2012-03-22 18:45:05
Αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο ο αριθμός των ελληνικών επιχειρήσεων που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις έγκαιρα και αποτελεσματικά. Η παρατεταμένη ύφεση απειλεί τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και ενισχύει τα ποσοστά ασυνέπειας και πτώχευσης. Σύμφωνα με μελέτη της ICAP, 6 στις 10 εταιρείες τη διετία 2010-2011 επιδείνωσαν την πιστοληπτική ικανότητά τους έστω και κατά μία διαβάθμιση. Πρόκειται για 128.940 επιχειρήσεις επί συνόλου 218.877 (ποσοστό 58,91%) που εξέτασε η μελέτη της ICAP, οι οποίες είτε πτώχευσαν είτε καθυστερούν τις πληρωμές τους.
Εκτός από το ευρύτερο μακρο-οικονομικό περιβάλλον, αρνητικό αντίκτυπο στην πιστοληπτική ικανότητα μιας επιχείρησης έχει και η εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών της. Συγκεκριμένα, κοινά χαρακτηριστικά των εταιρειών των οποίων η πιστοληπτική ικανότητα υποβαθμίστηκε είναι η πτωτική πορεία των εσόδων και των κερδών, οι δυσκολίες στην είσπραξη των απαιτήσεων, η αύξηση των υποχρεώσεων και των χρηματο-οικονομικών εξόδων.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες επιδείνωσαν την πιστοληπτική τους ικανότητα εμφάνισαν: μείωση του περιθωρίου καθαρού κέρδους κατά 82%, μείωση της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων κατά 86%, μείωση του περιθωρίου μεικτού κέρδους κατά 5%, μείωση της κάλυψης χρηματοοικονομικών εξόδων κατά 35%, αύξηση του μέσου όρου είσπραξης απαιτήσεων κατά 35% και αύξηση του μέσου όρου προθεσμίας εξόφλησης προμηθευτών κατά 20%.
Αναλογικά, για καθεμία επιχείρηση της οποίας η πιστοληπτική ικανότητα αναβαθμίστηκε αντιστοιχούν 4,87 επιχειρήσεις των οποίων η πιστοληπτική ικανότητα επιδεινώθηκε. Χαρακτηριστικό του μεγέθους και της εκτεταμένης κλίμακας των επιπτώσεων της κρίσης είναι το γεγονός ότι η επιδείνωση αφορά το σύνολο των επιμέρους τομέων δραστηριότητας, με τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, οι οποίες παραδοσιακά εμφάνιζαν υψηλότερη πιστοληπτική ικανότητα, να καταγράφουν τη σημαντικότερη επιδείνωση ακολουθούμενες από το εμπόριο και τη βιομηχανία.
Πιο συγκεκριμένα: το ποσοστό των βιομηχανικών επιχειρήσεων που επιδείνωσαν την πιστοληπτική τους ικανότητα υπολογίζεται στο 53,59% έναντι του 13,54% των εταιρειών που τη βελτίωσαν. Ο λόγος υποβαθμίσεων προς αναβαθμίσεις υπολογίζεται στο 3,96:1. Το ποσοστό των εμπορικών επιχειρήσεων που επιδείνωσαν την πιστοληπτική τους ικανότητα υπολογίζεται στο 58,07% έναντι του 12,73% των εταιρειών που τη βελτίωσαν. Ο λόγος υποβαθμίσεων προς αναβαθμίσεις υπολογίζεται στο 4,56:1. Το ποσοστό των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών που επιδείνωσαν την πιστοληπτική τους ικανότητα υπολογίζεται στο 68,16% έναντι του 8,88% των εταιρειών που τη βελτίωσαν. Ο λόγος υποβαθμίσεων προς αναβαθμίσεις υπολογίζεται στο 7,68:1.
Υπογραμμίζεται ότι τα παραπάνω συμπεράσματα αποτυπώνουν την εξέλιξη των εν λόγω μεγεθών βάσει ισολογισμών χρήσης 2009 και 2010, γι' αυτό και η ΙCAP επισημαίνει ότι όσο η οικονομική ύφεση είναι σε εξέλιξη τόσο θα επιβαρύνεται η πιστοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων, ακόμα και εκείνων που είχαν εμφανίσει μεγαλύτερες αντιστάσεις κατά την περίοδο αναφοράς της μελέτης.
Το μέσο ποσοστό ασυνέπειας που εμφάνισαν οι ελληνικές επιχειρήσεις την περίοδο 2003-2009 υπολογίζεται στο 3,56%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό την περίοδο 2010-2011 ανέρχεται στο 10%.
Η σημαντική αύξηση κατά 181% αποτυπώνει την αύξηση του πιστωτικού κινδύνου στην επιχειρηματική αγορά ως συνέπεια της οικονομικής ύφεσης, της πτώσης της κατανάλωσης και των δυσκολιών άντλησης χρηματοδότησης.
Η ανοδική τάση της ασυνέπειας επιβεβαιώνεται σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας, του εμπορίου και των υπηρεσιών. Πιο συγκεκριμένα: Οι ασυνεπείς επιχειρήσεις της βιομηχανίας αυξήθηκαν κατά 166,09%, οι ασυνεπείς επιχειρήσεις του εμπορίου αυξήθηκαν κατά 226,95% και οι ασυνεπείς επιχειρήσεις των υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 143,31%. Press-GR
Εκτός από το ευρύτερο μακρο-οικονομικό περιβάλλον, αρνητικό αντίκτυπο στην πιστοληπτική ικανότητα μιας επιχείρησης έχει και η εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών της. Συγκεκριμένα, κοινά χαρακτηριστικά των εταιρειών των οποίων η πιστοληπτική ικανότητα υποβαθμίστηκε είναι η πτωτική πορεία των εσόδων και των κερδών, οι δυσκολίες στην είσπραξη των απαιτήσεων, η αύξηση των υποχρεώσεων και των χρηματο-οικονομικών εξόδων.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες επιδείνωσαν την πιστοληπτική τους ικανότητα εμφάνισαν: μείωση του περιθωρίου καθαρού κέρδους κατά 82%, μείωση της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων κατά 86%, μείωση του περιθωρίου μεικτού κέρδους κατά 5%, μείωση της κάλυψης χρηματοοικονομικών εξόδων κατά 35%, αύξηση του μέσου όρου είσπραξης απαιτήσεων κατά 35% και αύξηση του μέσου όρου προθεσμίας εξόφλησης προμηθευτών κατά 20%.
Αναλογικά, για καθεμία επιχείρηση της οποίας η πιστοληπτική ικανότητα αναβαθμίστηκε αντιστοιχούν 4,87 επιχειρήσεις των οποίων η πιστοληπτική ικανότητα επιδεινώθηκε. Χαρακτηριστικό του μεγέθους και της εκτεταμένης κλίμακας των επιπτώσεων της κρίσης είναι το γεγονός ότι η επιδείνωση αφορά το σύνολο των επιμέρους τομέων δραστηριότητας, με τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, οι οποίες παραδοσιακά εμφάνιζαν υψηλότερη πιστοληπτική ικανότητα, να καταγράφουν τη σημαντικότερη επιδείνωση ακολουθούμενες από το εμπόριο και τη βιομηχανία.
Πιο συγκεκριμένα: το ποσοστό των βιομηχανικών επιχειρήσεων που επιδείνωσαν την πιστοληπτική τους ικανότητα υπολογίζεται στο 53,59% έναντι του 13,54% των εταιρειών που τη βελτίωσαν. Ο λόγος υποβαθμίσεων προς αναβαθμίσεις υπολογίζεται στο 3,96:1. Το ποσοστό των εμπορικών επιχειρήσεων που επιδείνωσαν την πιστοληπτική τους ικανότητα υπολογίζεται στο 58,07% έναντι του 12,73% των εταιρειών που τη βελτίωσαν. Ο λόγος υποβαθμίσεων προς αναβαθμίσεις υπολογίζεται στο 4,56:1. Το ποσοστό των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών που επιδείνωσαν την πιστοληπτική τους ικανότητα υπολογίζεται στο 68,16% έναντι του 8,88% των εταιρειών που τη βελτίωσαν. Ο λόγος υποβαθμίσεων προς αναβαθμίσεις υπολογίζεται στο 7,68:1.
Υπογραμμίζεται ότι τα παραπάνω συμπεράσματα αποτυπώνουν την εξέλιξη των εν λόγω μεγεθών βάσει ισολογισμών χρήσης 2009 και 2010, γι' αυτό και η ΙCAP επισημαίνει ότι όσο η οικονομική ύφεση είναι σε εξέλιξη τόσο θα επιβαρύνεται η πιστοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων, ακόμα και εκείνων που είχαν εμφανίσει μεγαλύτερες αντιστάσεις κατά την περίοδο αναφοράς της μελέτης.
Το μέσο ποσοστό ασυνέπειας που εμφάνισαν οι ελληνικές επιχειρήσεις την περίοδο 2003-2009 υπολογίζεται στο 3,56%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό την περίοδο 2010-2011 ανέρχεται στο 10%.
Η σημαντική αύξηση κατά 181% αποτυπώνει την αύξηση του πιστωτικού κινδύνου στην επιχειρηματική αγορά ως συνέπεια της οικονομικής ύφεσης, της πτώσης της κατανάλωσης και των δυσκολιών άντλησης χρηματοδότησης.
Η ανοδική τάση της ασυνέπειας επιβεβαιώνεται σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας, του εμπορίου και των υπηρεσιών. Πιο συγκεκριμένα: Οι ασυνεπείς επιχειρήσεις της βιομηχανίας αυξήθηκαν κατά 166,09%, οι ασυνεπείς επιχειρήσεις του εμπορίου αυξήθηκαν κατά 226,95% και οι ασυνεπείς επιχειρήσεις των υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 143,31%. Press-GR
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Εξιχνίαση δολοφονίας 74χρονης
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΘΑ ΜΑΣ ΦΛΟΜΩΣΕΙ ΣΤΟ ΨΕΜΑ!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ