίας, αφού την περίοδο αυτή ευρίσκετο σε πλήρη εξέλιξη η συστηματική εξόντωση πλέον των 350.000 Ελλήνων του Πόντου.
Θα χρειαζόταν ειδική διάλεξη για να απαριθμήσει κανείς τον μεγάλο κατάλογο των οπλαρχηγών που έγιναν φόβος και τρόμος των Τούρκων, με τις σκληρές μάχες, τις παράτολμες καταδρομικές επιχειρήσεις, τις μεγάλες απώλειες του εχθρού και τις πράξεις αυτοθυσίας τους. Σημαντικό και το έργο ιεραρχών της περιοχής που συνέδραμαν ενεργά των υπέρ πάντων αγώνα. Το νεοοθωμανικό σύνθημα «η Τουρκία για τους Τούρκους» δικαιολογούσε την καταστρεπτική τουρκική μανία, τους μαζικούς φόνους, τις εξορίες και βιασμούς γυναικοπαίδων, τα καμμένα χωριά και τα άταφα πτώματα. Ο πόλεμος λόγω της αγριότητός του έγινε ολοκληρωτικός και εξαπλώνετο σε ολόκληρο τον Πόντο, από την Αμισό και Πάφρα στα Δυτικά έως την Σάντα στα Ανατολικά, που αναδείχθηκε σε νέο Σούλι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1919 έως και την καταστροφή της Σμύρνης, ιδρύθηκε και λειτούργησε η «Συμπολιτεία του Πόντου», στην δύσβατη οροσειρά του Τοπ Τσαμ, στα Δυτικά, με περισσότερους από 4000 μαχητές και χιλιάδες αμάχους. Ενδεικτικά, την άνοιξη του 1921, περί τις 15.000 συνολικά πεινασμένοι άνδρες με υψηλό φρόνημα, στελέχωναν τα ένοπλα ποντιακά σώματα ενώ στα πυροβόλα και πολυβόλα του τουρκικού στρατού αντέτασσαν με επιτυχία απλά ντουφέκια με λιγοστά πολεμοφόδια. Αξίζει τέλος να επισημανθεί ότι το καλοκαίρι του 1921, οι πόντιοι μαχητές ήλθαν σε επαφή με τον Αρχιστράτηγο Παπούλα και του εζήτησαν εφοδιασμό με πολεμικό υλικό και ολιγοήμερη ενίσχυση με ένα Σύνταγμα πεζικού και με μικρή δύναμη ιππικού, προκειμένου να κτυπήσουν τον κεμαλικό στρατό στα νώτα του. Η ολιγωρία του Αρχιστρατήγου να ανταποκριθεί άμεσα, ενδεχομένως να στέρησε την πορεία των επιχειρήσεων από μία αναπάντεχη ευνοϊκή ανατροπή. Το ηθικό των ποντίων διετήρησε ακμαίο κατά το 1921 και η συστηματική δράση μονάδων του στόλου μας, ο οποίος βομβάρδιζε αποθήκες και εγκαταστάσεις του κεμαλικού στρατού, στα παράλια του Πόντου.
Μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού και την καταστροφή της Σμύρνης, η αντίσταση στον Πόντο συνεχίσθηκε με την δύναμη της απόγνωσης. Η αντίστροφη μέτρηση όμως είχε αρχίσει. Όσοι από τον ελληνικό πληθυσμό είχαν επιζήσει της γενοκτονίας, συμπεριελήφθησαν στην ελληνοτουρκική συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών. Ο εκπατρισμός των Ποντίων άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1922 και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1924, ενώ ο κύριος όγκος τους εγκαταστάθηκε στην απελευθερωμένη πλέον Μακεδονία.
Ορισμένοι συμπατριώτες μας θεωρούν την τουρκική βαρβαρότητα και τις γενοκτονίες ως υπερβολή και την αποδίδουν σε υποκειμενικές διογκώσεις των γεγονότων ή σε εθνικιστική σκοπιμότητα. Ορισμένοι μάλιστα εξ αυτών έχουν αναλάβει υπό την κρατική ευλογία, την εκ νέου συγγραφή της ιστορίας, στην οποία κυριαρχεί η οθωμανική ανοχή, μεγαλοψυχία καθώς και η ευημερία των υπηκόων της αυτοκρατορίας, όπως άλλωστε επιβεβαιώνει και η πρόσφατη τηλεοπτική σειρά του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς η οποία προβάλλεται με ζήλο από ιδιωτική τηλεόραση εθνικής εμβέλειας.
Έναντι των αντιλήψεων αυτών και πέραν των ατελείωτων καταγεγραμμένων βιωμάτων και επαναστάσεων του λαού μας, είναι εύκολο να αντιπαρατεθούν οι διαχρονικές περί του αντιθέτου απόψεις για τους Τούρκους, τεραστίου αριθμού επιφανών Δυτικών εκπροσώπων της επιστήμης, του πνεύματος και της πολιτικής. Ειδικότερα για την Μ. Ασία, μεταξύ των πολλών μαρτυριών ξένων αυτοπτών μαρτύρων, το βιβλίο «η Μάστιγα της Ασίας» του τότε Αμερικανού Προξένου στην Σμύρνη GeorgeHortonείναι αρκετό για την ρεαλιστική αποτύπωση της ανεξίτηλης τουρκικής μαζικής ωμότητος και βαρβαρότητος, η οποία μάλιστα δεν υπήρξε αποσπασματική και μεμονωμένη αλλά αποτέλεσμα κεντρικού σχεδιασμού. Ο διαθέσιμος χρόνος δεν επιτρέπει την ανάγνωση αποσπασμάτων από το βιβλίο αυτό, το οποίο κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία μας. Αρκεί μόνο η κραυγή του συγγραφέως που δηλώνει με απόγνωση ότι ντρέπεται που γεννήθηκε άνθρωπος, μετά από αυτά που είδε και έζησε.
ΔΙΑΠΙΣΤΏΣΕΙΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι τεράστιες δυσμενείς εθνικές επιπτώσεις της καταστροφής του 1922, είναι γνωστές και αυτονόητες. Αρκεί να επισημανθεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά από χιλιετίες, έπαυσε να υπάρχει ελληνισμός και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, καθώς και στην Μ. Θάλασσα, με καθοριστικής γεωπολιτικής σημασίας αποτελέσματα τα οποία βιώνουμε και σήμερα.
Η ανάλυση της περιόδου εκείνης, προς εξαγωγή συμπερασμάτων και κυρίως μαθημάτων για το μέλλον, αποτελεί σημαντικό και χρονοβόρο έργο εκτάσεως το οποίο δεν είναι δυνατόν να αποτελεί αντικείμενο μίας επετειακής ομιλίας. Εν τούτοις θα επιχειρηθεί μία επιγραμματική αναφορά σχετικών διαπιστώσεων και συμπερασμάτων:
Ασφαλώς οι λόγοι της αποτυχίας στην Μ. Ασία είναι σύνθετοι και χρήζουν συστηματικής και εκτεταμένης αναλύσεως. Οι έννοιες όμως που έρχονται αυτόματα στο μυαλό μας είναι πολιτικά πάθη, φανατισμός, διχασμός, αναξιοκρατία, κομματική διάβρωση των Ε.Δ., προσωπολατρεία, κακή εκτίμηση καταστάσεως και έλλειψη προβλεπτικότητος.
Ο Βενιζέλος επικεντρώθηκε στην επέκταση του ελληνικού κράτους με εκμετάλλευση της διεθνούς συγκυρίας και με όπλα του την στρατιωτική ισχύ, την διπλωματία και το πλεονέκτημα της διεθνούς νομιμοποιήσεως. Με την Μικρασιατική του πολιτική όμως, ανέλαβε ένα εγχείρημα πέρα από τις δυνατότητες της Ελλάδος (όπως σωστά είχε επισημάνει εγκαίρως ο Ι. Μεταξάς) και δίχως να έχουν εκτιμηθεί ορθά τόσο η κατάσταση στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και οι αντιδράσεις που θα προκαλούσε η ελληνική παρουσία στην Μ. Ασία.
Η πολιτική ηγεσία που προέκυψε μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, όφειλε να λάβει σοβαρά τις προειδοποιήσεις των συμμάχων και είτε να αναστείλει την επάνοδο του Βασιλέως, έως ότου εφαρμοσθεί στον επιθυμητό βαθμό η συνθήκη των Σεβρών, είτε να αντιληφθεί τις αλλαγές επί τα χείρω του διεθνούς περιβάλλοντος και να προβεί εγκαίρως στις αναγκαίες υποχωρήσεις που θα εξασφάλιζαν την βέλτιστη λύση.
Τα εκάστοτε εθνικά συμφέροντα θα πρέπει να καθορίζονται από την πολιτική ηγεσία, αφού ληφθούν προηγουμένως υπ’ όψιν κατά διεξοδικό τρόπο, οι εσωτερικές δομές και δυνατότητες της χώρας, σε συνδυασμό με τον διεθνή καταμερισμό ισχύος. Ακόμη όμως και η ορθή επιλογή των εθνικών συμφερόντων δεν εξασφαλίζει την εκπλήρωση τους δίχως τον καθορισμό των πολιτικών αντικειμενικών σκοπών που απορρέουν και την χάραξη διακομματικής εθνικής στρατηγικής, συμβατής με τους τεθέντες σκοπούς και τα διαθέσιμα μέσα, ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους.
Δεν υπάρχουν φιλελληνικά και ανθελληνικά κράτη. Υπάρχουν μόνο εθνικά συμφέροντα τα οποία η κάθε πολιτική ηγεσία υπηρετεί. Αποκλειστικό έργο και των δικών μας κυβερνήσεων θα πρέπει να είναι η εκπλήρωση των εκάστοτε εθνικών συμφερόντων (των θεμελιωδών αναγκών της ελληνικής κοινωνίας, όπως η επιβίωση και η ευημερία της). Αυτή είναι η αποστολή της κυβερνήσεως και γι’ αυτήν εκλέγεται. Η πρόταξη άλλων πολιτικών προτεραιοτήτων (όπως επί παραδείγματι κάθε μορφής διεθνιστικά ιδεολογήματα), θα πρέπει να αποδίδεται είτε σε δόλο, είτε σε αφέλεια.
Η βούληση της πλειοψηφίας του λαού θα πρέπει να εκφράζεται από ένα και μόνο δημοκρατικά εκλεγμένο κέντρο εξουσίας. Κατά την εξετασθείσα περίοδο, δημιουργήθηκε ένα διπολικό σύστημα εξουσίας, κατά το οποίο οι αυξημένες αρμοδιότητες του Βασιλέως τον οδήγησαν σε εξωσυνταγματικές παρεμβάσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με ορισμένες ενέργειες του Βενιζέλου οι οποίες προεκάλεσαν αρνητικές αντιδράσεις στην κοινή γνώμη, κατέληξαν στον καταστροφικό εθνικό διχασμό.
Εν ώρα πολεμικών επιχειρήσεων είναι προτιμότερο να αναστέλλονται όσα Άρθρα του Συντάγματος απαιτούν οι περιστάσεις, παρά να προκηρύσσονται εθνικές εκλογές. Οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες αποτελούν εργαλείο στην εξυπηρέτηση των ύψιστης αξίας εθνικών συμφερόντων και όχι αυτοσκοπό.
Η άσκηση διπλωματίας ακόμη και από άριστους διπλωμάτες είναι καταδικασμένη εάν δεν συνοδεύεται από την ύπαρξη επαρκών και αξιόμαχων ενόπλων δυνάμεων.
Πολλοί γνωρίζουν πώς να αρχίζουν ένα πόλεμο αλλά ελάχιστοι ασχολούνται με τις προϋποθέσεις περατώσεως αυτού. Ειδικά η στιγμή που επιλέγει το κράτος να αρχίσει συνομιλίες με τον αντίπαλο, αποτελεί σύνθετη πρόκληση που εξαρτάται από την αντίληψη περί της ημετέρας και εχθρικής ισχύος, από τις δυναμικές διεθνείς μεταβολές, καθώς και από εσωτερικές πιέσεις που ασκούν πολιτικοί αντίπαλοι, επ GeopoliticsDailyNews
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ξεκληρίστηκε οικογένεια από βόμβα στην Υεμένη
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ