2012-10-18 12:47:02
Ήμουν ένας επαγγελματίας ηχομονωτής και δεν φημιζόμουν για το παρελθόν μου. Όταν κάποιος χρειαζόταν αθόρυβες κλοπές χωρίς να ξεσηκώσει τη γειτονιά –και μαζί και το αστυνομικό τμήμα- ήμουν... ο άνθρωπος τους. Τελευταία καλή δουλειά ήταν εκείνο το ριφιφί, ακόμα το θυμάμαι. Μα το Θεό, είχαμε φτάσει στο κοσμηματοπωλείο χωρίς να ακουστεί ούτε ένα ‘τικ’ από τα φτυάρια και τις αξίνες. Μας πιάσανε βέβαια από τις κάμερες όταν σκάσαμε μύτη στο κατάστημα, αλλά εγώ με την ηχομόνωση ασχολιόμουν, τα βίντεο ήταν πράγματα του διαβόλου.
Αλλά αυτά ήταν παρελθόν. Την είχα βγάλει σχετικά καθαρή με λίγα χρονάκια στην στενή και είχα βάλει μυαλό. Τώρα είχα το μαγαζάκι μου με τις καλύτερες ηχομονώσεις του πλανήτη, και όχι αηδίες. Κι αν δεν είχα τρομερή επιτυχία σαν τίμιος επαγγελματίας ήταν γιατί το πελατολόγιο μου περιοριζόταν σε όσους τους ενδιέφερε η καλή ηχομόνωση και όχι τα χρονάκια του μάστορα στον Κορυδαλλό.
Που σημαίνει πως στο μαγαζί δεν πάταγαν το πόδι τους και πολλοί. Οι περισσότεροι ερχόντουσαν συστημένοι λόγω της φήμης μου στην πιάτσα –όχι λαμόγια, το ξεκαθαρίζω- και άλλοι με παίρναν τηλέφωνο να κλείσουμε ραντεβού σε άλλο χώρο. Αυτοί ήταν οι πιο κυριλέ. Ξέρετε, από αυτούς που αποφεύγουν τα καταγώγια. Μου την έδινε να θεωρούν το μαγαζάκι μου καταγώγιο αλλά τι να έκανα, κάπως έπρεπε να βγάλω τον επιούσιο. Αν κατάφερνα να βγάλω κανά φράγκο παραπάνω, θα μετακόμιζα από το υπόγειο που εργαζόμουν σε κάποιο άλλο μαγαζάκι, πιο ψηλά, για να έχω περισσότερο κύρος. Θα αργούσε βέβαια κάτι τέτοιο, εκτός κι αν άρχιζα να κλέβω την εφορία.
Έτσι δεν είχα πρεμούρες που αυτός ο πελάτης μού είχε κλείσει ραντεβού σε άλλο μέρος. Στο πάρκο. Ασυνήθιστο κάτι τέτοιο γιατί συνήθως με καλούσαν σε κάποιο γραφείο, αλλά σιγά, δεν είχα πρόβλημα. Κι αν ήταν καμιά λουλού που της άρεσαν τα πάρκα και ήθελε να ταΐσουμε μαζί τις πάπιες, θα τις τάιζα με αυτόν. Κανένα πρόβλημα.
Ήταν κυριλάτος, όπως το είχα μαντέψει. Και είχε καλό αυτοκινητάκι, ακριβό. Το πάρκαρε απέναντι με αλάρμ γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια το απαγορευτικό στάθμευσης και κατέβηκε κουστουμάτος. Ο τρόπος που κοίταξε τριγύρω μού ήταν γνωστός. Καχύποπτος, σαν να φοβόταν μήπως τον πάρει κανά μάτι. Καλά, ο τύπος την είχε λαδωμένη τη φωλιά του. Πιστέψτε με, τα χρονάκια μου με την στολή της φυλακής ξέραν καλά από λαδωμένες φωλιές.
Με εντόπισε και με πλησίασε. Θα του ταίριαζε καλύτερα καμπαρτίνα με σηκωμένους γιακάδες έτσι που ερχόταν μουλωχτά και κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά. Αλλά κολοκύθια. Όταν τον είδα από πιο κοντά, θα του ταίριαζε ριγέ κουστουμάκι και κουρεμένο σβέρκο για σφαλιάρες.
«Ο κ. Κρητικός;» με ρώτησε όταν με έφτασε.
«Κρητικού» του απάντησα. «Βλάσης Κρητικού». Δεν είχα διάθεση να το παίξω Τζέιμς Μποντ, απλώς κότσαρα το μικρό μου όνομα μπροστά από το επίθετο για να διαλύσω τις παρεξηγήσεις.
«Κρητικός» με διόρθωσε εκείνος.
«Κρητικού» του ξαναπάντησα.
Είχα κάνει αυτόν το διάλογο άπειρες φορές στο παρελθόν. Όλοι νόμιζαν πως έπρεπε να λέγομαι ‘Κρητικός’ και όχι ‘Κρητικού’. Το δεύτερο ήταν γυναικείο. Θα τους άρχιζα στις φάπες αλλά μετά τις πρώτες φορές που είχα λύσει την παρεξήγηση με αυτόν τον τρόπο, είχα συνειδητοποιήσει πως στο τέλος θα έμενα χωρίς πελάτες.
Η αλήθεια είναι πως με ενοχλούσε και μένα αυτό το ‘ου’. Με ύψος 1.90, μπόλικα παραπανίσια κιλά και πέντε έξι τατουάζ στα μπράτσα, δεν αμφέβαλλε κανένας για το αν ήμουν αρσενικό ή όχι. Αλλά ήταν θέμα πρεστίζ. Είχα προσπαθήσει να το αλλάξω, όχι εγώ δηλαδή, ο πατέρας μου. Αποδείχτηκε πως για να αντικαταστήσουμε το τελευταίο γράμμα από ‘υ’ σε ‘ς’ χρειαζόντουσαν πιο πολλά χαρτιά κι από εργοστάσιο κωλόχαρτου. Ο γέρος μου τους έστειλε τελικά στον διάολο. Σιγά, οικοδόμος ήταν στο κάτω κάτω.
Ανακάλυψα πολύ αργότερα την αιτία αυτού του επίθετου. Η καταγωγή μας ήταν από ένα χωριό της Σάμου και για αυτό είχαμε αυτό το ενοχλητικό ‘ου’ στο τέλος. Όλοι εκεί σε ‘ου’ τελειώνανε. Είχα πάει διακοπές κάποια στιγμή και έτσι ανακάλυψα την αιτία. Ο γέρος μου είχε φύγει πιτσιρικάς και δεν το θυμόταν, άσε που δεν ασχολιόταν και πολύ με τα γράμματα. Ένιωσα πάντως σαν τον σπίτι μου σε κείνες τις διακοπές, το παραδέχομαι.
Έκοψα από πάνω έως κάτω τον φλούφλη με το κουστούμι μπροστά μου. Μου είχε πει από το τηλέφωνο πως έχει σχέση με την πολιτική, αν και δεν θυμόμουν τον τίτλο που είχε βάλει. Δεν σκάμπαζα και πολλά από πολιτική και όλους αυτούς τους είχα σιχτιρίσει από καιρό. Θα τον είχα σιχτιρίσει και αυτόν αλλά, ε, δύσκολες εποχές, χρειαζόμουν κανά φράγκο. Αποφάσισα να του μιλήσω σε μια γλώσσα που θα καταλάβαινε.
«Κρητικού» του είπα. «Πώς λέμε ‘Παπανδρέου’;»
«Ααα…» έκανε εκείνος. Το έπιασε αμέσως, ο κότσος.
Υπήρχε κι άλλος λόγος που απόφυγα να αναφέρω την καταγωγή μου και τα επίθετα της που τελείωναν σε ‘ου’. Αυτή η μισή χαψιά που συζητούσα μαζί της ήταν πολιτικός, κι εγώ δεν είχα ιδέα από αυτά. Ίσως τα πολλά ‘ουουού’ να είχαν άμεση σχέση με το νησί μου και τα πολιτικά, κι εγώ δεν ήθελα να μπλέξω τους συγχωριανούς μου. Κι αν ήταν να πάρω και καμιά δουλειά από δαύτον, καλύτερα να μην τα συνδύαζα με το χωριό μου.
«Εμένα επέτρεψε μου να μην συστηθώ» μου είπε, και ξεψάχνισε τα δέντρα μη τυχόν και κρύβεται κάποιος από πίσω.
«Και γιατί όχι, παρακαλώ;»
«Για τυπικούς λόγους. Αλλά πίστεψε με, είμαι φερέγγυος. Είμαι σύμβουλος της κυβέρνησης».
Φερέγγυος και κυβέρνηση. Με ανοησίες ξεκίνησε.
«Άκου» του ξεκαθάρισα. «Εγώ είμαι τίμιος επαγγελματίας. Δεν ανακατεύομαι με παρανομίες».
«Κανένα θέμα παρανομίας. Απλώς η δουλειά απαιτεί την μέγιστη μυστικότητα και διακριτικότητα».
«Αυτά τα δύο πάνε πακέτο. Συστημένο και κατευθείαν στην φυλακή».
«Σοβαρά μιλάω. Δεν υπάρχει θέμα νομιμότητας. Όταν θα ακούσεις τι θα σου ζητήσω θα καταλάβεις. Είναι εντολή της κυβέρνησης εξάλλου, πώς είναι δυνατόν να είναι παράνομη;»
«Ε, τώρα, τι να σου απαντήσω».
«Ωραία. Άκουσε με. Μου είπαν ότι είσαι ο καλύτερος στις ηχομονώσεις. Ισχύει;»
Σκέφτηκα να τον φυτέψω όρθιο, να κάνει παρέα με τα άλλα δέντρα. Αλλά ήμουν στεγνός από λεφτά οπότε το άφησα για αργότερα.
«Αυτός που σε έστειλε δεν ξέρει αν κάνω καλά την δουλειά μου;» τον ρώτησα.
«Μου το ξεκαθάρισε, είσαι άψογος».
«Και τότε γιατί με ρωτάς;»
Η μισή μερίδα κούνησε την παλάμη του ανάμεσα μας σαν να έδιωχνε μια μύγα. «Ξέχνα το, σε πιστεύω. Η φήμη σου προηγείται».
Το τελευταίο μού φάνηκε σαν γλείψιμο. Του βγήκε πολύ αυθόρμητα.
«Λοιπόν» μου είπε, «αυτό που θέλω να σου ζητήσω πρέπει να μείνει απολύτως μεταξύ μας. Πρέπει να συμφωνήσεις από τώρα ότι ακόμα κι αν δεν δεχτείς να το κάνεις, θα έχω την εχεμύθεια σου».
«Τι είναι εχεμύθεια; Μίλα ελληνικά».
«Μυστικότητα, διακριτικότητα, στο είπα και πριν».
«Την έχεις. Πάμε παρακάτω».
«Είναι πολύ λεπτό το ζήτημα και για αυτό είμαι υποχρεωμένος να σου το ζητήσω. Πρέπει να φροντίσω να μην μαθευτεί τίποτα. Αλλά δεν είναι παράνομο, έχεις το λόγο μου».
Ξανά ανοησίες. Λόγος και πολιτικός. Χα.
«Προχώρα στο παρασύνθημα» του είπα.
Ο λιμοκοντόρος ακόμα δεν είχε πειστεί ότι κάποιος δεν κρυβόταν πίσω από κανά θάμνο αλλά ούτε και τώρα η ματιά του εντόπισε κανέναν. Ξαναστράφηκε προς τα μένα.
«Ξέρεις που είναι θαμμένα τα κόκαλα του Κολοκοτρώνη;» με ρώτησε.
«Πού θες να ξέρω; Εδώ, στην Τρίπολη, νομίζω».
«Σωστά».
«Τι κερδίζω;»
«Τίποτα. Ο τάφος του είναι στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών αλλά τα κόκαλα του έχουν μεταφερθεί εδώ, στην πλατεία Άρεως».
«Τι λες;»
«Ναι. Είναι κρυμμένα σε μια κρύπτη στη βάση του Ηρώου των αγωνιστών του 1821».
«Α, μάλιστα» έκανα. «Και τι σχέση έχω εγώ;»
«Μεγάλη» απάντησε ο κοντοπίθαρος και βάλθηκε να ξαναψάχνει τα δέντρα. Ύστερα έσκυψε ελαφρά προς τα μένα και μίλησε γεμάτος ‘εχεμύθεια’. «Βλέπεις… τρίζουν».
«Ε;»
«Τρίζουν. Και πολύ μάλιστα».
«Τόσο χρονών είναι» είπα εγώ, «τι θες να κάνουν; Και η γιαγιά μου τρίζει».
«Η γιαγιά σου είναι ζωντανή. Τα κόκαλα των πεθαμένων όμως δεν τρίζουν».
«Σαχλαμάρες. Έχω ακούσει για έναν άγιο, δεν θυμάμαι το όνομα του τώρα, που αν ακουμπήσεις το αυτί σου στο μάρμαρο τον ακούς να τρίζει μια χαρά».
«Εκείνος είναι άγιος. Και τα κόκαλα του τρίζουν λίγο, δεν έχουμε πρόβλημα. Του Κολοκοτρώνη όμως τρίζουν πολύ, και όσο περνά ο καιρός η κατάσταση χειροτερεύει».
«Και τι θες να κάνω εγώ;»
«Να ηχομονώσεις τα κόκαλα».
«Τρελός θα είσαι!» του είπα. Είχα ύψος 1.90, μπόλικα παραπανίσια κιλά και πέντε έξι τατουάζ στα μπράτσα. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι ήμουν και ατρόμητος.
Έσπευσε να με καθησυχάσει. «Μην ανησυχείς, δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο. Έχει ξαναγίνει».
«Να μονώσετε τον τάφο;»
«Την κρύπτη. Ναι. Πολλές φορές. Για αυτό δεν ακουγόταν τίποτα μέχρι τώρα. Αλλά πλέον έχει παραγίνει το κακό και πρέπει να βρούμε μια καλύτερη μόνωση».
«Ο δήμαρχος το ξέρει;»
«Τα κόκαλα του Κολοκοτρώνη είναι εθνική υπόθεση, όχι δημοτική».
«Άρα δεν το ξέρει».
«Και δεν πρόκειται να το μάθει. Το πρότζεκτ είναι άκρως απόρρητο και χρηματοδοτείτε μυστικά. Υπάρχει συγκεκριμένο κρατικό κονδύλι για την υπόθεση εδώ και χρόνια. Ότι γίνεται, είναι ζήτημα του έθνους και γίνεται με τεράστια μυστικότητα. Και έτσι θα παραμείνει. Ακόμα κι αν εσύ αποφασίσεις να ανοίξεις το στόμα σου».
Αυτό το τελευταίο έκρυβε απειλή. Πιστέψτε με, ξέρω από τέτοια.
«Και τι να πω;» είπα παίζοντας τον ανήξερο.
«Ακριβώς. Πέρα από το ότι θα ακουστείς σαν να λες μπαρούφες, μπορούμε κάλλιστα να σε ξαναστείλουμε στο ξενοδοχείο με τα καγκελάκια στο περβάζι».
Είχε δίκιο ο κοντοπίθαρος. Άπαξ και έχεις κάνει μια φορά στην στενή, σε έχουν του χεριού τους. Δεν είχα καμία όρεξη να ξαναποκτήσω ριγωτό μαύρισμα στο πρόσωπο κοιτάζοντας τον ήλιο.
«Δεν πρόκειται να πω κουβέντα, το είπαμε αυτό» του είπα. «Αλλά κοτζάμ κυβέρνηση είστε, δεν μπορείτε να προσλάβετε καμιά μεγάλη εταιρία να κάνει τη δουλειά σας;»
«Λες να μην το σκεφτήκαμε; Αλλά αυτά τα πράγματα χρειάζονται λεπτότητα. Καθόλου δημοσιότητα. Καταλαβαίνεις πού το πάω, έτσι; Η δουλειά γίνεται βράδυ και με προσχήματα για να μην το μάθει ο κόσμος. Για αυτό και θέλουμε άτομα σαν κι εσένα».
«Και για δεν ξαναβάζετε τους προηγούμενους σαν κι εμένα;»
«Μην τους υπολογίζεις αυτούς».
«Πώς να μην τους υπολογίζω; Μπορεί για λόγους λεπτότητας να κατέληξαν κι αυτοί στην κρύπτη».
«Μη λες ανοησίες, δεν κάνουμε τέτοια πράγματα. Απλά τα μόνωσαν μία φορά, άντε δύο, και μετά δεν ξαναθέλαν, όσο και να τους πιέσαμε. Το παραδέχομαι, είναι άγριο πράγμα. Ειδικά αυτά τα συγκεκριμένα κόκαλα μας έχουν βγάλει το λάδι. Και εκτός αυτού, οι προηγούμενοι δεν έκαναν καλή δουλειά στην μόνωση. Όσο βαρβάτα και να είναι τα κόκαλα του Κολοκοτρώνη, θα έπρεπε να μην ακούγονται».
«Δεν ξέρω» απάντησα. «Όλα αυτά δεν μου αρέσουν καθόλου».
«Σε καταλαβαίνω αλλά δεν έχεις και πολλές επιλογές. Και πριν σκεφτείς έτσι επιπόλαια να απορρίψεις την πρόταση, πρέπει να ξέρεις πως τα λεφτά είναι καλά. Κι αν χρειαστείς και κάτι άλλο, εδώ είμαστε. Και καμιά ανιψιά αν έχεις που θες να την βάλουμε στο δημόσιο, πάλι εδώ είμαστε. Λέγε, λοιπόν. Θα αναλάβεις;»
«Τι να σου πω; Εδώ δεν ξέρω πόσο θόρυβο κάνουν. Πώς να σου πω ότι μπορώ να σου λύσω το πρόβλημα;»
«Έχεις δίκιο» είπε ο τυροκεφτές και ξανάψαξε για τυχόν τεντωμένα αυτιά στο πάρκο. «Έχεις δίκιο. Θέλεις μια επίδειξη;»
«Όχι και τόσο».
«Πάψε. Έλα μαζί μου».
Πήγαμε στο αυτοκίνητο του και μπήκαμε μέσα. Σούπερ το αμαξάκι. Δερμάτινα καθίσματα και δεν συμμαζεύεται. Μύριζε καινουργίλας. Μόνο η φάτσα του οδηγού τα χαλούσε όλα, που θύμιζε ξινισμένη μπουγάτσα.
Φτάσαμε στην πλατεία του Άρεως. Άμα δεν την ξέρετε, να σας την περιγράψω: ένα τεράστιο ορθογώνιο και στο βάθος ο ανδριάντας του Κολοκοτρώνη. Πίσω του δέντρα και σε όλες τις άλλες πλευρές της πλατείας σπίτια. Ο κουραμπιές πάρκαρε στα πλάγια της πλατείας, στο ύψος του ανδριάντα. Πάνω στο πεζοδρόμιο, φυσικά.
Είδα το μνημείο και ανατρίχιασα. Κόκαλα που τρίζουν; Μπρρρ! Και γω να τα μονώσω; Έμπλεξα άσχημα, δικέ μου.
Ο τύπος κατέβηκε από το αυτοκίνητο και με παρότρυνε να κατέβω κι εγώ. Όταν το έκανα, με οδήγησε στο δέντρο που βρισκόταν στην γωνία της πλατείας. Βρισκόμασταν καμιά εικοσαριά μέτρα από το άγαλμα και άλλη κρυψώνα μέχρι κει δεν υπήρχε. Κόσμο πάντως δεν είχε πολύ, ντάλα μεσημέρι ήταν και οι περισσότεροι τρώγαν.
«Το βλέπεις το άγαλμα;» μου είπε.
«Εσύ τι λες;»
«Ωραία. Πήγαινε εκεί και πες μερικά ονόματα πολιτικών».
«Εσύ δεν θα έρθεις μαζί μου;»
«Αποκλείεται. Όταν πλησιάζει πολιτικός γίνεται άσχημη η κατάσταση».
«Και θα πάω μόνος μου;»
«Εσύ δεν ασχολείσαι με την πολιτική, μη φοβάσαι. Πήγαινε πες μερικά ονόματα να μετρήσεις τον θόρυβο. Αλλά μην πεις τίποτα πρωτοκλασάτα γιατί θα γίνει πανικός. Το πολύ μέχρι βουλευτή».
«Δεν ξέρω βουλευτές» του είπα εγώ. «Μόνο τους πρωτοκλασάτους ξέρω».
Μου έδωσε τρία ονόματα για δείγμα. Κάπου τα είχα ακούσει αλλά δεν είχα ιδέα ποιοι ήταν. Μάλλον θα ήταν αντιπροσωπευτικά: δεξιά, αριστερά, κέντρο. Εκτός αν είχαν βγει στο μεταξύ και άλλες κατευθύνσεις. Βορειοδεξιά, νοτιοαριστερά, και δεν συμμαζεύεται. Πού να ξέρω; Σιγά μην ασχολιόμουν με τους καρεκλοκένταυρους. Δεν βαριέσαι, αν αυτός πίστευε πώς δεν θα δημιουργούσαν μεγάλο πρόβλημα, μάλλον έτσι θα ήταν.
Πλησίασα το μνημείο αλλά όχι και τόσο άφοβα, ομολογώ. Το μόνο καλό ήταν πως ήταν μεσημέρι, αλλιώς δεν πάταγα εκεί που να με χώναν ισόβια στον Κορυδαλλό. Έτσι όμως που έβλεπα την κουστουμαρισμένη σουπιά πίσω μου μαζεμένη από την τρομάρα της και κρυμμένη πίσω από το δέντρο, αγρίεψα κι άλλο. Έσπρωξε τον αέρα με την παλάμη του προς τα μένα για να με παροτρύνει να προχωρήσω.
Είχα να κάνω τον σταυρό μου κάτι χρόνια. Τον έκανα τώρα, πέντε έξι φορές μαζεμένες. Το ‘Πάτερ ημών’ δυστυχώς δεν το θυμόμουν. Έβαλα στην λίστα να το ξαναθυμηθώ. Πού έμπλεξα, Θεούλη μου; Εγώ ένας απλός ηχομονωτής ήμουν. Έβαλα στην λίστα να μάθω και το τροπάρι της Κασσιανής.
Πλησίασα τον ανδριάντα με μεγάλο χτυποκάρδι. Ο Γέρος του Μοριά κοίταζε τον ουρανό με το άλογο του σούζα, και ευτυχώς δηλαδή, γιατί αν κοίταζε προς τα κάτω θα έτρεχα κι εγώ πίσω από το δέντρο. Πήγα στην μπροστινή μεριά του αδριάντα, εκεί που είχε μια πινακίδα που έγραφε ότι εδώ φυλάγονται τα κόκαλα του.
Δεν χρειάστηκε να σκύψω. Κάπου κάτω από την βάση ακούγονταν ήδη τα τριξίματα. Άλλος δεν θα τους πρόσεχε αλλά εγώ ήμουν επαγγελματίας και είχε εξασκηθεί το αυτί μου. Είχα καλό αυτί από μικρός. Όχι εμφανισιακά, το ξεκαθαρίζω.
Κοίταξα το χαϊβάνι πίσω από το δέντρο που εξείχε μόνο το κεφάλι του και πρόσεχε τις κινήσεις μου. Μετά γύρισα ξανά προς τον ανδριάντα και, μιας και δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, έσκυψα και είπα το πρώτο όνομα –δεν θα αναφέρω ποιο για να γλυτώσω τις μηνύσεις.
Παναγιά μου. Τα τριξίματα έγιναν πολύ έντονα.
Έφερα ενστικτωδώς τις παλάμες μου στον ανδριάντα λες και έτσι θα μπορούσα να τον σιωπήσω. Του κάκου. Ξανακοίταξα τρομοκρατημένος τον κουραμπιέ πίσω μου, που κούνησε το κεφάλι του σαν ξερόλας. Η απόσταση δεν ήταν πολύ μεγάλη και μπορούσαμε να μιλήσουμε με κάποια προσπάθεια. «Πες και τα άλλα!» μου πέταξε ψιθυριστά αλλά με ένταση. «Πες και τα άλλα!»
Είπα, λοιπόν, και το δεύτερο όνομα.
Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά! Είχα να ακούσω τέτοιο τρίξιμο από τότε που χόρεψε χασαποσέρβικο ο παππούς μου στον γάμο της αδελφής μου! Χριστός κι Απόστολος!
Ξαναστράφηκα πανικόβλητος προς την μισή χαψιά. «Αυτά τρίζουν πολύ!» του είπα. «Τι υλικό τους έχετε βάλει;»
«Τριπλό μόλυβδο και εύκαμπτη πολυουρεθάνη! Πες και το τελευταίο!»
Είπα, λοιπόν, και το τρίτο όνομα.
Α, α, τα κόκαλα όχι μόνο έτριξαν αλλά χοροπήδησαν. Μάχη γινόταν εκεί κάτω. Ούτε στα Δερβενάκια δεν θα είχε ξεσπαθώσει έτσι ο Γέρος, τότε που ήταν και στα καλά του. Ανεμοστρόβιλος σάρωνε την κρύπτη. Πω πω, σκέψου να είχα αναφέρει και τους πρωτοκλασάτους.
Δεν άντεξα πολύ τέτοια λαχτάρα. Έφυγα λες και με κυνηγούσαν δεσμοφύλακες γιατί πήδηξα τα κάγκελα της φυλακής, και πήγα στο δέντρο που κρυβόταν ο κουκουναρόσπορος. Κρύφτηκα κι εγώ από πίσω.
«Τι είναι αυτό, μωρέ;» του είπα και ίσα που κρατιόμουν να μην λιποθυμήσω. «Τι κόκαλα είναι αυτά;»
«Είδες που στα ‘λεγα; Και που να ήταν και όλα».
«Δεν είναι όλα;»
«Όχι, μόνο καμιά εικοσαριά. Τα είχαν σκορπίσει οι Ιταλοί το 42 για να μας κάνουν χουνέρι. Έχουμε μόνο όσα κατάφερε να ξαναμαζέψει ο τότε δήμαρχος».
«Αν τα είχαμε, δηλαδή, όλα, τι θα γινόταν;»
«Άστα. Αν δεν ήταν οι Ιταλοί, τώρα θα είχαμε μεγάλο πρόβλημα».
Τον κοίταξα έτοιμος να τον μπαγλαρώσω. Μπορεί να μην ήμουν και το καλύτερο παιδί, και ούτε να κοιμόμουν με κανά βιβλίο ιστορίας αγκαλιά, αλλά, όλα κι όλα, ήμουν της παλιάς σχολής, πατροπαράδοτος. Εκείνος βιάστηκε να διορθώσει την γκάφα του έτσι που τον αγριοκοίταξα. Είπαμε, ήμουν 1.90 και λοιπά και λοιπά.
«Δεν εννοούσα αυτό» είπε. «Απλώς ακούστηκε λάθος».
«Καλά. Αλλά είναι δυνατόν να τρίζουν έτσι;»
«Σκέψου τι έχει να γίνει σε λίγες μέρες».
«Τι έχει να γίνει σε λίγες μέρες;»
«Θα γίνει στην πλατεία ομιλία του πρωθυπουργού και μερικών υπουργών. Πρέπει να έχουμε διευθετήσει το θέμα μέχρι τότε».
Μάλιστα. Τώρα κατάλαβα.
Δεν ξέρω γιατί αλλά φαντάστηκα το πλήθος εκείνη τη μέρα να φωνάζει ‘ΓΚΟΟΟ-ΡΤΣΟΣ! ΓΚΟΟΟ-ΡΤΣΟΣ!»
Καλά, ξέρω γιατί.
«Έτσι που τρίζουν δεν νομίζω ότι μπορώ να βοηθήσω» του είπα.
«Δεν πρόκειται να τα αφήσουμε εδώ. Ότι μόνωση και να τους βάλουμε, τον σαματά δεν τον γλυτώνουμε. Έχουμε πάρει την απόφαση να τα μεταφέρουμε. Κατά τις προετοιμασίες της πλατείας για την ομιλία, θα έρθουμε βράδυ και θα τα μαζέψουμε. Το μόνο που θέλουμε από σένα είναι να μονώσεις ότι θα χρειαστεί για την διαδρομή. Ξέρεις, το κιβώτιο που θα τα βάλουμε, το αυτοκίνητο που θα τα μεταφέρουμε, και ότι άλλο χρειαστεί».
«Έχετε κι άλλα κόκαλα σαν κι αυτά;»
«Όχι πολλά, ευτυχώς. Οι περισσότεροι πολεμιστές του ‘21 δεν έχουμε ιδέα που θάφτηκαν. Οι περισσότεροι, βλέπεις, πέθαναν στην ψάθα και χωρίς τιμές».
«Όπως;»
«Χμ… Ο Νικηταράς, για παράδειγμα».
«Δεν έχουμε τα κόκαλα του Νικητηρά;»
«Όχι. Δεν ξέρουμε καν που θάφτηκε. Πέθανε ζητιανεύοντας στον Πειραιά».
Μια τρελή σκέψη μου πέρασε από το μυαλό. Θα γινόμουν κυνηγός κοκάλων. Πώς έκαναν αυτοί που έψαχναν χρυσό ή νερό; Θα έπιανα αυτόν τον κοντοστούπη από τα αυτιά και θα τον τσουλούσα σε όλη την Ελλάδα. Και όπου άκουγα τριξίματα, εκεί θα αναπαυόταν και κάποιος πρόγονος. Λαμπρή ιδέα!
Αλλά άκυρη. Εγώ ήμουν πρώην φυλακόβιος και ο κοντοστούπης νυν κυβερνητόπουλο. Δεν είχα και πολλές ελπίδες.
«Δεν ξέρω τι να σου πω» απάντησα, εννοώντας πως ‘σιγά μην αναλάβω’.
«Ωραία» μου απάντησε. «Αυτό σημαίνει πως θα κάνεις ότι σου πω εγώ που ξέρω».
Και αυτό ήταν. Δεν είχα επιλογές, ήμουν υποχρεωμένος να κάνω ότι μου πει.
Και να ‘μαι λοιπόν βραδιάτικα, μετά τα μεσάνυχτα, λίγες ώρες πριν την ομιλία του πρωθυπουργού, να στέκομαι μέσα στην σκοτεινή πλατεία τρέμοντας και ψάλλοντας από μέσα μου προσευχές και αποσπάσματα από την Αγία Γραφή που είχα αποστηθίσει. Ψυχή δεν υπήρχε εκτός από μένα. Ακόμα και οι βοηθοί που είχε πει ο μουσακάς πως θα στείλει για να με βοηθήσουν, ακόμα δεν είχαν έρθει.
Είχε ένα φεγγάρι τεράστιο, λες και οι πρόγονοι από κει ψηλά φώτιζαν την πλατεία με φακό για να καταδείξουν τις προθέσεις μου. Μάταια βέβαια, γιατί όλη η πλατεία είχε γύρω της όρθιους μουσαμάδες για να μην φαίνονται οι εργασίες και καλά. Και γύρω από τον ανδριάντα άλλοι τόσοι, σε απόσταση ενός μέτρου από το άγαλμα.
Δεν φταίω εγώ, ψιθύρισα προς τον χέρι που κρατούσε τον φακό, η ιστορία μου τα φταίει και με κρατούσαν στο χέρι. Κι αν ήξερα πως θα έφτανα ως εδώ, σας το ορκίζομαι, θα είχα γίνει υδραυλικός.
Κάτω από τον ανδριάντα, στο μεταξύ, είχε ξεσαλώσει ο Γέρος. Χτυπιόταν και έτριζε λες και τα καταλάβαινε όλα με διαίσθηση. Μας είχε πάρει χαμπάρι, ήταν σίγουρο. Φοβερός και τρομερός ο Γέρος, δεν απορούσα πλέον που είχε κατατροπώσει τον εχθρό. Άλλο που τα τριξίματα του με έκαναν να προσεύχομαι πιο πολύ κι από αμαρτωλό καλόγερο. Λοιπόν, ή θα πήγαινα στην κόλαση απόψε με αυτά που έκανα, ή θα πήγαινα στον παράδεισο με τόση προσευχή. Μέση λύση δεν υπήρχε.
Μετά από κάμποση ώρα, είδα δυο φασουλήδες με εργαλεία να σηκώνουν τον εξωτερικό μουσαμά και να μπαίνουν στην πλατεία. Βγήκα κι εγώ από τον εσωτερικό μουσαμά για να τους συναντήσω. Ήταν οι δυο εργάτες που θα άνοιγαν το μνημείο για να βγάλουν τα κόκαλα από την κρύπτη. Εγώ είχα φτιάξει ένα ωραίο κασόνι για να τα τοποθετήσουμε, που δεν θα άκουγες ούτε και βόμβα να έσκαγε εκεί μέσα.
Με πλησίασαν πιο φοβισμένοι κι από μένα.
«Ο κ. Κρητικός;» με ρώτησε ο ένας.
«Κρητικού» του απάντησα. «Πώς λέμε ‘Παπ…’» και ίσα που πρόλαβα να βουλώσω το στόμα μου και με τα δύο χέρια. Δάγκωσα την γλώσσα μου με αυτό που πήγα να ξεστομίσω. Φαντάζεστε κι εσείς, υποθέτω, πόσο γούρλωσαν και τα τρία ζευγάρια μάτια όσων βρισκόμασταν μέσα στην πλατεία. Μας κόπηκε η ανάσα, μας έκοψε κρύος ιδρώτας, και όλα τα σχετικά.
«Παπαχαραλαμπίου! Παπαχαραλαμπίου!» είπα βιαστικά, λες και ήξερα κανάν Παπαχαραλαμπίου.
Και αφού γλυτώσαμε τα χειρότερα, ξεφυσήσαμε ανακουφισμένοι.
«Μην το καθυστερούμε» είπε ο ένας φασουλής. «Αφού είναι να το κάνουμε, ας το κάνουμε να ξεμπερδεύουμε».
Πέρα από τις φάτσες τους που ήταν το ίδιο λερωμένες με την δική μου –όχι από βρωμιές, από τις αμαρτίες- κατάλαβα από το ύφος τους πως είχαν παρόμοιο παρελθόν με μένα. Ίδια συνομοταξία ήμασταν. Δεν είχα πρόθεση να τους ρωτήσω πόσα χρόνια είχαν περάσει στον Κορυδαλλό ούτε και τι είχαν κάνει. Σιγά, όλες οι λάσπες το ίδιο χρώμα έχουν, εκτός κι αν πρόκειται για σκυλοκάκαδα. Εκεί αλλάζει, αλλά αυτοί δεν φαινόντουσαν για τέτοιοι.
Λοιπόν, δεν θα σας κουράσω πολύ με την συνέχεια. Όχι γιατί βαριέμαι ή γιατί γράφω βιαστικά αλλά γιατί δεν θυμάμαι τα περισσότερα που ακολούθησαν. Τα πράγματα έγιναν γρήγορα, και μετά ακόμα πιο γρήγορα. Και μετά ακόμα πιο γρήγορα.
Όταν πλησίασαν οι φασουλήδες το σημείο όπου έπρεπε να ανοίξουν το μνημείο για να βγάλουν τα κόκαλα, κόντεψαν να λιποψυχήσουν. Η κρύπτη κοπανιόταν ολόκληρη. Πριν συνεχίσουμε, πιαστήκαμε και οι τρεις από το χέρι, κοιτάξαμε τον ουρανό και ψάλαμε μαζί το ‘Πιστεύω εις έναν Θεό’.
Μετά, όταν τα πρώτα εργαλεία βάλθηκαν να ταλαιπωρούν το μνημείο, το ξέρω ότι δεν θα με πιστέψετε αλλά εγώ θα το πω: εκτός από το ότι τα κόκαλα συνέχιζαν να κοπανιούνται, τώρα έβγαζαν μουγκρητά και γρυλίσματα. Σοβαρά μιλάω. Μάλιστα, όταν είδαμε το κουτί που τα περιείχε, ένα μεταλλικό και πολύ καλά σφραγισμένο κουτί, που πηδούσε πάνω κάτω μέσα στην κρύπτη σαν να είχε λόξυγκα, παραλίγο να τα τινάξουμε όλα στον αέρα. Το μόνο που μας κράτησε στη θέση μας ήταν πως το κουτί ήταν πολύ μικρό και –Δόξα το Θεό- αποκλείεται να περιείχε καριοφίλι και γιαταγάνι.
Το βγάλαμε λοιπόν έξω, ιδρωμένοι και πανικόβλητοι, και με χέρια που τρέμαν. Μέγα λάθος. Όταν το κουτί βρέθηκε έξω από την κρύπτη, στον νυχτερινό αέρα της Τρίπολης, τρελάθηκε τελείως. Το τι οργή κρατούσε μέσα του, ούτε και περιγράφεται ούτε και συγκρατιόταν. Οι μεντεσέδες πάλευαν να μείνουν στη θέση τους, η κλειδαριά βογκούσε πονεμένη, και τα τοιχώματα ήταν έτοιμα να ανατιναχτούν.
Όπως και τελικά έγινε.
Πιστέψτε με, δεν έχω ιδέα τι ξεπετάχτηκε από μέσα. Ούτε και οι δύο φασουλήδες έχουν ιδέα. Είχαμε ήδη σκορπίσει στην πλατεία και τρέχαμε πανικόβλητοι σε τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις ουρλιάζοντας. Αν τρέχαμε όλοι μαζί προς την ίδια κατεύθυνση, θα μοιάζαμε σαν να κάναμε γιουρούσι στον εχθρό, αλλά τώρα μοιάζαμε με αλαφιασμένους Τούρκους των Δερβενακίων.
Το μόνο που μπορώ να σας εγγυηθώ είναι πως, ότι και να βγήκε από κει μέσα, μας είχε πάρει στο κυνήγι. Κι εγώ έτρεχα να σωθώ. Ναι, και έτρεχα ξέφρενα. Είμαι 1.90, έχω μπόλικα παραπανίσια κιλά και πέντε έξι τατουάζ στα μπράτσα, και έτρεχα σαν ξελιγωμένο κοριτσόπουλο. Και ειδικά από την στιγμή που ένιωθα μερικά κόκαλα να σβουρίζουν απειλητικά λίγα εκατοστά πίσω από το σβέρκο μου. Τους εξωτερικούς μουσαμάδες δεν τους πέρασα από κάτω αλλά από πάνω, σαν ολυμπιονίκης στο άλμα εις ύψος.
Βρέθηκα να τρέχω στον δρόμο, με τα γόνατα μου να φτάνουν ίσαμε το στήθος μου, και βγάζοντας τόνους νικοτίνης από τα πνευμόνια μου. Και εκεί που πίστεψα πως είχα χάσει κάθε ελπίδα, αντίκρισα την σωτηρία μου. Παρακάτω περίμενε το αυτοκίνητο που θα παραλάμβανε τα κόκαλα, και απέξω στεκόταν όρθια εκείνη η κουστουμάτη κουτσομούρα, ο πολιτικός που με είχε μπλέξει έτσι.
Σιγά μην το σκεφτόμουν.
Τέντωσα το χέρι μου, τον έδειξα με το δάχτυλο, πήγα να φωνάξω ‘ΑΕΡΑ!’ αλλά κρατήθηκα γιατί αυτό ήταν του ’40, και φώναξα: «ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ! ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ, ΑΔΕΛΦΙΑ!» Τότε, τα κόκαλα με προσπέρασαν, τόσο εύκολα λες και περπατούσα όλη αυτή την ώρα, και όρμισαν με χίλια κατά πάνω του. Συνέχισα να τρέχω και να ακολουθώ και τους δυο τους –γιατί και ο κοντοστούπης το έβαλε στα πόδια- σαν να ήμουν μέρος της επίθεσης και όχι της άμυνας, μη τυχόν και αλλάξει γνώμη ο Κολοκοτρώνης.
Κατάλαβα τι θα γινόταν στην συνέχεια, αν και δεν μπορούσα να φανταστώ τις λεπτομέρειες. Μπροστά ο κολοκυθόσπορος, πίσω ο Κολοκοτρώνης, και πιο πίσω εγώ, και όλοι μαζί κάτω από την μαρτυριάρα σελήνη. Και, μα το Θεό, και συγχωρήστε για αυτό που θα πω γιατί δεν είμαι κακό παιδί κατά βάθος, αλλά εκείνη τη στιγμή σιχτίρισα το σκυλοκάκαδο που με είχε μπλέξει έτσι και ευχήθηκα να τον φτάσουν γρήγορα τα κόκαλα, και να τον περιποιηθούν σε συγκεκριμένα σημεία της ανατομίας του, όπου η σελήνη δεν φωτίζει ποτέ.
nikoskritikou.blogspot.gr
Αλλά αυτά ήταν παρελθόν. Την είχα βγάλει σχετικά καθαρή με λίγα χρονάκια στην στενή και είχα βάλει μυαλό. Τώρα είχα το μαγαζάκι μου με τις καλύτερες ηχομονώσεις του πλανήτη, και όχι αηδίες. Κι αν δεν είχα τρομερή επιτυχία σαν τίμιος επαγγελματίας ήταν γιατί το πελατολόγιο μου περιοριζόταν σε όσους τους ενδιέφερε η καλή ηχομόνωση και όχι τα χρονάκια του μάστορα στον Κορυδαλλό.
Που σημαίνει πως στο μαγαζί δεν πάταγαν το πόδι τους και πολλοί. Οι περισσότεροι ερχόντουσαν συστημένοι λόγω της φήμης μου στην πιάτσα –όχι λαμόγια, το ξεκαθαρίζω- και άλλοι με παίρναν τηλέφωνο να κλείσουμε ραντεβού σε άλλο χώρο. Αυτοί ήταν οι πιο κυριλέ. Ξέρετε, από αυτούς που αποφεύγουν τα καταγώγια. Μου την έδινε να θεωρούν το μαγαζάκι μου καταγώγιο αλλά τι να έκανα, κάπως έπρεπε να βγάλω τον επιούσιο. Αν κατάφερνα να βγάλω κανά φράγκο παραπάνω, θα μετακόμιζα από το υπόγειο που εργαζόμουν σε κάποιο άλλο μαγαζάκι, πιο ψηλά, για να έχω περισσότερο κύρος. Θα αργούσε βέβαια κάτι τέτοιο, εκτός κι αν άρχιζα να κλέβω την εφορία.
Έτσι δεν είχα πρεμούρες που αυτός ο πελάτης μού είχε κλείσει ραντεβού σε άλλο μέρος. Στο πάρκο. Ασυνήθιστο κάτι τέτοιο γιατί συνήθως με καλούσαν σε κάποιο γραφείο, αλλά σιγά, δεν είχα πρόβλημα. Κι αν ήταν καμιά λουλού που της άρεσαν τα πάρκα και ήθελε να ταΐσουμε μαζί τις πάπιες, θα τις τάιζα με αυτόν. Κανένα πρόβλημα.
Ήταν κυριλάτος, όπως το είχα μαντέψει. Και είχε καλό αυτοκινητάκι, ακριβό. Το πάρκαρε απέναντι με αλάρμ γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια το απαγορευτικό στάθμευσης και κατέβηκε κουστουμάτος. Ο τρόπος που κοίταξε τριγύρω μού ήταν γνωστός. Καχύποπτος, σαν να φοβόταν μήπως τον πάρει κανά μάτι. Καλά, ο τύπος την είχε λαδωμένη τη φωλιά του. Πιστέψτε με, τα χρονάκια μου με την στολή της φυλακής ξέραν καλά από λαδωμένες φωλιές.
Με εντόπισε και με πλησίασε. Θα του ταίριαζε καλύτερα καμπαρτίνα με σηκωμένους γιακάδες έτσι που ερχόταν μουλωχτά και κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά. Αλλά κολοκύθια. Όταν τον είδα από πιο κοντά, θα του ταίριαζε ριγέ κουστουμάκι και κουρεμένο σβέρκο για σφαλιάρες.
«Ο κ. Κρητικός;» με ρώτησε όταν με έφτασε.
«Κρητικού» του απάντησα. «Βλάσης Κρητικού». Δεν είχα διάθεση να το παίξω Τζέιμς Μποντ, απλώς κότσαρα το μικρό μου όνομα μπροστά από το επίθετο για να διαλύσω τις παρεξηγήσεις.
«Κρητικός» με διόρθωσε εκείνος.
«Κρητικού» του ξαναπάντησα.
Είχα κάνει αυτόν το διάλογο άπειρες φορές στο παρελθόν. Όλοι νόμιζαν πως έπρεπε να λέγομαι ‘Κρητικός’ και όχι ‘Κρητικού’. Το δεύτερο ήταν γυναικείο. Θα τους άρχιζα στις φάπες αλλά μετά τις πρώτες φορές που είχα λύσει την παρεξήγηση με αυτόν τον τρόπο, είχα συνειδητοποιήσει πως στο τέλος θα έμενα χωρίς πελάτες.
Η αλήθεια είναι πως με ενοχλούσε και μένα αυτό το ‘ου’. Με ύψος 1.90, μπόλικα παραπανίσια κιλά και πέντε έξι τατουάζ στα μπράτσα, δεν αμφέβαλλε κανένας για το αν ήμουν αρσενικό ή όχι. Αλλά ήταν θέμα πρεστίζ. Είχα προσπαθήσει να το αλλάξω, όχι εγώ δηλαδή, ο πατέρας μου. Αποδείχτηκε πως για να αντικαταστήσουμε το τελευταίο γράμμα από ‘υ’ σε ‘ς’ χρειαζόντουσαν πιο πολλά χαρτιά κι από εργοστάσιο κωλόχαρτου. Ο γέρος μου τους έστειλε τελικά στον διάολο. Σιγά, οικοδόμος ήταν στο κάτω κάτω.
Ανακάλυψα πολύ αργότερα την αιτία αυτού του επίθετου. Η καταγωγή μας ήταν από ένα χωριό της Σάμου και για αυτό είχαμε αυτό το ενοχλητικό ‘ου’ στο τέλος. Όλοι εκεί σε ‘ου’ τελειώνανε. Είχα πάει διακοπές κάποια στιγμή και έτσι ανακάλυψα την αιτία. Ο γέρος μου είχε φύγει πιτσιρικάς και δεν το θυμόταν, άσε που δεν ασχολιόταν και πολύ με τα γράμματα. Ένιωσα πάντως σαν τον σπίτι μου σε κείνες τις διακοπές, το παραδέχομαι.
Έκοψα από πάνω έως κάτω τον φλούφλη με το κουστούμι μπροστά μου. Μου είχε πει από το τηλέφωνο πως έχει σχέση με την πολιτική, αν και δεν θυμόμουν τον τίτλο που είχε βάλει. Δεν σκάμπαζα και πολλά από πολιτική και όλους αυτούς τους είχα σιχτιρίσει από καιρό. Θα τον είχα σιχτιρίσει και αυτόν αλλά, ε, δύσκολες εποχές, χρειαζόμουν κανά φράγκο. Αποφάσισα να του μιλήσω σε μια γλώσσα που θα καταλάβαινε.
«Κρητικού» του είπα. «Πώς λέμε ‘Παπανδρέου’;»
«Ααα…» έκανε εκείνος. Το έπιασε αμέσως, ο κότσος.
Υπήρχε κι άλλος λόγος που απόφυγα να αναφέρω την καταγωγή μου και τα επίθετα της που τελείωναν σε ‘ου’. Αυτή η μισή χαψιά που συζητούσα μαζί της ήταν πολιτικός, κι εγώ δεν είχα ιδέα από αυτά. Ίσως τα πολλά ‘ουουού’ να είχαν άμεση σχέση με το νησί μου και τα πολιτικά, κι εγώ δεν ήθελα να μπλέξω τους συγχωριανούς μου. Κι αν ήταν να πάρω και καμιά δουλειά από δαύτον, καλύτερα να μην τα συνδύαζα με το χωριό μου.
«Εμένα επέτρεψε μου να μην συστηθώ» μου είπε, και ξεψάχνισε τα δέντρα μη τυχόν και κρύβεται κάποιος από πίσω.
«Και γιατί όχι, παρακαλώ;»
«Για τυπικούς λόγους. Αλλά πίστεψε με, είμαι φερέγγυος. Είμαι σύμβουλος της κυβέρνησης».
Φερέγγυος και κυβέρνηση. Με ανοησίες ξεκίνησε.
«Άκου» του ξεκαθάρισα. «Εγώ είμαι τίμιος επαγγελματίας. Δεν ανακατεύομαι με παρανομίες».
«Κανένα θέμα παρανομίας. Απλώς η δουλειά απαιτεί την μέγιστη μυστικότητα και διακριτικότητα».
«Αυτά τα δύο πάνε πακέτο. Συστημένο και κατευθείαν στην φυλακή».
«Σοβαρά μιλάω. Δεν υπάρχει θέμα νομιμότητας. Όταν θα ακούσεις τι θα σου ζητήσω θα καταλάβεις. Είναι εντολή της κυβέρνησης εξάλλου, πώς είναι δυνατόν να είναι παράνομη;»
«Ε, τώρα, τι να σου απαντήσω».
«Ωραία. Άκουσε με. Μου είπαν ότι είσαι ο καλύτερος στις ηχομονώσεις. Ισχύει;»
Σκέφτηκα να τον φυτέψω όρθιο, να κάνει παρέα με τα άλλα δέντρα. Αλλά ήμουν στεγνός από λεφτά οπότε το άφησα για αργότερα.
«Αυτός που σε έστειλε δεν ξέρει αν κάνω καλά την δουλειά μου;» τον ρώτησα.
«Μου το ξεκαθάρισε, είσαι άψογος».
«Και τότε γιατί με ρωτάς;»
Η μισή μερίδα κούνησε την παλάμη του ανάμεσα μας σαν να έδιωχνε μια μύγα. «Ξέχνα το, σε πιστεύω. Η φήμη σου προηγείται».
Το τελευταίο μού φάνηκε σαν γλείψιμο. Του βγήκε πολύ αυθόρμητα.
«Λοιπόν» μου είπε, «αυτό που θέλω να σου ζητήσω πρέπει να μείνει απολύτως μεταξύ μας. Πρέπει να συμφωνήσεις από τώρα ότι ακόμα κι αν δεν δεχτείς να το κάνεις, θα έχω την εχεμύθεια σου».
«Τι είναι εχεμύθεια; Μίλα ελληνικά».
«Μυστικότητα, διακριτικότητα, στο είπα και πριν».
«Την έχεις. Πάμε παρακάτω».
«Είναι πολύ λεπτό το ζήτημα και για αυτό είμαι υποχρεωμένος να σου το ζητήσω. Πρέπει να φροντίσω να μην μαθευτεί τίποτα. Αλλά δεν είναι παράνομο, έχεις το λόγο μου».
Ξανά ανοησίες. Λόγος και πολιτικός. Χα.
«Προχώρα στο παρασύνθημα» του είπα.
Ο λιμοκοντόρος ακόμα δεν είχε πειστεί ότι κάποιος δεν κρυβόταν πίσω από κανά θάμνο αλλά ούτε και τώρα η ματιά του εντόπισε κανέναν. Ξαναστράφηκε προς τα μένα.
«Ξέρεις που είναι θαμμένα τα κόκαλα του Κολοκοτρώνη;» με ρώτησε.
«Πού θες να ξέρω; Εδώ, στην Τρίπολη, νομίζω».
«Σωστά».
«Τι κερδίζω;»
«Τίποτα. Ο τάφος του είναι στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών αλλά τα κόκαλα του έχουν μεταφερθεί εδώ, στην πλατεία Άρεως».
«Τι λες;»
«Ναι. Είναι κρυμμένα σε μια κρύπτη στη βάση του Ηρώου των αγωνιστών του 1821».
«Α, μάλιστα» έκανα. «Και τι σχέση έχω εγώ;»
«Μεγάλη» απάντησε ο κοντοπίθαρος και βάλθηκε να ξαναψάχνει τα δέντρα. Ύστερα έσκυψε ελαφρά προς τα μένα και μίλησε γεμάτος ‘εχεμύθεια’. «Βλέπεις… τρίζουν».
«Ε;»
«Τρίζουν. Και πολύ μάλιστα».
«Τόσο χρονών είναι» είπα εγώ, «τι θες να κάνουν; Και η γιαγιά μου τρίζει».
«Η γιαγιά σου είναι ζωντανή. Τα κόκαλα των πεθαμένων όμως δεν τρίζουν».
«Σαχλαμάρες. Έχω ακούσει για έναν άγιο, δεν θυμάμαι το όνομα του τώρα, που αν ακουμπήσεις το αυτί σου στο μάρμαρο τον ακούς να τρίζει μια χαρά».
«Εκείνος είναι άγιος. Και τα κόκαλα του τρίζουν λίγο, δεν έχουμε πρόβλημα. Του Κολοκοτρώνη όμως τρίζουν πολύ, και όσο περνά ο καιρός η κατάσταση χειροτερεύει».
«Και τι θες να κάνω εγώ;»
«Να ηχομονώσεις τα κόκαλα».
«Τρελός θα είσαι!» του είπα. Είχα ύψος 1.90, μπόλικα παραπανίσια κιλά και πέντε έξι τατουάζ στα μπράτσα. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι ήμουν και ατρόμητος.
Έσπευσε να με καθησυχάσει. «Μην ανησυχείς, δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο. Έχει ξαναγίνει».
«Να μονώσετε τον τάφο;»
«Την κρύπτη. Ναι. Πολλές φορές. Για αυτό δεν ακουγόταν τίποτα μέχρι τώρα. Αλλά πλέον έχει παραγίνει το κακό και πρέπει να βρούμε μια καλύτερη μόνωση».
«Ο δήμαρχος το ξέρει;»
«Τα κόκαλα του Κολοκοτρώνη είναι εθνική υπόθεση, όχι δημοτική».
«Άρα δεν το ξέρει».
«Και δεν πρόκειται να το μάθει. Το πρότζεκτ είναι άκρως απόρρητο και χρηματοδοτείτε μυστικά. Υπάρχει συγκεκριμένο κρατικό κονδύλι για την υπόθεση εδώ και χρόνια. Ότι γίνεται, είναι ζήτημα του έθνους και γίνεται με τεράστια μυστικότητα. Και έτσι θα παραμείνει. Ακόμα κι αν εσύ αποφασίσεις να ανοίξεις το στόμα σου».
Αυτό το τελευταίο έκρυβε απειλή. Πιστέψτε με, ξέρω από τέτοια.
«Και τι να πω;» είπα παίζοντας τον ανήξερο.
«Ακριβώς. Πέρα από το ότι θα ακουστείς σαν να λες μπαρούφες, μπορούμε κάλλιστα να σε ξαναστείλουμε στο ξενοδοχείο με τα καγκελάκια στο περβάζι».
Είχε δίκιο ο κοντοπίθαρος. Άπαξ και έχεις κάνει μια φορά στην στενή, σε έχουν του χεριού τους. Δεν είχα καμία όρεξη να ξαναποκτήσω ριγωτό μαύρισμα στο πρόσωπο κοιτάζοντας τον ήλιο.
«Δεν πρόκειται να πω κουβέντα, το είπαμε αυτό» του είπα. «Αλλά κοτζάμ κυβέρνηση είστε, δεν μπορείτε να προσλάβετε καμιά μεγάλη εταιρία να κάνει τη δουλειά σας;»
«Λες να μην το σκεφτήκαμε; Αλλά αυτά τα πράγματα χρειάζονται λεπτότητα. Καθόλου δημοσιότητα. Καταλαβαίνεις πού το πάω, έτσι; Η δουλειά γίνεται βράδυ και με προσχήματα για να μην το μάθει ο κόσμος. Για αυτό και θέλουμε άτομα σαν κι εσένα».
«Και για δεν ξαναβάζετε τους προηγούμενους σαν κι εμένα;»
«Μην τους υπολογίζεις αυτούς».
«Πώς να μην τους υπολογίζω; Μπορεί για λόγους λεπτότητας να κατέληξαν κι αυτοί στην κρύπτη».
«Μη λες ανοησίες, δεν κάνουμε τέτοια πράγματα. Απλά τα μόνωσαν μία φορά, άντε δύο, και μετά δεν ξαναθέλαν, όσο και να τους πιέσαμε. Το παραδέχομαι, είναι άγριο πράγμα. Ειδικά αυτά τα συγκεκριμένα κόκαλα μας έχουν βγάλει το λάδι. Και εκτός αυτού, οι προηγούμενοι δεν έκαναν καλή δουλειά στην μόνωση. Όσο βαρβάτα και να είναι τα κόκαλα του Κολοκοτρώνη, θα έπρεπε να μην ακούγονται».
«Δεν ξέρω» απάντησα. «Όλα αυτά δεν μου αρέσουν καθόλου».
«Σε καταλαβαίνω αλλά δεν έχεις και πολλές επιλογές. Και πριν σκεφτείς έτσι επιπόλαια να απορρίψεις την πρόταση, πρέπει να ξέρεις πως τα λεφτά είναι καλά. Κι αν χρειαστείς και κάτι άλλο, εδώ είμαστε. Και καμιά ανιψιά αν έχεις που θες να την βάλουμε στο δημόσιο, πάλι εδώ είμαστε. Λέγε, λοιπόν. Θα αναλάβεις;»
«Τι να σου πω; Εδώ δεν ξέρω πόσο θόρυβο κάνουν. Πώς να σου πω ότι μπορώ να σου λύσω το πρόβλημα;»
«Έχεις δίκιο» είπε ο τυροκεφτές και ξανάψαξε για τυχόν τεντωμένα αυτιά στο πάρκο. «Έχεις δίκιο. Θέλεις μια επίδειξη;»
«Όχι και τόσο».
«Πάψε. Έλα μαζί μου».
Πήγαμε στο αυτοκίνητο του και μπήκαμε μέσα. Σούπερ το αμαξάκι. Δερμάτινα καθίσματα και δεν συμμαζεύεται. Μύριζε καινουργίλας. Μόνο η φάτσα του οδηγού τα χαλούσε όλα, που θύμιζε ξινισμένη μπουγάτσα.
Φτάσαμε στην πλατεία του Άρεως. Άμα δεν την ξέρετε, να σας την περιγράψω: ένα τεράστιο ορθογώνιο και στο βάθος ο ανδριάντας του Κολοκοτρώνη. Πίσω του δέντρα και σε όλες τις άλλες πλευρές της πλατείας σπίτια. Ο κουραμπιές πάρκαρε στα πλάγια της πλατείας, στο ύψος του ανδριάντα. Πάνω στο πεζοδρόμιο, φυσικά.
Είδα το μνημείο και ανατρίχιασα. Κόκαλα που τρίζουν; Μπρρρ! Και γω να τα μονώσω; Έμπλεξα άσχημα, δικέ μου.
Ο τύπος κατέβηκε από το αυτοκίνητο και με παρότρυνε να κατέβω κι εγώ. Όταν το έκανα, με οδήγησε στο δέντρο που βρισκόταν στην γωνία της πλατείας. Βρισκόμασταν καμιά εικοσαριά μέτρα από το άγαλμα και άλλη κρυψώνα μέχρι κει δεν υπήρχε. Κόσμο πάντως δεν είχε πολύ, ντάλα μεσημέρι ήταν και οι περισσότεροι τρώγαν.
«Το βλέπεις το άγαλμα;» μου είπε.
«Εσύ τι λες;»
«Ωραία. Πήγαινε εκεί και πες μερικά ονόματα πολιτικών».
«Εσύ δεν θα έρθεις μαζί μου;»
«Αποκλείεται. Όταν πλησιάζει πολιτικός γίνεται άσχημη η κατάσταση».
«Και θα πάω μόνος μου;»
«Εσύ δεν ασχολείσαι με την πολιτική, μη φοβάσαι. Πήγαινε πες μερικά ονόματα να μετρήσεις τον θόρυβο. Αλλά μην πεις τίποτα πρωτοκλασάτα γιατί θα γίνει πανικός. Το πολύ μέχρι βουλευτή».
«Δεν ξέρω βουλευτές» του είπα εγώ. «Μόνο τους πρωτοκλασάτους ξέρω».
Μου έδωσε τρία ονόματα για δείγμα. Κάπου τα είχα ακούσει αλλά δεν είχα ιδέα ποιοι ήταν. Μάλλον θα ήταν αντιπροσωπευτικά: δεξιά, αριστερά, κέντρο. Εκτός αν είχαν βγει στο μεταξύ και άλλες κατευθύνσεις. Βορειοδεξιά, νοτιοαριστερά, και δεν συμμαζεύεται. Πού να ξέρω; Σιγά μην ασχολιόμουν με τους καρεκλοκένταυρους. Δεν βαριέσαι, αν αυτός πίστευε πώς δεν θα δημιουργούσαν μεγάλο πρόβλημα, μάλλον έτσι θα ήταν.
Πλησίασα το μνημείο αλλά όχι και τόσο άφοβα, ομολογώ. Το μόνο καλό ήταν πως ήταν μεσημέρι, αλλιώς δεν πάταγα εκεί που να με χώναν ισόβια στον Κορυδαλλό. Έτσι όμως που έβλεπα την κουστουμαρισμένη σουπιά πίσω μου μαζεμένη από την τρομάρα της και κρυμμένη πίσω από το δέντρο, αγρίεψα κι άλλο. Έσπρωξε τον αέρα με την παλάμη του προς τα μένα για να με παροτρύνει να προχωρήσω.
Είχα να κάνω τον σταυρό μου κάτι χρόνια. Τον έκανα τώρα, πέντε έξι φορές μαζεμένες. Το ‘Πάτερ ημών’ δυστυχώς δεν το θυμόμουν. Έβαλα στην λίστα να το ξαναθυμηθώ. Πού έμπλεξα, Θεούλη μου; Εγώ ένας απλός ηχομονωτής ήμουν. Έβαλα στην λίστα να μάθω και το τροπάρι της Κασσιανής.
Πλησίασα τον ανδριάντα με μεγάλο χτυποκάρδι. Ο Γέρος του Μοριά κοίταζε τον ουρανό με το άλογο του σούζα, και ευτυχώς δηλαδή, γιατί αν κοίταζε προς τα κάτω θα έτρεχα κι εγώ πίσω από το δέντρο. Πήγα στην μπροστινή μεριά του αδριάντα, εκεί που είχε μια πινακίδα που έγραφε ότι εδώ φυλάγονται τα κόκαλα του.
Δεν χρειάστηκε να σκύψω. Κάπου κάτω από την βάση ακούγονταν ήδη τα τριξίματα. Άλλος δεν θα τους πρόσεχε αλλά εγώ ήμουν επαγγελματίας και είχε εξασκηθεί το αυτί μου. Είχα καλό αυτί από μικρός. Όχι εμφανισιακά, το ξεκαθαρίζω.
Κοίταξα το χαϊβάνι πίσω από το δέντρο που εξείχε μόνο το κεφάλι του και πρόσεχε τις κινήσεις μου. Μετά γύρισα ξανά προς τον ανδριάντα και, μιας και δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, έσκυψα και είπα το πρώτο όνομα –δεν θα αναφέρω ποιο για να γλυτώσω τις μηνύσεις.
Παναγιά μου. Τα τριξίματα έγιναν πολύ έντονα.
Έφερα ενστικτωδώς τις παλάμες μου στον ανδριάντα λες και έτσι θα μπορούσα να τον σιωπήσω. Του κάκου. Ξανακοίταξα τρομοκρατημένος τον κουραμπιέ πίσω μου, που κούνησε το κεφάλι του σαν ξερόλας. Η απόσταση δεν ήταν πολύ μεγάλη και μπορούσαμε να μιλήσουμε με κάποια προσπάθεια. «Πες και τα άλλα!» μου πέταξε ψιθυριστά αλλά με ένταση. «Πες και τα άλλα!»
Είπα, λοιπόν, και το δεύτερο όνομα.
Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά! Είχα να ακούσω τέτοιο τρίξιμο από τότε που χόρεψε χασαποσέρβικο ο παππούς μου στον γάμο της αδελφής μου! Χριστός κι Απόστολος!
Ξαναστράφηκα πανικόβλητος προς την μισή χαψιά. «Αυτά τρίζουν πολύ!» του είπα. «Τι υλικό τους έχετε βάλει;»
«Τριπλό μόλυβδο και εύκαμπτη πολυουρεθάνη! Πες και το τελευταίο!»
Είπα, λοιπόν, και το τρίτο όνομα.
Α, α, τα κόκαλα όχι μόνο έτριξαν αλλά χοροπήδησαν. Μάχη γινόταν εκεί κάτω. Ούτε στα Δερβενάκια δεν θα είχε ξεσπαθώσει έτσι ο Γέρος, τότε που ήταν και στα καλά του. Ανεμοστρόβιλος σάρωνε την κρύπτη. Πω πω, σκέψου να είχα αναφέρει και τους πρωτοκλασάτους.
Δεν άντεξα πολύ τέτοια λαχτάρα. Έφυγα λες και με κυνηγούσαν δεσμοφύλακες γιατί πήδηξα τα κάγκελα της φυλακής, και πήγα στο δέντρο που κρυβόταν ο κουκουναρόσπορος. Κρύφτηκα κι εγώ από πίσω.
«Τι είναι αυτό, μωρέ;» του είπα και ίσα που κρατιόμουν να μην λιποθυμήσω. «Τι κόκαλα είναι αυτά;»
«Είδες που στα ‘λεγα; Και που να ήταν και όλα».
«Δεν είναι όλα;»
«Όχι, μόνο καμιά εικοσαριά. Τα είχαν σκορπίσει οι Ιταλοί το 42 για να μας κάνουν χουνέρι. Έχουμε μόνο όσα κατάφερε να ξαναμαζέψει ο τότε δήμαρχος».
«Αν τα είχαμε, δηλαδή, όλα, τι θα γινόταν;»
«Άστα. Αν δεν ήταν οι Ιταλοί, τώρα θα είχαμε μεγάλο πρόβλημα».
Τον κοίταξα έτοιμος να τον μπαγλαρώσω. Μπορεί να μην ήμουν και το καλύτερο παιδί, και ούτε να κοιμόμουν με κανά βιβλίο ιστορίας αγκαλιά, αλλά, όλα κι όλα, ήμουν της παλιάς σχολής, πατροπαράδοτος. Εκείνος βιάστηκε να διορθώσει την γκάφα του έτσι που τον αγριοκοίταξα. Είπαμε, ήμουν 1.90 και λοιπά και λοιπά.
«Δεν εννοούσα αυτό» είπε. «Απλώς ακούστηκε λάθος».
«Καλά. Αλλά είναι δυνατόν να τρίζουν έτσι;»
«Σκέψου τι έχει να γίνει σε λίγες μέρες».
«Τι έχει να γίνει σε λίγες μέρες;»
«Θα γίνει στην πλατεία ομιλία του πρωθυπουργού και μερικών υπουργών. Πρέπει να έχουμε διευθετήσει το θέμα μέχρι τότε».
Μάλιστα. Τώρα κατάλαβα.
Δεν ξέρω γιατί αλλά φαντάστηκα το πλήθος εκείνη τη μέρα να φωνάζει ‘ΓΚΟΟΟ-ΡΤΣΟΣ! ΓΚΟΟΟ-ΡΤΣΟΣ!»
Καλά, ξέρω γιατί.
«Έτσι που τρίζουν δεν νομίζω ότι μπορώ να βοηθήσω» του είπα.
«Δεν πρόκειται να τα αφήσουμε εδώ. Ότι μόνωση και να τους βάλουμε, τον σαματά δεν τον γλυτώνουμε. Έχουμε πάρει την απόφαση να τα μεταφέρουμε. Κατά τις προετοιμασίες της πλατείας για την ομιλία, θα έρθουμε βράδυ και θα τα μαζέψουμε. Το μόνο που θέλουμε από σένα είναι να μονώσεις ότι θα χρειαστεί για την διαδρομή. Ξέρεις, το κιβώτιο που θα τα βάλουμε, το αυτοκίνητο που θα τα μεταφέρουμε, και ότι άλλο χρειαστεί».
«Έχετε κι άλλα κόκαλα σαν κι αυτά;»
«Όχι πολλά, ευτυχώς. Οι περισσότεροι πολεμιστές του ‘21 δεν έχουμε ιδέα που θάφτηκαν. Οι περισσότεροι, βλέπεις, πέθαναν στην ψάθα και χωρίς τιμές».
«Όπως;»
«Χμ… Ο Νικηταράς, για παράδειγμα».
«Δεν έχουμε τα κόκαλα του Νικητηρά;»
«Όχι. Δεν ξέρουμε καν που θάφτηκε. Πέθανε ζητιανεύοντας στον Πειραιά».
Μια τρελή σκέψη μου πέρασε από το μυαλό. Θα γινόμουν κυνηγός κοκάλων. Πώς έκαναν αυτοί που έψαχναν χρυσό ή νερό; Θα έπιανα αυτόν τον κοντοστούπη από τα αυτιά και θα τον τσουλούσα σε όλη την Ελλάδα. Και όπου άκουγα τριξίματα, εκεί θα αναπαυόταν και κάποιος πρόγονος. Λαμπρή ιδέα!
Αλλά άκυρη. Εγώ ήμουν πρώην φυλακόβιος και ο κοντοστούπης νυν κυβερνητόπουλο. Δεν είχα και πολλές ελπίδες.
«Δεν ξέρω τι να σου πω» απάντησα, εννοώντας πως ‘σιγά μην αναλάβω’.
«Ωραία» μου απάντησε. «Αυτό σημαίνει πως θα κάνεις ότι σου πω εγώ που ξέρω».
Και αυτό ήταν. Δεν είχα επιλογές, ήμουν υποχρεωμένος να κάνω ότι μου πει.
Και να ‘μαι λοιπόν βραδιάτικα, μετά τα μεσάνυχτα, λίγες ώρες πριν την ομιλία του πρωθυπουργού, να στέκομαι μέσα στην σκοτεινή πλατεία τρέμοντας και ψάλλοντας από μέσα μου προσευχές και αποσπάσματα από την Αγία Γραφή που είχα αποστηθίσει. Ψυχή δεν υπήρχε εκτός από μένα. Ακόμα και οι βοηθοί που είχε πει ο μουσακάς πως θα στείλει για να με βοηθήσουν, ακόμα δεν είχαν έρθει.
Είχε ένα φεγγάρι τεράστιο, λες και οι πρόγονοι από κει ψηλά φώτιζαν την πλατεία με φακό για να καταδείξουν τις προθέσεις μου. Μάταια βέβαια, γιατί όλη η πλατεία είχε γύρω της όρθιους μουσαμάδες για να μην φαίνονται οι εργασίες και καλά. Και γύρω από τον ανδριάντα άλλοι τόσοι, σε απόσταση ενός μέτρου από το άγαλμα.
Δεν φταίω εγώ, ψιθύρισα προς τον χέρι που κρατούσε τον φακό, η ιστορία μου τα φταίει και με κρατούσαν στο χέρι. Κι αν ήξερα πως θα έφτανα ως εδώ, σας το ορκίζομαι, θα είχα γίνει υδραυλικός.
Κάτω από τον ανδριάντα, στο μεταξύ, είχε ξεσαλώσει ο Γέρος. Χτυπιόταν και έτριζε λες και τα καταλάβαινε όλα με διαίσθηση. Μας είχε πάρει χαμπάρι, ήταν σίγουρο. Φοβερός και τρομερός ο Γέρος, δεν απορούσα πλέον που είχε κατατροπώσει τον εχθρό. Άλλο που τα τριξίματα του με έκαναν να προσεύχομαι πιο πολύ κι από αμαρτωλό καλόγερο. Λοιπόν, ή θα πήγαινα στην κόλαση απόψε με αυτά που έκανα, ή θα πήγαινα στον παράδεισο με τόση προσευχή. Μέση λύση δεν υπήρχε.
Μετά από κάμποση ώρα, είδα δυο φασουλήδες με εργαλεία να σηκώνουν τον εξωτερικό μουσαμά και να μπαίνουν στην πλατεία. Βγήκα κι εγώ από τον εσωτερικό μουσαμά για να τους συναντήσω. Ήταν οι δυο εργάτες που θα άνοιγαν το μνημείο για να βγάλουν τα κόκαλα από την κρύπτη. Εγώ είχα φτιάξει ένα ωραίο κασόνι για να τα τοποθετήσουμε, που δεν θα άκουγες ούτε και βόμβα να έσκαγε εκεί μέσα.
Με πλησίασαν πιο φοβισμένοι κι από μένα.
«Ο κ. Κρητικός;» με ρώτησε ο ένας.
«Κρητικού» του απάντησα. «Πώς λέμε ‘Παπ…’» και ίσα που πρόλαβα να βουλώσω το στόμα μου και με τα δύο χέρια. Δάγκωσα την γλώσσα μου με αυτό που πήγα να ξεστομίσω. Φαντάζεστε κι εσείς, υποθέτω, πόσο γούρλωσαν και τα τρία ζευγάρια μάτια όσων βρισκόμασταν μέσα στην πλατεία. Μας κόπηκε η ανάσα, μας έκοψε κρύος ιδρώτας, και όλα τα σχετικά.
«Παπαχαραλαμπίου! Παπαχαραλαμπίου!» είπα βιαστικά, λες και ήξερα κανάν Παπαχαραλαμπίου.
Και αφού γλυτώσαμε τα χειρότερα, ξεφυσήσαμε ανακουφισμένοι.
«Μην το καθυστερούμε» είπε ο ένας φασουλής. «Αφού είναι να το κάνουμε, ας το κάνουμε να ξεμπερδεύουμε».
Πέρα από τις φάτσες τους που ήταν το ίδιο λερωμένες με την δική μου –όχι από βρωμιές, από τις αμαρτίες- κατάλαβα από το ύφος τους πως είχαν παρόμοιο παρελθόν με μένα. Ίδια συνομοταξία ήμασταν. Δεν είχα πρόθεση να τους ρωτήσω πόσα χρόνια είχαν περάσει στον Κορυδαλλό ούτε και τι είχαν κάνει. Σιγά, όλες οι λάσπες το ίδιο χρώμα έχουν, εκτός κι αν πρόκειται για σκυλοκάκαδα. Εκεί αλλάζει, αλλά αυτοί δεν φαινόντουσαν για τέτοιοι.
Λοιπόν, δεν θα σας κουράσω πολύ με την συνέχεια. Όχι γιατί βαριέμαι ή γιατί γράφω βιαστικά αλλά γιατί δεν θυμάμαι τα περισσότερα που ακολούθησαν. Τα πράγματα έγιναν γρήγορα, και μετά ακόμα πιο γρήγορα. Και μετά ακόμα πιο γρήγορα.
Όταν πλησίασαν οι φασουλήδες το σημείο όπου έπρεπε να ανοίξουν το μνημείο για να βγάλουν τα κόκαλα, κόντεψαν να λιποψυχήσουν. Η κρύπτη κοπανιόταν ολόκληρη. Πριν συνεχίσουμε, πιαστήκαμε και οι τρεις από το χέρι, κοιτάξαμε τον ουρανό και ψάλαμε μαζί το ‘Πιστεύω εις έναν Θεό’.
Μετά, όταν τα πρώτα εργαλεία βάλθηκαν να ταλαιπωρούν το μνημείο, το ξέρω ότι δεν θα με πιστέψετε αλλά εγώ θα το πω: εκτός από το ότι τα κόκαλα συνέχιζαν να κοπανιούνται, τώρα έβγαζαν μουγκρητά και γρυλίσματα. Σοβαρά μιλάω. Μάλιστα, όταν είδαμε το κουτί που τα περιείχε, ένα μεταλλικό και πολύ καλά σφραγισμένο κουτί, που πηδούσε πάνω κάτω μέσα στην κρύπτη σαν να είχε λόξυγκα, παραλίγο να τα τινάξουμε όλα στον αέρα. Το μόνο που μας κράτησε στη θέση μας ήταν πως το κουτί ήταν πολύ μικρό και –Δόξα το Θεό- αποκλείεται να περιείχε καριοφίλι και γιαταγάνι.
Το βγάλαμε λοιπόν έξω, ιδρωμένοι και πανικόβλητοι, και με χέρια που τρέμαν. Μέγα λάθος. Όταν το κουτί βρέθηκε έξω από την κρύπτη, στον νυχτερινό αέρα της Τρίπολης, τρελάθηκε τελείως. Το τι οργή κρατούσε μέσα του, ούτε και περιγράφεται ούτε και συγκρατιόταν. Οι μεντεσέδες πάλευαν να μείνουν στη θέση τους, η κλειδαριά βογκούσε πονεμένη, και τα τοιχώματα ήταν έτοιμα να ανατιναχτούν.
Όπως και τελικά έγινε.
Πιστέψτε με, δεν έχω ιδέα τι ξεπετάχτηκε από μέσα. Ούτε και οι δύο φασουλήδες έχουν ιδέα. Είχαμε ήδη σκορπίσει στην πλατεία και τρέχαμε πανικόβλητοι σε τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις ουρλιάζοντας. Αν τρέχαμε όλοι μαζί προς την ίδια κατεύθυνση, θα μοιάζαμε σαν να κάναμε γιουρούσι στον εχθρό, αλλά τώρα μοιάζαμε με αλαφιασμένους Τούρκους των Δερβενακίων.
Το μόνο που μπορώ να σας εγγυηθώ είναι πως, ότι και να βγήκε από κει μέσα, μας είχε πάρει στο κυνήγι. Κι εγώ έτρεχα να σωθώ. Ναι, και έτρεχα ξέφρενα. Είμαι 1.90, έχω μπόλικα παραπανίσια κιλά και πέντε έξι τατουάζ στα μπράτσα, και έτρεχα σαν ξελιγωμένο κοριτσόπουλο. Και ειδικά από την στιγμή που ένιωθα μερικά κόκαλα να σβουρίζουν απειλητικά λίγα εκατοστά πίσω από το σβέρκο μου. Τους εξωτερικούς μουσαμάδες δεν τους πέρασα από κάτω αλλά από πάνω, σαν ολυμπιονίκης στο άλμα εις ύψος.
Βρέθηκα να τρέχω στον δρόμο, με τα γόνατα μου να φτάνουν ίσαμε το στήθος μου, και βγάζοντας τόνους νικοτίνης από τα πνευμόνια μου. Και εκεί που πίστεψα πως είχα χάσει κάθε ελπίδα, αντίκρισα την σωτηρία μου. Παρακάτω περίμενε το αυτοκίνητο που θα παραλάμβανε τα κόκαλα, και απέξω στεκόταν όρθια εκείνη η κουστουμάτη κουτσομούρα, ο πολιτικός που με είχε μπλέξει έτσι.
Σιγά μην το σκεφτόμουν.
Τέντωσα το χέρι μου, τον έδειξα με το δάχτυλο, πήγα να φωνάξω ‘ΑΕΡΑ!’ αλλά κρατήθηκα γιατί αυτό ήταν του ’40, και φώναξα: «ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ! ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ, ΑΔΕΛΦΙΑ!» Τότε, τα κόκαλα με προσπέρασαν, τόσο εύκολα λες και περπατούσα όλη αυτή την ώρα, και όρμισαν με χίλια κατά πάνω του. Συνέχισα να τρέχω και να ακολουθώ και τους δυο τους –γιατί και ο κοντοστούπης το έβαλε στα πόδια- σαν να ήμουν μέρος της επίθεσης και όχι της άμυνας, μη τυχόν και αλλάξει γνώμη ο Κολοκοτρώνης.
Κατάλαβα τι θα γινόταν στην συνέχεια, αν και δεν μπορούσα να φανταστώ τις λεπτομέρειες. Μπροστά ο κολοκυθόσπορος, πίσω ο Κολοκοτρώνης, και πιο πίσω εγώ, και όλοι μαζί κάτω από την μαρτυριάρα σελήνη. Και, μα το Θεό, και συγχωρήστε για αυτό που θα πω γιατί δεν είμαι κακό παιδί κατά βάθος, αλλά εκείνη τη στιγμή σιχτίρισα το σκυλοκάκαδο που με είχε μπλέξει έτσι και ευχήθηκα να τον φτάσουν γρήγορα τα κόκαλα, και να τον περιποιηθούν σε συγκεκριμένα σημεία της ανατομίας του, όπου η σελήνη δεν φωτίζει ποτέ.
nikoskritikou.blogspot.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Tην βίασε με τηλεπάθεια μέσα σε λεωφορείο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ