2012-10-20 14:14:46
Χρήστου Γιανναράς
Με τη λέξη πρόσωπο προσδιορίζουμε μια υπαρκτική πραγματικότητα. Το πρόσωπο υποστασιάζει (συγκροτεί σε υπόσταση, σε συγκεκριμένο υπαρκτικά γεγονός) έναν τρόπο υπάρξεως.
Την έκφραση τρόπος της υπάρξεως την χρησιμοποιούμε για να επισημάνουμε όχι μόνο την υπαρκτική πραγματικότητα του προσώπου, αλλά και την υπαρκτική πραγματικότητα της φύσης. Ονομάζουμε φύση την υπαρκτική ομοείδεια, τον κοινό τρόπο υπάρξεως ομοειδών υποστάσεων.
Διακρίνουμε τον τρόπο της υπάρξεως με αναφορά σε υπαρκτικές δυνατότητες - ενέργειες πού τον καθορίζουν. Μιλάμε για την ομοείδεια μιας συγκεκριμένης φύσης ή ουσίας αναφερόμενοι σε κοινές δυνατότητες - ενέργειες των υποστάσεων αυτής της φύσης, όπως και στον κοινό τρόπο εκφοράς ή πραγμάτωσης αυτών των ενεργειών.
Στην περίπτωση των προσωπικών υπάρξεων επισημαίνουμε την ομοείδεια κοινών φυσικών ενεργειών, αλλά ταυτόχρονα και τη δυναμική ετερότητα του τρόπου εκφοράς ή πραγμάτωσης αυτών των κοινών ενεργειών. Κατανοούμε την υπαρκτική ετερότητα του προσώπου ως ελευθερία από τον κοινό και αδιαφοροποίητο τρόπο υπάρξεως της φύσης. Η υπαρκτική ετερότητα του προσώπου είναι και προκαθορισμένη από τη φύση (βιολογική ετερότητα του DNA, μορφολογική και χαρακτηρολογική ετερότητα), αλλά και δυνατότητα αποδέσμευσης από τις αναγκαιότητες που επιβάλλει ως υπαρκτικό γεγονός η ομοείδεια της φύσης.
Η υπαρκτική ετερότητα του ανθρώπινου προσώπου βιώνεται μέσω των ψυχικών ενεργειών της κοινής φύσης ως μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη ταυτότητα του κάθε προσώπου. Βιώνεται τόσο ως αυτοσυνειδησία ετερότητας, ως υποκειμενική αυτεπίγνωση, όσο και ως εμπειρία λογικής ή δημιουργικής ετερότητας, μοναδικότητας λόγου ενδιάθετου ή εκτός (με έξωθεν μέσα) εκφρασμένου. Η φιλοσοφική σημαντική ή γλώσσα των παραπάνω διατυπώσεων μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για μια ικανοποιητική ανάλυση και περιγραφή του προσωπικού τρόπου υπάρξεως του ανθρώπου. Γεννιώνται όμως σημαντικότατα προβλήματα σημαντικής ή γλώσσας, μόλις τολμήσουμε να χρησιμοποιήσουμε την ίδια αυτή εκφραστική και στον χώρο της εκκλησιαστικής εμπειρίας.
Η νόηση και η γλώσσα είναι ενέργειες -δυνατότητες της κτιστής ανθρώπινης φύσης- περιορίζονται αναπόφευκτα στις γνωστικές δυνατότητες και εμπειρικές προϋποθέσεις του κτιστού ανθρώπου. Βέβαια, μπορούμε νοητικά να συλλάβουμε καί να εκφράσουμε γλωσσικά την αντιθετική υπέρταση ή την αναγωγή στο απόλυτο των εμπειριών μας από την κτιστή πραγματικότητα. Μιλάμε για το άκτιστο, το άχρονο, το αδιάστατο, το άπειρο, μιλάμε για παντοδυναμία, πανσοφία, αθανασία. Αλλά μας είναι αδύνατο να προσεγγίσουμε εμπειρικά οποιοδήποτε υπαρκτικό ενδεχόμενο έξω από τον χρόνο, το χώρο, τη μορφή. Ας σταθούμε σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: Ή εκκλησιαστική εμπειρία βεβαιώνει ότι η προσωπική ύπαρξη του ανθρώπου δεν τελειώνει με τον θάνατο. Ό θάνατος αφανίζει τη φύση, δηλαδή τις ενέργειες της ατομικής φύσης, αλλά δεν αφανίζει την υπόσταση του προσώπου.
Τι όμως υποστασιάζει το πρόσωπο όταν αναιρεθούν οι υπαρκτικές ενέργειες της φύσης; Πώς να συλλάβουμε και πώς να σημάνουμε μιαν ύπαρξη δίχως φύση; Ό άγιος Αναστάσιος ο Σιναϊτης είναι ίσως ο μόνος εκκλησιαστικός συγγραφέας πού διατυπώνει απερίφραστα το πρόβλημα: στην κατάσταση του θανάτου, λέει, «η ψυχή (λέξη συνώνυμη στην εκκλησιαστική γραμματεία με το πρόσωπο ή την υπόσταση) οὐκ ἔτι δύναται ἐνεργεῖν , ὡς ἐνεργεῖ διὰ τῶν μορίων τοῦ σώματος. Οὐ λαλεῖν, οὐ μιμνήσκεσθαι, οὐ διακρίνειν, οὐκ ἐπιθυμεῖν, οὐ λογίζεσθαι, οὐ θυμοῦσθαι, οὐ καθορᾶν, ἀλλ’ ἐν συνοίᾳ τινὶ καθ’ ἑαυτὴν ὑπάρχει» (Οδηγός, Ερωτ. Πθ' ).
Εδώ οι νοητικές μας προσλαμβάνουσες και ή γλωσσική μας σημαντική φτάνουν σε αδιέξοδο. Ακόμα και τις τελικές διατυπώσεις του Αναστασίου Σιναίτη αδυνατούμε να τις παρακολουθήσουμε: Τι σημαίνει μία ύπαρξη «ἐν συνοίᾳ τινὶ καθ’ ἑαυτὴν;». Πώς ενεργείται ή ύπαρξη δίχως υπαρκτικές ενέργειες, τι υποστασιάζει η υπόσταση αν όχι τη φύση, το υπαρκτικά γεγονός των φυσικών ενεργειών; «Πῶς, ἐκτὸς τοῦ ἐν ὦ τὸ εἶναι ἐκομίσατο, συνίστασθαι πέφυκε;» για να επαναλάβουμε το ερώτημα του Ιωάννη της Κλίμακος.
Δεν έχουμε τρόπο να κατανοήσουμε το πρόσωπο δίχως τις φυσικές ικανότητες της νόησης, του λόγου, της κρίσης, της φαντασίας, της θέλησης, να το συλλάβουμε αν-ειδο, αναίσθητο άλογο, αδιάστατο, άχρονο. Και η αδυναμία της νοητικής μας εμβέλειας και της γλωσσικής μας σημαντικής μοιάζει κυριολεκτικά ανυπέρβλητη, όταν η εκκλησιαστική εμπειρία χρησιμοποιεί τις λέξεις πρόσωπο και υπόσταση στην περίπτωση του τρόπου της θείας Υπάρξεως. Έχει η Εκκλησία την ιστορική εμπειρία τριών θείων Προσώπων ή Υποστάσεων. Μας βεβαιώνει ότι ο αριθμός τρία καταχρηστικώς χρησιμοποιείται, γιατί στην περίπτωση του θεού δεν αριθμούνται μονάδες πού διαιρούν και τεμαχίζουν την ενότητα της θείας Ύπαρξης και ζωής. Καταχρηστική είναι και η καταφυγή στη λέξη φύση ή ουσία προκειμένου περί του θεού, αφού ή άκτιστη πραγματικότητά του υπέρκειται των αναγκαιοτήτων πού επιβάλλει κάθε ορισμός. Μόνο η χρήση της λέξης Πρόσωπο μοιάζει να μην είναι καταχρηστική στην εκκλησιαστική γλώσσα. Δεν βρίσκουμε καμιά διατύπωση του τύπου «υπέρ-προσωπικό Πρόσωπο», όπως συναντάμε συχνά την έκφραση «υπερούσιος Ουσία».
Ένας ριζοσπαστικός αποφατισμός θα σταματούσε τη θεολογία (και τη μετά-φυσική ανθρωπολογία) στα όρια πού κάποια στιγμή θέτει ο Απόστολος Παύλος στη γλωσσική σημαντική: Η αναφορά μας είναι σε «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη», σε «ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» ( 1 Κορ. 2,9 -2 Κορ. 12,4).
Όμως ο ίδιος ο Παύλος προχωράει πέρα από την πιστοποίηση του ασύλληπτου και άρρητου, στην αποκάλυψη που μας χαρίστηκε από τον Θεό. Θα χρειαζόταν μία αναλυτική ερμηνεία των στίχων 6-16 του 2ου κεφ. της 1 Κορ. αλλά ο χρόνος εδώ σήμερα δεν την επιτρέπει. Ας καταφύγουμε μόνο σε μία δεύτερη καίρια συνεισφορά του Παύλου στο πρόβλημα της σημαντικής του αρρήτου. Στους γνωστούς πρώτους δεκατρείς στίχους του 13ου κεφ. της 1 Κορ.
Εκεί βρίσκουμε να καθορίζεται ακριβώς ποιες δυνατότητες ή προϋποθέσεις του κτιστού καταργούνται με την είσοδο στον τρόπο του ακτίστου, και ποιες όχι. «Εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται» - ευνόητο, αφού ο χρόνος (όπως και ο χώρος) είναι μόνο συνάρτηση της παρουσίας της ύλης (το βεβαιώνει σήμερα και η κβαντομηχανική) και δεν υπάρχει μέλλον για να λειτουργήσει η προφητική του πρόβλεψη. «Εἴτε γλώσσαις παύσονται, εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται». Εδώ παρεμβάλλεται μία προσθήκη πού προωθεί έμμεσα και υπαινικτικά τον οντολογικό προβληματισμό μας: θα καταργηθεί «τὸ ἐκ μέρους» της γνώσεως για να πραγματωθεί «τὸ τέλειον». Η διαφορά ανάμεσα στο «ἐκ μέρους» και στο «τέλειον» ορίζεται από τον Παύλο αναλογικά με παράδειγμα της εμπειρίας του κτιστού. Δεν είναι διαφορά ποσού πληροφοριών, αλλά διαφορά ωριμότητας και υπαρκτικής ολοκλήρωσης: «Ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην. Ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργησα τὰ τοῦ νηπίου». Η είσοδος στον τρόπο του ακτίστου είναι μία ενηλικίωση αντίστοιχη με αυτήν που ούτε να την διανοηθεί ούτε να την βιώσει εμπειρικά μπορεί το νήπιο.
«Αἱ γλῶσσαι παύσονται» - νοήματα και σημαντική των νοημάτων είναι έμμεσος τρόπος γνώσης του πραγματικού και υπαρκτού, «ὡς δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι. Τότε το έμμεσο της γνώσης θα αρθεί. Το «τέλειον» σημαίνει πληρωματική αμεσότητα «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον». Η λέξη πρόσωπο σώζεται και παραπέμπει όχι πια σε αποσπασματική γνώση, αλλά στη βιωματική ελπίδα του σημαινόμενου. Τότε θα γνωρίσω, με τον τρόπο που με έχει γνωρίσει ό καλέσας με «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι»-«ἐπιγνώσομαι καὶ ἐπεγνώσθην». Οι όροι λειτουργίας της γνώσης αντιστρέφονται: γνωρίζει κανείς επειδή έχει γνωσθεί από τον γιγνωσκόμενο. «Γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ» (Γαλ. 4,3). Σίγουρα η σημαντική των λέξεων απηχεί την εμπειρία του κτιστού, γι' αυτό και «αἱ γλῶσσαι παύσονται». Όμως λέξεις όπως το πρόσωπο, η γνώση, το τέλειον, η αγάπη, κομίζουν για την εκκλησιαστική εμπειρία τη βιωματική δυναμική της ελπίδας.
Ο αποφατισμός της εκκλησιαστικής σημαντικής δεν είναι απλώς μία γνωσιοθεωρητική μέθοδος, αρχή της σχετικότητας, της απροσδιοριστίας ή της διαψευσιμότητας. Είναι ένα ρεαλιστικό (όχι ψυχολογικό) εμπειρικό γεγονός ο αποφατισμός, είναι η βίωση της ελπίδας. «Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα. Μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη».
Γιατί «μείζων» η αγάπη; Ίσως γιατί δίνει αμεσότερο οντολογικό περιεχόμενο στην ελπίδα. Αν η αγάπη διασώζεται στον τρόπο του ακτίστου, τότε διασώζεται ό,τι στη γλώσσα του κτιστού σπερματικά ονομάζουμε σχέση. Αν διασώζεται η σχέση, σώζεται και η ετερότητα-ταυτότητα κάθε όρου της σχέσης. Ενεργείται επομένως κάποια μορφή αυτοσυνειδησίας, κάποια μορφή νόησης, κάποια μορφή λογικής αναφορικότητας της ύπαρξης, μορφή λόγου κοινωνίας, προσωπικής θέλησης.
Με ποιες φυσικές ενέργειες ενεργείται η αυτεπίγνωση της προσωπικής ταυτότητας, η λογική αναφορικότητα της σχέσης, η ζωτική κοινωνία της αγάπης; Ποια οντολογικά ερείσματα έχει η ελπίδα της Εκκλησίας;
Ο χρόνος της εισήγησής μου έχει τελειώσει, γι' αυτό και θα περιοριστώ σε επιγραμματικές ενδείξεις. Ένα πολύτιμο απόσπασμα από τα Κεφάλαια Θεολογικὰ του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού (ΡG 90, 1312 C) μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το οντολογικό περιεχόμενο της φράσης του Αποστόλου Πέτρου: «ἵνα γένησθε θείας κοινωνοὶ φύσεως» (2 Πέτρ. 1,4). Με την απόσβεση και τον αφανισμό των κτιστών ενεργειών της φύσης του με τον θάνατο, η υπόσταση του ανθρώπου υποστασιάζει την υπαρκτική δυναμική της ιδρυτικής της κλήσης: τις χαριζόμενες (προσφερόμενες ως χάρη) άκτιστες ενέργειες της θείας ζωής. Αυτό είναι το οντολογικό περιεχόμενο της θέωσης στην οποία, ελπίζει ή Εκκλησία, η αιτία της χαράς αυτών ιδιαίτερα των ημερών ανάμεσα στην Γιορτή της Ανάστασης του Χριστού και στη Γιορτή της Πεντηκοστής. Ο Ερχόμενος Παράκλητος, το Πνεύμα της αληθείας, ζωή και ζωοποιούν, Θεός και θεοποιούν, είναι το μελλοντικό μας σώμα. Επαναλαμβάνω: Ο Παράκλητος είναι το μελλοντικό μας σώμα «Ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσι».
πηγή: "ΙΝΔΙΚΤΟΣ",
anarxikostrapezitis
Με τη λέξη πρόσωπο προσδιορίζουμε μια υπαρκτική πραγματικότητα. Το πρόσωπο υποστασιάζει (συγκροτεί σε υπόσταση, σε συγκεκριμένο υπαρκτικά γεγονός) έναν τρόπο υπάρξεως.
Την έκφραση τρόπος της υπάρξεως την χρησιμοποιούμε για να επισημάνουμε όχι μόνο την υπαρκτική πραγματικότητα του προσώπου, αλλά και την υπαρκτική πραγματικότητα της φύσης. Ονομάζουμε φύση την υπαρκτική ομοείδεια, τον κοινό τρόπο υπάρξεως ομοειδών υποστάσεων.
Διακρίνουμε τον τρόπο της υπάρξεως με αναφορά σε υπαρκτικές δυνατότητες - ενέργειες πού τον καθορίζουν. Μιλάμε για την ομοείδεια μιας συγκεκριμένης φύσης ή ουσίας αναφερόμενοι σε κοινές δυνατότητες - ενέργειες των υποστάσεων αυτής της φύσης, όπως και στον κοινό τρόπο εκφοράς ή πραγμάτωσης αυτών των ενεργειών.
Στην περίπτωση των προσωπικών υπάρξεων επισημαίνουμε την ομοείδεια κοινών φυσικών ενεργειών, αλλά ταυτόχρονα και τη δυναμική ετερότητα του τρόπου εκφοράς ή πραγμάτωσης αυτών των κοινών ενεργειών. Κατανοούμε την υπαρκτική ετερότητα του προσώπου ως ελευθερία από τον κοινό και αδιαφοροποίητο τρόπο υπάρξεως της φύσης. Η υπαρκτική ετερότητα του προσώπου είναι και προκαθορισμένη από τη φύση (βιολογική ετερότητα του DNA, μορφολογική και χαρακτηρολογική ετερότητα), αλλά και δυνατότητα αποδέσμευσης από τις αναγκαιότητες που επιβάλλει ως υπαρκτικό γεγονός η ομοείδεια της φύσης.
Η υπαρκτική ετερότητα του ανθρώπινου προσώπου βιώνεται μέσω των ψυχικών ενεργειών της κοινής φύσης ως μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη ταυτότητα του κάθε προσώπου. Βιώνεται τόσο ως αυτοσυνειδησία ετερότητας, ως υποκειμενική αυτεπίγνωση, όσο και ως εμπειρία λογικής ή δημιουργικής ετερότητας, μοναδικότητας λόγου ενδιάθετου ή εκτός (με έξωθεν μέσα) εκφρασμένου. Η φιλοσοφική σημαντική ή γλώσσα των παραπάνω διατυπώσεων μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για μια ικανοποιητική ανάλυση και περιγραφή του προσωπικού τρόπου υπάρξεως του ανθρώπου. Γεννιώνται όμως σημαντικότατα προβλήματα σημαντικής ή γλώσσας, μόλις τολμήσουμε να χρησιμοποιήσουμε την ίδια αυτή εκφραστική και στον χώρο της εκκλησιαστικής εμπειρίας.
Η νόηση και η γλώσσα είναι ενέργειες -δυνατότητες της κτιστής ανθρώπινης φύσης- περιορίζονται αναπόφευκτα στις γνωστικές δυνατότητες και εμπειρικές προϋποθέσεις του κτιστού ανθρώπου. Βέβαια, μπορούμε νοητικά να συλλάβουμε καί να εκφράσουμε γλωσσικά την αντιθετική υπέρταση ή την αναγωγή στο απόλυτο των εμπειριών μας από την κτιστή πραγματικότητα. Μιλάμε για το άκτιστο, το άχρονο, το αδιάστατο, το άπειρο, μιλάμε για παντοδυναμία, πανσοφία, αθανασία. Αλλά μας είναι αδύνατο να προσεγγίσουμε εμπειρικά οποιοδήποτε υπαρκτικό ενδεχόμενο έξω από τον χρόνο, το χώρο, τη μορφή. Ας σταθούμε σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: Ή εκκλησιαστική εμπειρία βεβαιώνει ότι η προσωπική ύπαρξη του ανθρώπου δεν τελειώνει με τον θάνατο. Ό θάνατος αφανίζει τη φύση, δηλαδή τις ενέργειες της ατομικής φύσης, αλλά δεν αφανίζει την υπόσταση του προσώπου.
Τι όμως υποστασιάζει το πρόσωπο όταν αναιρεθούν οι υπαρκτικές ενέργειες της φύσης; Πώς να συλλάβουμε και πώς να σημάνουμε μιαν ύπαρξη δίχως φύση; Ό άγιος Αναστάσιος ο Σιναϊτης είναι ίσως ο μόνος εκκλησιαστικός συγγραφέας πού διατυπώνει απερίφραστα το πρόβλημα: στην κατάσταση του θανάτου, λέει, «η ψυχή (λέξη συνώνυμη στην εκκλησιαστική γραμματεία με το πρόσωπο ή την υπόσταση) οὐκ ἔτι δύναται ἐνεργεῖν , ὡς ἐνεργεῖ διὰ τῶν μορίων τοῦ σώματος. Οὐ λαλεῖν, οὐ μιμνήσκεσθαι, οὐ διακρίνειν, οὐκ ἐπιθυμεῖν, οὐ λογίζεσθαι, οὐ θυμοῦσθαι, οὐ καθορᾶν, ἀλλ’ ἐν συνοίᾳ τινὶ καθ’ ἑαυτὴν ὑπάρχει» (Οδηγός, Ερωτ. Πθ' ).
Εδώ οι νοητικές μας προσλαμβάνουσες και ή γλωσσική μας σημαντική φτάνουν σε αδιέξοδο. Ακόμα και τις τελικές διατυπώσεις του Αναστασίου Σιναίτη αδυνατούμε να τις παρακολουθήσουμε: Τι σημαίνει μία ύπαρξη «ἐν συνοίᾳ τινὶ καθ’ ἑαυτὴν;». Πώς ενεργείται ή ύπαρξη δίχως υπαρκτικές ενέργειες, τι υποστασιάζει η υπόσταση αν όχι τη φύση, το υπαρκτικά γεγονός των φυσικών ενεργειών; «Πῶς, ἐκτὸς τοῦ ἐν ὦ τὸ εἶναι ἐκομίσατο, συνίστασθαι πέφυκε;» για να επαναλάβουμε το ερώτημα του Ιωάννη της Κλίμακος.
Δεν έχουμε τρόπο να κατανοήσουμε το πρόσωπο δίχως τις φυσικές ικανότητες της νόησης, του λόγου, της κρίσης, της φαντασίας, της θέλησης, να το συλλάβουμε αν-ειδο, αναίσθητο άλογο, αδιάστατο, άχρονο. Και η αδυναμία της νοητικής μας εμβέλειας και της γλωσσικής μας σημαντικής μοιάζει κυριολεκτικά ανυπέρβλητη, όταν η εκκλησιαστική εμπειρία χρησιμοποιεί τις λέξεις πρόσωπο και υπόσταση στην περίπτωση του τρόπου της θείας Υπάρξεως. Έχει η Εκκλησία την ιστορική εμπειρία τριών θείων Προσώπων ή Υποστάσεων. Μας βεβαιώνει ότι ο αριθμός τρία καταχρηστικώς χρησιμοποιείται, γιατί στην περίπτωση του θεού δεν αριθμούνται μονάδες πού διαιρούν και τεμαχίζουν την ενότητα της θείας Ύπαρξης και ζωής. Καταχρηστική είναι και η καταφυγή στη λέξη φύση ή ουσία προκειμένου περί του θεού, αφού ή άκτιστη πραγματικότητά του υπέρκειται των αναγκαιοτήτων πού επιβάλλει κάθε ορισμός. Μόνο η χρήση της λέξης Πρόσωπο μοιάζει να μην είναι καταχρηστική στην εκκλησιαστική γλώσσα. Δεν βρίσκουμε καμιά διατύπωση του τύπου «υπέρ-προσωπικό Πρόσωπο», όπως συναντάμε συχνά την έκφραση «υπερούσιος Ουσία».
Ένας ριζοσπαστικός αποφατισμός θα σταματούσε τη θεολογία (και τη μετά-φυσική ανθρωπολογία) στα όρια πού κάποια στιγμή θέτει ο Απόστολος Παύλος στη γλωσσική σημαντική: Η αναφορά μας είναι σε «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη», σε «ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» ( 1 Κορ. 2,9 -2 Κορ. 12,4).
Όμως ο ίδιος ο Παύλος προχωράει πέρα από την πιστοποίηση του ασύλληπτου και άρρητου, στην αποκάλυψη που μας χαρίστηκε από τον Θεό. Θα χρειαζόταν μία αναλυτική ερμηνεία των στίχων 6-16 του 2ου κεφ. της 1 Κορ. αλλά ο χρόνος εδώ σήμερα δεν την επιτρέπει. Ας καταφύγουμε μόνο σε μία δεύτερη καίρια συνεισφορά του Παύλου στο πρόβλημα της σημαντικής του αρρήτου. Στους γνωστούς πρώτους δεκατρείς στίχους του 13ου κεφ. της 1 Κορ.
Εκεί βρίσκουμε να καθορίζεται ακριβώς ποιες δυνατότητες ή προϋποθέσεις του κτιστού καταργούνται με την είσοδο στον τρόπο του ακτίστου, και ποιες όχι. «Εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται» - ευνόητο, αφού ο χρόνος (όπως και ο χώρος) είναι μόνο συνάρτηση της παρουσίας της ύλης (το βεβαιώνει σήμερα και η κβαντομηχανική) και δεν υπάρχει μέλλον για να λειτουργήσει η προφητική του πρόβλεψη. «Εἴτε γλώσσαις παύσονται, εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται». Εδώ παρεμβάλλεται μία προσθήκη πού προωθεί έμμεσα και υπαινικτικά τον οντολογικό προβληματισμό μας: θα καταργηθεί «τὸ ἐκ μέρους» της γνώσεως για να πραγματωθεί «τὸ τέλειον». Η διαφορά ανάμεσα στο «ἐκ μέρους» και στο «τέλειον» ορίζεται από τον Παύλο αναλογικά με παράδειγμα της εμπειρίας του κτιστού. Δεν είναι διαφορά ποσού πληροφοριών, αλλά διαφορά ωριμότητας και υπαρκτικής ολοκλήρωσης: «Ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην. Ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργησα τὰ τοῦ νηπίου». Η είσοδος στον τρόπο του ακτίστου είναι μία ενηλικίωση αντίστοιχη με αυτήν που ούτε να την διανοηθεί ούτε να την βιώσει εμπειρικά μπορεί το νήπιο.
«Αἱ γλῶσσαι παύσονται» - νοήματα και σημαντική των νοημάτων είναι έμμεσος τρόπος γνώσης του πραγματικού και υπαρκτού, «ὡς δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι. Τότε το έμμεσο της γνώσης θα αρθεί. Το «τέλειον» σημαίνει πληρωματική αμεσότητα «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον». Η λέξη πρόσωπο σώζεται και παραπέμπει όχι πια σε αποσπασματική γνώση, αλλά στη βιωματική ελπίδα του σημαινόμενου. Τότε θα γνωρίσω, με τον τρόπο που με έχει γνωρίσει ό καλέσας με «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι»-«ἐπιγνώσομαι καὶ ἐπεγνώσθην». Οι όροι λειτουργίας της γνώσης αντιστρέφονται: γνωρίζει κανείς επειδή έχει γνωσθεί από τον γιγνωσκόμενο. «Γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ» (Γαλ. 4,3). Σίγουρα η σημαντική των λέξεων απηχεί την εμπειρία του κτιστού, γι' αυτό και «αἱ γλῶσσαι παύσονται». Όμως λέξεις όπως το πρόσωπο, η γνώση, το τέλειον, η αγάπη, κομίζουν για την εκκλησιαστική εμπειρία τη βιωματική δυναμική της ελπίδας.
Ο αποφατισμός της εκκλησιαστικής σημαντικής δεν είναι απλώς μία γνωσιοθεωρητική μέθοδος, αρχή της σχετικότητας, της απροσδιοριστίας ή της διαψευσιμότητας. Είναι ένα ρεαλιστικό (όχι ψυχολογικό) εμπειρικό γεγονός ο αποφατισμός, είναι η βίωση της ελπίδας. «Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα. Μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη».
Γιατί «μείζων» η αγάπη; Ίσως γιατί δίνει αμεσότερο οντολογικό περιεχόμενο στην ελπίδα. Αν η αγάπη διασώζεται στον τρόπο του ακτίστου, τότε διασώζεται ό,τι στη γλώσσα του κτιστού σπερματικά ονομάζουμε σχέση. Αν διασώζεται η σχέση, σώζεται και η ετερότητα-ταυτότητα κάθε όρου της σχέσης. Ενεργείται επομένως κάποια μορφή αυτοσυνειδησίας, κάποια μορφή νόησης, κάποια μορφή λογικής αναφορικότητας της ύπαρξης, μορφή λόγου κοινωνίας, προσωπικής θέλησης.
Με ποιες φυσικές ενέργειες ενεργείται η αυτεπίγνωση της προσωπικής ταυτότητας, η λογική αναφορικότητα της σχέσης, η ζωτική κοινωνία της αγάπης; Ποια οντολογικά ερείσματα έχει η ελπίδα της Εκκλησίας;
Ο χρόνος της εισήγησής μου έχει τελειώσει, γι' αυτό και θα περιοριστώ σε επιγραμματικές ενδείξεις. Ένα πολύτιμο απόσπασμα από τα Κεφάλαια Θεολογικὰ του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού (ΡG 90, 1312 C) μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το οντολογικό περιεχόμενο της φράσης του Αποστόλου Πέτρου: «ἵνα γένησθε θείας κοινωνοὶ φύσεως» (2 Πέτρ. 1,4). Με την απόσβεση και τον αφανισμό των κτιστών ενεργειών της φύσης του με τον θάνατο, η υπόσταση του ανθρώπου υποστασιάζει την υπαρκτική δυναμική της ιδρυτικής της κλήσης: τις χαριζόμενες (προσφερόμενες ως χάρη) άκτιστες ενέργειες της θείας ζωής. Αυτό είναι το οντολογικό περιεχόμενο της θέωσης στην οποία, ελπίζει ή Εκκλησία, η αιτία της χαράς αυτών ιδιαίτερα των ημερών ανάμεσα στην Γιορτή της Ανάστασης του Χριστού και στη Γιορτή της Πεντηκοστής. Ο Ερχόμενος Παράκλητος, το Πνεύμα της αληθείας, ζωή και ζωοποιούν, Θεός και θεοποιούν, είναι το μελλοντικό μας σώμα. Επαναλαμβάνω: Ο Παράκλητος είναι το μελλοντικό μας σώμα «Ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσι».
πηγή: "ΙΝΔΙΚΤΟΣ",
anarxikostrapezitis
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΝΕΑ ΚΟΝΤΡΑ ΡΕΑΛ Μ. - ΜΠΑΡΤΣΕΛΟΝΑ ΓΙΑ... ΕΝΑ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ (;) ΒΙΝΤΕΟ!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ρόδος-Τον έσφαξαν σαν το σκυλί!!!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ