2012-03-22 19:51:06
Αποθαρρυντικά είναι τα νούμερα για την πορεία της εμπορικής επιχειρηματικότητας στη χώρα μας. Συγκρίνοντας το 2010 με το 2011 η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου διαπιστώνει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) είναι λιγότερες κατά 68.000, με απώλεια 135.000 θέσεων εργασίας, ενώ εκτιμάται ότι το τρέχον έτος άλλες 63.000 βρίσκονται στο «κόκκινο» και στα πρόθυρα να κατεβάσουν ρολά. Το 2011, εξάλλου, χάθηκαν 77.800 θέσεις εργασίας μόνο στο εμπόριο, ενώ οι απολύσεις εμφανίζουν αύξηση κατά 55%.
Παρουσιάζοντας διεξοδικά τις αρνητικές διαπιστώσεις και συγκρίσεις λειτουργίας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα με τις αντίστοιχες στην ΕΕ, ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης διερωτάται «κατά πόσον τελικά οι περίφημες ατελείς μεταρρυθμίσεις των δύο τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με τα υφεσιακά μέτρα, αντί να βελτιώσουν, επιδείνωσαν το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα μας». Θεωρεί, δε, ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα χρειάζεται άμεσα καλύτερη χρηματοπιστωτική αντιμετώπιση από τις τράπεζες και ταχύτερη πρόσβαση στους ευρωπαϊκούς πόρους.
Ειδικότερα, αναλύοντας τα συγκριτικά στοιχεία λειτουργίας Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη και την Ευρωζώνη, η ΕΣΕΕ και το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών, καταγράφουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Η απασχόληση στις ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 85% του εργατικού δυναμικού, δηλαδή πολύ παραπάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Ο αριθμός των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα με βάση το 100 ανέρχεται στο 93 έναντι 112 στην ΕΕ, ενώ η προστιθέμενη αξία της Μικρομεσαίας Επιχείρησης στην Ελλάδα υποχωρεί συνεχώς όσο μειώνεται ο αριθμός των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων.
Η συμμετοχή των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας ανέρχεται στο 35,3% σε σχέση με το 21.8% των λοιπών χωρών της ΕΕ.
Το ονομαστικό ωριαίο εργατικό κόστος στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, μειώθηκε συνολικά κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες, με το μισθολογικό κόστος να μειώνεται κατά 6,0% και το μη μισθολογικό κόστος κατά 12.5%, σημειώνοντας έτσι την καλύτερη επίδοση, καθώς ήταν η μοναδική χώρα που εμφάνισε αξιοσημείωτη πτώση του συγκεκριμένου δείκτη στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις δημιουργούν μόλις το 14% των θέσεων απασχόλησης στην Ελλάδα, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος της ΕΕ είναι 33%.
Οι ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις απασχολούν κατά μέσο όρο 2,9 άτομα, αριθμός αισθητά μικρότερος σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, ο οποίος είναι 4,2 άτομα ανά επιχείρηση.
Οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα, σε όρους πλήθους επιχειρήσεων, είναι σαφώς μικρότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ (34% έναντι 44%). Περίπου τα ίδια δεδομένα με τα παραπάνω ισχύουν, αναφορικά με την απασχόληση και την προστιθέμενη αξία, και στον τομέα των υπηρεσιών.
Από την άλλη πλευρά οι ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του εμπορίου είναι αναλογικά περισσότερες από τον μέρσο όρο της ΕΕ (42% έναντι 31%).
Βαριά φορολογία
Ακόμη, σημειώνεται πως τα στοιχεία φορολόγησης των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα δείχνουν ότι αθροιστικά από άμεσους και έμμεσους τακτικούς ετήσιους φόρους, αλλά και από αναδρομικές και έκτακτες εισφορές προκύπτει μία επιβάρυνση που κυμαίνεται από 48% έως 53%, ενώ στην ΕΕ η φορολογία δεν ξεπερνά το 33%. Η Ελλάδα είναι η μοναδική περίπτωση επιβολής 32 ειδικών, έκτακτων και αναδρομικών φόρων.
Ενώ ο ρυθμός δημιουργίας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι σχεδόν παρεμφερής με αυτόν του μέσου όρου της ΕΕ (14% σε Ελλάδα και 12% σε ΕΕ), το μερίδιο των επιχειρηματιών που εκμεταλλεύτηκαν τις κατάλληλες ευκαιρίες για να ανοίξουν μία επιχείρηση είναι σαφώς υποδεέστερο από εκείνο του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ (39% σε σχέση με το 55%). Αυτό το στοιχείο υπονοεί πως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων επιχειρηματιών έχουν οδηγηθεί στο άνοιγμα της επιχείρησής τους λόγω ανάγκης και έλλειψης άλλων εναλλακτικών- προοπτικών. Η προώθηση-διαφήμιση της επιχειρηματικότητας από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι αισθητά μικρότερη στην Ελλάδα (34,5%) σε σχέση με τις λοιπές χώρες της ΕΕ (51,35%).
Η γραφειοκρατία
Η ανεπαρκής έως ανύπαρκτη πρόοδος στην απλοποίηση των κανόνων και των γραφειοκρατικών διαδικασιών τοποθετούν την Ελλάδα σε δυσμενή θέση σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Όσο για τη διαφθορά, υπάρχει σε όλες τις χώρες της ΕΕ, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί δικαιολογία για τη χώρα μας. Πιο αναλυτικά, όσον αφορά τα διαδικαστικά, τονίζονται τα παρακάτω:
Οι ημέρες που απαιτούνται για να λειτουργήσει μια ελληνική επιχείρηση είναι 19 έναντι 14 στην ΕΕ και σε αυτό έχει βοηθήσει τον τελευταίο χρόνο η ενεργοποίηση του one stop shop στα επιμελητήρια.
Το κόστος που είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα εταιρικό σχήμα φτάνει το 21% (ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα) έναντι 5,5% στην ΕΕ.
Η απαιτούμενη καταβολή ελάχιστου κεφαλαίου στην Ελλάδα είναι στο 22,3% (% ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα) έναντι 18,76% στον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ.
Το απαιτούμενο κόστος μεταβίβασης περιουσίας (% ως προς την περιουσιακή αξία) είναι 12,7% στην Ελλάδα σε αντίθεση με την ΕΕ όπου κυμαίνεται στο 4,68%.
Για να κλείσει οριστικά μια επιχείρηση στην Ελλάδα χρειάζεται δύο χρόνια με κόστος περίπου 9% και είναι τα μόνα στοιχεία που ταυτίζονται με τον μέσο όρο της ΕΕ, με την προϋπόθεση ότι στην Ευρώπη ακολουθούν συγκεκριμένη πτωχευτική διαδικασία, ενώ στην Ελλάδα απλώς κατεβάζουν ρολά και συνεχίζουν να οφείλουν εισφορές με πρόστιμα και προσαυξήσεις επίχριστο.
Η σχέση με το Δημόσιο
Πολύ χαρακτηριστικές είναι οι συγκρίσεις ως προς τις σχέσεις των επιχειρήσεων με το κράτος. Η διαθεσιμότητα των οκτώ βασικών κρατικών υπηρεσιών, οι οποίες παρέχουν βοήθεια στις ελληνικές επιχειρήσεις μέσω της χρήσης του διαδικτύου (ηλεκτρονική εξυπηρέτηση των ελληνικών επιχειρήσεων), είναι αρκετά περιορισμένη στην πατρίδα μας σε σχέση με τις λοιπές χώρες της ΕΕ (62,5 έναντι 89,35). Σε αυτό τον τομέα, η Ελλάδα καταγράφει τη χειρότερη επίδοση επί του συνόλου των χωρών της ΕΕ, εξαιτίας κυρίως του υψηλού κόστους τόσο της έναρξης της λειτουργίας των επιχειρήσεων όσο και της μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων αν και οι λοιποί δείκτες κυμαίνονται στο ίδιο επίπεδο με αυτό του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ.
Ο μέσος όρος πληρωμής των επιχειρήσεων από το δημόσιο για κρατικές προμήθειες είναι θεωρητικά 65 ημέρες έναντι 25 στην ΕΕ. Το σύνολο των οφειλών του δημοσίου προς τις επιχειρήσεις αγγίζει σήμερα τα 6 δισ. Αναφορικά με την οικονομική σχέση των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων με το κράτος, φαίνεται ότι το μερίδιο των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στη συνολική αξία των κρατικών συμβολαίων είναι 31% στην Ελλάδα και 38% στην ΕΕ, ενώ η ηλεκτρονική διαθεσιμότητα των προκηρύξεων κρατικών προμηθειών στην Ελλάδα προσεγγίζει μόλις το 43%, ενώ στην ΕΕ το 73%.
Η κρατική οικονομική βοήθεια προς τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι οριακά υψηλότερη (7,6%) από την ΕΕ (6,9%). Το ποσοστό μη επιτυχών αιτήσεων από τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, για παροχή τραπεζικών δανείων ανέρχεται στο 58% στην Ελλάδα, ενώ αντίθετα στις άλλες χώρες της ΕΕ το ποσοστό αυτό υπολογίζεται στο 23%. Ο μέσος όρος εξόφλησης συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι περίπου 107 ημέρες έναντι 54 ημερών στην ΕΕ. TreloKouneli
Παρουσιάζοντας διεξοδικά τις αρνητικές διαπιστώσεις και συγκρίσεις λειτουργίας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα με τις αντίστοιχες στην ΕΕ, ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης διερωτάται «κατά πόσον τελικά οι περίφημες ατελείς μεταρρυθμίσεις των δύο τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με τα υφεσιακά μέτρα, αντί να βελτιώσουν, επιδείνωσαν το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα μας». Θεωρεί, δε, ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα χρειάζεται άμεσα καλύτερη χρηματοπιστωτική αντιμετώπιση από τις τράπεζες και ταχύτερη πρόσβαση στους ευρωπαϊκούς πόρους.
Ειδικότερα, αναλύοντας τα συγκριτικά στοιχεία λειτουργίας Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη και την Ευρωζώνη, η ΕΣΕΕ και το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών, καταγράφουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Η απασχόληση στις ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 85% του εργατικού δυναμικού, δηλαδή πολύ παραπάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Ο αριθμός των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα με βάση το 100 ανέρχεται στο 93 έναντι 112 στην ΕΕ, ενώ η προστιθέμενη αξία της Μικρομεσαίας Επιχείρησης στην Ελλάδα υποχωρεί συνεχώς όσο μειώνεται ο αριθμός των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων.
Η συμμετοχή των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας ανέρχεται στο 35,3% σε σχέση με το 21.8% των λοιπών χωρών της ΕΕ.
Το ονομαστικό ωριαίο εργατικό κόστος στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, μειώθηκε συνολικά κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες, με το μισθολογικό κόστος να μειώνεται κατά 6,0% και το μη μισθολογικό κόστος κατά 12.5%, σημειώνοντας έτσι την καλύτερη επίδοση, καθώς ήταν η μοναδική χώρα που εμφάνισε αξιοσημείωτη πτώση του συγκεκριμένου δείκτη στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις δημιουργούν μόλις το 14% των θέσεων απασχόλησης στην Ελλάδα, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος της ΕΕ είναι 33%.
Οι ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις απασχολούν κατά μέσο όρο 2,9 άτομα, αριθμός αισθητά μικρότερος σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, ο οποίος είναι 4,2 άτομα ανά επιχείρηση.
Οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα, σε όρους πλήθους επιχειρήσεων, είναι σαφώς μικρότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ (34% έναντι 44%). Περίπου τα ίδια δεδομένα με τα παραπάνω ισχύουν, αναφορικά με την απασχόληση και την προστιθέμενη αξία, και στον τομέα των υπηρεσιών.
Από την άλλη πλευρά οι ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του εμπορίου είναι αναλογικά περισσότερες από τον μέρσο όρο της ΕΕ (42% έναντι 31%).
Βαριά φορολογία
Ακόμη, σημειώνεται πως τα στοιχεία φορολόγησης των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα δείχνουν ότι αθροιστικά από άμεσους και έμμεσους τακτικούς ετήσιους φόρους, αλλά και από αναδρομικές και έκτακτες εισφορές προκύπτει μία επιβάρυνση που κυμαίνεται από 48% έως 53%, ενώ στην ΕΕ η φορολογία δεν ξεπερνά το 33%. Η Ελλάδα είναι η μοναδική περίπτωση επιβολής 32 ειδικών, έκτακτων και αναδρομικών φόρων.
Ενώ ο ρυθμός δημιουργίας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι σχεδόν παρεμφερής με αυτόν του μέσου όρου της ΕΕ (14% σε Ελλάδα και 12% σε ΕΕ), το μερίδιο των επιχειρηματιών που εκμεταλλεύτηκαν τις κατάλληλες ευκαιρίες για να ανοίξουν μία επιχείρηση είναι σαφώς υποδεέστερο από εκείνο του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ (39% σε σχέση με το 55%). Αυτό το στοιχείο υπονοεί πως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων επιχειρηματιών έχουν οδηγηθεί στο άνοιγμα της επιχείρησής τους λόγω ανάγκης και έλλειψης άλλων εναλλακτικών- προοπτικών. Η προώθηση-διαφήμιση της επιχειρηματικότητας από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι αισθητά μικρότερη στην Ελλάδα (34,5%) σε σχέση με τις λοιπές χώρες της ΕΕ (51,35%).
Η γραφειοκρατία
Η ανεπαρκής έως ανύπαρκτη πρόοδος στην απλοποίηση των κανόνων και των γραφειοκρατικών διαδικασιών τοποθετούν την Ελλάδα σε δυσμενή θέση σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Όσο για τη διαφθορά, υπάρχει σε όλες τις χώρες της ΕΕ, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί δικαιολογία για τη χώρα μας. Πιο αναλυτικά, όσον αφορά τα διαδικαστικά, τονίζονται τα παρακάτω:
Οι ημέρες που απαιτούνται για να λειτουργήσει μια ελληνική επιχείρηση είναι 19 έναντι 14 στην ΕΕ και σε αυτό έχει βοηθήσει τον τελευταίο χρόνο η ενεργοποίηση του one stop shop στα επιμελητήρια.
Το κόστος που είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα εταιρικό σχήμα φτάνει το 21% (ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα) έναντι 5,5% στην ΕΕ.
Η απαιτούμενη καταβολή ελάχιστου κεφαλαίου στην Ελλάδα είναι στο 22,3% (% ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα) έναντι 18,76% στον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ.
Το απαιτούμενο κόστος μεταβίβασης περιουσίας (% ως προς την περιουσιακή αξία) είναι 12,7% στην Ελλάδα σε αντίθεση με την ΕΕ όπου κυμαίνεται στο 4,68%.
Για να κλείσει οριστικά μια επιχείρηση στην Ελλάδα χρειάζεται δύο χρόνια με κόστος περίπου 9% και είναι τα μόνα στοιχεία που ταυτίζονται με τον μέσο όρο της ΕΕ, με την προϋπόθεση ότι στην Ευρώπη ακολουθούν συγκεκριμένη πτωχευτική διαδικασία, ενώ στην Ελλάδα απλώς κατεβάζουν ρολά και συνεχίζουν να οφείλουν εισφορές με πρόστιμα και προσαυξήσεις επίχριστο.
Η σχέση με το Δημόσιο
Πολύ χαρακτηριστικές είναι οι συγκρίσεις ως προς τις σχέσεις των επιχειρήσεων με το κράτος. Η διαθεσιμότητα των οκτώ βασικών κρατικών υπηρεσιών, οι οποίες παρέχουν βοήθεια στις ελληνικές επιχειρήσεις μέσω της χρήσης του διαδικτύου (ηλεκτρονική εξυπηρέτηση των ελληνικών επιχειρήσεων), είναι αρκετά περιορισμένη στην πατρίδα μας σε σχέση με τις λοιπές χώρες της ΕΕ (62,5 έναντι 89,35). Σε αυτό τον τομέα, η Ελλάδα καταγράφει τη χειρότερη επίδοση επί του συνόλου των χωρών της ΕΕ, εξαιτίας κυρίως του υψηλού κόστους τόσο της έναρξης της λειτουργίας των επιχειρήσεων όσο και της μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων αν και οι λοιποί δείκτες κυμαίνονται στο ίδιο επίπεδο με αυτό του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ.
Ο μέσος όρος πληρωμής των επιχειρήσεων από το δημόσιο για κρατικές προμήθειες είναι θεωρητικά 65 ημέρες έναντι 25 στην ΕΕ. Το σύνολο των οφειλών του δημοσίου προς τις επιχειρήσεις αγγίζει σήμερα τα 6 δισ. Αναφορικά με την οικονομική σχέση των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων με το κράτος, φαίνεται ότι το μερίδιο των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στη συνολική αξία των κρατικών συμβολαίων είναι 31% στην Ελλάδα και 38% στην ΕΕ, ενώ η ηλεκτρονική διαθεσιμότητα των προκηρύξεων κρατικών προμηθειών στην Ελλάδα προσεγγίζει μόλις το 43%, ενώ στην ΕΕ το 73%.
Η κρατική οικονομική βοήθεια προς τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι οριακά υψηλότερη (7,6%) από την ΕΕ (6,9%). Το ποσοστό μη επιτυχών αιτήσεων από τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, για παροχή τραπεζικών δανείων ανέρχεται στο 58% στην Ελλάδα, ενώ αντίθετα στις άλλες χώρες της ΕΕ το ποσοστό αυτό υπολογίζεται στο 23%. Ο μέσος όρος εξόφλησης συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι περίπου 107 ημέρες έναντι 54 ημερών στην ΕΕ. TreloKouneli
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Καταγγελία αναγνώστη για τη μη καταβολή σύνταξης ΙΚΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ