2012-10-19 11:24:20
Πώς εφαρμόζουν την εμπορική διπλωματία η Κίνα, η Βραζιλία, η Ινδία, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ
Του Alexander Benard
Στις 19 Οκτωβρίου 2011, η κυβέρνηση του Αφγανιστάν, ενεργώντας εν μέρει με υπόδειξη Αμερικανών στρατιωτικών συμβούλων που συνεργάζονται με το υπουργείο Ορυχείων του Αφγανιστάν, χορήγησε στην Εθνική Επιχείρηση Πετρελαίου της Κίνας (CNPC) την άδεια να αναπτύξει αρκετά κοιτάσματα πετρελαίου στο βόρειο Αφγανιστάν. Μόλις τρία χρόνια νωρίτερα, άλλη μία κρατική κινεζική επιχείρηση, η China Metallurgical Group Corporation, εξασφάλιζε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων χαλκού στο Αϊνάκ του Αφγανιστάν, πάλι με αμερικανική συναίνεση.
Αυτές οι οικονομικές επιτυχίες του Πεκίνου κλόνισαν πολλούς στον λόφο του Καπιτωλίου και στον ευρύτερο πολιτικό κόσμο. Αν και δεν ήταν μυστικό πως η Κίνα απορροφά με μεθοδικότητα σημαντικές στρατηγικές πλουτοπαραγωγικές πηγές των αναδυομένων οικονομιών, όλοι διερωτώνται πώς μια χώρα που δεν συμμετείχε στον μετασχηματισμό του Αφγανιστάν, μπορεί τώρα να δρέψει τον ορυκτό πλούτο του, ενώ η χώρα που συμμετείχε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, απλώς της επιτρέπει να το πράξει
. Κι όμως, το γεγονός δεν έπρεπε να προκαλεί έκπληξη σε κανέναν. Η αλήθεια είναι ότι οι ΗΠΑ εδώ και πολύ καιρό δεν έχουν ούτε στο ελάχιστο αναπτύξει μια στρατηγική που να ανταγωνίζεται την Κίνα στις αναδυόμενες αγορές. Κατά συνέπεια, οι αμερικανικές επιχειρήσεις γνωρίζουν συνεχώς ήττες από τις κινεζικές στην Κεντρική Ασία, στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική, ακόμη και στην κοντινή Λατινική Αμερική. Η αμερικανική κυβέρνηση όχι μόνο δεν προσφέρει στις αμερικανικές επιχειρήσεις την ελάχιστη βοήθεια αλλά και μερικές φορές με την πληθώρα των ρυθμιστικών διατάξεων και τις προϋποθέσεις λογοδοσίας, στην πράξη τις αποθαρρύνει από τη διείσδυση σε νέες αγορές. Έξω από περιστασιακά ευχολόγια, οι υπεύθυνοι αμερικανικοί φορείς για τη χάραξη πολιτικής έχουν μέχρι στιγμής επιδείξει ελάχιστη προθυμία να στηρίξουν τον ιδιωτικό τομέα με την ισχύ που διαθέτουν. Αυτή η αποστροφή προς την επιχειρηματική διπλωματία είναι διακομματική, αν και το κίνητρο της κάθε πλευράς είναι διαφορετικό. Οι φιλελεύθεροι φοβούνται την αύξηση της επιρροής του επιχειρηματικού κόσμου στην κυβέρνηση, ενώ οι συντηρητικοί δεν εγκρίνουν την ομοσπονδιακή παρέμβαση στην ελεύθερη αγορά. Μέχρι έναν ορισμένο βαθμό, η επιφυλακτικότητα είναι δικαιολογημένη, αν και για έναν τρίτο λόγο: σε μια ακραία μορφή της, μια αμέριστη υπεράσπιση του ιδιωτικού τομέα από πλευράς της Ουάσιγκτον, θα δημιουργούσε την εντύπωση του οικονομικού ιμπεριαλισμού και θα προκαλούσε δυσαρέσκεια στο εξωτερικό. Όμως, οι αναδυόμενες αγορές προσφέρονται για επενδύσεις με μεγάλες αποδόσεις και πρόσβαση σε φυσικούς πόρους ζωτικής σημασίας, πράγμα που οι ΗΠΑ δεν έχουν την πολυτέλεια να αγνοήσουν. Εκτός αυτού, πρόκειται και για ευοίωνη προοπτική διεύρυνσης των σχέσεών τους με σημαντικές -από στρατηγική άποψη- χώρες. Η αμερικανική κυβέρνηση δεν είναι δυνατόν πλέον να παραμένει αδρανής, την ώρα που οι κινεζικές κρατικές εταιρείες κερδίζουν τον έλεγχο στη μία μετά την άλλη αναδυόμενη αγορά. Εάν η Ουάσιγκτον επιμείνει στη σημερινή στάση της, στο εγγύς μέλλον οι αμερικανικές επιχειρήσεις θα βγουν ζημιωμένες σε πολλές από αυτές τις αγορές, με αποτέλεσμα να πληγούν τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα της χώρας. Εντούτοις, το παιχνίδι δεν είναι χαμένο. Πολλές αναπτυσσόμενες χώρες εμφανίζονται όλο και πιο απογοητευμένες από τις κινεζικές επιχειρηματικές πρακτικές. Ταυτόχρονα, η αμερικανική κυβέρνηση επιτέλους δείχνει να έχει αντιληφθεί το ευρύτερο πλαίσιο του προβλήματος. Ως εκ τούτου, για τις ΗΠΑ είναι πλέον κατάλληλη η χρονική στιγμή, ώστε να ξεπεράσουν τις αναστολές τους ως προς τις πιθανές κατηγορίες για δημιουργία λόμπυ προάσπισης των αμερικανικών επιχειρήσεων και να ξανασκεφθούν τρόπους για να τις ενισχύσουν στα βήματα που πραγματοποιούν στο εξωτερικό. ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ, INC. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ουδέποτε υπήρξε τόσο άτολμη στην προώθηση των εμπορικών συμφερόντων της στο εξωτερικό. Το 1794, το Κογκρέσο, σε μια προσπάθεια να προστατεύσει τα εμπορικά πλοία από την πειρατεία στη Μεσόγειο, ανέθεσε σε έξι φρεγάτες την «επαρκή προστασία του εμπορίου των Ηνωμένων Πολιτειών», δημιουργώντας αυτό που στη συνέχεια έγινε το αμερικανικό ναυτικό. Σύντομα αυτά τα πλοία διατάχθηκαν να πραγματοποιήσουν επιθέσεις κατά πειρατών στη Νότια Αφρική και να ελευθερώσουν αιχμαλωτισθέντα αμερικανικά εμπορικά πλοία. Το καινούργιο ναυτικό προστάτευσε τα αμερικανικά εμπορικά πλοία από Γάλλους κουρσάρους στην Καραϊβική. Και στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, αμερικανικές ναυτικές μοίρες περιπολούσαν στη Μεσόγειο, την Καραϊβική, τον Ειρηνικό και τις ακτές της Αφρικής, αποτρέποντας τους εχθρούς των ΗΠΑ από την παρακώλυση της ομαλής ροής των εμπορευμάτων. Η προάσπιση των αμερικανικών συμφερόντων έγινε ακόμη πιο επιθετική γύρω στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η κυβέρνηση υιοθέτησε τη «διπλωματία του δολαρίου» ως δόγμα για τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της. Η Ουάσιγκτον ενθάρρυνε τους Αμερικανούς επενδυτές να εξάγουν κεφάλαιά τους στο εξωτερικό και τις ξένες χώρες να είναι πρόθυμες και φιλόξενες για τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Δάνειζε χρήματα σε ξένες κυβερνήσεις με συμφέροντα επιτόκια, ζητώντας τους σε αντάλλαγμα να προσφέρουν ειδική μεταχείριση στις αμερικανικές επιχειρήσεις. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να χρησιμοποιεί και τη στρατιωτική της ισχύ για να εκφοβίσει κάποιες χώρες και να τις εξωθήσει στην υιοθέτηση ευνοϊκών εμπορικών πολιτικών: κάτω από τη σκέπη των αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων, η πολιτική Ανοικτών Θυρών διασφάλιζε ότι η Κίνα με τον απέραντο ορυκτό πλούτο της και τις ευκαιρίες για μεγάλης κλίμακας κατασκευαστικά προγράμματα, θα παρέμενε φιλική απέναντι στα αμερικανικά επιχειρηματικά συμφέροντα. Σ’ αυτά τα παλιά χρόνια, η Ουάσιγκτον ενθάρρυνε τις αμερικανικές εταιρείες να δραστηριοποιηθούν σε μακρινά μέρη του κόσμου, γνωρίζοντας ότι θα μπορούσαν πάντοτε να υπολογίζουν στην κυβέρνησή τους για διπλωματική και ενίοτε στρατιωτική υποστήριξη. Όμως, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, οι προτεραιότητες των ΗΠΑ επικεντρώθηκαν στην ενίσχυση των δεσμών μεταξύ των χωρών της Δύσης, συμπεριλαμβανομένης της Σοβιετικής Ένωσης, και προς τη διατήρηση της διεθνούς σταθερότητας. Η προώθηση των εμπορικών συμφερόντων τέθηκε σε δεύτερη μοίρα. Όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα των ΗΠΑ, όταν ο κόσμος χωρίστηκε σε αμερικανική και σοβιετική σφαίρα επιρροής, ολόκληροι τομείς της αγοράς έγιναν απαγορευμένοι. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχασε ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον της για την εμπορική διπλωματία μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Οι Αμερικανοί ηγέτες θεώρησαν ότι η επιρροή της αμερικανικής κυβέρνησης δεν είναι πλέον αναγκαία για την προώθηση των συμφερόντων του ιδιωτικού τομέα, και καθώς οι ΗΠΑ ήταν πλέον η μόνη υπερδύναμη, είδε τον εαυτό της υπεράνω αυτού του είδους της αυτοπροβολής. Οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ απλώς ενέτειναν αυτήν την απροθυμία. Θέλοντας να διαλύσει τις υποψίες ότι η αμερικανική εισβολή στις δύο αυτές χώρες ήταν δώρο σε εταιρείες με πολιτικές διασυνδέσεις, η κυβέρνηση Μπους διέκοψε κάθε πρωτοβουλία που τυχόν έδινε την εντύπωση προώθησης αμερικανικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Όταν το 2007 το Αφγανιστάν άνοιξε την πόρτα στους ξένους για το κοίτασμα χαλκού Αϊνάκ, ο Αφγανός πρόεδρος Χαμίντ Καρζάι, σε συνάντησή του με τον πρόεδρο Μπους, ανέφερε πως μια αμερικανική εταιρεία είχε υποβάλει προσφορά και ότι ο ίδιος έλπιζε «να πάει καλά». Ήταν ένας διπλωματικός τρόπος για να εκφράσει την υποστήριξή του. Ο Μπους ανατρίχιασε και είπε στον Καρζάι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν τη διασφάλιση της διαφάνειας στον διαγωνισμό. Από κει και πέρα, έμενε στο Αφγανιστάν να αποφασίσει ποιος θα είναι ο νικητής. Η ιδέα ότι οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται μόνο για τη διαφάνεια και πως οτιδήποτε περισσότερο θα ήταν ανάρμοστο, έχει μεγάλη απήχηση. Οι ανταγωνιστές της χώρας, όμως, δηλαδή η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία και η Ευρώπη, έκαναν παρεμβάσεις. Η αυτοσυγκράτηση της Ουάσιγκτον, αν και καλώς εννοούμενη, είναι απολύτως μονομερής και ως εκ τούτου το μόνο που κατορθώνει είναι να θέτει τη χώρα σε μειονεκτική θέση στις αναδυόμενες αγορές, όπου η πολιτική και η επιχειρηματικότητα είναι συνυφασμένες σε κάθε βήμα. ΜΕΝΟΝΤΑΣ ΠΙΣΩ Αν η Ουάσιγκτον είναι ανίσχυρη όσον αφορά την επιχειρηματική προώθηση, το Πεκίνο έχει αποκτήσει ειδίκευση σ’ αυτήν. Υιοθετώντας πολιτικές που θυμίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες των αρχών του 20ου αιώνα, η Κίνα δούλεψε ακατάπαυστα στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας «κλειδώνοντας» ευκαιρίες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Κεντρικής Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, χρησιμοποιώντας μια μεγάλη γκάμα μεθόδων κατά τη διαδικασία. Καταρχάς, το Πεκίνο χρησιμοποίησε τα τεράστια αποθέματά του σε ξένο νόμισμα για να χορηγήσει χαμηλότοκα δάνεια και άλλες μορφές χρηματοδότησης σε κυβερνήσεις του αναπτυσσόμενου κόσμου, συχνότατα με αντάλλαγμα την πρόσβαση σε συμβάσεις που αφορούν την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και τις υποδομές. Μέσα από τη διαδικασία αυτή, οι χώρες με τις αναδυόμενες αγορές έγιναν εξαρτημένες από την κινεζική κυβέρνηση για την οικονομική τους επιβίωση. Η Κίνα το γνωρίζει και δεν ντρέπεται να χρησιμοποιεί αυτή την επιρροή της για να εξασφαλίζει προσοδοφόρες συμβάσεις, να διαμορφώνει τη δομή των πωλήσεων ενός φυσικού πόρου ή να αποκλείει τις δυτικές εταιρείες. Προτού αποφασίσουν οι αναπτυσσόμενες χώρες για τη χορήγηση δικαιωμάτων εξόρυξης ή για την ανάθεση κατασκευαστικών προγραμμάτων, η Κίνα έχει συνήθως μεσολαβήσει, προς όφελος των εταιρειών της, στον υπουργό Εξωτερικών της χώρας ή ακόμη και στον πρωθυπουργό της. Η Κίνα, επίσης, επιδοτεί τις κρατικές εταιρείες της στην υποβολή προσφορών για εκμετάλλευση φυσικών πόρων, επιτρέποντάς τους να προσφέρουν πολύ πιο ελκυστικούς όρους από αυτούς των αμερικανικών εταιρειών. Έζησα αυτήν την εμπειρία από πρώτο χέρι, όταν πέρυσι η εταιρεία μου παρείχε συμβουλευτικό έργο σε μια δυτική επιχείρηση που συναγωνίστηκε με την κινεζική CNPC για μια σειρά κοιτασμάτων πετρελαίου στο βόρειο Αφγανιστάν. Η CNPC προσέφερε στην αφγανική κυβέρνηση το 15% του συνόλου των εσόδων που θα απέδιδαν αυτές οι πετρελαιοπηγές (ήταν μάλιστα έτοιμη να δώσει ακόμη περισσότερα), καθώς επίσης και άλλους όρους που σχεδόν θα έκαναν τη CNPC να μην επωφεληθεί σε τίποτα από την επένδυση. Όπως, όμως, συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις επενδύσεων σε πλουτοπαραγωγικές πηγές από κρατικές κινεζικές εταιρείες, το κίνητρο δεν είναι να βγάλουν λεφτά. Είναι μάλλον η πρόθεση της κινεζικής κυβέρνησης να βάλει στο χέρι πολύτιμους πόρους που θα τροφοδοτήσουν την οικονομική άνοδο της χώρας. Μια άλλη τακτική των Κινέζων είναι να συνδυάζουν μεγάλες επενδύσεις υποδομών με τις προσφορές που υποβάλλουν οι κρατικές εταιρείες τους για συμβάσεις εκμετάλλευσης φυσικών πόρων. Το 2008, για παράδειγμα, ως μέρος της πρότασης της κρατικής εταιρείας για το κοίτασμα χαλκού στο Αϊνάκ του Αφγανιστάν, η κινεζική κυβέρνηση υποσχέθηκε να κατασκευάσει σιδηρόδρομο και αρκετούς αυτοκινητόδρομους στην περιοχή. Όταν αργότερα η CNPC συμμετείχε στον διαγωνισμό για τα κοιτάσματα πετρελαίου στο βόρειο Αφγανιστάν, πρότεινε να κατασκευάσει έναν μεγάλο αυτοκινητόδρομο και ένα τεράστιο διυλιστήριο πετρελαίου, το οποίο, σύμφωνα με όλους τους υπολογισμούς, θα ξεπερνούσε κατά πολύ τις ανάγκες που προκύπτουν από τα μικρά αποθέματα του Αφγανιστάν. Όμως, η κυβέρνηση της χώρας ήταν ευτυχής να αποδεχθεί την επένδυση. Αυτές οι τακτικές έχουν προσφέρει καλές υπηρεσίες στην Κίνα. Στην Αφρική, το κινεζικό εμπόριο και οι επενδύσεις έχουν εκτιναχθεί, από περίπου 10 δισ. δολάρια ετησίως πριν από μία δεκαετία, σε περισσότερα από 120 δισ. δολάρια σήμερα. Οι κινεζικές εταιρείες κλείνουν εκεί κάθε χρόνο συμφωνίες για έργα υποδομών αξίας άνω των 50 δισ., ενώ παράλληλα υπογράφουν δεκάδες επικερδείς συμβάσεις για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων και ορυκτών. Το Πεκίνο έχει επίσης βάλει στο στόχαστρο την Κεντρική Ασία, όπου μεγάλες κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις επεκτείνουν ταχύτατα την παρουσία τους, ακόμη και σε χώρες που είναι έξω από την παραδοσιακή κινεζική σφαίρα επιρροής. Τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, το Πεκίνο δάνεισε στο Τουρκμενιστάν 4 δισ. δολάρια για ν’ αποκτήσει για 30 χρόνια τα δικαιώματα εκμετάλλευσης στο μεγαλύτερο κοίτασμα φυσικού αερίου της χώρας. Προσέφερε 10 δισ. δολάρια στο Καζακστάν, προκειμένου, σε αντάλλαγμα, να παραχωρήσει την άδεια σε κινεζική εταιρεία να αγοράσει μία από τις μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγούς εταιρείες της χώρας. Άσκησε ασφυκτική πίεση στο Καζακστάν, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν, για να εγκρίνουν την κατασκευή μεγάλου αγωγού φυσικού αερίου, για τον οποίον η Ρωσία και η Ευρώπη είχαν αντιρρήσεις. Κατά παράδοση, οι χώρες αυτές τελούσαν υπό την επιρροή της Ρωσίας, αλλά τώρα η Κίνα κατασκευάζει αγωγούς και εξορύσσει πετρέλαιο, φυσικό αέριο, χαλκό, σιδηρομετάλλευμα, λίθιο και άλλα σπάνια ορυκτά. από το έδαφός τους. Η Κίνα δεν είναι η μόνη χώρα που ασκεί με εντατικούς ρυθμούς εμπορική διπλωματία. Τακτικά η Βραζιλία, η Ινδία και η Ρωσία ενισχύουν με το πολιτικό τους βάρος τις ισχυρές κρατικές επιχειρήσεις τους. Οι ΗΠΑ υπολείπονται ακόμη και των Ευρωπαίων φίλων τους στον τομέα αυτόν. Ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας έχει επισήμως γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να καταστήσει πρώτη προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας την προώθηση των βρετανικών επιχειρήσεων, ενώ ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί πολύ συχνά συνοδευόταν στα ταξίδια του στο εξωτερικό από τους διευθύνοντες συμβούλους των μεγάλων γαλλικών επιχειρήσεων. Οι Γερμανοί διπλωμάτες αφιερώνουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους για να συνοδεύουν στελέχη γερμανικών επιχειρήσεων σε επαφές με ξένους κυβερνητικούς αξιωματούχους, σε συγκεκριμένες αγορές, αλλά και εργάζονται παρασκηνιακά για να εξασφαλίσουν βοήθεια για τις γερμανικές εταιρείες. Πράγματι, σε όλη την Κεντρική Ασία η γερμανική κυβέρνηση πληρώνει εταιρείες προώθησης συμφερόντων, οι οποίες συνεργάζονται με τους διπλωμάτες της. Σε σύγκριση με άλλες μεγάλες χώρες, οι ΗΠΑ είναι πολύ λιγότερο επιθετικές ως προς την προώθηση των εμπορικών συμφερόντων τους. ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ Μπορεί το Πεκίνο να έχει πάρει το προβάδισμα στην εμπορική διπλωματία, αλλά η Ουάσιγκτον μπορεί να το προλάβει, αν αλλάξει πορεία τώρα. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι πολλές οι χώρες που εκφράζουν ολοένα αυξανόμενη δυσφορία για την κυριαρχία της Κίνας επί των οικονομιών τους. Αρκετές είναι εκείνες που επιθυμούν να διαφοροποιήσουν τις διεθνείς σχέσεις τους, κι αυτό αποτελεί μια ευκαιρία, την οποία οι ΗΠΑ μπορούν να εκμεταλλευθούν. Σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις, αξιωματούχοι από το Καζακστάν έχουν παραδεχθεί ότι αρχίζουν να λαμβάνουν υπόψη αυτήν τη στρατηγική διαφοροποίησης, όταν αξιολογούν προσφορές ξένων επενδυτών. Εν τω μεταξύ, η Μογγολία έχει αποκλείσει κινεζικές εταιρείες από επενδύσεις σε πολλά από τα ορυχεία άνθρακα και χαλκού στη χώρα και προσπαθεί να ακυρώσει τις υπάρχουσες συμβάσεις με κινεζικές εταιρείες για άλλους φυσικούς πόρους ώστε να προσελκύσει περισσότερους επενδυτές από τη Δύση. Οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι, επίσης, ολοένα και πιο απογοητευμένες από τις κινεζικές επιχειρηματικές πρακτικές. Οι κινεζικές εταιρείες έχουν αποκτήσει φήμη για τη χρήση δικού τους (εισαγόμενου) εργατικού δυναμικού αντί για την πρόσληψη ντόπιων εργατών, για άγνοια των περιβαλλοντικών συντελεστών και για χρήση ανεπαρκούς τεχνολογίας. Όταν πάλι πρόκειται για έργα μικρότερης προβολής, πολύ πιθανόν οι εταιρείες να μη διαθέτουν σχετική εμπειρία, καθώς οι Κινέζοι αξιωματούχοι βλέπουν τα έργα αυτά ως ευκαιρίες για να μοιράσουν δουλειές σε πολιτικά διασυνδεδεμένες εταιρείες, που ενδεχομένως δεν διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία. Αυτό που κάνει τα πράγματα πιο περίπλοκα είναι ότι ενίοτε οι ελκυστικοί οικονομικοί όροι που προσφέρονται από τις κινεζικές επιχειρήσεις αποδεικνύονται απατηλοί. Για παράδειγμα, μια κινεζική εταιρεία μπορεί για τη μίσθωση ενός κοιτάσματος πετρελαίου να προσφέρει σε μια κυβέρνηση ποσοστό από τα μελλοντικά έσοδα πολύ υψηλότερο από εκείνο που μπορεί να προσφέρει μια αμερικανική εταιρεία (ας πούμε 20% έναντι 10%). Στη συνέχεια, όμως, η νικήτρια εταιρεία χρησιμοποιεί κατώτερη τεχνολογία για να περικόψει το κόστος, δηλαδή δισδιάστατη αντί τρισδιάστατης σεισμικής έρευνας ή ξεπερασμένες εξέδρες και γεωτρύπανα. Ως αποτέλεσμα, παράγεται λιγότερο πετρέλαιο από εκείνο που θα παρήγαγε μια δυτική εταιρεία και μερικές φορές προκαλείται μόνιμη βλάβη στη δεξαμενή. Το 20% των δικαιωμάτων, λοιπόν, αφορά ένα μικρότερο κομμάτι πίτας και μάλιστα πιο ακριβό. Οι κινεζικές εταιρείες, επίσης, χρειάζονται πολύ περισσότερο χρόνο για να εξορύξουν ορυκτά, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες δυτικές εταιρείες. Οι περισσότερες κινεζικές εταιρείες πετρελαίου, φυσικού αερίου και μεταλλευτικές, λειτουργούν κατ’ εντολήν της κινεζικής κυβέρνησης, η οποία ενδιαφέρεται περισσότερο για την εξασφάλιση μακροπρόθεσμης πρόσβασης σε φυσικούς πόρους, παρά για τη μεγιστοποίηση των κερδών. Έτσι, λοιπόν, ενδεχομένως κινούνται επίτηδες αργά, ώστε να εξοικονομήσουν τους φυσικούς πόρους για αργότερα, όταν θα έχει αυξηθεί η κινεζική ζήτηση για το συγκεκριμένο αγαθό. Όταν μια μεταλλευτική επιχείρηση ή μια γεώτρηση παραμένει για χρόνια αδρανής, η χώρα υποδοχής δεν έχει καθόλου έσοδα. Οι κινεζικές επιχειρήσεις προσπαθούν μερικές φορές να επαναδιαπραγματευθούν τους αρχικούς όρους των συμφωνιών, από τη στιγμή που θα εξασφαλίσουν την παρουσία τους σε μια χώρα. Σε αυτήν τη φάση είναι πολιτικά, νομικά και λογιστικά πολύ δύσκολο για τη χώρα υποδοχής να ακυρώσει τις συμβάσεις και να πουλήσει τα δικαιώματα σε κάποιον άλλον, ιδιαίτερα αν το Πεκίνο, όπως το συνηθίζει, ασκεί πρόσθετες πιέσεις κατά τη διάρκεια της επαναδιαπραγμάτευσης. Οι αμερικανικές εταιρείες θα δυσκολεύονταν πολύ περισσότερο να υιοθετήσουν τέτοια συμπεριφορά. Είναι υπόλογες σε διοικητικά συμβούλια και σε μετόχους, οφείλουν να δημοσιοποιούν τις συναλλαγές τους και γενικότερα αντιμετωπίζουν απαιτήσεις που καθιστούν σχεδόν απαγορευτική μια πολιτική υπερβολικών υποσχέσεων ακολουθούμενη από κατάφωρη παραβίαση των όρων των συμβάσεων. Χρησιμοποιούν τεχνολογία υψηλού επιπέδου, που είναι σε θέση να εντοπίσει κοιτάσματα και να εξορύξει μεγαλύτερες ποσότητες, προκαλώντας τη λιγότερη δυνατή βλάβη σε δεξαμενές και ορυχεία. Το κίνητρό τους είναι αμιγώς το κέρδος, γεγονός που τις θέτει σε παράλληλη τροχιά με τα κίνητρα των κυβερνήσεων των χωρών υποδοχής, ούτως ώστε να υπάρχει ισχυρός λόγος για ταχεία εκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Δεν είναι, λοιπόν, ν’ απορεί κανείς γιατί οι αναπτυσσόμενες χώρες διψούν για περισσότερες επενδύσεις από τη Δύση και ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ. Όπως θα βεβαιώσει οποιοσδήποτε Αμερικανός επιχειρηματίας δραστηριοποιήθηκε σε αναδυόμενες αγορές, οι εκεί αξιωματούχοι είναι πρόθυμοι να στρώσουν το κόκκινο χαλί για να υποδεχθούν αμερικανικές εταιρείες και επενδυτές. Το αμερικανικό εμπορικό σήμα εξακολουθεί να είναι ισχυρό και η παρουσία της αμερικανικής επιχειρηματικότητας σε αυτές τις χώρες εξακολουθεί να θεωρείται ως η ύψιστη επικύρωση της εμπορικής τους νομιμοποίησης, καθώς και ένα βήμα προς την ισχυροποίηση των δεσμών τους με την ίδια την αμερικανική κυβέρνηση. ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΟΡΔΕΛΑ Με το να υπερεκτιμήσει τη θέση της, η Κίνα προσέφερε στις ΗΠΑ μια καλή ανταγωνιστική ευκαιρία. Για να επωφεληθεί, ωστόσο, η Ουάσιγκτον, θα πρέπει να αναθεωρήσει πλήρως τον τρόπο με τον οποίον προωθεί την αμερικανική επιχειρηματικότητα στο εξωτερικό. Υπάρχουν ενδείξεις ότι έχει αρχίσει να το πράττει. Σε πρόσφατες ομιλίες της, η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον ανέδειξε την «οικονομική πολιτική τέχνη» και τον περασμένο Φεβρουάριο φιλοξένησε ένα διήμερο συνέδριο με θέμα τη «διπλωματία των θέσεων εργασίας», λέγοντας : «Δεν θα σταματήσουμε μέχρις ότου η κυβέρνηση των ΗΠΑ γίνει ο αποτελεσματικότερος υπέρμαχος των επιχειρήσεων και του εμπορίου σε όλα τα μέρη». Όμως, και στο παρελθόν αξιωματούχοι είχαν δώσει παρόμοιες υποσχέσεις, μόνο και μόνο για να ξεθυμάνουν αργότερα οι συνακόλουθες πρωτοβουλίες. Αν η κ. Κλίντον θέλει να βεβαιωθεί ότι οι προσπάθειές της πράγματι θα έχουν διάρκεια, θα πρέπει να ξεκινήσει μια επανεξέταση του ρόλου της αμερικανικής εμπορικής διπλωματίας από την κορυφή προς τη βάση και σε όλες τις κυβερνητικές υπηρεσίες. Σύμφωνα με τα ισχύοντα, το υπουργείο Εμπορίου έχει γενικά το προβάδισμα στη διευκόλυνση των αμερικανικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο εξωτερικό, όμως εμπλέκονται επίσης και άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες, όπως το υπουργείο Εξωτερικών. Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη συντονίζονται σε μια θεσμοθετημένη διαδικασία. Η αλήθεια είναι, ωστόσο, ότι υπηρεσίες και χειρισμοί κινούνται σε χαμηλό επίπεδο, σκόρπια στους διαδρόμους της γραφειοκρατίας. Έτσι, μερικές φορές διάφορα γραφεία εργάζονται για σκοπούς που αλληλεπικαλύπτονται. Επιπλέον, το πρόγραμμα της αμερικανικής κυβέρνησης που δίνει τη δυνατότητα σε αμερικανικές εταιρείες να ζητούν τη βοήθεια της Ουάσιγκτον σε ορισμένες συναλλαγές, είναι πολύπλοκο, επίπονο και συνήθως καταλήγει, ούτε λίγο ούτε πολύ, σε μια επιστολή σταλμένη από μια αμερικανική υπηρεσία προς τον αλλοδαπό εταίρο της, δηλαδή σε μια υπεράσπιση συμφερόντων που κανείς δεν θα την ονόμαζε δυναμική. Αυτές οι ποικίλες πρωτοβουλίες πρέπει να παγιωθούν σε μια και μόνη υπηρεσία, να στεγαστούν στο υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο είναι σε θέση να συντονίσει προσπάθειες που καταβάλλονται σε όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες και υπουργεία. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει εξάλλου να επαναδιατυπώσει τους κανόνες περί μη ευνοϊκής μεταχείρισης των αμερικανικών εταιρειών έναντι άλλων. Η κατευθυντήρια αρχή που διέπει τους κανόνες αυτούς θα πρέπει να είναι απλή: εάν μια εταιρεία πληροί συγκεκριμένα κριτήρια επιλογής και είναι η μόνη αμερικανική εταιρεία που υποβάλει προσφορά για το έργο, θα πρέπει να εξασφαλίζει την υποστήριξη της κυβέρνησης. Εάν όμως συναγωνίζονται με προσφορές τους πολλές αμερικανικές εταιρείες , τότε η κυβέρνηση θα πρέπει να βρει τρόπο να τις προωθήσει όλες, και όχι να μην προωθεί καμία. Οι Αμερικανοί διπλωμάτες θα πρέπει επίσης να γίνουν πιο ευέλικτοι υπέρμαχοι των αμερικανικών επιχειρήσεων. Σε γενικές γραμμές, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σήμερα δεν κατορθώνει να ενημερώνει τις ξένες κυβερνήσεις για τα οφέλη από τη συνεργασία τους με αμερικανικές εταιρείες και τα μειονεκτήματα της συνεργασίας με κινεζικές. Η προώθηση των αμερικανικών επιχειρηματικών συμφερόντων θα πρέπει να αποτελεί μέρος των καθηκόντων των πρεσβευτών, οι οποίοι θα πρέπει να αξιολογούνται ανάλογα με την επιτυχία τους στον τομέα αυτόν. Οι διπλωμάτες θα πρέπει να προβάλλουν την υψηλή τεχνολογία των ΗΠΑ και τις επιχειρηματικές πρακτικές, να εκφράζουν τη σπουδαιότητα της επεκτατικής στρατηγικής και, κυρίως, να εξηγούν ότι τα υψηλότερα ποσοστά δικαιωμάτων δεν εγγυώνται και μεγαλύτερα έσοδα. Εάν πρόκειται για πολύ μεγάλα έργα, θα πρέπει να αναλαμβάνει ο ίδιος ο υπουργός των Εξωτερικών. Ακόμη, οι διπλωμάτες θα πρέπει να δαπανούν χρόνο στις προσπάθειές τους να πείσουν τις κυβερνήσεις των χωρών υποδοχής για την εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των δυτικών και των κινεζικών επιχειρήσεων. Αυτή τη στιγμή, πολλές συμφωνίες στηρίζονται σε μια απλοϊκή δομή, με ευνοημένο τον πλειοδότη που προσέφερε το υψηλότερο ποσοστό δικαιωμάτων για μια πλουτοπαραγωγική πηγή, ή τον μειοδότη που εγγυήθηκε το χαμηλότερο κόστος, για έργα υποδομής. Αναπόφευκτα τέτοιες διαδικασίες ευνοούν υποδεέστερες εταιρείες, που δεν απασχολούν ντόπιους εργαζομένους. Η Ουάσιγκτον πρέπει να μεταδώσει το μήνυμα ότι, όταν συνάπτονται συμβάσεις, οι αρμόδιοι αξιωματούχοι οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη παράγοντες όπως την τεχνολογική ικανότητα της εταιρείας, τις επιδόσεις της στην προστασία του περιβάλλοντος και τα σχέδιά της για απασχόληση ντόπιου εργατικού δυναμικού. Ένας άλλος τομέας που επιδέχεται βελτίωσης είναι το συγκεχυμένο και βραδυκίνητο δίκτυο κανονισμών των ΗΠΑ. Η νομοθετική Πράξη για τις Πρακτικές Διαφθοράς στο Εξωτερικό (FCPA), με την οποία απαγορεύεται η δωροδοκία ξένων αξιωματούχων και η Υπηρεσία Ελέγχου Περιουσιακών Στοιχείων Εξωτερικού στο υπουργείο Οικονομικών η οποία επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις, επιβαρύνουν πάρα πολύ την αμερικανική επιχειρηματικότητα στις αναδυόμενες αγορές. Σήμερα, ο επιχειρηματικός κόσμος συχνά δεν γνωρίζει την απάντηση σε βασικές ερωτήσεις, όπως ποιος θεωρείται ξένος αξιωματούχος, πόσο υπεύθυνη είναι μια αμερικανική εταιρεία για τη δράση των τοπικών εταίρων της και τι θεωρείται γνώση για τέλεση πράξης δωροδοκίας. Τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο περίπλοκα από τη στιγμή που η κυβέρνηση Ομπάμα αποφάσισε να εντείνει τα μέτρα επιβολής της FCPA, οδηγώντας στη δικαιοσύνη διπλάσιες υποθέσεις το 2010 έναντι του 2009. Η κυβέρνηση θα πρέπει να εκδώσει πιο σαφείς κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά επακριβώς τον τύπο συμπεριφορών που καλύπτονται ή όχι από αυτές τις ρυθμίσεις, πράγμα το οποίο έχει δηλώσει ότι θα πράξει εντός του έτους. Ταυτόχρονα, η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να προσπαθήσει να βρει τρόπους με τους οποίους θα αντλήσει στρατηγικά οφέλη από αυτές τις νομοθετικές ρυθμίσεις. Για παράδειγμα, θα πρέπει να ασκήσει πιέσεις στις χώρες να απαιτούν από τους συμμετέχοντες σε διεθνείς διαγωνισμούς συμμόρφωση με αυστηρές διαδικασίες κατά της διαφθοράς. Ένα τέτοιο περιβάλλον θα έδινε στις αμερικανικές εταιρείες πλεονέκτημα έναντι των κινεζικών. Πράγματι, οι κινεζικές επιχειρήσεις είναι από τις πιο διεφθαρμένες στον κόσμο. Πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας τις κατέταξε ως τις πιο επιρρεπείς στη δωροδοκία, μετά τις ρωσικές. Ως προς τις υπόλοιπες νομοθετικές ρυθμίσεις, που αφορούν όλους τους τομείς, από τις κατασκευές μέχρι τις τηλεπικοινωνίες, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να προσπαθήσει να επιβάλει τις αμερικανικές προδιαγραφές ως διεθνείς. Εάν πετύχει κάτι τέτοιο, θα βοηθήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες να εξασφαλίσουν κορυφαία ποιότητα και βέλτιστες πρακτικές. Εκτός αυτού, όμως, θα γείρει την πλάστιγγα υπέρ των αμερικανικών επιχειρήσεων, οι οποίες εξ ορισμού λειτουργούν με αυτές τις προδιαγραφές. Τέλος, οι ΗΠΑ θα πρέπει να διευκολύνουν τις αμερικανικές εταιρείες να συνεργάζονται με κρατικές υπηρεσίες που χορηγούν εξωτερική βοήθεια. Οι κινεζικές εταιρείες έχουν σταθερή συνεργασία με την κινεζική κυβέρνηση και συντονίζουν τις εμπορικές προτάσεις με προγράμματα βοήθειας, έτσι ώστε να αναβαθμίζουν την αξία της προσφοράς τους στους διεθνείς διαγωνισμούς. Για παράδειγμα, μια κινεζική εταιρεία θα υποβάλει προσφορά για ένα ανθρακωρυχείο και θα υποσχεθεί ότι θα κατασκευάσει επίσης και έναν μεγάλο αυτοκινητόδρομο. Τέτοιου είδους επενδύσεις σε έργα υποδομής παίρνουν τη μορφή βοήθειας και, ως εκ τούτου, χρηματοδοτούνται από το κινεζικό κράτος. Όμως η κινεζική εταιρεία μπορεί ακόμη να εξασφαλίσει και πιστώσεις για την κατασκευή του αυτοκινητοδρόμου, ώστε να κάνει την προσφορά της να φαίνεται ακόμη πιο ελκυστική. Για τις αμερικανικές εταιρείες είναι πολύ δύσκολο να κάνουν το ίδιο, κι αυτό είναι κάτι που πρέπει ν’ αλλάξει. Οι αμερικανικές υπηρεσίες παροχής βοήθειας θα πρέπει να επιτρέψουν στον εαυτό τους να συντονίζονται ευρύτερα με τον ιδιωτικό τομέα, ώστε οι αμερικανικές επιχειρήσεις να μπορούν να αναφέρονται σε προγράμματα βοήθειας κατά την υποβολή της προσφοράς τους ή να συνδυάζουν την προσφορά τους με προτάσεις για αναπτυξιακά προγράμματα μέσω USAID. Μόνο έτσι θα μπορεί η Ουάσιγκτον να αποκομίζει εμπορικά οφέλη από τον προϋπολογισμό ενισχύσεων. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΝΤΡΟΠΕΣ Οι ΗΠΑ έχουν πολλά συγκρουόμενα συμφέροντα στην εξωτερική τους πολιτική: εθνική ασφάλεια, ανθρώπινα δικαιώματα, κράτος δικαίου, κλπ. Η χώρα δεν είναι δυνατόν να επιστρέψει στις μέρες της διπλωματίας του δολαρίου, όταν όλα τα προαναφερθέντα συμφέροντα είχαν δευτερεύουσα σημασία έναντι των επιχειρηματικών. Πράγματι, όπως δείχνει το παράδειγμα της Κίνας, μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να αποτύχει. Όμως, εδώ και πάρα πολύ καιρό η ζυγαριά γέρνει προς την άλλη πλευρά. Είναι υπερβολικά μακρύς ο χρόνος κατά τον οποίον η Ουάσιγκτον έχει παραμελήσει την εμπορική διπλωματία, χαρίζοντας στην Κίνα τη νίκη σε πάρα πολλές οικονομικές μάχες. Η συνέπεια αυτής της ατολμίας ήταν να κατορθώσει ο ανερχόμενος ανταγωνιστής των ΗΠΑ να καταβροχθίσει μερίδιο της αγοράς στις αναδυόμενες αγορές σε ολόκληρο τον κόσμο, να κερδίσει συμβάσεις για έργα υποδομής και να στήσει την εμπορική του σημαία ακόμη και σε χώρες που είναι παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ. Η Αμερική οφείλει να βρει μια χρυσή τομή, με την οποία η προώθηση των επιχειρήσεων να γίνει και πάλι ισχυρός, αν και όχι αποκλειστικός, πυλώνας της εξωτερικής πολιτικής της. Η φθίνουσα δημοτικότητα των κινεζικών εταιρειών στον αναπτυσσόμενο κόσμο αποτελεί για τις ΗΠΑ το έναυσμα για να κερδίσει και πάλι την πρωτοβουλία των κινήσεων σε αυτές τις κρίσιμες αγορές. Οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι πρόθυμες να συνεργαστούν με τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Γι’ αυτό η Ουάσιγκτον θα πρέπει να περιορίσει τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις που στέκονται εμπόδιο στη συνεργασία αυτή. Είναι πιθανό ότι οι όποιες μεταρρυθμίσεις θα συναντήσουν πολιτικά και γραφειοκρατικά εμπόδια. Όμως, η εξασθένιση της αμερικανικής οικονομίας, αν μη τι άλλο, ίσως συμβάλει στο να πεισθεί τελικά η ηγεσία της χώρας ότι σχεδόν δεν υπάρχει πια καιρός για τέτοιες αλλαγές. www.foreignaffairs.com
Του Alexander Benard
Στις 19 Οκτωβρίου 2011, η κυβέρνηση του Αφγανιστάν, ενεργώντας εν μέρει με υπόδειξη Αμερικανών στρατιωτικών συμβούλων που συνεργάζονται με το υπουργείο Ορυχείων του Αφγανιστάν, χορήγησε στην Εθνική Επιχείρηση Πετρελαίου της Κίνας (CNPC) την άδεια να αναπτύξει αρκετά κοιτάσματα πετρελαίου στο βόρειο Αφγανιστάν. Μόλις τρία χρόνια νωρίτερα, άλλη μία κρατική κινεζική επιχείρηση, η China Metallurgical Group Corporation, εξασφάλιζε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων χαλκού στο Αϊνάκ του Αφγανιστάν, πάλι με αμερικανική συναίνεση.
Αυτές οι οικονομικές επιτυχίες του Πεκίνου κλόνισαν πολλούς στον λόφο του Καπιτωλίου και στον ευρύτερο πολιτικό κόσμο. Αν και δεν ήταν μυστικό πως η Κίνα απορροφά με μεθοδικότητα σημαντικές στρατηγικές πλουτοπαραγωγικές πηγές των αναδυομένων οικονομιών, όλοι διερωτώνται πώς μια χώρα που δεν συμμετείχε στον μετασχηματισμό του Αφγανιστάν, μπορεί τώρα να δρέψει τον ορυκτό πλούτο του, ενώ η χώρα που συμμετείχε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, απλώς της επιτρέπει να το πράξει
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΒΟΥΓΙΑΤΣΙΤΣ : ΔΕΙΧΝΕΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΑ Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
"O Βρύζας είναι ο στόχος και όχι εγώ"
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ