2012-10-19 20:36:37
Με το βουδιστικό ιδανικό της αταραξίας να του φωτίζει σε λάθος ήπειρο το νου, πήγε να σβήσει το λαμπατέρ. Με ένα όμως -όχι ακριβώς ανεπαίσθητο- lapsus έσβησε το λαμπραντόρ. Αιφνιδιασμένο το πιστό σκυλί του κατάλαβε πως έπρεπε εφεξής να λειτουργεί σβηστό. Έκανε να γαβγίσει κάτι αλλά το μετάνιωσε. Εν τω μεταξύ το λαμπατέρ συνέχιζε να καίει. Όπως ακριβώς το μέτωπό του. Απέδωσε τον πυρετό του στο σαββατόβραδο και πήγε για ύπνο. Σε λίγες ώρες ξημέρωνε Κυριακή. Έτσι έλεγαν όλα τα στατιστικά στοιχεία, τα οποία και αυτή τη φορά δικαιώθηκαν. Το κοντράστ του πρώτων ακτίνων του ήλιου πάνω στο σβηστό σκυλί θα μπορούσε να εμπνεύσει έναν ζωγράφο με κλίση προς το σουρεαλισμό. Εκείνος όμως ζωγράφιζε μόνο νεκρές φύσεις. Είχε να το λέει πως μια εξ αυτών είχε προ ετων αναστηθεί, αλλά το γεγονός ήταν τόσο μεμονωμένο που θα μπορούσε να ενταχθεί στην κατηγορία του στατιστικού λάθους. Μολαταύτα η γεύση εκείνου του κατακόκκινου μήλου του είχε μείνει στην μνήμη ως κάτι το ξεχωριστό
. Το αχλάδι το είχε αφήσει ίσως επειδή το είχε βρει βιβλικά αδιάφορο. Εν πάση περιπτώσει αρκετά με τις αναμνήσεις, σηκώθηκε από το κρεβάτι, έπλυνε τα μούτρα και τα δόντια του, έβρεξε για να μην πετάνε τα λιγοστά μαλλιά του, κράτησε με δύναμη τα μηνίγγια του για να μην πετάξουν τα λιγοστά μυαλά του και πήγε να κάνει καφέ. Μετά έκανε και μια σειρά από άλλα χρώματα, με τα οποία συμπλήρωσε την αμιγώς ερασιτεχνική του παλέτα. Ήταν έτοιμος να ζωγραφίσει, αλλά συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει να κατουρήσει και να βγάλει την πρωινή του βόλτα το πιστό του σκυλί προκειμένου να κατουρήσει κι αυτό. Δεν το έβρισκε όμως πουθενά. Τότε και μόνο τότε εκείνο γάβγισε. Ψάχνοντας στα τυφλά κατάφερε να του βάλει λουρί κι έβγαλε βόλτα το σβηστό του σκυλί. Οι περαστικοί βλέποντας τον να κρατά ένα σκετό λουρί κουνούσαν με νόημα το κεφάλι τους. Εκείνος μετά το πρωινό σφίξιμο των μηνιγγιών είχε επιστρέψει στο ιδανικό της αταραξία, οπότε δεν τον ένοιαζε. Όταν γύρισε σπίτι ήταν πλέον πανέτοιμος για τέχνη, για ερασιτεχνική έστω τέχνη, και πήγε να ανάψει το λαμπατέρ πάνω από το καμβά. Βλέποντας ότι ήταν ήδη ανοικτό, σκέφτηκε πως μάλλον έκαιγε τσάμπα όλη νύχτα. Αυτός ο δίχως νόημα πυρετός του τον αποσυντόνισε. Είχε ταραχτεί. Η καρδιά του χτυπούσε σε ρυθμούς πανικού. Τότε αντί για νεκρή φύση δοκίμασε να ζωγραφίσει τη ζωντανή του καρδιά. Αυτή βγήκε από τον καμβά σαν παμπάλαιο φαγωμένο μήλο, σαν παμπάλαιο παραπεταμένο αχλάδι. Άρχισε να την καταβροχθίζει σε μια σπάνια πράξη αδηφάγου αυτοκανιβαλισμού. Αίματα έσταζαν από το στόμα του πέφτοντας στο παρκέ. Το σβηστό σκυλί έσπευσε να τα γλείψει. Το λαμπατέρ φώτιζε τον άδειο ξανά καμβά με ένα φως οιονεί νοσηρό. Ο καμβάς όμως δεν ένοιωθε άδειος. Είχε δώσει ζωή. Μια ζωή που -ατάραχα ξανά- καταβρόχθιζε ο κάτοχος της. Όταν έφαγε και την τελευταία μπουκιά ένιωσε γεμάτος. Η Κυριακή πέρασε κα ήρθε η Δευτέρα. Έπρεπε να σηκωθεί, να πάει στη δουλειά του. Ήταν επαγγελματίας.
Old Boy
Old Boy
VIDEO
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Εφοπλιστές "μπλοκάρουν" τη χώρα!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μιλάνε ξανά το Σάββατο...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ