2012-11-17 23:44:07
Του Δημήτρη Γιατζόγλου
Δεν έχει περάσει μήνας από τη δημόσια αμφισβήτηση της ετοιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει και μάλιστα από κορυφαίο στέλεχός του.
Ακολούθησε βεβαίως η συνήθης δήλωση περί παρερμηνείας της άποψης και επιλεκτικής προβολής της από τον τύπο. Στην άποψη αντιπαρατέθηκαν άλλα ηγετικά στελέχη, με περισσότερο ή λιγότερο αναλυτικό τρόπο. Η τάση ήταν να υποβαθμιστεί το θέμα. Αλλά το πρόβλημα υπάρχει, επανέρχεται κάθε τόσο και -να μη γελιόμαστε- συνιστά ένα πολιτικό ζήτημα. Όχι, τόσο, επειδή αξιοποιείται προπαγανδιστικά από αντίπαλες δυνάμεις. Αλλά, κυρίως, επειδή τροφοδοτεί μια κατάσταση πολιτικής αμφιθυμίας σʼ ένα τμήμα του κόσμου που συσπειρώνεται γύρω μας, διαβρώνοντας την αυτοπεποίθησή του.
Το μείζον είναι ο τρόπος που προσεγγίζουμε το ζήτημα: Δεν έχει νόημα ούτε να το σπρώξουμε κάτω από το χαλί, ούτε να το υποβαθμίσουμε, ούτε να το εγκλωβίσουμε στη μεταφυσική του «ναι» ή του «όχι»
. Αν το πρόβλημα τίθεται και αναπαράγεται, άμεσα ή μέσω κομψών υπαινιγμών, τότε θα πρέπει να συζητηθεί με την προσήκουσα αναλυτική σαφήνεια. Αυτή η συζήτηση θα ενισχύσει την «ετοιμότητά» μας. Αν μάλιστα το ερώτημα «είναι ο ΣΥΡΙΖΑ έτοιμος να κυβερνήσει;» είναι το όχημα για να επανέλθουμε στο ευρύτερο ερώτημα, «θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει αυτή την ευθύνη, με προεξοφλημένες τις λυσσώδεις αντιστάσεις και αντιδράσεις εγχώριων και ευρωπαϊκών κέντρων εξουσίας;», τότε η συζήτηση είναι δύο φορές αναγκαία.
Η επαναφορά των ερωτημάτων για την ετοιμότητα και την αναγκαιότητα να διεκδικήσουμε την κυβερνητική εξουσία έρχεται να αμφισβητήσει εκ των υστέρων την πολιτική στρατηγική την οποία διαμορφώσαμε βήμα - βήμα και με την οποία δώσαμε τις πρόσφατες εκλογικές μάχες. Η υιοθέτηση όμως αυτής της στρατηγικής έχει ήδη απαντήσει θετικά στα ερωτήματα: Εμείς δεν απευθυνθήκαμε στο εκλογικό σώμα, διεκδικώντας την ισχυροποίησή μας, ώστε να λειτουργήσουμε επαρκέστερα ως δύναμη στήριξης των λαϊκών αγώνων και οργάνωσης των κοινωνικών αντιστάσεων και η οποία θα θέσει το ζήτημα της (λαϊκής) εξουσίας - αν και όταν. Εμείς διεκδικήσαμε την πλειοψηφία για να κυβερνήσουμε και για να αναδείξουμε τα επίδικα μιας σύνθετης στρατηγικής, που επιχειρεί να συναρθρώσει το άμεσο με το μακροπρόθεσμο. Και το κάναμε μετά λόγου γνώσεως, όχι για να εξαπατήσουμε τους πολίτες και να ψηφοθηρήσουμε. Η πολιτική μας πρόταση ήταν αυτή που κατέδειξε πολιτικά την αυθαιρεσία του ιδεολογήματος του «μονόδρομου». Αυτή, που πρόσφερε στις λαϊκές μάζες ένα πολιτικό ορίζοντα εγγραφής της οργής, των διεκδικήσεων, των αναγκών τους. Αυτή που δημιούργησε γύρω μας μια απρόβλεπτη σχεδόν κοινωνική δυναμική, η οποία σταθεροποιείται και ισχυροποιείται σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις.
Είναι λοιπόν η κοινωνία που απαντά θετικά, για λογαριασμό μας, στο ερώτημα περί ετοιμότητας (αγνοώντας ή συνυπολογίζοντας τους δικούς μας φόβους, δισταγμούς, ελλείμματα). Είναι αυτή που προτάσσει την αναγκαιότητα να κυβερνήσουμε, προεξοφλώντας την ετοιμότητά μας. Είναι αυτή που ανατρέπει, ενδεχομένως, την γραμμικότητα υλοποίησης του πολιτικού μας σχεδίου, ανακαθορίζοντας ιεραρχήσεις, προτεραιότητες και ρυθμούς. Η επίγνωση της αναγκαιότητας, της υποχρέωσής μας να κυβερνήσουμε, των συνεπειών μιας επιλογής που έχουμε ήδη κάνει, αποτελεί το κίνητρο ώστε «να ετοιμαζόμαστε διαρκώς». Είμαστε σήμερα περισσότερο ώριμοι, έχουμε κάνει πολλά βήματα μπροστά, για να επιστρέψουμε σε μια αναχρονιστική συζήτηση περί «κυβερνητισμού» και «εξουσιολαγνείας». Σε μια συγκυρία κορύφωσης των αντιθέσεων και των σύστοιχων διλημμάτων, η νίκη μας στον πολιτικό αγώνα που δίνουμε απαιτεί να οδηγήσουμε την επιλογή μας στις έσχατες συνέπειές της. Και η «αλήθεια» μιας πολιτικής επιλογής είναι ισχυρότερη από την «απόδειξή» της. Απόδειξη που, έτσι κι αλλιώς, προκύπτει πάντα εκ των υστέρων. Αντίθετα, η ταλάντευσή μας προεξοφλεί την ήττα, που δεν θα είναι όμως μόνο δική μας. Θα είναι ήττα της Αριστεράς και της κοινωνίας.
Η επιλογή να διεκδικήσουμε την κυβερνητική εξουσία δεν είναι προϊόν ενός αφελούς βολονταρισμού. Προσυπογράψαμε την «αισιοδοξία της βούλησης» στην άρρηκτη σχέση της με τη γνώση και την «απαισιοδοξία» που τη συνοδεύει τις περισσότερες φορές. Και γι' αυτό, επιτελέσαμε ως χώρος ένα σημαντικό διανοητικό έργο για την ανάλυση της κρίσης, των κυρίαρχων αντιθέσεων, των ιστορικών τάσεων -εδώ και στην Ευρώπη. Αυτό το έργο κεφαλαιοποιήθηκε προγραμματικά και ιδεολογικά, συγκροτώντας -μαζί με την κοινωνική μας αγκύρωση- το θεμέλιο της ετοιμότητάς μας.
Έχουμε βεβαίως να κάνουμε ακόμα πολλά. Δεν έχουμε αγγίξει καν δύσκολα και περίπλοκα προβλήματα που αφορούν το πεδίο της παραγωγής: πώς, για παράδειγμα, θα υλοποιηθεί, πρακτικά και συγκεκριμένα, ο κοινωνικός έλεγχος κρίσιμων επιχειρήσεων. Ποιες είναι οι προτεραιότητες του δικού μας σχεδίου της παραγωγικής ανασυγκρότησης, σε συνάρτηση με τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων και πώς θα τις υποστηρίξουμε. Για όλα αυτά δεν υπάρχει μια φάση κατάκτησης της ετοιμότητας, η οποία προηγείται και οριοθετείται από την περίοδο άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας. Τουλάχιστον εμείς δεν έχουμε αυτή την πολυτέλεια. Πολλά από αυτά θα τα αντιμετωπίσουμε «εν θερμώ», θα επιστρατεύσουμε όλα τα αποθέματα φαντασίας, ευρηματικότητας, τεχνογνωσίας. Για όλα αυτά όμως θα απαιτηθεί η ενεργητική στήριξη της κοινωνίας. Αυτή είναι το κλειδί της ετοιμότητας, της ικανότητας και της αντοχής μας στο εγχείρημα που έχουμε αναλάβει.
Αυτή η στήριξη δεν μεταφράζεται αποκλειστικά σε κινητοποιήσεις αλληλεγγύης, προκειμένου να αποκρουστούν και να καμφθούν αντιδράσεις και αντιστάσεις των πολλαπλών κέντρων εξουσίας και των μηχανισμών τους. Δεν αρκεί να κυβερνήσουμε «με τον κόσμο στους δρόμους». Η κοινωνική στήριξη, για να είναι αποτελεσματική, θα απαιτήσει μια συνεχή, διαβαθμισμένη οικειοποίηση δυνατοτήτων και δυνάμεων της κοινωνίας τις οποίες συγκροτούμε θεσμικά, συνομιλούμε διαρκώς μαζί τους επιδιώκοντας προτάσεις, ιδέες, εξειδικευμένες γνώσεις και τις εντάσσουμε οργανικά στο εγχείρημα της διακυβέρνησης. Και θα μπορούσαμε, από αύριο, να ξεκινήσουμε μια τέτοια προσπάθεια. Επιχειρώντας, για παράδειγμα, τη συγκρότηση συμβουλευτικών σωμάτων από διανοούμενους, επιστήμονες, συνδικαλιστές, στελέχη της Αυτοδιοίκησης.
Υλοποιώντας ένα σύνθετο πολιτικό σχέδιο, που γίνεται ακόμα πιο δύσκολο εξαιτίας της έλλειψης πολιτικών συμμάχων, είμαστε υποχρεωμένοι να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα κοινωνικής ενεργοποίησης, να επιδιώξουμε τη συγκρότηση ενός μεγάλου κοινωνικού δικτύου, που θα συμβάλει αυτόνομα στο εγχείρημα να κυβερνηθεί ο τόπος από την Αριστερά.
Θα βαδίσουμε, όπως δείχνουν τα πράγματα, σε μια πολιτική έρημο. Οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς έχουν επιλέξει διαφορετικές πορείες. Το ΚΚΕ θα συνεχίσει να δίνει διαλέξεις στη Βουλή περί καπιταλιστικών κρίσεων και να επενδύει στην ήττα κάθε αριστερού εγχειρήματος, όταν δεν το ελέγχει. Η ΔΗΜ.ΑΡ. θα εξακολουθήσει να φαντασιώνεται ότι υπηρετεί τον αριστερό μεταρρυθμισμό, στηρίζοντας τη νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση που εκθεμελιώνει την κοινωνία. Εμείς θα επιχειρήσουμε το μείζον: Να εγγράψουμε στο πολιτικό επίπεδο το αίτημα της κοινωνικής πλειοψηφίας να κυβερνηθεί αλλιώς. Και θα ετοιμαζόμαστε συνεχώς.
Πηγή / Η ΑΥΓΗ
communenews
Δεν έχει περάσει μήνας από τη δημόσια αμφισβήτηση της ετοιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει και μάλιστα από κορυφαίο στέλεχός του.
Ακολούθησε βεβαίως η συνήθης δήλωση περί παρερμηνείας της άποψης και επιλεκτικής προβολής της από τον τύπο. Στην άποψη αντιπαρατέθηκαν άλλα ηγετικά στελέχη, με περισσότερο ή λιγότερο αναλυτικό τρόπο. Η τάση ήταν να υποβαθμιστεί το θέμα. Αλλά το πρόβλημα υπάρχει, επανέρχεται κάθε τόσο και -να μη γελιόμαστε- συνιστά ένα πολιτικό ζήτημα. Όχι, τόσο, επειδή αξιοποιείται προπαγανδιστικά από αντίπαλες δυνάμεις. Αλλά, κυρίως, επειδή τροφοδοτεί μια κατάσταση πολιτικής αμφιθυμίας σʼ ένα τμήμα του κόσμου που συσπειρώνεται γύρω μας, διαβρώνοντας την αυτοπεποίθησή του.
Το μείζον είναι ο τρόπος που προσεγγίζουμε το ζήτημα: Δεν έχει νόημα ούτε να το σπρώξουμε κάτω από το χαλί, ούτε να το υποβαθμίσουμε, ούτε να το εγκλωβίσουμε στη μεταφυσική του «ναι» ή του «όχι»
Η επαναφορά των ερωτημάτων για την ετοιμότητα και την αναγκαιότητα να διεκδικήσουμε την κυβερνητική εξουσία έρχεται να αμφισβητήσει εκ των υστέρων την πολιτική στρατηγική την οποία διαμορφώσαμε βήμα - βήμα και με την οποία δώσαμε τις πρόσφατες εκλογικές μάχες. Η υιοθέτηση όμως αυτής της στρατηγικής έχει ήδη απαντήσει θετικά στα ερωτήματα: Εμείς δεν απευθυνθήκαμε στο εκλογικό σώμα, διεκδικώντας την ισχυροποίησή μας, ώστε να λειτουργήσουμε επαρκέστερα ως δύναμη στήριξης των λαϊκών αγώνων και οργάνωσης των κοινωνικών αντιστάσεων και η οποία θα θέσει το ζήτημα της (λαϊκής) εξουσίας - αν και όταν. Εμείς διεκδικήσαμε την πλειοψηφία για να κυβερνήσουμε και για να αναδείξουμε τα επίδικα μιας σύνθετης στρατηγικής, που επιχειρεί να συναρθρώσει το άμεσο με το μακροπρόθεσμο. Και το κάναμε μετά λόγου γνώσεως, όχι για να εξαπατήσουμε τους πολίτες και να ψηφοθηρήσουμε. Η πολιτική μας πρόταση ήταν αυτή που κατέδειξε πολιτικά την αυθαιρεσία του ιδεολογήματος του «μονόδρομου». Αυτή, που πρόσφερε στις λαϊκές μάζες ένα πολιτικό ορίζοντα εγγραφής της οργής, των διεκδικήσεων, των αναγκών τους. Αυτή που δημιούργησε γύρω μας μια απρόβλεπτη σχεδόν κοινωνική δυναμική, η οποία σταθεροποιείται και ισχυροποιείται σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις.
Είναι λοιπόν η κοινωνία που απαντά θετικά, για λογαριασμό μας, στο ερώτημα περί ετοιμότητας (αγνοώντας ή συνυπολογίζοντας τους δικούς μας φόβους, δισταγμούς, ελλείμματα). Είναι αυτή που προτάσσει την αναγκαιότητα να κυβερνήσουμε, προεξοφλώντας την ετοιμότητά μας. Είναι αυτή που ανατρέπει, ενδεχομένως, την γραμμικότητα υλοποίησης του πολιτικού μας σχεδίου, ανακαθορίζοντας ιεραρχήσεις, προτεραιότητες και ρυθμούς. Η επίγνωση της αναγκαιότητας, της υποχρέωσής μας να κυβερνήσουμε, των συνεπειών μιας επιλογής που έχουμε ήδη κάνει, αποτελεί το κίνητρο ώστε «να ετοιμαζόμαστε διαρκώς». Είμαστε σήμερα περισσότερο ώριμοι, έχουμε κάνει πολλά βήματα μπροστά, για να επιστρέψουμε σε μια αναχρονιστική συζήτηση περί «κυβερνητισμού» και «εξουσιολαγνείας». Σε μια συγκυρία κορύφωσης των αντιθέσεων και των σύστοιχων διλημμάτων, η νίκη μας στον πολιτικό αγώνα που δίνουμε απαιτεί να οδηγήσουμε την επιλογή μας στις έσχατες συνέπειές της. Και η «αλήθεια» μιας πολιτικής επιλογής είναι ισχυρότερη από την «απόδειξή» της. Απόδειξη που, έτσι κι αλλιώς, προκύπτει πάντα εκ των υστέρων. Αντίθετα, η ταλάντευσή μας προεξοφλεί την ήττα, που δεν θα είναι όμως μόνο δική μας. Θα είναι ήττα της Αριστεράς και της κοινωνίας.
Η επιλογή να διεκδικήσουμε την κυβερνητική εξουσία δεν είναι προϊόν ενός αφελούς βολονταρισμού. Προσυπογράψαμε την «αισιοδοξία της βούλησης» στην άρρηκτη σχέση της με τη γνώση και την «απαισιοδοξία» που τη συνοδεύει τις περισσότερες φορές. Και γι' αυτό, επιτελέσαμε ως χώρος ένα σημαντικό διανοητικό έργο για την ανάλυση της κρίσης, των κυρίαρχων αντιθέσεων, των ιστορικών τάσεων -εδώ και στην Ευρώπη. Αυτό το έργο κεφαλαιοποιήθηκε προγραμματικά και ιδεολογικά, συγκροτώντας -μαζί με την κοινωνική μας αγκύρωση- το θεμέλιο της ετοιμότητάς μας.
Έχουμε βεβαίως να κάνουμε ακόμα πολλά. Δεν έχουμε αγγίξει καν δύσκολα και περίπλοκα προβλήματα που αφορούν το πεδίο της παραγωγής: πώς, για παράδειγμα, θα υλοποιηθεί, πρακτικά και συγκεκριμένα, ο κοινωνικός έλεγχος κρίσιμων επιχειρήσεων. Ποιες είναι οι προτεραιότητες του δικού μας σχεδίου της παραγωγικής ανασυγκρότησης, σε συνάρτηση με τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων και πώς θα τις υποστηρίξουμε. Για όλα αυτά δεν υπάρχει μια φάση κατάκτησης της ετοιμότητας, η οποία προηγείται και οριοθετείται από την περίοδο άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας. Τουλάχιστον εμείς δεν έχουμε αυτή την πολυτέλεια. Πολλά από αυτά θα τα αντιμετωπίσουμε «εν θερμώ», θα επιστρατεύσουμε όλα τα αποθέματα φαντασίας, ευρηματικότητας, τεχνογνωσίας. Για όλα αυτά όμως θα απαιτηθεί η ενεργητική στήριξη της κοινωνίας. Αυτή είναι το κλειδί της ετοιμότητας, της ικανότητας και της αντοχής μας στο εγχείρημα που έχουμε αναλάβει.
Αυτή η στήριξη δεν μεταφράζεται αποκλειστικά σε κινητοποιήσεις αλληλεγγύης, προκειμένου να αποκρουστούν και να καμφθούν αντιδράσεις και αντιστάσεις των πολλαπλών κέντρων εξουσίας και των μηχανισμών τους. Δεν αρκεί να κυβερνήσουμε «με τον κόσμο στους δρόμους». Η κοινωνική στήριξη, για να είναι αποτελεσματική, θα απαιτήσει μια συνεχή, διαβαθμισμένη οικειοποίηση δυνατοτήτων και δυνάμεων της κοινωνίας τις οποίες συγκροτούμε θεσμικά, συνομιλούμε διαρκώς μαζί τους επιδιώκοντας προτάσεις, ιδέες, εξειδικευμένες γνώσεις και τις εντάσσουμε οργανικά στο εγχείρημα της διακυβέρνησης. Και θα μπορούσαμε, από αύριο, να ξεκινήσουμε μια τέτοια προσπάθεια. Επιχειρώντας, για παράδειγμα, τη συγκρότηση συμβουλευτικών σωμάτων από διανοούμενους, επιστήμονες, συνδικαλιστές, στελέχη της Αυτοδιοίκησης.
Υλοποιώντας ένα σύνθετο πολιτικό σχέδιο, που γίνεται ακόμα πιο δύσκολο εξαιτίας της έλλειψης πολιτικών συμμάχων, είμαστε υποχρεωμένοι να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα κοινωνικής ενεργοποίησης, να επιδιώξουμε τη συγκρότηση ενός μεγάλου κοινωνικού δικτύου, που θα συμβάλει αυτόνομα στο εγχείρημα να κυβερνηθεί ο τόπος από την Αριστερά.
Θα βαδίσουμε, όπως δείχνουν τα πράγματα, σε μια πολιτική έρημο. Οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς έχουν επιλέξει διαφορετικές πορείες. Το ΚΚΕ θα συνεχίσει να δίνει διαλέξεις στη Βουλή περί καπιταλιστικών κρίσεων και να επενδύει στην ήττα κάθε αριστερού εγχειρήματος, όταν δεν το ελέγχει. Η ΔΗΜ.ΑΡ. θα εξακολουθήσει να φαντασιώνεται ότι υπηρετεί τον αριστερό μεταρρυθμισμό, στηρίζοντας τη νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση που εκθεμελιώνει την κοινωνία. Εμείς θα επιχειρήσουμε το μείζον: Να εγγράψουμε στο πολιτικό επίπεδο το αίτημα της κοινωνικής πλειοψηφίας να κυβερνηθεί αλλιώς. Και θα ετοιμαζόμαστε συνεχώς.
Πηγή / Η ΑΥΓΗ
communenews
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΕΪΜΙ ΓΟΥΑΝΧΑΟΥΖ-Έπεσε κατακόρυφα η τιμή πώλησης του σπιτιού της!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ