2012-11-07 20:33:08
Γράφει ο Βασίλης Δ. Χασιώτης
«Δεν ανατρέψαμε τον αρχηγόν της ΕΡΕ Καραμανλή για να τον αντικαταστήσωμεν με άλλον Καίσαρα. Πρέπει να μείνωμεν Βρούτοι… Αι πλειοψηφίαι δεν αποτελούν μονίμους κατακτήσεις…»
Ηλίας Τσιριμώκος (εις : Σπύρος Λιναρδάτος : Από τον εμφύλιο στη χούντα, Τόμος Δ΄ 1963-1967, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα 2009, σελ. 237)
«Αλλά το Κράτος Δικαίου δεν ημπορεί να θεμελιωθεί δια το μέλλον εάν δεν..... έχη συντελεσθή η ηθική κάθαρσις του παρελθόντος.»
Γεώργιος Παπανδρέου (εις : Γεώργιος Παπανδρέου : Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2009, σελ. 200)
«Το όραμα της σοσιαλδημοκρατίας έχει πεθάνει στην Ευρώπη.»
Ανδρέας Παπανδρέου – 1981 (εις : Τάκης Λαμπρίας : Καραμανλής ο Φίλος, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2010, σελ. 263)
Τι μας λέγουν ότι βιώνουμε σήμερα; Κυριαρχία του παλαιοκομματισμού. Κυριαρχία, συγκάλυψη και ατιμωρησία της διαφθοράς και πάντως της Μεγάλης Διαπλεκόμενης Διαφθοράς. Καταρράκωση των πολιτικών αξιών. Ποδοπάτηση των κοινωνικών οραμάτων και των κοινωνικών αξιών. Ένα σωρό ελλείμματα : ηγεσίας, δημοκρατίας, πολιτικής Τι δηλώνουν όλα αυτά; Με ένα λόγο τη κυριαρχία της Παρακμής του πολιτικού μας συστήματος.
Την ίδια στιγμή, αναδύεται ένα ισχυρό λαϊκό αίτημα να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτή τη Παρακμή.
Επομένως : στρατηγικά, συνυπάρχουν όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση των δυνάμεων εκείνων που θέλουν και μπορούν να καλύψουν το κενό μεταξύ αυτού που υπάρχει και δεν το θέλει ο κόσμος κι αυτού που ο κόσμος θέλει αλλά δεν υπάρχει.
Βέβαια, στη καθημερινή ομιλία, τούτες οι λέξεις : «αυτό που δεν θέλουμε», «αυτό που θέλουμε», λέγονται συνήθως με ένα μεγάλο βαθμό ελευθεριότητας.
Όχι ότι ο κόσμος δεν γνωρίζει τι θέλει και τι δεν θέλει, μα, η πλειοψηφία δεν είμαστε ίσως σε θέση να μεταφράσουμε αυτές τις προσδοκίες σε συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής. Κι εδώ έρχεται να παίξει το ρόλο της η πολιτική.
Αυτή λοιπόν η πολιτική έχει πει κάτι μέχρι σήμερα για τα παραπάνω; Τελικώς σημασία δεν έχει αν έχει πει, αλλά αν ο κόσμος κατάλαβε ότι κάτι ειπώθηκε. Διότι αν ο πολιτικός λόγος δεν έχει τη δυνατότητα να διαχυθεί στο κοινωνικό σώμα, πολιτικά είναι ανύπαρκτος και άχρηστος. Μπορεί να έχει ένα ακαδημαϊκό ή θεωρητικό ενδιαφέρον, αλλά τούτες τις στιγμές, δεν υπάρχει χρόνος για θεωρίες που δεν μπορούν να μετουσιωθούν σε πολιτική δράση.
Υπάρχει επίσης το ζήτημα ποιος είναι αυτός ο πολιτικός λόγος. Διότι εδώ φτάσαμε στο εξής σημείο : ότι ο κόσμος, εκ προοιμίου, αρνείται να ακούσει και πολύ περισσότερο να πιστέψει πολιτικούς που στη συνείδησή του όχι μονάχα έχουν ταυτιστεί με ένα αμαρτωλό παρελθόν, μα έχουν ταυτιστεί και με ένα ακόμα πιο αμαρτωλό παρόν.
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι το «κενό» δεν θα καλυφθεί. Ούτε αυτό σημαίνει ότι ο νέος πολιτικός λόγος δεν θα ξεπηδήσει από ανθρώπους που μετείχαν μεν του παλαιοκομματικού συστήματος, πλην όμως, δεν φθάρηκαν (ή δεν φθάρηκαν πολύ). Ούτε ότι ο λόγος αυτός δεν μπορεί να προέλθει από ένα πάντρεμα εντελώς νέων προσώπων στη πολιτική με παλιότερο προσωπικό του πολιτικού συστήματος. Το τι θα γίνει τελικά και με ποιο τρόπο, δεν έχει νόημα να το συζητούμε ως σενάριο εδώ, όμως, μπορούμε να θεωρούμε ότι τούτη η πορεία που δεν βγάζει πουθενά, αργά ή γρήγορα, εύκολα ή δύσκολα (μάλλον δύσκολα), σίγουρα όμως, κάποτε θα μας βγάλει από τον ξεπερασμένο πολιτικά μεταπολιτευτικό κύκλο και θα μας βάλει σ’ ένα νέο πιο ενάρετο (έως ότου κι αυτός, μετά από 20-30-40 χρόνια, θα χρειαστεί να δώσει τη θέση του σ’ έναν άλλο, αλλά, αυτό, ας το αφήσουμε να το διαχειριστούν τα παιδιά και τα εγγόνια μας).
Επομένως, αν υπάρχουν πολιτικοί που αισθάνονται ότι μπορούν ακόμη να μιλούν χωρίς να επισύρουν εκ προοιμίου την οργή και την απαξίωση του κόσμου, απλά με το άνοιγμα του στόματός τους, τότε, έχουν σίγουρα ένα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι εκείνων που πλέον απώλεσαν κάθε επαφή με τη κοινωνία. Όμως, αυτό το πλεονέκτημα δεν είναι ούτε εξασφαλισμένο ούτε διαρκές. Αν αυτοί, θέλουν να παίξουν έναν ηγετικό ρόλο στα αυριανά πολιτικά πράγματα, και πολύ περισσότερο, αν κάποιοι απ’ αυτούς έχουν ηγετικές φιλοδοξίες, τότε θα πρέπει να γνωρίζουν ότι ο κόσμος θα αξιολογήσει τη συμπεριφορά τους τη στιγμή της μάχης και όχι της στιγμή της διανομής των πολιτικών ωφελημάτων μετά τη μάχη. Όσοι αισθάνονται ότι επιθυμούν να διαφοροποιηθούν απ΄ το σημερινό παρακμιακό πολιτικό σύστημα, για να έχουν ένα πολιτικό μέλλον αύριο, οφείλουν να δηλώσουν από σήμερα ότι διαφωνούν μ’ αυτό το σύστημα, διαφορετικά, θα κερδίσουν ό,τι κερδίσουν πολιτικά σήμερα, αλλά θα χάσουν το αύριο. Αν πρέπει να εγκαταλείψουν το σκάφος της διαφθοράς, πρέπει να το κάνουν σήμερα. Αύριο, δεν θα έχουν παρά τη τύχη των ναυαγών, αλλά, τα νέα καράβια που αυτή τη στιγμή κανείς δεν τα βλέπει ως ολοκληρωμένα «έργα» διότι βρίσκονται στα κοινωνικά ναυπηγεία ως πρώτες ύλες, όπου ο λαός – ναυπηγός αργά, βασανιστικά μα με επιμονή τις ταξινομεί και τις χρησιμοποιεί στη κατασκευή του νέου του στόλου με τον οποίο φιλοδοξεί να έχει νέα και πιο ευτυχή ταξίδια, τούτα λοιπόν τα καράβια, θα έχουν νέους καπετάνιους. Όσοι αισθάνονται ασφάλεια στα σαπιοκάραβα του παρόντος, σίγουρα όχι μόνο δεν είναι κατάλληλοι ως πλήρωμα κάθε βαθμού στα νέα καράβια, μα θα είναι και επικίνδυνοι : μόνο ως απλοί επιβάτες θα υπάρχουν πολιτικά. Βέβαια, οι καπετάνιοι αυτών των σαπιοκάραβων μαζί με τα πιστά τους στελέχη, σίγουρα θα απειλούν να πετάξουν στη θάλασσα τους «αποστάτες» (στη ξηρά θάλεγαν ότι όσοι φεύγουν από το μαντρί θα τους φάει ο λύκος), αλλά κάποιος ο οποίος εγκαταλείπει ένα καράβι που πηγαίνει με μαθηματική ακρίβεια στη ξέρα, τελικά το μόνο που θα «χάσει» είναι το ναυάγιο, ή, στη περίπτωση της ξηράς, αφήνοντας τη στάνη, να γλυτώσει από το να γίνει το γεύμα του λύκου, διότι πλέον μέσα σ’ αυτή τη στάνη αυτού του παρακμιακού πολιτικού συστήματος, ο μεν τσομπάνης – φύλακας είναι εκτός στάνης εντός δε αυτής, εγκαταστάθηκε ως «ποιμένας» ο λύκος!
Αυτή η Παρακμή, έχει ήδη φτάσει στο ανώτατο στάδιό του κύκλου της, γι’ αυτό πια και είναι και εξαιρετικά επικίνδυνη.
Χωρίς περιστροφές, τούτο είναι το μήνυμα : ναι, πολιτική αποστασία από τη πολιτική Παρακμή! Είναι η ώρα αυτού του είδους των πολιτικών «αποστατών». Δεν αναφέρομαι σε κομματικές αποστασίες για λόγους προσωπικού καριερισμού. Αυτή είναι ένας χυδαίος πολιτικός αμοραλισμός. Αναφέρομαι σε αποστασία από ένα ολόκληρο σύστημα διαφθοράς, ένα σύστημα φθισικό, παρηκμασμένο. Είναι η ώρα για έναν ουσιαστικό Ανένδοτο Αγώνα κατά της παρακμής : ο «αγώνας» κατά της Παρακμής συμμετέχοντας ως διαχειριστές της ή ως υποστηρικτές της, είναι η υπέρτατη έκφραση ενός μη αναστρέψιμου παρακμιακού ατομικού πολιτικού λόγου, όταν δεν είναι μονάχα πολιτικός καιροσκοπισμός… Η «αντίσταση» κατά της Παρακμής, του τύπου την καταγγέλλω στα δελτία ειδήσεων των 8 για να την υποστηρίξω λίγο μετά στα πλαίσια κάποιας εντολής κομματικής πειθαρχίας μια ώρα μετά, τούτη η αθλιότητα, δεν αποτελεί παρά τη πιστοποίηση της κληρονομικής σχέσης που υφίσταται μεταξύ του «καταγγέλλοντος» πολιτικού λόγου και της «καταγγελλόμενης» Παρακμής, μια σχέση γονέα – παιδιού, που όσο κι αν «έρθουν στα χέρια», τούτος ο καυγάς δεν παύει να αποτελεί παρά μια «ενδοοικογενειακή» υπόθεση, που αργά ή γρήγορα, στο κοινό τραπέζι που τρώει καθημερινά η οικογένεια, η όποια «παρεξήγηση» θα λυθεί. Όσοι δηλώνουν ότι η συνολική πολιτική, όποια κι αν είναι αυτή κι όποιον αφορά, δεν τους «εκφράζει», πολύ δε περισσότερο δεν τους εκφράζει ιδεολογικά, οφείλουν να κάνουν ένα από τα δυο : είτε να εγκαταλείψουν την ιδεολογία, είτε τους σχεδιαστές και εκτελεστές των πολιτικών που είναι ενάντιες στην ιδεολογία τους. Αν δε, θέτουν και θέμα συνείδησης στις επιλογές τους, οφείλουν τουλάχιστον να αποφύγουν να καταστούν «ασυνείδητοι», με το να εκχωρούν το συνειδησιακό τους δικαίωμα σε τρίτους.
Όσοι έχουν να προτείνουν αξιόπιστες προτάσεις για ν’ απαλλαγούμε από τη Παρακμή, ας τις καταθέσουν σήμερα. Αύριο, ο λόγος τους δεν θα έχει πέραση, ακόμη και αν έχει νόημα… Προτάσεις που θα αναφέρονται τουλάχιστον στο σήμερα και το κοντινό αύριο. Διότι εδώ φτάσαμε στο σημείο να αγωνιζόμαστε πόσο λιγότερο θα πάμε προς τα πίσω!
Και πάνω απ’ όλα : προτάσεις που θα απευθύνονται στη σημερινή κοινωνία, με τις σημερινές της κοινωνικές δομές. Διότι τα πολιτικά μας κόμματα, κι αυτό βέβαια δεν αποτελεί μόνο ελληνικό φαινόμενο, μιλάνε με τη γλώσσα των ιδεολογιών που στη χειρότερη περίπτωση σταματά στη πρώτη βιομηχανική επανάσταση, στη καλύτερη στην ύστερη βιομηχανική κοινωνία, αλλά το πρόβλημα είναι ότι σήμερα, καμιά Δυτική κοινωνία, ούτε και η ελληνική, δεν βρίσκεται σ΄ αυτά τα στάδια! Απ’ εδώ και η τεράστια σύγχυση που προκύπτει στα πολιτικά κόμματα που βρίσκονται οχυρωμένα πίσω από τις ιδεολογίες του παρελθόντος, όταν επικαλούνται κοινωνικές τάξεις που σήμερα δεν έχουν το ειδικό βάρος του παρελθόντος, όταν αγνοούν άλλες που εν τω μεταξύ έχουν αναδυθεί, όταν επικαλούνται αλληλεγγύη των «εργατικών» τάξεων ή τους «ταξικούς αγώνες» και ο καθένας διερωτάται σε ποια απ’ όλες αυτές τις «τάξεις» ανήκει, όταν αναφέρονται σε παραγωγικές δυνάμεις, σχέσεις παραγωγής και σχέσεις κοινωνικές που έχουν μεταβληθεί δραματικά ως προς το περιεχόμενό τους σε σχέση με το τι ίσχυε προ 30 ή 40 ετών (πόσο μάλλον προ 100!), όταν με λίγα λόγια, σήμερα, η παλιά διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς έχει πια ξεπεραστεί, και έχει ξεπεραστεί από τα πράγματα, αλλά όχι και από τις πολιτικές και ιδίως κομματικές ιδεολογίες, οι οποίες αμήχανα προσπαθούν να (ανα)συνθέσουν νέους χώρους εκτεινόμενες λίγο ένθεν κακείθεν των παλιών τους ιδεολογικών οχυρωμάτων, αλλά πρόκειται για κινήσεις που δηλώνουν αδυναμία επεξεργασίας και επαναπροσδιορισμού των «παλαιών βιομηχανικών» ιδεολογιών, ώστε να τις δώσουν ένα σύγχρονο και κυρίως πολιτικά λειτουργικό περιεχόμενο και χαρακτήρα σε σημερινές υπαρκτές και οξυμένες πολυεπίπεδες (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, εθνικές και διεθνείς) πραγματικότητες, και βεβαίως να προσφέρουν μια γλώσσα επικοινωνίας τέτοια ώστε ο σύγχρονος άνθρωπος όταν ακούει τους δεξιούς ή τους αριστερούς ιδεολόγους να μιλάνε, να μην αισθάνεται ότι ακούει κινέζικα (ή ελληνικά, αν πρόκειται για μη έλληνες)! Σήμερα που τα προβλήματα είναι απείρως περισσότερα και συνθετότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν, σήμερα η πολιτική στερείται μιας σύγχρονης ιδεολογίας, όχι από υπαιτιότητά της, διότι η πολιτική εφαρμόζει δεν παράγει ιδεολογία, μα λόγω μιας ένδειας στον τομέα αυτό από τη πλευρά της διανόησης, η οποία έχει πάθει πνευματική αφλογιστία λόγω της σταθεράς της επιμονής να διερευνά τις ιδεολογικές παρακαταθήκες του παρελθόντος, χωρίς όμως να τις επεξεργάζεται και να τις «επικαιροποιεί» συνεχώς, ώστε κοινωνία, πολιτική και ιδεολογία, να συγχρονίσουν το βηματισμό τους, διότι διαφορετικά, αν το καθένα μέλος της παραπάνω τριάδας βηματίζει πιο αργά ή πιο γρήγορα, τότε ο συνολικός βηματισμός είναι ασταθής. Κι εδώ φαίνεται η αξία του καλού συντονιστή, του αποτελεσματικού ηγέτη…
Όχι, δεν μιλώ για το τέλος των ιδεολογιών. Δεν υπάρχει τέτοιο τέλος. Υπάρχει η ολοκλήρωση ενός ιδεολογικού κύκλου, μέσα σ’ ένα δεδομένο οικονομοτεχολογικό, επιστημονικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο. Τούτος ο κύκλος των «βιομηχανικών ιδεολογιών» ολοκληρώθηκε, κληροδοτώντας ένα πλούσιο υλικό εμπειριών και θεωριών, που οφείλουμε να τις χρησιμοποιήσουμε για να διδαχτούμε από τις επιτυχίες επιτυχές και κυρίως από τις αποτυχίες, όπως οφείλουμε να κρατήσουμε τις διαχρονικές τους αξίες. Ποιος θα τα κάνει όλα αυτά; Όλοι μας, ο καθένας όσο και όπως μπορεί, λόγω ή/και έργω. Μα είναι η πνευματική τάξη που πρέπει να ανασυγκροτηθεί, να εγκαταλείψει τον ελιτισμό της, να κατανοήσει ότι οι πνευματικές εμπειρίες και ζυμώσεις δεν έχουν μέλλον όσο επιμένουν σ’ αυτό τον ελιτισμό και αγνοούν την απλοϊκότητα, τη στρατηγική διάσταση της «καθημερινότητας» του απλού ανθρώπου, πόσο ζωτικά και σημαντικά είναι τα «μικρά» προβλήματα για τη κοινωνία, η ικανοποίηση των οποίων, τόσο εύκολα και τόσο αστόχαστα θεωρούνται «συντεχνιακά» όταν προβάλλονται, διότι τάχα υπονομεύουν άλλα, «μεγάλα», «στρατηγικής φύσεως» αιτήματα, μπρος στα οποία διαρκώς πρέπει να θυσιάζει το δικό του παρόν, εν ονόματι ενός «γενικότερου συμφέροντος» που συχνά είναι καμωμένο με νομικίστικες αοριστολογίες τόσο ώστε να λένε τα πάντα και τίποτα, ή ενός απροσδιόριστου «καλύτερου» μέλλοντος, που συνήθως ποτέ δεν έρχεται, διότι ακόμη κι όταν τα πράγματα καλυτερεύουν, τότε επιστρατεύεται το επιχείρημα «να διατηρήσουμε τα επιτευχθέντα», κι έτσι, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου για τις τάξεις αυτές, γίνεται ένας ανέφικτος στόχος, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη των πραγμάτων…
Εν όψει όλων αυτών των αναμονών, συνοψίζουμε λοιπόν : Αν υπάρχει κάποια κατάλληλη στιγμή να γίνει η μεγάλη ρήξη με το παρακμιακό παρελθόν, αυτή η στιγμή είναι τώρα. Το αίτημα της ρήξης το συναντάς παντού : στον αέρα που αναπνέουμε, στο χώμα που πατούμε, στα καφενεία που συχνάζουμε, στα σπίτια μας που συζητούμε, στους πολιτικούς τους ίδιους…
(Το άρθρο αυτό, είχε δημοσιευθεί στο «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ» στις 27/3/2011. Σήμερα, μπορούμε να το επαναλάβουμε αυτολεξεί, ως έκκληση για ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ από ό,τι ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ πληγώνει το τόπο
Kafeneio
«Δεν ανατρέψαμε τον αρχηγόν της ΕΡΕ Καραμανλή για να τον αντικαταστήσωμεν με άλλον Καίσαρα. Πρέπει να μείνωμεν Βρούτοι… Αι πλειοψηφίαι δεν αποτελούν μονίμους κατακτήσεις…»
Ηλίας Τσιριμώκος (εις : Σπύρος Λιναρδάτος : Από τον εμφύλιο στη χούντα, Τόμος Δ΄ 1963-1967, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα 2009, σελ. 237)
«Αλλά το Κράτος Δικαίου δεν ημπορεί να θεμελιωθεί δια το μέλλον εάν δεν..... έχη συντελεσθή η ηθική κάθαρσις του παρελθόντος.»
Γεώργιος Παπανδρέου (εις : Γεώργιος Παπανδρέου : Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2009, σελ. 200)
«Το όραμα της σοσιαλδημοκρατίας έχει πεθάνει στην Ευρώπη.»
Ανδρέας Παπανδρέου – 1981 (εις : Τάκης Λαμπρίας : Καραμανλής ο Φίλος, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2010, σελ. 263)
Τι μας λέγουν ότι βιώνουμε σήμερα; Κυριαρχία του παλαιοκομματισμού. Κυριαρχία, συγκάλυψη και ατιμωρησία της διαφθοράς και πάντως της Μεγάλης Διαπλεκόμενης Διαφθοράς. Καταρράκωση των πολιτικών αξιών. Ποδοπάτηση των κοινωνικών οραμάτων και των κοινωνικών αξιών. Ένα σωρό ελλείμματα : ηγεσίας, δημοκρατίας, πολιτικής Τι δηλώνουν όλα αυτά; Με ένα λόγο τη κυριαρχία της Παρακμής του πολιτικού μας συστήματος.
Την ίδια στιγμή, αναδύεται ένα ισχυρό λαϊκό αίτημα να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτή τη Παρακμή.
Επομένως : στρατηγικά, συνυπάρχουν όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση των δυνάμεων εκείνων που θέλουν και μπορούν να καλύψουν το κενό μεταξύ αυτού που υπάρχει και δεν το θέλει ο κόσμος κι αυτού που ο κόσμος θέλει αλλά δεν υπάρχει.
Βέβαια, στη καθημερινή ομιλία, τούτες οι λέξεις : «αυτό που δεν θέλουμε», «αυτό που θέλουμε», λέγονται συνήθως με ένα μεγάλο βαθμό ελευθεριότητας.
Όχι ότι ο κόσμος δεν γνωρίζει τι θέλει και τι δεν θέλει, μα, η πλειοψηφία δεν είμαστε ίσως σε θέση να μεταφράσουμε αυτές τις προσδοκίες σε συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής. Κι εδώ έρχεται να παίξει το ρόλο της η πολιτική.
Αυτή λοιπόν η πολιτική έχει πει κάτι μέχρι σήμερα για τα παραπάνω; Τελικώς σημασία δεν έχει αν έχει πει, αλλά αν ο κόσμος κατάλαβε ότι κάτι ειπώθηκε. Διότι αν ο πολιτικός λόγος δεν έχει τη δυνατότητα να διαχυθεί στο κοινωνικό σώμα, πολιτικά είναι ανύπαρκτος και άχρηστος. Μπορεί να έχει ένα ακαδημαϊκό ή θεωρητικό ενδιαφέρον, αλλά τούτες τις στιγμές, δεν υπάρχει χρόνος για θεωρίες που δεν μπορούν να μετουσιωθούν σε πολιτική δράση.
Υπάρχει επίσης το ζήτημα ποιος είναι αυτός ο πολιτικός λόγος. Διότι εδώ φτάσαμε στο εξής σημείο : ότι ο κόσμος, εκ προοιμίου, αρνείται να ακούσει και πολύ περισσότερο να πιστέψει πολιτικούς που στη συνείδησή του όχι μονάχα έχουν ταυτιστεί με ένα αμαρτωλό παρελθόν, μα έχουν ταυτιστεί και με ένα ακόμα πιο αμαρτωλό παρόν.
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι το «κενό» δεν θα καλυφθεί. Ούτε αυτό σημαίνει ότι ο νέος πολιτικός λόγος δεν θα ξεπηδήσει από ανθρώπους που μετείχαν μεν του παλαιοκομματικού συστήματος, πλην όμως, δεν φθάρηκαν (ή δεν φθάρηκαν πολύ). Ούτε ότι ο λόγος αυτός δεν μπορεί να προέλθει από ένα πάντρεμα εντελώς νέων προσώπων στη πολιτική με παλιότερο προσωπικό του πολιτικού συστήματος. Το τι θα γίνει τελικά και με ποιο τρόπο, δεν έχει νόημα να το συζητούμε ως σενάριο εδώ, όμως, μπορούμε να θεωρούμε ότι τούτη η πορεία που δεν βγάζει πουθενά, αργά ή γρήγορα, εύκολα ή δύσκολα (μάλλον δύσκολα), σίγουρα όμως, κάποτε θα μας βγάλει από τον ξεπερασμένο πολιτικά μεταπολιτευτικό κύκλο και θα μας βάλει σ’ ένα νέο πιο ενάρετο (έως ότου κι αυτός, μετά από 20-30-40 χρόνια, θα χρειαστεί να δώσει τη θέση του σ’ έναν άλλο, αλλά, αυτό, ας το αφήσουμε να το διαχειριστούν τα παιδιά και τα εγγόνια μας).
Επομένως, αν υπάρχουν πολιτικοί που αισθάνονται ότι μπορούν ακόμη να μιλούν χωρίς να επισύρουν εκ προοιμίου την οργή και την απαξίωση του κόσμου, απλά με το άνοιγμα του στόματός τους, τότε, έχουν σίγουρα ένα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι εκείνων που πλέον απώλεσαν κάθε επαφή με τη κοινωνία. Όμως, αυτό το πλεονέκτημα δεν είναι ούτε εξασφαλισμένο ούτε διαρκές. Αν αυτοί, θέλουν να παίξουν έναν ηγετικό ρόλο στα αυριανά πολιτικά πράγματα, και πολύ περισσότερο, αν κάποιοι απ’ αυτούς έχουν ηγετικές φιλοδοξίες, τότε θα πρέπει να γνωρίζουν ότι ο κόσμος θα αξιολογήσει τη συμπεριφορά τους τη στιγμή της μάχης και όχι της στιγμή της διανομής των πολιτικών ωφελημάτων μετά τη μάχη. Όσοι αισθάνονται ότι επιθυμούν να διαφοροποιηθούν απ΄ το σημερινό παρακμιακό πολιτικό σύστημα, για να έχουν ένα πολιτικό μέλλον αύριο, οφείλουν να δηλώσουν από σήμερα ότι διαφωνούν μ’ αυτό το σύστημα, διαφορετικά, θα κερδίσουν ό,τι κερδίσουν πολιτικά σήμερα, αλλά θα χάσουν το αύριο. Αν πρέπει να εγκαταλείψουν το σκάφος της διαφθοράς, πρέπει να το κάνουν σήμερα. Αύριο, δεν θα έχουν παρά τη τύχη των ναυαγών, αλλά, τα νέα καράβια που αυτή τη στιγμή κανείς δεν τα βλέπει ως ολοκληρωμένα «έργα» διότι βρίσκονται στα κοινωνικά ναυπηγεία ως πρώτες ύλες, όπου ο λαός – ναυπηγός αργά, βασανιστικά μα με επιμονή τις ταξινομεί και τις χρησιμοποιεί στη κατασκευή του νέου του στόλου με τον οποίο φιλοδοξεί να έχει νέα και πιο ευτυχή ταξίδια, τούτα λοιπόν τα καράβια, θα έχουν νέους καπετάνιους. Όσοι αισθάνονται ασφάλεια στα σαπιοκάραβα του παρόντος, σίγουρα όχι μόνο δεν είναι κατάλληλοι ως πλήρωμα κάθε βαθμού στα νέα καράβια, μα θα είναι και επικίνδυνοι : μόνο ως απλοί επιβάτες θα υπάρχουν πολιτικά. Βέβαια, οι καπετάνιοι αυτών των σαπιοκάραβων μαζί με τα πιστά τους στελέχη, σίγουρα θα απειλούν να πετάξουν στη θάλασσα τους «αποστάτες» (στη ξηρά θάλεγαν ότι όσοι φεύγουν από το μαντρί θα τους φάει ο λύκος), αλλά κάποιος ο οποίος εγκαταλείπει ένα καράβι που πηγαίνει με μαθηματική ακρίβεια στη ξέρα, τελικά το μόνο που θα «χάσει» είναι το ναυάγιο, ή, στη περίπτωση της ξηράς, αφήνοντας τη στάνη, να γλυτώσει από το να γίνει το γεύμα του λύκου, διότι πλέον μέσα σ’ αυτή τη στάνη αυτού του παρακμιακού πολιτικού συστήματος, ο μεν τσομπάνης – φύλακας είναι εκτός στάνης εντός δε αυτής, εγκαταστάθηκε ως «ποιμένας» ο λύκος!
Αυτή η Παρακμή, έχει ήδη φτάσει στο ανώτατο στάδιό του κύκλου της, γι’ αυτό πια και είναι και εξαιρετικά επικίνδυνη.
Χωρίς περιστροφές, τούτο είναι το μήνυμα : ναι, πολιτική αποστασία από τη πολιτική Παρακμή! Είναι η ώρα αυτού του είδους των πολιτικών «αποστατών». Δεν αναφέρομαι σε κομματικές αποστασίες για λόγους προσωπικού καριερισμού. Αυτή είναι ένας χυδαίος πολιτικός αμοραλισμός. Αναφέρομαι σε αποστασία από ένα ολόκληρο σύστημα διαφθοράς, ένα σύστημα φθισικό, παρηκμασμένο. Είναι η ώρα για έναν ουσιαστικό Ανένδοτο Αγώνα κατά της παρακμής : ο «αγώνας» κατά της Παρακμής συμμετέχοντας ως διαχειριστές της ή ως υποστηρικτές της, είναι η υπέρτατη έκφραση ενός μη αναστρέψιμου παρακμιακού ατομικού πολιτικού λόγου, όταν δεν είναι μονάχα πολιτικός καιροσκοπισμός… Η «αντίσταση» κατά της Παρακμής, του τύπου την καταγγέλλω στα δελτία ειδήσεων των 8 για να την υποστηρίξω λίγο μετά στα πλαίσια κάποιας εντολής κομματικής πειθαρχίας μια ώρα μετά, τούτη η αθλιότητα, δεν αποτελεί παρά τη πιστοποίηση της κληρονομικής σχέσης που υφίσταται μεταξύ του «καταγγέλλοντος» πολιτικού λόγου και της «καταγγελλόμενης» Παρακμής, μια σχέση γονέα – παιδιού, που όσο κι αν «έρθουν στα χέρια», τούτος ο καυγάς δεν παύει να αποτελεί παρά μια «ενδοοικογενειακή» υπόθεση, που αργά ή γρήγορα, στο κοινό τραπέζι που τρώει καθημερινά η οικογένεια, η όποια «παρεξήγηση» θα λυθεί. Όσοι δηλώνουν ότι η συνολική πολιτική, όποια κι αν είναι αυτή κι όποιον αφορά, δεν τους «εκφράζει», πολύ δε περισσότερο δεν τους εκφράζει ιδεολογικά, οφείλουν να κάνουν ένα από τα δυο : είτε να εγκαταλείψουν την ιδεολογία, είτε τους σχεδιαστές και εκτελεστές των πολιτικών που είναι ενάντιες στην ιδεολογία τους. Αν δε, θέτουν και θέμα συνείδησης στις επιλογές τους, οφείλουν τουλάχιστον να αποφύγουν να καταστούν «ασυνείδητοι», με το να εκχωρούν το συνειδησιακό τους δικαίωμα σε τρίτους.
Όσοι έχουν να προτείνουν αξιόπιστες προτάσεις για ν’ απαλλαγούμε από τη Παρακμή, ας τις καταθέσουν σήμερα. Αύριο, ο λόγος τους δεν θα έχει πέραση, ακόμη και αν έχει νόημα… Προτάσεις που θα αναφέρονται τουλάχιστον στο σήμερα και το κοντινό αύριο. Διότι εδώ φτάσαμε στο σημείο να αγωνιζόμαστε πόσο λιγότερο θα πάμε προς τα πίσω!
Και πάνω απ’ όλα : προτάσεις που θα απευθύνονται στη σημερινή κοινωνία, με τις σημερινές της κοινωνικές δομές. Διότι τα πολιτικά μας κόμματα, κι αυτό βέβαια δεν αποτελεί μόνο ελληνικό φαινόμενο, μιλάνε με τη γλώσσα των ιδεολογιών που στη χειρότερη περίπτωση σταματά στη πρώτη βιομηχανική επανάσταση, στη καλύτερη στην ύστερη βιομηχανική κοινωνία, αλλά το πρόβλημα είναι ότι σήμερα, καμιά Δυτική κοινωνία, ούτε και η ελληνική, δεν βρίσκεται σ΄ αυτά τα στάδια! Απ’ εδώ και η τεράστια σύγχυση που προκύπτει στα πολιτικά κόμματα που βρίσκονται οχυρωμένα πίσω από τις ιδεολογίες του παρελθόντος, όταν επικαλούνται κοινωνικές τάξεις που σήμερα δεν έχουν το ειδικό βάρος του παρελθόντος, όταν αγνοούν άλλες που εν τω μεταξύ έχουν αναδυθεί, όταν επικαλούνται αλληλεγγύη των «εργατικών» τάξεων ή τους «ταξικούς αγώνες» και ο καθένας διερωτάται σε ποια απ’ όλες αυτές τις «τάξεις» ανήκει, όταν αναφέρονται σε παραγωγικές δυνάμεις, σχέσεις παραγωγής και σχέσεις κοινωνικές που έχουν μεταβληθεί δραματικά ως προς το περιεχόμενό τους σε σχέση με το τι ίσχυε προ 30 ή 40 ετών (πόσο μάλλον προ 100!), όταν με λίγα λόγια, σήμερα, η παλιά διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς έχει πια ξεπεραστεί, και έχει ξεπεραστεί από τα πράγματα, αλλά όχι και από τις πολιτικές και ιδίως κομματικές ιδεολογίες, οι οποίες αμήχανα προσπαθούν να (ανα)συνθέσουν νέους χώρους εκτεινόμενες λίγο ένθεν κακείθεν των παλιών τους ιδεολογικών οχυρωμάτων, αλλά πρόκειται για κινήσεις που δηλώνουν αδυναμία επεξεργασίας και επαναπροσδιορισμού των «παλαιών βιομηχανικών» ιδεολογιών, ώστε να τις δώσουν ένα σύγχρονο και κυρίως πολιτικά λειτουργικό περιεχόμενο και χαρακτήρα σε σημερινές υπαρκτές και οξυμένες πολυεπίπεδες (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, εθνικές και διεθνείς) πραγματικότητες, και βεβαίως να προσφέρουν μια γλώσσα επικοινωνίας τέτοια ώστε ο σύγχρονος άνθρωπος όταν ακούει τους δεξιούς ή τους αριστερούς ιδεολόγους να μιλάνε, να μην αισθάνεται ότι ακούει κινέζικα (ή ελληνικά, αν πρόκειται για μη έλληνες)! Σήμερα που τα προβλήματα είναι απείρως περισσότερα και συνθετότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν, σήμερα η πολιτική στερείται μιας σύγχρονης ιδεολογίας, όχι από υπαιτιότητά της, διότι η πολιτική εφαρμόζει δεν παράγει ιδεολογία, μα λόγω μιας ένδειας στον τομέα αυτό από τη πλευρά της διανόησης, η οποία έχει πάθει πνευματική αφλογιστία λόγω της σταθεράς της επιμονής να διερευνά τις ιδεολογικές παρακαταθήκες του παρελθόντος, χωρίς όμως να τις επεξεργάζεται και να τις «επικαιροποιεί» συνεχώς, ώστε κοινωνία, πολιτική και ιδεολογία, να συγχρονίσουν το βηματισμό τους, διότι διαφορετικά, αν το καθένα μέλος της παραπάνω τριάδας βηματίζει πιο αργά ή πιο γρήγορα, τότε ο συνολικός βηματισμός είναι ασταθής. Κι εδώ φαίνεται η αξία του καλού συντονιστή, του αποτελεσματικού ηγέτη…
Όχι, δεν μιλώ για το τέλος των ιδεολογιών. Δεν υπάρχει τέτοιο τέλος. Υπάρχει η ολοκλήρωση ενός ιδεολογικού κύκλου, μέσα σ’ ένα δεδομένο οικονομοτεχολογικό, επιστημονικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο. Τούτος ο κύκλος των «βιομηχανικών ιδεολογιών» ολοκληρώθηκε, κληροδοτώντας ένα πλούσιο υλικό εμπειριών και θεωριών, που οφείλουμε να τις χρησιμοποιήσουμε για να διδαχτούμε από τις επιτυχίες επιτυχές και κυρίως από τις αποτυχίες, όπως οφείλουμε να κρατήσουμε τις διαχρονικές τους αξίες. Ποιος θα τα κάνει όλα αυτά; Όλοι μας, ο καθένας όσο και όπως μπορεί, λόγω ή/και έργω. Μα είναι η πνευματική τάξη που πρέπει να ανασυγκροτηθεί, να εγκαταλείψει τον ελιτισμό της, να κατανοήσει ότι οι πνευματικές εμπειρίες και ζυμώσεις δεν έχουν μέλλον όσο επιμένουν σ’ αυτό τον ελιτισμό και αγνοούν την απλοϊκότητα, τη στρατηγική διάσταση της «καθημερινότητας» του απλού ανθρώπου, πόσο ζωτικά και σημαντικά είναι τα «μικρά» προβλήματα για τη κοινωνία, η ικανοποίηση των οποίων, τόσο εύκολα και τόσο αστόχαστα θεωρούνται «συντεχνιακά» όταν προβάλλονται, διότι τάχα υπονομεύουν άλλα, «μεγάλα», «στρατηγικής φύσεως» αιτήματα, μπρος στα οποία διαρκώς πρέπει να θυσιάζει το δικό του παρόν, εν ονόματι ενός «γενικότερου συμφέροντος» που συχνά είναι καμωμένο με νομικίστικες αοριστολογίες τόσο ώστε να λένε τα πάντα και τίποτα, ή ενός απροσδιόριστου «καλύτερου» μέλλοντος, που συνήθως ποτέ δεν έρχεται, διότι ακόμη κι όταν τα πράγματα καλυτερεύουν, τότε επιστρατεύεται το επιχείρημα «να διατηρήσουμε τα επιτευχθέντα», κι έτσι, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου για τις τάξεις αυτές, γίνεται ένας ανέφικτος στόχος, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη των πραγμάτων…
Εν όψει όλων αυτών των αναμονών, συνοψίζουμε λοιπόν : Αν υπάρχει κάποια κατάλληλη στιγμή να γίνει η μεγάλη ρήξη με το παρακμιακό παρελθόν, αυτή η στιγμή είναι τώρα. Το αίτημα της ρήξης το συναντάς παντού : στον αέρα που αναπνέουμε, στο χώμα που πατούμε, στα καφενεία που συχνάζουμε, στα σπίτια μας που συζητούμε, στους πολιτικούς τους ίδιους…
(Το άρθρο αυτό, είχε δημοσιευθεί στο «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ» στις 27/3/2011. Σήμερα, μπορούμε να το επαναλάβουμε αυτολεξεί, ως έκκληση για ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ από ό,τι ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ πληγώνει το τόπο
Kafeneio
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο ομογενής Κουφός οδήγησε το Ντένβερ στη νίκη επί των Πίστονς
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ