2012-03-22 00:09:10
Ο ήλιος έγερνε πια για τη δύση του. Γέμιζε τον ορίζοντα με κατακόκκινο χρώμα. Τέλειωνε η ημέρα που ο Ράϊχενμπαχ, ο Γερμανός Γκαουλάιτερ της προς πώληση χώρας, μαζί με μια κουστωδία τεχνοκρατών, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στα υπουργεία και στα πρωθυπουργικά γραφεία. Αναλάμβαναν τις πωλήσεις του «έχειν» της πατρίδας. Οι δικοί μας οι πολιτικοί μεσίτες, ούτε και . γι αυτό ήταν άξιοι, ως τους έλεγαν κατάμουτρα οι ευρωπαίοι τοκογλύφοι της κομισιόν. Και οι δικοί μας δεν κοκκίνιζαν, δεν ντρεπόταν ούτε στο ελάχιστο. Μέσα στο μυαλό τους δεν είχαν τίποτα άλλο, εκτός από τα πόσα φράγκα θα οικονομούσαν, μέχρι να τελειώσει κι αυτή η θητεία του κοινοβουλίου.
Στην πλατεία του δημαρχείου, στην πλατεία των αστέγων, των ανέργων και των πεινασμένων, ο Σαρκαστής και ο Φευγάτος…- φευγάτος μέσα στα όνειρα, οράματα και απορίες - καθισμένοι μπροστά στις χαρτόκουτες κουβέντιαζαν ήρεμα, μάλλον πολιτικά, με τέτοια άνεση, λες και ήταν η ώρα του τσαγιού των σερ, των λόρδων και των λοιπών ευγενών, μπροστά στο τζάκι.
- Ρε ‘συ ο Γιωργάκης είναι δωσίλογος; Ρώτησε ο Φευγάτος
- Μόνο αυτός; Αλλά θέλω, έννοια, ετυμολογία…Απάντησε κοφτά ο Σαρκαστής.
- Πάρτη να…δωσίλογος είναι «δώσω + λόγος», ως λέγει ετυμολογικά το λεξικό του Μπαμπινιώτη.
- Κι αν αυτός, μια και είναι σκράπας στα Ελληνικά ψάξει μόνος του, χωρίς βοήθεια μεταφραστή το λεξικό και καταλάβει πως ο δωσίλογος απλά δίνει λόγο και τον τηρεί και δεν μπορέσει να διαβάσει τα παρακάτω περί Γερμανικής κατοχής και τα τοιαύτα, τότε τι γίνεται; Ρώτησε ο Σαρκαστής.
Ο Φευγάτος σκέφτηκε λίγο και είπε:
- Θα πάει με την άνεση της αναισθησίας που τον διακρίνει στο ειδικό δικαστήριο και θα πει «Ναι, είμαι δωσίλογος κύριοι δικαστές, διότι ναι μεν έδωσα λόγο αλλά τον τήρησα, προς τι η κατηγορία»; Δεν θα μείνουν άφωνοι οι δικαστές; Μπορεί και να τον αθωώσουν, διότι το παιδί ίσως δεν είχε καλή μετάφραση, ίσως να του τα έγραψαν και σε γκρίκλις, οπότε δεν είναι ούτε Ελληνικά, αλλά ούτε και Αμερικάνικα…Άρα…Πάρε και την άδεια να ιδρύσεις σχολή για την προετοιμασία ηγετών, αφού το επιθυμείς, εκτός αν θέλεις φροντιστήριο ξένων γλωσσών…γραφείο στοιχημάτων…κάτι τέλος πάντων αρκούντως σοσιαλιστικό…διάλεξε Ο Σαρκαστής τον περιεργάστηκε από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
- Τι έφαγες το μεσημέρι; Ρώτησε.
- Κάτι σαν μανιτάρια.
- Ήμερα ή άγρια;
Ο Φευγάτος έμεινε λίγο σκεφτικός και μετά είπε:
- Άγρια…Είχα αποκοιμηθεί στον ήλιο και βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω μαζί με τον Καρατζαφέρη, τον Σαμαρά, τον Βενιζέλο, τον Παπαδήμο, τον Μητσάρα και εσένα δεν σας είδα, μέσα στο δάσος και ψάχναμε για τρούφες ως νόμιζα. Είχαμε και δυο γουρουνάκια μαζί μας. Τότε τα είδαμε, καμιά εικοσαριά φυτρωμένα μαζί. Είχαν χρώμα κόκκινο και κίτρινο, που γινότανε μπλε και πράσινο. Μια φαίνονταν και μια χάνονταν. Κι όταν αφήσαμε τα γουρουνάκια ελεύθερα, πέσανε πάνω στα μανιτάρια, έφαγαν μερικά και αμέσως άρχισαν να κυλιούνται στο έδαφος και να βγάζουν γρυλισμούς. «Πάει, είπα, δηλητηριάστηκαν, την γλιτώσαμε εμείς» Αυτά είναι είπαν οι πολιτικοί, τα βρήκαμε. Τα φάγανε με βουλιμία γιατί λεει έπρεπε να δυναμώσουν τις παραισθήσεις τους, οράματα τα είπαν, για την σωτηρία της πατρίδος. Δώσανε και σε μένα ένα για να τονώσω τα όνειρά μου, αλλά δεν το πήρα, το αρνήθηκα…
Και γι αυτό τώρα λεω: Μας πήρανε το ψωμί από το τραπέζι. «Θα τσιμπάτε τροφή σαν τα πουλιά μας είπαν». Μετά μας πήρανε το ιερό έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Τώρα μας είπαν: «Αφού δεν έχετε χώμα, δεν χρειάζεστε μήτε τα πόδια». Κι έτσι βρεθήκαμε σαν πουλιά πεινασμένα χωρίς πόδια που δεν μπορούν να καθίσουν στο έδαφος. Είμαστε υποχρεωμένοι να πετάμε μέχρι θανάτου. Ακριβώς όπως το είχε περιγράψει ο Τέννεσι Ουίλιαμς στο έργο του ο Ορφέας στον Άδη.
Και τώρα πετάω. Από εδώ ψηλά τους βλέπω όλους. Δεν μπορούν να μου κρυφτούν. Όπα, ο Ράϊχενμπαχ είναι αυτός; Περπατάει τοίχο - τοίχο, μπαίνει στο γραφείο του Κουτρουμάνη…Ετοιμάσου για κόψιμο υπολοίπων μισθού, σύνταξης, επιδομάτων και εφάπαξ…Τους έπιασα του συνωμότες…Κι αυτά εκεί πάνω…Τρία κοράκια που κάνουν κύκλους…
- Χέστηκα τι θα κάνουν ο Ράϊχενμπάχ με τον Κουτρουμάνη, είπε ο Σαρκαστής, άλλο με τρώει, δυο μονόλεπτα έχω από το περασμένο Φθινόπωρο και δεν μπόρεσα να τα κάνω δυο φράγκα για να μπορέσω να πάω να ψηφίσω τον Βενιζέλο και γι αυτό δεν προσμετρήθηκα…. Όσο για τα κοράκια σου η τρόικα είναι, οσμίστηκαν δανειακά πτώματα και ήρθαν. Αλλά καλύτερα να κατέβεις από το πεζούλι μπας και φας τα μούτρα σου. Μπορεί να σε δει και ο Καμίνης από το παράθυρο και να σε βουτήξει γιατί του χαλάς τη μάντρα με τα μάρμαρα.
- Μα είμαι πουλί, βλέπω τα πάντα από εδώ πάνω. Όπα, να και το Μαράκι.
Μέσα στο σούρουπο, ανάμεσα στους άστεγους, στους άνεργους και στους πεινασμένους της κεντρικής πλατείας, περιφερόταν το Μαράκι, με το λίγο σαλεμένο μυαλό ως νόμιζαν. Έσπρωχνε ένα καρότσι μεγαλομπακάλικου με χιλίων ειδών μαζέματα. Κι όλα τα είχε τακτοποιημένα, πεντακάθαρα και σκεπασμένα με την Ελληνική σημαία.
- Μαράκι πως από ‘δω, ρώτησε ο Φευγάτος.
Το Μαράκι κοντοστάθηκε και χαμογέλασε γλυκά.
- Έβγαλα περίπατο την πατρίδα να ξεσκάσει, είπε ντροπαλά, έρχεται και η 25η Μαρτίου…
- Μα έχουν πουλήσει την πατρίδα, είπε ο Σαρκαστής και μάλιστα σε συμφέρουσα τιμή για τους αγοραστές.
- Αυτά τα κομμάτια τους τα άρπαξα, είναι δικά μου, είπε το Μαράκι.
- Από πού τα έχεις μαζέψει; Ρώτησε ο Φευγάτος.
- Από τον κάδο της ανακύκλωσης, έξω από τη Βουλή. Από μέσα πετάξανε την «Ιλιάδα», την «Οδύσσεια», το «Άξιον Εστί», μια «ζωγραφιά του Θεόφιλου», κι ένα σπασμένο δίσκο με την «Ρωμιοσύνη μη την κλαις» του Μίκη. Ήταν τσαλακωμένα σκισμένα και σκονισμένα. Τα ίσιωσα και τα κόλλησα. Μόνο τον δίσκο δεν μπορώ να φτιάξω, αλλά τον έπλυνα να φύγει η σκόνη. Είπε δυνατά, εκεί που στεκόταν πάνω στην απέραντη πλατεία. Μόλις ξημερώσει, πρόσθεσε, θα πάω την πατρίδα μπροστά στον άγνωστο στρατιώτη, θα της δώσω λίγη χαρά. Θα ταΐσουμε και τα περιστέρια, έχω ψίχουλα στη τσέπη μου, και μετά θα τα δούμε να πετούν ψηλά, πολύ ψηλά. Είπε και αμέσως άρχισε να τραγουδάει:
«Μέσα η καρδιά μου με πονεί, μα δεν ηξεύρω τι έχει
Κάνε πουλί την ετσιμπά, κάνε θηριό την τρώγει,
Κάνε μαχαίρι δίκοπο είναι και τήνε κόβει».
Και ίσιωσε με την τρυφερότητα της μάνας, την άκρη της σημαίας, που την ανασήκωσε το απαλό αεράκι.
Στα μάτια του Σαρκαστή ανέβηκαν δυο δάκρυα. Στα μάτια του Φευγάτου ανέβηκαν δυο δάκρυα.
Πίσω τους ο Μητσάρας πρόβαλε μέσα από το αυτοσχέδιο αντίσκηνο και έτριψε τα μάτια του.
- Φιλάρες, είπε σιγά, κάποιο σκουπιδάκι μου μπήκε.
Και το Μαράκι προχώρησε μέσα στη νύχτα πια, πάνω στην πλατεία, ανάμεσα στους άστεγους, στους άνεργους και στους πεινασμένους, σπρώχνοντας το μεταλλικό καρότσι του μεγαλομπακάλικου, γεμάτο με λογιών - λογιών μαζέματα, τακτοποιημένα και πεντακάθαρα, όλα σκεπασμένα με την ελληνική σημαία.
Και πιο πέρα ο Ράϊχενμπαχ βάδιζε τοίχο – τοίχο πηγαίνοντας για άλλο υπουργείο, ενώ τα τρία κοράκια συνέχιζαν να φέρνουν γύρους και να κράζουν, ακόμα και μέσα στη νύχτα.
Νίκος Καραγιάννης Ksipnistere
Στην πλατεία του δημαρχείου, στην πλατεία των αστέγων, των ανέργων και των πεινασμένων, ο Σαρκαστής και ο Φευγάτος…- φευγάτος μέσα στα όνειρα, οράματα και απορίες - καθισμένοι μπροστά στις χαρτόκουτες κουβέντιαζαν ήρεμα, μάλλον πολιτικά, με τέτοια άνεση, λες και ήταν η ώρα του τσαγιού των σερ, των λόρδων και των λοιπών ευγενών, μπροστά στο τζάκι.
- Ρε ‘συ ο Γιωργάκης είναι δωσίλογος; Ρώτησε ο Φευγάτος
- Μόνο αυτός; Αλλά θέλω, έννοια, ετυμολογία…Απάντησε κοφτά ο Σαρκαστής.
- Πάρτη να…δωσίλογος είναι «δώσω + λόγος», ως λέγει ετυμολογικά το λεξικό του Μπαμπινιώτη.
- Κι αν αυτός, μια και είναι σκράπας στα Ελληνικά ψάξει μόνος του, χωρίς βοήθεια μεταφραστή το λεξικό και καταλάβει πως ο δωσίλογος απλά δίνει λόγο και τον τηρεί και δεν μπορέσει να διαβάσει τα παρακάτω περί Γερμανικής κατοχής και τα τοιαύτα, τότε τι γίνεται; Ρώτησε ο Σαρκαστής.
Ο Φευγάτος σκέφτηκε λίγο και είπε:
- Θα πάει με την άνεση της αναισθησίας που τον διακρίνει στο ειδικό δικαστήριο και θα πει «Ναι, είμαι δωσίλογος κύριοι δικαστές, διότι ναι μεν έδωσα λόγο αλλά τον τήρησα, προς τι η κατηγορία»; Δεν θα μείνουν άφωνοι οι δικαστές; Μπορεί και να τον αθωώσουν, διότι το παιδί ίσως δεν είχε καλή μετάφραση, ίσως να του τα έγραψαν και σε γκρίκλις, οπότε δεν είναι ούτε Ελληνικά, αλλά ούτε και Αμερικάνικα…Άρα…Πάρε και την άδεια να ιδρύσεις σχολή για την προετοιμασία ηγετών, αφού το επιθυμείς, εκτός αν θέλεις φροντιστήριο ξένων γλωσσών…γραφείο στοιχημάτων…κάτι τέλος πάντων αρκούντως σοσιαλιστικό…διάλεξε Ο Σαρκαστής τον περιεργάστηκε από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
- Τι έφαγες το μεσημέρι; Ρώτησε.
- Κάτι σαν μανιτάρια.
- Ήμερα ή άγρια;
Ο Φευγάτος έμεινε λίγο σκεφτικός και μετά είπε:
- Άγρια…Είχα αποκοιμηθεί στον ήλιο και βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω μαζί με τον Καρατζαφέρη, τον Σαμαρά, τον Βενιζέλο, τον Παπαδήμο, τον Μητσάρα και εσένα δεν σας είδα, μέσα στο δάσος και ψάχναμε για τρούφες ως νόμιζα. Είχαμε και δυο γουρουνάκια μαζί μας. Τότε τα είδαμε, καμιά εικοσαριά φυτρωμένα μαζί. Είχαν χρώμα κόκκινο και κίτρινο, που γινότανε μπλε και πράσινο. Μια φαίνονταν και μια χάνονταν. Κι όταν αφήσαμε τα γουρουνάκια ελεύθερα, πέσανε πάνω στα μανιτάρια, έφαγαν μερικά και αμέσως άρχισαν να κυλιούνται στο έδαφος και να βγάζουν γρυλισμούς. «Πάει, είπα, δηλητηριάστηκαν, την γλιτώσαμε εμείς» Αυτά είναι είπαν οι πολιτικοί, τα βρήκαμε. Τα φάγανε με βουλιμία γιατί λεει έπρεπε να δυναμώσουν τις παραισθήσεις τους, οράματα τα είπαν, για την σωτηρία της πατρίδος. Δώσανε και σε μένα ένα για να τονώσω τα όνειρά μου, αλλά δεν το πήρα, το αρνήθηκα…
Και γι αυτό τώρα λεω: Μας πήρανε το ψωμί από το τραπέζι. «Θα τσιμπάτε τροφή σαν τα πουλιά μας είπαν». Μετά μας πήρανε το ιερό έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Τώρα μας είπαν: «Αφού δεν έχετε χώμα, δεν χρειάζεστε μήτε τα πόδια». Κι έτσι βρεθήκαμε σαν πουλιά πεινασμένα χωρίς πόδια που δεν μπορούν να καθίσουν στο έδαφος. Είμαστε υποχρεωμένοι να πετάμε μέχρι θανάτου. Ακριβώς όπως το είχε περιγράψει ο Τέννεσι Ουίλιαμς στο έργο του ο Ορφέας στον Άδη.
Και τώρα πετάω. Από εδώ ψηλά τους βλέπω όλους. Δεν μπορούν να μου κρυφτούν. Όπα, ο Ράϊχενμπαχ είναι αυτός; Περπατάει τοίχο - τοίχο, μπαίνει στο γραφείο του Κουτρουμάνη…Ετοιμάσου για κόψιμο υπολοίπων μισθού, σύνταξης, επιδομάτων και εφάπαξ…Τους έπιασα του συνωμότες…Κι αυτά εκεί πάνω…Τρία κοράκια που κάνουν κύκλους…
- Χέστηκα τι θα κάνουν ο Ράϊχενμπάχ με τον Κουτρουμάνη, είπε ο Σαρκαστής, άλλο με τρώει, δυο μονόλεπτα έχω από το περασμένο Φθινόπωρο και δεν μπόρεσα να τα κάνω δυο φράγκα για να μπορέσω να πάω να ψηφίσω τον Βενιζέλο και γι αυτό δεν προσμετρήθηκα…. Όσο για τα κοράκια σου η τρόικα είναι, οσμίστηκαν δανειακά πτώματα και ήρθαν. Αλλά καλύτερα να κατέβεις από το πεζούλι μπας και φας τα μούτρα σου. Μπορεί να σε δει και ο Καμίνης από το παράθυρο και να σε βουτήξει γιατί του χαλάς τη μάντρα με τα μάρμαρα.
- Μα είμαι πουλί, βλέπω τα πάντα από εδώ πάνω. Όπα, να και το Μαράκι.
Μέσα στο σούρουπο, ανάμεσα στους άστεγους, στους άνεργους και στους πεινασμένους της κεντρικής πλατείας, περιφερόταν το Μαράκι, με το λίγο σαλεμένο μυαλό ως νόμιζαν. Έσπρωχνε ένα καρότσι μεγαλομπακάλικου με χιλίων ειδών μαζέματα. Κι όλα τα είχε τακτοποιημένα, πεντακάθαρα και σκεπασμένα με την Ελληνική σημαία.
- Μαράκι πως από ‘δω, ρώτησε ο Φευγάτος.
Το Μαράκι κοντοστάθηκε και χαμογέλασε γλυκά.
- Έβγαλα περίπατο την πατρίδα να ξεσκάσει, είπε ντροπαλά, έρχεται και η 25η Μαρτίου…
- Μα έχουν πουλήσει την πατρίδα, είπε ο Σαρκαστής και μάλιστα σε συμφέρουσα τιμή για τους αγοραστές.
- Αυτά τα κομμάτια τους τα άρπαξα, είναι δικά μου, είπε το Μαράκι.
- Από πού τα έχεις μαζέψει; Ρώτησε ο Φευγάτος.
- Από τον κάδο της ανακύκλωσης, έξω από τη Βουλή. Από μέσα πετάξανε την «Ιλιάδα», την «Οδύσσεια», το «Άξιον Εστί», μια «ζωγραφιά του Θεόφιλου», κι ένα σπασμένο δίσκο με την «Ρωμιοσύνη μη την κλαις» του Μίκη. Ήταν τσαλακωμένα σκισμένα και σκονισμένα. Τα ίσιωσα και τα κόλλησα. Μόνο τον δίσκο δεν μπορώ να φτιάξω, αλλά τον έπλυνα να φύγει η σκόνη. Είπε δυνατά, εκεί που στεκόταν πάνω στην απέραντη πλατεία. Μόλις ξημερώσει, πρόσθεσε, θα πάω την πατρίδα μπροστά στον άγνωστο στρατιώτη, θα της δώσω λίγη χαρά. Θα ταΐσουμε και τα περιστέρια, έχω ψίχουλα στη τσέπη μου, και μετά θα τα δούμε να πετούν ψηλά, πολύ ψηλά. Είπε και αμέσως άρχισε να τραγουδάει:
«Μέσα η καρδιά μου με πονεί, μα δεν ηξεύρω τι έχει
Κάνε πουλί την ετσιμπά, κάνε θηριό την τρώγει,
Κάνε μαχαίρι δίκοπο είναι και τήνε κόβει».
Και ίσιωσε με την τρυφερότητα της μάνας, την άκρη της σημαίας, που την ανασήκωσε το απαλό αεράκι.
Στα μάτια του Σαρκαστή ανέβηκαν δυο δάκρυα. Στα μάτια του Φευγάτου ανέβηκαν δυο δάκρυα.
Πίσω τους ο Μητσάρας πρόβαλε μέσα από το αυτοσχέδιο αντίσκηνο και έτριψε τα μάτια του.
- Φιλάρες, είπε σιγά, κάποιο σκουπιδάκι μου μπήκε.
Και το Μαράκι προχώρησε μέσα στη νύχτα πια, πάνω στην πλατεία, ανάμεσα στους άστεγους, στους άνεργους και στους πεινασμένους, σπρώχνοντας το μεταλλικό καρότσι του μεγαλομπακάλικου, γεμάτο με λογιών - λογιών μαζέματα, τακτοποιημένα και πεντακάθαρα, όλα σκεπασμένα με την ελληνική σημαία.
Και πιο πέρα ο Ράϊχενμπαχ βάδιζε τοίχο – τοίχο πηγαίνοντας για άλλο υπουργείο, ενώ τα τρία κοράκια συνέχιζαν να φέρνουν γύρους και να κράζουν, ακόμα και μέσα στη νύχτα.
Νίκος Καραγιάννης Ksipnistere
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μπήκε για τα καλά η Άνοιξη
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στην Κωσταντινούπολη ο Γ.Παπανδρέου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ