2012-10-25 14:46:49
«Ήρθε η ώρα να αφήσουμε τη Μεγάλη Ύφεση πίσω μας;» αναρωτιέται στο Bloomberg o William D. Cohan, γνωστός αρθρογράφος και συγγραφέας (μεταξύ άλλων και του «Money and Power: How Goldman Sachs Came to Rule the World»).
Και αμέσως απαντά: «Όχι από την άποψη της οικονομίας -η οποία παραμένει σε τέλμα με υψηλή ανεργία, χαμηλή ανάπτυξη και άλλες μετασεισμικές δονήσεις- αλλά μάλλον, όταν πρόκειται για μια αυστηρή προσπάθεια να κρατήσουμε τους τραπεζίτες της Γουόλ Στριτ, τους εμπόρους και τα στελέχη υπόλογους, για το ρόλο τους στην πρόκληση της οικονομικής κρίση.
Θα πρέπει να καταφύγουμε σε τέτοιες απλουστευμένες εξηγήσεις, όπως «τα ζωώδη πνεύματα έπαθαν αμόκ» και «αυτά τα πράγματα συμβαίνουν περιστασιακά»; Ή θα πρέπει να συνεχίσουμε να εξαντλούμε τις ανεπαρκείς πολιτικές και νομοθετικές πηγές προσπαθώντας να φτάσουμε στη ρίζα του τι συνέβη και γιατί, με στόχο να θέσουμε τους σωστούς ανθρώπους νομικά και οικονομικά υπεύθυνους; Είναι ένα αίνιγμα, ειδικά δεδομένου ότι πολλοί Αμερικανοί έχουν χάσει τον ενθουσιασμό για τον αγώνα. […] Προς το παρόν, το μήνυμα που εκπέμπουμε διάπλατα είναι το εξής: Δεν θα υπάρξει δικαιοσύνη. Κανείς δεν θα λογοδοτήσει. Ας επιστρέψουμε στο status quo το συντομότερο δυνατό.
Υπάρχουν, όπως ήταν αναμενόμενο, ισχυρές φωνές υπέρ του να προχωρήσουμε. Στο βιβλίο του «Ακούσιες συνέπειες», ο Έντουραντ Κόναρντ, ένας πρώην συνεργάτης του Μιτ Ρόμνεϊ στη Bain Capital (ο οποίος είναι πρόθυμος να πει τα πράγματα που ο Ρόμνεϊ δεν θα τολμούσε και έχει δώσει 1 εκατ. δολάρια σε μια επιτροπή πολιτικής δράσης που υποστηρίζει την εκστρατεία Ρόμνεϊ), υποστηρίζει σθεναρά ότι οι περιστασιακές καταρρεύσεις της αγοράς, όπως το 1929 και το 2008, είναι ένα μικρό τίμημα που πληρώνουμε για ένα σύστημα κατανομής των κεφαλαίων που έχει δημιουργήσει τεράστια ποσά πλούτου, εξαιρετική τεχνική και χρηματοοικονομική καινοτομία, καθώς και ένα σύστημα κινήτρων που επιβραβεύει τους ανθρώπους αδρά για την ανάληψη κινδύνων.
Καλώς ή κακώς, γράφει ο Κόναρντ, αυτή είναι η χώρα που παρήγαγε την Apple, τη Google και το Facebook, από τις πιο γνωστές εταιρίες στον κόσμο. Ο Κόναρντ πιστεύει ότι όσο πιο γρήγορα επιστρέψουμε στα ζωώδη ένστικτα της Wall Street τόσο το καλύτερο. Αυτό σημαίνει μέτρια ρύθμιση, στην καλύτερη περίπτωση, και ένα τέλος σε οποιεσδήποτε προσπάθειες αποφυγής της δικαιοσύνης για εκείνους που είναι προσωπικά υπεύθυνοι για την οικονομική κρίση, επειδή, απλά, «αυτά συμβαίνουν».[…]
Η Wall Street Journal ανέφερε την περασμένη εβδομάδα ότι ενώ εμείς οι υπόλοιποι έχουμε προχωρήσει, όσον αφορά τις λεπτομέρειες του πώς θα μοιάζει, ας πούμε, ο κανόνας Βόλκερ όταν τελικά γραφεί, οι δικηγόροι και οι λομπίστες των εταιρειών της Wall Street θα ξαναεπεξεργάζονται τους κανόνες πάνω από τις ρυθμιστικές αρχές με νέα ένταση. Η JPMorgan Chase και η Goldman Sachs έχουν δαπανήσει, αντίστοιχα, 12,7 εκατ. δολάρια και 8,3 εκατ. δολάρια από το πέρασμα του νόμου «Ντοντ-Φρανκ» τον Ιούλιο του 2010, πολιορκώντας τους νομοθέτες που καταρτίζουν ακόμα τις τελικές ρυθμίσεις. Η Goldman ζήτησε την περασμένη εβδομάδα εξαίρεση για ορισμένες επενδύσεις από τον «κανόνα Βόλκερ», που θα περιορίζει τη συνολική επένδυση της τράπεζας σε hedge funds και private-equity κεφάλαια έως 3% των κεφαλαίων Tier I. Γιατί; Η Goldman βγάζει χρήματα με τη σέσουλα επενδύοντας με αυτόν τον τρόπο.[…]
Κανείς μα κανείς στη Wall Street δεν έχει καταβάλει σοβαρό τίμημα. Η μία ποινική δίωξη –των hedge-fund διαχειριστών της Bear Stearns, Ralph Cioffi και Matthew Tannin- απέτυχαν παταγωδώς. Κάθε τράπεζα έφαγε μια ξυλιά στο χέρι, είχε τον ασφαλιστικό φορέα ή τους μετόχους της να φτύνουν μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια – το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας – και προχώρησε. Και οι κυβερνήσεις, πιο πρόσφατα της Νέας Υόρκης, αποφάσισαν να αρμέγουν τις τράπεζες επειδή χρειάζονταν τα απαραίτητα μετρητά αντί να χρεώνουν όσους έσφαλαν.
Μια φορά κι έναν καιρό, οι εισαγγελείς ήταν προσεκτικοί όσον αφορά τις διώξεις κακής οικονομικής συμπεριφοράς της Wall Street. Σύμφωνα με τους Financial Times, κατά τη διάρκεια της κρίσης αποταμιεύσεων και δανείων στα μέσα της δεκαετίας του 1980, περίπου 3.500 τραπεζίτες φυλακίστηκαν για τα παραπτώματά τους. Ακόμα δεν έχω ακούσει μια καλή δικαιολογία γιατί ο αριθμός των επιτυχών διώξεων στον απόηχο της πιο πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης μας παραμένει στο μηδέν.
Antinews
logioshermes
Και αμέσως απαντά: «Όχι από την άποψη της οικονομίας -η οποία παραμένει σε τέλμα με υψηλή ανεργία, χαμηλή ανάπτυξη και άλλες μετασεισμικές δονήσεις- αλλά μάλλον, όταν πρόκειται για μια αυστηρή προσπάθεια να κρατήσουμε τους τραπεζίτες της Γουόλ Στριτ, τους εμπόρους και τα στελέχη υπόλογους, για το ρόλο τους στην πρόκληση της οικονομικής κρίση.
Θα πρέπει να καταφύγουμε σε τέτοιες απλουστευμένες εξηγήσεις, όπως «τα ζωώδη πνεύματα έπαθαν αμόκ» και «αυτά τα πράγματα συμβαίνουν περιστασιακά»; Ή θα πρέπει να συνεχίσουμε να εξαντλούμε τις ανεπαρκείς πολιτικές και νομοθετικές πηγές προσπαθώντας να φτάσουμε στη ρίζα του τι συνέβη και γιατί, με στόχο να θέσουμε τους σωστούς ανθρώπους νομικά και οικονομικά υπεύθυνους; Είναι ένα αίνιγμα, ειδικά δεδομένου ότι πολλοί Αμερικανοί έχουν χάσει τον ενθουσιασμό για τον αγώνα. […] Προς το παρόν, το μήνυμα που εκπέμπουμε διάπλατα είναι το εξής: Δεν θα υπάρξει δικαιοσύνη. Κανείς δεν θα λογοδοτήσει. Ας επιστρέψουμε στο status quo το συντομότερο δυνατό.
Υπάρχουν, όπως ήταν αναμενόμενο, ισχυρές φωνές υπέρ του να προχωρήσουμε. Στο βιβλίο του «Ακούσιες συνέπειες», ο Έντουραντ Κόναρντ, ένας πρώην συνεργάτης του Μιτ Ρόμνεϊ στη Bain Capital (ο οποίος είναι πρόθυμος να πει τα πράγματα που ο Ρόμνεϊ δεν θα τολμούσε και έχει δώσει 1 εκατ. δολάρια σε μια επιτροπή πολιτικής δράσης που υποστηρίζει την εκστρατεία Ρόμνεϊ), υποστηρίζει σθεναρά ότι οι περιστασιακές καταρρεύσεις της αγοράς, όπως το 1929 και το 2008, είναι ένα μικρό τίμημα που πληρώνουμε για ένα σύστημα κατανομής των κεφαλαίων που έχει δημιουργήσει τεράστια ποσά πλούτου, εξαιρετική τεχνική και χρηματοοικονομική καινοτομία, καθώς και ένα σύστημα κινήτρων που επιβραβεύει τους ανθρώπους αδρά για την ανάληψη κινδύνων.
Καλώς ή κακώς, γράφει ο Κόναρντ, αυτή είναι η χώρα που παρήγαγε την Apple, τη Google και το Facebook, από τις πιο γνωστές εταιρίες στον κόσμο. Ο Κόναρντ πιστεύει ότι όσο πιο γρήγορα επιστρέψουμε στα ζωώδη ένστικτα της Wall Street τόσο το καλύτερο. Αυτό σημαίνει μέτρια ρύθμιση, στην καλύτερη περίπτωση, και ένα τέλος σε οποιεσδήποτε προσπάθειες αποφυγής της δικαιοσύνης για εκείνους που είναι προσωπικά υπεύθυνοι για την οικονομική κρίση, επειδή, απλά, «αυτά συμβαίνουν».[…]
Η Wall Street Journal ανέφερε την περασμένη εβδομάδα ότι ενώ εμείς οι υπόλοιποι έχουμε προχωρήσει, όσον αφορά τις λεπτομέρειες του πώς θα μοιάζει, ας πούμε, ο κανόνας Βόλκερ όταν τελικά γραφεί, οι δικηγόροι και οι λομπίστες των εταιρειών της Wall Street θα ξαναεπεξεργάζονται τους κανόνες πάνω από τις ρυθμιστικές αρχές με νέα ένταση. Η JPMorgan Chase και η Goldman Sachs έχουν δαπανήσει, αντίστοιχα, 12,7 εκατ. δολάρια και 8,3 εκατ. δολάρια από το πέρασμα του νόμου «Ντοντ-Φρανκ» τον Ιούλιο του 2010, πολιορκώντας τους νομοθέτες που καταρτίζουν ακόμα τις τελικές ρυθμίσεις. Η Goldman ζήτησε την περασμένη εβδομάδα εξαίρεση για ορισμένες επενδύσεις από τον «κανόνα Βόλκερ», που θα περιορίζει τη συνολική επένδυση της τράπεζας σε hedge funds και private-equity κεφάλαια έως 3% των κεφαλαίων Tier I. Γιατί; Η Goldman βγάζει χρήματα με τη σέσουλα επενδύοντας με αυτόν τον τρόπο.[…]
Κανείς μα κανείς στη Wall Street δεν έχει καταβάλει σοβαρό τίμημα. Η μία ποινική δίωξη –των hedge-fund διαχειριστών της Bear Stearns, Ralph Cioffi και Matthew Tannin- απέτυχαν παταγωδώς. Κάθε τράπεζα έφαγε μια ξυλιά στο χέρι, είχε τον ασφαλιστικό φορέα ή τους μετόχους της να φτύνουν μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια – το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας – και προχώρησε. Και οι κυβερνήσεις, πιο πρόσφατα της Νέας Υόρκης, αποφάσισαν να αρμέγουν τις τράπεζες επειδή χρειάζονταν τα απαραίτητα μετρητά αντί να χρεώνουν όσους έσφαλαν.
Μια φορά κι έναν καιρό, οι εισαγγελείς ήταν προσεκτικοί όσον αφορά τις διώξεις κακής οικονομικής συμπεριφοράς της Wall Street. Σύμφωνα με τους Financial Times, κατά τη διάρκεια της κρίσης αποταμιεύσεων και δανείων στα μέσα της δεκαετίας του 1980, περίπου 3.500 τραπεζίτες φυλακίστηκαν για τα παραπτώματά τους. Ακόμα δεν έχω ακούσει μια καλή δικαιολογία γιατί ο αριθμός των επιτυχών διώξεων στον απόηχο της πιο πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης μας παραμένει στο μηδέν.
Antinews
logioshermes
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Δεν εκδίκασε η Πειθαρχική Επιτροπή
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ