2012-09-28 02:29:50
Eίδα χθες στις «Νύχτες Πρεμιέρας» το ντοκιμαντέρ «Αnaparastasis: η ζωή και το έργο του Γιάννη Χρήστου (1926-1970)». Το έχει σκηνοθετήσει ένας φίλος, ο Κωστής Ζουλιάτης (ή για να ακριβολογήσω και να λεπτολογήσω, ένας διαδικτυακός φίλος, ο Costinho). Που είχα και την χαρά να τον συναντήσω για πρώτη φορά. Δεν έτυχε όλα αυτά τα χρόνια να συναντηθούμε σαν σοσιαλμιντιάδες, δεν αξιώθηκα ποτέ όλα αυτά τα χρόνια να πάω να τον ακούσω να παίζει την μουσική του, αξιώθηκα τουλάχιστον να τον συνάντησω με την ιδιότητα του θεατή της ταινίας του.
Οπότε η συγκίνηση που ένιωσα παρακολουθώντας την ίσως να είναι υποκειμενική, ίσως να μην πηγάζει σκέτα από την ταινία, αλλά από αυτό που έβλεπα στην οθόνη σε συνδυασμό με την επίγνωση ότι το έχει φτιάξει ένας άνθρωπος με τον οποίο επικοινωνούμε ιντερνετικά πόσα χρόνια; Σίγουρα λιγότερα από δέκα πάντως. Τόσα έκανε να φτιάξει το ντοκιμαντέρ, είπε στο κοινό πριν την προβολή.
Περισσότερο κι από συγκίνηση όμως, με είχε καταλάβει ένα αίσθημα απόλυτης ταπεινότητας· απόλυτης και πολυδιάστατης μαζί. Γιατί δεν μιλάω μόνο για την αυτονόητη ταπεινότητα που μπορεί να νιώθει κάποιος όταν βλέπει πως τα χρόνια που έχει περάσει αλληλεπιδρώντας με άλλους ανθρώπους, μερικοί από τους άλλους ανθρώπους τα αξιοποιούν με τρόπο πιο δημιουργικό από την απλή αλληλεπίδραση. Μιλάω κυρίως για την ταπεινότητα που μπορεί να νιώθει ο καθένας μπροστά σε μια τόσο μακροχρόνια αφιέρωση και σε μια τόσο επίπονη δέσμευση. Συγκριτικά με τα ντοκιμαντέρ οι ταινίες μυθοπλασίας είναι κάτι εξαιρετικά απλούστερο· υπάρχει ένα σενάριο που το γυρίζεις ή έστω είναι η βάση αυτού που γυρίζεις. Το ντοκιμαντέρ δεν υπάρχει γραμμένο σε κανένα χαρτί. Είναι ένα παζλ με τρισεκατομμύρια ψηφίδες πραγματικότητας, τις οποίες πρώτα θα πρέπει να συλλέξεις και ανακαλύψεις, και ύστερα να αρχίσεις να ξεδιαλύνεις, φιλτράρεις και επιλέξεις μερικές εκατοντάδες χιλιάδες από αυτές, ώστε στη συνέχεια να αρχίσεις να τις αρθρώνεις σε ένα ενιαίο σώμα. Είμαι σίγουρος ότι μόλις διαβάσει ο ίδιος τι γράφω θα γελάσει, αφού έχω την οίηση να παριστάνω πως ξέρω πώς ακριβώς γίνεται όλο αυτό. Δεν ξέρω. Και στέκομαι με δέος απέναντι σε όλη αυτή την -πώς να την πω;-, την δυσκολία. Την δουλειά μυρμηγκιού και δημιουργού μαζί.
Μιλάω επίσης για την ταπεινότητα που νιώθω γνωρίζοντας μέσω του ντοκιμαντέρ έναν καλλιτέχνη που δεν γνώριζα, τον Γιάννη Χρήστου. Υπάρχουν στιγμές στο ντοκιμαντέρ που η μουσική του ηχεί στα αυτιά σου με τρόπο που ευθέως σε κλονίζει. Από την άλλη βέβαια, υπάρχει αυτή η ατάκα του Σπύρου Σακκά που λέει ότι στις πρόβες όταν τραγουδούσε - απήγγειλε μια φράση, ο Χρήστου έπεφτε -κυριολεκτικά- κάτω από τα γέλια; Είναι η μουσική του ή η μετα-μουσική του ή αυτό εν πάση περιπτώσει που έφτιαχνε στα όρια συγκλονιστικού και γελοίου; Πιθανώς όχι, πάντως εκείνο που ξέρω είναι πως από ιδιοσυγκρασία είμαι τέτοιος άνθρωπος που δεν θεωρώ ότι στη ζωή το ένα αποκλείει το άλλο. Ακόμη και τα συνταρακτικά πράγματα μπορούν να είναι ταυτόχρονα αστεία. Ειδικά δε αν κάτι είναι τόσο αντισυμβατικό, τόσο έξω από κάθε πεπατημένη, τόσο εξεζητημένα πρωτοποριακό, μπορεί να είναι και για γέλια, με τα γέλια να μην είναι εξ ορισμού κάτι που σου προκύπτει φυσικά, αλλά κάτι που σου προκύπτει ακριβώς επειδή δεν το έχεις ξανασυναντήσει, δεν το έχεις συνηθίσει, επειδή συνιστά μια εμπειρία που σε φέρνει σε έναν απάτητο βιωματικό χώρο.
Tις δυο προηγούμενες μέρες, είχα δει στο φεστιβάλ άλλα δύο ντοκιμαντέρ, για τον Μάρλεϊ και την Μαρίνα Αμπράμοβιτς (για τα οποία κι έγραψα εδώ), ντοκιμαντέρ που πρέπει να γυρίστηκαν με μερικά εκατομμύρια φορές μεγαλύτερα μπάτζετ, σε αναμφίβολα μικρότερο χρόνο και με μερικές δεκάδες ερευνητές να κάνουν τη δουλειά που έκανε μονος του ο Κοστίνιο. Δεν θα βρεις σε αυτά πενήντα οκτώ διαφορετικές ποιότητες εικόνας, δεν θα βρεις σε αυτά εικόνες αρχείου να τρεμοπαίζουν, θα βρεις τα στάνταρ παραγωγής που αναμένεις, θα βρεις πορτραίτα καταξιωμένων καλλιτεχνών, που είναι θρύλοι ο καθένας στο είδος του. Αλλά αν το είδος της τέχνης του Μπομπ Μάρλεϊ είναι αναντίρρητο, το είδος της τέχνης της Αμπράμοβιτς μας επαναφέρει στον απάτητο βιωματικό χώρο του Γιάννη Χρήστου. Δεν μεγάλωσα μέσα στην αβαντ γκαρντ, μέσα στον τρόπο των πολλών μεγάλωσα, οπότε ένα μέρος μου πάντα θα κοιτά με δυσπιστία και ανάμικτα συναισθήματα ό,τι δεν αναγνωρίζει εκ των προτέρων ως γνωστό. Και ένα μέρος μου δεν θα ντρέπεται να λοιδορεί όποτε το νιώθει, καθώς η λοιδορία δεν αποκλείει απαραίτητα και τον θαυμασμό.
Όλα αυτά τα πρόσωπα. Και ένα άλλο πρόσωπο απέναντί τους που τα κοιτάζει ένα ένα. Το να κοιτάζεις έναν άγνωστο στα μάτια. Κατά πρόσωπο. Για ώρα. Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ.
Ώρα για το επιμύθιο: ναι, σύμφωνοι, οι αξιωματικοί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης άκουγαν Βάγκνερ ή κάτι άλλο σε κλασική μουσική, κάτι πάντως υψιπετές. Ναι, σύμφωνοι, ο πολιτισμός, η καλλιέργεια δεν αποκλείει την κτηνωδία. Από την άλλη βλέποντας τον κατάμεστο Δαναό για την ταινία του διαδικτυακού μου φίλου, νιώθοντας την κατάμεστη αίθουσα να είναι κατά τη διάρκεια της προβολής προσηλωμένη και εντελώς μέσα σε μια ταινία για έναν τόσο διαφορετικό μουσικό, ένιωθα ταυτόχρονα πως ο πολιτισμός είναι και πολιτική πράξη, πως δύσκολα θα υπήρχαν ανάμεσα μας νεοναζί. Δεν ξέρω, μπορεί να ιδεολογικοποιώ τις επιθυμίες μου, μπορεί να κάνω λάθος, μπορεί αύριο να ανακαλύψουν τον Χρήστου και να τον βάζουν υπόκρουση στις παρελάσεις τους. Σε εκείνο που δεν κάνω λάθος όμως είναι πως τον πολιτισμό ειδικά τώρα τον χρειαζόμαστε όσο ποτέ, πως η χυδαία Ελλάδα του Βαγγέλη Μεϊμαράκη δεν είναι μόνο πολιτικά χυδαία αλλά και πολιτιστικά χυδαία, πως εκεί που το επίπεδο πολιτισμού σιγά σιγά διαβρώνεται, όπως κατεξοχήν έκανε στη χώρα από το 1989 και εντεύθεν η τηλεόραση των δέκα νταβατζήδων, ανθούν οι Μεϊμαράκηδες και ο πολιτικοπολιτισμικός τους απόπατος.
Old Boy
Οπότε η συγκίνηση που ένιωσα παρακολουθώντας την ίσως να είναι υποκειμενική, ίσως να μην πηγάζει σκέτα από την ταινία, αλλά από αυτό που έβλεπα στην οθόνη σε συνδυασμό με την επίγνωση ότι το έχει φτιάξει ένας άνθρωπος με τον οποίο επικοινωνούμε ιντερνετικά πόσα χρόνια; Σίγουρα λιγότερα από δέκα πάντως. Τόσα έκανε να φτιάξει το ντοκιμαντέρ, είπε στο κοινό πριν την προβολή.
Περισσότερο κι από συγκίνηση όμως, με είχε καταλάβει ένα αίσθημα απόλυτης ταπεινότητας· απόλυτης και πολυδιάστατης μαζί. Γιατί δεν μιλάω μόνο για την αυτονόητη ταπεινότητα που μπορεί να νιώθει κάποιος όταν βλέπει πως τα χρόνια που έχει περάσει αλληλεπιδρώντας με άλλους ανθρώπους, μερικοί από τους άλλους ανθρώπους τα αξιοποιούν με τρόπο πιο δημιουργικό από την απλή αλληλεπίδραση. Μιλάω κυρίως για την ταπεινότητα που μπορεί να νιώθει ο καθένας μπροστά σε μια τόσο μακροχρόνια αφιέρωση και σε μια τόσο επίπονη δέσμευση. Συγκριτικά με τα ντοκιμαντέρ οι ταινίες μυθοπλασίας είναι κάτι εξαιρετικά απλούστερο· υπάρχει ένα σενάριο που το γυρίζεις ή έστω είναι η βάση αυτού που γυρίζεις. Το ντοκιμαντέρ δεν υπάρχει γραμμένο σε κανένα χαρτί. Είναι ένα παζλ με τρισεκατομμύρια ψηφίδες πραγματικότητας, τις οποίες πρώτα θα πρέπει να συλλέξεις και ανακαλύψεις, και ύστερα να αρχίσεις να ξεδιαλύνεις, φιλτράρεις και επιλέξεις μερικές εκατοντάδες χιλιάδες από αυτές, ώστε στη συνέχεια να αρχίσεις να τις αρθρώνεις σε ένα ενιαίο σώμα. Είμαι σίγουρος ότι μόλις διαβάσει ο ίδιος τι γράφω θα γελάσει, αφού έχω την οίηση να παριστάνω πως ξέρω πώς ακριβώς γίνεται όλο αυτό. Δεν ξέρω. Και στέκομαι με δέος απέναντι σε όλη αυτή την -πώς να την πω;-, την δυσκολία. Την δουλειά μυρμηγκιού και δημιουργού μαζί.
Μιλάω επίσης για την ταπεινότητα που νιώθω γνωρίζοντας μέσω του ντοκιμαντέρ έναν καλλιτέχνη που δεν γνώριζα, τον Γιάννη Χρήστου. Υπάρχουν στιγμές στο ντοκιμαντέρ που η μουσική του ηχεί στα αυτιά σου με τρόπο που ευθέως σε κλονίζει. Από την άλλη βέβαια, υπάρχει αυτή η ατάκα του Σπύρου Σακκά που λέει ότι στις πρόβες όταν τραγουδούσε - απήγγειλε μια φράση, ο Χρήστου έπεφτε -κυριολεκτικά- κάτω από τα γέλια; Είναι η μουσική του ή η μετα-μουσική του ή αυτό εν πάση περιπτώσει που έφτιαχνε στα όρια συγκλονιστικού και γελοίου; Πιθανώς όχι, πάντως εκείνο που ξέρω είναι πως από ιδιοσυγκρασία είμαι τέτοιος άνθρωπος που δεν θεωρώ ότι στη ζωή το ένα αποκλείει το άλλο. Ακόμη και τα συνταρακτικά πράγματα μπορούν να είναι ταυτόχρονα αστεία. Ειδικά δε αν κάτι είναι τόσο αντισυμβατικό, τόσο έξω από κάθε πεπατημένη, τόσο εξεζητημένα πρωτοποριακό, μπορεί να είναι και για γέλια, με τα γέλια να μην είναι εξ ορισμού κάτι που σου προκύπτει φυσικά, αλλά κάτι που σου προκύπτει ακριβώς επειδή δεν το έχεις ξανασυναντήσει, δεν το έχεις συνηθίσει, επειδή συνιστά μια εμπειρία που σε φέρνει σε έναν απάτητο βιωματικό χώρο.
Tις δυο προηγούμενες μέρες, είχα δει στο φεστιβάλ άλλα δύο ντοκιμαντέρ, για τον Μάρλεϊ και την Μαρίνα Αμπράμοβιτς (για τα οποία κι έγραψα εδώ), ντοκιμαντέρ που πρέπει να γυρίστηκαν με μερικά εκατομμύρια φορές μεγαλύτερα μπάτζετ, σε αναμφίβολα μικρότερο χρόνο και με μερικές δεκάδες ερευνητές να κάνουν τη δουλειά που έκανε μονος του ο Κοστίνιο. Δεν θα βρεις σε αυτά πενήντα οκτώ διαφορετικές ποιότητες εικόνας, δεν θα βρεις σε αυτά εικόνες αρχείου να τρεμοπαίζουν, θα βρεις τα στάνταρ παραγωγής που αναμένεις, θα βρεις πορτραίτα καταξιωμένων καλλιτεχνών, που είναι θρύλοι ο καθένας στο είδος του. Αλλά αν το είδος της τέχνης του Μπομπ Μάρλεϊ είναι αναντίρρητο, το είδος της τέχνης της Αμπράμοβιτς μας επαναφέρει στον απάτητο βιωματικό χώρο του Γιάννη Χρήστου. Δεν μεγάλωσα μέσα στην αβαντ γκαρντ, μέσα στον τρόπο των πολλών μεγάλωσα, οπότε ένα μέρος μου πάντα θα κοιτά με δυσπιστία και ανάμικτα συναισθήματα ό,τι δεν αναγνωρίζει εκ των προτέρων ως γνωστό. Και ένα μέρος μου δεν θα ντρέπεται να λοιδορεί όποτε το νιώθει, καθώς η λοιδορία δεν αποκλείει απαραίτητα και τον θαυμασμό.
Όλα αυτά τα πρόσωπα. Και ένα άλλο πρόσωπο απέναντί τους που τα κοιτάζει ένα ένα. Το να κοιτάζεις έναν άγνωστο στα μάτια. Κατά πρόσωπο. Για ώρα. Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ.
Ώρα για το επιμύθιο: ναι, σύμφωνοι, οι αξιωματικοί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης άκουγαν Βάγκνερ ή κάτι άλλο σε κλασική μουσική, κάτι πάντως υψιπετές. Ναι, σύμφωνοι, ο πολιτισμός, η καλλιέργεια δεν αποκλείει την κτηνωδία. Από την άλλη βλέποντας τον κατάμεστο Δαναό για την ταινία του διαδικτυακού μου φίλου, νιώθοντας την κατάμεστη αίθουσα να είναι κατά τη διάρκεια της προβολής προσηλωμένη και εντελώς μέσα σε μια ταινία για έναν τόσο διαφορετικό μουσικό, ένιωθα ταυτόχρονα πως ο πολιτισμός είναι και πολιτική πράξη, πως δύσκολα θα υπήρχαν ανάμεσα μας νεοναζί. Δεν ξέρω, μπορεί να ιδεολογικοποιώ τις επιθυμίες μου, μπορεί να κάνω λάθος, μπορεί αύριο να ανακαλύψουν τον Χρήστου και να τον βάζουν υπόκρουση στις παρελάσεις τους. Σε εκείνο που δεν κάνω λάθος όμως είναι πως τον πολιτισμό ειδικά τώρα τον χρειαζόμαστε όσο ποτέ, πως η χυδαία Ελλάδα του Βαγγέλη Μεϊμαράκη δεν είναι μόνο πολιτικά χυδαία αλλά και πολιτιστικά χυδαία, πως εκεί που το επίπεδο πολιτισμού σιγά σιγά διαβρώνεται, όπως κατεξοχήν έκανε στη χώρα από το 1989 και εντεύθεν η τηλεόραση των δέκα νταβατζήδων, ανθούν οι Μεϊμαράκηδες και ο πολιτικοπολιτισμικός τους απόπατος.
Old Boy
VIDEO
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Επετειακή ομιλία για τα ενενήντα έτη από την Μικρασιατική καταστροφή
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η Kirchner "ταπώνει" την Lagarde
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ