2012-11-02 08:13:33
Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης
Τον Σεπτέμβριο του 1944, πέρα απ’ τις δραματικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας που προοιωνίζονταν ότι η πολυπόθητη απελευθέρωση θα ακολουθούνταν από μια πολύ δύσκολη και επώδυνη περίοδο, είχαμε επιπλέον και εξελίξεις στη βαλκανική χερσόνησο, οι οποίες άνοιγαν άλλες πληγές. Ήταν τότε που οι Βούλγαροι κομμουνιστές ήλθαν στην εξουσία και μαζί με τους συντρόφους τους της Γιουγκοσλαβίας κατέστησαν το Μακεδονικό ως κεντρικό ζήτημα.
Η θέση του Τίτο ήταν γνωστή και, λίγες εβδομάδες αργότερα, στις αρχές του Νοεμβρίου, γινόταν επίσημα λόγος για τη «Μακεδονία του Αιγαίου», η οποία θα ενωνόταν με την επαρχία του Πιρίν σε ένα ομόσπονδο κράτος. Ωστόσο, υπήρχαν σοβαρές «συντροφικές» διαφορές ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία σχετικά με τη μορφή της ομοσπονδίας.
Από τη μεριά τους, η αμερικανική και η βρετανική πλευρά – εννοείται και ο Στάλιν – παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις διάφορες κινήσεις που προσέβλεπαν σε μια «αυτόνομη» Μακεδονία
. Η Βρετανία δεν έβλεπε με κακό μάτι την ίδρυση μιας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας, ωστόσο δεν ήθελε να προσαρτηθούν βουλγαρικά και ελληνικά εδάφη σε αυτήν, με το επιχείρημα ότι αυτές οι περιοχές ήταν «μακεδονικές». Η αμερικανική πλευρά, από την μεριά της, θεωρούσε μεγάλες ανοησίες τα περί εθνικής «μακεδονικής συνείδησης» και «μακεδονικής εθνότητας και κράτους», και πίσω από όλες αυτές τις ορολογίες εκτιμούσε ότι κρύβονταν συγκαλυμμένες επιθετικές διαθέσεις εναντίον της χώρας μας.
Έτσι, η αμερικανική πολιτική ήταν αντίθετη με κάθε αναβίωση του λεγόμενου «μακεδονικού ζητήματος». Οι Αμερικανοί ξεκάθαρα τόνιζαν ότι το ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας κατοικούνταν από αμιγώς ελληνικό πληθυσμό και ότι ο ελληνικός λαός στην απόλυτη πλειονότητά του ήταν ενάντιος στην ιδέα της δημιουργίας ενός ξεχωριστού μακεδονικού κράτους. Μάλιστα, οι αμερικανικές υπηρεσίες εκτιμούσαν ότι η Γιουγκοσλαβία δεν θα τολμούσε ποτέ μια επίθεση εναντίον της Ελλάδας, ωστόσο δεν ήταν αντίθετες στο να ενθαρρύνουν διάφορους σλαβόφωνους να δημιουργούν προβλήματα με απώτερο σκοπό να κρατούν το θέμα της ένωσής τους με τη μητέρα Γιουγκοσλαβία ανοιχτό.
Το 1945, μάλιστα, η Γιουγκοσλαβία πίεζε την ελληνική πλευρά για επανασύσταση της γιουγκοσλαβικής ελεύθερης ζώνης στη Θεσσαλονίκη. Οι Γιουγκοσλάβοι έφτασαν στο σημείο να ζητήσουν από την Ελλάδα με τα εντελώς άδεια ταμεία να κατασκευάσει σιδηροδρομική γραμμή που να ενώνει τη Θεσσαλονίκη με τα γιουγκοσλαβικά σύνορα! Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Τίτο ασκούσε μεγάλη πίεση προς την Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι ελληνικές αρχές να ανησυχήσουν ιδιαίτερα, μετά δε και την προσάρτηση της Β. Τρανσυλβανίας στη Ρουμανία – υπό την επιδοκιμασία της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Τίτο έφτασε στο σημείο να δηλώσει στους «New York Times», από τη Μόσχα, ότι «εάν οι Μακεδόνες των ελληνικών περιοχών εκφράσουν την επιθυμία να ενωθούν με τους υπόλοιπους Μακεδόνες, η Γιουγκοσλαβία δεν θα αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τις επιθυμίες τους».
Η δήλωση αυτή από σοβιετικού εδάφους ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών στην Ελλάδα, αναγκάζοντας για άλλη μια φορά τους κομμουνιστές ηγέτες να δηλώσουν στις 21 Απριλίου του 1945 ότι θεωρούσαν τη Μακεδονία και τη Θράκη αδιαίρετα τμήματα της Ελλάδας. Το πρόβλημα των βορείων συνόρων υπήρξε – και όχι άδικα – κυρίαρχο στην εξωτερική πολιτική της χώρας και έμεινε στην Ιστορία σαν «ο από Βορράν κίνδυνος». Από την άλλη, οι συμβουλές των Αγγλοαμερικανών ότι… δεν τρέχει και τίποτα να δοθούν λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα από τη βουλγαρική πλευρά των συνόρων, δημιουργούσε στην ελληνική κυβέρνηση νευρική κρίση και αισθήματα απελπισίας λόγω της πλήρους αδυναμίας της χώρας να προστατέψει με ίδια μέσα τα συμφέροντά της.
Το δε κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι στην υπόθεση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων η Σοβιετική Ένωση στήριζε τις βουλγαρικές θέσεις. Μάλιστα, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, η σοβιετική κυβέρνηση ανακάλεσε χωρίς λόγο τον πρεσβευτή της και τον Απρίλιο συγκέντρωσε στα σύνορα της Θράκης στρατιωτικές μονάδες. Ο δε σοβιετικός Τύπος λυσσομανούσε κατά της Ελλάδας. Η ελληνική κυβέρνηση ανησύχησε ιδιαίτερα με τη στάση των Σοβιετικών, η οποία επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1945.
Οι ενέργειες των Βρετανών πριν από τα Δεκεμβριανά
Ο τρόπος με τον οποίο η σοβιετική πλευρά έθετε σε πράξη την πολιτική της έναντι της χώρας μας, προβλημάτισε τους Αμερικανούς, που παρατήρησαν με ανησυχία ότι άλλαξε η «σωστή» στάση που είχε επιδείξει στα Δεκεμβριανά του ’44 η Σοβιετική Ένωση σχετικά με την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, στις 21 Σεπτεμβρίου του 1944, ο Βρετανός πρέσβης στη Μόσχα ενημέρωσε τη σοβιετική ηγεσία ότι η Μεγάλη Βρετανία προτίθεται να αποστείλει στρατό στην Ελλάδα. Μάλιστα τόνισε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έτρεφαν οι Βρετανοί για τη χώρα μας. Ο Βρετανός πρέσβης ζήτησε επιπλέον με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη διαβεβαίωση της Μόσχας ότι δεν θα απέστελλε στη χώρα μας σοβιετικά στρατεύματα, παρά μόνο έπειτα από συμφωνία με τη βρετανική πλευρά.
Προς έκπληξη των Βρετανών, οι Σοβιετικοί τούς ενημέρωσαν ότι έτσι κι αλλιώς δεν είχαν καμιά πρόθεση να στείλουν δυνάμεις στην Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός Τσώρτσιλ κατόρθωσε με τη Συμφωνία της Καζέρτας (24 Σεπτεμβρίου 1944) να θέσει κάτω από τον έλεγχο των δυνάμεών του όλες τις αντάρτικες δυνάμεις της Ελλάδας καθώς και τον ελληνικό στρατό της Μ. Ανατολής, διατηρούσε πάντα τον φόβο ότι οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ θα επιχειρήσουν να καταλάβουν το κενό που θα άφηνε πίσω της η γερμανική υποχώρηση. Ο Τσώρτσιλ θεωρούσε ότι έπρεπε να εξασφαλίσει εκ των προτέρων την ανοχή της Σοβιετικής Ένωσης, τα στρατεύματα της οποίας ήταν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, ενώ στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη βρισκόταν ολόκληρο σώμα του πρώην κατοχικού και νυν συμμαχικού βουλγαρικού στρατού.
Για να πετύχει τις διασφαλίσεις που ήθελε, πηγαίνει ο ίδιος στη Μόσχα στις 8 Οκτωβρίου και κλείνει την περίφημη συμφωνία για τις σφαίρες επιρροής στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η συμφωνία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να αποκαταστήσει η Ελλάδα τα προηγούμενα σύνορά της. Ο Στάλιν διέταξε τα βουλγαρικά στρατεύματα να αποχωρήσουν από τη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία. Οι τελευταίες μονάδες των βουλγαρικών στρατευμάτων εγκατέλειψαν αυτές τις δυο περιοχές στις 25 Οκτωβρίου 1944.
Η θέση του ΚΚΕ
Από τη μεριά τους, οι Έλληνες κομμουνιστές επιθυμούσαν τη σύναψη στενών σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση και την εγκαθίδρυση στη χώρα καθεστώτος λαϊκής δημοκρατίας η οποία θα έλυνε όλα της τα προβλήματα. Επίσης, πίστευαν ότι η μοναδική εγγύηση για τη δίκαιη επίλυση των εθνικών μας αιτημάτων ήταν η Σοβιετική Ένωση. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του Ζαχαριάδη μετά τη λήξη της 12ης ολομέλειας του ΚΚΕ (25-27 Ιουνίου 1945). Ο Ζαχαριάδης, σύμφωνα με τη δήλωσή του, θεωρούσε πως η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να αναγνωρίσει τη «μακεδονική μειονότητα» Αυτές οι δηλώσεις, σε συνδυασμό με τα σχέδια του Τίτο για αυτόνομη Μακεδονία, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, περιέπλεξαν δραματικά την κατάσταση στις εθνικές μας υποθέσεις.
InfoGnomon
Τον Σεπτέμβριο του 1944, πέρα απ’ τις δραματικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας που προοιωνίζονταν ότι η πολυπόθητη απελευθέρωση θα ακολουθούνταν από μια πολύ δύσκολη και επώδυνη περίοδο, είχαμε επιπλέον και εξελίξεις στη βαλκανική χερσόνησο, οι οποίες άνοιγαν άλλες πληγές. Ήταν τότε που οι Βούλγαροι κομμουνιστές ήλθαν στην εξουσία και μαζί με τους συντρόφους τους της Γιουγκοσλαβίας κατέστησαν το Μακεδονικό ως κεντρικό ζήτημα.
Η θέση του Τίτο ήταν γνωστή και, λίγες εβδομάδες αργότερα, στις αρχές του Νοεμβρίου, γινόταν επίσημα λόγος για τη «Μακεδονία του Αιγαίου», η οποία θα ενωνόταν με την επαρχία του Πιρίν σε ένα ομόσπονδο κράτος. Ωστόσο, υπήρχαν σοβαρές «συντροφικές» διαφορές ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία σχετικά με τη μορφή της ομοσπονδίας.
Από τη μεριά τους, η αμερικανική και η βρετανική πλευρά – εννοείται και ο Στάλιν – παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις διάφορες κινήσεις που προσέβλεπαν σε μια «αυτόνομη» Μακεδονία
Έτσι, η αμερικανική πολιτική ήταν αντίθετη με κάθε αναβίωση του λεγόμενου «μακεδονικού ζητήματος». Οι Αμερικανοί ξεκάθαρα τόνιζαν ότι το ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας κατοικούνταν από αμιγώς ελληνικό πληθυσμό και ότι ο ελληνικός λαός στην απόλυτη πλειονότητά του ήταν ενάντιος στην ιδέα της δημιουργίας ενός ξεχωριστού μακεδονικού κράτους. Μάλιστα, οι αμερικανικές υπηρεσίες εκτιμούσαν ότι η Γιουγκοσλαβία δεν θα τολμούσε ποτέ μια επίθεση εναντίον της Ελλάδας, ωστόσο δεν ήταν αντίθετες στο να ενθαρρύνουν διάφορους σλαβόφωνους να δημιουργούν προβλήματα με απώτερο σκοπό να κρατούν το θέμα της ένωσής τους με τη μητέρα Γιουγκοσλαβία ανοιχτό.
Το 1945, μάλιστα, η Γιουγκοσλαβία πίεζε την ελληνική πλευρά για επανασύσταση της γιουγκοσλαβικής ελεύθερης ζώνης στη Θεσσαλονίκη. Οι Γιουγκοσλάβοι έφτασαν στο σημείο να ζητήσουν από την Ελλάδα με τα εντελώς άδεια ταμεία να κατασκευάσει σιδηροδρομική γραμμή που να ενώνει τη Θεσσαλονίκη με τα γιουγκοσλαβικά σύνορα! Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Τίτο ασκούσε μεγάλη πίεση προς την Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι ελληνικές αρχές να ανησυχήσουν ιδιαίτερα, μετά δε και την προσάρτηση της Β. Τρανσυλβανίας στη Ρουμανία – υπό την επιδοκιμασία της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Τίτο έφτασε στο σημείο να δηλώσει στους «New York Times», από τη Μόσχα, ότι «εάν οι Μακεδόνες των ελληνικών περιοχών εκφράσουν την επιθυμία να ενωθούν με τους υπόλοιπους Μακεδόνες, η Γιουγκοσλαβία δεν θα αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τις επιθυμίες τους».
Η δήλωση αυτή από σοβιετικού εδάφους ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών στην Ελλάδα, αναγκάζοντας για άλλη μια φορά τους κομμουνιστές ηγέτες να δηλώσουν στις 21 Απριλίου του 1945 ότι θεωρούσαν τη Μακεδονία και τη Θράκη αδιαίρετα τμήματα της Ελλάδας. Το πρόβλημα των βορείων συνόρων υπήρξε – και όχι άδικα – κυρίαρχο στην εξωτερική πολιτική της χώρας και έμεινε στην Ιστορία σαν «ο από Βορράν κίνδυνος». Από την άλλη, οι συμβουλές των Αγγλοαμερικανών ότι… δεν τρέχει και τίποτα να δοθούν λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα από τη βουλγαρική πλευρά των συνόρων, δημιουργούσε στην ελληνική κυβέρνηση νευρική κρίση και αισθήματα απελπισίας λόγω της πλήρους αδυναμίας της χώρας να προστατέψει με ίδια μέσα τα συμφέροντά της.
Το δε κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι στην υπόθεση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων η Σοβιετική Ένωση στήριζε τις βουλγαρικές θέσεις. Μάλιστα, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, η σοβιετική κυβέρνηση ανακάλεσε χωρίς λόγο τον πρεσβευτή της και τον Απρίλιο συγκέντρωσε στα σύνορα της Θράκης στρατιωτικές μονάδες. Ο δε σοβιετικός Τύπος λυσσομανούσε κατά της Ελλάδας. Η ελληνική κυβέρνηση ανησύχησε ιδιαίτερα με τη στάση των Σοβιετικών, η οποία επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1945.
Οι ενέργειες των Βρετανών πριν από τα Δεκεμβριανά
Ο τρόπος με τον οποίο η σοβιετική πλευρά έθετε σε πράξη την πολιτική της έναντι της χώρας μας, προβλημάτισε τους Αμερικανούς, που παρατήρησαν με ανησυχία ότι άλλαξε η «σωστή» στάση που είχε επιδείξει στα Δεκεμβριανά του ’44 η Σοβιετική Ένωση σχετικά με την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, στις 21 Σεπτεμβρίου του 1944, ο Βρετανός πρέσβης στη Μόσχα ενημέρωσε τη σοβιετική ηγεσία ότι η Μεγάλη Βρετανία προτίθεται να αποστείλει στρατό στην Ελλάδα. Μάλιστα τόνισε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έτρεφαν οι Βρετανοί για τη χώρα μας. Ο Βρετανός πρέσβης ζήτησε επιπλέον με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη διαβεβαίωση της Μόσχας ότι δεν θα απέστελλε στη χώρα μας σοβιετικά στρατεύματα, παρά μόνο έπειτα από συμφωνία με τη βρετανική πλευρά.
Προς έκπληξη των Βρετανών, οι Σοβιετικοί τούς ενημέρωσαν ότι έτσι κι αλλιώς δεν είχαν καμιά πρόθεση να στείλουν δυνάμεις στην Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός Τσώρτσιλ κατόρθωσε με τη Συμφωνία της Καζέρτας (24 Σεπτεμβρίου 1944) να θέσει κάτω από τον έλεγχο των δυνάμεών του όλες τις αντάρτικες δυνάμεις της Ελλάδας καθώς και τον ελληνικό στρατό της Μ. Ανατολής, διατηρούσε πάντα τον φόβο ότι οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ θα επιχειρήσουν να καταλάβουν το κενό που θα άφηνε πίσω της η γερμανική υποχώρηση. Ο Τσώρτσιλ θεωρούσε ότι έπρεπε να εξασφαλίσει εκ των προτέρων την ανοχή της Σοβιετικής Ένωσης, τα στρατεύματα της οποίας ήταν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, ενώ στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη βρισκόταν ολόκληρο σώμα του πρώην κατοχικού και νυν συμμαχικού βουλγαρικού στρατού.
Για να πετύχει τις διασφαλίσεις που ήθελε, πηγαίνει ο ίδιος στη Μόσχα στις 8 Οκτωβρίου και κλείνει την περίφημη συμφωνία για τις σφαίρες επιρροής στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η συμφωνία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να αποκαταστήσει η Ελλάδα τα προηγούμενα σύνορά της. Ο Στάλιν διέταξε τα βουλγαρικά στρατεύματα να αποχωρήσουν από τη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία. Οι τελευταίες μονάδες των βουλγαρικών στρατευμάτων εγκατέλειψαν αυτές τις δυο περιοχές στις 25 Οκτωβρίου 1944.
Η θέση του ΚΚΕ
Από τη μεριά τους, οι Έλληνες κομμουνιστές επιθυμούσαν τη σύναψη στενών σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση και την εγκαθίδρυση στη χώρα καθεστώτος λαϊκής δημοκρατίας η οποία θα έλυνε όλα της τα προβλήματα. Επίσης, πίστευαν ότι η μοναδική εγγύηση για τη δίκαιη επίλυση των εθνικών μας αιτημάτων ήταν η Σοβιετική Ένωση. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του Ζαχαριάδη μετά τη λήξη της 12ης ολομέλειας του ΚΚΕ (25-27 Ιουνίου 1945). Ο Ζαχαριάδης, σύμφωνα με τη δήλωσή του, θεωρούσε πως η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να αναγνωρίσει τη «μακεδονική μειονότητα» Αυτές οι δηλώσεις, σε συνδυασμό με τα σχέδια του Τίτο για αυτόνομη Μακεδονία, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, περιέπλεξαν δραματικά την κατάσταση στις εθνικές μας υποθέσεις.
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πάτρα: Ιερά αγρυπνία σήμερα στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου Λάγγουρα
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Είναι τέλειο για το χέρι το iPad mini;
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ