2012-11-17 19:28:13
By Philip Stephens
Τις προάλλες άκουσα κάποιον να λέει ότι η Άνγκελα Μέρκελ σκοπεύει να εμφανιστεί στις προσεχείς εκλογές της Γερμανίας με το προφίλ της καγκελαρίου που έσωσε την Ευρώπη.
Όσοι εξακολουθούν να ανησυχούν για το μέλλον του ευρώ θα πρέπει να καθησυχάσουν από τη βεβαιότητά της. Οι χιλιάδες εργαζόμενοι όμως, που βγήκαν στους δρόμους των ευρωπαϊκών πόλεων αυτή την εβδομάδα διαμαρτυρόμενοι ενάντια στη λιτότητα, μάλλον δεν θα τη χειροκροτήσουν.
Πριν από λίγο καιρό, η κα. Μέρκελ δεχόταν έντονη κριτική για τη διστακτικότητα και την αναποφασιστικότητά της. Ο Ράντοσλαβ Σιρόσκι, ο υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας, μετέβη στο Βερολίνο για να της ζητήσει να αναλάβει τα ηνία της ηγεσίας. Για πολλούς ήταν εντυπωσιακό να ζητά Πολωνός πολιτικός από τη Γερμανία να ακολουθήσει πιο επιθετική στάση.
Η Μέρκελ είναι πλέον επιθετική. Τα όσα είπε στην πρόσφατη ομιλία της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – δημοσιονομική εντιμότητα, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, βαθύτερη χρηματοοικονομική ενοποίηση και οικονομική σύγκλιση στην ευρωζώνη – δεν είναι καινούργιες προτάσεις. Είναι οι προϋποθέσεις που θέτει η Γερμανία για να εξασφαλίσει το μέλλον του ενιαίου νομίσματος.
Το Βερολίνο αποφάσισε ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν θα αποφύγει να πληρώσει τα σπασμένα. Θέλει όμως, να θέσει τους δικούς του όρους. Λιτότητα τώρα και κοινή λήψη αποφάσεων στο μέλλον είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν όλοι οι άλλοι για την αλληλεγγύη της Γερμανίας.
Το ευρώ δεν έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο. Η διαμάχη μεταξύ των κυβερνήσεων της ευρωζώνης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου υπογραμμίζει το μέγεθος της οικονομικής κρίσης που έχει βυθίσει την Ελλάδα. Η ίδια η διαμάχη – για το εάν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της χώρας θα πρέπει να μειωθεί στο 120% του 2020 ή το 2022 – μοιάζει σουρεαλιστική. Όλοι ξέρουν ότι θα πρέπει να διαγραφεί ένα ακόμη σημαντικό μέρος του χρέους. Το ερώτημα είναι πότε.
Η Ισπανία χρειάζεται πακέτο στήριξης. Όπως και η Κύπρος. Η Ιρλανδία, παρά την επιτυχία που έχει καταγράψει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της, χρειάζεται βοήθεια για την αντιμετώπιση του χρέους των τραπεζών. Τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων βρίσκονται ακόμη σε πολύ υψηλά επίπεδα και οι τραπεζικοί ισολογισμοί είναι αδύναμοι. Χωρίς ανάπτυξη, η απογοήτευση των ψηφοφόρων μετατρέπεται σε οργή στις χώρες της περιφέρειας.
Παρόλα αυτά, οι φόβοι για υπαρξιακή κρίση του ευρώ εξανεμίστηκαν. Οι προβλέψεις για κατάρρευση του ενιαίου νομίσματος αποδείχθηκαν πρώιμες. Είναι κοινή παραδοχή πλέον ότι η πολιτική επικράτησε της οικονομίας.
Η ανακοίνωση του Μάριο Ντράγκι, ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι έτοιμη να προχωρήσει σε αγορές κρατικών ομολόγων δικαίως θεωρήθηκε σημείο καμπής. Η ιστορία μπορεί τελικά να κρίνει ότι ο «Σούπερ Μάριο» ήταν εκείνος που έσωσε το ευρώ. Η πρωτοβουλία του όμως, ήταν εφικτή μόνο επειδή η κα. Μέρκελ πήρε το μέρος της ΕΚΤ ενάντια στη Bundesbank. Δεν είναι η πρώτη φορά που καγκελάριος εναντιώνεται στην κεντρική τράπεζα της Γερμανίας. Ο Χέλμουτ Κολ είχε παραβλέψει τις ενστάσεις της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας για τους όρους της ενοποίησης. Η απόφαση της κας. Μέρκελ είναι εξίσου σημαντική.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου, η γερμανική πολιτική βασίστηκε σε δύο πυλώνες: υγιής οικονομία και ακλόνητη δέσμευση στην Ευρώπη. Υπήρχαν περιστασιακές εντάσεις μεταξύ των δύο πλευρών, κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ο Χέλμουτ Κολ ήρθε σε αντίθεση με τον Φρανσουά Μιτέραν για την οικονομική πολιτική που ακολουθούσε η Γαλλία. Μέχρι τώρα, αυτοί οι δύο στόχοι συνέπιπταν. Αυτό όμως, άλλαξε με την κρίση της ευρωζώνης. Τώρα υπάρχει ο κίνδυνος σύγκρουσης μεταξύ του στόχου για εγχώρια νομισματική σταθερότητα και της δέσμευσης τςη Γερμανάις προς την Ευρώπη. Η κα. Μέρκελ επέλεξε την Ευρώπη.
Η άλλη σημαντική απόφαση ήταν η επιτόπια στροφή στο θέμα της Ελλάδας. Κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, η άποψη του Βερολίνου ήταν πως η Ελλάδα δεν μπορεί να σωθεί. Ότι δεν διαθέτει τους βασικούς μοχλούς διακυβέρνησης για να προχωρήσει σε αξιόπιστη αποκατάσταση της οικονομικής διαχείρισης. Η Grexitέμοιαζε αναπόφευκτη. Η απόφαση αυτή όμως, άλλαξε. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, η κα. Μέρκελ αποφάσισε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να πλήξει την ευρωζώνη όπως ακριβώς η Lehman Brothersέπληξε το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα.
Τίποτα από όλα αυτά δεν εντυπωσιάζει τους οικονομολόγους που εξακολουθούν να προβλέπουν ότι το ευρώ να οδεύει προς την καταστροφή. Σε μία πρόσφατη διάσκεψη που έγινε από το Centre for European Reformάκουσα πολλούς από αυτούς τους αναλυτές να υποστηρίζουν με σθένος ότι η επιβολή συλλογικής λιτότητας θα αποδειχθεί αυτοκαταστροφική πολιτική και πως αργά ή γρήγορα θα έρθει σε σύγκρουση με την πολιτική αντίσταση στις υπερχρεωμένες χώρες.
Οι οικονομολόγοι έχουν δίκιο σε μερικά σημεία, αλλά όχι σε όλα. Διαμαρτυρόμενοι ότι οι πολιτικοί δεν καταλαβαίνουν την οικονομία, αδυνατούν να κατανοήσουν τη φύση της πολιτικής. Εάν θεωρήσει κανείς ότι η Μέρκελ θα μπορούσε να πει στην Ιταλία και την Ισπανία να αγνοήσουν τις επώδυνες μεταρρυθμίσεις και να συνεχίσουν τις δαπάνες προσβλέποντας ότι η Γερμανία θα αναλάβει το χρέος, τότε κινείται στη σφαίρα της πολιτικής φαντασίας.
Η κριτική που δέχεται τώρα η Γερμανία, είναι πως δεν μπορεί να απαιτεί από τους άλλους να μειώσουν τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, ενώ η ίδια διαφυλάττει το δικό της πλεόνασμα.
Είναι σαφές ότι η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι και η εμπειρία των δύο τελευταίων ετών δείχνει ότι η κατάσταση δεν θα συνεχιστεί έτσι. Η κα. Μέρκελ υποσχέθηκε ότι δεν θα υπάρξουν διασώσεις. Έκτοτε έχει υπογράψει κάμποσες. Η ευρωζώνη έχει πλέον ένα μόνιμο σύστημα στήριξης και μία κεντρική τράπεζα που, σε ακραίες περιπτώσεις, θα λειτουργήσει ως έσχατος δανειστής. Όλα δείχνουν ότι η Γερμανία θα συνεχίσει να προσαρμόζει την πολιτική της στις περιστάσεις.
Τα όσα γίνονται στην ευρωζώνη πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα μίας κλασικής διαπραγμάτευσης μεταξύ πιστωτών και αφερέγγυων οφειλετών. Η Γερμανία γνωρίζει ότι οι οφειλέτες δεν μπορούν να ξεπληρώσουν πλήρως τα χρέη τους. Πριν συμφωνήσει σε διαγραφή χρεών όμως, είναι αποφασισμένη να εξασφαλίσει ότι η ιστορία δεν θα επαναληφθεί. Η κα. Μέρκελ έχει αποφασίσει ότι θα πληρώσει. Σε αντάλλαγμα όμως, θέλει επαρκείς διαβεβαιώσεις ώστε να πείσει τους Γερμανούς ψηφοφόρους ότι θα είναι η τελευταία φορά.
Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι αυτός ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης ήταν αποτελεσματικός. Η Ευρώπη δεν μπορεί απλώς να υποτιμήσει το πρόβλημα. Το ευρώ όμως, ανέκαθεν ήταν όχι μόνο οικονομικό, αλλά και πολιτικό εγχείρημα. Εάν όμως, η Γερμανία είναι εκείνη που βάζει τα χρήματα, τότε εκείνη θα καθορίσει και τους κανόνες.
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
Τις προάλλες άκουσα κάποιον να λέει ότι η Άνγκελα Μέρκελ σκοπεύει να εμφανιστεί στις προσεχείς εκλογές της Γερμανίας με το προφίλ της καγκελαρίου που έσωσε την Ευρώπη.
Όσοι εξακολουθούν να ανησυχούν για το μέλλον του ευρώ θα πρέπει να καθησυχάσουν από τη βεβαιότητά της. Οι χιλιάδες εργαζόμενοι όμως, που βγήκαν στους δρόμους των ευρωπαϊκών πόλεων αυτή την εβδομάδα διαμαρτυρόμενοι ενάντια στη λιτότητα, μάλλον δεν θα τη χειροκροτήσουν.
Πριν από λίγο καιρό, η κα. Μέρκελ δεχόταν έντονη κριτική για τη διστακτικότητα και την αναποφασιστικότητά της. Ο Ράντοσλαβ Σιρόσκι, ο υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας, μετέβη στο Βερολίνο για να της ζητήσει να αναλάβει τα ηνία της ηγεσίας. Για πολλούς ήταν εντυπωσιακό να ζητά Πολωνός πολιτικός από τη Γερμανία να ακολουθήσει πιο επιθετική στάση.
Η Μέρκελ είναι πλέον επιθετική. Τα όσα είπε στην πρόσφατη ομιλία της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – δημοσιονομική εντιμότητα, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, βαθύτερη χρηματοοικονομική ενοποίηση και οικονομική σύγκλιση στην ευρωζώνη – δεν είναι καινούργιες προτάσεις. Είναι οι προϋποθέσεις που θέτει η Γερμανία για να εξασφαλίσει το μέλλον του ενιαίου νομίσματος.
Το Βερολίνο αποφάσισε ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν θα αποφύγει να πληρώσει τα σπασμένα. Θέλει όμως, να θέσει τους δικούς του όρους. Λιτότητα τώρα και κοινή λήψη αποφάσεων στο μέλλον είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν όλοι οι άλλοι για την αλληλεγγύη της Γερμανίας.
Το ευρώ δεν έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο. Η διαμάχη μεταξύ των κυβερνήσεων της ευρωζώνης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου υπογραμμίζει το μέγεθος της οικονομικής κρίσης που έχει βυθίσει την Ελλάδα. Η ίδια η διαμάχη – για το εάν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της χώρας θα πρέπει να μειωθεί στο 120% του 2020 ή το 2022 – μοιάζει σουρεαλιστική. Όλοι ξέρουν ότι θα πρέπει να διαγραφεί ένα ακόμη σημαντικό μέρος του χρέους. Το ερώτημα είναι πότε.
Η Ισπανία χρειάζεται πακέτο στήριξης. Όπως και η Κύπρος. Η Ιρλανδία, παρά την επιτυχία που έχει καταγράψει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της, χρειάζεται βοήθεια για την αντιμετώπιση του χρέους των τραπεζών. Τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων βρίσκονται ακόμη σε πολύ υψηλά επίπεδα και οι τραπεζικοί ισολογισμοί είναι αδύναμοι. Χωρίς ανάπτυξη, η απογοήτευση των ψηφοφόρων μετατρέπεται σε οργή στις χώρες της περιφέρειας.
Παρόλα αυτά, οι φόβοι για υπαρξιακή κρίση του ευρώ εξανεμίστηκαν. Οι προβλέψεις για κατάρρευση του ενιαίου νομίσματος αποδείχθηκαν πρώιμες. Είναι κοινή παραδοχή πλέον ότι η πολιτική επικράτησε της οικονομίας.
Η ανακοίνωση του Μάριο Ντράγκι, ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι έτοιμη να προχωρήσει σε αγορές κρατικών ομολόγων δικαίως θεωρήθηκε σημείο καμπής. Η ιστορία μπορεί τελικά να κρίνει ότι ο «Σούπερ Μάριο» ήταν εκείνος που έσωσε το ευρώ. Η πρωτοβουλία του όμως, ήταν εφικτή μόνο επειδή η κα. Μέρκελ πήρε το μέρος της ΕΚΤ ενάντια στη Bundesbank. Δεν είναι η πρώτη φορά που καγκελάριος εναντιώνεται στην κεντρική τράπεζα της Γερμανίας. Ο Χέλμουτ Κολ είχε παραβλέψει τις ενστάσεις της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας για τους όρους της ενοποίησης. Η απόφαση της κας. Μέρκελ είναι εξίσου σημαντική.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου, η γερμανική πολιτική βασίστηκε σε δύο πυλώνες: υγιής οικονομία και ακλόνητη δέσμευση στην Ευρώπη. Υπήρχαν περιστασιακές εντάσεις μεταξύ των δύο πλευρών, κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ο Χέλμουτ Κολ ήρθε σε αντίθεση με τον Φρανσουά Μιτέραν για την οικονομική πολιτική που ακολουθούσε η Γαλλία. Μέχρι τώρα, αυτοί οι δύο στόχοι συνέπιπταν. Αυτό όμως, άλλαξε με την κρίση της ευρωζώνης. Τώρα υπάρχει ο κίνδυνος σύγκρουσης μεταξύ του στόχου για εγχώρια νομισματική σταθερότητα και της δέσμευσης τςη Γερμανάις προς την Ευρώπη. Η κα. Μέρκελ επέλεξε την Ευρώπη.
Η άλλη σημαντική απόφαση ήταν η επιτόπια στροφή στο θέμα της Ελλάδας. Κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, η άποψη του Βερολίνου ήταν πως η Ελλάδα δεν μπορεί να σωθεί. Ότι δεν διαθέτει τους βασικούς μοχλούς διακυβέρνησης για να προχωρήσει σε αξιόπιστη αποκατάσταση της οικονομικής διαχείρισης. Η Grexitέμοιαζε αναπόφευκτη. Η απόφαση αυτή όμως, άλλαξε. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, η κα. Μέρκελ αποφάσισε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να πλήξει την ευρωζώνη όπως ακριβώς η Lehman Brothersέπληξε το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα.
Τίποτα από όλα αυτά δεν εντυπωσιάζει τους οικονομολόγους που εξακολουθούν να προβλέπουν ότι το ευρώ να οδεύει προς την καταστροφή. Σε μία πρόσφατη διάσκεψη που έγινε από το Centre for European Reformάκουσα πολλούς από αυτούς τους αναλυτές να υποστηρίζουν με σθένος ότι η επιβολή συλλογικής λιτότητας θα αποδειχθεί αυτοκαταστροφική πολιτική και πως αργά ή γρήγορα θα έρθει σε σύγκρουση με την πολιτική αντίσταση στις υπερχρεωμένες χώρες.
Οι οικονομολόγοι έχουν δίκιο σε μερικά σημεία, αλλά όχι σε όλα. Διαμαρτυρόμενοι ότι οι πολιτικοί δεν καταλαβαίνουν την οικονομία, αδυνατούν να κατανοήσουν τη φύση της πολιτικής. Εάν θεωρήσει κανείς ότι η Μέρκελ θα μπορούσε να πει στην Ιταλία και την Ισπανία να αγνοήσουν τις επώδυνες μεταρρυθμίσεις και να συνεχίσουν τις δαπάνες προσβλέποντας ότι η Γερμανία θα αναλάβει το χρέος, τότε κινείται στη σφαίρα της πολιτικής φαντασίας.
Η κριτική που δέχεται τώρα η Γερμανία, είναι πως δεν μπορεί να απαιτεί από τους άλλους να μειώσουν τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, ενώ η ίδια διαφυλάττει το δικό της πλεόνασμα.
Είναι σαφές ότι η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι και η εμπειρία των δύο τελευταίων ετών δείχνει ότι η κατάσταση δεν θα συνεχιστεί έτσι. Η κα. Μέρκελ υποσχέθηκε ότι δεν θα υπάρξουν διασώσεις. Έκτοτε έχει υπογράψει κάμποσες. Η ευρωζώνη έχει πλέον ένα μόνιμο σύστημα στήριξης και μία κεντρική τράπεζα που, σε ακραίες περιπτώσεις, θα λειτουργήσει ως έσχατος δανειστής. Όλα δείχνουν ότι η Γερμανία θα συνεχίσει να προσαρμόζει την πολιτική της στις περιστάσεις.
Τα όσα γίνονται στην ευρωζώνη πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα μίας κλασικής διαπραγμάτευσης μεταξύ πιστωτών και αφερέγγυων οφειλετών. Η Γερμανία γνωρίζει ότι οι οφειλέτες δεν μπορούν να ξεπληρώσουν πλήρως τα χρέη τους. Πριν συμφωνήσει σε διαγραφή χρεών όμως, είναι αποφασισμένη να εξασφαλίσει ότι η ιστορία δεν θα επαναληφθεί. Η κα. Μέρκελ έχει αποφασίσει ότι θα πληρώσει. Σε αντάλλαγμα όμως, θέλει επαρκείς διαβεβαιώσεις ώστε να πείσει τους Γερμανούς ψηφοφόρους ότι θα είναι η τελευταία φορά.
Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι αυτός ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης ήταν αποτελεσματικός. Η Ευρώπη δεν μπορεί απλώς να υποτιμήσει το πρόβλημα. Το ευρώ όμως, ανέκαθεν ήταν όχι μόνο οικονομικό, αλλά και πολιτικό εγχείρημα. Εάν όμως, η Γερμανία είναι εκείνη που βάζει τα χρήματα, τότε εκείνη θα καθορίσει και τους κανόνες.
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πολυτεχνείο, Πραξικόπημα Ιωαννίδη, Αντίστροφη μέτρηση για την Κύπρο,
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ