2012-11-14 12:58:42
Τρία χρόνια μετά την εφαρμογή των δύο μνημονίων και τη λήψη των σκληρών οικονομικών μέτρων της προηγούμενης εβδομάδας οι Ελληνες καλούνται να ζήσουν με μισθούς του 2004 - ίσως και παλαιότερων χρόνων - και τιμές προϊόντων και υπηρεσιών που βρίσκονται στο 2012.
Στον ιδιωτικό τομέα ο... βασικός μισθός είναι 586 ευρώ τον μήνα (το 2004 ήταν 559 ευρώ) ενώ στον δημόσιο τομέα έρχεται το τρίτο «κούρεμα» αποδοχών που φέρνει τις αμοιβές για το σύνολο των υπαλλήλων οκτώ χρόνια πίσω και για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων (όπως στις ΔΕΚΟ) ακόμη πιο παλιά.
Μόνο με την καθιέρωση του νέου μισθολογίου, που άρχισε να ισχύει ουσιαστικά από τις αρχές του έτους, ορισμένες κατηγορίες που είχαν υψηλά επιδόματα έχασαν ως και το 40% των αποδοχών τους, παρ' ότι υπήρξε αύξηση των βασικών μισθών τους. Από αυτή την αύξηση ευνοήθηκε ένας πάρα πολύ μικρός αριθμός υπαλλήλων, όπως οι υπάλληλοι π.χ. του υπουργείου Παιδείας, που είχαν χαμηλά επιδόματα και έτσι κι αλλιώς πολύ χαμηλές αποδοχές.
Τα πράγματα όμως είναι ακόμη χειρότερα για τους περίπου 1,5 εκατομμύριο ανέργους, των οποίων τα εισοδήματα έχουν υποστεί την πιο επώδυνη καθίζηση. Η άμεση υλοποίηση του τρίτου μνημονίου θα προκαλέσει την πιο βίαιη ως τώρα προσαρμογή σε χαμηλά επίπεδα του βιοτικού επιπέδου εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ωστόσο, και ενώ οι αμοιβές και τα εισοδήματα εργαζομένων, μικρομεσαίων, αγροτών και συνταξιούχων συρρικνώνονται - με τραγικό σε αρκετές περιπτώσεις τρόπο -, οι τιμές της βενζίνης, του πετρελαίου θέρμανσης ή των εισιτηρίων είναι υψηλότερες ως και 350% σε σχέση με τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Ενδεχομένως το παστεριωμένο γάλα να πωλείται φθηνότερα από τότε, αλλά το στοιχείο αυτό δεν αποτελεί ένδειξη προσαρμογής των τιμών στα επίπεδα της πρώτης περιόδου του ευρώ αλλά μάλλον εξαίρεση που υποδηλώνει την ανάγκη της τάσης που πρέπει να επικρατήσει στον τομέα των τιμών στο σύνολο της αγοράς.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι σ' όλες τις περιπτώσεις που το κράτος είχε την οποιαδήποτε εμπλοκή στη διαμόρφωση των τιμών, είτε άμεσα είτε έμμεσα, η απογείωση του έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι αυτή των καυσίμων, οι τιμές των οποίων έχουν τριπλασιαστεί από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, όπως επίσης των προϊόντων καπνού, των αλκοολούχων και μη ακοολούχων ποτών.
Από το σύνολο της αγοράς καλύτερη είναι η κατάσταση που επικρατεί στα ράφια και στα ψυγεία των σουπερμάρκετ - το κόστος διατροφής απορροφά περίπου το 25% του οικογενειακού προυπολογισμού -, όπου δηλαδή οι αυξήσεις των τιμών συγκρινόμενες π.χ. με αυτές του 2004 παρουσιάζουν τη μικρότερη απόκλιση. Και θεωρείται βέβαιο ότι στη διάρκεια των επόμενων μηνών τα επιτελεία προμηθευτικών και λιανεμπορικών επιχειρήσεων θα αναγκαστούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα των οικογενειακών προϋπολογισμών. Το γεγονός αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει από τη μία ημέρα στην άλλη, αν και εκεί οδηγεί η φορά των πραγμάτων.
Εκτός από τη συρρίκνωση της κατανάλωσης, η οποία αποτελεί και τον βασικό «μηχανισμό» για τη μείωση των τιμών, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι εκείνα που αποτελούν ένα εξίσου σημαντικό εργαλείο στην παρούσα συγκυρία που οδηγεί στην αποκλιμάκωση των τιμών. Και όλα αυτά βέβαια μέσα σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό πλαίσιο, στο οποίο ο κάθε λιανέμπορος γνωρίζει ότι η σημερινή του επιχειρηματική επιβίωση αποτελεί μονόδρομο για την παρουσία του στο μελλοντικό τοπίο της αγοράς.
Οπως είναι γνωστό, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι φθηνότερα των επωνύμων από 30% ως και 50%, και σε μια περίοδο όπως η σημερινή, που βασικό κριτήριο αγοράς ίσως των περισσοτέρων καταναλωτών είναι η τιμή, καθημερινά κερδίζουν μερίδιο αγοράς σε βάρος των επωνύμων. Και φυσικά στο σύνολό τους σχεδόν οι προμηθευτικές επιχειρήσεις είτε μετακυλίουν μέρος μόνο των νέων κοστολογικών τους επιβαρύνσεων στις τιμές είτε, σε άλλες περιπτώσεις, όσο τους είναι δυνατόν τις απορροφούν σε βάρος της όποιας κερδοφορίας διαθέτουν. Με αυτόν τον τρόπο κατ' αρχήν αποφεύγονται οι ανατιμήσεις.
Οι αλυσίδες σουπερμάρκετ βλέποντας ότι οι πωλήσεις τους μειώνονται ενισχύουν εντός των καταστημάτων τους τις σειρές προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, γεγονός το οποίο έχει ως συνέπεια να αυξάνεται με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς η ανάπτυξη αυτών των προϊόντων σε βάρος των επωνύμων. Και όταν ένας προμηθευτής - και αυτοί είναι πολλοί - διαπιστώνει ότι χάνει συνεχώς μερίδιο αγοράς, αναγκάζεται είτε να μειώσει την τιμή είτε με συνεχείς προσφορές να προσελκύσει τον δυσαρεστημένο ή αδυνατούντα να το αγοράσει καταναλωτή. Πηγές της αγοράς εκτιμούν ότι αυτή η τάση θα επιταχυνθεί τους επόμενους μήνες, μόλις τα τελευταία οικονομικά μέτρα τεθούν σε εφαρμογή.http://www.peramatozoa.net/2012/11/blog-post_1370.html
Στον ιδιωτικό τομέα ο... βασικός μισθός είναι 586 ευρώ τον μήνα (το 2004 ήταν 559 ευρώ) ενώ στον δημόσιο τομέα έρχεται το τρίτο «κούρεμα» αποδοχών που φέρνει τις αμοιβές για το σύνολο των υπαλλήλων οκτώ χρόνια πίσω και για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων (όπως στις ΔΕΚΟ) ακόμη πιο παλιά.
Μόνο με την καθιέρωση του νέου μισθολογίου, που άρχισε να ισχύει ουσιαστικά από τις αρχές του έτους, ορισμένες κατηγορίες που είχαν υψηλά επιδόματα έχασαν ως και το 40% των αποδοχών τους, παρ' ότι υπήρξε αύξηση των βασικών μισθών τους. Από αυτή την αύξηση ευνοήθηκε ένας πάρα πολύ μικρός αριθμός υπαλλήλων, όπως οι υπάλληλοι π.χ. του υπουργείου Παιδείας, που είχαν χαμηλά επιδόματα και έτσι κι αλλιώς πολύ χαμηλές αποδοχές.
Τα πράγματα όμως είναι ακόμη χειρότερα για τους περίπου 1,5 εκατομμύριο ανέργους, των οποίων τα εισοδήματα έχουν υποστεί την πιο επώδυνη καθίζηση. Η άμεση υλοποίηση του τρίτου μνημονίου θα προκαλέσει την πιο βίαιη ως τώρα προσαρμογή σε χαμηλά επίπεδα του βιοτικού επιπέδου εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ωστόσο, και ενώ οι αμοιβές και τα εισοδήματα εργαζομένων, μικρομεσαίων, αγροτών και συνταξιούχων συρρικνώνονται - με τραγικό σε αρκετές περιπτώσεις τρόπο -, οι τιμές της βενζίνης, του πετρελαίου θέρμανσης ή των εισιτηρίων είναι υψηλότερες ως και 350% σε σχέση με τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Ενδεχομένως το παστεριωμένο γάλα να πωλείται φθηνότερα από τότε, αλλά το στοιχείο αυτό δεν αποτελεί ένδειξη προσαρμογής των τιμών στα επίπεδα της πρώτης περιόδου του ευρώ αλλά μάλλον εξαίρεση που υποδηλώνει την ανάγκη της τάσης που πρέπει να επικρατήσει στον τομέα των τιμών στο σύνολο της αγοράς.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι σ' όλες τις περιπτώσεις που το κράτος είχε την οποιαδήποτε εμπλοκή στη διαμόρφωση των τιμών, είτε άμεσα είτε έμμεσα, η απογείωση του έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι αυτή των καυσίμων, οι τιμές των οποίων έχουν τριπλασιαστεί από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, όπως επίσης των προϊόντων καπνού, των αλκοολούχων και μη ακοολούχων ποτών.
Από το σύνολο της αγοράς καλύτερη είναι η κατάσταση που επικρατεί στα ράφια και στα ψυγεία των σουπερμάρκετ - το κόστος διατροφής απορροφά περίπου το 25% του οικογενειακού προυπολογισμού -, όπου δηλαδή οι αυξήσεις των τιμών συγκρινόμενες π.χ. με αυτές του 2004 παρουσιάζουν τη μικρότερη απόκλιση. Και θεωρείται βέβαιο ότι στη διάρκεια των επόμενων μηνών τα επιτελεία προμηθευτικών και λιανεμπορικών επιχειρήσεων θα αναγκαστούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα των οικογενειακών προϋπολογισμών. Το γεγονός αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει από τη μία ημέρα στην άλλη, αν και εκεί οδηγεί η φορά των πραγμάτων.
Εκτός από τη συρρίκνωση της κατανάλωσης, η οποία αποτελεί και τον βασικό «μηχανισμό» για τη μείωση των τιμών, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι εκείνα που αποτελούν ένα εξίσου σημαντικό εργαλείο στην παρούσα συγκυρία που οδηγεί στην αποκλιμάκωση των τιμών. Και όλα αυτά βέβαια μέσα σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό πλαίσιο, στο οποίο ο κάθε λιανέμπορος γνωρίζει ότι η σημερινή του επιχειρηματική επιβίωση αποτελεί μονόδρομο για την παρουσία του στο μελλοντικό τοπίο της αγοράς.
Οπως είναι γνωστό, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι φθηνότερα των επωνύμων από 30% ως και 50%, και σε μια περίοδο όπως η σημερινή, που βασικό κριτήριο αγοράς ίσως των περισσοτέρων καταναλωτών είναι η τιμή, καθημερινά κερδίζουν μερίδιο αγοράς σε βάρος των επωνύμων. Και φυσικά στο σύνολό τους σχεδόν οι προμηθευτικές επιχειρήσεις είτε μετακυλίουν μέρος μόνο των νέων κοστολογικών τους επιβαρύνσεων στις τιμές είτε, σε άλλες περιπτώσεις, όσο τους είναι δυνατόν τις απορροφούν σε βάρος της όποιας κερδοφορίας διαθέτουν. Με αυτόν τον τρόπο κατ' αρχήν αποφεύγονται οι ανατιμήσεις.
Οι αλυσίδες σουπερμάρκετ βλέποντας ότι οι πωλήσεις τους μειώνονται ενισχύουν εντός των καταστημάτων τους τις σειρές προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, γεγονός το οποίο έχει ως συνέπεια να αυξάνεται με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς η ανάπτυξη αυτών των προϊόντων σε βάρος των επωνύμων. Και όταν ένας προμηθευτής - και αυτοί είναι πολλοί - διαπιστώνει ότι χάνει συνεχώς μερίδιο αγοράς, αναγκάζεται είτε να μειώσει την τιμή είτε με συνεχείς προσφορές να προσελκύσει τον δυσαρεστημένο ή αδυνατούντα να το αγοράσει καταναλωτή. Πηγές της αγοράς εκτιμούν ότι αυτή η τάση θα επιταχυνθεί τους επόμενους μήνες, μόλις τα τελευταία οικονομικά μέτρα τεθούν σε εφαρμογή.http://www.peramatozoa.net/2012/11/blog-post_1370.html
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Γκιουλάι Οζτούρκ: Πιστεύουμε στις αξίες του Κλασικού Μαραθωνίου Αθηνών
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΦΑΙΗ ΞΥΛΑ «Είναι ύποπτο όλα τα σίριαλ να είναι τούρκικα»
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ