2012-11-09 13:00:14
Φωτογραφία για «Είναι άμεση ανάγκη να ληφθεί η απόφαση για την εκταμίευση της δόσης»
Την πεποίθησή του ότι το ζήτημα του πιστωτικού κινδύνου δεν απασχολεί μόνο την Ελλάδα ανέφερε στην ομιλία του στο συνέδριο του Economist, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ κ. Μίχαλος.

Είναι αλήθεια ότι το ζήτημα του πιστωτικού κινδύνου και της ρευστότητας δεν απασχολεί μόνο τη χώρα μας. Η χρηματοπιστωτική κρίση που εκδηλώθηκε το 2007 στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στην Ευρώπη, ήταν ουσιαστικά μια κρίση εμπιστοσύνης στην αγορά χρήματος. 

Έδωσε τέλος σε μια μακρά περίοδο άφθονης και φθηνής ρευστότητας, η οποία αποδείχθηκε ότι στηριζόταν σε σαθρές βάσεις. Η ανάπτυξη της αγοράς των τιτλοποιήσεων, είχε ως αποτέλεσμα να υποβαθμιστεί η έννοια του κινδύνου. Στο πλαίσιο ενός αχαλίνωτου ανταγωνισμού για την απόκτηση μεγαλύτερων μεριδίων αγοράς, οι τράπεζες χορηγούσαν αφειδώς δάνεια, ακόμα και σε μη φερέγγυους δανειολήπτες. 

Για τον ίδιο λόγο, τιμολογούσαν τα επιτόκια σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα το στόχο της κερδοφορίας. 


Η κατάληξη είναι σε όλους γνωστή. Η περίπτωση της Ελλάδας, όμως, παρουσιάζει μια σημαντική διαφορά. Ενώ σε άλλες χώρες, όπως π.χ. η Ιρλανδία, το κράτος κλήθηκε να πληρώσει τη χρεοκοπία του τραπεζικού του συστήματος, στην Ελλάδα συνέβη το αντίθετο. 

Το τραπεζικό σύστημα πληρώνει -από πολλές απόψεις- τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους. Πληρώνει κατ’ αρχήν το γεγονός ότι επί χρόνια ήταν ο κυριότερος δανειστής του, χρηματοδοτώντας τη συντήρηση ενός σπάταλου και αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα. 

Πληρώνει το στίγμα της αφερεγγυότητας που συνοδεύει πλέον την εικόνα της χώρας μας. Πληρώνει το κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας όσον αφορά την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Ένα κλίμα που είχε ως συνέπεια τη φυγή περίπου 80 δισ. καταθέσεων. 

Σίγουρα, ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος πληρώνει και για τα δικά του λάθη, κατά την περίοδο που προηγήθηκε της παγκόσμιας κρίσης. Όμως, είναι γνωστό ότι παρασύρθηκε σε πολύ μικρότερο βαθμό από το κύμα της ανευθυνότητας, που χαρακτήρισε τους αντίστοιχους κλάδους άλλων χωρών. 

Έστω και με δυσκολίες και με πολλές διορθωτικές κινήσεις, θα μπορούσε να αντέξει στους κλυδωνισμούς της διεθνούς αγοράς. Θα μπορούσε ακόμη να αντέξει και στην αύξηση των επισφαλών δανείων σε ιδιώτες και επιχειρήσεις… εάν στο μεταξύ δεν είχε καταρρεύσει δημοσιονομικά το κράτος. 

Σήμερα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα επιβιώνει σχεδόν αποκλειστικά χάρη στη στήριξη που παρέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. 

Και οι επιπτώσεις είναι οδυνηρά αισθητές στην πραγματική οικονομία και στις επιχειρήσεις, οι οποίες ασφυκτιούν εξαιτίας της έλλειψης ρευστότητας. Βιώνουν, εδώ και πολλούς μήνες, μια τριπλή κρίση: ζήτησης, δανεισμού και πίστης. Μια κρίση η οποία, δυστυχώς, ανατροφοδοτείται και ανακυκλώνεται. 

Διανύουμε το πέμπτο κατά σειρά έτος ύφεσης, με τη λιτότητα να γίνεται διαρκώς σκληρότερη και με την κατανάλωση να μειώνεται δραματικά. 

Οι ανεξόφλητες οφειλές του κράτους προς τους ιδιώτες έχουν ήδη ξεπεράσει τα 8 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται οι εκκρεμείς επιστροφές φόρου που ανέρχονται σε 738 εκατ. ευρώ. 

Ο δανεισμός είναι από δύσκολος έως αδύνατος για τις περισσότερες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον περασμένο Σεπτέμβριο η καθαρή ροή της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις παρέμεινε αρνητική, κατά 158 εκατ. ευρώ. Ενώ ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης διαμορφώθηκε το -4,9%. 

Η τραπεζική χρηματοδότηση και η αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών δανείων, αποτελεί σήμερα το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα για την πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων. 

Όπως προέκυψε από έρευνα της Ernst & Young Ελλάδος, το 40% των οικονομικών διευθυντών θεωρούν ότι η τραπεζική χρηματοδότηση παρέχεται σήμερα με μη ευνοϊκούς όρους, που περιλαμβάνουν συχνά υψηλότερα επιτόκια ή αυξημένες εγγυήσεις. Ενώ το ένα τρίτο των συμμετεχόντων πιστεύουν ότι η αναδιάρθρωση των δανείων είναι εφικτή μόνο υπό δυσμενείς όρους. 

Μέσα σε αυτό το εφιαλτικό περιβάλλον, ο αγώνας για επιβίωση είναι θα έλεγα άνισος. Ήδη στη διάρκεια της τελευταίας διετίας έχουν κλείσει περισσότερες από 100.000 επιχειρήσεις. 

Και όσες ακόμη διατηρούνται στη ζωή, δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Έτσι ο πιστωτικός κίνδυνος στην αγορά αυξάνεται.

Σύμφωνα με έρευνα του Icap Group, κατά τη διετία 2010-2011, το ποσοστό ασυνέπειας στις πληρωμές των ελληνικών επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 181%, σε σχέση με την εξαετία 2003-2009.

Το μέσο ποσοστό ασυνέπειας την περίοδο 2010-2011 ανέρχεται στο 10%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό την περίοδο 2003 - 2009 ήταν 3,5% περίπου. 

Το πρόβλημα, όπως είναι αναμενόμενο, εμφανίζεται εντονότερο στον τομέα του Εμπορίου, όπου το ποσοστό ασυνέπειας έχει υπερδιπλασιάστηκε στη διάρκεια της προηγούμενης διετίας. 

Ουσιαστικά, το στοιχείο της πίστης, που είναι η βάση της επιχειρηματικής δραστηριότητας έχει σχεδόν εκλείψει. Οι επιχειρήσεις έχουν πάψει να εμπιστεύονται η μια την άλλη και οι συναλλαγές δυσχεραίνονται κάθε μέρα και περισσότερο. 

Και βεβαίως, όλα αυτά έχουν με τη σειρά τους αντίκτυπο στην πιστοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη του Icap Group, κατά την περίοδο 2010-2011 σχεδόν 6 στις 10 επιχειρήσεις είδαν την πιστοληπτική τους ικανότητα να επιδεινώνεται, έστω και κατά μια διαβάθμιση.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι μάλλον μάταιο να μιλάμε για ενθάρρυνση νέων επενδύσεων ή για στήριξη της εξωστρέφειας. 

Οι δραστηριότητες αυτές απαιτούν κεφάλαια, τα οποία σήμερα δεν διαθέτει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ακόμα και η απορρόφηση των πόρων του ΕΣΠΑ καθίσταται προβληματική, λόγω της έλλειψης ρευστότητας. 

Επιπλέον, μέσα σε ένα περιβάλλον ύφεσης, αστάθειας και γενικευμένης δυσπιστίας, είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατον να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες εναλλακτικών χρηματοδοτικών εργαλείων, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τόσο τις υφιστάμενες όσο και τις start – up επιχειρήσεις (όπως το factoring, τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, οι θερμοκοιτίδες επιχειρηματικότητας κτλ). 

Ο μεγάλος ασθενής που λέγεται ελληνική οικονομία συντηρείται σήμερα στη ζωή αποκλειστικά και μόνο χάρη στον «ορό» της ρευστότητας που παρέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Όμως είναι βέβαιο ότι δεν θα αντέξει για πολύ ακόμη. 

Είναι άμεση ανάγκη να ληφθεί η απόφαση για την εκταμίευση της επόμενης δόσης προς την Ελλάδα, ώστε να προχωρήσει η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος. 

Πρόκειται για μια διαδικασία απαραίτητη, αλλά όχι αρκετή για να επιστρέψει η ρευστότητα στην αγορά. Το ζητούμενο στην παρούσα φάση δεν είναι μόνο να καλυφθούν οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Είναι να αποκτήσει ξανά το τραπεζικό σύστημα πρόσβαση στις αγορές. 

Αυτό θα επιτευχθεί μόνο εφόσον υπάρξει συμφωνία για περαιτέρω μείωση του ελληνικού χρέους. Μόνο εάν το χρέος περιοριστεί σε βιώσιμα επίπεδα θα αποκατασταθεί η σταθερότητα στην ελληνική οικονομία και θα δοθεί οριστικό τέλος στα σενάρια εξόδου από το ευρώ. Έτσι μόνο θα καταστεί εφικτή η επιστροφή καταθέσεων και η άντληση νέας ρευστότητας από τις αγορές, για να στηριχθεί η επιχειρηματικότητα και οι επενδύσεις. 

Διαφορετικά το δημοσιονομικό αδιέξοδο της χώρας θα συνεχιστεί, ακυρώνοντας τις θυσίες που έχουν γίνει ως τώρα. Η αστάθεια και η έλλειψη ρευστότητας θα εξακολουθήσουν να υπονομεύουν τις προσπάθειες του ιδιωτικού τομέα. 

Πέρα, όμως από τις αποφάσεις που θα ληφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, χρειάζεται να υπάρξουν πρωτοβουλίες και κινήσεις και από την πλευρά της κυβέρνησης. Μεταξύ άλλων, θα πρέπει:

- Να υπάρξει αίτημα για αύξηση της στήριξης που παρέχεται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, πέρα από τα προγράμματα που υλοποιούνται τώρα. 

- Να επιταχυνθεί η υλοποίηση των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ. 

- Να ενισχυθεί ο ρόλος του ΕΤΕΑΝ, με βάση τις τρέχουσες ανάγκες της αγοράς. 

- Να δοθεί προτεραιότητα στην εξόφληση των εκκρεμών οφειλών του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις. 

- Να προχωρήσουν ταχύτερα οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη της οικονομίας. 

Όσο ευνοϊκά κι αν εξελιχθούν τα πράγματα στους τομείς που μόλις ανέφερα, το βέβαιο είναι ότι το τοπίο της επόμενης μέρας θα είναι πολύ διαφορετικό για όλους. Και για τις τράπεζες και για τις επιχειρήσεις. 

Η περίοδος της απομόχλευσης στον τραπεζικό τομέα προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί για αρκετό ακόμη διάστημα, επηρεάζοντας τόσο τη ρευστότητα όσο και την τιμολόγηση του χρήματος. 

Επιπλέον, ακολουθώντας τις τάσεις που ισχύουν ήδη σε άλλες χώρες, η έμφαση αναμένεται να δοθεί περισσότερο στην κερδοφορία και λιγότερο στην αύξηση των μεριδίων αγοράς, όπως συνέβαινε μέχρι πρότινος. Το κόστος του δανεισμού και των υπηρεσιών, ακόμη κι αν μειωθεί κατά τι σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, θα εξακολουθήσει να είναι υψηλότερο απ’ ότι στην περίοδο προ της κρίσης. Κι αυτό γιατί θα πρέπει να αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια το βαθμό κινδύνου. 

Οι νέοι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, σε συνδυασμό με τον αυξημένο αριθμό των επισφαλών δανείων, θα συμβάλουν σε μια πιο συγκρατημένη παροχή ρευστότητας. 

Ωστόσο, οι ίδιες οι τράπεζες γνωρίζουν καλύτερα από όλους ότι η κερδοφορία τους ήταν και θα εξακολουθήσει να είναι άμεσα συνδεδεμένη με το δανεισμό και ιδιαίτερα με τη χρηματοδότηση της επιχειρηματικότητας. 

Η παροχή οξυγόνου για την επιβίωση των υφιστάμενων και τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, θα έχει οφέλη για όλους. 

Από την άλλη και οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν στα δεδομένα της επόμενης μέρας. Σε ένα περιβάλλον όπου αναγκαστικά θα πρέπει να λειτουργούν με λιγότερο δανεισμό. 

Καλούνται να αναθεωρήσουν τις στρατηγικές και τις πρακτικές τους, δίνοντας πλέον μεγαλύτερη έμφαση σε θέματα ρευστότητας και credit control, στην καλύτερη ευθυγράμμιση μεταξύ εμπορικής και πιστωτικής πολιτικής, στη χρήση σύγχρονων μεθόδων για την ενίσχυση των εισπράξεων, αλλά και στην αξιοποίηση νέων εναλλακτικών εργαλείων χρηματοδότησης.

Το άμεσο ζητούμενο σήμερα είναι να μπορέσει η ελληνική οικονομία να πάρει τη μεγάλη «ανάσα» ρευστότητας που χρειάζεται, για να αρθεί το καθεστώς ασφυξίας στις τράπεζες, στις επιχειρήσεις, στην πραγματική οικονομία. 

Όμως, η πορεία από εκεί και πέρα δεν θα είναι εύκολη. Για να προχωρήσουμε μπροστά θα χρειαστεί μεγαλύτερη ευελιξία, δημιουργικότητα, νέες ιδέες και επένδυση σε ικανούς ανθρώπους. Κυρίως, θα πρέπει να κυριαρχήσει η αντίληψη ότι όλοι είμαστε κρίκοι της ίδιας αλυσίδας. Κι ότι μόνο ως σύμμαχοι θα μπορέσουμε να βρούμε διέξοδο από την κρίση».
 Πηγή
logioshermes
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ